Πρώην διευθυντής της CIA: «Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την τρομοκρατία προς όφελός τους»
Ό πρώην διευθυντής της CIA William Odom ομολόγησε ότι «Η Αμερική χρησιμοποιούσε για καιρό την τρομοκρατία» ξαναφέρνοντας στην επιφάνεια το ερώτημα του ποιος δημιούργησε την ISIL και την Αλ Κάιντα, ενώ ο πρώην ΥΠΕΞ της Βρετανίας Ρόμπιν Κουκ αναφέρει στην Βουλή των Κοινοτήτων ότι «η Αλ Κάιντα ήταν αναμφισβήτητα ένα προϊόν των δυτικών μυστικών υπηρεσιών».
Άρθρο δυναμίτης σε δυναμική αμερικανική ιστοσελίδα αποκαλύπτει το πως η ISIL που τώρα οι Αμερικανοί φέρονται να χτυπούν ανελέητα κατασκευάστηκε από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ για να πατήσουν «πόδι» στα πλούσια ενεργειακά κοιτάσματα της Μεσοποταμίας.
Το άρθρο του ειναι του Garikai Chengu στο counterpunch.org και η απόδοση εγινε από τον Παναγιώτη Κάτσικα
«Όπως και η περίπτωση της Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος είναι και αυτό κατασκεύασμα της Αμερικής. Είναι ένα “όργανο του τρόμου” σχεδιασμένο για να διαιρέσει και να κατακτήσει την πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου, Μέση Ανατολή, αντιμετωπίζοντας την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν στην περιοχή.
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν μία μακρά ιστορία στην υποστήριξη τρομοκρατικών ομάδων, θα εξέπληττε αυτούς που παρακολουθούν μόνο τις ειδήσεις και αγνοούν την ιστορία.
Η ίδια η CIA ευθυγραμμίστηκε με το εξτρεμιστικό Ισλάμ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τότε, η Αμερική ανέλυσε τον κόσμο στο παραπάνω δίπολο: Από την μία πλευρά, η Σοβιετική Ένωση και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, όπου η Αμερική τα θεωρούσε εργαλεία για την ΕΣΣΔ, και από την άλλη, οι δυτικές χώρες και το μαχητικό πολιτικό Ισλάμ, όπου οι ΗΠΑ το θεωρούσαν σύμμαχο στον αγώνα ενάντια της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο διευθυντής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας στην εποχή του R.Reagan, William Odom, πρόσφατα παρατήρησε: » Από κάθε πλευρά η Αμερική χρησιμοποιούσε για καιρό την τρομοκρατία. Το 1978-79 η Γερουσία προσπαθούσε να περάσει ένα νόμο ενάντια στην διεθνή τρομοκρατία – Οι δικηγόροι τότε είχαν αναφέρει πως όποια παραλλαγή τέτοιου νόμου και να φτιάξουν θα είναι κατά παράβαση»
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η CIA χρησιμοποίησε τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο τόσο για να αντικρούσει την σοβιετική επέκταση, όσοι και να εμποδίσει την εξάπλωση του Μαρξισμού ανάμεσα στις Αραβικές μάζες.
Η Αμερική επίσης στήριξε ανοιχτά το Sarekat Ισλάμ ενάντια στον Sukarno στην Ινδονησία και την τρομοκρατική ομάδα Jamaat-e-Islami- ενάντια στον Julfiqar Ali Bhutto στο Πακιστάν. Τελευταία περίπτωση αλλά όχι λιγότερο σημαντική είναι αυτή της Αλ Κάιντα.
Μήπως ξεχνάμε, πως η CIA δημιούργησε τον Οσάμ Μπιν Λάντεν, και τροφοδότησε την οργάνωσή του την δεκαετία του 1980. Ο πρώην Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ρόμπιν Κουκ, ανέφερε στην Βουλή των κοινοτήτων, ότι η Αλ Κάιντα ήταν αναμφισβήτητα ένα προϊόν των δυτικών μυστικών υπηρεσιών.
Ο κ. Κούκ εξήγησε πως η AL Qaeda – η οποία το όνομα της είναι η συντομογραφία της λέξης «βάση δεδομένων» στα Αραβικά – ήταν στην αρχή η βάση δεδομένων χιλιάδων εξτρεμιστών Ισλαμιστών σε έναν υπολογιστή, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτή από την Σία και χρηματοδοτούνταν από τους Σαουδάραβες, με σκοπό να νικήσουν τους Ρώσους στο Αφγανιστάν.
