Ενα από τα νέα αντεργατικά μέτρα, αυτό που δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις για διευθέτηση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, αφήνοντας ελεύθερο χρόνο στον εργαζόμενο 11 ώρες το 24ωρο, που σημαίνει ότι όλος ο υπόλοιπος ημερήσιος χρόνος είναι στη διάθεση της επιχείρησης, άρα εργάσιμος, συνοδεύεται και από το μέτρο της κατάργησης των περιορισμών μεταξύ πρωινής και απογευματινής βάρδιας. Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η επιχείρηση μπορεί να διευθετεί το χρόνο ακόμη και μέσα στην ίδια μέρα. Επιβάλλουν λοιπόν υποχρεωτικά 6ήμερη εργασία για 13 ώρες δουλειάς τη μέρα, δηλαδή 78 ώρες δουλειά τη βδομάδα, ενώ ο ίδιος εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει και στις δυο βάρδιες, για 13 ώρες, με κατανομή του ωραρίου όπως βολεύει την επιχείρηση. Οι ρυθμίσεις της οδηγίας για την «οργάνωση του χρόνου εργασίας», όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση της ΕΕ που ενέκρινε την «Εκθεση Σέρκας», από την οποία προκύπτουν τα παραπάνω ζητήματα, βάζουν ένα επιπλέον ζήτημα - καρμανιόλα για τους εργαζόμενους. Τη δυνατότητα της επιχείρησης να χωρίζει τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο σε ενεργό και ανενεργό. Διευθέτηση εργάσιμου χρόνου σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θα δουλεύει μεν 13 ώρες αλλά δε θα πληρώνεται τις 5 ώρες, δε θα παίρνει υπερωρία. Θα πληρώνεται κανονικά το μεροκάματο ή το μισθό και αυτές οι ώρες κάποτε, όταν βολεύει την επιχείρηση (π.χ. όταν δεν έχει πολλή δουλειά, όπως τώρα, π.χ., με την κρίση), θα τις δίνει σε ρεπό. Αρα έχουμε αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου με αύξηση της απλήρωτης δουλειάς. Αρα ένταση της εκμετάλλευσης. Με το χωρισμό του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου σε ενεργό - ανενεργό, στον ανενεργό ο εργάτης θα βρίσκεται στην επιχείρηση, αλλά ο εργοδότης θα θεωρεί ότι δε δουλεύει. Επομένως, δε θα τον πληρώνει. Ετσι, στις 13 ώρες δουλειάς θα θεωρεί ο εργοδότης ότι ο εργάτης δουλεύει μόνο 8 ώρες σπαστά ή και μόνο 7 ώρες κ.ο.κ. Τις υπόλοιπες θα τον έχει τάχα στο χώρο δουλειάς χωρίς να κάνει τίποτα. Αυτό και αν είναι συγκάλυψη τεράστιας απλήρωτης δουλειάς, ενώ στο όνομα του ανενεργού χρόνου η 78ωρη βδομάδα μπορεί να ισχύει ακόμη και για όλο το χρόνο.
Το ζήτημα της κατάργησης του 8ωρου και το σμπαράλιασμα του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, που οξύνει στο έπακρο την εκμετάλλευση, δεν είναι καινούρια, ούτε πρωτοεμφανίστηκαν με την «Εκθεση Σέρκας».
Ο «Ριζοσπάστης» στις 9/1/2005 δημοσίευσε το εξής θέμα με υπέρτιτλο «ΕΝΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ», τίτλο «"Πρόσω ολοταχώς" για 65 ώρες δουλειά τη βδομάδα!» και πλάγιο «Ο εργασιακός μεσαίωνας, που προωθούν το ευρωενωσιακό κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, προβλέπει την πλήρη κατάργηση του 8ωρου και την επέκταση του χρόνου υπερεργασίας. Αποκαλυπτική η νέα πρόταση οδηγίας της ΕΕ για το χρόνο εργασίας». Ολόκληρο το ρεπορτάζ του θέματος έχει ως εξής:
«Εως και 65 ώρες δουλειά τη βδομάδα, από 48 που είναι το μέγιστο όριο σήμερα, επιφυλάσσει το μέλλον για τους εργαζόμενους της ΕΕ, σύμφωνα με νέα ευρωπαϊκή πρόταση οδηγίας για το χρόνο εργασίας (COM (2004) 607 τελικό, 22/09/2004 - διοργανικός φάκελος 2004/0209 (COD)) που υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Σεπτέμβρη του 2004, συζητήθηκε από το αρμόδιο Συμβούλιο των υπουργών Εργασίας στις 6-7 Δεκέμβρη του 2004 και προβλέπεται να ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία των κρατών - μελών μέχρι το τέλος του 2005.
Η πρόταση οδηγίας προβλέπει ακόμα τον υπολογισμό του "ανενεργού" τμήματος της εφημερίας σαν "μη εργάσιμο χρόνο", ενώ παρέχει τη δυνατότητα στους εργοδότες να αυξήσουν ακόμα παραπέρα τα μέγιστα όρια του χρόνου εργασίας μέσα από απευθείας διμερείς και εκβιαστικές διαπραγματεύσεις με τους εργαζόμενους.
Η νέα πρόταση οδηγίας έρχεται να ικανοποιήσει τα αιτήματα του ευρωενωσιακού κεφαλαίου για μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση του χρόνου εργασίας και δίνει έτσι νέα ώθηση στην αύξηση των καπιταλιστικών υπερκερδών μέσα από την παράταση του χρόνου υπερεργασίας, του χρόνου, δηλαδή, κατά τον οποίο ο εργάτης παράγει με τη δουλειά του την υπεραξία για τον εργοδότη του.
Πλήγμα για το κατοχυρωμένο, με σκληρούς και αιματηρούς αγώνες, 8ωρο αποτέλεσαν και οι τρεις προηγούμενες οδηγίες (1993, 2000 και 2003) που ρύθμιζαν το χρόνο εργασίας στην ΕΕ, αφού παρέτειναν το μέγιστο όριο της εργάσιμης βδομάδας στις 48 ώρες, μακριά από το ρεαλιστικό και ώριμο αίτημα για 7ωρο, 5ήμερο, 35ωρο, με αύξηση των αποδοχών. Με την οδηγία, μάλιστα, του 2000, εισάγεται για πρώτη φορά και ο όρος "οικειοθελής υπέρβαση της 48ωρης βδομάδας", που έδινε στον εργοδότη τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με τον εργαζόμενο το μεγαλύτερο ξεζούμισμά του και την παράταση του χρόνου υπερεργασίας.
Η νέα πρόταση οδηγίας έρχεται να συμπληρώσει τις προηγούμενες και στην ουσία επιβάλλει συνθήκες σύγχρονης δουλείας στους εργασιακούς χώρους: Εντείνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων είτε με τη συρρίκνωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, είτε με την παράταση του χρόνου υπερεργασίας.
Σύμφωνα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία, ο υπολογισμός του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας γίνεται σε διάστημα 4 μηνών και δεν πρέπει να ξεπερνάει τις 48 ώρες μαζί με τις υπερωρίες. Παρά τα τυπικά κατοχυρωμένα χρονικά όρια, ο υπολογισμός του 48ωρου μπορεί να προκύψει και ύστερα από διάστημα 6 μηνών, γεγονός που δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να οργανώνει ασύδοτα το χρόνο εργασίας του εργαζόμενου, να γενικεύει την εποχιακή και τη μερική απασχόληση και να προσαρμόζει ευέλικτα την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στις ανάγκες της επιχείρησής του.
