Χρονιάρες μέρες τούτες... η ραστώνη στα καλύτερά της... Τί θα λέγατε αν
σήμερα αφήναμε τις κουβέντες και πηγαίναμε μια βόλτα; Μια βόλτα στην
Αθήνα και ταυτόχρονα μια βόλτα στον χρόνο; Κάνει κρύο, θα μου πείτε. Ε,
και; Τα παλτά και τα σκουφιά γιατί τα έφτιαξε ο θεούλης; Πάμε, λοιπόν,
να κατηφορίσουμε ποδαράτα την Συγγρού, γυρνώντας ταυτόχρονα τα ρολόγια
μας κάπου έναν αιώνα πίσω. Έτσι, χάνονται από τα μάτια μας όλα τα
τσιμεντένια θηρία και το βλέμμα πλανάται ελεύθερα...
Περπατάμε κάμποσο, ώσπου φτάνουμε στο Νομούζ Ντάμε. Το όνομα της περιοχής είναι τούρκικο και σημαίνει κατά λέξη "σπίτι των γουρουνιών", δηλαδή "χοιροστάσιο". Πολύ λογικό, αφού ίσαμε πριν λίγα χρόνια, δηλαδή πριν το 1914, το μόνο που υπήρχε εδώ ήταν ένα χοιροστάσιο, το οποίο ανήκε, όπως και ολάκερη η γύρω περιοχή, σε μια από τις πιο πλούσιες οικογένειες της Αθήνας, από την οποία την πήρε το κράτος όταν την χρειάστηκε.
Πότε την χρειάστηκε; Είπαμε, εκεί στα 1914 με 1915. Τότε που οι τούρκοι εξαπέλυσαν κυνηγητό κατά των αρμένηδων κι εκείνοι αλαφιασμένοι πήραν των ομματιών τους και ξεμπάρκαραν στον Πειραιά για να γλιτώσουν. Μαζί τους ήρθαν και κάμποσοι έλληνες. Κι όλοι μαζί βρέθηκαν κόμπος στον λαιμό ενός κράτους που έψαχνε να βρει τρόπο να τους βολέψει, αφού δεν μπορούσε -φυσικά!- να τους αφήσει να πλημμυρίσουν τον Πειραιά ή την Αθήνα.
Κι ενώ η κρατική διοίκηση ψάχνει να βρει λύση στο πρόβλημα των προσφύγων, έρχεται το "Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας" να βοηθήσει. Βλέπετε, οι αρμένιοι στην πλειοψηφία τους είναι είτε καθολικοί είτε ουνίτες, παναπεί ορθόδοξοι που δέχονται ως αρχηγό τους τον πάπα. Έτσι, αυτό το ρωμαιοκαθολικό τάγμα προθυμοποιείται να βάλει τα χρήματα για να αγοραστεί μια περιοχή όπου θα εγκατασταθούν οι πρόσφυγες. Κι αφού το κράτος θέλει αυτή η περιοχή να βρίσκεται μακρυά από τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα, το Νομούζ Ντάμε αποτελεί την πιο πρόσφορη επιλογή και, τελικά, απαλλοτριώνεται από τους ιδιοκτήτες του. Επειδή, όμως, ένα σωστό ελληνικό κράτος δεν μπορεί να βάζει ανθρώπους να μείνουν σε ένα "χοιροστάσιο", η περιοχή ξαναβαφτίστηκε κι έγινε Δουργούτι, παίρνοντας το όνομα των πρώην ιδιοκτητών της, των Δουργούτηδων, αν και πολλοί την έλεγαν -και την λένε ακόμη και σήμερα- "αρμένικα".
