ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
του Νίκου Κυρίτση
Η πρόσφατη νομισματική κρίση έφερε στην επικαιρότητα το πρόβλημα του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό.
Φυσικά η τελευταία αναταραχή στην καπιταλιστική χρηματαγορά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Πολλές φορές ακούμε για «μαύρες μέρες», για χρεοκοπίες τραπεζών και για κραχ στα χρηματιστήρια.
Από το 1899 μέχρι το 1997 εκδηλώθηκαν 11 μεγάλες νομισματικές κρίσεις. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η συχνότητά τους αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα. Για παράδειγμα στα χρόνια 1929-1933 σημειώθηκαν τέσσερις και στα χρόνια 1987-1997 τρεις νομισματικές κρίσεις.
Τα χρηματιστήρια δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν στη βάση του ίδιου του καπιταλισμού. Στα χρηματιστήρια αξιών αγοράζονται και πωλούνται χρεόγραφα, ομόλογα, μετοχές των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και ομόλογα του κράτους. Οι τιμές των χρεογράφων που διαμορφώνονται στα χρηματιστήρια πέφτουν απότομα σε περιόδους κρίσης και προκαλούν πανικό στους κατόχους κυρίως των μικρομεσαίων.
Για το ρόλο των χρηματιστηρίων ο Φ. Ενγκελς έγραφε τον περασμένο αιώνα: «Σημειώθηκε μια αλλαγή που αναθέτει ένα σημαντικό ανεβασμένο και διαρκώς αυξανόμενο ρόλο στο χρηματιστήριο και που στην παραπέρα εξέλιξη έχει την τάση να συγκεντρώσει στα χέρια των χρηματιστών όλη την παραγωγή, την βιομηχανική και την αγροτική, καθώς και όλη την κυκλοφορία, τα μέσα επικοινωνίας, καθώς και τη λειτουργία ανταλλαγής, έτσι που το χρηματιστήριο γίνεται ο πιο έξοχος εκπρόσωπος της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ... Δίπλα στα χρηματιστήρια υπήρχαν οι μετοχικές τράπεζες ... Υστερα από την κρίση του 1866 η συσσώρευση προχώρησε με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα ... και η συσσώρευση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πέρα για πέρα για την επέκταση της δικής του επιχείρησης ... Ακολούθησε μετά η βαθμιαία μετατροπή της βιομηχανίας σε μετοχικές επιχειρήσεις ... Ακολούθησαν τα τραστ, που δημιουργούν γιγάντιες επιχειρήσεις» .
Η νομισματική κρίση είναι αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής κρίσης που πλήττει όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα του καπιταλισμού. Φέρνει στην επιφάνεια κλονισμούς της παραγωγής και αναπαραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, την κατανομή και ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Ετσι λοιπόν η βασική αιτία των νομισματικών κλονισμών εστιάζεται στην ίδια την κεφαλαιοκρατική παραγωγική βάση.
Σχετικά με τις μεγάλες κρίσεις στον καπιταλισμό, ο Κ. Μαρξ γράφει στο «Κεφάλαιο»: «Δεν πρόκειται πια για μεμονωμένα οικονομικά φαινόμενα ... αλλά για τις μεγάλες θύελλες της παγκόσμιας αγοράς, στις οποίες ξεσπάει η αντίφαση όλων των στοιχείων του αστικού προτσές παραγωγής, η προέλευση και η απόκρουση των οποίων αναζητούνταν μέσα στην πιο επιφανειακή και πιο αφηρημένη σφαίρα αυτού του προτσές, στην σφαίρα της χρηματικής κυκλοφορίας» .
Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Μετά από τις παραπάνω εισαγωγικές παρατηρήσεις θεωρούμε χρήσιμο να αναπτύξουμε την μαρξιστικολενινιστική αντίληψη για τη θέση και το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό.
Το πιστωτικό και χρηματικό σύστημα εντάσσεται οργανικά στην καπιταλιστική οικονομία. Ο ρόλος του αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής προς όφελος της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Με τις λειτουργίες του το πιστωτικό σύστημα συμμετέχει στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος, στην κυκλοφορία και κατανάλωση, στην κατανομή και ανακατανομή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Το πιστωτικό σύστημα στην ιστορική του εξέλιξη πέρασε από διάφορες φάσεις και στάδια, αναπτυσσόταν και διαμορφωνόταν έτσι ώστε να εξυπηρετεί το βασικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή την αποκόμιση υπεραξίας.
Η πρώτη μορφή εμφάνισής του ήταν το τοκογλυφικό κεφάλαιο. Το μέγεθος της τοκογλυφικής πίστης ήταν μεγάλο και ο τόκος συνήθως απορροφούσε ολόκληρο το υπερπροϊόν των μικροεμπορευματικών παραγωγών και σε πολλές περιπτώσεις και ένα μέρος του αναγκαίου προϊόντος. Στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού, το τοκοφόρο κεφάλαιο εκφράζεται με νέες μορφές. Εκφράζεται μέσα από την κυριαρχία και τη λειτουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Στον καπιταλισμό εμφανίζεται και αναπτύσσεται το κεφαλαιοκρατικό πιστωτικό σύστημα. «Μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή - ο Καρλ Μαρξ γράφει - σχηματίζεται μια τελείως καινούργια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως σε λίγο ένα καινούργιο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού και τελικά μετατρέπεται σε ενα τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων.
Στο βαθμό που αναπτύσσεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή και συσσώρευση, στον ίδιο βαθμό αναπτύσσονται και ο συναγωνισμός και η πίστη, αυτοί οι δύο ισχυρότεροι μοχλοί της συγκεντροποίησης» .
Με την επέκταση και άμεση ανάμειξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη παραγωγή - βλέπε παρακάτω για την ουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου - δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι το χρήμα αυτό καθεαυτό αυξάνεται χωρίς τη διαδικασία της παραγωγής, όπου δημιουργείται η υπεραξία. Μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος γίνεται συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων, κατανομή της υπεραξίας εκφρασμένη σε κέρδος. Ετσι στα πλαίσια του πιστωτικού συστήματος το κέρδος αυτό εμφανίζεται απατηλά σαν δημιουργία του ίδιου του πιστωτικού χρήματος. Για την κατανόηση του θέματος παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την ανάλυση του Κ. Μαρξ.
«Χ - Χ΄: Εχουμε εδώ το αρχικό σημείο αφετηρίας του κεφαλαίου, το χρήμα στον τύπο Χ - Ε - Χ΄ που έχει αναχθεί στα δυο άκρα Χ - Χ΄, όπου Χ΄ = Χ + ΔΧ, χρήμα που δημιουργεί περισσότερο χρήμα. Είναι ο αρχικός και γενικός τύπος του κεφαλαίου, συμπτυγμένος σε μια χωρίς νόημα συγκεφαλαίωση. Είναι το έτοιμο κεφάλαιο, ενότητα του προτσές παραγωγής και του προτσές κυκλοφορίας, είναι το κεφάλαιο που για το λόγο αυτό σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο αποφέρει καθορισμένη υπεραξία. Στη μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου η ιδιότητα αυτή να αποφέρει υπεραξία εμφανίζεται άμεσα, χωρίς τη μεσολάβηση του προτσές παραγωγής και του προτσές κυκλοφορίας. Το κεφάλαιο εμφανίζεται σαν μυστηριώδης και αυτοδημιουργός πηγή του τόκου, της δικής του αύξησης. Το πράγμα (χρήμα, εμπόρευμα, αξία) σαν απλό πράγμα είναι τώρα κεφάλαιο και το κεφάλαιο εμφανίζεται τώρα σαν απλό πράγμα. Το αποτέλεσμα του συνολικού προτσές αναπαραγωγής εμφανίζεται σαν μια ιδιότητα που ανήκει σαν τέτια σε ένα πράγμα. Εξαρτιέται από τον κάτοχο του χρήματος, δηλαδή, του εμπορεύματος στην πάντα ανταλλάξιμη μορφή του, αν θα το ξοδέψει σαν χρήμα ή αν θα το δανείσει σαν κεφάλαιο. Γι΄ αυτό, στο τοκοφόρο κεφάλαιο ξεχωρίζει καθαρά αυτό το αυτόματο φετίχ, η αυτοαξιοποιούμενη αξία, το χρήμα που γεννάει χρήμα, και με τη μορφή αυτή δεν έχει πια ούτε ένα σημάδι που να δείχνει την καταγωγή του. Η κοινωνική σχέση ολοκληρώθηκε σαν σχέση ενός πράγματος, του χρήματος, προς τον ίδιο τον εαυτό του. Στη θέση της πραγματικής μετατροπής χρήματος σε κεφάλαιο φαίνεται εδώ μόνο η χωρίς περιεχόμενο μορφή αυτής της μετατροπής. Οπως γίνεται με την εργατική δύναμη, η αξία χρήσης του χρήματος είναι εδώ η ικανότητα να παράγει αξία, μεγαλύτερη αξία από την αξία που περιέχεται σε αυτό το ίδιο. Το χρήμα σαν τέτοιο είναι ήδη δυνάμει αυτοαξιοποιούμενη αξία και το δανείζουν σαν τέτοια, πράγμα, που αποτελεί τη μορφή της πούλησης για το ιδιόμορφο αυτό εμπόρευμα. Ετσι γίνεται πέρα για πέρα ιδιότητα του χρήματος να δημιουργεί αξία, να αποφέρει τόκο, όπως η ιδιότητα της απιδιάς είναι να παράγει απίδια. Και ο δανειστής του χρήματος πουλάει το χρήμα του σαν ένα τέτιο τοκοφόρο πράγμα. Και σαν να μην έφθανε αυτό, το ίδιο το πραγματικά λειτουργούν κεφάλαιο, όπως είδαμε, παρουσιάζεται έτσι, λες και αποφέρει τον τόκο όχι σαν λειτουργούν κεφάλαιο, αλλά σαν κεφάλαιο αυτό καθεαυτό, σαν χρηματικό κεφάλαιο.
