Συνεχίζονται οι δολοφονίες πρώην στελεχών και μελών των FARC – EP
(Ένοπλες Επαναστατικές Δυνάμεις της Κολομβίας – Λαϊκός Στρατός),παρά τη
συμφωνία που υπογράφτηκε τον Ιούνη του 2016 για κατάπαυση του πυρός και
έναρξη νέας προσπάθειας ειρηνευτικής διαδικασίας, μετά από 50 σχεδόν
χρόνια ένοπλης σύγκρουσης.
Όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη “Τα τελευταία θύματα είναι δύο μέλη του νόμιμου κόμματος που προέκυψε από το αντάρτικο, με το ίδιο ακρωνύμιο, FARC (Fuerza Alternativa Revolucionaria del Comun – Επαναστατική Εναλλακτική Δύναμη της Πλειοψηφίας), οι Γουίλμαρ Ασπρίγια και Ανχελ ντε Χεσούς Μοντόγια,που δολοφονήθηκαν στην επαρχία της Αντιόκια στην κοινότητα Πέκε, όπου συμμετείχαν στην προεκλογική εκστρατεία ενόψει των βουλευτών εκλογών τον ερχόμενο Μάρτη και των προεδρικών το Μάη. Εκτελέστηκαν από ένοπλους παραστρατιωτικούς που τους αιφνιδίασαν στις 11 το βράδυ της Τετάρτης σε ένα πάρκινγκ, όταν επέστρεφαν από μια προεκλογική εκδήλωση.
Επίσης, στην επαρχία Ναρίνιο, στο νότο και συγκεκριμένα στο Τουμάκο, η κυβέρνηση του Χουάν Μανουέλ Σάντος προχώρησε πρόσφατα στην ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης της περιοχής με την επιχείρηση «Ηρακλής», στο όνομα της αντιμετώπισης των παράνομων ένοπλων οργανώσεων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για επιχείρηση κατά του λαϊκού κινήματος και ουσιαστικά ενισχύει τις προσπάθειες να μπουν εμπόδια στην εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας. Στην ίδια επαρχία τον προηγούμενο Οκτώβρη δολοφονήθηκαν 6 πρώην αντάρτες, ενώ από το 2016 οι νεκροί, μέλη και στελέχη της νέας οργάνωσης, έχουν ξεπεράσει τους 30, ενώ έχουν δολοφονηθεί και δεκάδες μέλη λαϊκών και ιθαγένικων οργανώσεων από τη δράση παραστρατιωτικών ταγμάτων θανάτου, που έχουν την ανοχή ή και τη στήριξη του επίσημου κράτους.
Η αποστολή του ΟΗΕ περί επαλήθευσης της ειρηνευτικής συμφωνίας στην Κολομβία σε ανακοίνωσή της καταδικάζει τις δολοφονίες και σημειώνει ότι «πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις για την ελεύθερη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας».
Από την άλλη, στελέχη της FARC έχουν προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να επαναληφθεί το κύμα στοχευμένων μαζικών δολοφονιών των δεκαετιών 1980 και 1990, όπου πάνω από 5.000 μέλη της οργάνωσης που είχαν δημιουργήσει οι FARC-EP μαζί με το Κολομβιάνικο ΚΚ, «Πατριωτική Ενωση» (Union Patriotica), εκτελέστηκαν από παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου.
Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της, η FARC είχε καταγγείλει ότι ενώ αυτή συμμορφώνεται πλήρως με τη συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αβάνα, «το κράτος την παραβιάζει συνεχώς και αρνείται την ύπαρξη παραστρατιωτικών οργανώσεων, που αφαιρούν τις ζωές όχι μόνο μελών των FARC και οικογενειών τους, αλλά και υπερασπιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ηγέτες κοινωνικών αγώνων και γενικά της αντιπολίτευσης». Επίσης, εξακολουθούν να είναι στη φυλακή 600 πρώην αντάρτες. Πάντως, η νέα αυτή οργάνωση, όπως δείχνουν προγραμματικά της ντοκουμέντα και οι δηλώσεις των κύριων στελεχών της, εμμένει στη λεγόμενη «εθνική συμφιλίωση» και την «ειρήνη με κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία όλων, στη νέα Κολομβία». Κυρίαρχο στοιχείο που προβάλλει και στην προεκλογική περίοδο είναι «η επίτευξη μιας μεταβατικής εναλλακτικής κυβέρνησης, που θα σταματήσει τη βία, θα εμπεδώσει τη δημοκρατία, θα κατοχυρώσει τα πολιτικά δικαιώματα και θα καταπολεμήσει τη διαφθορά». Η ταξική ανάλυση λείπει, ενώ και η συμφωνία που υπογράφτηκε μετά από 4 χρόνια διαπραγματεύσεων με το αστικό κράτος, περιλαμβάνει σοβαρές παραχωρήσεις στην αστική τάξη και δημιουργεί πολλές αυταπάτες για «εξανθρωπισμό» της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, που ανεξάρτητα από προθέσεις, θα έχουν μελλοντικά αρνητικές συνέπειες στο εργατικό – λαϊκό κίνημα.
Όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη “Τα τελευταία θύματα είναι δύο μέλη του νόμιμου κόμματος που προέκυψε από το αντάρτικο, με το ίδιο ακρωνύμιο, FARC (Fuerza Alternativa Revolucionaria del Comun – Επαναστατική Εναλλακτική Δύναμη της Πλειοψηφίας), οι Γουίλμαρ Ασπρίγια και Ανχελ ντε Χεσούς Μοντόγια,που δολοφονήθηκαν στην επαρχία της Αντιόκια στην κοινότητα Πέκε, όπου συμμετείχαν στην προεκλογική εκστρατεία ενόψει των βουλευτών εκλογών τον ερχόμενο Μάρτη και των προεδρικών το Μάη. Εκτελέστηκαν από ένοπλους παραστρατιωτικούς που τους αιφνιδίασαν στις 11 το βράδυ της Τετάρτης σε ένα πάρκινγκ, όταν επέστρεφαν από μια προεκλογική εκδήλωση.
Επίσης, στην επαρχία Ναρίνιο, στο νότο και συγκεκριμένα στο Τουμάκο, η κυβέρνηση του Χουάν Μανουέλ Σάντος προχώρησε πρόσφατα στην ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης της περιοχής με την επιχείρηση «Ηρακλής», στο όνομα της αντιμετώπισης των παράνομων ένοπλων οργανώσεων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για επιχείρηση κατά του λαϊκού κινήματος και ουσιαστικά ενισχύει τις προσπάθειες να μπουν εμπόδια στην εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας. Στην ίδια επαρχία τον προηγούμενο Οκτώβρη δολοφονήθηκαν 6 πρώην αντάρτες, ενώ από το 2016 οι νεκροί, μέλη και στελέχη της νέας οργάνωσης, έχουν ξεπεράσει τους 30, ενώ έχουν δολοφονηθεί και δεκάδες μέλη λαϊκών και ιθαγένικων οργανώσεων από τη δράση παραστρατιωτικών ταγμάτων θανάτου, που έχουν την ανοχή ή και τη στήριξη του επίσημου κράτους.
Η αποστολή του ΟΗΕ περί επαλήθευσης της ειρηνευτικής συμφωνίας στην Κολομβία σε ανακοίνωσή της καταδικάζει τις δολοφονίες και σημειώνει ότι «πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις για την ελεύθερη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας».
Από την άλλη, στελέχη της FARC έχουν προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να επαναληφθεί το κύμα στοχευμένων μαζικών δολοφονιών των δεκαετιών 1980 και 1990, όπου πάνω από 5.000 μέλη της οργάνωσης που είχαν δημιουργήσει οι FARC-EP μαζί με το Κολομβιάνικο ΚΚ, «Πατριωτική Ενωση» (Union Patriotica), εκτελέστηκαν από παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου.
Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της, η FARC είχε καταγγείλει ότι ενώ αυτή συμμορφώνεται πλήρως με τη συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αβάνα, «το κράτος την παραβιάζει συνεχώς και αρνείται την ύπαρξη παραστρατιωτικών οργανώσεων, που αφαιρούν τις ζωές όχι μόνο μελών των FARC και οικογενειών τους, αλλά και υπερασπιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ηγέτες κοινωνικών αγώνων και γενικά της αντιπολίτευσης». Επίσης, εξακολουθούν να είναι στη φυλακή 600 πρώην αντάρτες. Πάντως, η νέα αυτή οργάνωση, όπως δείχνουν προγραμματικά της ντοκουμέντα και οι δηλώσεις των κύριων στελεχών της, εμμένει στη λεγόμενη «εθνική συμφιλίωση» και την «ειρήνη με κοινωνική δικαιοσύνη και ευημερία όλων, στη νέα Κολομβία». Κυρίαρχο στοιχείο που προβάλλει και στην προεκλογική περίοδο είναι «η επίτευξη μιας μεταβατικής εναλλακτικής κυβέρνησης, που θα σταματήσει τη βία, θα εμπεδώσει τη δημοκρατία, θα κατοχυρώσει τα πολιτικά δικαιώματα και θα καταπολεμήσει τη διαφθορά». Η ταξική ανάλυση λείπει, ενώ και η συμφωνία που υπογράφτηκε μετά από 4 χρόνια διαπραγματεύσεων με το αστικό κράτος, περιλαμβάνει σοβαρές παραχωρήσεις στην αστική τάξη και δημιουργεί πολλές αυταπάτες για «εξανθρωπισμό» της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, που ανεξάρτητα από προθέσεις, θα έχουν μελλοντικά αρνητικές συνέπειες στο εργατικό – λαϊκό κίνημα.