[Εκ προοιμίου, ζητώ συγγνώμη από τους φίλους του ιστολογίου αλλά ο
υπερβολικός φόρτος δουλειάς αυτών -και των επόμενων- ημερών καθιστά
αναγκαία την συχνότερη προσφυγή μου σε κείμενα τρίτων. Είναι ο μόνος
τρόπος αφ' ενός μεν να αποφύγω προχειρογραμμένα και ευτελή κείμενα αφ'
ετέρου δε να διατηρήσω την καθημερινή ενημέρωση του ιστολογίου.]
Υπάρχουν μερικές λέξεις που δεν είναι ανιαρές. Που σημαίνουν πράγματα,
αισθήματα. Είναι εκείνες οι λέξεις που σιγοψιθυρίζουν μέσα στο μυαλό του
καθενός. Που αν τις προφέρεις, τις ακούσεις ή τις διαβάσεις ,αφήνεσαι
στη μαγεία της έννοιάς τους και ζεις, συνεχίζεις να ζεις, πιο
ελπιδοφόρα. Πιο ανθρώπινα. Μία από αυτές είναι η δικαιοσύνη.
Το αίσθημα της δικαιοσύνης είναι ζωτικής σημασίας για τις οργανωμένες
κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι αρχαίες τραγωδίες εμφορούνται
σχεδόν εξ ολοκλήρου από αυτό. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την τραγική
Αντιγόνη που με το αίσθημα του δικαίου ως οδηγό ήρθε σε ρήξη με τους
πολιτειακούς κανόνες, την εξουσία και τα ήθη της εποχής της; Την
Επανάσταση των Μονομάχων,
τότε που πλήθος δούλων, απόρων και κατατρεγμένων συσπειρώθηκαν και με
μπροστάρη τον Σπάρτακο επαναστάτησαν εναντίον των Ρωμαίων; Τους μαχητές
της Γαλλικής Επανάστασης; Τους Κλέφτες της Ελληνικής Επανάστασης; Την
Παρισινή Κομμούνα; Τις ορδές των Μπολσεβίκων που αγωνίστηκαν για την
αποτίναξη του τσαρικού- τυραννικού ζυγού στη διάρκεια της Οκτωβριανής
Επανάστασης;… Όλες αυτές οι τοποθετημένες στο παλμαρέ της Ιστορίας
ενέργειες, μεταξύ άλλων, είχαν υψηλό το φρόνημα του δικαίου. Δικαιοσύνη,
δικαιώματα, ελευθερία. Αυτά, νομίζουμε, είναι τα ενοποιητικά στοιχεία
όλων εκείνων των
στιγμών, που έδειξαν και συνεχίζουν να δείχνουν ότι όλα είναι μπορετά. Ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες.
Όμως, σήμερα, σε μια «τσιμεντένια» εποχή τι θέση έχει η δικαιοσύνη στη
ζωή μας; Η καθημερινότητά μας, αποδεικνύει συνεχώς το τεράστιο έλλειμμα
δικαίου που διέπει τον πολιτικό- κοινωνικό μας βίο. Ένα έλλειμμα άρρηκτα
συνδεδεμένο με τον οικονομικό-πολιτικό τρόπο οργάνωσης των σύγχρονων
κοινωνιών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, φερειπείν, είναι οι ΗΠΑ. Εκεί,
τι γίνεται;
Στη φορολόγηση των πολιτών, εκεί δηλαδή που βρίσκεται η πεμπτουσία του
αστικού κράτους, υπάρχει ενιαίος συντελεστής. Ήγουν: Μπορεί να είναι
αλήθεια ότι οι Αμερικανοί έχοντες, το περίφημο 1%, στην φορολογική
κλίμακα καταβάλλουν φόρο εισοδήματος με πολύ μεγαλύτερο συντελεστή σε
σχέση με όλους τους υπόλοιπους. Όμως, οι υπόλοιποι Αμερικανοί,
καταβάλλουν φόρο με μεγαλύτερο συντελεστή στις περιπτώσεις των
μισθολογικών κρατήσεων (π.χ. για κοινωνική ασφάλιση), των κρατικών και
των δημοτικών φόρων. Όπως εξηγούσε ο Νόαμ Τσόμσκι:
«Η αύξηση του
φόρου μισθωτών υπηρεσιών, ο οποίος είναι ένας φόρος που επιβάλλεται
στους εργαζομένους, είναι πολύ πιο σημαντική από ό, τι μια αύξηση της
φορολόγησης των πολύ πλουσίων». Αν προστεθούν όλα μαζί, από τη μεσαία τάξη και πάνω όλοι πληρώνουν περίπου το ίδιο ποσοστό σε φόρους.