Με τη νέα ευρωπαϊκή πρόταση οδηγίας, ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας μπορεί να υπολογίζεται πλέον σε διάστημα ενός έτους και τα μέγιστα όριά του αυξάνονται στις 65 ώρες τη βδομάδα. Ετσι, ο εργοδότης αποκτά το δικαίωμα μέσα σε διάστημα ενός έτους να ξεζουμίζει, στην κυριολεξία, την εργατική δύναμη του εργαζόμενου με 13 ώρες δουλειά τη μέρα για την περίοδο - ή τις περιόδους - που τον χρειάζεται και να τον αφήνει χωρίς δουλειά - και άρα χωρίς μισθό - όταν πλέον δεν του είναι απαραίτητος!
Το γεγονός, εξάλλου, ότι στη νέα πρόταση οδηγίας δηλώνεται ρητά πως στις διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της δεν είναι απαραίτητο να συμμετέχει το συλλογικό συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων, αλλά αρκεί η συγκατάθεση του ίδιου του εργαζόμενου, δείχνει τη διάθεση του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφραστών να καταργήσουν πλήρως τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Με δεδομένη την καλπάζουσα ανεργία και την ασυδοσία του κεφαλαίου, που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την απουσία ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος στην πλειοψηφία των κρατών - μελών, ο εργάτης μένει πλέον ανυπεράσπιστος και άρα πιο ευάλωτος στη διαπραγμάτευση για τους όρους πώλησης της εργατικής του δύναμης».
Επομένως, το συγκεκριμένο αντεργατικό μέτρο που μετατρέπει τον εργάτη σε απόλυτο εξάρτημα του καπιταλιστή έρχεται από πολύ παλιά. Η ρίζα του βρίσκεται στη «Λευκή Βίβλο», αλλά οι πρώτες επεξεργασίες άρχισαν μετά το 1997 και ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στη Λισαβόνα, το Μάρτη του 2000, με πυρήνα τη στρατηγική της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων.
Με τη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας, το 2000, η επιθετικότητα του κεφαλαίου εκφράζεται με πιο αντεργατικούς στόχους.
Καταρχήν μπαίνει ο βασικός στόχος:
«Να γίνει η οικονομία της ΕΕ ανταγωνιστικότερη των ΗΠΑ».
Εννοούν, να απολαμβάνουν τα ευρωπαϊκά μονοπώλια όρους, που θα τους επιτρέπουν να αυξάνουν τα κέρδη τους και να κινούνται από καλύτερες θέσεις στις εθνικές και διεθνείς αγορές.
Γι' αυτό οι αποφάσεις της Λισαβόνας προβλέπουν:
- Σκληρή και παρατεταμένη λιτότητα.
- Επέκταση της απασχολησιμότητας. Δηλαδή, σκληρό χτύπημα της σταθερής εργασίας και υποκατάστασή της από μορφές ελαστικής υποαπασχόλησης.
- Μεγαλύτερη προτεραιότητα στη λεγόμενη «διά βίου μάθηση», στην οποία θα οδηγούνται άνεργοι και εργαζόμενοι, για να πάρουν, υποτίθεται, εφόδια.
Μετά τη Λισαβόνα
Μετά τη Λισαβόνα ακολούθησαν οι Σύνοδοι Κορυφής στη Στοκχόλμη, στο Λάακεν, στη Βαρκελώνη κ.λπ. Σε κάθε Σύνοδο έγιναν προσαρμογές, συμπληρώσεις, με μεγαλύτερη επιθετικότητα.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης, το Μάρτη του 2001, ελέγχεται η εφαρμογή των αποφάσεων της Λισαβόνας. Αποφασίζεται ένταση της αντεργατικής επίθεσης, που προσδιορίζεται άλλωστε με απόλυτη σαφήνεια στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου. Ετσι, λοιπόν, ο στόχος της «ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας», όπως αναφέρεται στο κείμενο, συνοδεύεται και από το στόχο της «παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου». Στις αποφάσεις εντάσσεται «η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των πλέον ηλικιωμένων γυναικών και ανδρών (σε ηλικίες μέχρι και 64 ετών) σε 50% μέχρι το 2010».
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, το Μάρτη του 2002, αποφασίζεται ευθέως η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και η προώθηση της σύνδεσης «αμοιβής - παραγωγικότητας». Η προώθηση της «απασχολησιμότητας» εκτιμάται ως βασική προτεραιότητα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του κεφαλαίου. Ανοίγει δε το ζήτημα κατάργησης των αποζημιώσεων σε περίπτωση απόλυσης. Απαιτεί ακόμη να μειωθούν τα κίνητρα για την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Τα κατάλληλα «εργαλεία» και τους τρόπους για την υλοποίηση των στόχων της Λισαβόνας συζήτησε η Σύνοδος υπουργών Εργασίας του Ναυπλίου, το Γενάρη του 2003. Αυτά επικεντρώθηκαν στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Στην ενίσχυση της «ευελιξίας». Στην «ισότιμη» συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, δηλαδή την ένταξη ακόμα μεγαλύτερου αριθμού γυναικών με χαμηλότερες αμοιβές, στο καθεστώς της μερικής ή προσωρινής απασχόλησης. Στον εγκλωβισμό ακόμα περισσότερων νέων και ανέργων στα προγράμματα της ψευτοκατάρτισης, επανεκπαίδευσης και ειδίκευσης κ.λπ.
Ετσι φτάσαμε στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, το Μάρτη του 2004. Στη Σύνοδο αυτή έγινε έλεγχος για την πορεία υλοποίησης των αποφάσεων της Λισαβόνας.
Οι αρχηγοί των κρατών - μελών, ομόφωνα, αποφάσισαν:
- Τη γενίκευση της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης, πράγμα που σημαίνει γενίκευση της μερικής αμοιβής, της μερικής ασφάλισης.
- Την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, με στόχο τη συνταξιοδότηση στα 70 χρόνια, στο όνομα της επέκτασης του εργασιακού βίου, γιατί θεωρούν τον συνταξιούχο σαν κόστος, σαν βάρος, από το οποίο τόσο το κεφάλαιο, όσο και οι κυβερνήσεις του θέλουν να απαλλαγούν.
- Την παραπέρα εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της Υγείας.
- Τη μείωση του λεγόμενου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, δηλαδή καθήλωση των μισθών, απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές. Φοροαπαλλαγές, γενικότερα νέα προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο κ.ά.
Στα συμπεράσματα αυτής της Εαρινής Συνόδου προτάσσεται μετ' επιτάσεως η εφαρμογή των όσων περιλαμβάνει η έκθεση της ομάδας του Βιμ Κοκ, που, μεταξύ άλλων, προτείνει:
- Την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης μετά τα 65 χρόνια.
- Τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας, γιατί «έτσι οι άνεργοι χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη δουλειά».
- Τη μείωση των επιδομάτων ασθενείας ή αναπηρίας, γιατί «δημιουργούν παγίδες αδράνειας για τους δικαιούχους, ώστε αυτοί να πάρουν πρωτοβουλία για να αναζητήσουν μια σχετικά χαμηλόμισθη εργασία».
Από τα παραπάνω αποκαλύπτεται ότι όλα τα αντεργατικά μέτρα, και όχι μόνο το τσάκισμα του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, που επεξεργάζονται σήμερα στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν είναι σημερινά. Ξεκινούν από πολύ πιο πριν από την εκδήλωση της κρίσης με στόχο τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, ως έναν παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Και βεβαίως αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που αποδεικνύει ότι αυτά τα μέτρα, που στέλνουν τους εργάτες στην κόλαση, καμιά σχέση δεν έχουν με την αντιμετώπιση του κρατικού χρέους και των ελλειμμάτων.
