Απευθυνόμενος στην ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, ο πρόεδρός του, Δ. Δασκαλόπουλος, δεν έκρυψε την ανησυχία του για τη λαϊκή αγανάκτηση. Είπε χαρακτηριστικά: «Είναι η σιωπή ανθρώπων μπερδεμένων, φοβισμένων, εξουθενωμένων... Πρέπει να ακούσουμε τη σιωπή τους πριν γίνει κραυγή και μας πάρει τα αυτιά. Γιατί τότε θα είναι αργά».
Η ηγεσία του ΣΕΒ φοβάται τις επικίνδυνες συνθήκες της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, της κρίσης στην Ευρωζώνη, της όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και τις πιθανές συνέπειές τους.
Σ' αυτές τις συνθήκες σαλπίζει νέο προσκλητήριο ταξικής συνεργασίας, προβάλλοντας σαν φιλολαϊκή διέξοδο απ' την κρίση, σαν «εθνικό στόχο» την επάνοδο σε υψηλότερο ρυθμό καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το βασικό αφήγημα της αστικής τάξης δεν είναι πρωτότυπο: Η προσέλκυση επενδύσεων και η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων θα ενισχύσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου και η αύξηση των κερδών θα συμβάλει τελικά στη λαϊκή ευημερία, στην ουσιαστική μείωση της φτώχειας και της ανεργίας.
Ο ΣΕΒ προβάλλει ως επείγουσα ανάγκη την υλοποίηση ενός Εθνικού Προγράμματος Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, στην καινοτομία, στην εξωστρέφεια, στην ενίσχυση των εξαγωγικών κλάδων. Παράλληλα, τονίζει τη σημασία της κοινωνικής συναίνεσης ώστε να προσέλθουν ιδιώτες επενδυτές «σωτήρες» σε ένα σταθερό και σίγουρο περιβάλλον για την κερδοφορία τους.
Τρικομματική κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ υποκλίνονται και αποδέχονται αυτή τη στρατηγική κατεύθυνση. Η αντιπαράθεσή τους γίνεται απ' την ίδια αφετηρία και εστιάζεται στο ποια κυβέρνηση μπορεί να υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά, πιο γρήγορα το συγκεκριμένο στόχο, που και οι δύο παρουσιάζουν σαν φιλολαϊκό. Με γνώμονα τον ίδιο στρατηγικό στόχο της επιστροφής στην καπιταλιστική ανάπτυξη διαγκωνίζονται σχετικά με την επιτυχία της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής.
Απ' το βήμα του ΣΕΒ ο Αλ. Τσίπρας διαβεβαίωσε μάλιστα την άρχουσα τάξη για την προσήλωσή του στην αστική στρατηγική τονίζοντας ότι η «κοινωνική συναίνεση και η σταθερότητα είναι πράγματι το οξυγόνο της οικονομίας». Ασκησε κριτική στην κυβέρνηση γιατί με την αδυναμία της να εγγυηθεί την κοινωνική συναίνεση «εκτοπίζει την παραγωγική δυναμική» της χώρας!
Ετσι διευκολύνεται στην πράξη και η κυβέρνηση, που καλλιεργεί φρούδες ελπίδες μελλοντικής λαϊκής ευημερίας μόλις επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Ανάπτυξη για ποιον;
Στην πραγματικότητα η αστική προπαγάνδα της «Ελλάδας που αλλάζει», της «Ελλάδας της επιτυχίας» μάς καλεί να επιταχύνουμε στον ίδιο καταστροφικό για το λαό δρόμο που οδήγησε στη βαθιά κρίση και στην εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Οι εργαζόμενοι μπορούν και πρέπει να θυμηθούν τι προηγήθηκε της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα. Ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας διπλάσιος του μέσου όρου της Ευρωζώνης, υψηλή κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων, προσέλκυση σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων, όπως της «Ντόιτσε Τέλεκομ» στον ΟΤΕ, της «Χόχτιφ» στο Αεροδρόμιο των Σπάτων, της «Cosco» στο λιμάνι του Πειραιά. Τι κέρδισαν τα λαϊκά στρώματα;
Η διεθνής και η ελληνική εμπειρία επιβεβαιώνουν τη θεωρητική γνώση που αποδεικνύει ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας των μονοπωλίων και η λαϊκή ευημερία δεν συμβαδίζουν, αλλά κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση.
