Σήμερα στο ένθετο του «Ριζοσπάστη» Ιστορία, δημοσιεύουμε άρθρο με τίτλο «Η όξυνση των αντιθέσεων των Βερσαλλιών και οι κίνδυνοι καινούργιου ιμπεριαλιστικού πολέμου», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κομμουνιστική Διεθνής» στις 20 Απρίλη του 1933 και αναδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στα τεύχη 11 και 12 του 1933 της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης». Αναδημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη» από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 3/2011. Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ, «το άρθρο υπογράφεται από τον Ν. Ρούντολφ, πιθανότατα ψευδώνυμο, αν και η Συντακτική Επιτροπή της ΚΟΜΕΠ δεν μπόρεσε να εξακριβώσει την ταυτότητα του συγγραφέα. Γραμμένο 6 χρόνια πριν από την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το άρθρο αναφέρεται αναλυτικά στις ανακατατάξεις που συντελέστηκαν κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 στην αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, αλλαγές που οδήγησαν στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τελικά στην εκδήλωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε αυτές τις διεργασίες καταλυτικό ρόλο έπαιξε η καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929-1933. Αναδεικνύεται επίσης πώς οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εκείνης της περιόδου διαπλέκονταν με τον κοινό στόχο όλων των ιμπεριαλιστικών κέντρων για ένοπλη επέμβαση ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Ο αναγνώστης του άρθρου θα διαπιστώσει ότι οι συμμαχίες όπως διαμορφώθηκαν στην έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν εκ των προτέρων δεδομένες και προήλθαν ως αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαπάλης ανάμεσα στα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, διαπάλη που πήρε και τη μορφή συγκρούσεων στο εσωτερικό των αστικών τάξεών τους. Αυτή η εκτίμηση έχει μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα σήμερα που διανύουμε περίοδο ανακατατάξεων στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Το άρθρο προσδιορίζει με σαφήνεια το διαχρονικό καθήκον των κομμουνιστών σε συνθήκες προετοιμασίας και εκδήλωσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου: "Μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα αγωνίζονται κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, κατά της επέμβασης στην ΕΣΣΔ. Μόνο αυτά, στην περίπτωση που θα ξεσπάσει ο πόλεμος είτε η επέμβαση, θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε στο συντομότερο χρονικό διάστημα να μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο". Με σαφήνεια τοποθετείται το άρθρο και στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών, έχοντας καθαρό μέτωπο απέναντι στην αστικοποιημένη πλέον σοσιαλδημοκρατία. Επομένως, αποτελεί κείμενο που συμβάλλει στην έρευνα για τη στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, αφού αναδεικνύει ότι το 1933, με εκτίμηση για επικείμενο γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η Κομμουνιστική Διεθνής ζυμώνει τη στρατηγική σύλληψη και πολιτική πρακτική του Λένιν και του κόμματος των μπολσεβίκων για έξοδο από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με σοσιαλιστική επανάσταση με νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία.
Το άρθρο δίνει πολλά στοιχεία για τη διάταξη των δυνάμεων, τις επιδιώξεις τους για το μοίρασμα αγορών με τον έλεγχο ή και την προσάρτηση αντίστοιχων εδαφών, για την πολιτική συμμαχιών τους που εκφράζονταν με διπλωματικές ή και de facto πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειες, για την αντιφατικότητα στην επιλογή των συμμάχων αλλά και ισχυρό μέτωπο απέναντι στο διεθνή ταξικό αντίπαλο, την ΕΣΣΔ.
Η σημασία της ανάλυσης του άρθρου, μετά από 80 περίπου χρόνια, δεν αναιρείται από τις επιμέρους παρατηρήσεις που αφορούν είτε θέσεις όπως για τις συνέπειες στον αυστριακό λαό από τη μη πραγματοποιηθείσα «ένωση» της Αυστρίας με τη Γερμανία στη Συμφωνία των Βερσαλλιών είτε από τη μη ενασχόληση του άρθρου με τις ανακατατάξεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών στη σφαίρα της οικονομίας».
Το κείμενο δημοσιεύεται με βάση τη γραφή, την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτότυπου.
***
«Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης διεθνούς κατάστασης είναι η σφοδρή όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών, που οδήγησε στο «να καταστεί άμεσος ο κίνδυνος ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου». (Θέσεις της 12ης Ολομέλειας της Ε.Ε. της Κ.Δ.).
Ορισμένοι παρατηρητές τείνουνε να εξομοιώσουνε τη σημερινή διεθνή κατάσταση με την περίοδο που προηγήθηκε άμεσα απ' την αρχή του ιμπεριαλιστικού πολέμου του 1914. Οπως και τώρα, λένε, στο 1913-14 ήταν χρονιά γενικής έντασης στην Ευρώπη, που σε μια σειρά χώρες ξετυλίγουνταν οξύτατες κοινωνικές συγκρούσεις και ανέβαινε ψηλά το κύμα του εργατικού κινήματος: στη Ρωσία - μαζικό απεργιακό κίνημα, συνοδευόμενο με ισχυρούς αγώνες οδοφραγμάτων, στην Αγγλία - τεράστιο απεργιακό κίνημα, το ιρλανδικό ζήτημα κλπ.
Ταυτόχρονα πήραν τεράστια ένταση και οι σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών - στη Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία αναπτύσσεται μια λυσσασμένη πορεία εξοπλισμών, και ο πυροβολισμός του Σεράγεβου ήταν μονάχα ένας από τους ενδεχόμενους σπινθήρες της πρωτοφανούς ηλεχτρικής έντασης, που γέμιζε τότε την ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα.
Μια τέτοια εξομοίωση μας φαίνεται απόλυτα ανεπαρκής. Ο κόσμος, αντίθετα απ' την προπολεμική περίοδο, μπήκε στην εποχή της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, και οι σημερινές αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού αναπτύσσονται πάνω στη βάση της γενικής αυτής κρίσης, που οξύνεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση, με το τέλος της μερικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού, με την ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης, που τελείωσε με επιτυχία το πεντάχρονο σε τέσσερα χρόνια, με την άνοδο του επαναστατικού κινήματος στις χώρες του καπιταλισμού, στις αποικίες και μισοαποικίες και με τον συνεχιζόμενο εδώ και ενάμισυ χρόνο πόλεμο της Ιαπωνίας ενάντια στην Κίνα. Σαν αποτέλεσμα έχουμε μια σειρά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτα-πρώτα οι σημερινές ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε ορισμένα μέρη (Γερμανία, Γαλλία με τους συμμάχους της, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία) είναι πολύ πιο οξύτερες παρά το 1913-14, δεύτερο οι αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών αναπτύσσονται πολύ ανισόμερα, ανάλογα με την αυξανόμενη ανισομέρεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τρίτο, οι ομάδες που σχηματίστηκαν στο προτσές της πάλης ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές είναι πολύ ασταθείς και αμφίβολες, τέταρτο στις διεθνείς σχέσεις, εξαιτίας όλων αυτών βασιλεύει ένα πρωτοφανές ως τα τώρα χάος, ανάλογο με το χάος που δημιουργήθηκε απ' την παγκόσμια οικονομική κρίση στην παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού και τέλος, πέμπτο, όλη η ανάπτυξη είναι εξαιρετικά δυναμική και εγκυμονεί καταστροφικές μεταβολές.