«Ευελιξία» στην εκμετάλλευση, «ασφάλεια» στα κέρδη
Ας παρακολουθήσουμε όμως τη συνέχεια, μετά τη Σύνοδο της Λισαβόνας στο ζήτημα του τσακίσματος του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου.
Ο «Ριζοσπάστης» στις 11/9/2001 δημοσιεύει το εξής ρεπορτάζ:
«Η Κομισιόν, με την ετήσια έκθεση για την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην υψηλή ανεργία στην Ελλάδα, που έχει πλέον σταθεροποιηθεί στο 11%, σαν ένα από τα "φλέγοντα δομικά προβλήματα της αγοράς εργασίας" και το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης 55,6% έναντι του "στόχου" για 70% του εργατικού δυναμικού, απαιτώντας "βελτίωση του εργασιακού πλαισίου" για περισσότερη "ευελιξία" και "νέα προσέγγιση της φορολόγησης της εργασίας και των συντάξεων".
Τα στοιχεία για τη χώρα μας, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (4,1% το 2000) και την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, παραμένουν απογοητευτικά για το σύνολο της αγοράς εργασίας. Η ανεργία στην Ελλάδα, από 9,6% το 1996, εκτινάχτηκε στο 11,1% του εργατικού δυναμικού το 2000, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και αποκλίνει ιλιγγιωδώς από το "στόχο" του 2,9%, που είναι ο μέσος όρος των τριών καλύτερων επιδόσεων μεταξύ των κρατών - μελών. Οσον αφορά την ανεργία γυναικών, η Κομισιόν επισημαίνει ότι "η διάκριση μεταξύ των φύλων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ" και η γυναικεία ανεργία, από 15,2% το 1996, αυξήθηκε σε 16,7% το 2000, ενώ ο ευρωπαϊκός "στόχος" των τριών καλύτερων επιδόσεων κυμαίνεται μόλις στο 3,8% του εργατικού δυναμικού. Σημαντικές αποκλίσεις διαπιστώνονται και στα ποσοστά απασχόλησης, που κυμαίνονται στο 55% το 1996 και μόλις 55,6% το 2000, με ευρωπαϊκό "στόχο" από τη Λισαβόνα το 70% και ενώ, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, "υπάρχει σαφής δυνατότητα αύξησής του στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον τριτογενή τομέα". Είναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε για τις ηλικίες μεταξύ 55 και 64 ετών, από 41,2% το 1996, σε 39,2% το 2000 (με ευρωπαϊκό "στόχο" από τη Στοκχόλμη το 50%), ενώ το ποσοστό απασχόλησης στις γυναίκες εργαζόμενες, από 38,7% το 1996, ανήλθε στο 40,9% το 2000, αλλά αποκλίνει σταθερά από τον ευρωπαϊκό "στόχο" του 60%, που έχει θέσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας με τη συνυπογραφή του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη. Αντίθετα, όσον αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης, με "βασικό σενάριο" από τη Λισαβόνα το "3% ετησίως", το ελληνικό ΑΕΠ, από 2,4% το 1996, έκλεισε το 2000 με ετήσια αύξηση 4,1%. Και, όμως, τα αποτελέσματα στην αγορά εργασίας όχι μόνο δεν είναι ενθαρρυντικά, αλλά, αντίθετα, χειροτερεύουν κάθε μέρα και πιο πολύ. Η Κομισιόν επαναλαμβάνει τις βασικές "συνταγές" των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων της Λισαβόνας και της Στοκχόλμης, αλλά τονίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση "πρέπει να επιταχύνει και να επιτηρήσει την εφαρμογή των μέτρων", ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά στην αναθεώρηση του καθεστώτος της κοινωνικής προστασίας και μία μεγαλύτερη ορθολογικοποίηση.
Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, οι βασικές πτυχές της αναθεώρησης "πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του 2003 και οι υπόλοιπες μέχρι τα τέλη του 2005". Ολα τα "βασικά σενάρια" των Βρυξελλών προβλέπουν ένα μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα "μέχρι το 2010", αλλά φαίνεται ότι στην Αθήνα συνεχίζουν την παράδοση "τώρα να τη βγάλουμε, για μετά βλέποντας και κάνοντας".
Η ετήσια έκθεση επιτίθεται ευθέως και στον ΟΑΕΔ, τονίζοντας ότι "δεν παρέχει την προληπτική, εξατομικευμένη αντιμετώπιση της ανεργίας και επιπλέον η στατιστική παρακολούθηση της όποιας προόδου είναι προβληματική". Από τις Βρυξέλλες ζητούν "ενισχυμένη αναθεώρηση" των "δημοσίων υπηρεσιών εργασίας" και φαίνεται ότι ο ΟΑΕΔ δεν πρόκειται να υπάρχει για πολύ καιρό ακόμα ως "δημόσιος" οργανισμός. Οσον αφορά την περιβόητη "διά βίου κατάρτιση", η Κομισιόν εκτιμά ότι βρίσκεται ακόμη "στην αρχική φάση" και τονίζει ότι "δεν υπάρχει σαφής στρατηγική". Και όπως κάθε χρόνο, στις ετήσιες εκθέσεις, η Κομισιόν διαμαρτύρεται για "την ανελαστικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας". Ο στόχος είναι δηλωμένος εδώ και καιρό: "Ευελιξία" στην εκμετάλλευση, "ασφάλεια" στα κέρδη».
Ετσι έχουν τα πράγματα ώσπου το Μάρτη του 2004 με πρόσχημα την ανεργία προετοιμάζουν ακόμη πιο σκληρά αντεργατικά μέτρα, πάλι στο όνομα αντιμετώπισής της, όπως φαίνεται από «ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΙΣΙΟΝ».
Σφαγή με όρους «κοινωνικής ενσωμάτωσης»
Ο «Ριζοσπάστης» στις 12/3/2004 γράφει:
«Ενταση των διαδικασιών που θα κάνουν τα θύματα να χειροκροτούν και να στηρίζουν το θύτη τους, ώστε ο τελευταίος να αυξάνει τα κέρδη του και οι πρώτοι να τρώνε τα ψίχουλα που τους πετάει, αξιώνει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Κομισιόν) σε μία ακόμα έκθεσή της (COM 137/2004) με τον τίτλο "Πίνακας αποτελεσμάτων σχετικά με την εφαρμογή της ατζέντας κοινωνικής πολιτικής", την οποία στέλνει στο Συμβούλιο Κορυφής του Δουβλίνου (25 του Μάρτη) για να γίνει απόφαση.
Η έκθεση αυτή, αφού πρώτα διαπιστώνει ότι τα ποσοστά ανεργίας όχι μόνο δεν υποχωρούν αλλά αυξάνονται, ότι τα ποσοστά φτώχειας είναι υψηλά, στη συνέχεια και με πρόσχημα την καταπολέμηση των φαινομένων αυτών προτάσσει την παραπέρα αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τη γενίκευση των ευέλικτων μορφών εργασίας και του δουλεμπορίου των εργαζομένων. Επισημαίνει δε ότι τα μέτρα πρέπει να συνοδευτούν από διαδικασίες "κοινωνικού διαλόγου" και "κοινωνικής ενσωμάτωσης" προκειμένου να αποσπαστεί η συναίνεση των εργαζομένων σε αυτή την αντεργατική πολιτική. Εδώ αναδεικνύονται και οι μεγάλες ευθύνες των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, οι οποίες εν γνώσει τους συμμετέχουν σε αυτές τις διαδικασίες νομιμοποιώντας και στηρίζοντας αυτές τις πολιτικές.