Διαστρεβλώνεται και το εξής: Ενώ ο τόκος είναι μόνο ένα μέρος του κέρδους, δηλαδή της υπεραξίας, που ο ενεργός κεφαλαιοκράτης εκθλίβει από τον εργάτη, εμφανίζεται τώρα αντίθετα ο τόκος σαν ο καθεαυτό καρπός του κεφαλαίου, σαν το πρωταρχικό, και το κέρδος, μεταβλημένο τώρα στη μορφή του επιχειρηματικού κέρδους, εμφανίζεται σαν κάτι το πρόσθετο, το συμπληρωματικό, που προστίθεται στο προτσές της αναπαραγωγής. Εδώ είναι ολοκληρωμένη η φετιχιστική μορφή του κεφαλαίου και η αντίληψη του κεφαλαίου - φετίχ» .
Οι πρώτες τράπεζες εμφανίσθηκαν στη φεουδαρχία παρ΄ όλο που εμβρυακά στοιχεία υπάρχουν και στην αρχαιότητα. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του, το τραπεζικό σύστημα γνώρισε στον καπιταλισμό. Στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό οι τράπεζες ήταν απλοί μεσολαβητές.
«Η βασική και η πρωταρχική πράξη των τραπεζών - τονίζει ο Λένιν - είναι η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση με αυτό οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε ενεργό, δηλαδή σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος, συγκεντρώνουν τα χρηματικά έσοδα όλων των ειδών και τα θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών» .
Αρχικά οι τράπεζες εμφανίστηκαν ως ατομικές επιχειρήσεις. Κατά τον 19ο αιώνα δημιουργούνται οι εμπορικές μετοχικές τράπεζες. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του τραπεζικού κεφαλαίου συντελείται με την ενοποίηση και την εξαγορά τραπεζών. Είναι η περίοδος, που ο καπιταλισμός περνάει στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. «Στο βαθμό που αναπτύσσεται η τραπεζική δραστηριότητα και συγκεντρώνεται σε λίγα ιδρύματα, οι τράπεζες μετεξελίσσονται από το μετριόφρονα ρόλο των μεσολαβητών σε πανίσχυρους μονοπωλητές, που διαθέτουν σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο του συνόλου των καπιταλιστών και των μικρονοικοκυραίων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των μέσων παραγωγής και των πηγών πρώτων υλών σε μια δοσμένη χώρα ή σε μια ολόκληρη σειρά χωρών. Αυτή η μετατροπή των πολυάριθμων μετριοφρόνων μεσολαβητών σε μια χούφτα μονοπωλητές αποτελεί ένα από τα βασικά προτσές της μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό» .
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των μονοπωλίων στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις τράπεζες και στο εμπόριο, αλλάζει ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος.
Τα τραπεζικά μονοπώλια δεν περιορίζονται μόνο στις πιστωτικές πράξεις. Αυτά διεισδύουν και στη βιομηχανία. Οι τράπεζες αγοράζουν μετοχές βιομηχανικών εταιρειών, χορηγούν σε αυτές δάνεια και οι ίδιες δημιουργούν βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Με αυτόν τον τρόπο οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα στην αρχή να γνωρίζουν την κατάσταση των πελατών τους, στη συνέχεια να τους ελέγχουν και τελικά να καθορίζουν την μοίρα τους.
Συντελείται και η αντίστροφη διαδικασία της διείσδυσης των βιομηχάνων στις τράπεζες. Συνέπεια αυτών των διαδικασιών είναι η σύμφυση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο και η εμφάνιση του χρηματιστικού κεφαλαίου και της χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Με το πέρασμα από τον προμονοπωλιακό καπιταλισμό στον ιμπεριαλισμό και τη συνύφανση του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου, ο Β. Ι. Λένιν έγραφε για τα χρηματιστήρια: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το μέγιστο βιομηχανικό κεφάλαιο το οποίο αναπτύχθηκε σε μονοπώλιο και συγχωνεύθηκε με το τραπεζικό κεφάλαιο. Οι μεγάλες τράπεζες συγχωνεύθηκαν με το χρηματιστήριο» .
Η κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας εξασφαλίζεται με το σύστημα της συμμετοχής και της προσωπικής ένωσης.
Η αλληλοσύνδεση, η σύμφυση των τραπεζιτικών και των βιομηχανικών μονοπωλίων σημαίνει τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο Β. Ι. Λένιν χαρακτήρισε την ουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου ως εξής: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το τραπεζικό κεφάλαιο μερικών πάρα πολύ μεγάλων μονοπωλιακών τραπεζών, που έχει συγχωνευτεί με το κεφάλαιο των μονοπωλιακών ενώσεων των βιομηχανιών» .
Ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου σημαίνει την εμφάνιση νέου τύπου μονοπωλίων, και κεφαλαίου το οποίο «είναι εξαιρετικά ευκίνητο και ευλύγιστο, εξαιρετικά περιπλεγμένο στο εσωτερικό των χωρών και διεθνώς, εξαιρετικά απρόσωπο και αποσπασμένο από την άμεση παραγωγή, που πολύ εύκολα συγκεντρώνεται και έχει κιόλας προχωρήσει πολύ στη συγκέντρωση» .
Μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τη μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλισμού δυνάμωσε ιδιαίτερα η παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στο τραπεζικό σύστημα στα πλαίσια του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΚ).
Στην ανάπτυξη του χρηματιστικού κεφαλαίου τεράστια επίδραση ασκεί η συμμετοχή του κράτους. Η ύπαρξη κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, η κρατική ρύθμιση των κεφαλαίων, των πιστώσεων, το σύστημα των φορολογικών προνομίων και επιχορηγήσεων, η ανάπτυξη των κρατικών προμηθειών, όλα αυτά βάζουν τη σφραγίδα τους στο μηχανισμό λειτουργίας του χρηματιστικού κεφαλαίου.
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο κλονίσθηκε το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό νομισματικό σύστημα του χρυσού. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάρκεια του πολέμου, το σύστημα του χρυσού διατηρήθηκε μόνο στις ΗΠΑ.
Με τη μεγάλη οικονομική κρίση 1929-1933 κυριάρχησε ανεπιστρεπτί το χαρτονόμισμα σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Το πέρασμα από το σύστημα του χρυσού νομίσματος στο χαρτονόμισμα προκάλεσε βαθιές αλλαγές, όχι μόνο στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών, μα και κλόνισε τον μηχανισμό των διεθνών νομισματικών συναλλαγών και προκάλεσε τον κρατικό παρεμβατισμό στο χρηματοπιστωτικό σύστημα του καπιταλισμού.
Οι ΗΠΑ που βγήκαν δυναμωμένες οικονομικά από τον πόλεμο, επέβαλλαν με την οικονομική τους ισχύ το δικό τους σύστημα με τη νομισματική συμφωνία του 1944 Μπρέτον Γουντς, όπου βάσει αυτής της συμφωνίας δημιουργήθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και άρχισε να λειτουργεί από τον Μάρτη του 1947 ακριβώς εκείνη την περίοδο που αναγγέλθηκε το «Δόγμα Τρούμαν».
Το 1949 οι ΗΠΑ διέθεταν το 70% όλων των αποθεμάτων χρυσού του καπιταλιστικού κόσμου. Μετά σημειώθηκε φυγάδευση του χρυσού από τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καθόρισε το 1968 διπλή τιμή του χρυσού, η επίσημη με 35 δολάρια την ουγκιά και η άλλη της ελεύθερης αγοράς.
Το 1971, η μεγαλύτερη νομισματική κρίση χτύπησε το δολάριο. Στις 15 Αυγούστου 1971 ο πρόεδρος Νίξον ανακοίνωσε δρακόντεια μέτρα προστασίας και «σωτηρίας» του δολαρίου. Το Δεκέμβρη του 1971 υπογράφθηκε η συμφωνία της Ουάσιγκτον όπου και τυπικά επικυρώθηκε η χρεοκοπία της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς. Το ΔΝΤ με απόφασή του από τις 01/04/79 καταργεί την επίσημη τιμή του χρυσού στην χρηματαγορά.
Χαρακτηριστικό σημείο της ανάπτυξης του πιστωτικού συστήματος, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η αύξηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που προσφέρουν διάφορες εξειδικευμένες υπηρεσίες όπως:
Οι επιχειρήσεις των αμοιβαιο-ταμιευτηριακών τραπεζών, των δανειοταμιευτηριακών ενώσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών και των τραστ επενδύσεων κεφαλαίου. Τα ιδρύματα αυτά συγκεντρώνουν τις λαϊκές αποταμιεύσεις που αξιοποιούνται από το μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιριών. Η σημασία τους στο σύστημα του χρηματιστικού κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλωσε. Οι ασφαλιστικές εταιρίες πραγματοποιούν παθητικές και ενεργητικές πράξεις όπως και οι τράπεζες με σκοπό την αποκόμιση κερδών. Οι εργαζόμενοι στις καπιταλιστικές χώρες οι οποίοι υφίστανται τις συνέπειες της ανεργίας, των οικονομικών κρίσεων, της πολιτικής της λιτότητας και ανασφάλειας, αναγκάζονται να προσφεύγουν στις υπηρεσίες των ασφαλιστικών εταιριών καταθέτοντας μέρος του μισθού τους σε ασφάλιστρα.