Πριν περάσουν πολλά χρόνια, στην περιοχή καταφθάνουν χιλιάδες νέοι πρόσφυγες. Τώρα πια, η πλειοψηφία τους είναι έλληνες και καταφθάνουν κακήν-κακώς από τα τουρκικά παράλια, κυνηγημένοι κι αυτοί με την σειρά τους από τους τούρκους. Δίπλα στα φτωχικά αλλά ανθρώπινα σπιτάκια που είχαν φτιαχτεί με την βοήθεια τόσο των μαλτέζων ιπποτών όσο και της Κοινωνίας των Εθνών, ξεφυτρώνουν σε ελάχιστο χρόνο τρώγλες και παράγκες από ευτελέστατα υλικά. Μέσα σε λίγους μήνες το Δουργούτι μετατρέπεται σε μια απέραντη παραγκούπολη, μια φαβέλα στα πλευρά τής Αθήνας. Η περιοχή γίνεται σημείο αναφοράς για κάθε λογής μετανάστες (ξένους και εσωτερικούς) και πρόσφυγες, οι οποίοι καταλήγουν εκεί είτε προσωρινά είτε μόνιμα.
Το πρόβλημα για την πολιτεία είναι τεράστιο. Χιλιάδες άνθρωποι στοιβάζονται όπως βολεύεται ο καθένας, δίχως καμμιά από τις στοιχειώδεις ανέσεις (όπως ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό κλπ) και δίχως κανένα μέτρο υγιεινής, αφού δεν υπάρχει ούτε καν στοιχειώδης αποχέτευση. Για να μη πνίγονται από τα νερά των βροχών αλλά και για να διοχετεύουν τα υγρά τους λύματα και τα νερά των μπουγάδων, οι κάτοικοι ανοίγουν αυτοσχέδια αυλάκια ανάμεσα στις παράγκες τους. Οι αρρώστιες δίνουν και παίρνουν ενώ ο κίνδυνος λοιμώδους νοσήματος είναι άμεσος. Έτσι, η κυβέρνηση αποφασίζει να χτίσει μερικές πολυκατοικίες για να βολέψει κάποιους από τους κατοίκους των παραγκών.
Το 1935, λοιπόν, παραδίδονται από το κράτος στους κατοίκους του Δουργουτιού προς χρήση οι πρώτες πολυκατοικίες. Τα μικρά διαμερίσματα των δυο δωματίων φαντάζουν παλάτια, καθώς διαθέτουν εσωτερικό καμπινέ, τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα. Αργότερα, η μεταξική δικτατορία χτίζει ακόμη τρεις πολυκατοικίες, ανεβάζοντας τον αριθμό των διαθέσιμων διαμερισμάτων στα 237. Πρόκειται οπωσδήποτε για κάποια θετικά βήματα αλλά για τους χιλιάδες κατοίκους τής απέραντης παραγκούπολης αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό.
Μετά τον πόλεμο, η προσπάθεια στεγαστικής τακτοποίησης όλων αυτών των πάμφτωχων ανθρώπων συνεχίζεται. Το 1965, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου επιχειρεί να ξανακτίσει το Δρουγούτι από την αρχή, με το σύνθημα "θάνατος στην παράγκα". Απαλλοτριώνει ολόκληρη την περιοχή και δίνει την ευκαιρία στους παραπηγματούχους να αποκτήσουν δικό τους διαμέρισμα σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή. Όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εκμεταλλευτούν αυτό το μέτρο, θα χρειαστεί να περιμένουν άλλα τρία χρόνια. Το 1968, η δικτατορία εγκαινιάζει εν μέσω πανηγυρικών εκδηλώσεων δεκαπέντε νέες προσφυγικές πολυκατοικίες. Κάποιες απ' αυτές είναι δωδεκαόροφες και κάνουν τους αθηναίους να ζηλέψουν, αφού τα ψηλά κτήρια θεωρούνται περισσότερο μοντέρνα. Μ' αυτόν τον τρόπο, κάπου εκεί προς τα τέλη τής δεκαετίας του 1960, οι παράγκες εξαφανίστηκαν από το Δρουγούτι και η περιοχή εκσυγχρονίστηκε.