Η πρόταση του Τραμπ για την φορολόγηση των επιχειρήσεων, την οποία ο υπ. Οικονομικών του, Στίβεν Μνούτσιν, χαρακτήρισε ως τη
«μεγαλύτερη περικοπή φόρων στην ιστορία των ΗΠΑ»
(με πρόσχημα την προσέλκυση επενδύσεων και το άνοιγμα νέων θέσεων
εργασίας, δικαιολογία η οποία θα δούμε στη συνέχεια κατά πόσο
ισχύει)είναι να μειώσει το φορολογικό συντελεστή των επιχειρήσεων από το
35% στο 15%. Επίπεδο ιδιαίτερα χαμηλό για μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ,
καθώς απέχει μόλις 5% από τον συντελεστή για τις επιχειρήσεις στη
Βουλγαρία και μόλις 2,5% από τον αντίστοιχο της Ιρλανδίας, τον γνωστό
«παράδεισο» των πολυεθνικών στην ευρωζώνη. Από την πλευρά του, το Κέντρο
Φορολογικής Πολιτικής του Ιδρύματος Brookings εκτιμά ότι το ψαλίδισμα
του επιχειρηματικού φόρου θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα του
ομοσπονδιακού προϋπολογισμού σχεδόν κατά $4,5 τρισ. Ακόμη, στο σχέδιο
του Λευκού Οίκου προβλέπεται ότι τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών που
παράγονται από δραστηριότητες στο εξωτερικό δεν θα φορολογούνται. Και
τι μ’ αυτό; Προκειμένου να εξυπηρετήσει το κεφάλαιο η κυβέρνηση του
ακροδεξιού ολιγάρχη θα εξοικονομήσει από αλλού τα χρήματα που
χρειάζεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, ο Τραμπ σχεδιάζει να
περικόψει περίπου $3,6 τρισ. σε μια σειρά κοινωνικών
προγραμμάτων,επιδομάτων και υπηρεσιών πρόνοιας. Ανάμεσα στις
προωθούμενες αντιλαϊκές πολιτικές, βρίσκεται η αντικατάσταση του
Obamacare, η κατάργηση της κρατικής ενίσχυσης για φοιτητικά δάνεια, η
περικοπή των κουπονιών τροφίμων (Medicaid, κυβερνητικό πρόγραμμα για
φτωχούς και για ανάπηρους Αμερικανούς που αναμένεται να περικοπεί κατά
περίπου $600 δισ. τα επόμενα δέκα χρόνια) και η σύσταση ενός
προγράμματος που θα επιστρέψει όσους παίρνουν επιδόματα αναπηρίας εκεί
που πραγματικά ανήκουν, στο απαξιωμένο εργατικό δυναμικό:
«Θέλουμε να πάνε οι άνθρωποι να δουλέψουν» δήλωνε
κυνικά πριν λίγο καιρό ο υπεύθυνος του Λευκού Οίκου για τον
προϋπολογισμό Μικ Μαλβάνει. Ενώ δηκτικά, με το ίδιο επηρμένο ύφος
συνέχισε:
«Εάν παίρνεις κουπόνια τροφίμων, πρέπει να πας για δουλειά.
Εάν παίρνεις επίδομα αναπηρίας και δεν θα έπρεπε, πρέπει να πας για
δουλειά».
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι όταν άρχισε η κουβέντα για την ευγονική στη
Γερμανία, η αφετηρία της ήταν το τι μέλλει γενέσθαι με τα οικονομικά
του συστήματος Υγείας. Για το αστικό κράτος της εποχής, μερικές
κατηγορίες ασθενών, όπως οι χρόνια πάσχοντες, οι πνευματικά ανάπηροι, τα
ΑΜΕΑ, «κοστίζαν» ακριβά στο σύστημα Υγείας. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι
όταν η κουβέντα γύρω από το ευαίσθητο θέμα της υγείας αποκτά τη λογική
κέρδους-κόστους, όταν δηλαδή η υγεία των πολιτών προσεγγίζεται με τους
όρους και τον τρόπο σκέψης της αγοράς, τότε τα φαντάσματα του
παρελθόντος όχι απλά έχουν ξυπνήσει, αλλά μας χτυπούν την πόρτα.
Άλλωστε, και στην γαλανή μας πατρίδα είχαμε παρόμοια περιστατικά. Όχι,
βέβαια σ’ αυτή την έκταση, αλλά η συζήτηση άρχισε μεθοδικά να προχωρά
προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η οποία,
επικαλούμενη τη δημοσιονομική τρύπα του συστήματος Υγείας, καλούσε τους
χρόνια πάσχοντες (καρκινοπαθείς, νεφροπαθείς κ.ά.) να πληρώσουν αύξηση
στη συμμετοχή τους στα φάρμακα έως και 25%·, ενώ την ίδια ώρα, κατέβαλε
330 εκ. ευρώ εν είδει αποζημίωσης στους εργολάβους Κόκκαλη και Μπόμπολα,
επειδή οι τελευταίοι δεν εισέπραξαν τα αναμενόμενα έσοδα απ’ τα διόδια.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στις ΗΠΑ. Το γεγονός ότι ο Τραμπ πετά στο κοινωνικό καλάθι των αχρήστων εκείνους που τους
ξέρασε η μοίρα η φθισικιά,
δεν σημαίνει ότι θα κάνει το ίδιο και με το στρατιωτικό-βιομηχανικό
σύμπλεγμα της χώρας. Καθότι, μπορεί να διατείνεται ότι θα περικόψει
κάποιες στρατιωτικές δαπάνες, ωστόσο, μόλις τον περασμένο Μάρτιο
πρότεινε την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά $54 δισ. (10%). Οι
Αμερικανοί φορολογούμενοι δηλαδή, θα συνεχίζουν να πληρώνουν για την
αγορά υπερσύγχρονου στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως είναι οι βόμβες
10.000kg (
Μητέρα όλων των βομβών), τις οποίες ο αμερικανικός
στρατός θα χρησιμοποιεί ως υπερόπλο έναντι των άλλων «παικτών» στο
γεωπολιτικό πόκερ που διεξάγεται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως. Πώς αλλιώς
θα διατηρούσαν τη φήμη των πιο αιμοσταγών εκπροσώπων του ιμπεριαλισμού
αν δεν εξήγαν μέσω της δύναμής τους τα κεφάλαιά τους με σκοπό το
(ανα)μοίρασμα του κόσμου;
Παράλληλα, μαζί με την εξαγγελία του Τραμπ για αποχώρηση από τη Συμφωνία
του Παρισιού για το κλίμα, μεγάλες μειώσεις ετοιμάζονται και στην
Εθνική Περιβαλλοντική Υπηρεσία, όπου προτείνονται περικοπές $5,7 δισ.