Προϋπόθεση για τη συγκράτηση της πτώσης του ποσοστού κέρδους, για τη βελτίωση της κερδοφορίας της καπιταλιστικής επιχείρησης είναι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης. Γι' αυτό και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων με γνώμονα το ποσοστό κέρδους συνοδεύονται με θυσίες λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων, μείωση των πραγματικών μισθών, επιδείνωση εργασιακών σχέσεων, λεηλασία του περιβάλλοντος, νέες φοροαπαλλαγές και πακτωλό κρατικού χρήματος στα μονοπώλια.
Για να επιβεβαιώσουμε αυτό το συμπέρασμα αρκεί να δούμε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα απ' την επιχείρηση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της τελευταίας τετραετίας, η οποία, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ, στέφθηκε με επιτυχία.
Η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά στις δυο τελευταίες εκθέσεις της ότι την τριετία 2010 - 2012 ανακτήθηκε το 72% της απώλειας ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας έναντι των κυριότερων εμπορικών εταίρων της (που υπήρξε την περίοδο 2001 - 2009), με εκτίμηση υπερκάλυψης του 100% στο τέλος του 2013.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με βάση τον πραγματικό εναρμονισμένο δείκτη ανταγωνιστικότητας (βάσει του κόστους εργασίας) προσδιορίζει την ανάκτηση της απώλειας ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2001 - 2009 στο 95,1%.
Το εμπορικό έλλειμμα περιορίσθηκε δραστικά, από 19% του ΑΕΠ το 2008 στο 10% το 2012, και αυξήθηκαν σημαντικά οι εξαγωγές από 8,5% του ΑΕΠ σε 11,4% την ίδια περίοδο.
Αυτή η βελτίωση των δεικτών ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας συμβαδίζει με την πορεία σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, που ομολογείται απ' όλους τους αστικούς φορείς.
Απ' το 2009 έως και το τέλος του 2013 μισθωτοί και συνταξιούχοι θα έχουν χάσει μεσοσταθμικά το 50% του εισοδήματός τους, αν συνυπολογίσουμε στις περικοπές αποδοχών τις φορολογικές επιβαρύνσεις.
Η μείωση μισθών και η κατεδάφιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων όχι μόνο δε μείωσαν τη φτώχεια και την ανεργία αλλά κινήθηκαν παράλληλα με την εκτόξευσή τους.
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έφθασε στο 49% του μέσου όρου της ΕΕ-15 από 60% πριν 3 χρόνια. Την ίδια περίοδο οι άνθρωποι που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας εκτινάχθηκαν απ' τα 2,2 εκατομμύρια το 2009 σε 3,9 εκατομμύρια στο τέλος του 2012. Οι μακροχρόνια άνεργοι τριπλασιάσθηκαν την ίδια περίοδο. Η επίσημη ανεργία ξεπέρασε πλέον τα 1,3 εκατομμύρια άτομα. Προωθήθηκαν οι επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις. Ηδη υπογράφτηκαν 976 επιχειρησιακές ΣΣΕ το 2012 έναντι 179 το 2011.
Αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε προς την «Ελλάδα της επιτυχίας» η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Δίπλα στα δικαιώματα που χάθηκαν, έρχονται να προστεθούν οι νέες αξιώσεις του ΣΕΒ για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας που υιοθετεί η τρικομματική κυβέρνηση με ελάχιστους ελιγμούς. Ούτε λίγο ούτε πολύ η ηγεσία του ΣΕΒ, αφού υπονόμευσε την υπογραφή Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης (με μειωμένους μισθούς), απαιτεί επιπλέον μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στα κατώτερα ευρωπαϊκά επίπεδα και τη μεταφορά όλων των κρατικών δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό τομέα, εκτός της άμυνας και της ασφάλειας. Δε χρειάζεται κανείς ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί ποιος θα επωμισθεί και πάλι τα νέα βάρη της σχετικής μείωσης των φορολογικών εσόδων και της διασφάλισης της κερδοφορίας των «μεταφερόμενων δραστηριοτήτων». Και στη φάση της κρίσης και στην περίοδο της όποιας ανάπτυξης ο λαός θα συνεχίσει να βαδίζει σε τροχιά σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης.
Κάθε νέο μέτρο της τρικομματικής κυβέρνησης επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Η νέα έναρξη των έργων των οδικών αξόνων θα συνοδευθεί με κατάργηση συμβατικών υποχρεώσεων των μονοπωλιακών ομίλων και πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση, δαπανηρά διόδια για το λαό, άθλιες εργασιακές σχέσεις για τους οικοδόμους και τους μισθωτούς τεχνικούς, αναβολή της κατασκευής αναγκαίων δύσκολων τμημάτων των δρόμων και άλλων αναγκαίων δημόσιων έργων υποδομής.
