Κι ο πρωθυπουργός, μετά την έκδοση απαγόρευσης συγκέντρωσης περισσότερο
των τριών ατόμων τις τέσσερις μέρες πριν και μετά την ημερομηνία που το τανκς έριξε
την πύλη του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και τις αντιδράσεις που
προκάλεσε, με συγκρίσεις των ενεργειών της κυβέρνησης Μητσοτάκη μ’ εκείνες της χούντας,
ανερυθριάστως σε μήνυμά του, χωρίς ν΄ αναφέρεται στην αστυνομική απαγόρευση, προτείνει
για έκφραση τιμής στο Πολυτεχνείο, εν είδει θεατρικού δρώμενου, πορεία των
πολιτικών αρχηγών που θα περιλαμβάνει λουλούδια και πρωθιέρεια την άλαλη
πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου.
Δεκαετίες τώρα το θέμα του εορτασμού του Πολυτεχνείου έμοιαζε να
μένει ανοιχτό, τόσο σχετικά με τη
σημασία των γεγονότων του Νοέμβρη του ’73 όσο και του χαρακτήρα των εκδηλώσεων,
αναλόγως των πολιτικών συγκυριών. Φέτος όμως φαίνεται πως η κυβέρνηση αποφάσισε,
με πρόσχημα την πανδημία, να περιορίσει τον γιορτασμό σε μουσειακή, στεφανοσκεπασμένη εκδήλωση, ως έκφραση ενότητας, όταν ο ίδιος ο
τρόπος που τιμάται, κάθε χρόνο με την αντιιμπεριαλιστική πορεία, ταυτίζεται με
τη δυναμική του λαϊκού κινήματος και δεν εγκλωβίζεται σε θεσμοποιημένα
τελετουργικά. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη
παραχώρηση που μπορεί η κυβέρνηση να κάνει, γιατί ακόμα
δεν τολμά να εμφανίζεται χωρίς μεταμφίεση ο αυταρχισμός της. Γι’ αυτό από τη
μια με απόφαση του αρχηγού της Ελληνικής
Αστυνομίας απαγορεύονται σε όλη την επικράτεια οι δημόσιες υπαίθριες
συναθροίσεις, ενώ από την άλλη ο
πρωθυπουργός εμφανίζεται δήθεν ενωτικός που υπερασπίζεται την ιστορική επέτειο
να μη «γίνεται αιτία διχασμού και οι ανθρώπινες ζωές πεδίο κομματικών
πειραματισμών».
Και κάπως έτσι εγκαθίστανται στην καθημερινότητά μας
απαγορεύσεις που καταστρατηγούν ακόμα και βασικά δικαιώματα της αστικής δημοκρατίας,
όπως αυτό του συναθροίζεσθαι. Μέσα στους τελευταίους οκτώ μήνες που η απειλή της
πανδημίας ρημάζει τη ζωή μας, η κυβέρνηση ακάθεκτη νομοθετεί συρρίκνωση
εργασιακών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών. Και πώς λοιπόν να γίνει πειστική για το ενδιαφέρον της για τη δημόσια υγεία όταν αδιαφόρησε ολότελα
για προληπτικά μέτρα κατά της διασποράς του ιού, για την ενίσχυση του συστήματος υγείας;
Αυτό που ζούμε, όσο περνά ο καιρός και αποδεικνύεται
η ουσιαστική αδιαφορία της κυβέρνησης για
τη δημόσια υγεία, είναι η εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος πολύ πιο κοντά
στο φασισμό απ’ όσο ομολογείται. Κι αν
στον παραδοσιακό φασισμό ένας ηγέτης
υποσχόταν στη μάζα σωτηρία από όλα τα κακά κι αυτή τον εμπιστευόταν για
να την οδηγήσει στον πόλεμο εναντίον εχθρών του έθνους αλλά και στην καταστροφή
προς το συμφέρον του κεφαλαίου, καλά κρυμμένου στην προπαγάνδα, τα τελευταία
χρόνια τα καπιταλιστικά κέντρα εξουσίας έχουν
ξεκινήσει έναν καλά καμουφλαρισμένο πόλεμο με τη μάζα των εργαζομένων, για να
αποδυναμωθούν πλήρως …αμαχητί. Κι αν ο παραδοσιακός
φασισμός συνδύαζε τη μαζική υποστήριξη
και την προπαγάνδα με τον τρόμο και τα σχέδια εξόντωσης των εχθρών
του, τώρα η αυταρχικότητα εκδηλώνεται πολύ πιο διακριτικά και έξυπνα. Όλες οι
επιθέσεις της κυρίαρχης εξουσίας γίνονται νομότυπα, ακολουθώντας τις διαδικασίες
της αστικής δημοκρατίας, με παρεκκλίσεις ελαφρές τόσο όσο οι συνταγματολόγοι
και λοιποί θεσμικοί παράγοντες να διαφωνούν, ενώ οι αμφισβητούμενες αποφάσεις
εφαρμόζονται.