Οι ασφαλιστικές εταιρίες, συσσωρεύουν μεγάλες ποσότητες χρηματικού κεφαλαίου, αγοράζουν μετοχές βιομηχανικών εταιρειών, τίτλους αξιών, σπεκουλάρουν με τα ακίνητα και χρηματοδοτούν κυβερνήσεις.
Μια άλλη μορφή πιστωτικού κεφαλαίου είναι οι εταιρίες επενδύσεων που κινητοποιούν χρηματικό κεφάλαιο με την έκδοση δικών τους χρεογράφων και τα τοποθετούν σε διάφορους κλάδους της οικονομίας με σκοπό το κέρδος.
Πηγή άντλησης πιστωτικού κεφαλαίου αποτελούν και τα συνταξιοδοτικά ταμεία κρατικά και ιδιωτικά.
Ολες αυτές οι μορφές αποτελούν ένα σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Καθημερινά μετακινείται ένα τρισεκατομμύριο πεντακόσια δισεκατομμύρια δολάρια, από χώρα σε χώρα, από χρηματιστήριο σε χρηματιστήριο, από τράπεζα σε τράπεζα, από συνάλλαγμα σε συνάλλαγμα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των συγχρόνων μέσων πληροφορικής και ηλεκτρονικής επικοινωνίας κυνηγώντας το υψηλό μονοπωλιακό κέρδος.
Τεράστιες είναι οι διασυνοριακές κινήσεις των κεφαλαίων με τη μορφή ομολογιών και μετοχών.
ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΟΧΩΝ ΩΣ % ΤΟΥ ΑΕΠ
1980 1990 1996
ΗΠΑ 9,0% 89,0% 151,5%
ΙΑΠΩΝΙΑ 7,7% 120,0% 82,8%
ΓΕΡΜΑΝΙΑ 7,5% 57,3% 196,8%
ΓΑΛΛΙΑ 8,4% 53,6% 229,2%
ΚΑΝΑΔΑΣ 9,6% 64,4% 234,8%
Στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής οικονομίας γίνεται μεγάλη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές. Το 1996 πραγματοποιήθηκαν συγχωνεύσεις και εξαγορές ύψους 275 δις δολαρίων.
Μια από τις συνέπειες της κρίσης είναι και οι πτωχεύσεις εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων. Στις 16 ευρωπαϊκές χώρες στην περίοδο 1992-1996 χρεοκόπησαν 1.049.035 επιχειρήσεις .
Στις σημερινές συνθήκες της «νέας τάξης πραγμάτων» οι αντιθέσεις από τη δράση του νόμου του συναγωνισμού και της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής οξύνονται. Ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού διεξάγεται σκληρή πάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, για νέες αγορές, για εξαγωγή και επένδυση κεφαλαίων, για πρώτες ύλες, εκμετάλλευση φθηνής εργατικής δύναμης με βασικό σκοπό την εξασφάλιση του μονοπωλιακού υπερκέρδους, για σφαίρες επιρροής και κυριαρχίας. Τα 39.000 διεθνή μονοπώλια με 270.000 θυγατρικές επιχειρήσεις στον κόσμο έχουν επενδύσει συνολικά εκτός των συνόρων τους 2,7 τρις δολάρια .
Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζουν οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί όπως: η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο ΟΟΣΑ, κλπ.
«Το χρηματιστικό κεφάλαιο, έγραφε ο Λένιν, στο αστικό καθεστώς αγοράζει και εξαγοράζει ελεύθερα, οποιαδήποτε κυβέρνηση και δημόσιο υπάλληλο» .
Η χρηματιστική ολιγαρχία όλο και περισσότερο συμφύεται με το καπιταλιστικό κράτος, καταφεύγει σε αντιδραστικότερες μορφές διακυβέρνησης στον αυταρχισμό, στην καταπάτηση στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο ρατσισμό, και στην αντιμετώπιση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.
Το καπιταλιστικό πιστωτικό σύστημα επιταχύνει ως ένα βαθμό την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ταυτόχρονα οξύνει τις αντιθέσεις και τη σήψη του καπιταλισμού και δημιουργεί υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Στους ισχυρισμούς των ρεφορμιστών και αναθεωρητών που θεωρούν το καπιταλιστικό πιστωτικό σύστημα μεταβατική μορφή προς το σοσιαλισμό διατηρώντας την καπιταλιστική ιδιοκτησία και το αστικό κράτος, ο Κ. Μαρξ απαντά:
«Η Τράπεζα και η Πίστη, όμως, γίνονται ταυτόχρονα το πιο ισχυρό μέσο, για να οδηγηθεί η κεφαλαιοκρατική παραγωγή πέρα από τα δικά της όρια και ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μοχλούς των κρίσεων και της απάτης .... δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το πιστωτικό σύστημα θα χρησιμεύσει σαν ισχυρός μοχλός κατά τη διάρκεια του περάσματος από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στον τρόπο παραγωγής της συνεταιρισμένης εργασίας, όμως μονάχα σαν ένα στοιχείο σε συνάρτηση με άλλες μεγάλες οργανικές ανατροπές του ίδιου του τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, οι αυταπάτες σχετικά με τη θαυματουργό δύναμη του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος με τη σοσιαλιστική έννοια, απορρέουν από την πλήρη άγνοια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του πιστωτικού συστήματος σαν μιας από τις μορφές του» .
ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, ιδιαίτερα της βιομηχανίας στην Ελλάδα, έγινε αργότερα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτή η πορεία εξέλιξης είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει στη χώρα μας και η ανάπτυξη του τραπεζικού κεφαλαίου και η συνύφανσή του με το βιομηχανικό και το εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Κατά τον 19ο αιώνα, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι τράπεζες με τη μορφή των ανωνύμων εταιρειών. Η διαδικασία αυτή εντάθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Η παρέμβαση του κράτους στον τραπεζικό χώρο ήταν έντονη. Τον καιρό της τραπεζικής μεταρρύθμισης του 1928, στην Ελλάδα λειτουργούσαν πάνω από 50 τράπεζες, πολλές από τις οποίες ήταν προσωπικού ή οικογενειακού χαρακτήρα. Το 1931, ψηφίστηκε ο νόμος 5076 περί Ανωνύμων Εταιρειών και Τραπεζών, σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες μπορούσαν να λειτουργούν μόνο σαν ανώνυμες εταιρείες.
Με τον νόμο αυτό το ελληνικό κράτος παρέμβαινε στην επίσπευση της διαδικασίας συνύφανσης του βιομηχανικού, εφοπλιστικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Τα πρώτα εμβρυακά στοιχεία αυτής της πορείας εκδηλώθηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως διεισδύει στον κλάδο της νηματουργίας με τη δημιουργία τραστ στο χώρο αυτό. Η Τράπεζα Αθηνών ίδρυσε το 1906 την Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων. Μια ομάδα βιομηχάνων και επιχειρηματιών δημιουργούν το 1918 την Τράπεζα Βιομηχανίας.
Στο βιβλίο «Οι τράπεζες στην Ελλάδα 1898-1928» αναφέρεται ότι: «Μετά το 1918 θα είναι οι βιομήχανοι που θα μετατραπούν σε τραπεζίτες: τόσο η Τράπεζα Βιομηχανίας, όσο και η Γενική Τράπεζα ήταν δημιουργημένες από γνωστούς βιομηχάνους».
Η διαδικασία σύμφυσης του βιομηχανικού, εφοπλιστικού και τραπεζικού κεφαλαίου εντάθηκε στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του ΄50 με αποτέλεσμα να κυριαρχεί στην οικονομική και πολιτική ζωή η σύγχρονη χρηματιστική ολιγαρχία.
Μορφές εκδήλωσης και κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου στη χώρα μας είναι οι 50 όμιλοι και μονοπωλιακά συγκροτήματα. Μεταξύ αυτών είναι:
Ο όμιλος Βαρδινογιάννη που ελέγχει πολλές επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους. Μεταξύ αυτών είναι η Τράπεζα «Xios Bank» η «Γενική Εκδοτική», η ασφαλιστική «Κρήτη», οι «Επιχειρήσεις Ηχου και Εικόνας ΑΕ» κτλ.
Ο όμιλος Κωστόπουλου της Τράπεζας ALPHA Πίστεως αναδεικνύεται σε ισχυρό ανταγωνιστή των κρατικών τραπεζικών ομίλων. Προσπαθεί να εξαγοράσει την Ιονική Τράπεζα και την Τράπεζα Μακεδονίας-Θράκης.
Ο όμιλος Κόκκαλη, εκτός από την «Ιντρακόμ», έχει την «Ιντρασόφτ», «Ιντραμετ», Panafon SA, Data Bank ΑΕ κτλ. Τώρα ενδιαφέρεται να αγοράσει την Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδας, θυγατρική της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας.