συνοδευόμενες μάλιστα από μαζικές απολύσεις υπαλλήλων. Η ενέργεια αυτή,
έρχεται να αναμορφώσει το κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με τη μείωση των
εκπομπών καυσαερίων που αποτελεί αίτημα των αυτοκινητοβιομηχανιών εδώ
και καιρό. Όπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα των New York Times,
οποιαδήποτε επανεξέταση του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου από την
Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (ΕΡΑ) και το υπουργείο Μεταφορών
θα αμβλύνει τις πιέσεις για συμμόρφωση με τον μέχρι σήμερα ισχύοντα
κανόνα: Να μπορεί δηλαδή, ένα όχημα να καλύψει 54 μίλια με ένα γαλόνι
καύσιμο, ήτοι 86 χιλιόμετρα με 3,7 λίτρα, έως το 2025, στόχος, ο οποίος
υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα κατόπιν συμφωνίας με τους
εκπροσώπους της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας το 2012.
Εν συνεχεία, όμως, οι παράγοντες του κλάδου θεώρησαν αυτούς τους στόχους
εξωπραγματικούς, υπολογίζοντας πως μόνο το 4% των σημερινών οχημάτων
έχει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί σε αυτά τα κριτήρια έως το 2025.
«Aκόμη
και με τους υπολογισμούς της ΕΡΑ, οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα έπρεπε να
δαπανήσουν 200 δισ. δολάρια έως το 2025 για να συμμορφωθούν με το νέο
πλαίσιο», είχε γράψει ο πρόεδρος της ένωσης Auto Αlliance, Μιτς
Μπέινγουολ, πριν από ένα μήνα. Στα τέλη Ιανουαρίου, λίγες μόλις ημέρες
μετά την ορκωμοσία του, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος συναντήθηκε με τους
επικεφαλής των General Motors, Ford Motor και Fiat Chrysler Automobiles.
Τότε, ο πολυεκατομμυριούχος αυτοκράτορας της κεφαλαιοκρατίας είχε
υποσχεθεί τη χαλάρωση της νομοθεσίας και τη μείωση της φορολογίας στον
κλάδο, ενώ προεκλογικά απειλούσε τις αυτοκινητοβιομηχανίες με δασμούς
35% στις εισαγωγές τους, ζητώντας ως αντάλλαγμα τη δημιουργία θέσεων
εργασίας σε αμερικανικό έδαφος, που αποτελούσε την παντιέρα του στην
προεκλογική περίοδο.
Εντυπωσιάζεται κανείς από το γεγονός ότι οι μέχρι πρότινος «δημοκράτες»
και εχθροί του λαϊκισμού συναγελάζονται με έναν κατεξοχήν ακροδεξιό
εκπρόσωπό του; Όχι, βέβαια. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι, σε διεθνές
επίπεδο, μπορεί να υπάρχουν κεντρόφυγες αντιπαραθέσεις μεταξύ των
ολιγαρχών, άλλοτε οξυμένες, άλλοτε ηπιότερες, ωστόσο, πρέπει να
θυμόμαστε ότι
«οι επιχειρηματικές τάξεις έχουν έντονη ταξική
συνείδηση- δίνουν συνεχώς σφοδρές ταξικές μάχες ώστε να ενισχύσουν τη
δύναμή τους και να κάμψουν κάθε αντίσταση». Ένας ταξικός πόλεμος από
«επιχειρηματικούς ηγέτες με έντονη ταξική συνείδηση» μαίνεται, λοιπόν, για αυτό και, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ε.Ε. τα συνδικάτα καιρό τώρα έχουν μπει στο στόχαστρό τους, καθώς
«αποτελούν
την οργανωτική βάση κάθε λαϊκής αντίδρασης στην κυριαρχία του
κεφαλαίου» (Νόαμ Τσόμσκι, «Occupy, σκέψεις πάνω στην ταξική πάλη, στην
επανάσταση και στην αλληλεγγύη», Κέδρος, 2015).