Λόγος λήψης αυτών των μέτρων, όπως και η ίδια η έκθεση σημειώνει, είναι η εξασφάλιση "της ορθής μεταφοράς και εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου", το οποίο "διασφαλίζει ένα πλαίσιο θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων και διευκολύνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς".
Στην έκθεση διαπιστώνεται ότι "το 15% περίπου του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) ή περίπου 55 εκατομμύρια άτομα βρίσκονταν στο όριο της φτώχειας το 2001", ενώ οι μισοί από αυτούς "διατρέχουν μόνιμο κίνδυνο φτώχειας". Την ίδια στιγμή επισημαίνεται ότι παρά τα μέτρα που λήφθηκαν, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε "από 7,7% το 2002 σε 8% το 2003" και ότι για το 2004 "υπάρχει κίνδυνος συνέχισης της στασιμότητας στην απασχόληση και πιθανώς υψηλότερης ανεργίας". Φυσικά ούτε λόγος για το ποιος γεννά την ανεργία και τη φτώχεια. Απλά αναφέρονται κάποια ποσοστά και αριθμοί. Εστω και έτσι, πρόκειται για παραδοχή από την ίδια την Κομισιόν ότι παρά την εφαρμογή μιας σειράς αντεργατικών μέτρων και τις αλχημείες που γίνονται σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να εμφανιστεί πλασματική μείωση των ποσοστών ανεργίας (δε θεωρείται άνεργος όποιος εργάζεται έστω και μία ώρα τη βδομάδα), ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξαλείψει την ανεργία. Αντίθετα, οι στρατιές των ανέργων τού είναι απαραίτητες για το παραπέρα χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων.
Η Κομισιόν στην έκθεση, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας και της φτώχειας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ρυθμοί εφαρμογής των αντεργατικών μέτρων πρέπει να ενταθούν. Λέει, για παράδειγμα, ότι για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών πρέπει "να ενθαρρυνθούν ιδιαίτερα η μερική και η ευέλικτη απασχόληση". Παραπέρα θεωρεί απαραίτητη την αύξηση της απασχόλησης "μεγαλυτέρων σε ηλικία εργαζομένων και καθυστέρησης της εξόδου από την αγορά εργασίας μέσω της παράτασης του επαγγελματικού βίου"...
Ακριβώς επειδή αυτά τα μέτρα εντέλει συντελούν στην αύξηση της φτώχειας και της πραγματικής ανεργίας, η έκθεση προτάσσει ως απαραίτητη τη διαδικασία της κοινωνικής ενσωμάτωσης με στόχο την άμβλυνση των αντιδράσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για διαχείριση της φτώχειας και της ανεργίας. Για παράδειγμα, η μερική απασχόληση εκτός από το να δίνει τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να χρησιμοποιεί τους εργαζόμενους όποτε και όπως τους θέλει, ταυτόχρονα μοιράζει μία θέση εργασίας σε δύο και τρία άτομα που με τα λίγα ψίχουλα που παίρνουν καλούνται να συμπληρώσουν το εισόδημα της οικογένειας ώστε να μπορούν να επιβιώνουν. Χαρακτηριστικά η έκθεση αναφέρει ότι "η οικονομική ευημερία ενός ατόμου εξαρτάται από το άθροισμα όλων των πόρων που παρέχονται από όλα τα μέλη του νοικοκυριού στο οποίο ανήκει". Η αντίληψη αυτή ισχυρίζεται ότι δε θα πρέπει πλέον το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων να μετράται με βάση τους μισθούς τους, αλλά με βάση την κατάσταση της οικογένειας στην οποία εντάσσεται ο καθένας και κατά πόσο τα μέλη της μπορούν ο ένας να θρέψει τον άλλον.
Στο πέρασμα αυτών των μέτρων μεγάλη σημασία για την Κομισιόν και την ΕΕ παίζει η συμμετοχή των λεγόμενων κοινωνικών εταίρων. Με άλλα λόγια, των συμβιβασμένων κυβερνητικών και εργοδοτικών συνδικαλιστών που, υποτίθεται στο όνομα της εκπροσώπησης των συμφερόντων των εργαζομένων, συναινούν στο πέρασμα των αντεργατικών επιλογών. Γι' αυτό και η Κομισιόν χαιρετίζει στην έκθεση αυτή τη συμβολή των κοινωνικών εταίρων που "διαμόρφωσαν προκαταρκτικούς προσανατολισμούς", οι οποίοι "περιλαμβάνουν την αποτελεσματική συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση της αλλαγής και οι οποίοι είναι χρήσιμοι ως βάση για περαιτέρω εργασίες σχετικά με το ζήτημα αυτό". Ενώ σε άλλο σημείο της έκθεσης σημειώνεται ότι τον προηγούμενο Μάρτη εγκρίθηκε η θέσπιση τριμερούς κοινωνικής συνόδου που θα πραγματοποιείται κάθε χρόνο πριν από το Εαρινό Συμβούλιο και θα συμβάλλει "στην αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής της Λισαβόνας"».
Και την ίδια μέρα σε άλλο ρεπορτάζ με τίτλο «Με "ορμή" το 2004» γράφει:
«Η Κομισιόν απειλεί τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών ότι "η σημερινή ανεπαρκής εφαρμογή της στρατηγικής της Λισαβόνας έχει σημαντικό καθαρό κόστος για την Ευρώπη: Μείωση της ανάπτυξης... και αύξηση του χάσματος που μας χωρίζει από μερικούς μεγάλους βιομηχανικούς μας εταίρους στους τομείς της εκπαίδευσης και της έρευνας και ανάπτυξης". Ως ανταγωνιστές κατονομάζει τις ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία.
Ορίζοντας τις προτεραιότητες για το 2004, παροτρύνει τις κυβερνήσεις: "Η Ενωση πρέπει να διακρίνει τους τομείς στους οποίους πρέπει να διατηρηθεί η ορμή των μεταρρυθμίσεων, λόγω της σχετικά ενθαρρυντικής εξέλιξής τους, και τους τομείς στους οποίους επιβάλλεται η επείγουσα ανάληψη δράσης για τη διόρθωση μιας αρνητικής εξέλιξης".
Διευκρινίζει: "Η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση υποστηρίζει τα κράτη - μέλη στις προσπάθειές τουςνα εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας τους... Για να βελτιωθούν η παραγωγικότητα και η απασχόληση, τα κράτη - μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να εφαρμόσουν την ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και να δώσουν άμεση προτεραιότητα στην αύξηση της προσαρμοστικότητας των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, στην προσέλκυση περισσότερων ατόμων στην αγορά εργασίας, στην πραγματοποίηση περισσότερων και καλύτερων επενδύσεων στο ανθρώπινο δυναμικό και στην εξασφάλιση της ουσιαστικής εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μέσω της καλύτερης διακυβέρνησης".
Ορισμένες παρατηρήσεις: Ως προς τους "κοινωνικούς εταίρους" στην Ελλάδα, να 'ναι καλά οι ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΣΥΝ και οι "κοινωνικοί διάλογοί" τους. Ως προς την "προσαρμοστικότητα" των επιχειρήσεων, γι' αυτές είναι εύκολο και επικερδές. Οι νέοι κανόνες λειτουργίας της αγοράς εργασίας θεσπίστηκαν και θεσπίζονται με βάση τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Ως προς την προσέλκυση περισσότερων "προσαρμόσιμων" ατόμων στην αγορά εργασίας, η ίδια η πικρή πραγματικότητα δείχνει ότι εισέρχονται ως ημιαπασχολήσιμοι, αλλά κι ανασφάλιστοι.
Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι "η Ενωση θα πρέπει να αναστρέψει επειγόντως τις αρνητικές εξελίξεις σε πολλούς τομείς: Επενδύσεις στα δίκτυα και τη γνώση, ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών και των υπηρεσιών,παράταση του επαγγελματικού βίου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καλεί το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να εστιάσει το ενδιαφέρον του στο εξής τρίπτυχο: επενδύσεις, ανταγωνιστικότητα, μεταρρυθμίσεις".
Ζητά από τα κράτη - μέλη "να αυξήσουν το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα της δημόσιας στήριξης στις ιδιωτικές επενδύσεις μέσω της αποτελεσματικότερης χρήσης και του καλύτερου συνδυασμού των χρηματοοικονομικών μέσων (επιχορηγήσεις, φορολογικά κίνητρα, μηχανισμοί εγγυήσεων και υποστήριξης σε ταμεία επιχειρηματικού κεφαλαίου) και να ενισχύσουν τους δεσμούς μεταξύ τηςδημόσιας έρευνας και της βιομηχανίας". Δηλαδή με δημόσιο χρήμα, αλλά και με άλλα μέσα να στηριχτεί παραπέρα το μεγάλο κεφάλαιο. Η δε δημόσια εκπαίδευση και έρευνα να κινείται με βάση τις ανάγκες των μονοπωλίων.
Η ίδια η Κομισιόν ορίζει ως άμεση προτεραιότητά της "να προετοιμάσει την αναθεώρηση του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη". Ετσι οι κρατικές επιδοτήσεις θα δίνονται άφθονες για τομείς έρευνας που ενδιαφέρουν τα μονοπώλια». Να πώς αυξήθηκαν τα κρατικά χρέη.
Πορεία διαμόρφωσης σύγχρονων δούλων
Ηδη από το Μάρτη του 2004 επιταχύνουν τις κατευθύνσεις και τα μέτρα για το τσάκισμα του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. Στον «Ριζοσπάστη», στις 14/3/2004, γράφονται τα εξής:
«Με πυρήνα των εκτιμήσεών τους τη διαπίστωση ότι "η περιορισμένη απασχόληση επηρεάζει το επιθυμητό ποσοστό ανάπτυξης", δηλαδή την κερδοφορία του κεφαλαίου, οι ηγέτες της ΕΕ συναντώνται στο φετινό εαρινό Συμβούλιο Κορυφής στις Βρυξέλλες με αποστολή να δώσουν με τις αποφάσεις τους ώθηση στους στόχους της στρατηγικής της Λισαβόνας, καθώς διαπιστώνεται σημαντική καθυστέρηση... Σήμερα παρουσιάζουμε το σχέδιο του τελικού κειμένου συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής, αυτό ακριβώς που έχουν ήδη στα χέρια τους οι πρωθυπουργοί των χωρών - μελών της ΕΕ για τις τελικές παρατηρήσεις τους. Ο "Ρ" έχει στη διάθεσή του και το σημείωμα με τις ειδικές θέσεις που θα αναπτύξει η ελληνική αντιπροσωπεία στα πλαίσια της συνόδου και αφορούν κατά κύριο λόγο το κεφάλαιο της κοινωνικής συνοχής.
Στον τομέα που είναι στο κέντρο της προσοχής, αυτόν της Απασχόλησης, το κείμενο συμπερασμάτων επιγράφεται "Περισσότερες και καλύτερες δουλειές". Από τον τίτλο ακόμα αρχίζει η απάτη. Καθώς ήδη από τα κείμενα της συνόδου της Λισαβόνας η ΕΕ έχει κάνει καθαρό ότι αυτό που την ενδιαφέρει δεν είναι η εξασφάλιση περισσότερων θέσεων πλήρους - σταθερής και με δικαιώματα εργασίας, αλλά η επέκταση της απασχολησιμότητας. Κι αυτό γιατί γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δώσει πραγματική λύση στο πρόβλημα της ανεργίας. Αυτό που θέλουν είναι να αξιοποιήσουν, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τον εφεδρικό στρατό εργασίας, τους ανέργους, για να πιέσουν προς κάτω την τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης και σ' αυτή την κατεύθυνση θέλουν μια αγορά εργασίας, με όσο το δυνατόν περισσότερους προσφερόμενους, όχι για θέσεις πλήρους και σταθερής εργασίας, αλλά ως απασχολήσιμους. Σ' αυτή την κατεύθυνση οι στόχοι που περιγράφονται στο κείμενο συμπερασμάτων προσβλέπουν ειδικότερα στην ένταξη περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας με όρους απασχολησιμότητας και την παράταση του εργάσιμου βίου των ηλικιωμένων, επίσης με όρους απασχολησιμότητας. Είναι χαρακτηριστική η "νέα" ιδέα που παρουσιάζεται στην έκθεση για την παράταση του εργάσιμου βίου, όπου προτείνεται ο ηλικιωμένος να παραμένει στη δουλειά και αντί για μισθό να παίρνει τη μισή σύνταξη και ένα συμπληρωματικό εισόδημα. Για τις γυναίκες έχει ήδη γίνει καθαρό ότι το βάρος πέφτει στην απορρόφησή τους σε θέσεις μερικής απασχόλησης, σε τομείς μάλιστα όπου θα χρησιμοποιείται αυτή η συμμετοχή ως μέσο πίεσης για να τσακιστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων πλήρους και σταθερής εργασίας. Η ελληνική κυβέρνηση μεγαλουργεί ήδη στον τομέα αυτό με την καθιέρωση της μερικής απασχόλησης στον ίδιο το δημόσιο τομέα.
Στο κείμενο συμπερασμάτων η προώθηση της απασχολησιμότητας χαρακτηρίζεται ως "ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα για τον ερχόμενο χρόνο". Και για να μη μένουν αυταπάτες για το τι επιδιώκεται, από τη δεύτερη παράγραφο γίνεται καθαρό ότι στόχοι είναι αυτοί που αναφέρονται στην έκθεση της ομάδας εργασίας του Βιμ Κοκ. Το κείμενο αυτής της ομάδας έχει ενσωματωθεί ήδη στο κείμενο για την απασχόληση, τονίζεται η κυριαρχία του και στο κείμενο συμπερασμάτων και ανάμεσα στα άλλα περιέχει τις παρακάτω εντολές:
Για τον ειδικό στόχο υπό τον τίτλο "Προσαρμοστικότητα": "Αφαιρέστε τα εμπόδια στη μερική απασχόληση και στην ανάπτυξη της προσωρινής εργασίας"...
Η ομάδα Κοκ ζητάει να παρθούν "ισχυρά μέτρα" για να γίνει αποτελεσματικότερη η "ενεργός πολιτική αγοράς εργασίας". Δηλαδή, κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας και ακόμα περισσότερες επιδοτήσεις στο κεφάλαιο για να απορροφά ανέργους, χωρίς το ίδιο να πληρώνει εισφορές και μεροκάματα. Στην κατεύθυνση αυτή ήδη υλοποιούνται πλήθος από προγράμματα κατάρτισης, απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, σ' αυτά εντάσσεται και η περίφημη πρόταση Παπανδρέου για ανασφάλιστη εργασία των νέων.
Για τις γυναίκες δίνει κατεύθυνση να αυξηθούν οι εγκαταστάσεις φροντίδας των παιδιών μαζί με την αφαίρεση των εμποδίων στη μερική απασχόληση. Στην ουσία ζητά "πάρκινγκ παιδιών" για το δίωρο ή τετράωρο που η μάνα τους θα δουλεύει.
