ΤΟ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΧΩΜΑ ΤΗΣ «ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ»
- των Κώστα Μπορμπότη και Ηλία Τσιμπουκάκη
Στις
επικείμενες εκλογές ξεδιπλώνεται το σενάριο που από καιρό το ΚΚΕ έχει
προβλέψει, αυτό δηλαδή της δημιουργίας ενός νέου κόμματος, που
προορίζεται να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη δυσαρέσκεια από τη διάψευση
των ψεύτικων ελπίδων που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και την ψήφιση του
μνημονίου Τσίπρα.
Έτσι
κι αλλιώς, τέτοιες διεργασίες και ζυμώσεις υπήρχαν όλο το τελευταίο
διάστημα εντός, αλλά και με δυνάμεις εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμη ο
ΣΥΡΙΖΑ αναδειχτεί στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαρχής και παραμένει
ακόμη ένα κόμμα με ανομοιογένεια, η οποία μάλιστα αυξανόταν όσο βάδιζε
στο δρόμο προς την κυβερνητική εξουσία και διευρυνόταν με διάφορες
ετερόκλητες δυνάμεις (οπορτουνιστικές ομάδες του κομμουνιστικού
κινήματος, ΠΑΣΟΚογενείς, πρώην στελέχη άλλων κομμάτων, στελέχη του
εργοδοτικού συνδικαλισμού, «προσωπικότητες», τεχνοκράτες κλπ.). Η
ανομοιογένεια αυτή ήταν αναγκαία για τη συγκέντρωση ενός απαραίτητου
πολιτικού προσωπικού που θα συνέδεε το ΣΥΡΙΖΑ με εγχώρια και ξένα
επιτελεία της καπιταλιστικής εξουσίας και, ταυτόχρονα, με «αριστερό» και
ολίγον «κομμουνιστικό» προφίλ θα ενσωμάτωνε δυνάμει ριζοσπαστικές
εργατικές και λαϊκές δυνάμεις. Οι διεργασίες λοιπόν ήταν έντονες όλους
τους τελευταίους μήνες κι επιταχυνθήκαν ιδιαίτερα μετά από τη συμφωνία
της 12ης Ιούλη και τελικά την ψήφιση του Μνημονίου. Η διάσπαση επομένως
του ΣΥΡΙΖΑ και η δημιουργία του νέου κόμματος της «Λαϊκής Ενότητας»
(ΛΑΕ) από τις δυνάμεις της «Αριστερής Πλατφόρμας» και άλλους όχι μόνο
δεν αποτελούν έκπληξη, αλλά ένα προαναγγελθέν γεγονός.
Βέβαια,
η άσκηση της αστικής διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η αναγκαία
διαμόρφωση ενός χώρου υποδοχής της δυσαρέσκειας από την κυβερνητική του
πολιτική, δε λύνει όλα τα προβλήματα για το αστικό πολιτικό σύστημα.
Παραμένει η ανάγκη ευρείας αναμόρφωσης (είναι ανοιχτή η συζήτηση για την
πορεία της φιλελεύθερης παράταξης, το ρόλο του ΠΟΤΑΜΙΟΥ στη διαμόρφωση
του λεγόμενου «Κέντρου» ως ενδιάμεσου αστικού πολιτικού χώρου, ανάμεσα
στη φιλελεύθερη και την αστική σοσιαλδημοκρατική παράταξη, της ΧΑ κ.ά.),
καθώς δεν αρκεί να αναδομηθεί ο ένας πόλος (ΣΥΡΙΖΑ), αλλά πρέπει να
αναδομηθούν και τα άλλα κόμματα ώστε να λειτουργούν ως «αντίθετοι»
πόλοι-πυλώνες ή συμπληρωματικοί στη σταθερότητα του αστικού πολιτικού
συστήματος. Η κινητικότητα στο πολιτικό σκηνικό θα συνεχιστεί και δε θα
κατασταλάξει αν δεν κατοχυρωθεί μια σχετικά πιο σταθερή πορεία στην
καπιταλιστική οικονομία.
Η ΠΟΛΥΤΑΣΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΥΡΙΖΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ»
Μέσα
στο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και μήνες είχε πέσει το σύνθημα ότι θα δινόταν «μάχη για
το κόμμα» μετά από τον Ιούνη, όπου εξέπνεε και η παράταση του
προγράμματος χρηματοδότησης και εκ των πραγμάτων θα υπήρχε συμφωνία ή
μη-συμφωνία. Ιδιαίτερα κατά τους μήνες Απρίλη και Μάη καταγράφηκε μια
μεγάλη εσωκομματική κινητικότητα, τόσο στις τάσεις της πλειοψηφίας όσο
και της μειοψηφίας. Κλιμακώθηκε επίσης και μια αυτόνομη χάραξη πορείας
από ορισμένα στελέχη της κυβέρνησης, όπως την Πρόεδρο της Βουλής Ζ.
Κωνσταντοπούλου, τον πρώην υπ. Οικονομίας Γ. Βαρουφάκη, αλλά και άλλα
στελέχη, όπως τον Γ. Μηλιό, τον Μ. Γλέζο. Όλοι αυτοί δεν ταυτίζονται,
αλλά συμπίπτουν στη δεδομένη συγκυρία στο βασικό, στην αντιπαράθεση με
τη γραμμή Τσίπρα.