Φτάνει να ρίξουμε μια ματιά στις διεθνείς σχέσεις του τελευταίου χρόνου για να πεισθούμε για την πλέρια βασιμότητα αυτής της ανάλυσης. Ηδη τον Ιούνη - Ιούλη του περασμένου χρόνου στη Λωζάννη, ο Ερριώ και ο Μακντόναλντ επικυρώσανε με τις υπογραφές τους το αγγλο-γαλλικό «σύμφωνο φιλίας», που απόχτησε πλατειά φήμη και που η ουσία του συνίστατο στη δημιουργία κοινής γραμμής δράσης του αγγλικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού στα βασικά ζητήματα της διεθνούς πολιτικής (ζήτημα διεθνών χρεών στην Αμερική, σχέσεις με τη Γερμανία, συγκρούσεις στην Απω Ανατολή, αφοπλισμός κλπ.). Φαινότανε πως είχαμε μια καινούργια αναβίωση της αγγλογαλλικής Αντάντ, και μια ενίσχυση του αγγλογαλλικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ ενάντια στην Αμερική, Γερμανία και Ε.Σ.Σ.Δ. Δεν πέρασαν 9 μήνες από τότε κι' ούτε ίχνος απόμεινε απ' το «σύμφωνο φιλίας». Σχετικά με τη Γερμανία, η Γαλλία κηρύσσεται υπέρ του λεγόμενου αντιαναθεωρητικού συνασπισμού, τον καιρό που η Αγγλία πλησίασε σοβαρά τους οπαδούς της αναθεώρησης της συνθήκης των Βερσαλλιών. Στο ζήτημα των διασυμμαχικών χρεών ξεχωρίσανε οι δρόμοι Γαλλίας και Αγγλίας, ίσως μόνο προσωρινά, για την ώρα όμως ξεχωρίσανε.
Η συνδιάσκεψη του αφοπλισμού μάς δίνει μια εξαιρετικά καθαρή εικόνα του χάους των διεθνών σχέσεων και της οξύτητας των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα υποβλήθηκαν σ' αυτήν 57 σχέδια «αφοπλισμού» που, όπως και όλα τα προηγούμενα, ήταν καταδικασμένα σε αποτυχία. Στη συνδιάσκεψη αδιάκοπα συγκροτούνται και διαλύουνται ομάδες κρατών. Οι θέσεις των αντιπροσώπων των καπιταλιστικών χωρών πάνω σε ορισμένα ζητήματα είναι σήμερα εντελώς αντίθετες με τις χτεσινές κτλ.
Η άνοδος στην εξουσία στη Γερμανία του πιο φιλοπόλεμου γερμανικού εθνικισμού στο πρόσωπο της κυβέρνησης του Χίτλερ, όξυνε ακόμα περισσότερο τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η κυβέρνηση Χίτλερ πραγματοποιώντας την ανοιχτή τρομοκρατική φασιστική διχτατορία της γερμανικής μπουρζουαζίας, είναι ένα μπλοκ της πιο αντιδραστικής μερίδας του χρηματιστικού κεφαλαίου, των τσιφλικάδων της Ανατολικής Πρωσσίας, της παληάς μιλιταριστικής γραφειοκρατίας του Γουλιέλμου και του μαζικού φασιστικού εθνικο-σοσιαλιστικού κόμματος, που εξασφαλίζει, χάρη σε μια έντονη εθνικιστική δημαγωγία, μια μαζική μικροαστική βάση στη φασιστική διχτατορία. Η άνοδος της κυβέρνησης αυτής στην εξουσία έθεσε πλέρια το ζήτημα της τύχης του μεταπολεμικού συστήματος των Βερσαλλιών, που είχε κι' όλας ραγίσει απ' τα χτυπήματα της κρίσης και της αυξάνουσας αντίστασης των εργαζομένων μαζών της Γερμανίας ενάντια στην καταπίεση του συστήματος των Βερσαλλιών. Οι εθνικοσοσιαλιστές επωφελήθηκαν απ' την ακράτητη τάση των μαζών αυτών για πάλη κατά του συστήματος των Βερσαλλιών, τους υποσχεθήκανε την απελευθέρωση απ' το ζυγό του συστήματος αυτού και έτσι προκαλέσανε στη Γερμανία μια τέτοια άνοδο του εθνικισμού και του σωβινισμού, που δεν μπορεί να μη γεννήσει μεγάλο τρόμο στη μπουρζουαζία των νικητριών χωρών για την ακεραιότητα των καταχτήσεών της. Απ' την άλλη μεριά, πάνω στα κύματα αυτής της σωβινιστικής ανόδου στη Γερμανία ήρθαν στην εξουσία κείνα τα στοιχεία της καϊζερικής Γερμανίας που είνε οι φορείς της ιδέας της αντεκδίκησης και που πραγματοποιούν στην πράξη την απαίτηση της γερμανικής μπουρζουαζίας για εξοπλισμό της χώρας. Κι αν αυτό δείχνει στους ιμπεριαλιστές της Γαλλίας, Αγγλίας, Πολωνίας κλπ. το δυνάμωμα του γερμανικού νεο-ιμπεριαλισμού - ανταγωνιστή τους στην πάλη για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου- απ' την άλλη μεριά μπροστά στη μάζα των εργαζομένων όλου του κόσμου παρουσιάζονται οι ζωντανές εικόνες όλων εκείνων, που στο 1918 επιβάλανε στη Σοβιετική Ρωσία τη βίαιη και ληστρική ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ.
Να γιατί μέσα στην και χωρίς αυτό εξαιρετικά ενταμένη, κορεσμένη από ηλεχτρισμό προπολεμική ατμόσφαιρα της Ευρώπης, ο ερχομός του Χίτλερ στην εξουσία όχι μόνο όξυνε όλες τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, μα και έθεσε άμεσα το ζήτημα του πολέμου στην ημερήσια διάταξη. Η διάθεση που δημιουργήθηκε σε συνδυασμό μ' αυτό στη Γαλλία χαρακτηρίστηκε ξεκάθαρα απ' τον ανταποκριτή του Παρισιού της «Εφημερίδας της Φρανκφούρτης» που έγραψε (14 Φλεβάρη 1933):
«Είναι φοβερό, πρέπει όμως να το πούμε, ότι σα συνέπεια όλων αυτών των παρουσιαζομένων συμπτωμάτων εδώ μιλάνε σοβαρά για κίνδυνο πολέμου.Φυσικά, αυτό δε γίνεται για πρώτη φορά στα τελευταία δεκαεννιά χρόνια, που ο λόγος αυτός έχει σχέση με τη Γερμανία. Μπορώ όμως να διαβεβαιώσω ότι ποτέ ακόμα απ' το 1926 οι Γάλλοι δε χρησιμοποίησαν αυτή τη φοβερή λέξη με τόση σοβαρότητα όση σήμερα».
Παρόμοιες διαθέσεις κυριαρχούν τώρα και στις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο αστικός Τύπος της Πολωνίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Λεττονίας κ.τ.λ. διαρκώς μιλά για τον κίνδυνο ενός καινούργιου πολέμου, που αναπτύχθηκε τεράστια.
Η διατύπωση για το αναπόφευγο του καινούργιου πολέμου πολιτογραφήθηκε ακόμα και στα στόματα των σοσιαλδημοκρατών, που λίγο πριν ισχυρίζουνταν ότι ο παγκόσμιος πόλεμος ήταν ο «τελευταίος πόλεμος». Μ' αυτό το πνεύμα εκφράστηκε ανοιχτά, όχι πολύν καιρό πριν, ο γνωστός Λεττονός σοσιαλδημοκράτης Τσέλενς, πρώην υπουργός των εξωτερικών της Λεττονίας.
Βασική αιτία όλων αυτών των διαθέσεων είναι βέβαια όχι η εθνικιστική, αντιβερσαλλική δημαγωγία του Χίτλερ, που στη σοβαρότητά της λίγο πιστεύουν οι ιμπεριαλιστές. Η βασική αιτία είναι γενικά η πεποίθηση για το αδύνατο της διατήρησης στο σύνολό του του συστήματος των Βερσαλλιών, για το αναπόφευγο της αναθεώρησης των συνθηκών ειρήνης, για το αναπόφευγο της αναθεώρησης ιδιαίτερα των εδαφικών συνόρων στη μεταβερσαλλιανή Ευρώπη και τέλος για το αδύνατο μιας ειρηνικής λύσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που συνδέουνται με όλα αυτά.
