21 Σεπ 2017

Η Αλέκα, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και το Φεστιβάλ


Στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, η Αλέκα είχε τον περισσότερο κόσμο μετά την Μποφίλιου, αλλά ήταν λίγο ντεφορμέ εισηγητικά και σε μένα τουλάχιστον, δημιούργησε μάλλον περισσότερες απορίες από αυτές που έλυσε. Κάτι που έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με τη φύση του προφορικού λόγου ή των σημειώσεων που διαβάζονται σε μια ομιλία, και θα αναπτύσσονταν πολύ καλύτερα γραπτά, σε ένα άρθρο.

Μια φράση για τον "αποχαρακτηρισμό" του Β' Παγκοσμίου Πολέμου -που οι σοβιετικοί και το ΚΚ τον θεωρούσαν αντιφασιστικό και έπαψαν να τον αναφέρουν ως ιμπεριαλιστικό- μου φάνηκε κάπως αδόκιμη, αλλά είχε ενδιαφέρον και την συγκράτησα, για μερικές προεκτάσεις.

Αν καταλαβαίνω καλά -που δεν είναι και σίγουρο- το πρόβλημα δεν είναι ο διπλός χαρακτηρισμός, αλλά η προβληματική γενίκευση του ενός όρου, σε βάρος του άλλου, που έπαψε να αναφέρεται και σταδιακά εξαλείφθηκε. Με άλλα λόγια, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και άδικος από την πλευρά των καπιταλιστικών χωρών, αλλά αντι-ιμπεριαλιστικός κι αντιφασιστικός για τη Σοβιετική Ένωση και τους λαούς. Το προβληματικό στοιχείο δεν είναι να υπενθυμίζουμε το δεύτερο, αλλά να το απολυτοποιούμε, συγκαλύπτοντας και υποτιμώντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου για τους "συμμάχους" που βρέθηκαν συγκυριακά στον αντιναζιστικό συνασπισμό.

Αυτό σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, πως είναι εξίσου λάθος να στραβώνουμε το κλαδί από την ανάποδη, θεωρώντας πως ο Β' Π.Π. ήταν αποκλειστικά και μόνο ιμπεριαλιστικός. Γιατί τι άλλο παρά αντι-ιμπεριαλιστικός ήταν ο πόλεμος για τη Σοβιετική Ένωση και τους λαούς; Ιδίως όταν σημειώνει εύστοχα η Αλέκα πως ο εθνικο-απελευθερωτικός πόλεμος έχει άλλη έννοια και περιεχόμενο για εμάς κι άλλη για την άρχουσα τάξη -που δεν έχει εθνικο-απελευθερωτικούς σκοπούς.

Μπορούμε άραγε να παραλείψουμε αυτή την πτυχή, όταν στο δυτικό μέτωπο έλαβε χώρα ένας "παράξενος -ή αστείος- πόλεμος", που δεν ήταν παρά ένα δευτερεύον επεισόδιο, συγκριτικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολή, τη λυσσαλέα επίθεση των ναζί και τη σφοδρή αντίσταση των Σοβιετικών; Η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη έμεινε κυρίως σε κατάσταση αναμονής των εξελίξεων, ταξίδεψε στη Βόρειο Αφρική για τα πετρέλεαιά της κι απέκτησε πραγματικά πολεμικές διαστάσεις, μόνο όταν οι Σοβιετικοί έδειχναν ικανοί να κερδίσουν μόνοι τους τον πόλεμο.

Α ναι, υπάρχει κι η Δουνκέρκη, όπου οι ναζί επέτρεψαν στους Άγγλους να ανασυνταχθούν και να γλιτώσουν μια ολοκληρωτική καταστροφή των δυνάμεών τους. Αυτές τις μέρες παίζεται η ομώνυμη ταινία στον κινηματογράφο (ίσως γράψει προσεχώς κάτι σχετικά το Λαϊκό Στρώμα στην Κατιούσα), που στη χολιγουντιανή του εκδοχή, έχει συμβάλει στην ιστορική παραχάραξη και την εντυπωσιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης, που διαμορφώνεται κατεξοχήν με τέτοια έργα και θεωρεί πως αυτό που άλλαξε τα δεδομένα του πολέμου κι έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα κατά των ναζί ήταν η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, κι όχι τα 20 εκατομμύρια νεκρών που έδωσε η ΕΣΣΔ.


Αν αποδεικνύουν κάτι τα παραπάνω, είναι πως ο Β' Π.Π. έγινε κυρίως κατά της Σοβιετικής Ένωσης κι αυτό βάζει τη σφραγίδα του στο χαρακτήρα του πολέμου, αλλά όχι φυσικά για να βγάλει λάδι τους εταίρους της αντιφασιστικής συμμαχίας και τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις τους, που εκδηλώθηκαν την επαύριο κιόλας του πολέμου.

Κατά τη γνώμη μου, η αντιφασιστική συμμαχία ήταν ένα είδος Λαϊκού Μετώπου. Που σημαίνει με τη σειρά του, ευμενής ουδετερότητα ενός μέρους των αντιπάλων, χωρίς καμία αυταπάτη πως δε θα κληθεί η δική μας πλευρά -οι κομμουνιστές- να τραβήξει κουπί και πως δε θα τους βρούμε απέναντί μας, αντίπαλους, στο μέλλον.

Με  αυτό το (δικό μου) σκεπτικό, τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν μια αντιφατική επιλογή, που πέτυχε γενικά τον τακτικό της στόχο, να σπάσει δηλαδή τη διεθνή απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης και να της διασφαλίσει καλύτερες θέσεις εν όψει του πολέμου που διέβλεπε πως ερχόταν. Αν κρίνουμε όμως τα Λαϊκά Μέτωπα ως στρατηγική επιλογή για την επανάσταση και το σοσιαλισμό, το αποτέλεσμα ήταν μια οικτρή αποτυχία.

Και πάλι, το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι η απολυτοποίηση της μιας ή της άλλης πλευράς. Τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν μια πρωτότυπη επεξεργασία, που πατούσε στη συγκυρία και την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, πετυχαίνοντας ορισμένα αποτελέσματα. Δεν αποτελούσαν στρατηγική για την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας και κακώς θεωρήθηκαν μεταπολεμικά, ως τέτοια. Το πρόβλημα δεν ήταν ακριβώς τα ΛΜ αυτά καθαυτά ως συγκεκριμένη επιλογή στην εποχή τους, αλλά η προβληματική γενίκευση που έκανε μεταπολεμικά το διεθνές ΚΚ, έξω από το ιστορικό πλαίσιο που τα υπαγόρευσε.

Είναι χαρακτηριστικός ο εορτασμός στη Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ των 30 χρόνων από το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν, με την εισήγηση του Ντιμιτρόφ για το φασισμό και τα ΛΜ. Αν δεν κάνω λάθος, σε αυτό πλαίσιο εντασσόταν η μελέτη-διατριβή του Σάρλη, μετέπειτα ιδεολογικού υπεύθυνου της κετουκε, που οδήγησε στο βιβλίο του για την "πολιτική του ΚΚΕ κατά του μοναρχοφασισμού", και κινούνταν στο αντισταλινικό, αντιζαχαριαδικό πνεύμα της εποχής, αντιπαρέθετοντας τη σωτήρια ενωτική πολιτική της Κομιντέρν, στο ζαχαριαδικό σεχταρισμό, που αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό την πίεση του ενιαίου διεθνούς κέντρου.