Η φορολογία, όπως είπαμε, αποτελεί ένα ταξικό όπλο καταπίεσης και
κοινωνικής εξόντωσης των λαών. Στις ΗΠΑ αποτελεί και μπίζνα. Ενώ η
κυβέρνηση έχει ήδη αντίγραφα από όλα τα φορολογικά έντυπα των
φορολογουμένων , πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσε κάλλιστα να
χρησιμοποιήσει αυτές τις πληροφορίες για να συμπληρώσει την φορολογική
τους δήλωση, ωστόσο, δεν προβαίνει σ’ αυτήν την ενέργεια καθώς το
υπάρχον σύστημα προσφέρει δισεκατομμύρια δολάρια για τις εταιρείες
λογισμικού σύνταξης φορολογικών δηλώσεων, οι οποίες αργότερα
χρησιμοποιούν ένα μέρος αυτών των χρημάτων για να αποκτούν πρόσβαση στο
Κογκρέσο, πιέζοντας και προωθώντας τη διατήρηση του υπάρχοντος
καθεστώτος.
Η ασυδοσία απέναντι στους πολίτες και η υπέρμετρη εκμετάλλευσή τους σε
συνδυασμό με την υποφορολόγηση των επιχειρήσεων, έναν από τους κύριους
υπαιτίους της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δημιουργούν ένα εκρηκτικό
περιβάλλον. Σύμφωνα με μία νέα, εκτενή αναφορά της Oxfam Αmerica, οι
μεγαλύτερες πολυεθνικές προωθούν όχι μόνο τη μείωση της φορολογίας τους,
αφήνοντας τους υπόλοιπους να πληρώσουν τα σπασμένα, αλλά και την
πολιτική θεμελίωση των βάσεων που θα τους επιτρέπουν περαιτέρω περικοπές
στην φορολόγηση μελλοντικά.
Αρκεί μόνo να αναφέρουμε ότι το
φορολογικό έτος 2015, όπως υπολόγισε η Oxfam, οι 50 μεγαλύτερες
αμερικανικές πολυεθνικές είχαν κρυμμένα σε άλλες χώρες $1,6 τρισ. -ποσό
αυξημένο κατά $200 δισ. σε σχέση με το 2014-, το οποίο αποτελεί το 1/10
ολόκληρης της οικονομίας των ΗΠΑ. Ο Tιμ Κούκ (Γενικός Διευθυντής της
Apple, η οποία έχει καταγεγραμμένα σε offshore $214,9 δισ. ενώ αν τα
κέρδη αυτά μεταφέρονταν στις ΗΠΑ, ο φόρος που θα πλήρωνε στο κράτος θα
ήταν $65,4 δισ.) είπε πριν τις περσινές εκλογές ότι ήταν «αισιόδοξος»
πως θα υπάρξουν νέες φοροαπαλλαγές ανεξάρτητα με το ποιος θα ήταν
πρόεδρος. Πράγματι, δεν διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο το ποιος θα
είναι ο πολιτειακός τροχονόμος των διάφορων μονοπωλιακών συμφερόντων,
αφού, από το 2009-2015, οι 50 κορυφαίες αμερικανικές εταιρείες διέθεσαν
$2,5 δισ. προκειμένου να ασκήσουν πολιτικές πιέσεις. Το ηθικό επικάλυμμα
όλη αυτής της δημοκρατικής παρωδίας είναι ότι προβαίνουν σε τέτοιου
είδους ενέργειες καθώς αν μπορούσαν να φέρουν τα χρήματά τους πίσω, με
έναν ειδικό χαμηλό φορολογικό συντελεστή, θα επιδίδονταν σε «ξεφάντωμα»
μισθώσεων και επενδύσεων, αλλά ο «κρατισμός», αυτό το δηλητήριο για την
υγιή επιχειρηματικότητα δεν τους αφήνει(!).
Σας θυμίζει κάτι η παραπάνω ανάλυση; Στη χώρα μας, ειδικά την περίοδο
των μνημονίων, τα μεγάλα ΜΜΕ προπαγανδίζουν απροκάλυπτα υπέρ του
τσακίσματος των εργατικών δικαιωμάτων, της πλήρους αντικατάστασης των
ΣΣΕ με ατομικές συμβάσεις, της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων κ.ά.
Μερίδα του
αστικού Τύπου, με σειρά άρθρων της ζητά όλο και
μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο, κατηγορώντας μάλιστα
την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (!) για το γεγονός ότι
«η επιχειρηματικότητα
πάει από το κακό στο χειρότερο -και- οι επενδυτές δεν έρχονται- καθώς-
είναι πολλά, πάρα πολλά, αυτά που πρέπει να αλλάξουν στην ελληνική
επικράτεια για να μετατραπεί η Ελλάδα σε ελκυστική χώρα για τους
επιχειρηματίες» ( Καθημερινή, 27/10/2016, «Η χώρα που δεν θέλει επενδύσεις»).