Η πραγματική αναθεώρηση του συστήματος των Βερσαλλιών άρχισε πολύ πριν τον ερχομό του Χίτλερ στην εξουσία. Κάτω απ' τα χτυπήματα της οικονομικής κρίσης χρεωκόπησε με τη σειρά του το «τελικό» σχέδιο διακανονισμού του ζητήματος των επανορθώσεων, το σχέδιο Γιουγκ, που η γερμανική μπουρζουαζία, όχι πολύν καιρό πριν, το παρουσίαζε σαν τη μεγαλείτερή της επιτυχία. Η πληρωμή των αποζημιώσεων είχε καταργηθεί στην πράξη απ' το 1931, έτος που κηρύχτηκε το χρεωστάσιο Χούβερ, και γι' αυτό φταίει η παγκόσμια κρίση, μα καθόλου η γερμανική μπουρζουαζία και οι κυβερνήσεις της του Μπρούνιγκ, του Φον Πάπεν, που δημιούργησαν την πραγματική κατάργηση των επανορθώσεων.
Το ζήτημα των γερμανικών εξοπλισμών, της λεγόμενης «ισοτιμίας» της Γερμανίας στο επίπεδο των εξοπλισμών, τέθηκε ήδη απ' τον στρατηγό φον-Σλάιχερ κατά το διάστημα της διαμονής του στο υπουργείο των στρατιωτικών.
Κάτω απ' την πίεση του εθνικιστικού κύματος στη Γερμανία και μπροστά στον πλήρη εξοπλισμό της Γερμανίας, που άρχισε πραγματικά, η Αγγλία και η Γαλλία εξαναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν στα λόγια «την ισοτιμία» αυτή για τη Γερμανία. Ο Μακντόναλντ πήγε ακόμα παραπέρα - πρότεινε στο σχέδιο του «αφοπλισμού» να διπλασιαστεί ο αριθμός των ανδρών του γερμανικού ράισβερ, δλδ. να περιλαμβάνει ως 200 χιλ. άντρες με τον όρο να συντομευθεί το χρονικό όριο της υπηρεσίας. Πραχτικά ως τόσο όλα αυτά έχουν τιποτένια σημασία.
Είναι γεγονός ότι άρχισε στη Γερμανία η δημιουργία ισχυρού μιλιταριστικού μηχανισμού: Η στρατιωτικοφασιστική ένωση των «Χαλυβδοκράνων» (250 χιλ. μέλη) και τα εθνικοσοσιαλιστικά τάγματα εφόδου (400-500 χιλ. μέλη) εξοπλίζουνται και γυμνάζουνται πότε κάτω απ' τη σημαία της «βοηθητικής αστυνομίας», πότε χωρίς καμιά μάσκα. Ιδρύθηκε υπουργείο αεροπορίας κ.τλ. Και μπροστά σ' όλα αυτά τα γεγονότα ο γαλλικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του αποδείχνουνται ολότελα ανίσχυροι - καμιά διπλωματική διαμαρτυρία ή διάβημα δεν μπορούν να σταματήσουν τους εξοπλισμούς της Γερμανίας, που μόνο μπορεί να τους σταματήσει ο προληπτικός πόλεμος ενάντιά της σήμερα όμως ούτε η Γαλλία ούτε η Πολωνία δεν αποφασίζουνε να επιχειρήσουν αυτό το βήμα. Ως τόσο, όμως, άρχισε στην πράξη η υπονόμευση της στρατιωτικής ηγεμονίας της Γαλλίας και των συμμάχων της, που σχηματίστηκε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο.
Τελικά, το ζήτημα της τύχης του συστήματος των Βερσαλλιών μετατράπηκε απ' όλη την πορεία των πραγμάτων σε ζήτημα αναθεώρησης των μεταβερσαλλιανών συνόρων. Πρόκειται όχι μόνο για τα σύνορα της Γερμανίας, όχι μόνο για τον πολωνικό διάδρομο στην Ανω Σιλεσία (αν και το ζήτημα αυτό είναι αποφασιστικό), πρόκειται για όλα τα μεταβερσαλλιανά σύνορα. Οι συνθήκες των Βερσαλλιών, του Σαιν-Ζερμαίν, του Τριανό κ.λπ. παραδόσανε με τη βία εκατομμύρια γερμανούς στην Τσεχοσλοβακία, εκατομμύρια ούγγρους στη Ρουμανία και Τσεχοσλοβακία, προσαρτήσανε στη Γιουγκοσλαβία πολύ πιο πολιτισμένες επαρχίες - την Κροατία και Σλοβενία, που στενάζουνε τώρα κάτω απ' το ζυγό της μεγαλοσερβικής διχτατορίας. Τέλος οι συνθήκες αυτές καταδίκασαν σε μια άθλια ζωή την «ανεξάρτητη» Αυστρία, στερώντας τα έξη εκατομμύρια γερμανών της Αυστρίας απ' το δικαίωμα ένωσης (ανσλούς) με τη Γερμανία και παραδίνοντάς τα στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου της Αντάντ. Να γιατί πρόκειται όταν μιλάμε για αναθεώρηση συνόρων.
Να γιατί η θέση και μονάχα του ζητήματος του Δάντσιγκ και του πολωνικού διαδρόμου αναπόφευγα θα οδηγήσει στο ξέσπασμα των αντιθέσεων που συνδέονται με την πάλη για το ξαναμοίρασμα της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης δηλαδή στο θέσιμο του ζητήματος του χωρισμού της Κροατίας και Σλοβενίας απ' τη Σερβία, της Τρανσυλβανίας, του Βάνατου, του ουγγρικού τμήματος της Σλοβενίας, του «ανσλούς» της Αυστρίας κ.τ.λ. Η οξύτητα όλου αυτού του ζητήματος αυξάνει ακόμα απ' το γεγονός ότι για την αναθεώρηση των συνθηκών ενδιαφέρουνται όχι μόνο η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Αυστρία και η Βουλγαρία, χώρες νικημένες στον παγκόσμιο πόλεμο, μα και η Ιταλία, που προσπαθεί να εξασθενίσει το γαλλικό πολεμικό μπλοκ και κατά πρώτο λόγο τον πιο κοντινό της ανταγωνιστή στα Βαλκάνια - τη Γιουγκοσλαβία.
Μπορούμε να νομίζουμε ότι όλες αυτές οι αντιθέσεις είναι δυνατό να λυθούν με ειρηνικό τρόπο; Μπορούμε να νομίζουμε, ότι η Πολωνία θα παραχωρήσει στη Γερμανία χωρίς αγώνα, ακόμα και χωρίς πόλεμο το διάδρομο του Δάτσιγκ είτε την Ανω-Σιλεσία, που η μεταλλουργία της είναι η βάση της πολωνικής πολεμικής βιομηχανίας; Μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η Ρουμανία θα παρατηθεί χωρίς πόλεμο προς όφελος της Ουγγαρίας από ένα σημαντικό τμήμα της Τρανσυλβανίας, η Γιουγκοσλοβακία απ' το Βανάτο, η Τσεχοσλοβακία απ' το ουγγρικό τμήμα της Σλοβακίας, είτε πως η μεγοαλοσερβική μπουρζουαζία θα συμφωνήσει, δίχως αιματηρό πόλεμο, για τον αποχωρισμό της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Βοσνίας και του Μαυροβουνίου για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του ιταλικού ιμπεριαλισμού;
Βέβαια, όλα αυτά δεν μπορούμε να τα παραδεχτούμε. Είναι αλήθεια πως δεν αποκλείουνται καθόλου ορισμένες συμφωνίες μεταξύ ορισμένων χωρών, κι' ακόμα παραπάνω, πως γίνουνται απόπειρες να δελεάσουνε την Πολωνία κ.ά. με αποζημιώσεις για τις πιθανές εδαφικές απώλειες σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης (Ουκρανία) ή της Λεττονίας, αλλά όλες αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να λυθούν ριζικά με ειρηνικό τρόπο.