Αργότερα, ο Σάρλης έγραψε τα "προβλήματα τακτικής και στρατηγικής", που εγείρουν πολλά κι ενδιαφέροντα ζητήματα. Τον τίτλο αυτό αντέγραψε -συνειδητά και με αμετροέπεια κατά τη γνώμη μου- ο Βασίλης Λιόσης, στο βιβλίο του που κυκλοφορεί οσονούπω από τις εκδόσεις ΚΨΜ, θέλοντας προφανώς να δείξει πως υπερασπίζεται εκείνο το (παλιό, αυθεντικό) ΚΚΕ. Κλείνει η παρένθεση.

-Σε κάποια φάση, η Αλέκα αναφέρθηκε στα μεταβατικά αιτήματα των μπολσεβίκων, προκαλώντας εύλογα τη μία και μοναδική (λόγω χρονικής πίεσης) ερώτηση ενός συντρόφου από το κοινό. Για να το πω κάπως απλοϊκά και χοντροκομμένα, υπάρχουν δύο βασικές αντιλήψεις για τους μπολσεβίκους και τα μεταβατικά αιτήματα που πρόβαλλαν. Μία που λέει πως αυτά έρχονταν όταν δεν ήταν ώριμες οι (υποκειμενικές) συνθήκες για επαναστατικούς στόχους, οπότε έμπαιναν για να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα μεταξύ της συγκυρίας και των απαιτήσεων του καιρού μας, ανάμεσα στο μέσο επίπεδο της λαϊκής συνειδητοποίησης και το αντικειμενικά ώριμο ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και η δεύτερη που λέει πως τα μεταβατικά αιτήματα των μπολσεβίκων έρχονται ακριβώς όταν εμφανίζεται επαναστατική κατάσταση, σε άμεση σύνδεση και όχι πριν από αυτήν, που θα ήταν ενσωματώσιμα -πχ όπως ο εργατικός έλεγχος, που δεν μπορεί να μπει ανεξάρτητα από το ζήτημα της εξουσίας και της τάξης που θα την κατέχει.

Έχω λοιπόν την εντύπωση πως εμείς λέμε γενικά το δεύτερο, αλλά η Αλέκα απάντησε στη λογική του πρώτου. Αλλά στον προφορικό λόγο, πολλά πράγματα χάνονται, παρανοούνται ή κατανοούνται λειψά και διαστρεβλώνονται. Για αυτό είναι καλύτερο να τα δούμε γραπτά, για να κριθούν επαρκώς.

Ξεκινώντας πάντως με το Sniper από το σωστό συμπέρασμα πως με την εξέγερση δεν παίζει κανείς και πως όταν αρχίζει, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να την οδηγήσουμε μέχρι τέλους, το μεταφράσαμε εκλαϊκευτικά ως εξής: όταν είναι να πλακωθούμε, τότε πλακωνόμαστε, αλλιώς δεν...
Μπαίνει όμως το ζήτημα αν χρειάζονται μεταβατικές καρπαζιές, καβγαδάκια για την εγρήγορση του κινήματος, trash-talking και προκλήσεις Μεϊγουέδερ-Μακ Γκρέγκορ, λαϊκά αντίφα γυμναστήρια για μάι-τάι και πολεμικές τέχνες, που αρνούνται όμως να παλέψουν με φασίστες, γιατί πρέπει να σέβεσαι τον αντίπαλο κι αυτοί δεν έχουν ούτε ίχνος σεβασμού για χρυσαυγίτες (είδες το Αλ-Τζαζίρα;).
Πρέπει να προκαλούμε τον αντίπαλο ή να αποφεύγουμε να σπαταλάμε ενέργεια και να κρατάμε δυνάμεις για το καίριο, αποφασιστικό χτύπημα (του γερανού) όπως ο Ντάνιελ-σαν στο Καράτε Κιντ; Και μέχρι τότε, wax-in, wax-out, wax-in...

Τρίτο, σημαντικό πλην σύντομο σημείο είναι η ενθάρρυνση της Αλέκας προς το κοινό να μη διστάζει να ρωτήσει, γιατί όποιος δεν το κάνει ή νομίζει πως τα ξέρει όλα ή δεν ξέρει απολύτως τίποτα. Και ήταν πολύ διδακτικό να βλέπεις την ίδια, τρεις μέρες μετά, στην εκδήλωση των καλλιτεχνών, που δεν ένιωθε ότι κατέχει καλά τα πιο ειδικά θέματα και ζητούσε συνεχώς να την συμπληρώνουν και να την διορθώνουν, για να μην πει κάτι ζαβό...
Αλλά αυτό είναι το θέμα μιας επόμενης ανάρτησης...

Υστερόγραφο

Η κε του μπλοκ σιχαίνεται από θέση αρχής τα αυτοαναφορικά σημειώματα, οπότε τα χώνω απλώς σε ένα υστερόγραφο.
Αν ήταν να κλείσει το μπλοκ, θα υπήρχε ενημέρωση, συνεπώς δε χρειάζονται επιμνημόσυνες δεήσεις για το συχωρεμένο. Έχω πει εγκαίρως πως μετά το Μάιο κάποια δεδομένα θα άλλαζαν, τα πράγματα θα γίνονταν στριμόκωλα και θα αραίωνε η καθημερινή ροή των αναρτήσεων. Και ναι, παίζει κάποιο ρόλο σε αυτό η Κατιούσα, αλλά όχι καθοριστικό. Θα προσπαθήσω να ανανεώνω πιο συχνά το μπλοκ και με κείμενα που έχουν ανέβει πρώτα στην Κατιούσα -η οποία πάντως δίνει επιλογή για σχολιασμό για όποιον θέλει να πει κάτι- αλλά μέχρι τα Χριστούγεννα, δε βλέπω να αλλάζει κάτι δραματικά.

Κατά τα άλλα να διαβάσετε το τρίτο μέρος του Αριστερισμού, που δέησε επιτέλους να γράψει το ΛΣ, που περνά δημιουργικά το χρόνο του στο Φεστιβάλ, φτιάχνοντας λογοπαίγνια για τον Πετρολούκατς Χαλκιά. Το ζητήσατε, το περιμένατε, τον απειλήσατε για να το γράψει, οπότε είναι κρίνα να αφήσετε τώρα την προσμονή τόσων χρόνων να το κάνει να περάσει απαρατήρητο σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν γιγαντωθεί. Κι αν φτωχικό το βρήκες το τρίτο μέρος, δε σε γέλασε. Άσε που θα υπάρξει κι άλλο, σαν επίλογος στην τριλογία και Νταρτανιάν στους τρεις σωματοφύλακες.