Πρόκειται για ένα εξόφθαλμα σαθρό αφήγημα με μακρά προϊστορία που ξεκινά
από τα νεοφιλελεύθερα κηρύγματα του Ρέιγκαν και της Θάτσερ τη δεκαετία
του ’80 και την καμπύλη του Αμερικανού οικονομολόγου Λάφερ, σύμφωνα με
την οποία
«η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων τις
παρακινεί σε ανάληψη επενδύσεων που αυξάνουν το ΑΕΠ και αποφέρουν
περισσότερα κρατικά έσοδα απ’ αυτά που χάνονται με τη μείωση του
συντελεστή». Είναι σαθρό ως αφήγημα, διότι, όπως τονίζει πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ,
«(…)
η ανταπόκριση των επενδύσεων σε χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση σε
σχέση με διαφυγόντα έσοδα είναι περιορισμένη- γιατί- «η φορολογική
επιβάρυνση μιας χώρας είναι ένας από τους πολλούς, και δεν είναι πάντα ο
πιο σημαντικός παράγοντας που εξετάζεται από τους δυνητικούς επενδυτές,
όταν σταθμίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις» (OECD, 2015,
«Policy Framework for Investment»). Επίσης, τον Ιούλιο του 2016, ο
επικεφαλής της διεύθυνσης φορολογικής πολιτικής του ΟΟΣΑ, Πασκάλ Σεν
Αμάν, δήλωσε σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal πως
«τα
τελευταία 30 χρόνια συμβουλεύαμε να μη φορολογείτε το κεφάλαιο
περισσότερο, γιατί θα το χάσετε, θα χάσετε επενδύσεις. Ε, λοιπόν, αυτό
το επιχείρημα πέθανε και πρέπει να αναθεωρήσουμε όλη αυτή την ιστορία» (Καθημερινή, 24/12/2016 , «Δ. Παπαδημητρίου: Mείωση της φορολογίας δεν σημαίνει αυτόματα αύξηση των επενδύσεων»).
Άρα, λοιπόν, προς τι όλος αυτός ο κοπετός για τους επενδυτές που δήθεν
θέλουν να έλθουν και η «κακή», υψηλή φορολόγηση δεν τους το επιτρέπει;
Η απάντηση μας έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πρόσφατα,
αναλυτές της Wall Street και επενδυτές, εξηγούσαν ότι στην
πραγματικότητα τα χρήματα που θα εξοικονομήσουν από τη μείωση της
φορολόγησης των επιχειρηματικών ομίλων προορίζονται για την επίτευξη
συγχωνεύσεων και για επαναγορά (εξαγορά) ομολόγων. Επίσης, τον περασμένο
Νοέμβριο, η Goldman Sachs σε ανάλυσή της ανέφερε ακριβώς το ίδιο
πράγμα, ομολογώντας, ότι τα 3/4 από τα επαναπατρισθέντα έσοδα θα
χρησιμοποιηθούν για επαναγορές. Παρόλα αυτά, αν κάποιος διαβάσει τo
editorial της Wall Street Journal οποιασδήποτε μέρας ή παρακολουθήσει
έστω πέντε λεπτά CNBC θα μάθει ότι ο θεσμοθετημένος συντελεστής του
φόρου επιχειρήσεων στην Αμερική (35%) είναι ένας από τους υψηλότερους
στον κόσμο.
Πρόκειται για κραυγαλέο ψέμα. Όπως διαβάζουμε στην Έκθεση της Υπηρεσίας
Ερευνών του Κογκρέσου το 2014, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής
στις ΗΠΑ ήταν 27,1 %, ελαφρώς χαμηλότερος από τον 27,7 % σταθμισμένο
μέσο όρο των υπολοίπων χωρών του ΟΟΣΑ. Πιο πρόσφατα, η Οικονομική Έκθεση
του Προέδρου του 2015, υπολόγισε ότι ο πραγματικός οριακός φορολογικός
συντελεστής της παγκόσμιας υπερδύναμης ήταν 23,9 %, σχετικά λίγο πιο
πάνω, σε σύγκριση με τον σταθμισμένο μέσο όρο του 20,6 % για την
Ιαπωνία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τον Καναδά, την Ιταλία και το Ηνωμένο
Βασίλειο.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις
στις ΗΠΑ υπερφορολογούνται σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Κύριο μέλημα
των πολυεθνικών είναι να χρησιμοποιήσουν κάθε μείωση αποσκοπώντας να
πιέσουν προς τα κάτω τους φόρους στον υπόλοιπο κόσμο και μετά να
ξεκινήσουν να διαμαρτύρονται ξανά για τους
εξαιρετικά υψηλούς
φορολογικούς συντελεστές. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει ανά τον
κόσμο. Η έκθεση της Oxfam, επιπλέον τονίζει ότι το 1990 ο μέσος
συντελεστής του φόρου επιχειρήσεων στις 20 μεγαλύτερες χώρες του κόσμου
ήταν 40%. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, το 2015, είχε πέσει στο 28,7%.
Προσθετικά, η μέση αύξηση της τάξεως του 2,8 % του ΑΕΠ που κατέγραψε ο
ΟΟΣΑ μέσω του φόρου εταιρειών το 2014, ήταν σημαντικά μειωμένη σε σχέση
με την αύξηση του 3,6 % μόλις μια επταετία πίσω.
Είναι πρόδηλο, ότι οι εθνικές επιτροπές των εκατομμυριούχων που
ονομάζονται κυβερνήσεις, νιώθουν έντονη πίεση ώστε να μειώσουν τους
φορολογικούς συντελεστές των μεγάλων εταιρειών για να κάνουν,
υποτίθεται, τις χώρες τους «ανταγωνιστικές». Λίγο καιρό αφού ο Ντ. Τραμπ
κέρδισε τις εκλογές, η πρώην πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας, Τερέζα Μέι,
δήλωσε ότι ο στόχος της ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο να μειώσει τον φόρο
επιχειρήσεων από το 20 % στον
«χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις στους G20»».
