Του Γιάννη Δημογιάννη
Πού να ‘ξερες, πού να φανταζόσουν, όταν ήσουν μικρός και άφθαρτος, για τα όσα θα ξημέρωναν μια μέρα στο μέλλον. Απλά πορευόμαστε ανυποψίαστοι, σχεδόν κουρδισμένοι από έναν αυτόματο πιλότο επιβίωσης.
Κι όμως, κάποτε ξημερώνουν οι μέρες της πυρκαγιάς και της πλημμύρας. Ή για να το πούμε ξεκάθαρα, οι μέρες της οδύνης, του πόνου, της απώλειας. Αναπόφευκτα, τότε, κοιτάς πρώτα μέσα σου και διαπιστώνεις πως τα τέρατα έχουν πια ξυπνήσει και χορεύουν δίπλα σου για τα καλά. Πού να τα κοιμήσεις, πώς να τα κοροϊδέψεις;
Τα βλέπεις, αλλά πλέον τον πρώτο ρόλο δεν τον έχεις εσύ. Γιατί το νιώθεις βαθιά στο πετσί σου πως έχεις χάσει τον έλεγχο, την εξουσία να τα ορίσεις και να τα τιθασεύσεις. Να τα οδηγήσεις πίσω στην σπηλιά, για να τα κοιμήσεις. Είναι η ώρα που κοιτάς μέσα και γύρω σου και δε σε ξεγελά τίποτε. Γιατί., τώρα, εσύ αποδεικνύεσαι ελάχιστος και ανήμπορος μπροστά στις ανατροπές της ζωής.
Κάπως έτσι ψάχνεις έναν τρόπο, μία διαφυγή σε αυτή την ανελέητη πολιορκία. Οι αποθήκες σου έχουν στερέψει, αλλά ακριβώς πάνω σε τούτο το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, ανάβει το μοναδικό φωτάκι που σου έχει απομείνει. Βιώνεις τη στιγμή που δεν αποτελείς πια το επίκεντρο του κόσμου. Το μοναδικό αντικείμενο ενός στρουθοκαμήλου, που διαρκώς παρέμενε προσηλωμένος γύρω από την περιοχή του ομφαλού του.
Μπορεί να είναι η πρώτη σου φορά και ίσως, γι’ αυτό να εκπλήσσεσαι από αυτή τη σύγκριση με τον έξω κόσμο και τους γύρω. Σίγουρα όμως, κάνεις ένα πρώτο λυτρωτικό βήμα και αναπάντεχα νιώθεις μία ανακουφιστική δύναμη, την ώρα της συντριβής σου. Γιατί αναλογίζεσαι πλέον τη ζωή και ταυτόχρονα τον πόνο του άλλου, συμμερίζεσαι το ζόρι του, εκπλήσσεσαι από τις δικές του συμφορές και απώλειες. Και τότε, ναι, βλέπεις και αργότερα συνειδητοποιείς βαθύτερα πως υπάρχουν τα ίδια και συχνά, ακόμη χειρότερα από τα δικά σου ζόρια.
Κάπου εκεί, γυμνός και ανυπεράσπιστος, απο-καλύπτεις – καλύτερα, εκθέτεις τον πόνο, τον όλεθρο, την ανεπάρκεια σου. Φανερώνεις τον εαυτό σου, όπως ακριβώς είναι: ασήμαντος και συντετριμμένος. Ξεπερνάς ίσως, το μάταιο και το λίγο, που έως τώρα όριζαν τον κόσμο και κυρίως την ψυχή σου. Απλώνεις τα χέρια σου και δέεσαι για δικαίωση. Ζητάς επιτέλους βοήθεια.
Ο Μάνος Ελευθερίου έγραφε στον «Καιρό των χρυσανθέμων»: «οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες.»
Οι φίλοι σου, λοιπόν, είναι αυτοί που προσφέρουν γενναιόδωρα, ιδίως μετά τον κατακλυσμό, τα πρώτα, αναγκαία υλικά, για να στήσεις ξανά, κάτι από το πρωτινό σου όνειρο. Ή διαφορετικά, θερμαίνουν την ελπίδα, για να στεριώσεις ένα πιο φωτεινό σπίτι. Κι ας είναι αυτό, σε τούτη την αρχή, έστω και μία σκηνή, μία καλύβα.