Ο Άπτον Σίνκλερ στη ζούγκλα του καπιταλισμού

Στις 20 του Σεπτέμβρη 1878, γεννήθηκε ο Άπτον Σίνκλερ, ένας από τους πολυγραφότερους και πιο πολυδιαβασμένους στο εξωτερικό Αμερικανούς συγγραφείς. Γόνος οικογένειας πτωχευμένων αριστοκρατών του Νότου, από νωρίς προσχώρησε στο σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας του. Σε όλο το έργο του στηλιτεύει κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, περιγράφει την αδυσώπητη πάλη ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργαζόμενο.
«Η Ζούγκλα» (1906)  το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, με τεράστια κοινωνική απήχηση,  στηλίτευε την καπιταλιστική εκμετάλλευση στα σφαγεία του Σικάγου. Γράφτηκε, όπως λέει ο ίδιος ο Σίνκλερ, «μέσα σ’ ένα σανιδένιο καλύβι, δυόμισι επί τρία, στην πλαγιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίνστον». Για τη συγγραφή της «Ζούγκλας» ο Σίνκλερ χρειάστηκε  να ζήσει για εφτά βδομάδες μαζί με τους απόκληρους και αξιολύπητους ξένους στα σφαγεία του Σικάγου. Το μυθιστόρημα εξιστορεί τη ζωή ενός Λιθουανού χωρικού, μετανάστη στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, που προσπαθεί να επιζήσει σαν εργάτης στα σφαγεία και σαν ξένος γνωρίζει τη διπλή εκμετάλλευση.
Η συμμετοχή του Σίνκλερ στο σοσιαλιστικό κίνημα, από το 1903, εντείνει την κοινωνική του κριτική στα μυθιστορήματα του. «…Σοσιαλιστής, αισθηματίας χωρίς θεωρητική κατάρτιση», έγραφε για αυτόν ο Λένιν. Ο Άπτον Σίνκλερ υπερασπίστηκε την Οχτωβριανή Επανάσταση και στα τελευταία χρόνια της ζωής του πάλεψε κατά του πυρηνικού πολέμου και εκδήλωσε τη συμπάθειά του προς τη Σοβιετική Ένωση. Έφυγε από τη ζωή στις 25 του Νοέμβρη 1968.
Ακολουθεί απόσπασμα από τη «Ζούγκλα»:
Ο Άπτον Σίνκλερ στη ζούγκλα του καπιταλισμού
Άπτον Σίνκλερ (1878-1968)
Ο Οστρίνσκι ήταν Πολωνός, γύρω στα πενήντα. Είχε ζήσει στη Σιλεσία, μέλος μιας καταφρονεμένης και διωκόμενης φυλής, κι είχε πάρει μέρος στο προλεταριακό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, τότε που ο Βίσμαρκ, αφού κατάκτησε τη Γαλλία, έστρεψε την πολιτική του του αίματος και του σιδήρου ενάντια στη «Διεθνή». Ο ίδιος ο Οστρίνσκι είχε πάει φυλακή δυο φορές, αλλά τότε ήταν νέος και δεν τον ένοιαζε. Πάντως, εξακολούθησε ν’ αγωνίζεται, γιατί τότε ακριβώς που ο σοσιαλισμός είχε σπάσει όλους τους φραγμούς κι είχε γίνει η μεγάλη πολιτική δύναμη της αυτοκρατορίας, εκείνος είχε έρθει στην Αμερική κι είχε αρχίσει πάλι από την αρχή. Στην Αμερική, όλοι γελούσαν τότε με την ιδέα και μόνο του σοσιαλισμού, γιατί, στην Αμερική, όλοι ήταν ελεύθεροι. Λες κι η πολιτική ελευθερία μπορούσε να κάνει τη σκλαβιά του μεροκάματου πιο ανεκτή, είπε ο Οστρίνσκι.
Ο μικροκαμωμένος ράφτης καθόταν γέρνοντας πίσω στη σκληρή καρέκλα της κουζίνας του, με τα πόδια τεντωμένα πάνω στη σβηστή σόμπα και μιλούσε ψιθυριστά για να μην ξυπνήσει αυτούς που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο. Στον Γιούργκις φαινόταν το ίδιο θαυμάσιος άνθρωπος όσο κι ο ομιλητής στη συγκέντρωση. Ήταν φτωχός, ο τελευταίος των τελευταίων, πεινασμένος κι εξαθλιωμένος, κι όμως, πόσα ήξερε, πόσα είχε τολμήσει και πραγματοποιήσει, τι ήρωας που είχε σταθεί! Κι ήταν κι άλλοι σαν κι αυτόν, χιλιάδες σαν κι αυτόν κι όλοι τους εργαζόμενοι! Κι όλος αυτός ο θαυμαστός μηχανισμός της προόδου είχε δημιουργηθεί από τους συντρόφους του!… Ο Γιούργκις δεν μπορούσε να το πιστέψει· του φαινόταν πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Έτσι γινόταν πάντα, είπε ο Οστρίνσκι. Όταν κάποιος προσηλυτιζόταν στο σοσιαλισμό, έκανε σαν τρελός. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό άλλοι να μην το βλέπουν και περίμενε πως θα προσηλύτιζε όλο τον κόσμο την πρώτη βδομάδα. Ύστερα από λίγο, θα καταλάβαινε πόσο δύσκολη δουλειά ήταν. Κι ύστερα θα ήταν τυχερός αν συνέχιζαν να προσέρχονται καινούριοι, ώστε να μην κατακαθίσει στη ρουτίνα. Αυτό τον καιρό, ο Γιούργκις θα είχε άφθονες ευκαιρίες να ξοδέψει την έξαψή του, γιατί ήταν παραμονές προεδρικών εκλογών κι όλοι μιλούσαν πολιτικά. Ο Οστρίνσκι θα τον έπαιρνε στην επόμενη συγκέντρωση της τοπικής οργάνωσης και θα τον σύστηνε και θα μπορούσε να γραφτεί στο κόμμα. Η συνδρομή ήταν πέντε σέντσια τη βδομάδα, αλλά όποιος δεν μπορούσε να πληρώνει απαλλασσόταν από την υποχρέωση. Το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν αληθινά δημοκρατική πολιτική οργάνωση, ελεγχόταν απόλυτα από τα μέλη του και δεν είχε κομματάρχες. Όλα αυτά τα πράγματα τα εξήγησε ο Οστρίνσκι, καθώς και τις αρχές του κόμματος.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν υπήρχε στην πραγματικότητα παρά μόνο μια σοσιαλιστική αρχή, η αρχή του «μη συμβιβασμού», που ήταν η ουσία του προλεταριακού κινήματος σ’ όλο τον κόσμο. Όταν ένας σοσιαλιστής εκλεγόταν σ’ ένα αξίωμα, ψήφιζε μαζί με τους παλαιοκομματικούς οποιοδήποτε μέτρο μπορούσε να ωφελήσει την εργατική τάξη, αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ πως αυτές οι παραχωρήσεις, όποιες κι αν ήταν, ήταν ασήμαντες σε σύγκριση με το μεγάλο σκοπό: την οργάνωση της εργατικής τάξης για την επανάσταση. Ως τότε, στην Αμερική, ένας σοσιαλιστής έκανε, κατά κανόνα, έναν άλλο σοσιαλιστή μια φορά κάθε δυο χρόνια. Αν κρατούσαν αυτό το ρυθμό, θα έπαιρναν την εξουσία το 1912, αν και δεν περίμεναν όλοι ότι θα πετύχαιναν τόσο γρήγορα.