Η επιτάχυνση της απελευθέρωσης του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας θα διευρύνει τα κέρδη και τα μερίδια εισερχόμενων ιδιωτικών ομίλων και θα συνοδευθεί με επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης, επιδείνωση της κατάστασης των εργαζομένων, λεηλασία των εγχώριων πηγών, όπως τα λιγνιτικά αποθέματα.
Πρόταση εγκλωβισμού της λαϊκής δυσαρέσκειας
Φυσικά, οι όρκοι πίστης του ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της «κοινωνικής συναίνεσης» συνοδεύονται απ' τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις στο μείγμα οικονομικής διαχείρισης.
Μια αναλυτική κριτική τους ξεφεύγει βέβαια απ' το θέμα του άρθρου. Ωστόσο, αξίζει να δούμε πώς αυτές οι αποπροσανατολιστικές για το λαϊκό κίνημα διαφοροποιήσεις αποκαλύπτουν το πραγματικό ταξικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Απ' το βήμα της ετήσιας συνέλευσης του ΣΕΒ, ο Αλ. Τσίπρας ξεκαθάρισε με έμφαση τη στάση μιας μελλοντικής κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε 4 κομβικά ζητήματα:
(α) Τη στάση απέναντι στα μονοπώλια και στις επενδύσεις τους.
Διευκρίνισε, λοιπόν, ότι θα διευκολύνει την «ιδιωτική πρωτοβουλία των παραγωγικών επενδύσεων που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, με σεβασμό στους εργασιακούς και περιβαλλοντικούς νόμους», και όχι την «πειρατική πρωτοβουλία», που έρχεται να λεηλατήσει τους εγχώριους πόρους.
Ποιοι είναι, όμως, οι νόμοι προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος που πρέπει τάχα να σεβασθούν οι μονοπωλιακοί όμιλοι για να στηριχθούν ενεργά από μια μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και να μη χαρακτηρισθούν «πειρατές»; Δεν είναι άλλοι απ' το ισχύον σημερινό νομοθετικό πλαίσιο που έχει τσακίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και πριν και μετά την επιβολή των μνημονίων. Με νόμιμο τρόπο προωθούνται σήμερα οι φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, οι αλλαγές σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις. Με κριτήριο τους νόμους του κράτους της δικτατορίας των μονοπωλίων και τις δεσμεύσεις της ΕΕ μάλλον θα δυσκολευτούν να διαχωρίσουν τους επενδυτές - πειρατές οι επίδοξοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ. Στο κυνήγι του μέγιστου ποσοστού κέρδους και της ανταγωνιστικότητας κάθε μονοπωλιακός όμιλος είναι διατεθειμένος να θυσιάσει το σύνολο των λαϊκών αναγκών.
(β) Την «εναλλακτική» φιλολαϊκή πρόταση για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας.
Απ' το βήμα του ΣΕΒ ο Αλ. Τσίπρας αναρωτήθηκε: «Ποια ανάπτυξη μπορεί όμως να περιμένει κανείς όταν οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται σαν υποζύγια;». Επανέλαβε τη γνωστή κριτική ότι οι μεγαλομέτοχοι των ομίλων με την πολιτική ισοπέδωσης των εργασιακών δικαιωμάτων και την άρνηση υπογραφής Συλλογικής Σύμβασης υπονομεύουν το συμφέρον τους. Διάνθισε την κριτική του με τις γενικολογίες για δίκαιη αμοιβή και συμμετοχή των εργαζομένων.
Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ, η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης και πλήρη υποταγή της εργατικής τάξης στους στόχους κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εργάτες ελεύθεροι, ικανοποιητικά αμειβόμενοι με βάση τις ανάγκες τους και συμμέτοχοι στο σχεδιασμό της παραγωγής, μέσα στον καπιταλισμό, θα υπάρξουν μόνο στις απατηλές διακηρύξεις και τα όνειρα του Αλ. Τσίπρα.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αφελής. Προωθεί τους νέους στόχους της άρχουσας τάξης μετά τη ριζική μείωση των μισθών με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης (επίσημη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 10% την τριετία 2010 - 2012). Στόχους που εκφράσθηκαν με την κοινή επιστολή ΣΕΒ - ΓΣΕΕ το 2012 προς την κυβέρνηση και δίνουν πλέον έμφαση στα διαρθρωτικά προβλήματα της ανταγωνιστικότητας, όπως η αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος, η απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών αδειοδότησης επιχειρήσεων και χρήσεων γης, με παράκαμψη όρων προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, η τόνωση των εξαγωγικών κλάδων της οικονομίας κ.λπ. Αυτοί οι στόχοι δεν έρχονται σε αντιπαράθεση αλλά προϋποθέτουν τη διασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης.Τους προβάλλει σήμερα ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΕΒ αντιπαραθετικά με τις «λάθος προτεραιότητες του μνημονίου».