Τα λόγια τους αντίδωρα. Η μοναδική καταφυγή και παρηγοριά που χρειάζεσαι ν’ ακούσεις. Τα χείλη τους, πουλιά: «Κράτα γερά φίλε!» «Η ζωή δεν είναι ροζ, αλλά με αυτήν θα πορευτούμε μέχρι τέλους.» «Πες στα θεριά να ξεχύνονται έξω, να μοιραστεί ο πόνος σε πολλούς, ν’ αντέχεται.» «Δαντέλα ο πόνος, αυτός διαλέγει τα χέρια που θα τον πλέξουν. Αρκεί να τον μοιραζόμαστε, όταν χτυπά την πόρτα μας.»
Κοιτάζεις τον κόσμο και η ματιά σου πλαταίνει… Η συμφορά ζυγίζεται καλύτερα, έχοντας αντίβαρο τον κοινό πόνο. Και τότε, όλοι βιώνουν τη μοναδική, αναπότρεπτη μοίρα: τη γέννηση και το θάνατο. Γιατί το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στις δύο αυτές σκοτεινές αβύσσους, όπως διαβάζουμε, φωτίζεται αποκλειστικά από τον Άνθρωπο και τη φλόγα του. Η επικαιρότητα, εξάλλου, το επικύρωσε αδιάψευστα.
Εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και των ταυτοτήτων. Αιγύπτιοι ψαράδες. Πακιστανοί μετανάστες. Ινδοί εθελοντές με τα τουρμπάνια και τα μακριά τους μούσια, προσήλθαν στο απανθρακωμένο Μάτι, “για να βοηθήσουν τους ανθρώπους της χώρας που τους θρέφει τόσα χρόνια”. Όλοι αυτοί και αναρίθμητοι άλλοι μάς θύμισαν, έστω και ανεπαίσθητα, την ανυπέρβλητη δύναμη της αλληλεγγύης.
Τα νέα μας σπίτια, λοιπόν, και κυρίως τα νέα τους θεμέλια θα σηκωθούν σιγά σιγά, αλλά πάνω σε νέα υλικά. Γιατί το σπίτι και του δικού σου αύριο, θα ’χει, αυτή τη φορά, για υλικά, την αγάπη και την καλοσύνη όλων αυτών των συγγενών.
Πού να ‘ξερες, πού να φανταζόσουν, όταν ήσουν μικρός και άφθαρτος, για τα όσα θα ξημέρωναν μια μέρα στο μέλλον. Απλά πορευόμαστε ανυποψίαστοι, σχεδόν κουρδισμένοι από έναν αυτόματο πιλότο επιβίωσης.
Κι όμως, κάποτε ξημερώνουν οι μέρες της πυρκαγιάς και της πλημμύρας. Ή για να το πούμε ξεκάθαρα, οι μέρες της οδύνης, του πόνου, της απώλειας. Αναπόφευκτα, τότε, κοιτάς πρώτα μέσα σου και διαπιστώνεις πως τα τέρατα έχουν πια ξυπνήσει και χορεύουν δίπλα σου για τα καλά. Πού να τα κοιμήσεις, πώς να τα κοροϊδέψεις;
Τα βλέπεις, αλλά πλέον τον πρώτο ρόλο δεν τον έχεις εσύ. Γιατί το νιώθεις βαθιά στο πετσί σου πως έχεις χάσει τον έλεγχο, την εξουσία να τα ορίσεις και να τα τιθασεύσεις. Να τα οδηγήσεις πίσω στην σπηλιά, για να τα κοιμήσεις. Είναι η ώρα που κοιτάς μέσα και γύρω σου και δε σε ξεγελά τίποτε. Γιατί., τώρα, εσύ αποδεικνύεσαι ελάχιστος και ανήμπορος μπροστά στις ανατροπές της ζωής.
Κάπως έτσι ψάχνεις έναν τρόπο, μία διαφυγή σε αυτή την ανελέητη πολιορκία. Οι αποθήκες σου έχουν στερέψει, αλλά ακριβώς πάνω σε τούτο το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, ανάβει το μοναδικό φωτάκι που σου έχει απομείνει. Βιώνεις τη στιγμή που δεν αποτελείς πια το επίκεντρο του κόσμου. Το μοναδικό αντικείμενο ενός στρουθοκαμήλου, που διαρκώς παρέμενε προσηλωμένος γύρω από την περιοχή του ομφαλού του.