Ο όμιλος Λάτση, που διαθέτει το διυλιστήριο «Πετρόλα» και πολλές άλλες εταιρείες, ίδρυσε το 1990 την Ευρωεπενδυτική Τράπεζα και εξαγόρασε την INTERBANK.
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Στις εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας και του πιστωτικού συστήματος σημαντικός είναι ο ρόλος των ντόπιων και ξένων τραπεζών.
Στο τραπεζικό σύστημα της χώρας μας διακινούνται τεράστια χρηματικά κεφάλαια. Μαζί με την Τράπεζα της Ελλάδας, οι 26 τράπεζες, το 1995, είχαν συνολικό ενεργητικό ύψους 37,4 τρις δρχ., δηλαδή το ενεργητικό σημείωσε μια αύξηση κατά 17,6% σε σύγκριση με το 1993.
Οι καταθέσεις των 25 τραπεζών, εκτός από την Τράπεζα Ελλάδας, ανέρχονταν το 1995 σε 18,4 τρις δρχ. και αυξήθηκαν σε σύγκριση με το 1993 κατά 18,7%, οι χορηγήσεις αυτών των τραπεζών ήταν το 1995 ύψους 8,6 τρις δρχ. και μειώθηκαν κατά 42,3% σε σύγκριση με το 1993. Μεγάλη αύξηση των κερδών κατά 57,9% είχαν οι τράπεζες στην Ελλάδα το 1995. Συνολικά οι 22 ελληνικές κερδοφόρες τράπεζες αποκόμισαν 272,5 δις δρχ. καθαρά κέρδη το 1995.
Οι 26 ελληνικές τράπεζες απασχολούσαν 53.078 εργαζόμενους το 1995. Ενώ χωρίς την Τράπεζα της Ελλάδας είχαν ένα απλωμένο δίκτυο 2.278 υποκαταστημάτων. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών.
ΤΡΑΠΕΖΑ Ενεργητικό εκατ. δρχ Χορηγή
σεις εκατ. δρχ Καταθέ
σεις εκατ. δρχ Καθαρά κέρδη εκατ. δρχ Απασχόληση Υποκατα
στήματα
ΕΘΝΙΚΗ 8358734 1716207 6502924 41437 15128 496
ΑΓΡΟΤΙΚΗ 3515393 2071679 2867568 15803 5632 435
ΕΜΠΟΡΙΚΗ 2670102 893443 2070011 26231 7672 330
Α-ΠΙΣΤΕΩΣ 2075284 719853 1533068 50796 3882 174
ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ 2013588 804697 1355464 20065 1367 73
ΙΟΝΙΚΗ 1576809 392480 1170834 13655 4153 203
ETBA 1430468 610111 243746 - 61063 458 12
ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1010478 308506 760500 37450 2130 111
ΓΕΝΙΚΗ 328786 145753 262631 6710 1888 91
ΚΡΗΤΗΣ 310925 166625 278857 - 5603 1464 86
ΜΑΚ/ΘΡΑΚΗ 317430 156692 259887 3620 1520 59
ΕΥΡΩΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ 285291 63973 122775 3843 266 6
XIOSBANK 199357 81284 166194 1755 456 27
Κ. ΕΛΛΑΔΑΣ 121860 53328 98562 1849 583 21
INTERBANK 161634 68649 141895 1023 509 19
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 139441 67223 93635 2304 484 21
ΑΘΗΝΩΝ 104020 45773 92730 26 498 23
ΑΤΤΙΚΗΣ 97827 51910 74688 1321 642 29
ΕΓΝΑΤΙΑ 92707 42166 80372 - 1099 438 18
ΔΩΡΙΚΗ 37489 17822 24831 130 101 4
ΕΥΡ/ΛΑΪΚΗ 77283 17218 61332 671 121 6
ASPIS 35556 14998 24028 85 95 8
CREDIT LYONNAIS 145284 27757 39648 - 2560 125 8
ΕΤΕΒΑ 92376 35527 4675 5994 182 2
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ 100928 70866 85534 2829 243 16
ΣΥΝΟΛΟ 25279050 8644540 18416089 167272 50037 2278
Σύμφωνα με στοιχεία του ICAP το 1996 οι 28 ελληνικές τράπεζες απασχολούσαν 55.130 άτομα και αποκόμισαν μικτά κέρδη ένα τρισεκατομμύριο εκατόν σαράντα δισεκατομμύρια δραχμές.
ΞΕΝΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην σφαίρα του πιστωτικού συστήματος αναπτύσσουν δραστηριότητα μια σειρά ξένες μεγάλες τράπεζες.
Συνεχίστηκε η διείσδυση του ξένου τραπεζικού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία και μετά το 1980. Μέχρι το 1963 υπήρχε στην Ελλάδα μόνο μια ξένη τράπεζα, η AMERICAN EXPRESS, που δρούσε από το 1921. Μετά το 1964 άρχισε η ορμητική εισβολή των ξένων τραπεζών. Από τότε μέχρι το 1995 εισέβαλαν στη χώρα μας 20 ξένες τράπεζες γνωστές και άλλες μικρότερες.
Το συνολικό ενεργητικό των 21 ξένων τραπεζών στη χώρα μας το 1995 ανέρχονταν σε 4,2 τρις δρχ. ενώ το 1993 το ενεργητικό των 19 ξένων τραπεζών ήταν 2,7 τρις δρχ. Οι καταθέσεις των 21 τραπεζών το 1995 ήταν 1.862 δις δρχ. και οι χορηγήσεις 1.116,5 δις δρχ. Οι τράπεζες αυτές απασχολούσαν 3.090 εργαζόμενους και είχαν 89 υποκαταστήματα στην χώρα μας.
Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει τα στοιχεία των ξένων τραπεζών για το 1995.
ΤΡΑΠΕΖΕΣ Ετος εγκα
τάστασης Ενεργητι
κό σε εκατ. δρχ. Καταθέ
σεις σε εκατ. δρχ. Χορηγή
σεις σε εκατ. δρχ. Απα
σχό
ληση Υποκαταστήματα
CITIBANK (ΗΠΑ) 1964 848.872 612.700 156.544 736 21
NATIONAL WESTMINSTER BANK (ΑΓΓΛΙΑ)
1974
479.331
355.023
42.405
180
5
BANK OF AMERICA (ΗΠΑ)
1968
402.027
8.673
23.700
67
1
ΒΑΝQUΕ NATIONAL DE PARIS (ΓΑΛΛΙΑ)
1981
342.159
24.377
65.146
121
6
BARCLAYS BANK (ΑΓΓΛΙΑ)
1977
287.139
112.488
132.627
280
9
MIDLAND BANK (ΑΓΓΛΙΑ)
1981
265.539
143.313
90.961
204
4
ABN AMRO BANK (ΟΛΛΑΝΔΙΑ)
1974
217.665
115.611
88.114
196
9
AMERICAN EXPRESS (ΗΠΑ)
1921
188.573
141.494
36.016
340
7
THE ROYAL BANK OF SCOTLAND (ΑΓΓΛΙΑ)
1974
167.457
60.870
107.887
61
1
CREDIT COMMERCIAL DE FRANCE (ΓΑΛΛΙΑ)
1981
151.035
15.933
47.290
64
2
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ 1990 140.523 72.313 80.572 227 6
BAYERISCHE VEREINSBANK (ΓΕΡΜΑΝΙΑ)
1989
135.903
4.221
30.739
57
1
THE BANK OF NOVA SCOTIA (ΑΓΓΛΙΑ)
1969
133.366
64.382
78.858
120
5
SOCIETE GENERALE (ΓΑΛΛΙΑ)
1979
129.718
23.841
55.344
135
3
BANQUE PARIBAS (ΓΑΛΛΙΑ)
1980
95.251
6.944
21.786
55
1
ANZ GRINDLAYS BANK (ΗΠΑ)
1974
66.064
34.960
16.160
86
2
THE CHASE MANHATTAN BANK (ΗΠΑ)
1968
64.408
46.535
7.206
77
2
ARAB BANK (ΣΑΟΥΔ. ΑΡΑΒΙΑ)
1980
42.601
16.144
24.301
63
1
ISTITUTO BANCARIO SAN PAOLO DI TORINO
1993
27.871
1.651
10.260
15
1
BANK SADERAT IRAN 1977 5.999 430 546 14 1
ING BANK 1995 1.805 334 5 28 1
ΣΥΝΟΛΟ 4.193.305 1.861.877 1.116.467 3.090
Από την ανάλυση των στοιχείων του παραπάνω πίνακα φαίνεται ότι η αμερικάνικη CITIBANK κατέχει την πρώτη θέση με συμμετοχή 20,2% στο σύνολο του ενεργητικού των ξένων τραπεζών, με 32,9% στις καταθέσεις και με 14,0% στις χορηγήσεις.
Το 1995, τα ποσοστά του ενεργητικού των 21 ξένων τραπεζών αποτελούσαν το 16,6% του συνόλου του ενεργητικού των 25 ελληνικών τραπεζών (χωρίς την Τράπεζα της Ελλάδας), 10,1% των καταθέσεων, 12,3 των χορηγήσεων και 6,2 της απασχόλησης. Εχει όμως ένα ιδιαίτερο βάρος το ξένο τραπεζικό κεφάλαιο στις οικονομικές εξελίξεις της χώρας, στη πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, στη δυνατότητα να διεισδύει σε κερδοφόρους τομείς και συμβάλλει στο βάθεμα της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και οργανισμούς, εξ αιτίας της υποδεέστερης θέσης της ελληνικής οικονομίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η συγκεντροποίηση του τραπεζικού κεφαλαίου και η σύμφυσή του με το βιομηχανικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο συνεχίζεται εντατικά. Η διαδικασία αυτή συντελείται στη βάση της εξαγοράς, συγχώνευσης και καταβρόχθισης μικρότερων μονάδων, πχ. πρόσφατα συγχωνεύτηκε η Interbank με την Ευρωεπενδυτική.