Η σχέση της Αμερικής με την Αλ Κάιντα ήταν πάντα μια σχέση αγάπης και μίσους. Εξαρτιόταν από το αν μια ομάδα της Αλ Κάιντα σε μία συγκεκριμένη περιοχή εξυπηρετεί ή όχι τα συμφέροντα της Αμερικής, τότε ανάλογα και το Στέιτ Ντεπάρτμεντ, είτε χρηματοδοτούσε, είτε στοχοποιούσε επιθετικά αυτές τις ομάδες. Ακόμα και αν οι διαμορφωτές της Αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής ισχυρίζονται ότι αντιτίθενται στον Μουσουλμανικό εξτρεμισμό, εν γνώση τους τον υποθάλπτουν , χρησιμοποιώντας τον ως όπλο για την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική.
Το Ισλαμικό κράτος, είναι το νεότερο όπλο της Αμερικής, που μοιάζει με την Αλ Κάιντα, και αναμφίβολα εκρήγνυται πρόωρα. Το Ισλαμικό κράτος έκανε την εμφάνιση του πρόσφατα στο Διεθνές προσκήνιο αφότου αποκεφάλισαν τους Αμερικάνους δημοσιογράφους. Τώρα οι τρομοκράτες ελέγχουν μία περιοχή στο μέγεθος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Για να μπορέσει κάποιος να καταλάβει γιατί το Ισλαμικό Κράτος μεγάλωσε τόσο γρήγορα, πρέπει να ρίξει μία ματιά στις ρίζες του όπου υπήρχε αμερικάνικη υποστήριξη. Το 2003 η Αμερικάνικη επέμβαση και κατοχή στο Ιράκ, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τις ακραίες Σουνίτικες ομάδες, όπως το Ισλαμικό Κράτος να αποκτήσουν ρίζες. Η Αμερική, μάλλον απερίσκεπτα κατέστρεψε τον κοσμικό κρατικό μηχανισμό που είχε συγκροτηθεί επί του Σαντάμ Χουσείν, και τον αντικατέστησε με την Σιίτικη διοίκηση.
Η αμερικάνικη κατοχή προκάλεσε τεράστια ανεργία στις Σουνίτικες περιοχές, απορρίπτοντας τον σοσιαλισμό και κλείνοντας εργοστάσια με την αφελή ελπίδα ότι το αόρατο χέρι της αγοράς θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Κάτω από το νέο Σιίτικο καθεστώς το οποίο υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ, τα Σουνίτικα εργατικά στρώματα έχασαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Σε αντίθεση με τους λευκούς Αφρικανούς (AFRIKANERS) της Νοτίου Αφρικής, που τους επιτράπηκε να διατηρήσουν τον πλούτο τους ύστερα από την αλλαγή καθεστώτος, στις ανώτερες Σουνίτικες τάξεις, αφαιρέθηκαν όλα τα προνόμια και χάθηκε η πολιτικής τους επιρροή. Αντί να προωθηθεί μια θρησκευτική ολοκλήρωση και ενότητα, η αμερικάνικη πολιτική στο Ιράκ όξυνε τις θρησκευτικές διαιρέσεις, δημιουργώντας γόνιμο έδαφος για την Σουνίτικη δυσαρέσκεια, με την βοήθεια της οποίας η Αλ Κάιντα ρίζωσε στο Ιρακ.
Το ισλαμικό κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε, είχε άλλο όνομα: Αλ Κάιντα στο Ιράκ. Μετά το 2010 μετονομάστηκε και έστρεψε τις προσπάθειες του στην Συρία.
Τρεις πόλεμοι διεξάγονται ουσιαστικά στη Συρία. Ένας μεταξύ της κυβέρνησης του Άσαντ και των ανταρτών, ένας άλλος μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, και ένας ακόμη μεταξύ της Αμερικής και της Ρωσίας.
Είναι αυτός ο τρίτος, νέος Ψυχρος Πόλεμος, όπου έκανε την Αμερική να αποφασίσει να εξοπλίσει τους Ισλαμιστές αντάρτες στην Συρία, καθώς ο πρόεδρος Άσαντ, είναι βασικός σύμμαχος της Ρωσίας. Πολλοί από αυτούς τους Σύρους αντάρτες, έχουν προσχωρήσει στο Ισλαμικό Κράτος, οι οποίοι ανοιχτά κραδαίνουν τα αμερικάνικα M-16.