Η Μ. Βρετανία, είναι η χώρα εκείνη στην οποία:
- Τα επίσημα στατιστικά δεδομένα μιλούν για 4,5 εκατ.
αυτοαπασχολούμενους, εκ των οποίων, όμως, τα 2/3 τους είναι ουσιαστικά
εργαζόμενοι με μπλοκάκι.
- Άνω των 8 εκατομμυρίων εργαζόμενοι απασχολούνται με ελαστικές μορφές απασχόλησης.
- Το 2014, οι πολίτες που προσέτρεξαν στις λεγόμενες τράπεζες τροφίμων και τα συσσίτια, έφτασαν τις 913χιλ.
- Οι λεγόμενες συμβάσεις «μηδενικών ωρών» (zero hour contracts) στις
οποίες δεν καθορίζεται το ωράριο εργασίας, αποτελούν εργασιακή
κανονικότητα. Οι εργαζόμενοι είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμοι στον
εργοδότη, δεν γνωρίζουν τις ακριβείς ώρες που θα εργαστούν και
αμείβονται με ψίχουλα.
- Οι συμβάσεις μηδενικών ωρών τριπλασιάστηκαν το 2014 και ανέρχονται
στα 1,4 εκατ., με τα συνδικάτα να υπολογίζουν ότι, τελικά, αφορούν 5
εκατ. εργαζομένους.
- Η συντριπτική πλειοψηφία των κακοπληρωμένων συμβασιούχων είναι γυναίκες, νέοι και συνταξιούχοι.
Έτσι, λοιπόν, γίνεται κατανοητό ότι το
«καταληκτικό σημείο αυτής της
εγωκεντρικής δυναμικής (σ.σ. της δυναμικής που βαφτίζει ελευθερία την
αηδία της προς οτιδήποτε αφορά το γενικό καλό) είναι ότι σταδιακά οι
επιχειρήσεις δεν θα πληρώνουν τίποτα σε φόρους, στο σημείο που όλοι θα
γίνουν πραγματικά ζητιάνοι». Παράλληλα,
«καταβάλλονται τεράστιες προσπάθειες για τη διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης, των δημόσιων σχολείων, των ταχυδρομικών υπηρεσιών»
ώστε μαζί με την ιστορικά μοναδική μείωση της εταιρικής φορολόγησης, τα
χρήματα που εξοικονομούνται από την διάλυση των κρατικών δομών, να
παρέχονται ως φρέσκο χρήμα στα ταμεία των πολυεθνικών.
Ως εκ τούτου, κάτι το οποίο έχουμε ξαναγράψει, ο «τραμπισμός», αυτή η
χυδαία έκφανση της καπιταλιστικής αδηφαγίας, αποτελεί την απάντηση στα
δομικά προβλήματα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Μια απάντηση που
παντρεύει τον σκληρό καπιταλισμό των βιομηχάνων και των λομπιστών της
Wall Street με το δόγμα του νόμου και της τάξης.
Δεν πρόκειται για αυτόφωτο γεγονός, αλλά για συνειδητοποιημένη επιλογή
της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Όπως εξηγούσε το
αμερικανικό περιοδικό Jacobin: «
Λίγο μετά την επικράτηση Ομπάμα, μέσα
σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης(…) κι ενώ οι καπιταλιστές και οι
πολιτικές ηγεσίες συνέχιζαν να υποστηρίζουν τη λιτότητα(…) υπήρξε ευρεία
απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι, από τη μία πλευρά, ένα σημαντικό
μέρος της νεολαίας και της εργατικής τάξης κινήθηκε προς τα αριστερά-
με ό, τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο όρος για τα αμερικανικά δεδομένα-,
αλλά, από την άλλη, είδαμε μια ριζοσπαστικοποίηση των λευκών μεσαίων
στρωμάτων, όπου μαζί με το φυλετικό και κοινωνικό τους συντηρητισμό
αντιτάχθηκαν στο οικονομικό-τραπεζικό κατεστημένο. (…) Με το «Tea
Party», τμήμα του κεφαλαίου άρχισε να αποκτά δυναμική. Σιγά σιγά,
ευρύτερα στρώματα της καπιταλιστικής τάξης διείδαν μια λαμπρή ευκαιρία
να προωθήσουν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα τους και άρχισαν να ενθαρρύνουν
τις κινητοποιήσεις του, καθώς υπερασπιζόταν την αποδυνάμωση των
συνδικάτων(…) και την περικοπή των κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, και παρά
το γεγονός ότι, αρχικά, η πλειοψηφία του κεφαλαίου συνέχιζε να στηρίζει
τους Δημοκρατικούς, μόλις η ακραία ρητορική άρχισε να βρίσκει ευήκοα
ώτα, οι καπιταλιστές ήταν κάτι περισσότερo από πρόθυμοι να
χρησιμοποιήσουν την ακροδεξιά ατζέντα, όταν άρχισαν να συμπίπτουν τα
συμφέροντά τους».