Ως τώρα στην παγκόσμια ιστορία δεν υπήρξε περίπτωση, που το ξαναμοίρασμα οποιουδήποτε κομματιού του κόσμου να συντελέστηκε με το δρόμο των διπλωματικών συμφωνιών και όχι με το δρόμο του αιματηρού πολέμου. Να γιατί το φάσμα του καινούργιου πολέμου ενσαρκώνεται σε πραγματικότητα, να γιατί το ζήτημα του κινδύνου καινούργιου πολέμου μπήκε στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην Ευρώπη και η θέση του ζητήματος της αναθεώρησης των μεταβερσαλλιανών συνόρων δυνάμωσε πολύ περισσότερο τη λυσσώδικη πορεία προς τους εξοπλισμούς. Στη Γαλλία τίθεται εσπευσμένα το σχέδιο περί αναδιοργάνωσης όλου του στρατού με το σκοπό να ανυψωθεί η επιθετική του ικανότητα, καινούργια οχυρωματικά έργα γίνουνται στα γερμανικά σύνορα και αυξάνουνται οι μονάδες του πολεμικού ναυτικού. Οι γερμανικές εφημερίδες κατηγορούν ανοιχτά την Πολωνία, ότι συγκεντρώνει στρατό στο διάδρομο. Στην ίδια την Πολωνία απ' το βήμα του Σέημ (βουλής) και απ' τον Τύπο, στρατηγοί, κοινοβουλευτικοί παράγοντες και «σοσιαλιστές» κάνουν έκκληση για μια ενίσχυση της πολεμικής προπαρασκευής του πολωνικού στρατού. Σε μερικούς κύκλους μιλάνε μάλιστα για το ενδεχόμενο ενός προληπτικού πολέμου κατά της Γερμανίας με το σκοπό να της καταφέρουν μια στρατιωτική ήττα πριν ακόμα οι γερμανικοί εξοπλισμοί πραγματοποιηθούνε πλέρια. Παρόμοιοι πυρετώδικοι εξοπλισμοί γίνουνται και σ' όλες τις χώρες της Μικρής Αντάντ.
Το πράμα, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στους εξοπλισμούς. Μπροστά στην όλο και μεγαλείτερη κατάρρευση του συστήματος των Βερσαλλιών, τα μικρά κράτη της Ευρώπης τείνουν στο να συνενώσουν τις δυνάμεις τους για να δυναμώσουν την αντίστασή τους ενάντια στην αναθεώρηση των εδαφικών συνόρων. Η προσπάθεια αυτή κεντρίζεται ακόμα περισσότερο απ' την αυξανόμενη δυσπιστία των μικρών χωρών απέναντι της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, που η τάση τους για εδαφικές παραχωρήσεις στη Γερμανία σε βάρος των μικρών χωρών, (Πολωνίας, Μικρής Αντάντ) γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη. Δεν είναι πολύς καιρός, που η Τσεχοσλοβακία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία, ενωμένες και από παλαιότερα στη Μικρή Αντάντ, συνάψανε ένα καινούργιο «οργανωτικό σύμφωνο», που είναι μια πραγματική πολεμική συμμαχία, κατά των αναθεωρητικών τάσεων της Γερμανίας και Ουγγαρίας και κυρίως κατά των ιμπεριαλιστικών τάσεων της Ιταλίας. Το σύμφωνο αυτό αποτελεί πρώτα απ' όλα μια ιδιόρρυθμη εξασφάλιση των κρατών αυτών ενάντια στις ενδεχόμενες συμφωνίες των μεγάλων δυνάμεων και της Γερμανίας σε βάρος τους. Εχει σκοπό να καταστήσει τη Μικρή Αντάντ πιο ανεξάρτητη από αυτές είτε τις άλλες ταλαντεύσεις της εξωτερικής πολιτικής του κυριώτερου φρουρού του συστήματος των Βερσαλλιών - του γαλλικού ιμπεριαλισμού.
Ταυτόχρονα, παρουσιάστηκε η ροπή της Πολωνίας για μια ενεργό προσέγγιση με τη Μικρή Αντάντ. Μέχρι τώρα η Πολωνία απόφευγε μια τέτοια προσέγγιση γιατί αυτή αναπόφευγα θα χειροτέρευε τις σχέσεις της με την Ιταλία και την Ουγγαρία, που ενάντιά τους και κατά πρώτο λόγο δημιουργήθηκε η Μικρή Αντάντ. Οι καλές όμως σχέσεις με την Ουγγαρία και την Ιταλία ήτανε πολύ αναγκαίες για την Πολωνία σε περίπτωση πολέμου ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σήμερα οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνθηκαν τόσο, που η Πολωνία, παρά τους λόγους αυτούς, είναι αναγκασμένη να προσφύγει στην προσέγγιση με την Τσεχοσλοβακία και Γιουγκοσλαβία, πράμα που βρίσκει την έκφρασή του στις διαβεβαιώσεις του ευρωπαϊκού Τύπου για σύναψη πολωνο-τσεχοσλοβακικής στρατιωτικής σύμβασης, καθώς επίσης και στην επιδειχτική παραίτηση του καινούργιου Πολωνού πρεσβευτή στη Ρώμη, του Ποτότσκι.
Τέλος, η Πολωνία δουλεύει εντατικά για τη δημιουργία βαλτικής συμμαχίας μεταξύ Πολωνίας, Εσθονίας, Λεττονίας και Λιθουανίας. Η προσπάθεια αυτή συναντά μεγάλες συμπάθειες στη Λεττονία και Εσθονία και στη Λιθουανία οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες (Τσέλενς και άλλοι) εκδηλώνονται ανοιχτά υπέρ της στρατιωτικής συμμαχίας με την Πολωνία ενάντια τάχα στον κίνδυνο του Πετλιούρα. Οι απόπειρες για δημιουργία μιας βαλτικής συμμαχίας προσκρούουν ως τόσο στην αντίσταση της φασιστικής Λιθουανίας που βάζει για κύριό της καθήκον την πάλη για απόδοση στη Λιθουανία της περιφέρειας της Βίλνας, που άρπαξε η Πολωνία.
Κι έτσι η προετοιμασία του καινούργιου πολέμου προχωρεί απ' όλες τις μεριές.
Η πυρετώδικη πορεία των εξοπλισμών συμπληρώνεται με την άλλο τόσο πυρετώδικη συγκρότηση καινούργιων πολεμικών συνασπισμών. Σε όλες τις χώρες και κατά πρώτο λόγο στη Γερμανία η τρομοκρατία ενάντια στην εργατική τάξη παίρνει τερατώδικες διαστάσεις. Ταυτόχρονα σε μια σειρά χώρες καταστρέφονται και οι μικροαστικές ακόμα πασιφιστικές οργανώσεις. Το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι στρατοκράτες προσπαθούν από πριν να παραμερίσουν κάθε αντίσταση για καινούργιο πόλεμο και να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη πορεία όλων των μέτρων που προπαρασκευάζουν τον πόλεμο.
