Η μέτοικος
Μια γυναίκα που τη έλεγαν Αννα Νιτ και που στο τέλος του πολέμου, με την είσοδο των Πολωνών στην επαρχία της, τράβηξε με πολλούς ομότυχούς της κατά τα δυτικά κι απόμεινε στο χωριουδάκι Λόσεν, εξακολουθούσε να νιώθει εκεί, ύστερα από τρία χρόνια, το ίδιο άσχημα όπως την πρώτη μέρα του ερχομού της. Ο χωρικός Μπόιτλερ, που αναγκαστικά τη στέγασε, την παράχωσε με τα δυο παιδιά της σε μια αποθήκη πίσω από την κουζίνα. Επειδή ο πόλεμος, η Κατοχή και η αβεβαιότητα τον είχαν κάνει πιο φτωχό και τον είχαν γεμίσει πίκρα, συνόδεψε τις τρεις φέτες ψωμί που έδωσε στους ξένους το πρώτο βράδυ αντί για προσφάγι με φράσεις όπως: «Εσείς μας λείπατε τώρα» και: «όπου δεν μπορούν να χορτάσουν τέσσερις, μπορούν να λιμάξουν εφτά», και «πολύ θα ‘θελα να ‘ξερα, πόσον καιρό έχετε σκοπό να μείνετε;»
Το πόσο θα μένανε δεν το ήξερε η Νιτ. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, να τραβήξει για κάπου πάρα πέρα δεν μπορούσε, τούτο το μέρος της είχανε παραχωρήσει για να μείνει. Υστερα από λίγο καιρό τα παιδιά πήγανε στο σχολείο στο Λόσεν. Εκείνη αναλάβαινε κάθε λογής βοηθητική δουλειά για να εξασφαλίσει τα απολύτως αναγκαία. Ομως ο Μπόιτλερ και οι τρεις χωριάτισσές του, γυναίκα, μάνα, νύφη – ο γιος του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο – ούτε μια γωνίτσα του τζακιού δεν της χαλαλίζανε, πόσο μάλλον το τσουκάλι. Η κυρία Νιτ ερχόταν από τη δουλειά κάθε μέρα όλο και πιο κουρασμένη και πιο θλιμμένη, λαχταρώντας λίγη σπιτική κι ανθρώπινη ζεστασιά. Και μόλις έβαζε στο στόμα της δυο κουταλιές σούπα, την ξαποστέλνανε άγρια στην αποθήκη. Ηταν κρύα και σκοτεινή η αποθήκη και τα παιδιά της Νιτ μαζεύονταν εκεί μέσα όσο γινόταν πιο αργά, ίσα – ίσα για να καταπιούνε τη σούπα τους. Αν γυροφέρνανε στην κουζίνα, τα αποπαίρνανε. Ετσι δεν είχαν καμιά άλλη παρηγοριά και καταφύγιο εκτός από το σκύλο της αυλής. Αυτός τα είχε αντιληφθεί με την όσφρησή του χώνοντας τη μουσούδα του μέσα από μια σχισμή, είχε πιάσει γρήγορα φιλία με τους γείτονες που ήταν πίσω από τον τοίχο, τους χαιρετούσε κάθε βράδυ γουργουρίζοντας και σιγογαβγίζοντας. Ετσι που η μουσούδα του πίσω από τη σχισμάδα, ήταν το μοναδικό πράγμα στην αυλή που ανταπόδιδε την καλοσύνη στα παιδιά.
Στο χωριό εξακολουθούσαν να λένε τους ξένους «πρόσφυγες», αντί για «μέτοικους» όπως αναφέρονταν στους νόμους, παρόλο που οι περισσότεροι είχαν πάρει καθένας το χωράφι του στον αναδασμό, ακριβώς όπως οι φτωχοί κάτοικοι του χωριού, παρόλο που τους έδιναν γεωργικά μηχανήματα από το Σταθμό Δανεισμού Μηχανημάτων και παρόλο που ο καινούριος δάσκαλος είχε δεχτεί με εξαίρετο τρόπο τα παιδιά τους, τα παιδιά της Νιτ και των υπόλοιπων ξένων, γιατί ο δάσκαλος φερόταν σαν καλός πατέρας περισσότερο σ’ αυτούς, που τον χρειάζονταν περισσότερο.