Η πολιτική της Αμερικής στην Μέση Ανατολή περιστρέφεται γύρω από το πετρέλαιο και το Ισραήλ. Η επέμβαση στο Ιράκ, έχει ικανοποιήσει ένα μέρος της δίψας της Αμερικής για το πετρέλαιο.
Οι επικείμενες αεροπορικές επιδρομές στη Συρία και οι οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν όμως σχετίζονται με το Ισραήλ. Ο στόχος είναι να στερηθούν οι γειτονικοί εχθροί του Ισραήλ, δηλαδή η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, και η Χαμάς στην Παλαιστίνη, την ζωτικής σημασίας υποστήριξη της Συρίας και του Ιράν.
Το Ισλαμικό κράτος δεν είναι απλά ένα «όργανο τρομοκρατίας» το οποίο χρησιμοποιείται από την Αμερική για να ανατρέψει την κυβέρνηση της Συρίας. Χρησιμοποιείται επίσης για να προκαλέσει πίεση στο Ιράν.
Η τελευταία φορά που το Ιράν εισέβαλε σε άλλη χώρα ήταν το 1738. Από την ανεξαρτησία της το 1776, η Αμερική έχει εμπλακεί σε πάνω από 53 στρατιωτικές εισβολές και αποστολές. Παρά το ό,τι οι κραυγές πολέμου των Δυτικών μέσων ενημέρωσης θα ήθελαν να πιστέψετε, το Ιράν δεν είναι απειλή για την τοπική ασφάλεια, σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον.
Μια έκθεση που δημοσιεύτηκε το 2012 και που εγκρίθηκε από 16 Αμερικάνικες υπηρεσίες πληροφοριών, επιβεβαιώνει ότι το Ιράν έχει τερματίσει το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων το 2003. Η αλήθεια είναι, πως η φιλοδοξία του Ιραν για τα πυρηνικά όπλα, υπαρκτή η φανταστική, είναι αποτέλεσμα της αμερικάνικης εχθρότητας προς το Ιράν, και όχι κάτι άλλο.
Η Αμερική χρησιμοποιεί το Ισλαμικό Κράτος για τρεις τρόπους: Με το να επιτεθεί στους εχθρούς της στην Μέση Ανατολή, με το να χρησιμεύσει ώς πρόσχημα για στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο εξωτερικό, και με το να υποθάλψει μία κατασκευασμένη εγχώρια απειλή, για να δικαιολογήσει την πρωτοφανή εσωτερική επιτήρηση.
Με το να αυξάνεται ραγδαία η παρακολούθηση της κυβέρνησης και με το να παρεμβαίνει πιο εύκολα σε ζητήματα απόρρητων προσωπικών δεδομένων, αυξάνει την δύναμη της στο να επιτηρεί τους πολίτες, ενώ μειώνει την δύναμη των πολιτών να επιτηρούν αυτήν. Η τρομοκρατία είναι μία δικαιολογία για την μαζική παρακολούθηση, στο φόντο μιας μαζικής εξέγερσης.
Ο λεγόμενος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» πρέπει να κατανοηθεί σαν αυτό που πραγματικά είναι: Ένα πρόσχημα για την διατήρηση ενός τεράστιου αμερικάνικου στρατού. Οι δύο πιο ισχυρές ομάδες στην Αμερικάνικη εξωτερική πολιτική είναι το λόμπι του Ισραήλ, το οποίο διευθύνει την πολιτική της Αμερικής για την Μέση Ανατολή, και το Στρατιωτικό – Βιομηχανικό συγκρότημα, που επωφελείται από την δράση της Ισραιλινής ομάδας.
Από τότε που ο Τζώρτζ Μπους κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία τον Οκτώβριο του 2001, κόστισε στον Αμερικάνο φορολογούμενο 6.6 τρισεκατομμύρια και χιλιάδες νεκρούς γιούς και κόρες, από την άλλη όμως οι πόλεμοι είναι γκανιότα δισεκατομμυρίων δολαρίων για την στρατιωτική ελίτ της Ουάσιγκτον
Στην πραγματικότητα, περισσότερες από 70 Αμερικάνικες εταιρείες και ξεχωριστά πρόσωπα έχουν κερδίσει μέχρι και 27 δισεκατομμύρια δολάρια σε συμβόλαια για εργασίες στο μεταπολεμικό Ιράκ και το Αφγανιστάν τα τελευταία τρία χρόνια σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτης από το Κέντρο της Δημόσιας ακεραιότητας.