(γ) Τη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ για «επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο», η οποία συνοδεύει τις κορόνες για «ακύρωση του καταστροφικού μνημονίου». Τι συγκεκριμένα, με ποιους και σε όφελος ποιου θα διαπραγματευθεί μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ ο Αλ. Τσίπρας; Οι στρατηγικές αντιλαϊκές κατευθύνσεις της ΕΕ δεσμεύουν όλα τα κράτη - μέλη. Απ' τις «ποσοστώσεις» της παραγωγής εγχώριων προϊόντων μέχρι την «απελευθέρωση» των αγορών σε τομείς στρατηγικής σημασίας και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, όλες οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών προωθούν αυτές τις κατευθύνσεις, τις οποίες εξειδικεύει το μνημόνιο στην Ελλάδα. Αποτυπώνονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας, στη στρατηγική «Ευρώπη 2020», στα πακέτα κοινοτικών οδηγιών. Οι κυβερνήσεις και το αστικό πολιτικό σύστημα των χωρών του λεγόμενου μεσογειακού Νότου, όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας,πρωταγωνιστούν στην εφαρμογή των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων των μονοπωλίων, για να θωρακίσουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ στη διαπάλη με τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία.
Οι υπαρκτές αντιθέσεις τους με τη γερμανική κυβέρνηση αφορούν στον επιμερισμό κερδών, ζημιών και κρατικής χρηματοδότησης των μονοπωλίων τους, τους όρους διασφάλισης διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και όχι την προστασία του λαϊκού συμφέροντος. Αφορούν στη διαφορετική θέση και ισχύ κάθε κράτους - μέλους μέσα στην ΕΕ, στις συγκεκριμένες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο εθνικό πεδίο που διαφοροποιούνται λόγω της ανισόμετρης εκδήλωσης των συνεπειών της κρίσης σε κάθε χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση στο εσωτερικό της ίδιας της Γερμανίας για αλλαγή του μείγματος διαχείρισης καθώς λαχανιάζουν πλέον οι εξαγωγικές επιδόσεις της, αυξάνουν οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην Ευρωζώνη και δυναμώνουν οι απαιτήσεις τόνωσης της εγχώριας κατανάλωσης από τμήματα των γερμανικών μονοπωλίων.
Ακόμα και αν η περιβόητη επαναδιαπραγμάτευση περιορισθεί στο «κούρεμα» του δημόσιου χρέους υπερχρεωμένων κρατών όπως η Ελλάδα αυτό θα συνοδευθεί με κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, όπως αποδεικνύει η πείρα των δύο προηγούμενων σχετικών συμφωνιών για το ελληνικό χρέος.
Η όποια χαλάρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής θα αφορά σε ευνοϊκότερους όρους κρατικής χρηματοδότησης των εγχώριων μονοπωλίων και όχι σε ουσιαστική βελτίωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων. Γι' αυτό εξάλλου υιοθετεί το αίτημα της χαλάρωσης και ο ΣΕΒ παράλληλα με τις νέες προκλητικές απαιτήσεις του.
(δ) Την επιλογή της δημοσιονομικής σταθεροποίησης μέσω αύξησης των κρατικών εσόδων, η οποία τάχα βρίσκεται στον αντίποδα του μνημονίου που εστιάζει στη μείωση των κρατικών δαπανών.
Ο λαός καλείται στην ουσία να επιλέξει για τη μορφή των νέων θυσιών του, μεταξύ νέας φοροεπιδρομής στο εισόδημά του και νέου περιορισμού των κρατικών δαπανών κοινωνικής πολιτικής ώστε να συνεχισθεί απρόσκοπτα η κρατική χρηματοδότηση και διευκόλυνση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας των παραγωγικών επενδύσεων» και να προχωρήσουν οι «δημόσιες επενδύσεις ταχείας απόδοσης» για την επιτάχυνση της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Στην πραγματικότητα η αστική πολιτική του μνημονίου αφού προώθησε σε σύντομο διάστημα την ουσιαστική μείωση μισθών και συντάξεων και τη φοροαφαίμαξη μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, στράφηκε στη συνέχεια και στο σκέλος της περικοπής βασικών δαπανών κοινωνικής πολιτικής, με εμβληματικό παράδειγμα τη μείωση της κρατικής στήριξης των ασφαλιστικών ταμείων. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων εκτινάχθηκε στην Ελλάδα από 45% του εισοδήματος σε 49% το 2012. Ο φόρος εισοδήματος των επιχειρήσεων μειώθηκε από 5,3 δισ. ευρώ και 27% του συνολικού φόρου εισοδήματος το 2009, σε 1,6 δισ. ευρώ και 12,2% του συνολικού φόρου εισοδήματος το 2012.