Οι σοσιαλιστές ήταν οργανωμένοι σε κάθε πολιτισμένο έθνος. Ήταν ένα διεθνές πολιτικό κόμμα, είπε ο Οστρίνσκι, το μεγαλύτερο που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Αριθμούσε τριάντα εκατομμύρια οπαδούς κι έριχνε οχτώ εκατομμύρια ψήφους. Είχε βγάλει την πρώτη του εφημερίδα στην Ιαπωνία κι είχε εκλέξει τον πρώτο του βουλευτή στην Αργεντινή. Στη Γαλλία διόριζε μέλη υπουργικών συμβουλίων και στην Ιταλία και την Αυστραλία έπαιζε ρυθμιστικό ρόλο κι ανέτρεπε κυβερνήσεις. Στη Γερμανία, όπου οι ψήφοι του ξεπερνούσαν το ένα τρίτο των συνολικών ψήφων της αυτοκρατορίας, όλα τα άλλα κόμματα και δυνάμεις είχαν συνενωθεί για να το πολεμήσουν. Δε θα ωφελούσε, εξήγησε ο Οστρίνσκι, να νικήσει το προλεταριάτο ενός έθνους, γιατί το έθνος αυτό θα συντριβόταν από τη στρατιωτική ισχύ των άλλων. Κι έτσι, το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν παγκόσμιο κίνημα, μια οργάνωση όλης της ανθρωπότητας για την εγκαθίδρυση της ελευθερίας και της αδελφοσύνης. Ήταν η νέα θρησκεία της ανθρωπότητας ή, θα μπορούσε να πει κανείς, η εκπλήρωση της παλιάς θρησκείας, αφού δε συνεπαγόταν παρά την εφαρμογή κατά γράμμα της διδασκαλίας του Χριστού.
Μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα, ο Γιούργκις καθόταν, χαμένος στην κουβέντα με τη νέα του γνωριμία. Ήταν γι’ αυτόν μια εξαίσια εμπειρία, μια σχεδόν υπερφυσική εμπειρία. Ήταν σαν να είχε συναντήσει έναν κάτοικο της τέταρτης διάστασης του χώρου, ένα ελεύθερο απ’ όλες τις συμβατικότητες. Τέσσερα χρόνια τώρα, ο Γιούργκις τριγύριζε στα τυφλά στα βάθη μιας ερημιάς. Κι εδώ, ξαφνικά, ένα χέρι είχε απλωθεί, τον είχε αδράξει, τον είχε σηκώσει έξω απ’ αυτήν και τον είχε καθίσει πάνω σε μια βουνοκορφή, απ’ όπου μπορούσε να τη βλέπει όλη. Μπορούσε να δει τα μονοπάτια όπου είχε περιπλανηθεί, τους βάλτους όπου είχε πέσει σκοντάφτοντας, τους κρυψώνες των αρπαχτικών θεριών που είχαν ριχτεί καταπάνω του. Υπήρχαν, για παράδειγμα, οι εμπειρίες του από την Κονσερβούπολη.
Τι υπήρχε σχετικά με την Κονσερβούπολη που ο Οστρίνσκι δεν θα μπορούσε να το εξηγήσει; Για τον Γιούργκις, οι κονσερβάδες ήταν το ισοδύναμο της μοίρας. Ο Οστρίνσκι του έδειξε πως αποτελούσαν το Τραστ του Βοδινού. Ήταν μια γιγαντιαία συνένωση κεφαλαίων που είχε συντρίψει κάθε αντίσταση, είχε ανατρέψει τους νόμους της χώρας κι έγδερνε τον κόσμο. Ο Γιούργκις θυμόταν πως, όταν είχε πρωτόρθει στην Κονσερβούπολη, είχε σταθεί και παρακολουθήσει το σφάξιμο των γουρουνιών και σκεφτόταν πόσο σκληρό κι άγριο ήταν, και βγήκε μακαρίζοντας τον εαυτό του που δεν ήταν γουρούνι. Τώρα, η νέα του γνωριμία του έδειξε πως τότε δεν ήταν παρά ένα γουρούνι ένα από τα γουρούνια των κονσερβάδων. Αυτό που ήθελαν από ένα γουρούνι ήταν ό,τι κέρδος μπορούσαν να βγάλουν απ’ αυτό. Κι αυτό ήταν που ήθελαν κι από τον εργάτη κι ακόμα αυτό ήταν που ήθελαν από το κοινό. Το τι σκεφτόταν για όλα αυτά το γουρούνι, το τι υπέφερε, δε λογαριαζόταν. Το ίδιο δε λογαριαζόταν κι ο εργάτης, το ίδιο κι ο αγοραστής κρέατος. Αυτό ίσχυε παντού στον κόσμο, αλλά ίσχυε ειδικότερα στην Κονσερβούπολη.
Φαίνεται πως υπήρχε κάτι στη δουλειά του σφαξίματος που έτεινε στην ασπλαχνία και την αγριότητα: ήταν κυριολεκτικά γεγονός ότι στις δουλειές των κονσερβάδων, εκατό ανθρώπινες ζωές δεν εξισώνονταν με μιας πεντάρας κέρδος. Όταν ο Γιουργκις θα εξοικειωνόταν με τη σοσιαλιστική φιλολογία, πράγμα που θα γινόταν πολύ γρήγορα, θα έβλεπε το Τραστ του Βοδινού από κάθε λογής άποψη και θα το έβρισκε από παντού το ίδιο. Ήταν η ενσάρκωση της τυφλής κι αχαλίνωτης απληστίας. Ήταν ένα τέρας που καταβρόχθιζε με χίλια στόματα, που ποδοπατούσε με χίλιες οπλές. Ήταν ο Μέγας Χασάπης, ήταν το ενσαρκωμένο πνεύμα του καπιταλισμού.
Πάνω στον ωκεανό του εμπορίου, έπλεε σαν κουρσάρικο καράβι. Είχε υψώσει τη μαύρη σημαία κι είχε κηρύξει πόλεμο κατά του πολιτισμού. Η δωροδοκία κι η διαφθορά ήταν οι καθημερινές του μέθοδοι. Στο Σικάγο, η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν απλά ένα από τα υποκαταστήματά του. Έκλεβε απροκάλυπτα δισεκατομμύρια γαλόνια νερό, υπαγόρευε στα δικαστήρια τις ποινές για τους άταχτους εργάτες, απαγόρευε στο δήμαρχο να εφαρμόσει τον οικοδομικό κανονισμό σε βάρος του. Στην εθνική πρωτεύουσα, είχε τη δύναμη ν’ αποτρέπει έλεγχο των προϊόντων του και να παραποιεί κρατικές εκθέσεις. Παραβίαζε τους νόμους για την επιστροφή κρατικών επιβαρύνσεων κι όταν μια φορά απειλήθηκε έρευνα, έκαψε τα βιβλία του κι έστειλε τους εγκληματίες πράκτορές του έξω από τη χώρα. Στον εμπορικό κόσμο, ήταν οδοστρωτήρας. Εξολόθρευε χιλιάδες επιχειρήσεις κάθε χρόνο, έσπρωχνε άντρες στην τρέλα και την αυτοκτονία. Είχε κατεβάσει τις τιμές των βοδιών τόσο χαμηλά που κατάστρεψε την κτηνοτροφία από την οποία ζούσαν ολόκληρες πολιτείες. Είχε ρημάξει χιλιάδες κρεοπώλες που αρνήθηκαν να πουλούν τα προϊόντα του. Χώρισε τη χώρα σε περιοχές και όριζε την τιμή του κρέατος σε όλες. Κι είχε δικά του όλα τα βαγόνια-ψυγεία κι επέβαλε φοβερό χαράτσι σ’ όλα τα πουλερικά και τ’ αβγά και τα φρούτα και τα λαχανικά. Με τα εκατομμύρια δολάρια που μάζευε κάθε βδομάδα, επιχειρούσε ν’ αποχτήσει τον έλεγχο άλλων κλάδων: των σιδηροδρόμων και των τραμ, του φωταερίου και του ηλεκτρικού. Είχε ήδη δική του τη βυρσοδεψία και τα σιτηρά της χώρας. Ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί ενάντια σ’ αυτές τις καταπατήσεις, αλλά κανείς δεν είχε γιατριά να προτείνει. Ήταν δουλειά των σοσιαλιστών να τους διδάξουν και να τους οργανώσουν και να τους ετοιμάσουν για τον καιρό που θα έπαιρναν στα χέρια τους το γιγάντιο μηχανισμό που λεγόταν Τραστ του Βοδινού και θα τον χρησιμοποιούσαν για να παράγουν τροφές για ανθρώπινα όντα κι όχι για να συσσωρεύουν περιουσίες μια χούφτα πειρατές.
Αργά μετά τα μεσάνυχτα, ο Γιούργκις ξάπλωσε στο πάτωμα της κουζίνας του Οστρίνσκι. Όμως, πέρασε μια ώρα πριν μπορέσει να κοιμηθεί, θαμπωμένος από το χαρούμενο όραμα του κόσμου της Κονσερβούπολης να μπαίνει στα σφαγεία και να τα παίρνει στην κατοχή του!
Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα (εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ: Δεν είναι Ιράν, δεν είναι Σαουδική Αραβία είναι ο Στρατός του Πάνου Καμμένου