Εν όψει των καπιταλιστικών αναπροσαρμογών, στρατηγικής σημασίας, προωθείται η συγκεντροποίηση των τραπεζών, η διαμόρφωση τριών μεγάλων τραπεζικών ομίλων στην Ελλάδα που βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο όπως οι όμιλοι: Εθνικής, Εμπορικής και Αγροτικής Τράπεζας.
Ο Ομιλος της Εθνικής Τράπεζας το 1993 είχε υπό τον έλεγχό του, από 50 και μέχρι 100%, 25 θυγατρικές μονάδες και συμμετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο άλλων 123 εταιριών με ποσοστό κάτω του 50%. Ο χρηματικο-οικονομικός αυτός Ομιλος είναι ο μεγαλύτερος στη χώρα μας, συμπεριλαμβάνει βιομηχανικές, εμπορικές και άλλες χρηματοοικονομικές εταιρίες.
Οι καταθέσεις στην Εμπορική Τράπεζα το 1997 ξεπέρασαν τα 8 τρισεκατομμύρια δραχμές και τα καθαρά κέρδη του Ομίλου ανήλθαν σε 203 δις δρχ. έναντι 127,3 δις δρχ. το 1996 .
Σημαντική είναι η εξαγωγή κεφαλαίων του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας στη διεθνή χρηματαγορά. Εχει παρουσία σε 15 χώρες τεσσάρων ηπείρων. Το διεθνές της δίκτυο απαρτίζεται από 15 θυγατρικές τράπεζες, συνολικά 54 καταστήματα: η Atlantic Bank of New York στις ΗΠΑ (9 καταστήματα), η National Bank of Greece στον Καναδά (8), η Banque Nationale de Grece στο Παρίσι (1), η South African Bank of Athens στη Νότια Αφρική (14) και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Κύπρο (22). Επιπλέον, διαθέτει 17 καταστήματα: ΗΠΑ (4), Γερμανία (4), Μ. Βρετανία (4), Ολλανδία, Αίγυπτο, Βουλγαρία, Αλβανία και Ρουμανία. Τα δε τέσσερα γραφεία αντιπροσωπίας βρίσκονται στη Ρωσία, στο Βέλγιο και στην Αυστραλία (2) .
Σε 10,5 δις δρχ. ανήλθαν τα προ φόρων κέρδη των μονάδων εξωτερικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΤΕ), σημειώνοντας σημαντική αύξηση, της τάξης του 44%, έναντι της προηγούμενης χρήσης (7,3 δις). Περί το 20% (5,9δις δολ.) του συνολικού ενεργητικού του ομίλου παράγεται σήμερα στο εξωτερικό. Το 1995 δε το σύνολο του ενεργητικού των μονάδων εξωτερικού ήταν 5,2 δις δολ.
Σε αύξηση των εργασιών και, ιδιαίτερα των καταθέσεων του καταστήματος της Εθνικής στα Τίρανα, οδήγησε η πρόσφατη κρίση που ξέσπασε στη γειτονική Αλβανία. «Λειτουργούμε υπό συνθήκες πλήρους ασφάλειας, καθώς οι ταραχές περιορίζονται στο νότιο τμήμα της χώρας», επισήμανε ο διευθυντής του καταστήματος Αλέξανδρος Κασιούρης .
Δεύτερος μεγάλος Ομιλος είναι η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας. Στην τράπεζα αυτή συντελείται μια γρήγορη διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων και γίνεται μια προσπάθεια απεμπλοκής της ΑΤΕ από μια σειρά αγροτοβιομηχανικών προϊόντων. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου δήλωσε ρητά ότι δεν πρόκειται να δοθεί καμιά οικονομική ενίσχυση στην ΑΤΕ εάν δεν υλοποιήσει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων. Από το 1990 η ΑΤΕ έχει ξεπουλήσει 15 εταιρίες και άλλες 15, που πήρε υπό τον άμεσο έλεγχό της, τέθηκαν υπό εκκαθάριση.
Οι προς πώληση εταιρείες της ΑΤΕ είναι:
1) Στον τομέα της κονσερβοποιίας: «Αγροτική Κολυνδρού» στην Κατερίνη, «Βέρμιο-Νάουσα», «ΕΒΙΚΟΝ» στη Θεσσαλονίκη, «ΑΓΡΑΣ» στην Εδεσσα και DIVA - Σκουρτόπουλος στη Βέροια.
2) Μερίδια θυγατρικών: Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδας, «ΔΩΔΩΝΗ», Καπνοβιομηχανία «ΣΕΚΑΠ», «ΒΟΚΤΑΣ», «ΣΥΝΕΡΓΑΛ», «ΚΥΔΕΠ» και ακολουθούν άλλες 25 εταιρείες .
Ο τρίτος Ομιλος είναι της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας. Καταβάλλεται μια προσπάθεια ίδρυσης 7 εξειδικευμένων τραπεζών σε διάφορους τομείς. Μελετάται και το ενδεχόμενο συγχώνευσης της Ιονικής και της Εμπορικής.
Την πιο ισχυρή θέση, εκτός από την Τράπεζα της Ελλάδας, ανάμεσα στις 25 τράπεζες κατέχει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας με 496 υποκαταστήματα. Στο ενεργητικό των τραπεζών η συμμετοχή της ήταν 33,0% το 1995, στις καταθέσεις 19,8%, στα καθαρά κέρδη 24,8%, στην απασχόληση 30,2% .
Το 1995 η ποσοστιαία συμμετοχή της ΑΤΕ, η οποία είχε 435 υποκαταστήματα, ήταν: στο ενεργητικό το 13,9%, στις καταθέσεις το 15,5%, στις χορηγήσεις το 23,9%, στα καθαρά κέρδη το 9,4%, στην απασχόληση το 11,2% .
Την ίδια χρονιά η ποσοστιαία συμμετοχή της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, με τα 330 υποκαταστήματα, ανέρχονταν: στο ενεργητικό με 10,6%, στις καταθέσεις με 11,2%, στις χορηγήσεις με 10,3%, στα καθαρά κέρδη με 15,7% και στην απασχόληση με 15,3%.
Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι αυτές οι τρεις τράπεζες κατείχαν το 60,1% των καταθέσεων, το 54,1% των χορηγήσεων και το 49,9% των καθαρών κερδών του συνόλου των 25 ελληνικών τραπεζών.
Η πιο κερδοφόρα τράπεζα ήταν το 1995 η Α. Πίστεως η οποία αποκόμισε 50,8% δις δρχ. καθαρά κέρδη. Οι καταθέσεις της το 1997 έφθασαν τα 2,5 τρισεκατομμύρια δραχμές και τα καθαρά κέρδη 72,9 δισεκατομμύρια δραχμές έναντι 60,4 το 1996 . Η Alpha Τράπεζα Πίστεως έχει παρουσία στο Λονδίνο με το κατάστημα του Λονδίνου και την Alpha Bank London και στη Ρουμανία με την Banka Bucuresti, που διαθέτει 9 καταστήματα στη Ρουμανία και με κατάστημα της Alpha Πίστεως στα Τίρανα που θα λειτουργήσει εντός του 1997 .
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Εκτός από το τραπεζικό πιστωτικό σύστημα υπάρχουν και λειτουργούν μια σειρά άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί οι οποίοι συγκεντρώνουν ή διαχειρίζονται τεράστια ποσά χρηματικών κεφαλαίων και αποταμιεύσεων.
Ενας από αυτούς τους οργανισμούς είναι το χρηματιστήριο, χώρος κερδοσκοπίας. Κερδισμένοι στο χρηματιστήριο βγαίνουν οι εκπρόσωποι της χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Αλλοι βασικοί οργανισμοί είναι: οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι εταιρείες των αμοιβαίων κεφαλαίων, καζίνο και άλλοι κερδοσκοπικοί μηχανισμοί.
Η συγκέντρωση των κεφαλαίων από τους οργανισμούς και το κράτος συντελούν στην επιτάχυνση της κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την αποκόμιση μονοπωλιακού κέρδους.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ
Στη χώρα μας, έχουν διεισδύσει ορισμένα από τα μεγαλύτερα ασφαλιστικά μονοπώλια του κόσμου, όπως η INTERAMERICAN, η NATIONALE NEDERLANDEN η ALICO. Από το 1988 δρα στην Ελλάδα η VAP, η μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της Ευρώπης η ALLIANZ από το 1992 και, από το 1994 η Ελβετική ZURICH κ.ά.
Το 1995 ο αριθμός των ασφαλιστικών εταιρειών ήταν 126 και απασχολούσαν 11.286 άτομα. Το ενεργητικό τους αυξήθηκε κατά 20,5% και τα καθαρά κέρδη τους ήταν 14,0 δις δρχ.
