Δεν ζούμε πια την ένταση, με την αγανάκτηση και το θυμό των
πρώτων ετών της καπιταλιστικής κρίσης. Έχουμε προσαρμοστεί με τους καινούργιους
όρους ζωής, αποφεύγουμε να κοιτάξουμε καταπρόσωπο τους φόβους που μας συνθλίβουν
και δεχόμαστε το μοιραίο της οικονομικής εξαθλίωσης και την εξήγησή της σαν
φυσικό φαινόμενο. Μαντρωμένοι από τον καπιταλισμό της Ευρώπης μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που σαν να είμαστε κοπάδια
διαχειρίζεται την εξαθλίωσή μας χωρίς να σκεφτόμαστε ούτε καν την απόδραση, γραπωνόμαστε
από ψήγματα ελπίδας για τις προοπτικές μας, ενώ περιμένουμε την ώρα που θα μας
διαθέσει κατά το συμφέρον της. Στο ενδιάμεσο, υπερασπιζόμενοι τα …ιερά
δικαιώματα του ανθρώπου, διαμαρτυρόμαστε μ’ επικεφαλής ευαίσθητα κοριτσάκια για
την κλιματική αλλαγή και ψηφίζουμε για την αντιπροσώπευσή μας σε κοινοβούλια
που νομιμοποιούν αποφάσεις των καπιταλιστικών κέντρων εξουσίας.
Κι αν
βέβαια οι τάσεις της κοινωνίας και οι διεργασίες που υπάρχουν στο κοινωνικά υποκείμενα είναι αδύνατο να
εκφραστούν στο εκλογικό επίπεδο στις πραγματικές τους διαστάσεις, αφού το
κοινοβουλευτικό παιχνίδι δεν είναι το βασικό πεδίο δράσης για κινήματα και
αντιστάσεις, όμως ορισμένες πλευρές των
εκλογών μπορεί να έχουν σημασία και να αντικατοπτρίζουν τάσεις κι αντιλήψεις
της κοινωνίας.
Αναζητώντας
την έκφραση της δυσφορίας για την εγκαταστημένη πια οικονομική λιτότητα στο
εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών βρίσκει κανείς φασισμό και απολιτικοποίηση,
όπως όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης.
Στο Ευρωκοινοβούλιο το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και οι Σοσιαλιστές και
Δημοκράτες, που ιστορικά κυριαρχούσαν, δεν θα διαθέτουν πλέον την πλειοψηφία,
οι φιλελεύθεροι με τους Πράσινους ενισχύθηκαν σημαντικά όπως και τα ποικιλώνυμα
φυτώρια φασισμού στην Ευρώπη που καταγράφονται ως ακροδεξιά. Στα καθ’ ημάς
έγινε η συνήθης μετατόπιση από το ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ όπως πριν τέσσερα χρόνια είχε
γίνει η αντίστροφη, από ΝΔ σε ΣΥΡΙΖΑ, σε αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ, ενώ οι φασίστες
τσιμεντώνουν τα ποσοστά τους συνολικά σε όλους τους κλώνους τους με τις διάφορες
επωνυμίες.
Από τις προηγούμενες ευρωεκλογές, η ανάγνωση των αποτελεσμάτων χρέωνε
στην οικονομική κρίση της Ευρώπης με τις ανερχόμενες και διευρυνόμενες ανισότητες
την άνοδο των ποικιλώνυμων φασιστικών κομμάτων που δίνουν ελπίδες ότι θα
καλύψουν τις ανησυχίες των ψηφοφόρων, με την υπόσχεση της αποκατάστασης της
εθνικής κυριαρχίας στο όνομα του λαού. Για να κατανοηθεί η άνοδός τους όμως δεν
αρκεί να επισημανθούν οι τρόποι με τους οποίους κάνουν πιο ελκυστικό το μήνυμά
τους σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού και να θεωρηθεί πως η επιτυχία τους
αντικατοπτρίζει απλώς τη βούληση του λαού.
Τα ακροδεξιά κόμματα έχουν αποδείξει πως είναι σε θέση να προσαρμόσουν το
μήνυμά τους για να επεκτείνουν την υποστήριξη πέρα από τη στενή βάση των οπαδών
τους, που είναι αγανακτισμένοι λευκοί χριστιανοί σε επισφαλή απασχόληση με
χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης. Κι έτσι δίνουν την εντύπωση πως απομακρύνονται από
τον φασισμό, ώστε να φαίνονται νόμιμοι σε ένα φάσμα ψηφοφόρων,
συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα ένιωθαν άβολα επιλέγοντας ένα ρητά
ρατσιστικό κόμμα.