Και στο σύνολο των κρατικών εσόδων και στο σκέλος των δαπανών το ζήτημα είναι ποιος πληρώνει και ποιος ωφελείται.
Κάτω απ' τη σημαία των λαϊκών αναγκών
Χωρίς αποφασιστική πολιτική αναμέτρηση με την απατηλή για το λαό διέξοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης το λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να βαδίσει με διάρκεια και νικηφόρα προοπτική.
Η υπόκλιση στο στόχο θωράκισης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, της βελτίωσης της θέσης της μέσα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παγιδεύει αντικειμενικά τους λαϊκούς αγώνες, ακόμα και όταν μαζικοποιούνται, σε γραμμή ενσωμάτωσης που περιορίζεται στην ανατροπή της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης και στην πιθανή αλλαγή μείγματος οικονομικής διαχείρισης.
Παγιδεύει, δηλαδή, τη λαϊκή διαμαρτυρία στην αναζήτηση της άρχουσας τάξης για την κατάλληλη κάθε φορά οικονομική πολιτική, που θα διασφαλίσει καλύτερα τα στρατηγικά της συμφέροντα, τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Εγκλωβίζει τη λαϊκή δράση στη διαπάλη τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου σχετικά με την επιλογή ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Γι' αυτό και έχει καθοριστική σημασία στις σημερινές συνθήκες, πάνω στο γόνιμο έδαφος των επιμέρους μαχών για να μπουν εμπόδια στα σχέδια ανατροπής λαϊκών δικαιωμάτων και να υπάρξουν προσωρινές κατακτήσεις, να αναπτυχθεί η συνολική πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με τους δύο στρατηγικούς δρόμους ανάπτυξης. Οι μεγάλες και μικρότερες μάχες, απ' τις Συλλογικές Συμβάσεις μέχρι το Ασφαλιστικό και τις ιδιωτικοποιήσεις, πρέπει και μπορούν να αξιοποιηθούν ως εφαλτήρια για να έρθει στο προσκήνιο το ζήτημα του δρόμου ανάπτυξης που μπορεί να διασφαλίσει τη συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Να φανεί γιατί είναι ρεαλιστικός, με βάση τον πλούτο που παράγεται, την παραγωγικότητα της εργασίας, τις εγχώριες τεχνολογικές και παραγωγικές δυνατότητες, ένας ριζικά διαφορετικός δρόμος απ' το σημερινό, ο οποίος θυσιάζει τις λαϊκές ανάγκες στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η πολιτική παραίτηση απ' την προβολή αυτού του δρόμου της εργατικής - λαϊκής εξουσίας, της υπεροχής της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, δε συνιστά «ευέλικτη τακτική» που συμβάλλει τάχα στη μαζικοποίηση του κινήματος, όπως μας προτείνουν οι οπορτουνιστές αναλυτές.
Οδηγεί κάθε φορά σε εκείνες τις ολέθριες εκπτώσεις στο επίπεδο της πολιτικής γραμμής, που επιτρέπουν τελικά να κυματίζει ανεμπόδιστα η «ξένη σημαία» της αστικής τάξης μέσα στις γραμμές του κινήματος. Εμποδίζει την αναγκαία ανασύνταξη του κινήματος με ξεκάθαρο προσανατολισμό που σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την αστική τάξη και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που τη στηρίζουν, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Γι' αυτό και έχει καθοριστική σημασία η πολιτική μάχη που δίνουν σήμερα οι κομμουνιστές σε κάθε τόπο δουλειάς, σε κάθε κλάδο, στις γειτονιές, πάνω στο γόνιμο έδαφος των αγωνιστικών πρωτοβουλιών για τα καυτά λαϊκά προβλήματα.
Αυτή η επίμονη και υπομονετική πολιτική προσπάθεια, με αφετηρία την πάλη για την υπεράσπιση δικαιωμάτων και κατακτήσεων, για να πληρώσουν την κρίση τα μονοπώλια, οδηγεί με σίγουρα βήματα στη συγκέντρωση των αναγκαίων κοινωνικών δυνάμεων για την πραγματική ανατροπή.
Του
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας