Ο Γουίλιαμ Φόστερ, σπουδαίος Αμερικανός
συνδικαλιστής, γ.γ του ΚΚ ΗΠΑ και συγγραφέας του εργατικού κινήματος,
γεννήθηκε στις 25 Φλεβάρη 1881 στο Τόντον της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας
του ήταν γιος Ιρλανδού που είχε διαφύγει στις ΗΠΑ λόγω της πολιτικής
του δράσης κατά των Άγγλων και δούλευε ως σταβλίτης, ενώ η μητέρα του
ήταν Αγγλο-Σκωτσέζα καθηγητή που γέννησε 23 παιδιά, εκ των οποίων
επέζησαν τα εννέα. Όταν ο Φόστερ ήταν έξι ετών η οικογένεια μετακόμισε
στη Φιλαδέλφεια, σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο όπου κυριαρχούσε ο
αλκοολισμός και το έγκλημα. Όταν ήταν δέκα ετών ο Φόστερ εγκατέλειψε το
σχολείο για βιοποριστικούς λόγους. Έκανε κυριολεκτικά δεκάδες
χειρωνακτικές κυρίως δουλειές και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1900. Η
συνδικαλιστική του δράση ξεκίνησε το 1894, αλλά ασχολήθηκε πιο ενεργά με
την πολιτική μετά το 1901, όταν έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού κόμματος,
ενώ συνέχισε να ασκεί διάφορα επαγγέλματα. Το 1910 μπήκε στην οργάνωση
“Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου” (Industrial Workers of the World),
αναρχοσυνδικαλιστικών αναφορών, όπου αναμείχθηκε στην εκστρατεία περί
ελευθερίας του λόγου και φυλακίστηκε μετά από διαδήλωση στην πόλη
Σποκέην.
Σύντομα ο Φόστερ απέκτησε σημαντική
επιρροή κι εκπροσώπησε τo IWW στο Διεθνές Συνδικαλιστικό Συνέδριο της
Βουδαπέστης. Ο Φόστερ, θεωρώντας πως η οργάνωση θα έπρεπε να
αυτοδιαλυθεί ώστε τα μέλη της να κυριαρχήσουν στην Αμερικανική
Ομοσπονδία Εργατών, αποχώρησε και ίδρυσε τη βραχύβια Συνδικαλιστή Λίγκα
της Βόρειας Αμερικής. Μετά τον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο έγινε μέλος της
Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργατών και πρωτοστάτησε στη συνδικαλιστική
οργάνωση των εργαζομένων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, με
αποκορύφωμα την απεργία του κλάδου το 1919, κατά την οποία 14 απεργοί
και συμπαθούντες έχασαν τη ζωή τους, ενώ ο ίδιος ο Φόστερ εκδιώχθηκε υπό
την απειλή όπλου από την πόλη Τζόσταουν της Πενσυλβάνια. Συνέχισε την
πολιτική και συνδικαλιστική δράση, παρότι είχε μπει σε μαύρη λίστα μετά
την απεργία και δύσκολα έβρισκε δουλειά. Αν και είχε από νωρίς επαφές με
μέλη του ΚΚ ΗΠΑ, που ιδρύθηκε ως διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος το
1919, δεν είχε εξαρχής τις καλύτερες σχέσεις με το κόμμα, που τον είχε
καταγγείλει για ταξική υποχωρητικότητα στη διάρκεια της απεργία των
χαλυβουργών. Η προσέγγισή του με το κόμμα έγινε στενότερη το 1921, όταν ο
μετέπειτα γ.γ Earl Browder τον κάλεσε σε συνέδριο της Προφιντέρν, της
διεθνούς των “κόκκινων” συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπου ο Φόστερ
εκλέχθηκε εκπρόσωπος της οργάνωσης στις ΗΠΑ, ενώ επιστρέφοντας από την
ΕΣΣΔ στην πατρίδα του, το 1923, έγινε μέλος του ΚΚ.ΗΠΑ.