Ακόμα και στα καθ’ ημάς, η Ελληνική
Λύση του Κ. Βελόπουλου, όπως και η ακροδεξιά διεύρυνση της Ν.Δ προσφέρει στέγη
σε τμήμα των φασιστών που δεν θέλουν να ταυτίζονται με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, η
οποία φαίνεται να παραδίδει τη φασιστική σκυτάλη σε νομιμοποιημένους πολιτικούς
σχηματισμούς.
Αυτό που κάνει τα ακροδεξιά
κόμματα επιτυχή είναι ακριβώς το εθνικιστικό τους μήνυμα - πιο συγκεκριμένα, οι
τρόποι με τους οποίους δικαιολογούν την οικονομική εξαθλίωση ή τον αποκλεισμό από την ευμάρεια. Αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά με κριτήρια
βιολογικά (όπως χρησιμοποιούνται από φασιστικά συμβατικά ακροδεξιά κόμματα),
αλλά γίνεται μέσω των πολιτικών διακρίσεων - επιδιώκοντας να αποκλείσουν όσους
υποτίθεται ότι δεν υιοθετούν τις «αξίες μας», της δημοκρατίας και της ανοχής.
Μέσω αυτής της πολιτικής-εθνικιστικής αφήγησης τα ονομαζόμενα ακροδεξιά κόμματα
εξομαλύνουν τον αποκλεισμό, εξαφανίζοντας τις ταξικές του διαστάσεις και προσφέροντας
λύσεις στις πολλαπλές ανασφάλειες των ψηφοφόρων, χωρίς να αγγίζουν τον πυρήνα
της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Χρησιμοποιούν μια ρητορική που
αποκλείει μια ποικιλία πληθυσμιακών ομάδων, όπως είναι γενικά οι πρόσφυγες και
μετανάστες ή οι μουσουλμάνοι με τις μαντήλες και το κοράνι, με βάση ότι αποτελούν απειλή για την κοινωνική
συναίνεση και, ως εκ τούτου, τη σταθερότητα και ευημερία. Η υιοθέτηση αυτής της
μορφής του αστικού εθνικισμού, η οποία αποκλείει επί τη βάσει των ιδεολογικών
και όχι βιολογικών κριτηρίων του έθνους
που ανήκουν, μπορεί με πολλούς
τρόπους να θεωρηθεί η νέα 'συνταγή της
επιτυχίας', για τα ακροδεξιά κόμματα, η
οποία τα επιτρέπει να προσελκύσουν ένα ευρύ φάσμα των κοινωνικών ομάδων με
διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα και
προτιμήσεις.
Κι έτσι μ’ επιτυχία η άκρα δεξιά εκμεταλλεύεται προς όφελός της τη
δυσπιστία στην ικανότητα της αριστεράς να πετύχει τους στόχους της με την απαξίωση της από τους σοσιαλδημοκράτες, όπως σε μας από τον ΣΥΡΙΖΑ,
οι οποίπο συμπορεύτηκαν με την κυρίαρχη πολιτική στη συκοφάντηση του
κομμουνιστικού λόγου και στην εφαρμογή
της οικονομικής λιτότητας. Καθώς χρεοκόπησε κάθε εναλλακτική πολιτική αφήγηση
στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν μένει άλλη εκτός απ’ αυτήν του αναβαπτίσματος κι
εξυγίανσης του φασισμού Κι έτσι η άνοδός φασιστικών κομμάτων διευκολύνει την
κυρίαρχη τάξη, όπως φαίνεται από την αυξανόμενη συναίνεση κι άλλων κομμάτων πως για να τα υπερκεράσουν και να έχουν
εκλογικά κέρδη θα πρέπει να τα μιμηθούν.
Η καπιταλιστική κρίση έχει
σίγουρα μεγάλη σημασία στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να ανθίσουν
ακροδεξιά –φασιστικά πολιτικά κόμματα.
Μπορεί να είναι καταλύτης σ’ αυτή τη διαδικασία, όμως δεν αρκεί από μόνη της
για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Οι σπόροι του αυταρχισμού, του εθνικισμού, του
ρατσισμού, τη ξενοφοβίας είχαν φυτευτεί από την κυρίαρχη εξουσία στις αστικές δημοκρατίες
πολύ πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης πριν από μια δεκαετία.
Αποκλείοντας κάθε διέξοδο από τον καπιταλισμό που φρόντισε γι’ αυτό εδώ και
δεκαετίες με τη συκοφάντηση κι απαξίωση της κομμουνιστικής προοπτικής και
εξίσωσή της με το φασισμό γίνονται ελκυστικά τα ακροδεξιά κόμματα. Και η απειλή
που μακροπρόθεσμα αποδεικνύεται επικίνδυνη είναι η προοπτική μεγάλων τμημάτων
του πληθυσμού σ’ όλη την Ευρώπη να συνηθίσουν σταδιακά στις αντιδημοκρατικές, αυταρχικές
και βίαιες συμπεριφορές της εξουσίας. Ο
φασισμός με τις νέες μορφές του νομιμοποιείται.