Οι ιμπεριαλιστές βλέπουνε ξεκάθαρα τον κίνδυνο να ξεσπάσουν ξαφνικά όλες οι αντιθέσεις του συστήματος των Βερσαλλιών και να εκραγεί ο καινούργιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Και ταυτόχρονα βλέπουνε κι' όλο τον κίνδυνο που συνεπάγεται για τον ιμπεριαλισμό το πολεμικό αυτό ξέσπασμα. Ο καινούργιος πόλεμος απειλεί πρώτα-πρώτα να καταστρέψει το συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών, που στηρίζεται πάνω στη βάση ολάκερου του συστήματος των συνθηκών ειρήνης. Απειλεί να θέσει στην ημερησία διάταξη τα εθνικοαποικιακά προβλήματα όχι μόνο με την έννοια ότι θα καταστεί αναπόφευγο ένα ξαναμοίρασμα των αποικιών σαν αποτέλεσμα του πολέμου, μα και με την έννοια ότι θα ενισχυθούν τεράστια οι φυγόκεντρες τάσεις και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα στις μεγάλες αποικιακές δυνάμεις, και κυρίως στην Βρεττανική αυτοκρατορία, που οι δεσμοί της με τις κτήσεις της (Καναδά, Αυστραλία, Νότια Αφρική) εξασθένισαν εξαιρετικά τα τελευταία χρόνια. Και το σπουδαιότερο, η πείρα του τελευταίου ιμπεριαλιστικού πολέμου, κι' ακόμα όχι μόνο η πείρα των ηττημένων χωρών, μα και της Γαλλίας και της Αγγλίας, προκαλεί στους ιμπεριαλιστές τον τρόμο μπροστά στην απειλή της πραγματοποίησης του κομμουνιστικού συνθήματος για μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. Ο τρόμος αυτός ενισχύεται ακόμα περισσότερο με τη συναίσθηση, ότι δίπλα στον καπιταλιστικό κόσμο υπάρχει η κραταιή Σοβ. Ενωση - προπύργιο και βάση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης.
Ολ' αυτά παρμένα μαζί οδηγούνε στο ότι ορισμένοι ιθύνοντες ιμπεριαλιστικοί πολιτικοί με όλα τα μέσα προσπαθούνε να αποσοβήσουνε τον πόλεμο μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών, να βρούνε τρόπους για μια έστω και προσωρινή υπερνίκηση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων με σκοπό τον σχηματισμό ενός ενιαίου αντισοβιετικού μπλοκ για μια καινούργια επέμβαση κατά της Ε.Σ.Σ.Δ.
Ο πόλεμος ενάντια στην Ε.Σ.Σ.Δ. για την συντριβή του προλεταριακού κράτους και για το μοίρασμα της λεγόμενης «ρούσικης κληρονομιάς» - να πού βλέπουν οι ιμπεριαλιστές αυτοί τη διέξοδο απ' την παγκόσμια οικονομική κρίση και μια διέξοδο απ' τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που σπαράζουνε τον καπιταλιστικό κόσμο. Σε βάρος των εδαφών που υπάγονται στη Σοβ. Ενωση (Ουκρανία, Απω Ανατολή κτλ.), οι κύριοι αυτοί ελπίζουνε να ικανοποιήσουν τις ορέξεις των κρατών, πούναι δυσαρεστημένα και επιθυμούν την αναθεώρηση.
Οι απόπειρες του Μουσσολίνι και του Μακντόναλντ να οργανώσουνε ένα νέο «ευρωπαϊκό διευθυντήριο» συνάπτοντας το σύμφωνο των τεσσάρων δυνάμεων (Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία) αποτελούν κυρίως μια απόπειρα να συμπεριληφθεί όλη η προπολεμική ένταση της σύγχρονης Ευρώπης στην ενίσχυση και επιτάχυνση της προπαρασκευής του πολέμου κατά της Ε.Σ.Σ.Δ.Στη Γερμανία η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία σημαίνει όχι μόνο όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην Ευρώπη, αλλά σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αντισοβιετικής πορείας της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας. Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν από παληά ένα μαχητικό αντισοβιετικό κόμμα. Ο Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο αγώνας μου» αναπτύσσει λεπτομερώς τα καθήκοντα της αντισοβιετικής πολιτικής της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας.
Ο κύριος ειδικός των εθνικοσοσιαλιστών στην εξωτερική πολιτική, ο Αλφρέδος Ρόζενμπεργκ στα έργα του τονίζει ακόμα σαφέστερα, ότι ο γερμανικός φασισμός βάζει για καθήκον του την πάλη κατά της Σοβ. Ενωσης και για το ξαναμοίρασμα των εδαφών της. Το σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής των εθνικοσοσιαλιστών συνοψίζεται στα ακόλουθα: Η Γερμανία, η Αγγλία και η Ιταλία πρέπει να συνάψουνε συμμαχία για μια ταυτόχρονη πάλη κατά της Ε.Σ.Σ.Δ. Η Πολωνία πρέπει να ακρωτηριαστεί με την απόδοση του Διάδρομου στη Γερμανία και το χωρισμό απ' αυτή της Δυτικής Ουκρανίας. Η Σοβ. Ενωση πρέπει να διαμοιραστεί. Η Σοβιετική Ουκρανία πρέπει να μετατραπεί μαζί με τη Δυτική Ουκρανία σε «ανεξάρτητο» αστικό κράτος υπό την προστασία της Γερμανίας. Η υπόλοιπη αστική Ρωσία πρέπει να παραχωρήσει τη Σιβηρία στο γερμανικό αποικισμό και στο γερμανικό εμπορικό πνεύμα. Η Πολωνία μπορεί να αποζημιωθεί γι' αυτά με την απόδοση σ' αυτή ενός μέρους, είτε ολάκερης της Λεττονίας, αν γενικά η νικηφόρα Γερμανία δεν αποπειραθεί να καταπιεί την Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες, όπως προσπάθησε να κάνει την περίοδο του Μπρεστ - Λιτόφσκ.
Οι αντιλήψεις της εξωτερικής πολιτικής των εθνικοσοσιαλιστών ανοίγουν έτσι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό ένα ορισμένο πεδίο για κομπινάτσιες (συνδυασμούς), που με τη βοήθειά τους μπορεί προσωρινά να συμπτυχθεί το αντισοβιετικό μπλοκ. Οι άγγλοι σκληροτράχηλοι (συντηρητικοί) αντιλαμβάνουνται βέβαια ότι τα σχέδια που εκτέθηκαν παραπάνω είναι πάρα πολύ φανταστικά, μπορεί όμως να παραδεχτούνε ένα μέρος απ' αυτά και κυρίως μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη φασιστική Γερμανία για τους αντισοβιετικούς συνδυασμούς. Για το σκοπό αυτό πρέπει να αποσπασθεί απ' τη Γαλλία και τους συμμάχους της η συγκατάθεση για την ειρηνική αναθεώρηση των μεταβερσαλλιανών εδαφικών συνόρων. Πρέπει να δοθούνε στην Γερμανία οι μίνιμουμ εδαφικές παραχωρήσεις, που θα της επιτρέπανε, να μπει στο ενιαίο καπιταλιστικό μπλοκ. Τα μικρά κράτη -η Μικρή Αντάντ και η Πολωνία- πρέπει να κάνουν ορισμένες θυσίες, θυσίες, σα να λέμε, για τα γενικά τελικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Σ' αυτά συνίσταται η ουσία της ιδέας του «ευρωπαϊκού διευθυντηρίου» και του συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων.
Η πολύ καλά πληροφορημένη γαλλοπολωνική εφημερίδα της Γενεύης «Εφημερίς των Εθνών» (Journal des Nations) στο φύλλο της τής 1 Απρίλη ξεσκεπάζει με πλέρια σαφήνεια το περιεχόμενο του σχεδίου Μουσσολίνι - Μακντόναλντ, αναφερόμενη στο άρθρο 4 του δημοσιευόμενου στο γαλλικό τύπο σχεδίου συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων, που αναγράφει ότι οι δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να ακολουθούνε σε όλα τα ευρωπαϊκά, είτε μη ευρωπαϊκά ζητήματα κοινή γραμμή δράσης η εφημερίδα αυτή γράφει:
«Ομολογούμε, ότι βλέπουμε μια μόνο πιθανότητα να τηρηθεί αυτή η «γενική γραμμή δράσης» την περίπτωση της αντισοβιετικής σταυροφορίας. Ο Χίτλερ και ο Πάπεν την προπαγανδίζουν ήδη από καιρό... Στην Αγγλία ο Ντετέρντιγκ και ο Μπίβερμπρουκ είναι οπαδοί αυτής της εκστρατείας... Ομολογούμε, πως αν το άρθρο 4 γενικά έχει οποιαδήποτε σημασία, ημείς δεν μπορούμε να του δώσουμε άλλη αληθοφανή εξήγηση».