Λόγω της επιρροής του στο συνδικαλιστικό
κίνημα, αποφασίστηκε να είναι ο κομματικός υποψήφιος στις εκλογές του
1924, όπου ωστόσο απέσπασε μόλις το 0,1% των ψήφων. Ήταν μια περίοδος
έντονης φραξιονιστικής πάλης εντός κόμματος, στην οποία παρενέβη η
Κομιντέρν, υπέρ της ανάληψης της ηγεσίας από τους Charles Ruthenberg και
Jay Lovestone, ενώ ο Φόστερ ανήκε στην αντίπαλη ομάδα του ως τότε γ.γ,
James Cannon. O Φόστερ προσπάθησε μάταια να ανατρέψει την απόφαση,
παρεμβαίνοντας μάλιστα προσωπικά στην Κομιντέρν, ωστόσο εξωτερικά
τουλάχιστον η ενότητα του κόμματος φαινόταν να έχει αποκατασταθεί, και
το 1926 ήταν η πρώτη χρονιά που η Κομιντέρν δεν ασχολήθηκε με το
διορισμό επιτροπής αρμόδιας για τη φραξιονιστική πάλη στην Αμερική. Το
1928, ο Κάννον ως πρόεδρος του κόμματος (γ.γ είχε μείνει ο Jay
Lovestone, μετά το θάνατο του Ruthenberg το 1927) εκπροσώπησε το κόμμα
στο 6ο συνέδριο της Κομιντέρν το 1928, όπου ήρθε σε επαφή με τις
τροτσκιστικές ιδέες, τις οποίες προσπάθησε επιστρέφοντας να εισάγει και
στο κόμμα, κάτι που οδήγησε στην αποπομπή του ίδιου και των οπαδών του
από το ΚΚ ΗΠΑ. Ο Φόστερ υποστήριξε την αποπομπή του παλιού του συμμάχου
και στις εκλογές του 1928 υπήρξε εκ νέου προεδρικός υποψήφιος
επιτυγχάνοντας την ίδια εκλογική επίδοση.
Το 1929 χάρη στη στήριξη της Κομιντέρν, ο
Φόστερ αναδείχθηκε σε γ.γ του κόμματος, καθώς ο Lovestone και η ομάδα
περί αυτόν αποπέμφθηκε λόγω τις στήριξης που έδωσε στο Νικολάι
Μπουχάριν, που την ίδια χρονιά είχε εκδιωχθεί από την ηγεσία της
Κομιντέρν και το Πολιτικό Γραφείο του μπολσεβικικού κόμματος. Την
περίοδο που έγινε γραμματέας ο Φόστερ, το ΚΚ.ΗΠΑ είχε 7.000 μελη κυρίως
μετανάστες της ευρύτερης περιοχής της Νέας Υόρκης, είχε όμως σημαντική
διείσδυση στο χώρο των καλλιτεχνών και των διαννουμένων. Φυλακίστηκε την
εποχή του κομματικού συνεδρίου το 1930, αλλά την ίδια χρονιά υπήρξε
υποψήφιος κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. Το 1932, στις πρώτες εκλογές μετά
το κραχ του ’29, ο Φόστερ ως προεδρικός υποψήφιος κατόρθωσε να
τριπλασιάσει την εκλογική απήχηση του κόμματος, που έλαβε περίπου
102.000 ψήφους. Λόγω καρδιακού επεισοδίου που είχε υποστεί κατά την
προεκλογική εκστρατεία ωστόσο, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την ηγεσία του
κόμματος στον Earl Bowder, περνώντας τα επόμενα χρόνια στην ΕΣΣΔ για
θεραπείες.