Η INTERAMERICAN ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΖΩΗΣ ΑΕ, παραμένει η μεγαλύτερη του κλάδου. Το ενεργητικό της αυξήθηκε κατά 28,7% σε 144,6 δις δρχ., ενώ τα κέρδη της υπερτετραπλασιάσθηκαν φτάνοντας τα 1,4 δις δρχ. Η δεύτερη μεγαλύτερη είναι η ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΓΑ, η οποία διεύρυνε το ενεργητικό της κατά 14,3% σε 120,9 δις δρχ., τα κέρδη της ήταν 1,3 δις. Μεταξύ των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών τα υψηλότερα κέρδη είχε η ALICO AMERICAN LIFE INSURANCE COMPANY, τα οποία ανέρχονται στα. 3,3 δις δρχ. Τα υψηλότερα κέρδη ολόκληρου του κλάδου πραγματοποίησε ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ, ύψους 4,4 δις δρχ.
Το 1996 οι 20 μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρίες απασχολούσαν 5.861 άτομα και αποκόμισαν μικτά κέρδη ύψους 57,7 δις δραχμές .
Συνεχίζεται η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου των ασφαλιστικών εταιριών. Αμεσα θα συγχωνευθούν 5 εταιρίες (Ελληνοβρετανική Ζωής, Ζημιών, Εμπορική Ασφαλιστική, GENERALI Ζημιών και GENERALI Ζωής .
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ
Οι πωλήσεις των χρηματιστηριακών εταιρειών το 1995 ανήλθαν σε 21,5 δις δρχ., δηλ. αυξήθηκαν κατά 10,5%. Τα κέρδη τους ανά απασχολούμενο στις 58 επιχειρήσεις του κλάδου ήταν 7,9 εκ. δρχ.
Η Ν.Δ. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕ ήταν και το 1995 η μεγαλύτερη του κλάδου από πλευράς ενεργητικού. Τα κεφάλαιά της ήταν 8,4 δις δρχ., τα κέρδη 274,7 εκατ. δρχ.
Η ALPHA ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕ, σχεδόν διπλασίασε το ενεργητικό της σε 6,0 δις δρχ., και τα κέρδη της σε 481,1 εκατ. δρχ. Σημαντική ανάπτυξη είχε η ΣΙΓΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕ με ενεργητικό 3,5 δις δρχ. ενώ τα κέρδη της υπερδιπλασιάσθηκαν και έφθασαν τα 626,7 εκατ. δρχ. Τα υψηλότερα κέρδη ύψους 1,9 δις δρχ. είχε η ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΑΕ .
Το 1995 οι 10 μεγαλύτερες κατείχαν το 53,6% του συνολικού ενεργητικού και το 60,2% των καθαρών κερδών του κλάδου. Οι 20 μεγαλύτερες χρηματιστηριακές εταιρίες απασχολούσαν το 1996, 598 άτομα και είχαν κέρδη 9,7 δις δραχμές .
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Τα τελευταία χρόνια σαν τα μανιτάρια αναπτύχθηκαν οι εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων. Συνολικά το 1995 λειτουργούσαν στην Ελλάδα, εκτός από τα ξένα Αμοιβαία Κεφάλαια, 27 Ανώνυμες Εταιρείες Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων, οι οποίες διαχειρίζονταν 119 Αμοιβαία Κεφάλαια ύψους 2,5 τρις δρχ. Ο ορισμός των αμοιβαίων κεφαλαίων έφτασε στα 166 το Φλεβάρη 1998 και το ενεργητικό τους ήταν 8,18 τρισεκατομμύρια δραχμές .
Οι εταιρείες αυτές δεν είναι παραγωγικές, απλώς μεσολαβούν μεταξύ των κατόχων χρηματικών κεφαλαίων. Η μορφή οργάνωσης και λειτουργίας αυτών των εταιριών προωθεί τη συγκέντρωση κεφαλαίου προς όφελος της χρηματιστικής ολιγαρχίας.
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
Οι πωλήσεις των 125 επιχειρήσεων παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών το 1995 ήταν 146,9 δις δρχ. και τα κέρδη τους ανήλθαν στα 52,5 δις δρχ. Τα καθαρά κέρδη ανά απασχολούμενο διαμορφώθηκαν στα 53,3 εκατ. δρχ.
Τα υψηλότερα κέρδη, το 1995, είχε η ALPHA LEASING AE με 6,6 δις δρχ. Η επιχείρηση αυτή ήταν και δεύτερη σε μέγεθος με ενεργητικό 46,0 δις δρχ. αυξημένο κατά 5,1%. Η ALPHA ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΑΕ είχε κέρδη 4,3 δις δρχ. Η CAL-NAT AE είχε 1,4 δις δρχ. κέρδη. Το μερίδιο των 10 μεγαλύτερων στα συνολικά κεφάλαια του κλάδου ήταν 51,3% και στα συνολικά κέρδη το 51,4%.
Το 1996 οι 20 μεγαλύτερες απασχολούσαν 280 άτομα και είχαν μικτά κέρδη 63,9 δις δραχμές .
ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΑΖΩΝ
Στη βάση της οικονομικής πολιτικής της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεων, οι τράπεζες χορηγούν δάνεια εξυπηρετώντας τα συνολικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το 1995 χορηγήθηκαν σε όλους τους κλάδους πάνω από 10 τρις δρχ. Το 83% των χορηγήσεων δόθηκαν στον ιδιωτικό τομέα και 17% στο δημόσιο.
Από το ποσό των 10.790.716 εκατομμυρίων δρχ. (Ιούλης 1997) χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα στην γεωργία, δόθηκε το 10,4% στη μεταποίηση το 30,0%, στο εμπόριο 20,8% και στον οικισμό 16,1% .
Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι την μερίδα του λέοντος την πήραν οι βιομήχανοι και οι μεγαλέμποροι.
Τα τραπεζικά μονοπώλια και το κράτος εκμεταλλεύονται τεράστια χρηματικά ποσά των καταθέσεων των λαϊκών στρωμάτων, και με χαμηλούς τόκους.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας στο τέλος του 1995 οι συνολικές ιδιωτικές καταθέσεις υπερέβαιναν τα 20 τρισεκατομμύρια δρχ. δηλαδή αποτελούσαν το 76% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου το 1995 ήταν 10.445,2 δις δρχ. και αποτελούσαν το 39,4% του ΑΕΠ . Οι καταθέσεις ταμιευτηρίου και προθεσμίας ιδιωτών από 9.653,7 δις δρχ. το 1993 αυξήθηκαν στα 16.645,2 δις δρχ. το 1997 . Σήμερα το κράτος αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται πάνω από 3 τρις δρχ. των ασφαλιστικών ταμείων. Η συσσώρευση των κεφαλαίων από τους οργανισμούς και από τα ασφαλιστικά ταμεία αξιοποιείται από τα μονοπώλια και από το κράτος για την επιτάχυνση της αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Η διακίνηση αυτών των ταμιευτηριακών και ασφαλιστικών αποταμιεύσεων φέρνει μεγάλα κέρδη στην κεφαλαιοκρατική τάξη.
Σύμφωνα με στοιχεία της «Ναυτεμπορικής» οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου, που έχουν πουληθεί σε ιδιώτες ανέρχονται σήμερα στο ποσό των 26 τρις δρχ., ποσό που ισοδυναμεί με το 100% του ΑΕΠ της χώρας το 1995.
Η Εθνική Τράπεζα χορηγεί καταναλωτικά δάνεια με επιτόκιο 21,5%, προσωπικά δάνεια με τόκο 22,75%, πιστωτικών καρτών με 24,75% και δάνεια για αγορά αυτοκινήτων με επιτόκια από 18,5% έως 19% .
Η Εμπορική Τράπεζα χορηγεί καταναλωτικά δάνεια με τόκο 22% και στις πιστωτικές κάρτες με τόκο 24,5%. Η μεγάλη αυτή διαφορά ανάμεσα στα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και στα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων αποτελεί το κέρδος των τραπεζών.
Η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και στα επιτόκια χορηγήσεων κυμαίνεται στην Ελλάδα από 7 μέχρι 22 μονάδες, και στην Ευρωπαϊκή Ενωση από 2 έως 6 μονάδες.
Τα καθαρά έσοδα από τους τόκους των 20 μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας ήταν 423,4 δις δρχ, το 1991 έναντι 312,4 δις το 1994.
Οι τράπεζες συμμετέχουν στο μηχανισμό ανακατανομής του ΑΕΠ σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Θ. Καρατζάς σε ομιλία του δήλωσε, ότι «Οι τράπεζες όμως δεν είναι μόνο δανεισμός ... (εκτός από) το βασικό διαμεσολαβητικό ρόλο, δηλαδή το ρόλο τους να συγκεντρώνουν τις αποταμιεύσεις και στη συνέχεια να τις αναδιανέμουν, προσφέρουν μια άλλη σειρά σημαντικών υπηρεσιών» .
Σχετικά με τις διαγραφές ή καλύτερα το χάρισμα των χρεών στους μεγαλοεπιχειρηματίες ο ίδιος δήλωσε ότι: «είμαι ένθερμος οπαδός και πρέπει να γίνονται και έπρεπε να γίνονται με μεγάλη ταχύτητα» .
Οι τράπεζες χορήγησαν μεγάλα ποσά δανείων σε βιομηχάνους και εμπόρους οι οποίοι αντί να τα επενδύσουν τα φυγάδεψαν στο εξωτερικό και δεν τα επέστρεψαν με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι προβληματικές επιχειρήσεις με συνέπεια να γίνει ο διακανονισμός των χρεών από το κράτος με χρήματα των φορολογούμενων λαϊκών μαζών.