 


Στους καταδρομείς της Ρεντίνας η "θαυματουργή" εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπηκόου
από την Ιερά Μονή Δοχειραρίου του Αγίου Όρους, με πομπή αυτοκινήτων!
Για μία εβδομάδα χιλιάδες πιστοί είχαν την ευκαιρία να προσκυνήσουν και να λάβουν τη χάρη της Παναγίας Γοργοϋπηκόου η οποία προθύμως υπακούει και ελεεί όλους όσους την ευλαβούνται και την επικαλούνται με πίστη.
Με την παρουσία του σεπτού Ποιμενάρχη της περιοχής Λαγκαδά κ. Ιωάννη, του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου, πλήθος πιστών με τα αυτοκίνητά τους και λεωφορεία συνόδευσαν με πομπή την εικόνα έως την Ουρανούπολη. Από εκεί δύο πλοία ένα με την Θαυματουργή εικόνα, τους πατέρες της μονής και τους άνδρες μετέβησαν στο Δοχειάρι ενώ το δεύτερο που παρέλαβε τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους ακολούθησε και παρέμεινε στην προκαθορισμένη απόσταση από τον αρσανά της μονής.

Αυτά που συμβαίνουν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στον ελληνικό στρατό είναι πρωτοφανή.

Ποια Χούντα των Συνταγματαρχών..

Η στρατιωτικοποίηση του εργαζόμενου λαού μας που επιχειρεί η κυβέρνηση προχωρά ταυτόχρονα με την ταύτιση του Στρατού με τον Ορθόδοξο Φονταμενταλισμό, ώστε να γίνει κατορθωτό να επιβληθούν όλα τα αντιδραστικά στερεότυπα και τα θέσφατα:

ΛΑΟΣ=ΣΤΡΑΤΟΣ=ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Αυτό είναι το κράτος του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού που οικοδομεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Είναι μια απόπειρα που άρχισε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, με επικεφαλή στις Ένοπλες Δυνάμεις τον ΑΓΕΕΘΑ Αντιστράτηγο Κωσταράκο, με την επιβολή θρησκευτικών σημάτων στις στρατιωτικές σχόλες και την αναβάθμιση μιλιταριστικών και εθνικιστικών επιδείξεων. Ταυτόχρονα όμως είχαμε του πρωην ΥΕΘΑ Μπεγλίτη να υποστηρίζει ότι ¨η συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις είναι εθνική ανάγκη", ενώ ο Στρατός σε τρεις (3) τουλάχιστον περιπτώσεις διατάχθηκε να αναλάβει καθήκοντα Καταστολής Πλήθους απέναντι στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις κατα των Μνημονίων.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνέχει όχι μόνο την αστική Μνημονιακή πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, αλλά και την οικοδόμηση του κράτους διαρκούς έκτακτης ανάγκης με τα πλέον αντιδραστικά χαρακτηριστικά.


Χαρακτηριστικό επεισόδιο του Σκοταδισμού και της Αντιδραστικής επίθεσης που συντελείται είναι τα όσα σημειώθηκαν στο στρατόπεδο της 1ης Ταξιαρχίας Καταδρομέων - Αλεξιπτωτιστών στη Ρεντίνα.

Διαβάζουμε λοιπόν: 

"Κάθε χρόνο ο Μητροπολίτης ο οποίος ευλαβείται ιδιαίτερα την Παναγία Γοργοϋπήκοο και στηρίζει το γυναικείο μετόχι, συνοδεύει ο ίδιος την πομπή με την εικόνα της Παναγίας μέχρι το στρατόπεδο της Ρεντίνας όπου είναι και τα όρια της Μητροπολιτικής του περιφέρειας και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο ευλογεί όλη την αυτοκινητοπομπή που οδεύει προς την Ουρανούπολη.

Η πομπή σταμάτησε μπροστά στην πύλη του στρατοπέδου όπου ήταν παραταγμένα όλα τα στελέχη με τον Ταξίαρχο κο Παπαδημητρίου και με ευλάβεια απέδωσαν τιμές στην Παναγία. 

Μάλιστα το αυτοκίνητο με την ιερά εικόνα οδηγήθηκε εντός της Ταξιαρχίας και του ΚΕΑΠ, όπου όλα τα στελέχη, οι οπλίτες και μαθητές της Σχολής Ευελπίδων που βρισκόταν στην περιοχή για εκπαίδευση, προσκύνησαν την Γοργοϋπήκοο και έλαβαν την ευλογία του σεπτού ποιμενάρχη, ο οποίος με Σταυρό της Ι.Μ. Δοχειαρίου που περιέχει Τίμιο Ξύλο ευλόγησε τους πάντες.

Η χαρά και η συγκίνησή του Μητροπολίτη ήταν τόσο μεγάλη που το έθιμο θα καθιερωθεί από τον Μητροπολίτη, τη Μονή και το ΓΕΣ και κάθε χρόνο η εικόνα θα οδηγείται εντός του στρατοπέδου! 