Ο Φόστερ ήταν αντίθετος στην πολιτική
στήριξης που παρείχε το κόμμα στον Ρούζβελτ και την πολιτική του New
Deal, δεν ήρθε ωστόσο σε ανοιχτή ρήξη με τον Bowder, ως το 1944, όταν
επέκρινε ανοιχτά την απόφαση του τελευταίου να μετονομάσει το ΚΚ ΗΠΑ σε
“Κομμουνιστική Πολιτική Ένωση”, διαλύοντας ουσιαστικά την κομματική
υπόσταση των Αμερικανών κομμουνιστών, και να συνεχίσει μεταπολεμικά το
απεργιακό μορατόριουμ που είχε συμφωνήσει την κυβέρνηση Ρούζβελτ. Σε
εκείνη τη φάση, τόσο τα ηγετικά στελέχη του κόμματος, όσο και η
Κομιντέρν, υπερασπίστηκαν το γ.γ, ωθώντας τον Φόστερ σε απόσυρση της
κριτικής του. Οι απαρχές του Ψυχρού Πολέμου καθιστούσαν ωστόσο σαφές ότι
η πολιτική “ειρηνικής συνύπαρξης” που πρέσβευε ο Bowder δεν ήταν πλέον
βιώσιμη, οδηγώντας στη διαγραφή του ως λικβινταριστή και την ανάδειξη
του Φόστερ εκ νέου στην ηγεσία του (επανιδρυθέντος πρακτικά) κόμματος,
ως μέλος τριανδρίας με τους Eugene Dennis και John Williamson, στην
οποία ήταν ντε φάκτο επικεφαλής. Κατά μία εκδοχή υπήρξε ο πραγματικός
συντάκτης της επιστολής Duclos το 1945, όπου με την υπογραφή του
στελέχους του ΚΚ Γαλλίας καταγγελλόταν η πολιτική ταξικής συμφιλίωσης
του Bowder.
Στη νέα αυτή περίοδο της ηγεσίας του
Φόστερ, το κόμμα αποτίναξε πολλά στοιχεία της εθνικιστικής και
ρεφορμιστικής ρητορικής της περιόδου Bowder, μάλιστα ο Φόστερ συνέγραψε
μια “Νέα ιστορία της Αμερικής”, σκιαγραφώντας τη ματοβαμμένη ιστορία της
ανάδειξης των ΗΠΑ σε κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη παγκοσμίως.
Συνέπεσε ωστόσο και με την απαρχή της σκλήρυνσης της στάσης των αρχών
έναντι των κομμουνιστών, η οποία θα κορυφωνόταν αργότερα με το
μακαρθισμό. Ήδη στις 20 Ιούλη 1948 ο Φόστερ και έντεκα ακόμη ηγετικά
στελέχη του ΚΚ συνελήφθησαν για παραβίαση νομοθεσίας του 1940, σύμφωνα
με την οποία ήταν παράνομη η διάδοση ιδεών υπέρ της ανατροπής της
κυβέρνησης. Ωστόσο ο ίδιος εξαιρέθηκε από τη δίκη που ξεκίνησε το Γενάρη
του 1949 λόγω των χρόνιων προβλημάτων υγιείας που αντιμετώπιζε. Οι
υπόλοιποι κατηγορούμενοι έλαβαν ποινές κάθειρξης πέντε ετών (με εξαίρεση
έναν που καταδικάστηκε σε τρία χρόνια ως βετεράνος του β’ παγκοσμίου
πολέμου) και πρόστιμο 10.000 δολλαρίων έκαστος. Άσκησαν έφεση την οποία
ωστόσο έχασαν το 1951, κάτι που οδήγησε αρκετά ηγετικά στελέχη του
κόμματος να περάσουν στην παρανομία.
Η επιρροή του Φόστερ ολοένα έφθινε,
πρόλαβε ωστόσο να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην αποπομπή όσων στελεχών
είχαν πάρει θέση κατά της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία του 1956.
Το 1957 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, λαμβάνοντας τον τίτλο του
ομότιμου προέδρου του κόμματος, δίνοντας τη θέση του στον Γκας Χολ.
Έφυγε από τη ζωή την πρώτη Σεπτέμβρη 1961, σε ηλικία 80 ετών. Εκτός από
την ακούραστη πολιτική του δραστηριότητα, άφησε πίσω του και πλούσιο
συγγραφικό έργο με δεκάδες βιβλία, άρθρα και προκηρύξεις, από το οποίο
ξεχωρίζουν η “Ιστορία των τριών Διεθνών”, “Η Ιστορία του παγκόσμιου
συνδικαλιστικού κινήματος”, καθώς και το “Για μια Σοβιετική Αμερική”, το
οποίο μάλιστα ανατυπώθηκε το 1961 από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών
υποθέσεων ως ένδειξη “κομμουνιστικής συνωμοσίας”.