Σύμφωνα με την μελέτη, περίπου το 75% των εταιρειών είχαν εργαζόμενους ή μέλη του διοικητικού συμβουλίου τους, που εξυπηρετούσαν ή είχαν στενή σχέση με το Ρεπουμπλικάνικό και το Δημοκρατικό κόμμα, με τα μέλη του κονγκρέσου, ή με υψηλόβαθμα στρατιωτικά στελέχη
Το 1997, το Αμερικάνικο Υπουργείο Άμυνας δήλωσε στην έκθεσή του: «τα στοιχεία δείχνουν μία ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στις δραστηριοποίηση των ΗΠΑ στο εξωτερικό και στην αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων ενάντια στις ΗΠΑ. Η αλήθεια είναι, ότι ο μόνος τρόπος για να νικήσει η Αμερική στον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» είναι να σταματήσει να δίνει το κίνητρο και τον εξοπλισμό στους τρομοκράτες για να τις επιτίθενται. Η τρομοκρατία είναι το σύμπτωμα.
Ο Αμερικάνικος Ιμπεριαλισμός στην Μέση Ανατολή είναι ο καρκίνος.Με απλά λόγια «ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» είναι η ίδια η τρομοκρατία. Μόνο που αυτή διεξάγεται σε μεγαλύτερη κλίμακα με ανθρώπους που χρησιμοποιούν αεριοθούμενα αεροπλάνα και πυραύλους»
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Κόλαφος για τη CIA είναι η έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου για τις «βάρβαρες» ανακρίσεις υπόπτων για τρομοκρατία κατά τη διακυβέρνηση Μπους. Η Γερουσία των ΗΠΑ κατηγορεί μάλιστα την υπηρεσία μυστικών πληροφοριών της χώρας ότι εξαπάτησε το Κογκρέσο και το Λευκό Οίκο αναφορικά με τις πρακτικές της, τόσο ως προς το επίπεδο βίας τους, όσο και ως προς την αποτελεσματικότητα τους.
Πολύ πιο βάρβαρες και λιγότερο αποτελεσματικές από όσο υπόσχονταν ήταν οι «προωθημένες τεχνικές ανάκρισης» που η CIA χρησιμοποιούσε κατά υπόπτων για τρομοκρατία τα χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την έκθεση του Κογκρέσου που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Μία από τι κύριες μεθόδους που περιγράφονται είναι αυτή του εικονικού πνιγμού. Πρόκειται για μία πρακτική σύμφωνα με την οποία το θύμα του βασανισμού ακινητοποιείται οριζόντια σε κάποια επιφάνεια κι ενώ καλύπτεται το πρόσωπο του, οι βασανιστές του ρίχνουν νερό με αποτέλεσμα να αισθάνεται ότι πνίγεται. Σύμφωνα με τη CIA τρεις κρατούμενοι πέθαναν στα χέρια των πρακτόρων της με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με την έκθεση του Κογκρέσου όμως τα θύματα υπολογίζονται να είναι περισσότερα.
Ανάμεσα στις μεθόδους βασανιστηρίων ήταν η στέρηση ύπνου, η συνεχόμενη ανάκριση επί μέρες, η απομόνωση, σεξουαλικές απειλές για βιασμό, τα «μπάνια» με παγωμένο νερό, ενώ η CIA άφησε αρκετούς κρατούμενους να πιστεύουν ότι δεν θα έβγαιναν ζωντανοί από την ανάκριση.
Πιο συγκεκριμένα στην έκθεση παρουσιάζονται οι ιστορίες ενός κρατουμένου ο οποίος βρισκόταν υπό καθεστώς ανάκρισης επί πέντε ολόκληρες μέρες χωρίς διάλειμμα αλλά κι ενός άλλου ο οποίος που ήταν φυλακισμένος επί 17 μέρες στο σκοτάδι, χωρίς να γνωρίζει ούτε καν που βρισκόταν.