Με
άξονα το δημοψήφισμα, στήθηκε μια νέα αναδιάταξη δυνάμεων που
προσπαθούσε να αναβιώσει το ψεύτικο δίλημμα του μνημονίου. Μετά από το
δημοψήφισμα, όλες αυτές οι δυνάμεις δεν προσβλέπουν πια μόνο στο 36% που
απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές. Έχουν το βλέμμα στραμμένο στο 61,5% του
ΟΧΙ, σε αυτήν τη «δεξαμενή» που είναι μεγαλύτερη, αλλά και εξαιρετικά
ανομοιογενής, θολή, εκεί όπου βλέπουν διάφορες δυνάμεις τη δυνατότητα να
«ψαρέψουν» η καθεμιά το κομμάτι που της ταιριάζει. Έτσι, ένα ετερόκλητο
πολιτικό μπλοκ, που θέλει να αναβαπτιστεί ως εκ νέου «αντιμνημονιακό»,
περιλαμβάνει και όσους προπαγανδίζουν ανοιχτά την επιστροφή σε εθνικό
νόμισμα, όσους δεν το διακηρύσσουν ως πρώτη επιλογή, αλλά δεν το
απορρίπτουν κιόλας, και όσους, φραστικά τουλάχιστον, το απορρίπτουν
(π.χ. Μηλιός). Κοινό στοιχείο που ενώνει όλες αυτές τις εκδοχές είναι
καταρχάς ότι μιλάνε για εναλλακτική λύση στο ίδιο έδαφος, στον
καπιταλισμό. Για εναλλακτική λύση δηλαδή που θα οδηγήσει κατά τη γνώμη
τους στον κοινό στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης - ανάπτυξης. Έτσι κι
αλλιώς δε χρειάζεται μέσα σε αυτό το μπλοκ δυνάμεων να υπάρχει πλήρης
ταύτιση.
Η
αποχώρηση της «Πλατφόρμας» όμως δεν κλείνει το ζήτημα των εσωκομματικών
ανακατατάξεων στο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη και θα
συνεχιστούν κινήσεις αναδιάταξης δυνάμεων στο εσωτερικό του. Ιδιαίτερο
«ρήγμα» διαμορφώνεται από κινήσεις στελεχών της ομάδας των «53».
Θυμίζουμε ότι εδώ και μήνες έχει επισημοποιηθεί η διάσπαση της μέχρι
πρότινος πλειοψηφικής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ, με τη συγκρότηση της ομάδας
«Κίνηση 53+» από στελέχη που διαφοροποιήθηκαν και της «Ενωτικής Κίνησης»
από το τμήμα που στηρίζει ακλόνητα το κυβερνητικό έργο.
Η
«Κίνηση 53+» έκανε αρχικά την εμφάνισή της τον Ιούνη του 2014 με
κείμενο που είχαν υπογράψει τότε 53 στελέχη της πλειοψηφίας, που
εξέφραζαν δυσαρέσκεια για τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές εκλογές και
τις ευρωεκλογές. Οι «53» επανεμφανίστηκαν και εδραιώθηκαν ως διακριτή
τάση τον Απρίλη του 2015, ασκώντας κριτική σε επιμέρους πλευρές του
κυβερνητικού έργου, επικεντρώνοντας σ’ εκείνη τη φάση σε ζητήματα όπως η
διαπραγματευτική γραμμή, η επιλογή Παυλόπουλου για ΠτΔ, η υπουργοποίηση
Πανούση κλπ. Στους «53» περιλαμβάνονται εξέχοντα κυβερνητικά στελέχη
όπως ο Ε. Τσακαλώτος, η Τ. Χριστοδουλοπούλου, η Θ. Φωτίου, ο Θ, Δρίτσας,
ο παραιτηθείς γραμματέας της ΚΕ Τ. Κορωνάκης, το μέλος της ΠΓ και
υπεύθυνη Τύπου Ρ. Σβίγκου, ο γραμματέας της ΚΟ Χ. Μαντάς και σειρά
βουλευτών. Παράλληλα συγκροτήθηκε την ίδια περίοδο η «Ενωτική Κίνηση» ως
η πλέον προεδρική τάση, από τα στελέχη που βρίσκονται στο στενό
περιβάλλον του Α. Τσίπρα όπως ο Ν. Παππάς, σειρά κυβερνητικών στελεχών
όπως οι Δ. Βίτσας, Ό. Γεροβασίλη, τα μέλη της ΠΓ Γ. Μπουρνούς και Ν.
Ηλιόπουλος, μέλη της ΚΕ όπως ο Σ. Παππάς κ.ά. Η «Ενωτική Κίνηση»
βρίσκεται σε στενή επαφή και με την τάση «Πλατφόρμα 2010» των
Παπαδημούλη - Δούρου - Μπαλάφα.
Η
«Κίνηση 53+», αν και τοποθετήθηκε κριτικά στη συμφωνία και έκανε λόγο
για «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» και κίνδυνο «μνημονιακής μετάλλαξης»,
αποτέλεσε στην προηγούμενη φάση εσωκομματικό στήριγμα στον Α. Τσίπρα,
ιδιαίτερα στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ της 30ής Ιούλη, όπου και
συμπορεύτηκε με τον Α. Τσίπρα στην πρόταση για διεξαγωγή έκτακτου
συνεδρίου, ενάντια στις προτάσεις των άλλων ομάδων.