Ετσι, η σημασία του σχεδίου Μουσσολίνι - Μακντόναλντ συνοψίζεται, πρώτο, στην αναβίωση με καινούργια μορφή του σχεδίου για την δημιουργία ενιαίου αντισοβιετικού μπλοκ, δεύτερο, στην σοβαρή επέχταση των αναθεωρητικών συγκροτημάτων των δυνάμεων στην Ευρώπη με το μέσο της προσέλκυσης της Αγγλίας και τρίτο, στο θέσιμο στην ημερησία διάταξη της διεθνούς πολιτικής του ζητήματος της αναθεώρησης των μεταβερσαλλιανών συνόρων.
Απ' τον αστικό τύπο ακούστηκαν ήδη ορισμένα παρασκηνιακά δεδομένα για τις διαπραγματεύσεις του Μαρτίου στη Ρώμη μεταξύ του Μακντόναλντ και του Μουσσολίνι, κι' ακόμα για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. Απ' αυτό το σωρό των πληροφοριών, που παρουσιάζουνται τώρα σαν καρποί δημοσιογραφικών συνδυασμών, μπορούμε να βγάλουμε μερικά πλέρια οφθαλμοφανή στοιχεία του πρωταρχικού σχεδίου των τεσσάρων δυνάμεων. Συνοψίζουνται ξεκάθαρα στα παρακάτω. Κατ' αρχήν οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις πρέπει ν' αναγνωρίσουν την ανάγκη της αναθεώρησης των συνόρων. Η προσχώρηση της Γαλλίας στο σύμφωνο και η διατήρηση της κοινής γραμμής δράσης των μεγάλων δυνάμεων πρέπει να οδηγήσει σ' ένα περιορισμό της ελευθερίας δράσης και της Γαλλίας και στην απόσπασή της απ' την Πολωνία και τη Μικρή Αντάντ, στην απομόνωση αυτών των τελευταίων και στον εξαναγκασμό τους σε εδαφικές παραχωρήσεις στη Γερμανία, Ουγγαρία και Ιταλία. Πάνω στη βάση αυτών των παραχωρήσεων πρέπει να προκύψει η προσωρινή υπερνίκηση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και η δημιουργία του αντισοβιετικού μπλοκ. Η ημιεπίσημη «Πολωνική εφημερίδα» καταλαβαίνει ξεκάθαρα αυτόν τον χαρακτήρα του σχεδίου συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων, γράφοντας ότι το σχέδιο στηρίζεται πάνω στις ακόλουθες τέσσερις θέσεις.
«1) Στην επέμβαση ενάντια σε άλλες χώρες, γιατί για να κάνουν η μια στην άλλη αμοιβαίες παραχωρήσεις δεν χρειάζεται να συναφθούν σύμφωνα.
2) Στον εξαναγκασμό, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, οι αποφάσεις των τεσσάρων κυρίων, που αντιπροσωπεύουνε τις τέσσερις κυβερνήσεις δεν θα είχαν καμιά σημασία για την ειρήνη, που το σύμφωνο επιθυμεί να σώσει.
3) Το σύμφωνο πρέπει παραπέρα να βασίζεται στην στέρηση ελευθερίας δράσης κάποιου από τους συμμετόχους του.
4) Στον περιορισμό των δικαιωμάτων των άλλων κρατών.
Η διπλωματική γλώσσα της «Πολωνικής εφημερίδας» ξεσκεπάζει με πλέρια σαφήνεια τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των εισηγητών του συμφώνου. Οσον αφορά τις πραγματικές προτάσεις για αναθεώρηση των συνόρων, αυτές κατά τα φαινόμενα καταλήγουνε στο σχέδιο να πάρουν το Διάδρομο απ' την Πολωνία και να τον δώσουνε στη Γερμανία, η Πολωνία πρέπει να αποζημιωθεί, κατά πρώτο λόγο, δίνοντάς της την Λεττονία και το λιμάνι του Μέμελ. Πρέπει να «διορθωθούν» τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας σε όφελος της Ουγγαρίας, και στην τελευταία αυτή πρέπει να δοθεί κι ένα μέρος της Τρανσυλβανίας (Ρουμανία) με ουγγρικό πληθυσμό κτλ. Εξ άλλου τα σχέδια ορισμένων κρατών, πούναι υπέρ της αναθεώρησης, δεν περιορίζονται σε τούτα: έτσι η Γερμανία επιθυμεί ακόμα την επιστροφή της Ανω Σιλεσίας και το «ανσλούς» της Αυστρίας, και η Ιταλία θέλει να χωρισθεί η Κροατία και η Σλοβενία απ' τη Γιουγκοσλαβία, να της δοθούν ορισμένες γαλλικές αποικίες της Βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής (Τύνιδα, Συρία).
Τέτοια είναι τα σχέδια των ιμπεριαλιστών, άλλο όμως πράμα τα σχέδια και άλλο η πραγματοποίησή τους. Οι αναθεωρητικές διαθέσεις του Μουσσολίνι πάνε πολύ μακρύτερα, όσο το επιτρέπει αυτό η πολιτική του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Ο ιταλικός φασισμός στρέφεται όχι μόνο ενάντια στους μικρούς συμμάχους της Γαλλίας, μα κι' ενάντια στην ίδια τη Γαλλία.
Η απόρριψη από μέρους του της ιδέας να επεχταθεί το μπλοκ των μεγάλων δυνάμεων συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτό την Ε.Σ.Σ.Δ. και τις Ενωμένες Πολιτείες αποβλέπει κυρίως στο σκοπό να απομονωθεί μέσα σ' αυτό το μπλοκ η Γαλλία και να αποκλειστούν απ' το μπλοκ η Ε.Σ.Σ.Δ. και οι Ενωμένες Πολιτείες, που η θέση τους πάνω σ' όλα αυτά τα ζητήματα μπορεί να διαφέρει απ' τα ιταλικά σχέδια. Απ' την άλλη μεριά, η Ιταλία θέλει να περιορίσει μέσα στα δικά της συμφέροντα τα σχέδια αναθεώρησης των συνθηκών - ο ιταλικός φασισμός είναι κατά του «ανσλούς» της Αυστρίας με τη Γερμανία, γιατί αυτό θα δυνάμωνε τις θέσεις της Γερμανίας στα Βαλκάνια και θα πλησίαζε η Γερμανία στις αγορές των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής, όπου η Γερμανία και η Ιταλία συναντούνται σαν ανταγωνιστές. Γι' αυτό ο ιταλικός φασισμός υποστηρίζει στην Αυστρία την ομάδα του Ντόλφους και τη φασιστική πτέρυγα του Χέιμβεργκ πούναι σε αντίθεση με τους εθνικοσοσιαλιστές, που υποστηρίζουνε τους αυστριακούς συναδέλφους τους, που τείνουνε στο «ανσλούς».