Μάλιστα μαζί με τον Δήμαρχο Λαγκαδά και την αστυνομία, θα υπάρχει και στρατιωτική αντιπροσωπεία που θα συνοδεύει την εικόνα μέχρι τον αρσανά της μονής.

Απαιτείται η δημιουργία ενός εργατικού διεθνιστικού αντικαπιταλιστικού αντιπολεμικού κινήματος που θα γυρίσει στους εθνικούς τους στόχους, θα απαιτήσει την ικανοποίηση των αναγκών και δικαιωμάτων των εργαζομένων, βάζοντας φραγμό σε πόλεμο-εθνικισμό και φασισμό, παλεύοντας ενάντια σε ΝΑΤΟ-ΕΕ.

Πρέπει τώρα η Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα να καταγγείλουν και αντιπαλέψουν τη γενικευμένη στρατιωτικοπόιηση του εργαζόμενου λαού μας που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Μια στάση εδώ


28o Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, 15 χρόνια πριν, Πανεπιστημιούπολη, Ιλίσια.
Τελευταία μέρα του πρώτου μου Φεστιβάλ. Η χρέωσή μου ήταν στις ψησταριές του Λαϊκού, αλλά η καρδιά μου πέταγε στην κεντρική σκηνή, στη συναυλία του Μητροπάνου. Όταν ήρθαν και ζήτησαν κόσμο για το ξεστήσιμο προσφέρθηκα με τη μία. Δεν είχα ιδέα για τι επρόκειτο, αλλά σίγουρα θα ήταν μια δουλειά πιο κοντά στον Μητσάρα.
Βαδίσαμε γρήγορα μέσα από την Διεθνούπολη, το Στέκι ΑΕΙ-ΤΕΙ, το Μαθητικό και το εργατικό στέκι. Το πρώτο σοκ, γιατί οι σύντροφοι είχαν αρχίσει να τα ξεστήνουν με μανία. Δεν είχε περάσει μια ώρα από τότε που είχα περάσει από εκεί και τά ’χα δει όλα φωτισμένα και με κόσμο να τριγυρίζει ανάμεσα στα τραπεζάκια! Και τώρα ένα κοπάδι… ακρίδες να εξαφανίζει σιγά σιγά τα πάντα!
Στο αρχηγείο την ομάδα μου την έστειλαν στον Παιδότοπο. Πέταγα απ’ τη χαρά μου. Απ’ το ύψωμα εκείνο που στηνόταν κάθε χρόνο ο Παιδότοπος είχες την καλύτερη θέα της Κεντρικής Σκηνής και άκουγες τέλεια τη συναυλία. Πήραμε τις τανάλιες μας κι ανηφορίσαμε τραγουδώντας το κομμάτι που τραγούδαγε λίγο πιο πέρα κι ο Μεγάλος.
Στον Παιδότοπο σκοτάδι, φώτιζαν μονάχα η ανταύγεια της Κεντρικής Σκηνής και οι πυλώνες με τα φώτα της Πανεπιστημιούπολης. Αρχίσαμε να κόβουμε με τις τανάλιες τα συρματάκια που κράταγαν στη θέση τους πανιά, μουσαμάδες και ταμπλό και τα ταχτοποιούσαμε προσεχτικά σε μια γωνιά.
Όλην την ώρα, άλλοι δυνατά κι άλλοι πιο σιγανά, τραγουδάγαμε -άλλωστε, τα ξέραμε όλα τα λόγια των τραγουδιών του Μητροπάνου. Πού και πού, κάποιος φορτωμένος με ρολά μουσαμάδες, όπως τα πήγαινε στη γωνιά που τα ποστιάζαμε έκανε και μια στροφή, για να εισπράξει ένα παλαμάκι ή ένα χωρατό.
Αυτή η καλή μας διάθεση κάλυπτε την πιο ψυχοφθόρα και ψυχοπλακωτική διαδικασία του Φεστιβάλ, που είναι το ξεστήσιμο. Όλα αυτά που χτίζαμε απ’ το μηδέν απ’ την αρχή του Σεπτέμβρη, με τόσο κόπο, με τόσες θυσίες, που ίσα που τα χαρήκαμε τις τέσσερις μέρες του Φεστιβάλ, έπρεπε τώρα να τα γκρεμίσουμε και να τα εξαφανίσουμε. Να αφήσουμε τούτο το μέρος, που είχαμε περάσει έναν τόσο έντονο μήνα, σαν να μην είχαμε βρεθεί ποτέ εκεί πέρα.
Τα πανιά κι οι μουσαμάδες κατέβηκαν κι έπρεπε να περάσουμε στα βαριά: Να ξεστήσουμε τους πύργους και να αποθέσουμε τα συστατικά τους, πλαίσια, χιαστά, κυπελάκια, ταχτοποιημένα κι αυτά κάτω, για να τα φορτώσουν άλλοι σύντροφοι αύριο το πρωί και να τα πάρουν από εκεί.
Το τραγούδι μας συνέχιζε, λίγο πιο ξεθυμασμένο τώρα, αναμεμιγμένο με ελαφρύ λαχανητό. Μέχρι που…
Το δεύτερο μπουζούκι της ορχήστρας του Μητροπάνου από κάτω μας άρχισε να παίζει «μπουκωμένο» μια πολύ γνώριμη αλληλουχία νοτών.
Μετά από δύο μέτρα, το πρώτο μπουζούκι μπαίνει με ένα σόλο που έσπαγε κόκκαλα.
Παγώνουμε. Χωρίς καμία συνεννόηση παρατάμε ό, τι κάνουμε και τρέχουμε προς το φρύδι του υψώματος. Τους δυο-τρεις που μείνανε πίσω χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, τους προγκήξαμε να ‘ρθούν κι αυτοί: «Λέει το Αλίμονο, ρε μαλάκα, έλα!»
«Δυόοοοοοοοοοοοοο…» Εκεί, μπροστά μας, μια όρθια περήφανη φιγούρα στο μέσο μιας τεράστιας σκηνής, ο Μητσάρας με κλειστά μάτια και το μικρόφωνο ψηλά, κολλητά σχεδόν στο στόμα του, αρχίζει να ψέλνει. Εμείς, σχεδόν σε στάση προσοχής, παρακολουθούμε, χωρίς να τολμήσουμε να ακολουθήσουμε την φωνή του στις κορυφές και στις κοιλάδες στις οποίες ταξίδευε. Μονάχα κάποιοι αυθάδεις πήραν θάρρος σε δυο τρία σημεία που πήγαινε λίγο πιο στρωτά το τραγούδι κι άνοιξαν το στόμα τους, για να το κλείσουν ντροπιασμένοι μετά από λίγο, με τα πνευμόνια τους αδειανά, ενώ ο Μητροπάνος συνέχιζε.
Μετά από τρία λεπτά τραγούδι, όμως, δεν γινόταν να μείνουμε σιωπηλοί. Στο «Χωρίς την αγάπη σου / θα ήμουνα μόνος» η φωνή μας εξερράγη μέσα απ’ τα στήθια μας και οι λαιμοί μας φούσκωσαν. Τα χέρια μας υψώθηκαν -μαζί με τα χέρια και των χιλιάδων που ήταν από κάτω, στην αυλαία μπροστά στη μεγάλη σκηνή- και ουρλιάξαμε όλοι μαζί:
«Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν
Αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο
Αλίμονο σ’ αυτούς που δε δακρύσανε, ζωή
Την ομορφιά σου δε γνωρίσανε ζωή
Την ομορφιά σου δε γνωρίσανε».
Η «χορωδία» του κοινού που συντρόφευε με τόση ένταση τον Μητροπάνο στο τραγούδι δεν οφειλόταν στο ότι όλοι οι άνθρωποι που ήμασταν εκεί είχαμε εμπειρίες από έναν μεγάλο έρωτα, σαν αυτόν του τραγουδιού. Κάθε άλλο. Ήταν από τις στιγμές κι απ’ τα τραγούδια που σε τραντάζουν, σε τραβάνε με δύναμη απ’ την ατομικότητά σου και σε κάνουν υμνητή του συνολικού φαινομένου της ζωής και όσων αυτή περιλαμβάνει. Που διαχέουν το πάθος και τη λαχτάρα και τα συλλογικοποιούν.
Γυρίσαμε στο ξεστήσιμο εξαντλημένοι, σα νά ’χαμε κουβαλήσει τα διπλάσια πλαίσια απ’ όσα απόμεναν να κατεβάσουμε, αλλά με μια άλλη ηρεμία στην καρδιά. Δεν ήμασταν απλοί θεατές μιας ακόμα συναυλίας. Ήμασταν κοινωνοί αυτής της μουσικής εμπειρίας. Ο Μητροπάνος τραγούδησε αυτό το τραγούδι στο σπίτι του, στο σπίτι μας, όχι σε θεατές, αλλά σε συντρόφους. Η φωνή του πέρασε από έναν ενισχυτή που όμοιό του δεν μπορεί να φτιάξει καμία τεχνολογία, μας δόνησε και χαράχτηκε για πάντα στο μυαλό μας, για να συνεχίσει να μας δονεί και τώρα, που δεν είναι πια μαζί μας.