Οι
«53» είχαν στηρίξει την επιλογή Τσίπρα για έκτακτο συνέδριο, ζητώντας
αποτίμηση και επανακαθορισμό στρατηγικής για απεμπλοκή από το Μνημόνιο. Η
παράκαμψη όμως των κομματικών διαδικασιών και η απόφαση για εκλογές,
που ουσιαστικά ακυρώνει τη διεξαγωγή συνεδρίου, αποτέλεσε καταλύτη για
στελέχη της ομάδας των «53», η οποία εμφανίζεται τώρα διχοτομημένη, ως
και τριχοτομημένη. Η παραίτηση του γραμματέα της ΚΕ, Τ. Κορωνάκη, ο
οποίος ανάμεσα στα άλλα κάνει λόγο για υποτίμηση του κόμματος από τον Α.
Τσίπρα, σηματοδοτεί αυτήν την κλιμάκωση της διαφωνίας. Τμήμα στελεχών
των «53» αποχώρησε από τα κομματικά όργανα, βουλευτές που ανήκουν στην
ομάδα ανακοίνωσαν ότι δε θα είναι εκ νέου υποψήφιοι (π.χ. Η. Διώτη), ενώ
υπό συζήτηση είναι ακόμη και η συμμετοχή κορυφαίων στελεχών στα
ψηφοδέλτια (π.χ. Τσακαλώτος, Σακελλαρίδης, Δρίτσας, Χριστοδουλοπούλου),
ενισχύοντας ένα κλίμα αποχωρήσεων, αποστράτευσης από το ΣΥΡΙΖΑ. Ένα άλλο
τμήμα των «53» επιμένει να δώσει τη μάχη στο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζοντας τον Α.
Τσίπρα, ενώ ένα μικρότερο φέρεται, με βάση δημοσιεύματα, να προσεγγίζει
τελικά τη ΛΑΕ.
Σε
κάθε περίπτωση, η όποια κριτική των «53» δε γίνεται από ριζοσπαστικές
θέσεις, αλλά βρίσκεται «εντός πλαισίου», καθώς υπάρχει συμφωνία σε
κομβικά ζητήματα, όπως ο λεγόμενος «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της
χώρας. Άλλωστε στελέχη της ομάδας βρίσκονταν σε κορυφαίες υπουργικές
θέσεις και γενικά εκφράζουν μετριοπαθείς θέσεις. Εξάλλου δεν υπάρχει
(προς το παρόν τουλάχιστον) μια συγκροτημένη πολιτική πλατφόρμα, ούτε
και ακριβώς ενιαία έκφραση, αλλά κριτική σε επιμέρους πλευρές. Σε αυτήν
τη φάση η ρητορική των «53» φαίνεται να διεκδικεί το ρόλο μιας νέας
εσωκομματικής αντιπολίτευσης, περισσότερο μοιάζει να θέλει να
εμφανίζεται ως «αριστερός εγγυητής» της κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι κι
αλλιώς αναμενόμενο είναι, ελλείψει πια της «Αριστερής Πλατφόρμας», να
διαμορφωθεί μέσα από αυτή την κινητικότητα μια νέα αντιπολιτευτική ομάδα
μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, που θα επιδιώκει να παίζει το ρόλο «αριστερού
αντίβαρου».
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΛΑΕ
Η
εμφάνιση της «Λαϊκής Ενότητας» και ο στόχος της για τη συγκρότηση του
αντιμνημονιακού μετώπου επιχειρεί να επαναλάβει το εγχείρημα εξαπάτησης
του λαού από το ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνάμεις που πρωταγωνιστούν στη ΛΑΕ είναι
συνένοχες σε όλη την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά από τις εκλογές του
Γενάρη του 2015. Υιοθέτησαν προεκλογικά το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης,
δηλαδή το πρόγραμμα παραίτησης του λαού από κάθε ουσιαστική διεκδίκηση
των απωλειών των λαϊκών στρωμάτων την περίοδο της κρίσης. Συμμετείχαν
από υπουργικές θέσεις σε όλα τα βήματα της κυβέρνησης μέχρι την υπογραφή
του 3ου Μνημονίου. Στήριξαν αποφασιστικά τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη
με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Διαβεβαίωναν, ακόμα και όταν ο Τσίπρας υπέβαλε την
πρόταση συμφωνίας των 47 σελίδων, ότι η κυβέρνηση δε θα υπογράψει
μνημόνια. Αρνήθηκαν να ψηφίσουν και να απαιτήσουν να τεθούν σε ψηφοφορία
τα φιλολαϊκά νομοσχέδια που πρότεινε το ΚΚΕ για την ανεργία, τους
μισθούς, το Ασφαλιστικό.
Δε
διαμαρτυρήθηκαν ποτέ δημόσια όταν ο πρωθυπουργός δήλωνε ότι η συμμετοχή
της Ελλάδας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ είναι δεδομένη και υλοποιούσε τους
ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Δήλωναν ότι δεν επιθυμούν την ανατροπή της
κυβέρνησης, ακόμα και όταν ψηφίζονταν στη Βουλή τα προαπαιτούμενα του
3ου Μνημονίου. Εμφανίστηκαν όψιμα αγανακτισμένοι και προχώρησαν στη
συγκρότηση ανεξάρτητης κοινοβουλευτικής ομάδας, αφού ο Αλ. Τσίπρας
παραιτήθηκε από την κυβέρνηση.