Η Εθνική Τράπεζα, προχώρησε ήδη στην διαγραφή χρέους συνολικού ύψους 177,9 δις δρχ. Από το ποσό αυτό τα 63,5 δις δρχ. αφορούν διαγραφή «ανενεργών συμμετοχών», τα 53 δις δρχ. για απευθείας διαγραφή επιχειρηματικών χρεών και τα υπόλοιπα 61,4 δις δρχ. που αποτελούν το ύψος των κερδών της Εθνικής Τράπεζας για το 1996, μεταφέρονται στον ισολογισμό της επόμενης χρονιάς για να καλύψουν άλλα χρέη που δεν θα πληρωθούν.
Οι ελληνικές τράπεζες αναπτύσσουν μια σχετική δραστηριότητα και στο εξωτερικό, κυρίως στην εξυπηρέτηση των Ελλήνων μεταναστών και των ελληνικών επιχειρήσεων. Τελευταία άρχισε να αναπτύσσεται κάποια δραστηριότητα προσφοράς χρηματικών κεφαλαίων σε επενδυτές του εξωτερικού.
Η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Πίστεως, η Ευρωμπάνκ και η Εργασίας βγήκαν στις χρηματαγορές του Λονδίνου, του Λουξεμβούργου και της Φραγκφούρτης, η Εμπορική Τράπεζα στη Γερμανία και στις Παρευξείνιες χώρες. Εμφανίζεται και μια μικρή τάση συγχωνεύσεων με τράπεζες του εξωτερικού, κυρίως στο χώρο της ΕΕ.
Η Alpha Τράπεζα Πίστεως ένταξε στον όμιλό της την Alpha Bank London, η Εμπορική Τράπεζα διεξάγει κοινή δραστηριότητα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανάπτυξη.
Το τραπεζικό κεφάλαιο στην Ελλάδα άδραξε την ευκαιρία να εισχωρήσει στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες για να συμμετέχει στη λεία και στην εκμετάλλευση αυτών των χωρών.
Η Alpha Πίστεως δραστηριοποιείται στην Ρουμανία, η Εμπορική στη Ρωσία και πρόκειται να δημιουργήσει τράπεζες στην Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία, Αρμενία, Γεωργία και στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Η άρχουσα τάξη της χώρας μας, η χρηματιστική ολιγαρχία, η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα που ψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, προχωρούν σε προσαρμογές στη κατεύθυνση των στρατηγικών επιλογών της ΕΕ και στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), που εκφράζονται σε αντιλαϊκή πολιτική, πολιτική αυταρχισμού, ενσωμάτωσης στα σχέδια των ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Την πολιτική αυτή της κυρίαρχης τάξης της χώρας μας και των πολιτικών της εκφραστών, τη στηρίζει το διεθνές κεφάλαιο και το χρηματιστικό κεφάλαιο της Ελλάδας. Στο πρόγραμμα υλοποίησης των προϋποθέσεων της ΟΝΕ εντάσσεται και η ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) και η πρόσφατη υποτίμηση της ελληνικής δραχμής κατά 14% από 16 Μάρτη 1998 μέσα στα πλαίσια αυτά έγινε.
Ιστορικά το εθνικό νόμισμα της Ελλάδας η δραχμή από την υιοθέτησή της επί Οθωνα το 1833, συνδέθηκε με το γαλλικό φράγκο, ακολούθησε η σύνδεσή της με την αγγλική λίρα και από το 1953 με την μεταρρύθμιση του Σπύρου Μαρκεζίνη συνδέθηκε με το δολάριο των ΗΠΑ σε αναλογία 1 δολάριο=30 δραχμές.
Στα πλαίσια των προετοιμασιών για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, το 1975, «αποδέσμευσε» τη δραχμή από το δολάριο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το Γενάρη του 1983 ξαναδέσμευσε τη δραχμή με το δολάριο για να την «αποδεσμεύσει» τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Τώρα επιδιώκεται η ένταξη της δραχμής στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) και στο κοινό νόμισμα «ΕΥΡΩ».
Οι προσπάθειες των ιθυνόντων της ΕΕ για την νομισματική ενοποίηση των χωρών μελών, γίνονται εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Με απόφαση της Διάσκεψης Κορυφής στη Χάγη το 1968 ιδρύθηκε το λεγόμενο «νομισματικό φίδι» που λειτούργησε στα χρόνια 1972-1979.
Στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ το 1971 πάρθηκε απόφαση για την ενοποίηση των νομισματικής πολιτικής. Λόγω των αντιθέσεων η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία μποϋκοτάρισαν το σύστημα του «νομισματικού φιδιού» και έτσι απέτυχε. Μετά από πρωτοβουλία της Γερμανίας και της Γαλλίας ιδρύθηκε στις 13 Μάρτη 1979 το ΕΝΣ που αντικατέστησε την Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα και υιοθέτησε την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, το ECU.
Ο μηχανισμός λειτουργία του ΕΝΣ αποσκοπεί στην επίτευξη των στόχων της νομισματικής ενοποίησης των χωρών - μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, από την 01/01/΄94 ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ιδρυμα (ΕΝΙ) με βασική αποστολή να προετοιμάσει τη μετάβαση στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε στη Μαδρίτη (16/12/΄95) πως το τρίτο στάδιο για την ΟΝΕ θα αρχίσει στις 01/01/΄99. Σύμφωνα μετο σχέδιό τους, τον Μάη του 1998 το Συμβούλιο θα αποφασίσει ποιά μέλη πληρούν τα κριτήρια της «σύγκλισης» για να συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα ΕΥΡΩ με βάση τα στοιχεία του οικονομικού έτους 1997. Επίσης θα ιδρυθούν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών θα καθορίζει τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική των χωρών μελών της ΕΕ.
Από την αρχή του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ το ΕΣΚΤ θα κατέχει και θα διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα των κρατών-μελών που θα συμμετέχουν στη ζώνη του ΕΥΡΩ.
Την 1η Γενάρη του 2002 θα αρχίσει η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων και κερμάτων σε ΕΥΡΩ και από 1 Ιούλη 2002 τα εθνικά νομίσματα παύουν να είναι νόμιμο χρήμα στις χώρες τους και αποσύρονται από την κυκλοφορία.
Στην πορεία υλοποίησης της «σύγκλισης» και δημιουργίας της ΟΝΕ σταδιακά καταργούνται τα εθνικά χρηματοπιστωτικά συστήματα και περνούν υπό τη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ουσιαστικά της Μπούντεσμπανκ, αφού η Γερμανία διαθέτει την πιο ισχυρή οικονομία και το πιο ισχυρό νόμισμα.
Η ΟΝΕ και η καρδιά της, που είναι η ΕΚΤ και το Ενιαίο Νόμισμα - ΕΥΡΩ- , που θα φέρνει τη σφραγίδα της Γερμανίας, έχει ως στόχο τη θεσμοθέτηση μηχανισμών και λειτουργιών του χρήματος ώστε να εξασφαλίζουν την κίνηση και αναπαραγωγή κεφαλαίων σε μια διευρυμένη αγορά.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα θα είναι κυρίαρχη και θα αποφασίζει για λογαριασμό όλων των κρατών της ΕΕ. Η ΕΚΤ και το κοινό νόμισμα, που προβλέπονται να δημιουργηθούν στο 3ο στάδιο της ΟΝΕ, θα είναι οι κύριοι μοχλοί μέσω των οποίων θα ασκείται η νομισματική και κατ΄ επέκταση η οικονομική πολιτική και στην Ελλάδα.
Την υλοποίηση αυτής της πολιτικής της ΕΕ και της ΟΝΕ, εξυπηρετεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο όνομα της εκπλήρωσης των όρων «σύγκλισης» των οικονομιών και της μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα στο ΕΥΡΩ.
Ετσι λοιπόν η Τράπεζα της Ελλάδας από 1η Γενάρη του 2001 θα ενταχθεί και θα υποταχθεί στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και η νομισματική πολιτική θα καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι λειτουργίες της στην χρηματαγορά θα γίνονται σε ΕΥΡΩ. Επίσης οι εμπορικές τράπεζες και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα θα υποταχθούν στη διαδικασία των συναλλαγματικών ισοτιμιών προς την ΟΝΕ.
Οι πιστωτικοί οργανισμοί από 1η Γενάρη 2002 θα λειτουργούν στη βάση του ΕΥΡΩ και οι δραχμικοί λογαριασμοί θα πρέπει να μετατραπούν σε ΕΥΡΩ. Μετά από 169 χρόνια ύπαρξης η ελληνική δραχμή θα καταργηθεί από 1η Ιούλη 2002. Από την ημέρα εκείνη θα υιοθετηθεί σε χαρτονόμισμα και σε κέρματα ΕΥΡΩ.
Η κυβέρνηση της ΝΔ προσπάθησε το 1992, όταν υπογράφονταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ, να εντάξει τη δραχμή στο συναλλαγματικό μηχανισμό του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος μέχρι 31 Δεκέμβρη του 1994 και μάλλον επιδίωξή της ήταν η επίσπευση κατά 12 μήνες .