Ταυτόχρονα η Αγγλία δεν τραβά τόσο μακρυά κατά της Γαλλίας όσο προσπαθεί γι' αυτό η Ιταλία. Τα συμφέροντα της Αγγλίας δεν περιορίζονται στο στενό κύκλο των καθαρά ευρωπαϊκών αντιθέσεων. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είναι ιμπεριαλισμός παγκόσμιας κλίμακας, οι κυριότερές του αντιθέσεις δε βρίσκονται στην Ευρώπη, είναι ενάντια στην Αμερική, προ πάντων στην Απω Ανατολή. Γι' αυτό η Αγγλία δεν μπορεί να διώξει από κοντά της τη Γαλλία, που της χρειάζεται για μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές κομπινάτσιες. Γι' αυτό η Αγγλία είναι έτοιμη να κάνει συμβιβασμούς με τη Γαλλία στα ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής, πράμα που φάνηκε στις ταλαντεύσεις της Αγγλίας σχετικά με την απόκρουση του σχεδίου Μουσσολίνι-Μακντόναλντ από μέρους της Γαλλίας. Γι' αυτό για την ώρα μπορεί να μιλάμε μόνο για μεγάλα ζιγκ-ζαγκ της Αγγλίας στο πλευρό των ομάδων των δυνάμεων, που θέλουν την αναθεώρηση, όχι όμως και για είσοδο της Αγγλίας σε μια τέτοια.
Το σχέδιο συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων συνάντησε πολύ εχθρικές διαθέσεις στις χώρες του γαλλικού πολεμικού συνασπισμού. Η ίδια η Γαλλία δε θέλει να εξασθενίσει τους πολεμικούς συμμάχους της για το συμφέρον της ικανοποίησης των ιμπεριαλιστικών αξιώσεων της Γερμανίας και της Ιταλίας. Η Μικρή Αντάντ και η Πολωνία εκφράστηκαν ακόμα πιο κατηγορηματικά ενάντια στα σχέδια αυτά. Είναι γνωστό πως το σχέδιο αυτό τους καθορίζει να παραχωρίσουνε τα εδάφη τους στη Γερμανία, Ουγγαρία κτλ. ενισχύοντας τους αντιζήλους τους και αδυνατίζοντας τις θέσεις τους, τη δύναμή τους, το ρόλο τους στην Κεντρική Ευρώπη. Γι' αυτό απαιτούνε την περίληψή τους στο σύστημα του συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων και την εγκατάλειψη της αναθεωρητικής πλευράς του σχεδίου, αλλοιώς θα διαρρήξουν το σύμφωνο. Οι χώρες του γαλλικού πολεμικού συνασπισμού δεν είναι καθόλου κατά της συνένωσης όλων των δυνάμεων του καπιταλισμού ενάντια στην Ε.Σ.Σ.Δ., απαιτούν όμως σαν προκαταρχτικό όρο εγγύηση από μέρους της Γερμανίας, ότι αυτή δεν θα επιβουλευτεί την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία τους. Δεν είναι καθόλου διατεθιμένες να κάνουνε θυσίες, κυρίως εδαφικές, για τις οποίες τους υπόσχονται αμφίβολες αποζημιώσεις (μοίρασμα του δέρματος της σοβιετικής αρκούδας που ακόμα δεν σκοτώθηκε). Ας προσφέρουν άλλοι αυτές τις θυσίες, ας υποτάξουν η Γερμανία, η Ουγγαρία κτλ. τα συμφέροντά τους στα γενικά συμφέροντα του παγκόσμιου καπιταλισμού, ας περιμένουνε να ικανοποιήσουνε τις αξιώσεις τους τότε, όταν θάναι δυνατό το μοίρασμα του δέρματος της αρκούδας.
Παρ' όλα όμως αυτά οι ιθύνοντες πολιτικοί των χωρών αυτών είναι πεισμένοι, ότι δίνοντας στη Γερμανία τη δυνατότητα να εξοπλιστεί και να επιστρατεύσει το στρατό της, εκθέτουνε την ύπαρξη των χωρών αυτών στα χτυπήματα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Είναι πολύ γνωστά σ' όλους τα σχέδια προσαρτήσεων του Ρόζεμπεργκ και του Χίτλερ σχετικά με τις Βαλτικές χώρες, κι' όλοι θυμούνται την προσαρτιστική πολιτική της Γερμανίας το 1917-1918, που πήραν την πιο ξεκάθαρή τους έκφραση με την ειρήνη του Μπρεστ. Σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικές οι δηλώσεις των ιθυνόντων λεττονών πολιτικών π.χ. του γνωστού σοσιαλδημοκράτη Τσέλενς, που εκφράστηκε ανοιχτά ότι ο ερχομός του Χίτλερ στην εξουσία δημιούργησε άμεσο κίνδυνο για την ανεξαρτησία της Λεττονίας. Η γνωστή εφημερίδα της πολωνικής μπουρζουαζίας «Α. Μπ. Τσ.» δίνει ακόμα πιο ξεκάθαρη εχτίμηση στις προοπτικές του σχεδίου Μουσσολίνι-Μακντόναλντ για την Πολωνία. Κριτικάροντας τη θέση των ουκρανών αστών εθνικιστών που αξιούν την συμμετοχή της Πολωνίας στο αντισοβιετικό μπλοκ μαζί με τη Γερμανία, η «Α.Μπ.Τσ.» γράφει:
«Αυτή είναι η ουσία του ζητήματος - οι ουκρανοί βλέπουν ήδη το μεγάλο αντισοβιετικό μέτωπο των δυτικών κρατών, κάτω βέβαια από την ηγεσία του Χίτλερ, για να υποκλιθεί όμορφα-όμορφα η Πολωνία μπροστά στο Χίτλερ, που σκοπεύει να βαδίσει προς την Ανατολή ...πάνω από το πτώμα της Πολωνίας».
Ολα αυτά εξηγούνται με τούτο, ότι το σχέδιο Μουσσολίνι - Μακντόναλντ προκάλεσε όχι την άμβλυνση αλλά την όξυνση των αντιθέσεων στο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών, μεταξύ των χωρών που έχουν αναθεωρητικές τάσεις και του γαλλικού πολεμικού συνασπισμού. Αυτό κυρίως έσπρωξε την Αγγλία να υποχωρήσει απ' το αρχικό σχέδιο συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων και να συμφωνήσει με τις γαλλικές αξιώσεις, που για την ώρα εκμηδενίζουν την αναθεωρητική πλευρά του σχεδίου. Ολες αυτές οι ταλαντεύσεις της αγγλικής διπλωματίας δεν αφαιρούν απ' την αγγλική εξωτερική πολιτική την αντισοβιετική αιχμή. Η οργάνωση ενός μεγάλου αντισοβιετικού μπλοκ για τον πόλεμο κατά της Ε.Σ.Σ.Δ. είναι δουλειά που απαιτεί ακόμα μακρές προετοιμασίες, στη δομένη τώρα στιγμή τα αγγλικά σχέδια επιδιώκουν ένα πιο περιορισμένο σκοπό: να επιτύχουν την απομόνωση της Ε.Σ.Σ.Δ. στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και να μην επιτρέψουν τη σχεδιαζόμενη αναγνώριση της Ε.Σ.Σ.Δ. από τις Ενωμένες Πολιτείες. Αυτό το σκοπό κυρίως επιδιώκουν οι συνεπείς αντισοβιετικές πράξεις του αγγλικού ιμπεριαλισμού: η καταγγελία της εμπορικής σύμβασης με την Ε.Σ.Σ.Δ., η αντισοβιετική καμπάνια σχετικά με την παραπομπή σε δίκη στην Ε.Σ.Σ.Δ. των σαμποταριστών άγγλων μηχανικών της «Μέτρο-Βίκερς» και τέλος ο αποκλεισμός των σοβιετικών προϊόντων.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι οι προσπάθειες συμπέφτουν με την ενεργό δράση της γιαπωνέζικης διπλωματίας, που έστειλε στη Βάσιγκτων το γνωστό της αντιπρόσωπο, το Ματσουόκο, με σκοπό να επηρεάσει τις Ενωμένες Πολιτείες για να παραιτηθούν απ' την αναγνώριση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Τα αγγλικά αντισοβιετικά σχέδια βρίσκουν πολύ ευχάριστη απήχηση στους ιθύνοντες φασιστικούς κύκλους της Γερμανίας. Ετσι, ο γνωστός ειδικός της Χούκεμπεργκ στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, ο καθηγητής Φρέηταγκ Λόρινχοφεν γράφει στο «Ντερ Ταγκ» (η «Ημέρα») της 6 Απρίλη:
«Η αγγλοσοβιετική σύγκρουση αυξάνει αυτόματα το βάρος της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται θέληση και επιτυχημένη ταχτική για να επωφεληθούμε απ' αυτή την κατάσταση ... Η όξυνση της σύγκρουσης με την Ρωσία αναγκάζει την Αγγλία να εχτιμά πάρα πολύ τη φιλία της Γερμανίας».