Η
στάση τους αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Αποτελεί συνέχεια της θλιβερής
τους πορείας, που περιλαμβάνει την προσπάθεια διάλυσης του ΚΚΕ το 1990,
τον αντισοβιετισμό, τη συμμετοχή στο «Συνασπισμό» που υπέγραφε τη
Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι
όψιμοι διαπραγματευτές θέτουν ως στόχο το σχηματισμό μιας νέας
«αντιμνημονιακής» κυβέρνησης, που θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα το οποίο
κινείται στις ίδιες κατευθύνσεις με του ΣΥΡΙΖΑ πριν αναλάβει τη
διακυβέρνηση: Κατάργηση των μνημονίων, διαγραφή μεγάλου μέρους του
κρατικού χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών και κοινωνικό έλεγχο τομέων
στρατηγικής σημασίας, μια ακαθόριστη «νέα σχέση» δημόσιου και ιδιωτικού
τομέα, έμφαση στις κρατικές επενδύσεις, αλλά και στην προσέλκυση
ιδιωτικών επενδύσεων, μια γενικόλογη αναφορά στη στήριξη μισθών και
συντάξεων ώστε να υπάρξει μια φιλολαϊκή έξοδος από την κρίση. Ο
αντίπαλος του αντιμνημονιακού μετώπου προσδιορίζεται επίσης με
«δημιουργική ασάφεια» στις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, στους ξένους
εκβιαστές όπως ο Σόιμπλε.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ Νο 2 βαδίζει στα χνάρια του προηγούμενου, συσκοτίζει τον
πραγματικό αντίπαλο των εργαζόμενων: Τα μονοπώλια, την τάξη των
καπιταλιστών και την εξουσία τους. Επαναλαμβάνει τη μυθοπλασία της
φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Υπόσχεται ότι η επιστροφή στην
καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να διασφαλίσει μια κοινωνικά δίκαιη
διανομή του πλούτου. Υπόσχεται επίσης ότι η υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων
κεϊνσιανής κατεύθυνσης μπορεί να εξαλείψει την περιοδική εκδήλωση της
καπιταλιστικής κρίσης. Προβάλλει, όπως και ο Τσίπρας, έναν απατηλό δρόμο
ανάπτυξης, που δήθεν μπορούν να ευημερούν ταυτόχρονα οι μονοπωλιακοί
όμιλοι και τα λαϊκά συμφέροντα. Πρόκειται για προσπάθεια συνειδητής
εξαπάτησης του λαού. Ολόκληρη η ιστορία του 20ού αιώνα απέδειξε
επανειλημμένα ότι οι κεϊνσιανές ρυθμίσεις δεν μπορούν να ματαιώσουν την
εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Από τις κρίσεις των δεκαετιών του
’30 και του ’70 μέχρι τις μέρες μας, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία
αναδείχτηκε πως καμιά κεϊνσιανή εκδοχή της αστικής διαχείρισης δεν
μπορεί να αποτρέψει την όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού
ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική
ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου, που αποτελεί τη βαθύτερη αιτία της
εκδήλωσης των κρίσεων.
Η
ιστορική πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο
επιβεβαίωσε το μαρξιστικό θεωρητικό συμπέρασμα ότι για το κεφάλαιο είναι
μονόδρομος η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η διασφάλιση φθηνής
εργατικής δύναμης, η αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στο επίπεδο της
παραγωγικότητας και σ’ αυτό του μισθού, ώστε το κεφάλαιο να συγκρατεί
την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Όποια
και αν είναι η αναλογία κρατικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων, κρατικών
και ιδιωτικών επενδύσεων, οι ανάγκες του κεφαλαίου για φτηνή εργατική
δύναμη είναι δεδομένες.
Οι
θέσεις της «Λαϊκής Ενότητας» αποκρύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα του
αστικού κράτους. Οι κρατικές επιχειρήσεις είναι ιδιοκτησία του αστικού
κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή και όχι «δημόσια-λαϊκή περιουσία».
Εντός της «απελευθερωμένης» καπιταλιστικής αγοράς κάθε επιχείρηση
(ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στη μετοχική της
σύνθεση) λειτουργεί με κριτήριο το ποσοστό κέρδους της. Εφόσον είναι
ζημιογόνα, φορτώνει τα βάρη στο λαό μέσω της κρατικής φορολογίας. Γι’
αυτό όμιλοι όπως η ΔΕΗ ΑΕ, τους οποίους ελέγχει ακόμα το κράτος,
αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενών τους και τα τιμολόγια
για τη λαϊκή κατανάλωση, ενώ ταυτόχρονα πωλούν φτηνότερο ρεύμα στα
μονοπώλια. Σήμερα, η συζήτηση είναι εκ του πονηρού, σχετίζεται με την
ανάγκη ανακεφαλαιοποίησής τους, συγχωνεύσεων κλπ. Είναι διαδικασία
παρόμοια με την κρατικοποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων που έκανε
το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 και τα βάρη πήγαν στις πλάτες του λαού, τα
βάρη της εξυγίανσης για να επανιδιωτικοποιηθούν επιχειρήσεις ικανές
προς κερδοφορία. Δηλαδή είναι άλλος τρόπος διασφάλισης φθηνής
χρηματοδότησης των επενδύσεων των ομίλων και ανάληψης των ζημιών που
ουσιαστικά πληρώνουν οι εργαζόμενοι μέσω της φορολογίας, ειδικότερα στη
φάση της καπιταλιστικής κρίσης, την οποία δεν μπορεί να ματαιώσει
κανένας «δημόσιος έλεγχος» επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ταυτόχρονα
η «Λαϊκή Ενότητα» τονίζει ότι, αν κριθεί αναγκαίο για την εφαρμογή του
προγράμματος, δεν αποκλείει την έξοδο από την Ευρωζώνη. Η συγκεκριμένη
θέση δεν αποκλείει καταρχάς τη διαχείριση μέσα στην Ευρωζώνη, που έτσι
και αλλιώς είναι αντιλαϊκή. Αλλά και στην περίπτωση της εξόδου,
διευκρινίζεται ότι αυτή θα γίνει με συντεταγμένο τρόπο και όχι σε ρήξη
με την ΕΕ. Διευκρινίζεται η παραμονή στην ΕΕ και συχνά προβάλλονται ως
θετικό παράδειγμα τα κράτη της ΕΕ που δεν ανήκουν στην Ευρωζώνη.
Η
ηγεσία της «Λαϊκής Ενότητας» αρνείται επίσης ότι η πρόταση για πιθανή
έξοδο από την Ευρωζώνη συνιστά μεταβατικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό.
Χαρακτηριστικά αναφέρουν: «Πολλοί και από πολλές πλευρές επιχειρούν
να διακωμωδήσουν την επιμονή μας για έξοδο από το ευρώ και περίπου μας
κατηγορούν πως παρουσιάζουμε αυτήν την έξοδο ότι, τάχα, ανοίγει το δρόμο
για το …σοσιαλισμό –αν δεν τον εγκαθιδρύει κιόλας! Φυσικά, η παραποίηση
και διαστρέβλωση είναι κάτι παραπάνω από χονδροειδής [...] Δεν
είναι δυνατόν να ισχυρισθεί κανένας με στοιχειώδη κοινή λογική ότι, αν
βγει η Ελλάδα, για παράδειγμα, από το ευρώ, τότε αυτόματα θα βαδίσει
πλησίστια νέους προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους. Άλλωστε, ο
πλανήτης είναι γεμάτος από χώρες με εθνικά νομίσματα, στις οποίες
“ανθεί” ο καπιταλισμός, και μάλιστα, σε πολλές, στην πιο ακραία
νεοφιλελεύθερη εκδοχή του!»1.
Στην
πραγματικότητα μέσα από τη «Λαϊκή Ενότητα» εκφράζεται σήμερα το αστικό
ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα στην Ελλάδα. Πρόκειται για διεργασίες που είχαν
ξεκινήσει πριν τις ευρωεκλογές του 20142.
Σ’ αυτό το ρεύμα συνωστίζονται αστοί ακαδημαϊκοί των ΗΠΑ και της
Βρετανίας που στέγασε σε διάφορους ρόλους ο ΣΥΡΙΖΑ, σοσιαλδημοκράτες,
εθνικιστές, γνώριμοι «αστέρες» από τις πλατείες των «αγανακτισμένων».
Αυτονόητα
τέτοιου τύπου διεργασίες υπηρετούν και την ανάγκη της άρχουσας τάξης
για την κατασκευή διάδοχου οπορτουνιστικού αναχώματος μετά από τη «βίαιη
ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο η αστική αντιπαράθεση για το νόμισμα έχει
αντικειμενική βάση, δεν περιορίζεται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα,
εδράζεται στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων εντός και εκτός
ΕΕ και Ευρωζώνης. Εκδηλώνεται έντονα ήδη στη Γαλλία, την Ιταλία και τη
Βρετανία (δημοψήφισμα το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2017 για το
«Brexit»). Τροφοδοτείται από την ανισομετρία των οικονομιών της
Ευρωζώνης και από τις ενδοαστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό των
καπιταλιστικών χωρών. Αντανακλάται στην αντιπαράθεση για τις αλλαγές που
προωθούνται από τις κυρίαρχες δυνάμεις του πυρήνα της ΕΕ για την
αναμόρφωση της Ευρωζώνης. Για πρώτη φορά τίθεται «επί τάπητος» τόσο
άμεσα το ενδεχόμενο αποχώρησης μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Στην τελική
φάση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης Ελλάδας - Ευρωζώνης, στη συζήτηση
μπήκε το «σχέδιο Σόιμπλε». Το σχέδιο παρουσίασε στον Αλ. Τσίπρα ο
Γιούνκερ εκ μέρους της Κομισιόν αμέσως μετά από το δημοψήφισμα, με τη
μορφή «δύο τόμων» ή «διακοσίων ερωταπαντήσεων», όπου περιγραφόταν η
διαδικασία ολοκλήρωσης του «Grexit». Το σχέδιο αυτό αντλεί «επιστημονική
τεκμηρίωση» από σχετικές μελέτες του γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου
των Βιομηχάνων, IFO3, που υποστηρίζουν την
άμεση έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Το βασικό επιχείρημα που
προβάλλουν είναι ότι η επάνοδος της Ελλάδας στην καπιταλιστική ανάπτυξη,
η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της και η στήριξη του εξαγωγικού της
προσανατολισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της «εξωτερικής»
υποτίμησης που θα εξασφαλίσει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.4
Τόσο
το «σχέδιο Σόιμπλε» όσο και οι διάφορες ελληνικές παραλλαγές του
τονίζουν τα πλεονεκτήματα της νομισματικής αλλαγής για να δοθεί ώθηση
στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Στη σχετική επεξεργασία που παρουσίασε ο
ιστότοπος Iskra αναφέρεται: «Η μεγάλη αύξηση των τιμών στα εισαγόμενα
προϊόντα και υπηρεσίες θα τονώσει ουσιαστικά την εγχώρια οικονομική
βάση, θα ενισχύσει τη θέση της στην εσωτερική αγορά, θα τονώσει
σημαντικά τις εξαγωγές και την απασχόληση». Η «αριστερή» απολογητική