Αν κάποιος θέλει να πάρει σήμερα μια ιδέα για το προσφυγικό Δρουγούτι και δεν του φτάνουν οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, ας αναζητήσει την ταινία "Μαγική πόλις" (με τον Θανάση Βέγγο, τον Γιώργο Φούντα, τον Στέφανο Στρατηγό κλπ), την οποία γύρισε ο Νίκος Κούνδουρος το 1954 σ' εκείνες ακριβώς τις παράγκες. Εμείς θα κοντοσταθούμε να ξαποστάσουμε σε ένα καφενεδάκι και θα συνεχίσουμε αύριο τον περίπατό μας. Για σήμερα θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα του Χένρυ Μίλλερ, ο οποίος στο βιβλίο του "Ο Κολοσσός του Μαρουσιού" αναζητά τον μάγο του Δρουγουτιού και γράφει:
"Σκοτώσαμε την ώρα μας τριγυρνώντας μέσα στη γειτονιά, απορώντας όχι τόσο για τη βρομιά όσο για τη συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να στολίσουν τα άθλια καλύβια τους. Μ' όλο που ήταν φτιαγμένα από σκουπιδαριό, έβρισκες εδώ πιότερη χάρη και χαρακτήρα παρά σε μια καινούρια πόλη. Σου έφερνε στο νου βιβλία, εικόνες, όνειρα, θρύλους, σου θύμιζε ονόματα σαν του Λιούις Κάρολ, Ιερώνυμου Μπος, Μπρέγκελ, Μαξ Ερνστ, Χανς Ράιχελ, Σαλβαντόρ Νταλί, Γκόγια, Τζιόττο, Πάουλ Κλέε, για να αναφέρω μερικούς μόνο. Μέσα από τη φοβερή φτώχεια και τον πόνο έβγαινε μια φλόγα που ήταν ιερή, σου έδινε αμέσως ένα αίσθημα σεβασμού. Δεν σου ερχόταν καθόλου να γελάσεις σαν έβρισκες μια μισογερμένη παράγκα να 'χει ένα λιακωτό φτιαγμένο από τενεκέδες..."
Περπατάμε κάμποσο, ώσπου φτάνουμε στο Νομούζ Ντάμε. Το όνομα της περιοχής είναι τούρκικο και σημαίνει κατά λέξη "σπίτι των γουρουνιών", δηλαδή "χοιροστάσιο". Πολύ λογικό, αφού ίσαμε πριν λίγα χρόνια, δηλαδή πριν το 1914, το μόνο που υπήρχε εδώ ήταν ένα χοιροστάσιο, το οποίο ανήκε, όπως και ολάκερη η γύρω περιοχή, σε μια από τις πιο πλούσιες οικογένειες της Αθήνας, από την οποία την πήρε το κράτος όταν την χρειάστηκε.
Δρουγούτι, 1955 |
Πότε την χρειάστηκε; Είπαμε, εκεί στα 1914 με 1915. Τότε που οι τούρκοι εξαπέλυσαν κυνηγητό κατά των αρμένηδων κι εκείνοι αλαφιασμένοι πήραν των ομματιών τους και ξεμπάρκαραν στον Πειραιά για να γλιτώσουν. Μαζί τους ήρθαν και κάμποσοι έλληνες. Κι όλοι μαζί βρέθηκαν κόμπος στον λαιμό ενός κράτους που έψαχνε να βρει τρόπο να τους βολέψει, αφού δεν μπορούσε -φυσικά!- να τους αφήσει να πλημμυρίσουν τον Πειραιά ή την Αθήνα.