«Τι θέλει αυτή εδώ;»

Σούρουπο Σεπτέμβρη του 1992. Στη δημοσιογραφική πιάτσα συζητάνε με υποδόριο χιούμορ την ευάριθμη, από πλευράς συμμετοχής κόσμου, «νεκρανάσταση» του Φεστιβάλ της ΚΝΕ στην Πανεπιστημιούπολη. Άλλοι πάλι λένε πως ο κόσμος είναι πιο πολύς απ’ αυτόν που αναμενόταν. Η Αλέκα έχει ήδη κάτσει απέναντί μου στην πολυθρόνα του “Ψηλά τα Χέρια” . Το βρώμικο 89, ο Κοσκωτάς, τα «γουνάκια» , η αισθητική της Αυριανής, το 13ο, το 14ο… Αποφασίζω να πάω στο φεστιβάλ. Διαλέγω να πάω μόνη μου για να δω και ν’ ακούσω χωρίς να …εκθέσω κανέναν.
Φτάνω στην είσοδο. Ένας πάγκος, δυο γυναίκες, η μία νεότερη, η άλλη λίγο πιο πάνω από τα χρόνια μου. Κοντοστέκομαι. Αμηχανία. Βλέπεις δεν μπορώ να κρυφτώ, άτιμο πράγμα η δημόσια μούρη, και δεν το θέλω.
«Εισιτήριο;» ρωτάω. «Περάστε , δημοσιογράφος είστε» λέει η μεγαλύτερη, ψελλίζοντας κι ένα «από πού;». Εννοούσε από ποιο μέσο. Τώρα ούτε εγώ θυμάμαι καλά καλά, μετά την παταγώδη αποχώρηση απ’ το mega, την επανάκαμψη στην ΕΡΤ, το FLASH, το Σκάι. Επαγγελματικά κουλουβάχατα σε αναμοχλευτικούς καιρούς. «Από πουθενά» απαντάω. «Από μόνη μου». Προχωράω. Έχουν πυκνώσει κάποιοι παράξενοι νεολαίοι. Ευγενείς, αγόρια και κορίτσια λιγότερα, και τ’ αυτί μου πιάνει ένα «τί θέλει αυτή εδώ;». Δεν ξέρω ποιος και αν απάντησε.
Περπάτησα με ευκολία. Όλα χειροποίητα. Πάγκοι, πανό, κόσμος αραιός. Με πλησιάζει μια γιαγιά. Μαζί με δυο-τρείς νεότερες, απ’ αυτές που λατρεύω να βλέπω στις διαδηλώσεις, εκδηλώσεις και φεστιβάλ του κόμματος, και κάθε μα κάθε φορά να ξορκίζω κάθε κακό που έρχεται με τα γεράματα και να εύχομαι να τους μοιάσω στα κότσια. «Κι εσύ εδώ; Αμ το λεγα γω ότι αυτή δεν μπορεί, σα δικιά μας ακούγεται. Και ξέρεις το ψέμα φαίνεται στη μούρη. Κι είναι καλύτερη απ’ την τηλεόραση». Στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, σ’ αυτό το ηρωϊκά αμήχανο, μια γιαγιά έσπασε την επιφύλαξη και την παγωμάρα, αλλά κυρίως μ’ έναν τρόπο μαγικό έβγαλε απ’ τα μάτια που με περιεργαζόντουσαν, και γιατί όχι με παρακολουθούσαν, την καχυποψία που γεννούσε η ιδιότητα, η μέρα, ο τόπος, η ιστορία, η ώρα και η στιγμή.
Πέρασαν χρόνια και την ερώτηση «τί θέλει αυτή εδώ» μου την αποκρυπτογράφησε συντρόφισσα που δουλεύαμε πολλά χρόνια στη βουλή μαζί κι από σύμπτωση ήταν αυτή η ίδια και τότε, και το 2000 που έχουμε ορκιστεί βουλευτές και με υποδέχεται ζεστά, όταν περνάω τρέμοντας από συγκίνηση την πόρτα των γραφείων του κόμματος. Τότε είχε αναρωτηθεί ακριβώς αυτό. Το 2000 μου το θύμισε και με ξεψάρωσε όταν αναρωτιόμουν εγώ για άλλα, πολύ ευκολότερα από το πρώτο βήμα.
Πολλοί θυμούνται τη ΔΕΗ και την εικοσάλεπτη διακοπή του ρεύματος στο φεστιβάλ του 92. Εγώ, το διακόπτη που άναψε την ερώτηση κι απάντησα με τη ζωή μου. Εικοσιπέντε χρόνια μετά ξέρω πως ήταν η Ρόζυ.