θεωρεί την ανισόμετρη ανάπτυξη κλάδων της οικονομίας και την ανισοτιμία
στο πλαίσιο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος ως αποτέλεσμα του
νομίσματος και όχι του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Αποκρύπτει το
γεγονός ότι η αξιοποίηση της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος για
βελτίωση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών προϋποθέτει τη
διατήρηση και διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ της αύξησης της
παραγωγικότητας της εργασίας και του πραγματικού μισθού, την ενίσχυση
του ποσοστού κέρδους μέσω της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης, που
αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για κάθε καπιταλιστική επένδυση. Στην
πραγματικότητα θα πληρώσει ο λαός με διαφορετικό τρόπο την αύξηση του
πληθωρισμού, τη μαύρη αγορά, τις πανάκριβες εισαγωγές εμπορευμάτων,
βαδίζοντας τον ίδιο, ολέθριο για τα συμφέροντά του, καπιταλιστικό δρόμο
ανάπτυξης.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Η
Πρόεδρος της Βουλής συμπορεύεται με το κόμμα Λαφαζάνη, ως «ανεξάρτητη
συνεργαζόμενη», διατηρώντας βέβαια την «αυτοτέλειά» της για το ρόλο που
θα διαδραματίσει σε επόμενη φάση. Έναν τέτοιο «αυτοτελή» ρόλο και ένα
«δικό της» πολιτικό λόγο και αντίστοιχη πρακτική επιδίωκε να παρουσιάζει
συστηματικά όλους τους προηγούμενους μήνες. Βέβαια, όλα όσα λέει
εμπεριέχονταν στο γενικό πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Αιχμή του δόρατος σε
αυτήν την επιδίωξή της αποτέλεσε το προηγούμενο διάστημα κυρίως η
συγκρότηση της λεγόμενης Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος, καθώς
και ορισμένες άλλες πρωτοβουλίες που κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος,
όπως η επιτροπή για τις γερμανικές αποζημιώσεις, οι παρεμβάσεις για το
σκάνδαλο Siemens και η αντιπαράθεση με τον Γ. Στουρνάρα, σημερινό
Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, και άλλα. Με τις ψηφοφορίες στη Βουλή
το καλοκαίρι επιδίωξε να φανεί εκ των ηγετών της εσωκομματικής
αντιπολίτευσης, στάση που κορύφωσε μετά από την προκήρυξη των εκλογών,
προχωρώντας σε οξεία επίθεση στον Τσίπρα και στον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας (ΠτΔ).
Θα
μπορούσαμε να πούμε χοντρικά ότι έχει επιλέξει να αναδεικνύει δύο
κομβικά ζητήματα: Στο επίπεδο της οικονομίας το ζήτημα του χρέους και
στο επίπεδο της πολιτικής την επιβολή του μνημονίου ως «πραξικόπημα» και
«εκτροπή» που αναιρεί την «εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία».
Το
χρέος χαρακτηρίζεται «επαχθές, επώδυνο, επονείδιστο και μη βιώσιμο» και
επομένως η μη πληρωμή του (ή κάποια παραλλαγή, κούρεμα, αναδιάρθρωση
κλπ.) εμφανίζεται ως το εργαλείο που θα δώσει φιλολαϊκή τάχα διέξοδο. Η
ρητορική της για το χρέος διανθίζεται με λαϊκιστικές,
εθνικοανεξαρτησιακές κορόνες, όπως και τα γνωστά περί ανθρωπιστικής
κρίσης, καταστρατήγησης ανθρώπινων δικαιωμάτων κλπ., που αξιοποίησε σε
προηγούμενη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδεικτικά, στην προκαταρκτική έκθεση της «Επιτροπής Αλήθειας» αναφέρεται (ας προσεχτεί η φρασεολογία, έχει σημασία): «Η
χώρα καθυποτάχτηκε στο καθεστώς της Τρόικας», «οι ελληνικές αρχές, μαζί
με κάποιες κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνωμότησαν το 2010
ενάντια στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους προκειμένου να
προστατεύσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης
έκρυψαν την αλήθεια από τους πολίτες […]. Όλοι αυτοί οι παράγοντες (κράτη και όργανα ή θεσμοί) […] παραβίασαν άμεσα το ελληνικό Σύνταγμα, απογυμνώνοντας ουσιαστικά την Ελλάδα από τα περισσότερα κυριαρχικά δικαιώματά της […].
Η Ελλάδα ήταν και παραμένει θύμα μιας προσχεδιασμένης επίθεσης, η οποία
οργανώθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό το βίαιο, παράνομο και ανήθικο
εγχείρημά τους έχει μοναδικό σκοπό να περάσουν τα ιδιωτικά χρέη στο
Δημόσιο»5.