Κι ενώ η κρατική διοίκηση ψάχνει να βρει λύση στο πρόβλημα των προσφύγων, έρχεται το "Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας" να βοηθήσει. Βλέπετε, οι αρμένιοι στην πλειοψηφία τους είναι είτε καθολικοί είτε ουνίτες, παναπεί ορθόδοξοι που δέχονται ως αρχηγό τους τον πάπα. Έτσι, αυτό το ρωμαιοκαθολικό τάγμα προθυμοποιείται να βάλει τα χρήματα για να αγοραστεί μια περιοχή όπου θα εγκατασταθούν οι πρόσφυγες. Κι αφού το κράτος θέλει αυτή η περιοχή να βρίσκεται μακρυά από τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα, το Νομούζ Ντάμε αποτελεί την πιο πρόσφορη επιλογή και, τελικά, απαλλοτριώνεται από τους ιδιοκτήτες του. Επειδή, όμως, ένα σωστό ελληνικό κράτος δεν μπορεί να βάζει ανθρώπους να μείνουν σε ένα "χοιροστάσιο", η περιοχή ξαναβαφτίστηκε κι έγινε Δουργούτι, παίρνοντας το όνομα των πρώην ιδιοκτητών της, των Δουργούτηδων, αν και πολλοί την έλεγαν -και την λένε ακόμη και σήμερα- "αρμένικα".
Μπουγάδα στο Δρουγούτι. Νερό από το πηγάδι. Δίπλα το αυτοσχέδιο αυλάκι για τα απόνερα. |
Πριν περάσουν πολλά χρόνια, στην περιοχή καταφθάνουν χιλιάδες νέοι πρόσφυγες. Τώρα πια, η πλειοψηφία τους είναι έλληνες και καταφθάνουν κακήν-κακώς από τα τουρκικά παράλια, κυνηγημένοι κι αυτοί με την σειρά τους από τους τούρκους. Δίπλα στα φτωχικά αλλά ανθρώπινα σπιτάκια που είχαν φτιαχτεί με την βοήθεια τόσο των μαλτέζων ιπποτών όσο και της Κοινωνίας των Εθνών, ξεφυτρώνουν σε ελάχιστο χρόνο τρώγλες και παράγκες από ευτελέστατα υλικά. Μέσα σε λίγους μήνες το Δουργούτι μετατρέπεται σε μια απέραντη παραγκούπολη, μια φαβέλα στα πλευρά τής Αθήνας. Η περιοχή γίνεται σημείο αναφοράς για κάθε λογής μετανάστες (ξένους και εσωτερικούς) και πρόσφυγες, οι οποίοι καταλήγουν εκεί είτε προσωρινά είτε μόνιμα.
Το πρόβλημα για την πολιτεία είναι τεράστιο. Χιλιάδες άνθρωποι στοιβάζονται όπως βολεύεται ο καθένας, δίχως καμμιά από τις στοιχειώδεις ανέσεις (όπως ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό κλπ) και δίχως κανένα μέτρο υγιεινής, αφού δεν υπάρχει ούτε καν στοιχειώδης αποχέτευση. Για να μη πνίγονται από τα νερά των βροχών αλλά και για να διοχετεύουν τα υγρά τους λύματα και τα νερά των μπουγάδων, οι κάτοικοι ανοίγουν αυτοσχέδια αυλάκια ανάμεσα στις παράγκες τους. Οι αρρώστιες δίνουν και παίρνουν ενώ ο κίνδυνος λοιμώδους νοσήματος είναι άμεσος. Έτσι, η κυβέρνηση αποφασίζει να χτίσει μερικές πολυκατοικίες για να βολέψει κάποιους από τους κατοίκους των παραγκών.
Δρουγούτι. Η στέγη ετοιμόρροπη αλλά η βεράντα, βεράντα. |
Το 1935, λοιπόν, παραδίδονται από το κράτος στους κατοίκους του Δουργουτιού προς χρήση οι πρώτες πολυκατοικίες. Τα μικρά διαμερίσματα των δυο δωματίων φαντάζουν παλάτια, καθώς διαθέτουν εσωτερικό καμπινέ, τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό ρεύμα. Αργότερα, η μεταξική δικτατορία χτίζει ακόμη τρεις πολυκατοικίες, ανεβάζοντας τον αριθμό των διαθέσιμων διαμερισμάτων στα 237. Πρόκειται οπωσδήποτε για κάποια θετικά βήματα αλλά για τους χιλιάδες κατοίκους τής απέραντης παραγκούπολης αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό.