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), λίγο μετά
τη νίκη του Τραμπ στις εκλογές, προέβλεψε ανάπτυξη της αμερικανικής
οικονομίας κατά 2,1% το 2017, 2,1% το 2018 και 1,9% το 2019. Και γιατί
το προέβλεψε αυτό; Γιατί, για άλλη μια φορά ο πλούτος αγόρασε την
πολιτική επιρροή και εκπροσώπηση
«και αυτή η επιρροή μπορεί να
ασκηθεί για να αποκτηθούν πολιτικά προνόμια, τα οποία με τη σειρά τους
παράγουν και άλλο πλούτο. Γεννιέται- έτσι- ένας φαύλος κύκλος που
αναπαράγεται και αυξάνεται όλο και περισσότερο» (Εφ. Συν., Ιδέες,
2/4/2017, «Γιατί επέζησε ο νεοφιλελευθερισμός;»).
Το αστικό κράτος των ΗΠΑ, όπως κι αλλού, παρεμβαίνει για άλλη μια φορά.
Παρεμβαίνει για να πετσοκόψει τις κοινωνικές δαπάνες και να μπουκώσει το
βιομηχανικό και το τραπεζικό κεφάλαιο. Παρεμβαίνει ενάντια στο
περιβάλλον και τις σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπων, ενώ, την ίδια στιγμή,
η διάσωση εκείνων που ευθύνονται για το σημερινό χάλι και μάλιστα η
περαιτέρω ενίσχυσή τους, αποτελεί προτεραιότητα (και) για τον, κατά τα
άλλα, ταγό του «κρατικού προστατευτισμού» νυν πρόεδρο των ΗΠΑ.
Άραγε, όσοι βλέπουν στον Τραμπ το «κακό πρόσωπο» του καπιταλισμού κι όχι
τον ίδιο τον καπιταλισμό, τι έχουν να πουν για το γεγονός ότι, ενώ οι
έγκλειστοι στα κέντρα κράτησης μεταναστών πεθαίνουν χωρίς λόγο, επί των
ημερών του:
- Ο «βομβιστής» της Lehman Brothers, Ντικ Φαλντ, συνεχίζει να διοικεί
τη δική του εταιρεία παροχής συμβουλών, ειδικευμένη στις συγχωνεύσεις
και τις εξαγορές επιχειρήσων;
- Ο Τζον Τεν, ο άνθρωπος που οδήγησε στα βράχια της χρεοκοπίας τη
Merrill Lynch, συνεχίζει να διευθύνει έναν πιστωτικό οργανισμό για τις
μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
- Ο Τσαρλς Πρινς, πρώην αφεντικό της Citigroup, ο οποίος την έφτασε
στο χείλος της χρεοκοπίας, (λέμε στο χείλος καθώς ο Χένρι Πόλσον, υπ.
Οικ. του Ομπάμα και πρώην γενικός διευθυντής της Goldman Sachs, την
έσωσε το φθινόπωρο του 2008 με λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων),
συνεχίζει να λανσάρει τα προσόντα του σε μια εταιρεία παροχής συμβουλών
της Ουάσινγκτον, ειδικευμένη στο μάνατζμεντ;
- Οι πέντε επικεφαλής της πρώην εμπορικής τράπεζας Bear and Stearns,
υπεύθυνοι για τα subprimes που προκάλεσαν τη χρεοκοπία της, συνεχίζουν
το «κοινωφελές» έργο τους στον τομέα των στεγαστικών δανείων, μέσα στους
κόλπους των πιο φημισμένων οργανισμών της Wall Street;
- Ο Πίτερ Γούφλι, εκείνος που ως υπεύθυνος της UBS στις ΗΠΑ απο κοινού
με τον Μαρσέλ Οσπέλ, πρόεδρο και γενικό διευθυντή της τράπεζας,
ενθάρρυνε τη μαζική επένδυση στα subprimes, συνεχίζει να γεύεται τις
χαρές της ζωής ως διαχειριστής περιουσιών, ενώ ο στενός συνεργάτης του,
Τζον Κόστας, έχει ιδρύσει μια εταιρεία παροχής συμβουλών στρατηγικής;
- Ο… αποσυνάγωγος της Goldman Sachs, ο πρώην χρηματιστής Φαμπρίς
Τουρέ, ο τύπος που σε ένα από τα email του- τα οποία είχαν διαρρεύσει
από την ίδια την τράπεζα κατά τη διάρκεια της δίκης του- παραδεχόταν ότι
«η μπίζνα με τα subprimes είναι εντελώς σάπια και οι κακομοίρηδες οι μικροοφειλέτες δεν θα μακροημερεύσουν», συνεχίζει τις πληρωμένες διαλέξεις του ως διακεκριμένος ακαδημαϊκός;
- Όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε η συμφωνία που είχε συνάψει η Goldman
Sachs- η τράπεζα που από τη μία δημιουργούσε και προωθούσε ένα
επενδυτικό προϊόν εμφορούμενο από subprimes και, από την άλλη,
στοιχημάτιζε εναντίον του- τον Ιούλιο του 2011 με την Securities and
Exchange Commission, βάσει της οποίας απαλλασσόταν από κάθε κατηγορία,
πληρώνοντας ως αντάλλαγμα πρόστιμο, αλλά έχρισε ως υπουργό των
Οικονομικών της κυβέρνησής του ένα πρώην στέλεχος της;