Μπορεί να είναι η πρώτη σου φορά και ίσως, γι’ αυτό να εκπλήσσεσαι από αυτή τη σύγκριση με τον έξω κόσμο και τους γύρω. Σίγουρα όμως, κάνεις ένα πρώτο λυτρωτικό βήμα και αναπάντεχα νιώθεις μία ανακουφιστική δύναμη, την ώρα της συντριβής σου. Γιατί αναλογίζεσαι πλέον τη ζωή και ταυτόχρονα τον πόνο του άλλου, συμμερίζεσαι το ζόρι του, εκπλήσσεσαι από τις δικές του συμφορές και απώλειες. Και τότε, ναι, βλέπεις και αργότερα συνειδητοποιείς βαθύτερα πως υπάρχουν τα ίδια και συχνά, ακόμη χειρότερα από τα δικά σου ζόρια.
Κάπου εκεί, γυμνός και ανυπεράσπιστος, απο-καλύπτεις – καλύτερα, εκθέτεις τον πόνο, τον όλεθρο, την ανεπάρκεια σου. Φανερώνεις τον εαυτό σου, όπως ακριβώς είναι: ασήμαντος και συντετριμμένος. Ξεπερνάς ίσως, το μάταιο και το λίγο, που έως τώρα όριζαν τον κόσμο και κυρίως την ψυχή σου. Απλώνεις τα χέρια σου και δέεσαι για δικαίωση. Ζητάς επιτέλους βοήθεια.
Ο Μάνος Ελευθερίου έγραφε στον «Καιρό των χρυσανθέμων»: «οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες.»
Οι φίλοι σου, λοιπόν, είναι αυτοί που προσφέρουν γενναιόδωρα, ιδίως μετά τον κατακλυσμό, τα πρώτα, αναγκαία υλικά, για να στήσεις ξανά, κάτι από το πρωτινό σου όνειρο. Ή διαφορετικά, θερμαίνουν την ελπίδα, για να στεριώσεις ένα πιο φωτεινό σπίτι. Κι ας είναι αυτό, σε τούτη την αρχή, έστω και μία σκηνή, μία καλύβα.
Τα λόγια τους αντίδωρα. Η μοναδική καταφυγή και παρηγοριά που χρειάζεσαι ν’ ακούσεις. Τα χείλη τους, πουλιά: «Κράτα γερά φίλε!» «Η ζωή δεν είναι ροζ, αλλά με αυτήν θα πορευτούμε μέχρι τέλους.» «Πες στα θεριά να ξεχύνονται έξω, να μοιραστεί ο πόνος σε πολλούς, ν’ αντέχεται.» «Δαντέλα ο πόνος, αυτός διαλέγει τα χέρια που θα τον πλέξουν. Αρκεί να τον μοιραζόμαστε, όταν χτυπά την πόρτα μας.»
Κοιτάζεις τον κόσμο και η ματιά σου πλαταίνει… Η συμφορά ζυγίζεται καλύτερα, έχοντας αντίβαρο τον κοινό πόνο. Και τότε, όλοι βιώνουν τη μοναδική, αναπότρεπτη μοίρα: τη γέννηση και το θάνατο. Γιατί το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στις δύο αυτές σκοτεινές αβύσσους, όπως διαβάζουμε, φωτίζεται αποκλειστικά από τον Άνθρωπο και τη φλόγα του. Η επικαιρότητα, εξάλλου, το επικύρωσε αδιάψευστα.
Εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα. Άνθρωποι όλων των ηλικιών και των ταυτοτήτων. Αιγύπτιοι ψαράδες. Πακιστανοί μετανάστες. Ινδοί εθελοντές με τα τουρμπάνια και τα μακριά τους μούσια, προσήλθαν στο απανθρακωμένο Μάτι, “για να βοηθήσουν τους ανθρώπους της χώρας που τους θρέφει τόσα χρόνια”. Όλοι αυτοί και αναρίθμητοι άλλοι μάς θύμισαν, έστω και ανεπαίσθητα, την ανυπέρβλητη δύναμη της αλληλεγγύης.
Τα νέα μας σπίτια, λοιπόν, και κυρίως τα νέα τους θεμέλια θα σηκωθούν σιγά σιγά, αλλά πάνω σε νέα υλικά. Γιατί το σπίτι και του δικού σου αύριο, θα ’χει, αυτή τη φορά, για υλικά, την αγάπη και την καλοσύνη όλων αυτών των συγγενών.