Μετά τον πόλεμο, η προσπάθεια στεγαστικής τακτοποίησης όλων αυτών των πάμφτωχων ανθρώπων συνεχίζεται. Το 1965, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου επιχειρεί να ξανακτίσει το Δρουγούτι από την αρχή, με το σύνθημα "θάνατος στην παράγκα". Απαλλοτριώνει ολόκληρη την περιοχή και δίνει την ευκαιρία στους παραπηγματούχους να αποκτήσουν δικό τους διαμέρισμα σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή. Όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εκμεταλλευτούν αυτό το μέτρο, θα χρειαστεί να περιμένουν άλλα τρία χρόνια. Το 1968, η δικτατορία εγκαινιάζει εν μέσω πανηγυρικών εκδηλώσεων δεκαπέντε νέες προσφυγικές πολυκατοικίες. Κάποιες απ' αυτές είναι δωδεκαόροφες και κάνουν τους αθηναίους να ζηλέψουν, αφού τα ψηλά κτήρια θεωρούνται περισσότερο μοντέρνα. Μ' αυτόν τον τρόπο, κάπου εκεί προς τα τέλη τής δεκαετίας του 1960, οι παράγκες εξαφανίστηκαν από το Δρουγούτι και η περιοχή εκσυγχρονίστηκε.
Προσοχή στην αυτοσχέδια ταράτσα για το άπλωμα των ρούχων! |
Αν κάποιος θέλει να πάρει σήμερα μια ιδέα για το προσφυγικό Δρουγούτι και δεν του φτάνουν οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, ας αναζητήσει την ταινία "Μαγική πόλις" (με τον Θανάση Βέγγο, τον Γιώργο Φούντα, τον Στέφανο Στρατηγό κλπ), την οποία γύρισε ο Νίκος Κούνδουρος το 1954 σ' εκείνες ακριβώς τις παράγκες. Εμείς θα κοντοσταθούμε να ξαποστάσουμε σε ένα καφενεδάκι και θα συνεχίσουμε αύριο τον περίπατό μας. Για σήμερα θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα του Χένρυ Μίλλερ, ο οποίος στο βιβλίο του "Ο Κολοσσός του Μαρουσιού" αναζητά τον μάγο του Δρουγουτιού και γράφει:
"Σκοτώσαμε την ώρα μας τριγυρνώντας μέσα στη γειτονιά, απορώντας όχι τόσο για τη βρομιά όσο για τη συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να στολίσουν τα άθλια καλύβια τους. Μ' όλο που ήταν φτιαγμένα από σκουπιδαριό, έβρισκες εδώ πιότερη χάρη και χαρακτήρα παρά σε μια καινούρια πόλη. Σου έφερνε στο νου βιβλία, εικόνες, όνειρα, θρύλους, σου θύμιζε ονόματα σαν του Λιούις Κάρολ, Ιερώνυμου Μπος, Μπρέγκελ, Μαξ Ερνστ, Χανς Ράιχελ, Σαλβαντόρ Νταλί, Γκόγια, Τζιόττο, Πάουλ Κλέε, για να αναφέρω μερικούς μόνο. Μέσα από τη φοβερή φτώχεια και τον πόνο έβγαινε μια φλόγα που ήταν ιερή, σου έδινε αμέσως ένα αίσθημα σεβασμού. Δεν σου ερχόταν καθόλου να γελάσεις σαν έβρισκες μια μισογερμένη παράγκα να 'χει ένα λιακωτό φτιαγμένο από τενεκέδες..."