Επιπλέον, περιγράφεται η περίπτωση ενός κρατούμενου που οι ανακριτές τον απείλησαν ότι θα τον τραυματίσουν με ένα ηλεκτρικό τρυπάνι, αλλά κι ενός άλλου που απειλήθηκε ότι θα βιαστεί με ένα σκουπόξυλο.
Σε μία περίπτωση αναφέρεται ότι ο ανακριτής φέρεται να είπε στον ανακρινόμενο ότι δε θα προλάβει η υπόθεση του να φτάσει στη Δικαιοσύνη γιατί θα τον σκοτώσουν για να μην πει πουθενά για όσα του έκαναν. Μεταξύ άλλων, η έκθεση αναφέρει πως ένας κρατούμενος πέθανε λόγω υποθερμίας ενώ ήταν δεμένος σε ένα τσιμεντένιο πάτωμα, ενώ τουλάχιστον 26 άτομα κρατήθηκαν χωρίς να πληρούνται τα απαραίτητα κριτήρια.
Παρουσιάζοντας το χρονικό των βασανιστηρίων, η επικεφαλής της έρευνας πρόεδρος της επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, Νταιάν Φαϊνστάιν έκανε ανοιχτά λόγο για περιπτώσεις βασανιστηρίων. Όπως είπε η ίδια «ένας εκπληκτικά μικρός αριθμός ατόμων ήταν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή αυτού του προγράμματος». Η έκθεση συμπλήρωσε η Φαϊνστάιν επικυρώνει ότι το πρόγραμμα βασανιστηρίων ήταν «ηθικά, νομικά και διοικητικά άστοχο και ότι αυτό το έθνος δεν θα πρέπει ποτέ ξανά να υιοθετήσει αυτές τις τακτικές».
Παράλληλα, η Φαϊνστάιν υπογράμμισε την ευθύνη της CIA για τις ανακριβείς πληροφορίες που έδινε στην ηγεσία της χώρας, για τη λειτουργία του προγράμματος και για την αποτελεσματικότητά του. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, δεν ενημερωνόταν για την υπόθεση -«έμενε στο σκοτάδι», ενώ όταν τελικά ενημερώθηκε, ένιωσε «άβολα».
Σημειώνεται ότι το 2009 όταν και ο Μπαράκ Ομπάμα ανέλαβε τα ηνία των ΗΠΑ, έδωσε τέλος στο πρόγραμμα της CIA, λέγοντας από τότε πως κατά την άποψή του, οι τεχνικές ανάκρισης ισοδυναμούσαν με βασανιστήρια.
«Απαγόρευσα με κατηγορηματικό τρόπο τα βασανιστήρια όταν ανέλαβα καθήκοντα» αναφέρει ο αμερικανός πρόεδρος στην ανακοίνωση που ακολούθησε τη δημοσιοποίηση της περίληψης της έκθεσης για τις ανακριτικές μεθόδους, χωρίς, ωστόσο, να χαρακτηρίσει ευθέως τις μεθόδους της CIA ως «βασανιστήρια».
«Η έκθεση καταγράφει ένα προβληματικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει προωθημένες μεθόδους ανακρίσεις σε υπόπτους για τρομοκρατία σε μυστικές εγκαταστάσεις έξω από τις ΗΠΑ και ενισχύει την άποψη που είχα εδώ και καιρό ότι αυτές οι σκληρές μέθοδοι δεν είναι μόνο ασυνεπείς με τις αξίες μας ως έθνος, δεν υπηρέτησαν τον αγώνα μας κατά της τρομοκρατίας ή τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, αυτές οι τεχνικές έκαναν σημαντική ζημιά στη θέση της Αμερικής στον κόσμο και έκαναν πιο δύσκολο να επιδιώξουμε την προάσπιση των συμφερόντων μας έναντι των συμμάχων και των εταίρων μας. Γι' αυτό θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ την εξουσία μου ως πρόεδρος για να εξασφαλίσω ότι δεν θα καταφύγουμε σε αυτές τις μεθόδους ξανά» αναφέρει η ανακοίνωση.
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας της Γερουσίας, Χάρι Ράιντ, είπε: «Σήμερα, για πρώτη φορά, ο αμερικανικός λαός θα μάθει την πλήρη αλήθεια για τα βασανιστήρια τα οποία συνέβαιναν υπό την CIA