Ετσι περάσανε καλοκαίρια και χειμώνες κι εποχές της σποράς κι εποχές της σοδειάς. Η γης ξεχνούσε τον πόλεμο. Ηταν τώρα καλύτερα από ποτέ άλλοτε μοιρασμένη και με τη βοήθεια του αγροτικού σύμβουλου του Σταθμού Δανεισμού Μηχανημάτων οργωνόταν και λιπαινόταν πιο γρήγορα και πιο συστηματικά. Οι πόροι της διαστέλλονταν από ευχαρίστηση μέσα σε τέτοια ειρήνη και ρουφούσε αυτήν την ειρήνη σαν το νερό της βροχής και την ανταπόδινε με τους καρπούς της.
Ομως τη Νιτ τίποτα δεν την έκανε να πάρει την επάνω βόλτα. Εδώ είχε φθάσει βέβαια εξαντλημένη, ωστόσο νέα κι εύρωστη. Ομως γρήγορα μαράθηκε ολότελα, το πρόσωπό της είχε γίνει σουβλερό, τα μάτια της δε λάμπανε παρά μονάχα από κάποια ανάμνηση. Για τη δουλειά της δεν πληρωνόταν πια με ψίχουλα κι ελεημοσύνες, αλλά σύμφωνα με το προκαθορισμένο μισθολόγιο. Είχε αγοράσει παπούτσια στα παιδιά και για τον εαυτό της μια ποδιά κι εσώρουχα. Διαπίστωνε σιγά – σιγά ότι ο άλφα ή ο βήτα νόμος την προστάτευε, όμως σε κανένα νόμο δεν γινόταν λόγος για την ευτυχία της. Η κάμαρά της ήταν τόσο αποπνικτική, τόσο άδεια από χαρά! Και χωρίς χαρά δεν μπορεί κανείς να ζήσει. Κάπου – κάπου μπορούσε κι αυτή και πήγαινε στην αίθουσα του πανδοχείου για κάποια συγκέντρωση ή κάποια προβολή ταινίας. Ακουγε και κοίταζε προσεχτικά τα πάντα, όμως πολύ πριν τελειώσει η μάζωξη, εκείνη σκεφτότανε: Αμέσως μετά πρέπει να ξαναγυρίσω στην τρύπα μου. Οι μέτοικοι κάθονταν πάντοτε, σαν να ήταν τιμωρημένοι, σε χωριστούς πάγκους, μακριά από τους ντόπιους χωρικούς. Κι έτσι όπως καθόταν, σαν κωφάλαλη κάτω από το βάρος της βαρυθυμιάς της, η Νιτ ένιωθε ξένη ακόμα κι ανάμεσα στους δικούς της ανθρώπους.
Λίγο πριν από τη συγκομιδή έγινε μια συγκέντρωση των χωρικών. Ηρθε ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου από την πόλη να δει αν όλα πήγαιναν καλά. Συζητήθηκαν σοβαρά ζητήματα που αφορούσαν ολόκληρη τη Δημοκρατία. Οι πλούσιοι χωρικοί κάθονταν χώρια, μαζεμένοι σ’ ένα σωρό, παρακολουθούσαν προσεχτικά ό,τι λεγόταν, συνεννοούνταν μεταξύ τους με τα μάτια, χωρίς να ανταλλάξουν ούτε λέξη.
Ηξεραν ότι επικρεμόνταν από πάνω τους μια επιτροπή που είχε σκοπό να κανονίσει αλλιώς απ’ ό,τι ως τώρα τις «απαιτήσεις»: όχι πια σύμφωνα με τον αριθμό των εκταρίων, αλλά σύμφωνα με την απόδοση αυτών των εκταρίων, σύμφωνα με τις ανάγκες του ιδιοκτήτη για βοήθεια, σύμφωνα με το πόσα άλογα, ανθρώπους, μηχανήματα είχε ο καθένας στη διάθεσή του.
Για μερικούς νόμους ήταν φρόνιμο να υποκρίνεσαι ενθουσιασμό, να τους ενστερνίζεσαι και να τους ανατρέπεις ύστερα, έτσι που να αποδείχνονται ανεφάρμοστοι. Για άλλους νόμους το φρόνιμο ήταν να ζαρώνει κανείς σαν ποντικάκι και να κάνει τη δουλειά του περνώντας μουλωχτά από κάποια χαραμαδίτσα. Ο καινούριος νόμος φαινόταν να είναι ένας από τους δεύτερους. Δεν υπήρχε ακόμα στα χαρτιά, δεν βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη, όμως βρισκόταν κιόλας μέσα στη γεμάτη καπνό ατμόσφαιρα του πανδοχείου. Οι μεν τον περίμεναν δύσπιστοι, οι άλλοι ευχαριστημένοι κι ανακουφισμένοι.
Ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου ήταν γιος ενός εργάτη γης, είχε προσωπική πείρα από φυλακή και απελευθέρωση. Ηξερε ποιο ήταν το καθήκον ενός επικεφαλής επαρχιακού συμβουλίου: Να συμβουλεύει το λαό της επαρχίας του. Η συζήτηση ήρθε σε σοβαρά ζητήματα που αφορούσαν καθαρά το χωριό.
Προτού να καταπιαστεί με τη συγκομιδή ο Σταθμός Αγροτικών Μηχανημάτων, έπρεπε να μπει τάξη στο χωριό. Τι θα ωφελούσαν τα καλά, καινούρια τρακτέρ σε μια νεομοιρασμένη γη, αν αυτός ο σωρός από κουτοπόνηρους και πανούργους χωριάτες εκεί πίσω δεν συγκινιότανε καθόλου από τις νέες μέθοδες; Πώς θα μπορούσε κανείς να προστατέψει την ειρήνη αν δεν προστάτευε τη σοδειά; Και πώς να φέρει τη σοδειά στο χωριό, αν πρώτα δεν έφερνε την ειρήνη στο χωριό; Οποιος είχε θέση με τιμές και αξιώματα, ανέκαθεν προερχόταν απ’ αυτό το σινάφι εκεί πίσω. Ο δήμαρχος – απ’ αυτό το σινάφι, ο ίδιος στον καιρό του Χίτλερ, ο ίδιος και στον καιρό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο γαμπρός του – ανέκαθεν με τιμές και αξιώματα σε κάθε λογής προεδρείο. Τώρα ήταν πρόεδρος της «Ενωσης Αμοιβαίας Βοήθειας Χωρικών». Ενας τέτοιος άνθρωπος αυτό το προεδριλίκι το εννοούσε με το δικό του τρόπο: Να δίνει βοήθεια πρώτα – πρώτα στους χωρικούς της δικής του φάρας.
Ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου και οι εκπρόσωποι του Κόμματος και των συνδικάτων άκουγαν υπομονετικά τα όσα λέγονταν. Είχαν γραμμένες πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί όλες τις μηχανορραφίες και τις πανουργίες και τις παλιανθρωπίες, λόγου χάρη τις κατηγορίες ενάντια στο δάσκαλο, ενώ ήξεραν πολύ καλά πως ήταν εντάξει. Στην αρχή, πριν από το λόγο, βούιζε η συνέλευση των χωρικών σαν μελίσσι. Υστερα ο λόγος του επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου τους έκανε να στέκονται σαν δεμάτια. Χωριστές μικροομάδες ανθρώπων, συνταιριασμένες σύμφωνα με τις γνώμες τους, με τις φυσιογνωμίες τους.
Καθισμένη άκρη – άκρη στον πάγκο των μέτοικων, η κυρία Νιτ άκουγε προσεχτικά όλα όσα λέγονταν. Εδώ καθόταν μόνο και μόνο για να μην κάθεται στην άθλια τρύπα της. Δεν καταλάβαινε τίποτα από Κόμμα και συνδικάτο. Ηξερε μονάχα πως αυτά τα πράγματα το έβριζαν οι άνθρωποι όπου δούλευε, τόσο χοντρά όσο έβριζαν και την ίδια. Μερικές φορές πήγαινε στο σπίτι του δήμαρχου για να βοηθήσει στο στάβλο και στις δουλειές του νοικοκυριού. Ποτέ δεν της επέτρεπε να πάρει για τα παιδιά της κάτι απ’ όσα περίσσευαν στο τραπέζι του. Την χλεύαζε. Εκείνη δεν αμυνόταν, σκεφτόταν: Ετσι είναι φτιαγμένη η ζωή. Τώρα άκουγε με μεγάλη έκπληξη πώς κατσαδιάζανε εδώ μέσα τον ένα πλούσιο χωρικό ύστερα από τον άλλον, σαν να είχαν το δικαίωμα να τους φέρονται όπως αυτοί φέρονταν σ’ εκείνην. Μάλιστα ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου καθαίρεσε το δήμαρχο που ως τότε η Νιτ τον θεωρούσε απρόσβλητο κι απρόσιτο μέσα στο ωραίο του σπίτι.
Το σουβλερό της πρόσωπο ζωντάνεψε, τα μάτια της λάμψανε στη σκέψη πως ίσως δεν ήταν αλήθεια αυτά που της λέγανε τα αφεντικά και οι σπιτονοικοκυραίοι της. Ισως αυτή η Δημοκρατία να ήταν κάτι καλό. Ισως οι καινούριοι νόμοι να μην ήταν κακοί. Ισως ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου να ήταν τίμιος.
Ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου ενθάρρυνε τώρα τη μάζωξη, μια και βρισκόταν στο Λόσεν, να του πούνε ελεύθερα όλα τους τα προβλήματα. Μάλιστα γύρισε το κεφάλι του και κατά τον πάγκο όπου κάθονταν οι μέτοικοι. Και μάλιστα τους ρώτησε, αν κατοικούσαν όλοι στα σπίτια, όπου ο νόμος τους είχε δώσει το δικαίωμα να μένουν.
Σ’ αυτή την ερώτηση όλοι οι ντόπιοι χωρικοί κοίταξαν αυστηρά τους πρόσφυγες, σαν να ήθελαν να τους προειδοποιήσουν να μην τολμήσουν να κάνουν παράπονα. Εκείνοι έκαναν «ναι» με το κεφάλι, γιατί καταλάβαιναν ξεκάθαρα πως ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου θα έφευγε, αλλά οι χωρικοί θα έμεναν κι αν κάποιος έκανε παράπονα, θα έκλαιγε ύστερα πικρά.
Απόλυτη σιωπή επικράτησε την αίθουσα και ο έπαρχος είδε ότι οι πανούργοι, που τους είχε κατσαδιάσει πρωτύτερα, έδειχναν ευχαριστημένοι και χαμογελούσαν με αυταρέσκεια. Τότε ζήτησε επίμονα απάντηση στο ερώτημά του και τα κεφάλια γύρισαν για μια φορά ακόμα κατά τον πάγκο.
Η Νιτ όμως σκέφτηκε ότι για κείνην τα πράγματα δεν μπορούσαν πια να γίνουν χειρότερα από ό,τι ήταν. Θα μπορούσε, λοιπόν, να δοκιμάσει να δει αν αυτή η ελευθερία άξιζε τίποτα.
Ξαφνικά σηκώθηκε επάνω, πράγμα που ξάφνιασε όλους, γιατί από πάντα ήταν αμίλητη. Είπε: «Σαν ήρθα εδώ, με παραχώσανε με τα παιδιά μου σε μια βρωμερή τρύπα και έζησα εκεί μέσα όπως σε χοιροστάσιο κι ακόμα ζω όπως σε χοιροστάσιο καν άλλα δεν έχω να πω». Τα παλικάρια του χωριού την κοίταζαν καλά – καλά και σκέφτονταν: Δε δείχνει καθόλου άσχημη, δεν το είχαμε προσέξει ως τώρα.
Ο χωρικός Μπόιτλερ και οι τρεις γυναίκες του σπιτιού την κάρφωσαν με βλέμματα όλο λύσσα. Ο επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου έγραψε: Κυρία Νιτ. Μένει στου χωρικού Μπόιτλερ.
Δεν περίμενε τίποτα ευχάριστο τη Νιτ, καθώς γύρισε το βράδυ στο σπίτι. Ο Μπόιτλερ ξεφύτρωσε μπροστά της προτού να καλοανοίξει την πόρτα της και της έσυρε μανιασμένος όσα σέρνει η σκούπα. Να την χτυπήσουν δεν τόλμησαν. Ούτε που την ένοιαζε καθόλου τη Νιτ για τις βρισιές. Ενιωθε ανακουφισμένη γιατί μπόρεσε να βγάλει από την καρδιά της όσα την πνίγανε. Για βοήθεια όμως δεν το πολυπίστευε πως θα της δινόταν. Είχε πια χάσει ολότελα τη δύναμη να φαντάζεται μια αλλαγή στη ζωή της.
Το άλλο πρωί, ενώ εκείνη ήταν στη δουλειά, ήρθε στο σπίτι του Μπόιτλερ ένας απεσταλμένος του επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου. Βρίσκοντας τις συνθήκες ζωής της Νιτ έτσι όπως τις είχε περιγράψει εκείνη, όρισε αμέσως νέο κατάλυμα γι’ αυτήν. Ετσι που η Νιτ με τα παιδιά της πέρασαν την επόμενη νύχτα κιόλας στο σπίτι του χωρικού Ντόναρτ. Σ’ ένα μικρό, πολύ καλό δωμάτιο με παράθυρα. Οχι δηλαδή πως ο Ντόναρτ ήταν κανένας άγγελος! Είχε χαρεί, βέβαια, που είχαν κατσαδιάσει τον Μπόιτλερ, όμως μονάχα επειδή τους Ντόναρτ τους χώριζε από τους Μπόιτλερ έχθρα από πολύ παλιά. Τώρα, που υποχρεώθηκε να πάρει εκείνος στο σπίτι του τους ξένους, ήταν καταφουρκισμένος, ιδίως που τον ανάγκασαν να μετακομίσει μια ντουλάπα στην κουζίνα. Ο Ντόναρτ ήταν ιδιότροπος άνθρωπος, όχι όμως έτσι στριμμένος σαν τον Μπόιτλερ. Η γυναίκα του αγαπούσε τα παιδιά. Τα δυο παλικαράκια του Ντόναρτ δούλευαν μαζί του στο χωράφι. Τρώγανε πάντοτε όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι με τους καινούριους ένοικους του σπιτιού και γρήγορα εξοικειοθήκανε μεταξύ τους. Οταν ένα από τα παιδιά της Νιτ άρπαξε βήχα, η κυρία Ντόναρτ του έφτιαξε από μόνη της ένα κατάπλασμα, για το στήθος. Και συχνά μπούκωνε και τα δυο παιδιά με κάποια λιχουδιά.