Για τους ηλικιωμένους αξιώνει: "Αναπτύξτε ευρέως τις στρατηγικές για την ενεργό γήρανση στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με κατάλληλα κίνητρα, ώστε οι παλιότεροι εργαζόμενοι να παραμένουν περισσότερο χρόνο στην απασχόληση".
Υιοθετώντας τους άξονες της έκθεσης Κοκ, το κείμενο συμπερασμάτων ζητά από τα κράτη - μέλη "να δώσουν επείγουσα προσοχή σε τρεις θεμελιώδεις προτεραιότητες: Την προσαρμοστικότητα, την προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων στην αγορά εργασίας και στην επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο" (ο τρίτος αυτός στόχος αφορά την πιο στενή διασύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την παραγωγή).
Στο θέμα της προσαρμοστικότητας ομολογείται ότι αυτό αφορά "τη μείωση του κόστους εργασίας που δεν περιλαμβάνεται στους μισθούς" δηλαδή ασφαλιστικές εισφορές, χρονοεπιδόματα, αλλά και τμήματα φόρων που το κεφάλαιο εκτιμά ότι δεν πρέπει να πληρώνονται από το ίδιο εφόσον αφορούν κοινωνικές παροχές. Στην εντολή για την προσαρμοστικότητα ανήκει επίσης και η άρση "των εμποδίων στις ευέλικτες μορφές εργασίας".Ολα αυτά δηλαδή που έκοψαν με τα μνημόνια.
Για την προσέλκυση περισσοτέρων στην εργασία σημειώνει ότι αυτό σχετίζεται με φοροαπαλλαγές "ώστε η εργασία να φέρνει καθαρό οικονομικό κέρδος". Για την προσέλκυση αναπτύσσονται μια σειρά ακόμα ειδικές προτάσεις για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους.
Στον όλο σχεδιασμό ξεχωριστή θέση επιφυλάσσεται στους "κοινωνικούς εταίρους". Οπως σημειώνεται στο σημείο 36 του κειμένου, "οι κοινωνικοί εταίροι σε επίπεδο ΕΕ συμμετέχουν ήδη πολύ και δημιουργικά στην πρόοδο των στόχων της Λισαβόνας, μέσω της τριμερούς κοινωνικής συνόδου κορυφής. Το ευρωπαϊκό συμβούλιο χαιρετίζει τη δέσμευση των κοινωνικών εταίρων για την εμβάθυνση της συμμετοχής τους μέσω μιας νέας ευρωπαϊκής συνεργασίας για την αλλαγή, προκειμένου να προωθηθεί η αύξηση και να επιταχυνθούν η απασχόληση και η παραγωγικότητα". Για να γίνει κατανοητή αυτή η πρόταση, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι: Το διάστημα 2000-2005 θεωρείται χρόνος όπου πρέπει να έχουν προωθηθεί οι περισσότεροι στόχοι. Για το διάστημα 2005-2010 καταρτίζεται ήδη το σχέδιο υπό τον τίτλο "Ευρωπαϊκή Συνεργασία για την Αλλαγή και την Αύξηση" - μέρος του σχεδιασμού της Λισαβόνας - με το βάρος να ρίχνεται πλέον στη μέτρηση απτών αποτελεσμάτων στην κερδοφορία. Σ' αυτήν ακριβώς τη φάση εκτιμάται ότι έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο οι "κοινωνικοί εταίροι» που καλούνται αντί να διατυπώνουν αιτήματα, να φροντίζουν ώστε να γίνεται αίτημα των εργαζομένων η ανταγωνιστικότητα, μέσω της εντατικοποιημένης αύξησης της παραγωγικότητας. Μια ματιά στο ρόλο που έχει παίξει ο κοινωνικοεταιρισμός της δικής μας ΓΣΕΕ στο να υπάρχουν ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ στο 4%, με ταυτόχρονη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, κάνει καθαρό ποιος ρόλος επιφυλάσσεται και για τη συνέχεια σε τέτοιου είδους συνδικάτα.
Η ελληνική πλευρά έχει ήδη συμφωνήσει στο κείμενο συμπερασμάτων και συγκεντρώνει την προσοχή της στην παράγραφο για την κοινωνική συνοχή, όπου ζητά "ενδεχομένως" να υπάρχει αναφορά σε στόχους, όπως "μεγαλύτερη διασύνδεση απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, ενδυνάμωσης της προσπάθειας για κοινωνική ένταξη και βοήθεια ευάλωτων ομάδων πληθυσμού και ενθάρρυνση της ανάπτυξης κοινωνικής ευθύνης". Σε απλή μετάφραση οι συγκεκριμένοι στόχοι αφορούν τη δυνατότητα να παρουσιάζεται αύξηση της απασχόλησης μέσα από προγράμματα, όπως το "βοήθεια στο σπίτι" και "σχολικοί τροχονόμοι", οι επιχορηγήσεις των οποίων λήγουν.
Αυτά, βέβαια, είναι λεπτομέρειες μπροστά στη βασική διαπίστωση που δείχνει την αγωνία τους, αλλά και την απειλή τους: "Παρά τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, τη δημοσιονομική ισορροπία, τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας, την εγκαθίδρυση της Νομισματικής Ενωσης, τη μακροχρόνια λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τις θεσμικές προσαρμογές της Νίκαιας ενόψει της διεύρυνσης της ΕΕ με 10 νέα κράτη - μέλη, το ΑΕΠ της ΕΕ δεν ξεπερνά το 64% εκείνου των ΗΠΑ και η περιορισμένη απασχόληση επηρεάζει το επιθυμητό ποσοστό ανάπτυξης".
Δηλαδή, τι λένε; Εχουμε τσακίσει όσο μπορούσαμε να τσακίσουμε την εργατική τάξη, έχουμε πάρει μέτρα και για το μέλλον, αλλά ο πλούτος που συγκεντρώνεται από τη ζωντανή εργασία στα χέρια μας είναι λιγότερος απ' αυτόν που συγκεντρώνουν οι Αμερικανοί. Αρα, θέλουμε ακόμα περισσότερους να δουλεύουν ακόμα φτηνότερα.
Και για να μην ξεχνιόμαστε: Γι' αυτήν την Ευρωπαϊκή Ενωση μας καλούν οι Συνασπισμένοι "αριστερο-κεντρο-δεξιοί" να παλέψουμε ενωμένοι».
Συνεχώς και νέα μέτρα για το χτύπημα της τιμής της εργατικής δύναμης επεξεργάζονταν. Και βεβαίως σ' αυτά έβαζε πλάτη ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός σε όλη την ΕΕ.
Αντεργατική ομοφωνία
Είναι χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό ως προς αυτό, το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» στις 20/3/2005. Ας το παρακολουθήσουμε.
«Τα συμφέροντα των εργαζομένων δεν μπορούν να ταυτίζονται με εκείνα των βιομηχάνων. Και καμιά στρατηγική επιλογή της ΕΕ, που επιβάλλει και χειροκροτεί το ευρωενωσιακό κεφάλαιο, δεν μπορεί να περιέχει έστω και ένα φιλεργατικό μέτρο. Οπως είναι καθαρή πρόκληση για τους εργαζόμενους μια συνδικαλιστική ηγεσία, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, που εγκρίνει τη νέα αντεργατική επέλαση, να διατείνεται ότι τους εκπροσωπεί και υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους. Μια μικρή μόνο αναδρομή στις θέσεις όσων τοποθετήθηκαν επί της "Εκθεσης Κοκ" το προηγούμενο διάστημα αποδεικνύει πως το μέτωπο ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα τους χωράει όλους: Βιομήχανους, κυβερνήσεις και ξεπουλημένους συνδικαλιστές...