Με την πανδημία του κορωνοϊού φαίνεται πως η κυρίαρχη
εξουσία εκμεταλλεύεται τον φόβο και τον πανικό μας, καθώς όπως είμαστε
τρομοκρατημένοι η χειραγώγησή μας γίνεται ευκολότερη, για να επιβάλλει την πολιτική της. Αυτό που συμβαίνει
τώρα είναι η εξάπλωση αυτής της σοβαρής κατάστασης υγείας σε ολόκληρο τον
πληθυσμό. Βλέπουμε πώς ένας πρωταρχικός φόβος της ασθένειας μετατρέπεται σε
μαζικό πανικό. Μοιάζει σχεδόν σκόπιμο. Οι απαγορεύσεις μοιάζει να χρησιμοποιούνται
ως μέσο κυριαρχίας των κέντρων εξουσίας, ώστε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης να
κηρυχθεί μόνιμη κατάσταση ανά πάσα στιγμή. Ακόμα και η υποχρεωτικότητα της μάσκας
με τα πρόστιμα, την προβολή των αρνητών της, την αναγόρευση τους σχεδόν σε εχθρούς
του κοινωνικού συνόλου εστιάζει περισσότερο στην υπακοή και υποταγή παρά στην
πειθώ για το καλό της υγείας. Αντιμετωπίζεται ένας ολόκληρος λαός σαν να ετοιμάζεται
να αυτοκτονήσει και οι ηγέτες του τον συγκρατούν με νύχια και με δόντια. Μόνο
που κανένας λαός δεν σκέφτεται να αυτοκτονήσει, αντίθετα τη ζωή του
υπερασπίζεται και από την πανδημία αλλά και από την αδηφάγα εξουσία.
Γι’ αυτό και
τον δρόμο, τον πιο θεμελιώδη κοινόχρηστο
χώρο όπου εκφράζουμε δημόσια τη διαφωνία μας και γίνεται για την εξουσία εχθρικός, η κυρίαρχη εξουσία χρησιμοποιεί
την πανδημία για να πάψει να διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην
κοινωνική ζωή των κοινοτήτων. Ο Μ.
Χρυσοχοϊδης όταν δήλωνε πως ««Οι
δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια» πολύ παραστατικά,
σπέρνοντας τον πανικό αποκαλύπτει το στόχο του. Οι πόλεις δεν πρέπει να μας ανήκουν κι ας κατοικούμε
σ’ αυτές. Κι αν μέχρι τώρα είχαμε σ’ αυτές περιφραγμένες περιοχές, ιδιωτικοποιημένους
δημόσιους χώρους όπου ελέγχονταν η παρουσία του πλήθους, συγχρόνως όμως ακόμα η
πόλη λειτουργούσε ως συλλογικό πολιτικό
σώμα με τις διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, τις κοινωνικές επαφές σε όλο τον ιστό
της, που ξεπερνούσαν την απομόνωση και διαμόρφωναν πολιτικά υποκείμενα. Ο δρόμος
όμως τώρα έγινε εχθρικός και για τους κατοίκους της πόλης, η αναιτιολόγητη
παρουσία πληρώνεται με πρόστιμο, πάντα στο όνομα της δημόσιας υγείας, και η
αστυνόμευση την κάνει απαγορευτική. Η αστυνομία στο δρόμο δρα ως αντίρροπη
δύναμη, ακόμα και προληπτικά, κάθε φορά
που υπάρχει φόβος πως μπορεί να δείξει η εργατική τάξη τη δύναμή της. Οι δρόμοι
γέμισαν πάνοπλους αστυνομικούς με εντολές να υπερασπιστούν το ίδιο το σύστημα
από κάθε αμφισβήτηση.
