Η προφυλάκιση του ζεύγους Παπαντωνίου για υπόθεση μαύρου χρήματος
ύψους 2,8 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων αποτέλεσε πρώτο θέμα στην
ειδησεογραφία. Ο πρώην υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Κ. Σημίτη, Γ.
Παπαντωνίου, προφυλακίστηκε κατηγορούμενος για νομιμοποίηση εσόδων που
προέρχονται από δωροδοκίες για τη σύμβαση αναβάθμισης έξι φρεγατών του
Πολεμικού Ναυτικού με γαλλική εταιρεία, το 2003, ζημιώνοντας το ελληνικό
δημόσιο κατά περίπου 400 εκατ. ευρώ.
Το γεγονός της ίδιας της σύλληψης χρησιμοποιείται για εδραίωση της
θέσης πως μια πιο «διαφανής» και «ηθική» κυβέρνηση, όπως ισχυρίζεται ότι
είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να ωθήσει τόσο την οικονομική ανάπτυξη
όσο και την εξάλειψη νομικών και θεσμικών δυσλειτουργιών του πολιτικού
συστήματος.
Οι κατηγορίες εναντίον του εντάσσονται στο πλαίσιο αυτού που
αποκαλείται διαφθορά, ταυτίζεται με την έλλειψη διαφάνειας και αφορά την
εφαρμογή νόμων και όχι βέβαια τη δημιουργία τους, όπου οι φορείς
χάραξης πολιτικής έχουν πολύ λίγους περιορισμούς όσον αφορά στο
περιεχόμενο της νομοθεσίας και των κινήτρων τους. Κάπως έτσι εξηγείται
και το γιατί το αδίκημα της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου έχει
παραγραφεί.
Η έννοια της διαφθοράς είναι συνδεδεμένη με την οργάνωση της
κοινωνίας και εννοιολογικά στηρίζεται στις κατηγορίες του δημόσιου και
ιδιωτικού. Δεν ταυτίζεται απλώς με την ανατροπή του δημόσιου συμφέροντος
από τα ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά πλέον στις καπιταλιστικές κοινωνίες
ρυθμίζεται με θεμέλιο την επιδίωξη διαφάνειας, όπως και τον καθορισμό
των θεμιτών ορίων για την παρουσία των προσωπικών συμφερόντων στο
πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας. Η διαφοροποίηση μεταξύ νόμιμης και
παράνομης παρουσίας ιδιωτικών συμφερόντων στη δημόσια ζωή διασώζει το
μύθο του καθολικού και αταξικού δημόσιου συμφέροντος. Επειδή όμως μόνο
ορισμένες μορφές ιδιωτικών συμφερόντων στο δημόσιο χαρακτηρίζονται ως
διαφθορά, η εν γένει και πανταχού παρουσία τους στο πλαίσιο της δημόσιας
σφαίρας μπορεί να θεωρείται κανονικότητα.
Στην κυβερνητική διαφθορά αποδίδεται η αναποτελεσματική κατανομή
πόρων, η αύξηση δαπανών σε έργα υποδομής, η αναδιανομή πλούτου υπέρ
κυβερνητικών αξιωματούχων, η μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων και της
οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, και στη χώρα μας η καπιταλιστική κρίση
αποδόθηκε στη διαφθορά κυβερνώντων και βεβαίως και κυβερνωμένων, που θα
έπρεπε γι’ αυτό το λόγο αγόγγυστα να αποδεχτούν τα μέτρα εξαθλίωσής
τους. Γι’ αυτό και οι εκλογές της τελευταίας οκταετίας έχουν
επικεντρωθεί στο ζήτημα της διαφθοράς, με κάθε νικηφόρο κόμμα να
δεσμεύεται να το θέσει επιτέλους υπό έλεγχο.