Η
εγχώρια αστική τάξη εμφανίζεται ως απλό θύμα των διακρατικών
ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και οργανισμών, στους οποίους συμμετέχει με
δική της επιλογή. Αποσιωπούνται οι ευθύνες της για τη διόγκωση του
κρατικού χρέους και το συμφέρον της να προχωρήσουν οι αντιλαϊκές
αναδιαρθρώσεις για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων
μονοπωλιακών ομίλων. Αθωώνεται η τάξη των καπιταλιστών κι εμφανίζεται
μια Ελλάδα με ενιαία ταξικά συμφέροντα. Ασφαλώς και υπάρχουν ανισότιμες
σχέσεις μέσα στην ΕΕ, τις οποίες πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα.
Στο
ίδιο πλαίσιο βρίσκονται και οι αναφορές της στα περί «πραξικοπήματος»
στο κοινοβούλιο από τις «ξένες κυβερνήσεις» για την επιβολή της
συμφωνίας, αλλά και πρόσφατα οι μομφές για «συνταγματική εκτροπή» προς
τον πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έχει επιλέξει να
επενδύει μεθοδικά στην προβολή της ως τιμήτριας της εύρυθμης λειτουργίας
των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, υπερασπίστριας του Συντάγματος.
Ενδεικτικά αυτής της αντίληψης είναι όσα αναφέρονται σε επιστολή της
στον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σούλτς μετά από το δημοψήφισμα,
όπου καταγγέλλει τις παρεμβάσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων. Το ίδιο και
όσα αναφέρει σε επιστολή της στον ΠτΔ τη μέρα ψήφισης του δεύτερου
πακέτου προαπαιτουμένων: Ότι οι διαδικασίες ψήφισης «δεν εγγυώνται
την τήρηση του Συντάγματος, τη θωράκιση της δημοκρατικής λειτουργίας,
την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας του κοινοβουλίου, ούτε την κατά
συνείδηση ψήφο του βουλευτή» και ότι γίνονται «υπό καθεστώς εξόφθαλμου εκβιασμού, ο οποίος απευθύνεται από ξένες κυβερνήσεις-μέλη της ΕΕ προς την κυβέρνηση και τους βουλευτές». Τα ίδια αναφέρονται και σε νεότερη επιστολή της στον ΠτΔ με αφορμή την προκήρυξη εκλογών, όπου τον κατηγορεί για «προώθηση αντισυνταγματικής διαδικασίας» και κάνει λόγο για «μνημονιακή απολυταρχία».
Όλα
αυτά βέβαια κρύβουν την ουσία, την ταξικότητα των μέτρων και γενικά της
πολιτικής που εφαρμόζεται. Ότι τα μέτρα αυτά, όπως και τα προηγούμενα,
τα επιβάλλουν από κοινού ελληνικές και ξένες κυβερνήσεις, ότι είναι
απαιτήσεις του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου και όχι αποτέλεσμα
ελλείμματος «δημοκρατίας».
Περισσότερο
από άλλους στο ΣΥΡΙΖΑ, στο λόγο της βλέπει κανείς την απομάκρυνση και
σε φραστικό επίπεδο από κάθε ταξική αναφορά, στους εργαζόμενους, τα
λαϊκά στρώματα, ακόμη και η θολή έννοια του λαού που έχει κακοπάθει στις
ομιλίες της γίνεται «Έλληνες πολίτες». Υπάρχουν όμως και άλλες πλευρές
με σημασία, οι οποίες δεν πρέπει να ξεχνιούνται. Έχουν αναφερθεί αρκετά
για το «φλερτ» της Προέδρου της Βουλής με τη ΧΑ, κυρίως με μανδύα
νομικό, τήρησης κοινοβουλευτικών διαδικασιών κ.ά. Όταν βέβαια πρόκειται
για τη ΧΑ, δε θα μπορούσε παρά το όποιο «γλυκοκοίταγμα» να γίνεται με
κάποιο μανδύα. Είναι μια στάση που γεννάει ερωτηματικά, παίρνοντας
ιδιαίτερα υπόψη ότι τέτοιες κινήσεις και σε τέτοιο επίπεδο ούτε τυχαία
γίνονται, ούτε χωρίς κάποια στόχευση.
Πρέπει
να υπενθυμίσουμε ότι αυτό το «φλερτ» δεν είναι νέο. Ως Πρόεδρος της
Βουλής, με τη συνολική της στάση και με σειρά περιστατικών έχει ανοίξει
θέμα ανοχής και αποδοχής της ΧΑ. Θυμίζουμε επίσης ενδεικτικά ότι
υποστήριξε την παρουσία των Χρυσαυγιτών στη Βουλή, λέγοντας πως η Βουλή
«θα αξιώνει να λειτουργεί με όλους τους βουλευτές», ενώ έθεσε «ζήτημα
εγκυρότητας για νομοθετικές ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν με ονομαστική
ψηφοφορία και έλαβαν λιγότερες από 151 ψήφους και δεν υπήρχαν όλοι οι
βουλευτές στην Ολομέλεια». Επίσης έκανε δεκτό αίτημα για ονομαστική
ψηφοφορία των Χρυσαυγιτών, οι οποίοι μάλιστα δεν ήταν παρόντες, και
αρνήθηκε να καταδικάσει την τραμπούκικη συμπεριφορά βουλευτή της ΧΑ στη
Λ. Κανέλλη μέσα στο κοινοβούλιο.