"Εμείς στη βιομηχανία συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η ατζέντα που συμφωνήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισαβόνα το Μάρτη του 2000 είναι η σωστή. Το πρόβλημα είναι ότι ελάχιστα έχουν γίνει για την εφαρμογή της, την ώρα που άλλες οικονομίες (ιδιαίτερα των ΗΠΑ, αλλά εξελικτικά της Ινδίας και της Κίνας) έχουν επιταχύνει στη δημιουργία ισχυρών οικονομιών βασισμένων στη γνώση που προσελκύουν υψηλής ποιότητας θέσεις εργασίας", από την επιστολή του European Round Table of Industrialists στον Ολλανδό πρωθυπουργό και πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 29/10/2004.
"Σ' αυτό το στάδιο (σ.σ. μετά την πενταετή εφαρμογή της Λισαβόνας), επομένως, απαιτείται να δοθεί νέα ώθηση με την ανάληψη νέων κοινοτικών πρωτοβουλιών και συντονισμένων πολιτικών και προτεραιοτήτων, προκειμένου να καταστεί αξιόπιστο το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα της Ενωσης. Η τοποθέτηση της ΟΚΕ εκφράζει την αγωνία των κοινωνικών εταίρων μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της διευρυμένης Ευρώπης μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι", γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί της "Εκθεσης Κοκ" στις 14/12/2004.
"Η ατζέντα της Λισαβόνας δεν υλοποιείται όπως έχει συμφωνηθεί και αν δεν επιταχύνουμε την υιοθέτηση της συμφωνημένης νομοθεσίας στα κράτη - μέλη και των μεταρρυθμίσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο δε θα καταφέρουμε να καλύψουμε τη διαφορά ανταγωνιστικότητας που έχουμε σε σχέση με τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία. Χρειάζεται να ανανεώσουμε τη δέσμευσή μας για την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας, να επιταχύνουμε τη διαδικασία αλλαγών στα κράτη - μέλη και στην Ενωση", τοποθέτηση του ΣΕΒ επί της "Εκθεσης Κοκ" το Δεκέμβρη του 2004.
"Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει όραμα και πρόταση για την Ευρώπη και αυτή πρέπει να προτάξουμε και να αναδείξουμε. Να αναδείξουμε και να υποστηρίξουμε τη στρατηγική της Λισαβόνας",Χ. Πολυζωγόπουλος, πρόεδρος της ΓΣΕΕ, ομιλία σε εκδήλωση του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα στις 3/12/2004.
Βιομήχανοι, κυβερνητικές επιτροπές και συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες υπεραμύνονται της Λισαβόνας και της επικείμενης ανασκόπησης στο Εαρινό Συμβούλιο. Στην ομάδα που εκπόνησε την περίφημη "Εκθεση Κοκ", συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο γενικός διευθυντής της πολυεθνικής SES Global και ο πρόεδρος της Nokia. Μαζί τους και δυο κορυφαία συνδικαλιστικά στελέχη της ΕΕ: Η Wanja Lundby- Wedin, πρόεδρος της Σουηδικής Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας και ο Friedrich Verzetnitsch, πρόεδρος της αντίστοιχης Αυστριακής Συνομοσπονδίας...».
Εκθεση Σέρκας
Ετσι φτάσαμε και στην Εκθεση Σέρκας, το Μάη του 2005, που ψήφισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 11 Μάη, ανήμερα του γιορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα και επανήλθε στο προσκήνιο το 2009 προκειμένου να εφαρμοστεί ως ένα από τα αντεργατικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου.
Ο πυρήνας της οδηγίας συμπυκνώνεται σε εφτά μόνο λέξεις: Δουλειά όπως και όποτε θέλει ο εργοδότης. Με τη νέα οδηγία, οι Συλλογικές Συμβάσεις τινάζονται στον αέρα. Ο εργοδότης αποκτά το δικαίωμα να απασχολεί τον εργαζόμενο μέχρι και 13 ώρες ημερησίως ή και παραπάνω. Ετσι, η εκμετάλλευση αυξάνεται με ένα συνδυασμό αύξησης του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση που προβλέπει η νέα οδηγία.
Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους θα είναι δραματικές. Ο ημερήσιος χρόνος εργασίας αυξάνεται και μαζί του η απλήρωτη δουλειά. Η ανάγκη για ξεκούραση, ψυχαγωγία και διασκέδαση, για συνδικαλιστική και πολιτική δράση περιορίζεται δραστικά. Η αναπλήρωση της εργατικής δύναμης μπαίνει στη μέγκενη των εξαντλητικών καθημερινών ωραρίων. Αντιστρόφως ανάλογα είναι τα αποτελέσματα για το κεφάλαιο. Περισσότερη υπερεργασία, περισσότερη απλήρωτη δουλειά σημαίνει και περισσότερα κέρδη.
Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με την οδηγία αναθερμαίνεται στη χώρα μας ο «διάλογος» για το Εργασιακό, με κεντρικά θέματα την αξίωση του κεφαλαίου για μείωση του κόστους των υπερωριών και διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση.
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, τα κόμματα του κεφαλαίου και οι συνδικαλιστικοί εκφραστές τους είναι υπόλογοι απέναντι στους εργαζόμενους για τη στάση που κράτησαν στη συγκεκριμένη οδηγία, αλλά και συνολικά στη στρατηγική της Λισαβόνας. Οπως υπόλογος είναι και ο ΣΥΝ που μπήκε στη διαδικασία να παζαρέψει πλευρές της οδηγίας και νομιμοποίησε με την ψήφο του το σπάσιμο του χρόνου εργασίας σε «ενεργό» και «ανενεργό».
Βάση για τη λεγόμενη οργάνωση του χρόνου εργασίας στα πλαίσια της ΕΕ αποτελεί η οδηγία 93/104/ΕΚ που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ στις 23 Νοέμβρη του 1993. Δέκα χρόνια μετά, το 2003, το ευρωενωσιακό κεφάλαιο απαίτησε τη νέα προσαρμογή της νομοθεσίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας στις σύγχρονες ανάγκες της κερδοφορίας του. Ετσι, στις 4 Νοέμβρη του 2003 προέκυψε η οδηγία 2003/88/ΕΚ, η οποία αναμόρφωσε σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση την οδηγία του 1993. Το κεφάλαιο δεν έμεινε ικανοποιημένο. Με πρόσχημα ορισμένες «δυσλειτουργίες» που παρουσίασε η 2003/88/ΕΚ στην πρακτική εφαρμογή της, απαίτησε την αναμόρφωση της οδηγίας, ζητώντας ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων. Ηδη, οι πολιτικοί των εργοδοτών είχαν προβλέψει στο κείμενο της οδηγίας 2003/88/ΕΚ τη δυνατότητα επανεξέτασης ορισμένων σημείων της σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την έγκρισή της.