Αρχισε η συγκομιδή. Ο καιρός ήταν βροχερός. Ο Ντόναρτ, που ανήκε στους φτωχούς χωρικούς και είχε κλείσει συμβόλαιο με το Σταθμό Μηχανημάτων, περίμενε ανυπόμονα το τρακτέρ. Γιατί φέτος όλα είχαν ωριμάσει νωρίς. Οι πλούσιοι χωρικοί, που είχαν δικά τους τρακτέρ και δεν έκλεισαν συμβόλαια, έβριζαν, κορόιδευαν και προφητεύανε κακά. Θριαμβολογούσανε όταν το διάλειμμα ανάμεσα στο θέρισμα της βρώμης και του κριθαριού ήταν συντομότερο από το κανονικό ή όταν ένα «ρωσικό τρακτέρ» δεν έπαιρνε εμπρός και δεν μπορούσε να βρεθεί στα γρήγορα κάποιο ανταλλακτικό, ή όταν το μηχάνημα για το δέσιμο των δεματιών, που το είχανε ελέγξει στο εργαστήρι, σταμάταγε να δουλεύει στο τρίτο χωράφι κιόλας. Αυτοί εύχονταν να παρουσιάζονται κάθε λογής αναποδιές και εμπόδια.
Το χωράφι όπου σταμάτησε να δουλεύει το μηχάνημα για το δέσιμο των δεματιών, ανήκε στον Ντόναρτ. Εκείνος βλαστήμαγε και χτυπιόταν. Στο σπίτι είπε πως τώρα το μετάνιωσε που δεν άκουσε τη συμβουλή των έμπειρων χωρικών. Η Νιτ, που και στην καινούρια της διαμονή δεν ήταν πολύ ομιλητική, ξαφνικά πήρε φόρα: «Οι καλές συμβουλές που σας δίνουνε, σίγουρα καλές δεν είναι. Αυτοί τις καλές συμβουλές τις έχουνε κατά το συμφέρον. Και τον καιρό δεν μπορεί κανένας να τον κανονίσει. Και μια μηχανή όλο και κάποιο ελάττωμα μπορεί να παρουσιάσει». Ολόκληρο το χωριό, και προπαντός οι συμπατριώτες της, ξαφνιάστηκαν βλέποντάς την ξαφνικά να βοηθάει τόσο πολύ τους Ντόναρτ στο χωράφι. Το βράδυ την ρώτησαν: «Τι σ’ έπιασε; Εσύ πάντοτε έλεγες ότι ποτέ σου δεν θα νιώσεις εδώ σαν στο σπίτι σου. Γιατί σκοτώνεσαι τώρα στη δουλειά σαν να’ σαι στο δικό σου σπιτικό;». Η Νιτ αποκρίθηκε: «Γιατί έτσι νιώθω». Οι άνθρωποι ρωτήσανε: «Μα, για ποιο λόγο;». Η Νιτ αποκρίθηκε: «Γιατί μου φέρθηκαν δίκαια».
Βοήθησε και στο αλώνισμα. Κι όταν τέλειωσε η δουλειά στα χωράφια, βοήθαγε εδώ κι εκεί στο νοικοκυριό. Καμιά φορά τραγούδαγε κιόλας την ώρα της δουλειάς της. Οι γιοι της οικογένειας την κρυφοκοίταζαν και σκέφτονταν: Η ξένη γυναίκα είναι μια χαρά να την βλέπει κανείς. Δεν ντρεπόταν πια η Νιτ να περνάει από τους δρόμους του χωριού. Μονάχα που απόφευγε ν’ απαντηθεί με τον Μπόιτλερ. Τα παιδιά ξεγλιστρούσαν καμιά φορά μέχρι την αυλή του, μονάχα για να ξαναϊδούν εκεί το σκύλο.