- Ο Σαμ Πολκ, πρώην ειδικός διαπραγματευτής ενός αμοιβαίου κεφαλαίου
κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ο οποίος σε μήνυμά του στην προσωπική του
αλληλογραφία παραδεχόταν ότι «όχι μόνο δε συνέβαλε στο να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα του κόσμου, αλλά έβγαζε κέρδος από αυτά», συνεχίζει να παραμένει ελεύθερος;
Και, γενικότερα. Πώς μπορεί, εκτός της ταξικής προσέγγισης, να
ερμηνευθεί το γεγονός ότι την ώρα που στη Γαλλία καταστρατηγούνται τα
εργασιακά δικαιώματα, πετσοκόβονται οι συντάξιμες αποδοχές και οι
μισθοί, ενώ η αστυνομία καταστέλλει βίαια κάθε διαμαρτυρία: Ο Ντανιέλ
Μπουτόν, επικεφαλής της Société Générale την εποχή του καταδικασθέντα,
πρώην ειδικού διαπραγματευτή της, Ζερόμ Κερβιέλ, του τύπου που
παρομοίαζε τις επιδιώξεις ενός τραπεζικού στελέχους με αυτές μιας
ιερόδουλης(« η αναγνώριση ότι η συνταγή της ημέρας ήταν καλή»), να
βρίσκεται τώρα στη θέση του συμβούλου της Rothschild;
Πώς γίνεται στη Μ. Βρετανία να καταδικάζεται ένας φοιτητής με λευκό
ποινικό μητρώο, επειδή, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης το καλοκαίρι του
2011, έκλεψε ένα μπουκάλι νερό από ένα σουπερμάρκετ, ενώ, αντίθετα, ο
Xέκτορ Σαντς, ο πρώην γενικός διευθυντής της Financial Services
Authority , ο οποίος ευθύνεται για την κατάρρευση του συστήματος
επιτήρησης του Σίτι, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να βυθιστεί στην
πιο άγρια λιτότητα που γνώρισε ποτέ, να αποκτά τίτλο ευγενείας για την
«προσφορά πολύτιμων και ανιδιοτελών υπηρεσιών στην οικονομία»; Αλήθεια, πώς ή, καλύτερα, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;
Έχουμε καταλάβει εδώ και πολύ καιρό ότι «
οι πλούσιοι προσλαμβάνουν
καλούς δικηγόρους και τη βγάζουν καθαρή, ενώ οι φτωχοί απλώς βγάζουν το
σκασμό και μπαίνουν φυλακή. (…) Όταν παραδέχεσαι (σ.σ. ως κυβέρνηση) ότι
ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ σημαντικοί για να τους ασκήσεις δίωξη,
προφανώς τείνεις να θεωρήσεις ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι ασήμαντοι και
μπορείς να τους χώσεις φυλακή. Έχουμε μια τάξη που μπορεί να συλληφθεί
και μια τάξη που δεν μπορεί να συλληφθεί. Ανέκαθεν το υποψιαζόμασταν,
τώρα όμως αποτελεί δημόσια παραδοχή». Ίσως αυτή, να είναι μια ικανοποιητική απάντηση.
«Μια αλήθεια που σου τη λένε για πρώτη φορά», έγραφε ο Τσαρλς Μπουκόφσκι
, «μπορεί να είναι πολύ αστεία. Όταν η αλήθεια κάποιου άλλου είναι ίδια με τη δική σου την αλήθεια (…) τότε είναι μεγαλείο».
Αυτή η αλήθεια, είναι δική μας. Είναι το αίσθημα και παράλληλα το αίτημά
μας για δικαιοσύνη. Όποιος στηθεί μαζί με έναν άνεργο στην ουρά του
ΟΑΕΔ θα το καταλάβει. Όποιος κατέβει στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας
και των άλλων αστικών κέντρων, επίσης. Όποιος μιλήσει με έναν άστεγο, με
έναν νέο που φεύγει μετανάστης, με ένα ασυνόδευτο προσφυγάκι, με τον
«ντελιβερά» που παίζει τη ζωή του κορώνα γράμματα για ένα κομμάτι ψωμί,
θα το καταλάβει. Όποιος μιλήσει με τη γιαγιά και τον παππού που τους
έκοψαν πάλι τη σύνταξη και με τον έφηβο του διπλανού διαμερίσματος,
εξίσου. Όποιος μιλήσει, γενικά, με τον γείτονά του, το φίλο του, το
συνάδελφό του, τον άγνωστο στο δρόμο, τον εαυτό του, εν τέλει, θα
διαπιστώσει ότι, αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι εκείνο το από χρόνια
γραμμένο, μα, δυστυχώς, ακόμη επίκαιρο σύνθημα στον τοίχο:
Η δικαιοσύνη τους είναι σαν τα φίδια, τσιμπάει μόνο τους ξυπόλητους.
Δεν πρόκειται για μια φαντασιοκοπία, μια φενάκη, αλλά για μια
πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μόνο στο δικό μας χέρι είναι να
την αλλάξουμε.
[Του Δημήτρη Κούλαλη, από τον ιστότοπο "Νόστιμον ήμαρ"]