Επιτυχίες





Ο Αμερικανός πρέσβης αναδεικνύεται ως ο πιο δραστήριος απ' όσους έχουν περάσει από την Ελλάδα, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Δεν περνάει μέρα που να μην υπάρχει μια είδηση με το όνομά του, είτε λόγω κάποιας συνάντησης με στελέχη της κυβέρνησης και των άλλων αστικών κομμάτων, είτε μιας επίσκεψης σε κάποια περιοχή με έντονο «επενδυτικό» ενδιαφέρον, είτε μιας παρέμβασης στα ΜΜΕ για τη γεωπολιτική σημασία που έχει η Ελλάδα στην υλοποίηση των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών σχεδίων στην περιοχή. Αν κρίνουμε μάλιστα από τις εξελίξεις, ο πρέσβης των ΗΠΑ κρίνεται ιδιαίτερα επιτυχημένος στη δουλειά του: Η κυβέρνηση αναβαθμίζει τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ σε όλα τα επίπεδα (Σούδα, Αραξος κ.λπ.), τα ενεργειακά σχέδια, με βάση τους μακροπρόθεσμους προγραμματισμούς των αμερικανικών μονοπωλίων προχωράνε κανονικά, ενώ δεν υπάρχει επένδυση που να εκδηλώνει ενδιαφέρον αμερικανική εταιρεία και να μην της κατοχυρώνεται. Τελευταίο παράδειγμα είναι τα ναυπηγεία της Σύρου, όπου βρέθηκε πριν από ένα μήνα ο πρέσβης, για να προβάλει το ενδιαφέρον δύο αμερικανικών ομίλων για την αγορά τους. Τώρα ανακοινώνεται ότι ο ένας από τους δύο παραιτήθηκε υπέρ του άλλου, ο οποίος απέμεινε πλέον μοναδικός διεκδικητής! Χώρια που η κυβέρνηση επισπεύδει τη διαδικασία εκκαθάρισης, για να μπει αμέσως ο «επενδυτής» με κερδοφόρες προοπτικές στο ναυπηγείο. Σε κάθε περίπτωση, ο Αμερικανός πρέσβης δεν είναι καθόλου αχάριστος και με κάθε ευκαιρία αναγνωρίζει τη συμβολή της κυβέρνησης στις απανωτές διπλωματικές του επιτυχίες.

Το ταμείο...




Κάνοντας «ταμείο» για τα δύο χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που αναδείχτηκε σαν χτες από τις εκλογές του 2015, στην πλάτη του λαού φορτώθηκε όχι μόνο η απαρέγκλιτη υλοποίηση του τρίτου και των προηγούμενων μνημονίων, αλλά και τα πρόσθετα μέτρα της δεύτερης «αξιολόγησης», με ορίζοντα τα επόμενα πολλά χρόνια. Τώρα, μπροστά μας βρίσκεται ο νέος γύρος της επίθεσης που σηματοδοτεί η τρίτη «αξιολόγηση».
Πριν από εκείνες τις εκλογές είχε γίνει το δημοψήφισμα και ψηφίστηκε το τρίτο μνημόνιο, από τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Σ' εκείνη την εκλογική αναμέτρηση, ο ΣΥΡΙΖΑ προβαλλόταν ως η δύναμη που μπορούσε τάχα να διαχειριστεί τις μνημονιακές συμφωνίες με «κοινωνικό πρόσημο», σε αντίθεση με τη «νεοφιλελεύθερη» ΝΔ.
Αν ένα συμπέρασμα είναι επομένως χρήσιμο για το λαό, απ' όλη την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού ούτε υπήρξε, ούτε πρόκειται να υπάρξει. Οτι το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων και η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι ασύμβατα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε ανάπτυξη και κρίση.
Το συμπέρασμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία απέναντι στο αφήγημα της «δίκαιης ανάπτυξης» που λανσάρουν από κοινού κεφάλαιο και κυβέρνηση, για να στρατεύσουν τα λαϊκά στρώματα στους αντιλαϊκούς τους στόχους. Το αντεργατικό οπλοστάσιο, που θωράκισε και εμπλούτισε περαιτέρω η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, σε αντιδιαστολή με τα προνόμια και τις δεσμεύσεις στο κεφάλαιο, για να βελτιωθεί το «επενδυτικό κλίμα», είναι τρανή απόδειξη.
Επιβεβαιώνεται ότι η καπιταλιστική οικονομία έχει τους δικούς της σιδερένιους νόμους, ότι η κερδοφορία του κεφαλαίου όχι μόνο δεν μπορεί να συμβαδίσει ή να συμβιβαστεί με τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες, αλλά εξ ορισμού τις αντιστρατεύεται, έχει ως «προαπαιτούμενο» την ισοπέδωσή τους, για να θωρακίζεται η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου. Η οικονομία και η εξουσία του κεφαλαίου, η συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις σημαίνουν μόνιμη «επιτροπεία» και «μνημόνια» διαρκείας για την εργατική τάξη και το λαό, ανεξάρτητα απ' το «πρόσημο» του διαχειριστή.
Δύο χρόνια μετά, με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε κυβέρνηση και ΝΔ, αλλά και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, να μετατοπίζεται ολοένα και πιο αντιδραστικά, με άξονα το ποιος είναι ικανότερος να υλοποιήσει την αντιλαϊκή πολιτική, επιβεβαιώνεται ότι η συζήτηση για τις αναλογίες στο «μείγμα» της αστικής διαχείρισης δεν αφορά τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά αποκλειστικά αυτά του κεφαλαίου. Το ίδιο και οι αντιπαραθέσεις των τμημάτων της αστικής τάξης για το ποια ιμπεριαλιστική συμμαχία και με ποιους όρους είναι ικανή να εξασφαλίσει τα συμφέροντά τους.
Δύο χρόνια μετά, η ανάδειξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ σε «σημαιοφόρο» των αμερικανοΝΑΤΟικών σχεδίων στην περιοχή, με το κάλεσμα του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, την αναβάθμιση του ρόλου της βάσης της Σούδας, την αναζήτηση αναβαθμισμένων ρόλων στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ότι η επιχείρηση ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας πηγαίνει χέρι χέρι με την ακόμα βαθύτερη εμπλοκή στους επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Η μείωση των απαιτήσεων, ο «ρεαλισμός» της υποταγής στις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας και συνολικά στους στόχους του κεφαλαίου, η επιλογή του υποτιθέμενου «μικρότερου» κάθε φορά κακού, οι δηλητηριώδεις αυταπάτες περί συμβιβασμού των συμφερόντων των καπιταλιστών με αυτά των εργαζομένων, στις οποίες πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, επιβεβαιώνεται ότι οδηγούν όλο και παρακάτω την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, στο μεγαλύτερο κακό.
Ελπίδα για το λαό δεν μπορεί να υπάρξει από τις φθαρμένες αυταπάτες περί ενός «δικαιότερου» εκμεταλλευτικού συστήματος, αλλά από την πάλη για την κατάργησή του. Η φιλολαϊκή διέξοδος δεν μπορεί να αναζητηθεί στα σχέδια του κεφαλαίου, με όποια μάσκα κι αν αυτά εμφανίζονται κάθε φορά, αλλά στη συστράτευση με το ΚΚΕ, στη μάχη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, την οικοδόμηση της Κοινωνικής Συμμαχίας των εργαζομένων με τα άλλα λαϊκά στρώματα, στη σύγκρουση με το κεφάλαιο και την εξουσία του, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις.

TOP READ