Τι καινούριο ζητούσε το κεφάλαιο και τι απέμενε ακόμα να ρυθμιστεί;
Το πρώτο ήταν το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο εργοδότης θα έχει το δικαίωμα να διευθετεί το χρόνο εργασίας του εργαζόμενου, με μοναδική προϋπόθεση ο μέσος όρος να μην υπερβαίνει τις 48 ώρες τη βδομάδα μαζί με τις υπερωρίες. Οι οδηγίες του 1993 και του 2003 καθόριζαν σαν χρόνο αναφοράς (χρόνο διευθέτησης) τους τέσσερις μήνες. Εδιναν όμως τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις και μέσα από συλλογικές συμβάσεις, η περίοδος διευθέτησης να επεκταθεί στους 6 μήνες ή ακόμα και στους 12. Το κεφάλαιο ζητούσε η περίοδος διευθέτησης να επεκταθεί στους 12 μήνες, χωρίς να είναι απαραίτητη η υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης. Απαιτούσε να διαπραγματεύεται απευθείας με τον εργαζόμενο - δηλαδή να επιβάλει στον εργαζόμενο - την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Με την οδηγία του 2003 εισάγεται, για πρώτη φορά, η ρήτρα «opt - out». Σύμφωνα με αυτήν, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει από τον εργαζόμενο να εργαστεί πάνω από 48 - κατά μέσον όρο - ώρες τη βδομάδα. Το μέτρο εφαρμόστηκε άμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τονώνοντας δραστικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων με τις χιλιάδες απλήρωτες υπερωρίες, με αποτέλεσμα το βρετανικό κεφάλαιο να βελτιώσει τη θέση του στον ευρωενωσιακό ανταγωνισμό.
Στον πυρήνα των εργοδοτικών απαιτήσεων βρισκόταν και το «σπάσιμο» της εφημερίας και συνολικά του χρόνου εργασίας σε δυο μέρη: Την ενεργό και την ανενεργό περίοδο και το χαρακτηρισμό της δεύτερης σαν «μη εργάσιμος χρόνος» και άρα απλήρωτος χρόνος εργασίας. Το κεφάλαιο απαιτούσε διακαώς να επαναπροσδιοριστεί ο ορισμός του «χρόνου εργασίας». Στην οδηγία του 2003 δε συμπεριλήφθηκε η παραπάνω ρύθμιση και σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της ΕΕ δεσμεύτηκε να διευθετήσει το ζήτημα με τη νέα οδηγία που ήδη είχε στα σκαριά.
Σημειώνεται ότι ήδη από το 1993 υπάρχει στην ευρωενωσιακή οδηγία η πρόβλεψη ότι «τα κράτη - μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει ανά 24ωρο περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας 11 συναπτών ωρών» (οδηγία 93/104/ΕΚ, άρθρο 3). Το ίδιο επαναλαμβάνει και η οδηγία του 2003 (2003/88/ΕΚ, άρθρο 3). Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι πέρα από τις 11 ώρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, όλος ο υπόλοιπος χρόνος είναι εν δυνάμει «χρόνος εργασίας» και εναπόκειται στους εργοδότες να τον αξιοποιούν κατά βούληση! Ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος μπορεί έτσι να ξεκινάει από τις 8 και να φτάνει μέχρι τις 13 ώρες! Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι, άφηναν ανοιχτό το δρόμο για να επιμηκύνουν τον ημερήσιο χρόνο εργασίας στις 13 και πλέον ώρες.
Η εργοδοτική Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), στην οποία ανήκει και η ΓΣΕΕ, και η Ενωση των Ευρωπαϊκών Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Συνδέσμων (UNICE) ανέθεσαν από κοινού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη σύνταξη μιας νέας οδηγίας που θα τροποποιούσε τις δύο προηγούμενες, με έμφαση στα επίμαχα σημεία που προαναφέρθηκαν:
- Τον υπολογισμό του χρόνου των εφημεριών.
- Τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς του χρόνου εργασίας και,
- Της ρήτρας «opt - out» που προβλέπει την παράταση της 48ωρης βδομάδας με τη «συγκατάθεση» του εργαζόμενου.
Ετσι, στα τέλη του 2004 προέκυψε το σχέδιο οδηγίας [COM (2004) 0607], το οποίο συζητήθηκε στο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης στις 6 και 7 Δεκέμβρη του 2004. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου, οι υπουργοί της ΕΕ - ανάμεσά τους και ο Π. Παναγιωτόπουλος - αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα να προσαρμοστεί ο χρόνος εργασίας των εργαζομένων πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες των εργοδοτών και προκρίνουν το βασικό πυρήνα της προωθούμενης οδηγίας.
Το Συμβούλιο των υπουργών - κατά την προβλεπόμενη στα ευρωπαϊκά όργανα διαδικασία - ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει πάνω στην οδηγία. Ετσι προέκυψε η περίφημη Εκθεση Σέρκας, του Ισπανού σοσιαλδημοκράτη, μέλους της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ευρωβουλής. Κατά τη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι ευρωομάδες κατέθεσαν τροπολογίες που μπήκαν σε ψηφοφορία. Την Τετάρτη, 11 Μάη, ολοκληρώθηκε η συζήτηση της Εκθεσης Σέρκας και το τελικό κείμενο - με τις τροπολογίες που ψηφίστηκαν - αποτελεί πλέον το κείμενο της νέας οδηγίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Το κείμενο του Ευρωκοινοβουλίου θα κατατεθεί στο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης προς έγκριση και αμέσως μετά θα πάρει το χαρακτήρα οδηγίας, την οποία τα κράτη - μέλη είναι υποχρεωμένα να ενσωματώσουν στο εθνικό τους Δίκαιο.
Η λεγόμενη διευθέτηση του χρόνου εργασίας έχει και στη χώρα μας ήδη «προϊστορία» 15 ετών. H προσπάθεια, δηλαδή, ο χρόνος εργασίας να μη μετράται σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση, αλλά να υπολογίζεται στη διάρκεια ορισμένων μηνών ή και χρόνου. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορούν να υποχρεώνουν τους εργάτες να δουλεύουν χωρίς τους περιορισμούς που θέτει το οχτάωρο ή το εφτάωρο και χωρίς να ισχύουν οι πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες.
Η πρώτη απόπειρα διευθέτησης έγινε το 1990 με το νόμο 1892 (άρθρο 40) που έδινε τη δυνατότητα 6μηνης διευθέτησης και ανώτατα όρια εργασίας τις 9 ώρες τη μέρα και τις 48 τη βδομάδα, κατόπιν επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων. Οκτώ χρόνια αργότερα, με το νόμο 2639 (άρθρο 3) προβλεπόταν ότι με περίοδο αναφοράς το εξάμηνο, για 3 μήνες δινόταν η δυνατότητα υπέρβασης του συμβατικού ωραρίου με μία ώρα επιπλέον καθώς και ετήσια διευθέτηση με δυνατότητα για 6 μήνες υπέρβασης του συμβατικού ωραρίου μέχρι 2 ώρες (ημερήσια απασχόληση 10 ώρες).
Ομως αν και υπήρχε ο περιορισμός που προϋπέθετε συλλογική συμφωνία, στην περίπτωση της «Ολυμπιακής Αεροπορίας», (Ν.2602/98, αρθ. 46) μονομερώς και με διευθυντικό δικαίωμα, δόθηκε η δυνατότητα επέκτασης του ημερήσιου χρόνου μέχρι 10 ώρες και του εβδομαδιαίου σε 48 ώρες, στα πλαίσια της ετήσιας διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
Η τελευταία νομοθετική παρέμβαση καταγράφεται με το νόμο 2874 το 2000, άρθρο 5 ο οποίος προβλέπει: Τη διευθέτηση (διαχείριση δηλαδή βάσει διευθυντικού δικαιώματος) συνολικά 138 ωρών το χρόνο. Ως δέλεαρ προσφερόταν στους εργαζόμενους η 38ωρη εβδομαδιαία απασχόληση κατά μέσον όρο το χρόνο. Η διευθέτηση θα γινόταν κατόπιν συλλογικής σύμβασης ή συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Σε περίπτωση που δεν υπήρχε εκπροσώπηση των εργαζομένων στην επιχείρηση, η συμφωνία θα υπογράφεται από την αντίστοιχη κλαδική ομοσπονδία ή πρωτοβάθμιο κλαδικό σωματείο.