Τέλος,
δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες ορισμένες στενές επαφές που
ανέπτυξε η Ζ. Κωνσταντοπούλου με τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ και πρώην υπουργό
Άμυνας Π. Καμμένο. Στους λίγους μήνες που βρέθηκε στο αξίωμά της,
πρόλαβε κι έκανε δύο επίσημες επισκέψεις στο υπουργείο Άμυνας. Τη μία
στις αρχές Μάρτη όπου έγιναν εκατέρωθεν δηλώσεις για πιο στενή
συνεργασία και μια δεύτερη, σε σχέση με το πόρισμα της Επιτροπής
Αλήθειας για το χρέος στα μέσα Ιούνη. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, ενώ στο
πόρισμα της Επιτροπής αναφέρονται συχνά οι «αδικαιολόγητες στρατιωτικές
δαπάνες» ως παράγοντας διόγκωσης του χρέους, η Ζ. Κωνσταντοπούλου δεν
είδε τίποτα για τα 500 εκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν απευθείας στην
αμερικανική «Λόκχιντ» εκείνο το διάστημα.
ΝΑ ΜΗΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΤΕΙ Ο ΛΑΟΣ ΣΕ ΝΕΑ ΑΝΑΧΩΜΑΤΑ
Το ΚΚΕ επιβεβαιώθηκε στην πρόβλεψή του ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια νέα αντιλαϊκή κυβέρνηση αστικής διαχείρισης.
Αποδείχτηκαν
επίσης οι καταστροφικές συνέπειες που είχε η υιοθέτηση μιας τέτοιας
γραμμής, όλα τα προηγούμενα χρόνια, από το εργατικό κίνημα. Η λογική των
ψεύτικων ελπίδων για εύκολες λύσεις χωρίς σύγκρουση με την αστική τάξη
που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η λογική της ανάθεσης σε μια αστική κυβέρνηση
και προσμονής ότι τάχα θα λύσει τα προβλήματα του λαού, η λογική
στήριξης της κυβέρνησης διά του κινήματος και η μετατροπή του σε ουρά
της «αριστερής» κυβέρνησης (που υιοθετήθηκε και από σύσσωμο το φάσμα των
οπορτουνιστικών δυνάμεων), επέδρασαν καθοριστικά ώστε στις κρίσιμες
φάσεις το κίνημα να βρεθεί αφοπλισμένο.
Έχουμε
επισημάνει πολλές φορές ότι η διάψευση των ελπίδων δε θα λειτουργήσει
αυτόματα ως καταλύτης ριζοσπαστικοποίησης. Λειτουργεί η κόπωση, η φθορά,
ο φόβος και η ανασφάλεια που οδηγεί και σε αναδίπλωση. Ίσα-ίσα μπορεί
να γίνει παράγοντας συντηρητικοποίησης. Μην ξεχνάμε ότι το σύστημα έχει
πολλά σενάρια και διεξόδους, διαθέτει εφεδρείες σε όλο το φάσμα του
αστικού πολιτικού συστήματος για να διαχειριστούν τη δυσαρέσκεια.
Ο
λαός δεν πρέπει να εγκλωβιστεί για δεύτερη φορά από τον απατηλό στόχο
του άσφαιρου αντιμνημονιακού μετώπου που δεν αμφισβητεί την
καπιταλιστική εκμετάλλευση, την ιδιοκτησία και την εξουσία του
κεφαλαίου. Το νέο κόμμα ΛΑΕ με επικεφαλής τον Π. Λαφαζάνη δεν μπορεί να
εγγυηθεί ούτε «αριστερή» - αντιμνημονιακή κατεύθυνση σ’ οποιαδήποτε
κυβέρνηση, ούτε λαϊκή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση μέσα κι έξω από τη
Βουλή. Τα στελέχη του υπηρέτησαν την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης
Τσίπρα και θα υπηρετήσουν ξανά μια αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική, γιατί
νομοτελειακά τέτοια είναι κάθε κυβέρνηση στο έδαφος της εξουσίας της
τάξης των καπιταλιστών και της εκάστοτε ιμπεριαλιστικής συμμαχίας που
την στηρίζει, όπως σήμερα η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Το
λαϊκό κίνημα πρέπει να σημαδέψει τον πραγματικό ένοχο, την πραγματική
αιτία των μνημονίων, που είναι η στρατηγική της ΕΕ και του κεφαλαίου, η
προσπάθεια να ξεπεραστεί η καπιταλιστική κρίση και να θωρακιστεί η
ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων, με τη σφαγή των λαϊκών
δικαιωμάτων και αναγκών. Μόνο το ΚΚΕ πρωταγωνιστεί για την οργάνωση της
ταξικής πάλης, την προετοιμασία της λαϊκής αντεπίθεσης σε κατεύθυνση
ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία του. Μόνο το ΚΚΕ φέρνει στο
προσκήνιο την ανάγκη της εργατικής-λαϊκής εξουσίας για να υπάρξει
κεντρικά, επιστημονικά σχεδιασμένη κοινωνική παραγωγή, με γνώμονα τις
λαϊκές ανάγκες, στο έδαφος της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων
παραγωγής και του εργατικού ελέγχου. Ο λαός δε χρειάζεται ένα νέο
αντίγραφο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια ισχυρή επαναστατική πρωτοπορία της
εργατικής τάξης που θα ανοίξει το δρόμο της πραγματικής ανατροπής, ένα
πιο ισχυρό ΚΚΕ.