Αστικά κόμματα, το μέτωπο των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης, η σφιχταγκαλιασμένη με την εξουσία επιστήμη, μοιάζει να προωθούν τις
θέσεις της κυρίαρχης τάξης. Ο πόλεμος με τον αόρατο εχθρό τον κορωνοϊό, όπως αρέσκονται
να καλούν την αντιμετώπιση της πανδημίας οι ηγέτες μας, μοιάζει με τους proxy πολέμους
που διεξάγουν οι ιμπεριαλιστές ανά τον κόσμο, χωρίς άμεσα να εμπλέκονται
οι ίδιοι. Κατ' αναλογία, όλες τις συνταγματικές παραβιάσεις, όλες τις
καταχρήσεις αστυνομικής
εξουσίας είναι ο κορωνοϊός που τις προκαλεί. Και πίσω του στοιχίζονται
τα
κυρίαρχα συμφέροντα.
Ποσοστά ασφαλείας σε πλειστηριασμό των υπό κλινική
δοκιμή εμβολίων που εκτοξεύουν τις μετοχές των εταιρειών, έργα που εκτελούνται για λόγους δημόσιας υγείας, όπως ο μεγάλος
περίπατος του Κ. Μπακογιάννη στην Αθήνα, αποφάσεις αστυνομίας για «αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου δημόσιας
υγείας», όπως οι απαγορεύσεις συναθροίσεων, απαγορεύσεις κυκλοφορίας για
αποτροπή της διασποράς της πανδημίας μας εγκλωβίζουν στο φόβο μας και στην ανασφάλεια.
Θεσμοί υποκρίνονται ουδετερότητα, ώστε να γίνει πειστική η αντικειμενικότητά τους,
όπως το ΣτΕ που απορρίπτει την αίτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής στην απόφαση του αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για λόγους
δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας. Επιστήμονες σπεύδουν να κρατήσουν αποστάσεις
με πολύ διακριτικότητα, όταν κινδυνεύει να χαθεί η αξιοπιστία τους και επομένως
η επιρροή τους, όπως συνέβη στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών για την πανδημία
με τον Γκ. Μαγιορκίνη που στο θέμα της απαγόρευσης συγκεντρώσεων σιβυλλικά
απάντησε πως αφορά αποφάσεις της πολιτείας. Κι έτσι φτάσαμε να μην
ξέρουμε πού σταματά η πραγματική απειλή της πανδημίας και που αρχίζει η εσκεμμένη
πολιτική μιας εξουσίας που περιχαρακώνει τα συμφέροντά της.
Γι’ αυτό και πρέπει το ταξικό
κίνημα να είναι οργανωμένο και πειθαρχημένο, για να μπορεί να
αντιμετωπίσει τα
ύπουλα χτυπήματα μιας εξουσίας ανάλγητης. Γι’ αυτό και είναι ζωτικής
σημασίας
ζήτημα η μη συμμόρφωση στην απαγόρευση της αστυνομίας, που δεν αναιρεί
τη συμμόρφωση με τις ιατρικές οδηγίες προστασίας. Γι’ αυτό και η
συμπόρευση
με το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, είναι πια μονόδρομος.