Σήμερα η ΝΔ που η ίδια άρχισε να κάνει αυτό που έκανε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η ίδια η ΝΔ το ίδιο θα έκανε, δημαγωγεί για να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους και κάνει κριτική όχι στην ουσία του προβλήματος που είναι η ΕΕ και η ΟΝΕ. Η ΝΔ προγραμμάτισε την ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ του ΝΕΣ και το ΠΑΣΟΚ συνέχισε την πορεία της ένταξης. Το ίδιο πράττει και ο ΣΥΝ που ψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά από επίπονες και μακράς διαρκείας διαπραγματεύσεις με τα όργανα της ΕΕ που διεξάγονταν σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, αποφάσισε στις 12 Μάρτη 1998 την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος. Αργά το βράδυ στις 14 Μάρτη 1998 η Νομισματική Επιτροπή της ΕΕ αφού επέβαλλε βαριούς και σκληρούς όρους αποφάσισε την υποτίμηση της δραχμής κατά 14%, δηλαδή από 16 Μάρτη 1998, 1 ECU από 313,7 δραχμές θα ανέβει στις 357 δραχμές.
Η ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) και η υποτίμηση της κατά 14% θα έχει οδυνηρές συνέπειες για την Ελλάδα και τελικά όλα τα βάρη θα τα πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι. Είναι σίγουρο ότι θα κερδίσουν οι μεγάλοι εξαγωγείς και η χρηματιστική ολιγαρχία από την υποτίμηση αυτή.
Το 1996 οι εισαγωγές της Ελλάδας ήταν 24.135,5 εκατομμύρια δολάρια και οι εξαγωγές 5.769,9 εκατομμύρια δολάρια. Το έλλειμμα του ισοζυγίου του εξωτερικού εμπορίου της χώρας ήταν -18.365,6 εκατομμύρια δολάρια. Με την υποτίμηση της δραχμής θα αυξηθούν οι τιμές των εισαγομένων προϊόντων κατά 14%.
Φαίνεται από τα παραπάνω ότι η χώρα μας εισάγει 4 και εξάγει 1. Το 1996 κάναμε εισαγωγές βιομηχανικών ειδών κατανάλωσης ύψους 9.263,5 εκατομμυρίων δολαρίων, τροφίμων 3.879,7, καυσίμων 2.879,7 εκατομμυρίων δολαρίων.
Στην περίοδο 1995/΄97 η ντόπια παραγωγή κρέατος ήταν 522 χιλιάδες τόνους και κάναμε εισαγωγές 320 χιλιάδων τόνων κρεάτων. Ολα αυτά τα είδη που εισάγουμε θα αυξηθούν τουλάχιστον κατά 14%.
Επίσης το 1996 η χώρα μας έκανε άδηλες πληρωμές ύψους 6.618,0 εκατομμυρίων δολαρίων. Εάν υπολογίσουμε τις πληρωμές που κάναμε για τις εισαγωγές και τις άδηλες πληρωμές 24.135,5 + 6.618,0 θα δούμε ότι συνολικά καταναλώθηκαν 30.753,7 εκατομμύρια δολάρια. Τώρα με την υποτίμηση 14% της δραχμής, θα πληρώνουμε 14% παραπάνω. Βάσει λοιπόν των δεδομένων του 1996 αντί 30.753,7 εκατομμύρια δολάρια θα δαπανούμε συν 4.552,3 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 35.305,8 εκατομμύρια δολάρια.
Οι λαϊκές μάζες θα πληρώνουν κατά 14% περισσότερα για την αγορά εισαγομένων προϊόντων (τρόφιμα, καύσιμα, βιομηχανικά είδη κατανάλωσης, κλπ.). Οι πολίτες της Ελλάδας που θα ταξιδεύουν στο εξωτερικό θα επιβαρυνθούν με 14% για εισιτήρια, ξενοδοχεία, παραμονή κλπ. Επίσης θα αυξηθούν και οι τιμές των ντόπιων προϊόντων που παράγονται με εισαγόμενες πρώτες ύλες και τα άλλα εγχώρια.
Εκτός τούτου οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα πληρώσουν και το κόστος της προσαρμογής και το κόστος της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους με την επιβολή έμμεσων ή άμεσων φόρων.
Η άρχουσα τάξη στο όνομα της «σύγκλισης» και της επίτευξης των προϋποθέσεων της ΟΝΕ ρίχνει όλα τα οικονομικά βάρη στους εργαζόμενους και στις λαϊκές μάζες. Επίσης ανάμεσα στ΄ άλλα για να καλύψει τα ελλείμματα θα προσφεύγει και στον εξωτερικό δανεισμό που οδηγεί στην αύξηση του εξωτερικού χρέους. Η εξυπηρέτηση του μεγάλου εξωτερικού χρέους θα αυξηθεί κατά 14%. Για την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους, η Ελλάδα δαπάνησε στα χρόνια 1990 - 1996, 57 δις δολάρια. Το 1996 μόνο για χρεολύσια πληρώσαμε 11.549,0 εκατομμύρια δολάρια.
Η κυβέρνηση ήδη προχώρησε στην πρώτη έκδοση ομολόγων στο μελλοντικό νόμισμα ΕΥΡΩ, 1 δις ECU διάρκειας 10 χρόνων .
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ισχυρίζεται ότι με την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών το εθνικό μας νόμισμα θα ισχυροποιηθεί. Είναι γνωστό ότι η δραχμή στηρίζεται στην οικονομία και εκφράζει την αντοχή της. Σύμφωνα με στοιχεία της «ΕΠΙΛΟΓΗΣ» το 1996 από τους 20 κλάδους της μεταποιητικής βιομηχανίας οι 10 είχαν παραγωγή κάτω από το επίπεδο του 1980 και η πτώση της παραγωγής τους σε σύγκριση με το 1980 κυμάνθηκε από 14,3% (εκτυπώσεων - εκδόσεων) μέχρι 53,5% (δέρματος) .
Στα χρόνια 1933 -1993 χρεοκόπησαν 59.686 βιοτεχνίες καταγραμμένες κατά νομό της χώρας . Στα χρόνια 1987 - 1996 εξαγοράσθηκαν 364 εταιρίες από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Από αυτές οι 126 εξαγοράσθηκαν από τα ξένα μονοπώλια . Η δραχμή θα υποτιμηθεί και πάλι, είναι ζήτημα χρόνου.
Μέσα στα πλαίσια της στρατηγικής ιδιωτικοποιήσεων της άρχουσας τάξης η κυβέρνηση θα εντείνει το ρυθμό των ιδιωτικοποιήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ιδιωτικοποιούνται επιχειρήσεις με μεγάλη απόδοση κερδών. Πχ. ΟΤΕ και Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών (ΚΑΕ). Οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίζονται με την πώληση των Τραπεζών: Κρήτης, Κεντρικής Ελλάδας, Μακεδονίας - Θράκης και του ομίλου της Ιονικής. Θα ιδιωτικοποιηθούν και θα πουληθούν στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο η ΟΑ, τα ΕΛΤΑ, η ΔΕΗ, η ΕΥΔΑΠ, η ΔΕΠ κλπ.
Επίσης η κυβέρνηση προχωρά στην εξάρθρωση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης στην εισαγωγή του θεσμού της μερικής απασχόλησης, στην παραπέρα μείωση των εργατικών εισοδημάτων και των συνταξιουχικών, στην κατάργηση του 8ωρου και γενικά στην απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Με την ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ του ΕΝΣ η ελληνική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδας χάνουν και αυτά τα ερείσματα παρέμβασης που είχαν στη χρηματαγορά.
Η Διακυβερνητική Διάσκεψη του Αμστερνταμ (16 -17 Ιούνη 1997) υιοθέτησε το «Σύμφωνο σταθερότητας» που εμμένει στα κριτήρια και χρονοδιαγράμματα του Μάαστριχτ. Πράγμα που σημαίνει ότι εμμένει και στην επιβολή σκληρών μέτρων με την εκπόνηση νέων «προγραμμάτων σύγκλισης» και κυρώσεων στα κράτη μέλη της ΕΕ σε περίπτωση που δεν θα τηρούνται οι όροι
Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού δρα με οδυνηρότερο τρόπο ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, ο οποίος «είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού». Είναι αδύνατη μια ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη, τόσο των διαφόρων οικονομιών και κλάδων, όσο και διαφόρων κρατών. Συνεπώς, είναι μη πραγματοποιήσιμη και η όποια σύγκλιση των οικονομιών των κρατών-μελών της ΕΕ.
Οι ιθύνοντες της ΕΕ ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις τους συμφωνούν να θωρακίσουν τα κέρδη των μονοπωλίων και τη διατήρηση του συστήματος από τις διεκδικήσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Οι βαθύτεροι συνεπώς στόχοι της ΟΝΕ, στα πλαίσια της διεθνοποίησης της αγοράς είναι η αναπροσαρμογή του παρεμβατικού ρόλου του κράτους για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, σε συνθήκες μεγάλου βαθμού μονοπώλησης της οικονομίας, παρατεταμένης κρίσης και μονοπωλιακού ανταγωνισμού.
Η αντίσταση και η οργανωμένη λαϊκή πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, σε ρήξη με την ΕΕ είναι η μόνη δύναμη για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, για να μην περάσουν τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, επεξεργασμένα από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών.
Είναι ο δρόμος της σύγκρουσης με τις δυνάμεις που υπηρετούν τις πολυεθνικές και επιδιώκουν να εγκλωβίσουν το λαό στο δόκανο της κοινωνικής συναίνεσης και του διαλόγου, να τον υποτάξουν, να χτυπήσουν την αξιοπρέπειά του.
Είναι ο δρόμος της συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων και για το σοσιαλισμό.