Με τον τόνο του Φρέηταγκ Λόρινχοφεν γράφει στην «Φέλκισερ μπεομπάχτερ» της 6 Απρίλη και ο εθνικοσοσιαλιστής επίτροπος των εξωτερικών Αλφρέδος Ρόζεμπεργκ, που διαβεβαιώνει την Αγγλία ότι κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά τη σύγκρουση με την Ε.Σ.Σ.Δ., έχει συμφέρον να διατηρεί φιλικές σχέσεις με την κυβέρνηση του Χίτλερ. Με τον τρόπο αυτό ο γερμανικός φασισμός με πλέρια ειλικρίνεια προσφέρει στον αγγλικό ιμπεριαλισμό τις αντισοβιετικές του υπηρεσίες. Δεν είναι παράξενο ότι η Γερμανία κράτησε πολύ ευμενή στάση μπροστά στο σχέδιο συμφώνου των τεσσάρων δυνάμεων και αντιστάθηκε σταθερά ενάντια σε όλες τις γαλλικές διορθώσεις του σχεδίου αυτού.
Η αντισοβιετική αυτή θέση των ιθυνόντων φασιστικών κύκλων της Γερμανίας υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο απ' τη σύσκεψη που έγινε στη Ρώμη μεταξύ του Μουσσολίνι, του πρωθυπουργού της Αυστρίας Ντόλφους και των γερμανών υπουργών Πάπεν και Γκέρινγκ. Οι ενήμερες αστικές εφημερίδες ανακοινώνουν ομόφωνα ότι ο Πάπεν και ο Γκέρινγκ μαγειρεύουνε στη Ρώμη τα σχέδια μιας καινούργιας αντισοβιετικής «ιεράς συμμαχίας».
Κατά τις τελευταίες ανακοινώσεις οι διαπραγματεύσεις της Ρώμης τελείωσαν με αποτυχία της Γερμανίας, επειδή ο Μακντόναλντ αντιστάθηκε κατηγορηματικά ενάντια στο «ανσλούς» (ένωση) της Αυστρίας, ενισχύθηκε όμως ξεκάθαρα η ιδέα της αντισοβιετικής «ιεράς συμμαχίας».
Οι Ενωμένες Πολιτείες, με τη σειρά τους, είναι πολύ θορυβημένες απ' τα σχέδια της Ρώμης και του Λονδίνου, που τείνουνε να δημιουργήσουν ένα ευρωπαϊκό συνασπισμό χωρίς τις Ενωμένες Πολιτείες και ενάντιά τους. Γι' αυτό το λόγο ο αντιπρόσωπος των Ενωμένων Πολιτειών Νόρμαν Ντέβις επεσκέφθηκε πριν λίγο καιρό το Παρίσι, όπου εντελώς ανοιχτά υποστήριξε τη γαλλική αντιπολίτευση ενάντια στο σχέδιο Μουσσολίνι - Μακντόναλντ.
Η πρόταση του Ρούζβελτ, να συγκληθεί γρήγορα στο Βάσιγκτων μια συνδιάσκεψη των διευθυντικών καπιταλιστικών κρατών για την προετοιμασία της παγκόσμιας οικονομικής συνδιάσκεψης, μπορεί ακόμα να θεωρηθεί εν μέρει σαν ένα βήμα, που στρέφεται ενάντια στο σχέδιο αυτό.
Τέλος, βλέπουμε ότι η καθημερινή προσπάθεια των ιμπεριαλιστών να συνεννοηθούν μεταξύ τους για την έστω και προσωρινή υπερνίκηση των αντιθέσεων του συστήματος των Βερσαλλιών και την οργάνωση του ενιαίου αντισοβιετικού μπλοκ για την ώρα κατέληξε σε αποτυχία. Δεν οδήγησε στην ελάττωση του χάους των διεθνών σχέσεων και δεν εξασθένισε την αστάθεια και αμφιβολία των ιμπεριαλιστικών ομάδων. Οι αντιθέσεις εξακολουθούνε να οξύνουνται και έτσι μεγαλώνει και ο κίνδυνος ενός καινούργιου πολέμου. Η προσπάθεια όμως αυτή εμφάνισε με πλήρη ακρίβεια την ένταση των δραστήριων αντισοβιετικών τάσεων στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού.
Η εργατική τάξη της Ε.Σ.Σ.Δ. και ολάκερο το παγκόσμιο προλεταριάτο πρέπει επομένως να παρακολουθούν προσεχτικά όλες τις μηχανορραφίες του διεθνούς ιμπεριαλισμού, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα κι' αν γίνονται.
Σχετικά μ' αυτά πρέπει ακόμα να τονίσουμε την επαίσχυντη διαγωγή της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Μπροστά στον αυξανόμενο κίνδυνο πολέμου στην Ευρώπη φάνηκε ήδη πλέρια, ότι η σοσιαλδημοκρατία όλων των χωρών προετοιμάζει μια καινούργια 4 Αυγούστου1. Στη Γερμανία οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες σέρνουνται με την κοιλιά μπροστά στη φασιστική κυβέρνηση κι' ανακαλέσανε ακόμα τον Βελς απ' την εκτελεστική επιτροπή της ΙΙ Διεθνούς. Στη Γαλλία, οι σοσιαλιστές με τον Λεόν Μπλουμ επικεφαλής, κάνουν χειρονομίες ενάντια στο φασισμό κι' ενάντια στο μιλιταρισμό ... της Γερμανίας, αυτό όμως είναι μόνο η αντίθετη πλευρά της συνεργασίας τους με τη γαλλική κεφαλαιοκρατία στο ζήτημα της υπεράσπισης του συστήματος των Βερσαλλιών. Στη Γαλλία έχουμε ήδη τώρα στην πράξη ενιαίο μέτωπο απ' τον Πουανκαρέ ως το Λεόν Μπλουμ, παρόμοιο με κείνο που έχουμε σήμερα στη Γερμανία - το ενιαίο μέτωπο απ' τον Χίτλερ ως το Βελς. Στην Πολωνία, το πολωνικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα διακηρύττει επίσης ανοιχτά την υποστήριξη της φασιστικής τους κυβέρνησης σε περίπτωση πολέμου κατά της Γερμανίας. Τέλος, στη Λεττονία, ο σοσιαλδημοκράτης Τσέλενς καλεί σε πολεμική συμμαχία με την Πολωνία.
Μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα αγωνίζουνται κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και κατά της επέμβασης στην Ε.Σ.Σ.Δ. Μόνο αυτά στην περίπτωση που θα ξεσπάσει ο πόλεμος είτε η επέμβαση, θα καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε στο συντομώτερο χρονικό διάστημα να μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο. Για να επιτύχουνε στο έργο αυτό πρέπει να δεκαπλασιάσουν το ξεσκέπασμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που και τώρα ήδη αποδείχτηκαν πλέρια έτοιμα να επαναλάβουν την προδοτική τους πολιτική της 4 Αυγούστου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σημ. ΚΟΜΕΠ: Εννοεί τη στάση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας να ψηφίσει υπέρ των πολεμικών πιστώσεων στο γερμανικό Ράιχσταγκ στις 4 Αυγούστου 1914, λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.