Το αποτέλεσμα είναι να μη γίνεται κατανοητή η κρίση στα πλαίσια του
καπιταλιστικού συστήματος –παρά μόνο σε ένα επιφανειακό επίπεδο
αιτιάσεων- να αγνοούνται τα δομικά και συστημικά αίτιά της και να
νομιμοποιείται και δικαιολογείται η παρέμβαση ανεξέλεγκτων εξωτερικών
παραγόντων, αφού, τελικά, ήταν εσωτερικές ατέλειες που προκάλεσαν το
πρόβλημα από την αρχή. Γι’ αυτό και σήμερα με την κρίση, η ΕΕ, αφενός,
και το ΔΝΤ, αφετέρου, αναλαμβάνουν την ευθύνη να επιβάλλουν επιτέλους
κάποια πειθαρχία και να εξαλείψουν τους φορολογικούς απατεώνες, τους
διεφθαρμένους αξιωματούχους και τις διευκολύνσεις που οδήγησαν την
Ελλάδα στην παρούσα κρίση.
Κι έτσι η εστίαση στη διαφθορά χρησιμεύει για να εξηγήσει τις
παγκόσμιες διαφορές στον πλούτο και την ανάπτυξη, ως συνέπεια της
κατωτερότητας των πολιτισμών, των δεοντολογικών προτύπων, των πολιτικών
και νομικών πλαισίων των οικονομικά υποβαθμισμένων εθνών και περιοχών
του κόσμου. Με συνέπεια, να αλλοιώνονται οι προσπάθειες κατανόησης των
σημερινών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και να γίνονται πειστικές
και οι δικαιολογίες για την πολιτική και οικονομική κυριαρχία των
προηγμένων κρατών στην καπιταλιστική Δύση, που ταιριάζουν με την τυπική
αποικιοκρατική άποψη. Στο παρελθόν ήταν ζήτημα φυλής ή θρησκείας, στο
παρόν είναι αδυναμία ικανότητας των λαών για θεσμικές διευθετήσεις.
Το θέμα της διαφθοράς τα τελευταία 25 χρόνια ξαφνικά έγινε
αντικείμενο ενδιαφέροντος ακόμα και από οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ,
η Παγκόσμια Τράπεζα που ενδιαφέρονται για την προώθηση των
καπιταλιστικών συμφερόντων. Εξαίρεται λοιπόν η αξία της διαφάνειας ως
βασική στρατηγική για την πρόληψη της διαφθοράς, επειδή εκείνο που
ενδιαφέρει είναι η δημιουργία αξιόπιστου περιβάλλοντος για τις ιδιωτικές
επενδύσεις προς επίτευξη της μέγιστης κερδοφορίας τους, συνθήκη που
προϋποθέτει τον υπολογισμό με μεγάλη ακρίβεια του αναμενόμενου κόστους
και των προσδοκώμενων οφελών κατά τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Έναν
δηλαδή υπολογιστικό ορθολογισμό και μια ευκαμψία της ελεύθερης αγοράς
που δεν θα στρεβλώνονται από ό,τι αποκαλείται «διαφθορά» και τα κόστη
που τη συνοδεύουν (μίζες, λάδωμα, εξυπηρετήσεις).
Στην πραγματικότητα επομένως, η διαβόητη διαφάνεια είναι μέρος μιας
ευρύτερης στρατηγικής για την αύξηση της αυτονομίας των κρατικών
γραφειοκρατικών υπηρεσιών από τους εγχώριους πληθυσμούς και ιδιαίτερα
τους εργαζόμενους, ώστε να είναι πιο φιλόξενες στο διεθνές κεφάλαιο και
να καταστούν οι πολιτικές και οι δράσεις του εθνικού κράτους πολύ πιο
προβλέψιμες και διαφανείς για τους καπιταλιστές. Είναι κι αυτός ένας
τρόπος να προωθηθεί ο στόχος ενός παγκόσμιου καπιταλισμού με ελάχιστα
πολιτικά εμπόδια ή όρια, παρουσιάζοντας τα σχέδια δράσης ισχυρών διεθνών
συμφερόντων ως καθολικό καλό, κάτι που δήθεν γίνεται προς όφελος των
καταπιεσμένων και αδύναμων. Σε ειρωνική αντίστιξη με τις πρακτικές του
παρελθόντος, όταν η διαφθορά κυβερνητικών αξιωματούχων σε αναπτυσσόμενες
χώρες ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη, καθώς επέτρεπε τη διείσδυση
μονοπωλίων με ευνοϊκούς όρους σε τοπικές αγορές.
Οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις εξαρτώνται από την ύπαρξη νόμων και
κανονισμών που μπορεί να επιβάλλει το κράτος, ώστε να εξασφαλιστούν οι
κατάλληλες συνθήκες για την κερδοφορία τους. Η έλλειψη διαφθοράς και η
διαφάνεια αντιστοιχεί λοιπόν στη σαφήνεια και προβλεψιμότητα των
ρυθμίσεων που επιβάλλει το κράτος, παρέχοντας πληροφορίες και μέτρα που
αποσκοπούν να καταστήσουν εμφανείς τους, κατά τα άλλα, αδιαφανείς
κινδύνους και το κόστος που συνεπάγονται οι επενδύσεις.
Διαφθορά και αδιαφάνεια ορίζονται πάντα από τη σκοπιά των
καπιταλιστικών επιχειρήσεων –για αυτό άλλωστε και μεταβάλλεται το
περιεχόμενό τους. Για παράδειγμα, η πρακτική του lobbying αποτελεί πλέον
μια καθόλα αποδεκτή πρακτική στα πλαίσια της ΕΕ, την οποία μάλιστα η ΕΕ
υποδέχεται θεσμικά, ως στοιχείο της λεγόμενης «πολυεπίπεδης»
διακυβέρνησής της.
Οι αρχές λοιπόν της διαφάνειας και της… χρηστής διακυβέρνησης
συμπίπτουν περισσότερο με τα συμφέροντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων
και λιγότερο έως καθόλου με των εργαζομένων. Επειδή τοπικά συμφέροντα ή
εργατικές απαιτήσεις μπορεί να προκαλέσουν δραματικές αναταραχές που δεν
μπορούν να προβλεφτούν για το παγκόσμιο κεφάλαιο, γι’ αυτό προωθούνται
θεσμικές δομές που συνδέονται με την τεχνοκρατική διακυβέρνηση προς
όφελος του κεφαλαίου, οι οποίες με το κύρος τους επιτρέπουν δράσεις σε
αντίθεση με τις λαϊκές απαιτήσεις. Με όχημα λοιπόν το κίνημα κατά της
διαφθοράς, μέσω του οποίου διαμεσολαβούνται τα συμφέροντα του παγκόσμιου
κεφαλαίου, γίνεται αποδεκτή η ενίσχυση θεσμικών οργάνων που δικαιώνουν
σχέδια λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις, ενώ χρησιμοποιείται η εξουσία του
κράτους για να επιβληθούν με αστυνομικές δυνάμεις και με απειλές.
Η χρησιμοποίηση επομένως της διαφθοράς ως αιτία φτώχειας και
υπανάπτυξης είναι καθαρά ιδεολογική και δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη
σχετική ανάπτυξη ή τη φτώχεια. Αντί λοιπόν να είναι ένα εργαλείο
κατανόησης, γίνεται εργαλείο ιδεολογικής χειραγώγησης και πολιτικής
κυριαρχίας.
Το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι εργαζόμενοι
στη χώρα μας αποδέχονται τόσο την αναγκαιότητα του εξωτερικού ελέγχου
και οργάνωσης από όργανα, όπως το ΔΝΤ, που δεν ελέγχονται, όσο και το
γεγονός ότι, τουλάχιστον εν μέρει, ευθύνονται για την κρίση, είναι ένα
πολύ σαφές και αδιαμφισβήτητο σημάδι για το πόσο καλά ο λόγος για την
καταπολέμηση της διαφθοράς έχει εργαστεί για να δημιουργήσει μια νέα
εκδοχή του αποικιοκρατικού λόγου.