Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1949. Ήδη από τα μέσα του Ιούλη του ίδιου
έτους, ο ΔΣΠ έχει υποστεί σοβαρές απώλειες από τις κυβερνητικές
δυνάμεις. Οι εναπομείναντες αντάρτες βρίσκονται σε διαρκή κίνηση στα
βουνά της Πελοποννήσου, κατανεμημένοι σε μικρές ομάδες, χωρίς δυνατότητα
ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά, ιματισμό ή τρόφιμα και χωρίς καμιά
δυνατότητα διενέργειας επιχειρήσεων. Παράλληλα, το σχέδιο "Περιστέρα"
έχει εκτοπίσει 4.500 Πελοποννήσιους ως "τροφοδότες" των ανταρτών στη
Μακρόνησο. Τα μετόπισθεν του ΔΣΠ και οι κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ
έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά διαλυθεί.
Μια από αυτές τις ομάδες ανταρτών, με επικεφαλής τον αρχηγό του ΔΣΠ
Στέφανο Γκιουζέλη και ακόμα 15 μαχητές βρίσκονται ανάμεσα στον Πάρνωνα
και στο Μαίναλο. Ανάμεσά τους οι Γιώργος Κονταλώνης, ο Μάκης Μίχος, ο
Σταύρος Ζερβέας και ο Αλβανός εθελοντής Κ. Κοζάτζε.
Γράφει ο Αρίστος Καμαρινός:
"Δεν περιγράφεται η χαρά και η συγκίνησή μας τη στιγμή που
συναντήσαμε τον Γκιουζέλη. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και δακρύσαμε. Σε
λίγο κατά τα μεσάνυχτα, στο φως του φεγγαριού, καθισμένοι απάνω σε
πέτρες, αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε πληροφορίες και απόψεις για την
κατάσταση που είχε δημιουργηθεί σε όλη την Πελοπόννησο μετά την ήττα
μας, στα τέλη του Μάρτη του 1949 που όλα τα τμήματά μας διασπάστηκαν σε
μικροομάδες, λόγω έλλειψης πυρομαχικών.
Ο Γκιουζέλης και ο Κονταλώνης σκόπευαν να πάνε στον Πάρνωνα για να
συναντηθούν με τον Ρογκάκο και από εκεί να γίνει μια προσπάθεια
συγκέντρωσης των μεμονωμένων ανταρτών και στελεχών του ΔΣΕ που
ελίσσονταν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Όταν όμως συνάντησαν
την ομάδα μας άλλαξαν γνώμη και ήρθαν μαζί μας στη Λουσίνα, από όπου
ευκολότερα θα μπορούσαν να επικοινωνούν με συνδέσμους, τόσο με τον
Ρογκάκο, όσο και με τον Πέρδικα στο Μαίναλο.
Από τη Λουσίνα, στη "βρύση της Λαϊκής Δημοκρατίας", με την καθοδήγηση
του Γκιουζέλη (στην πραγματικότητα, η διοίκηση της μονάδας μας αυτή την
περίοδο ήταν συλλογική Γκιουζέλης- Καμαρινός- Κονταλώνης), έγιναν
προσπάθειες σύνδεσής μας με μεμονωμένους αντάρτες και επίλυσης του
προβλήματος εφοδιασμού μας με τρόφιμα, φάρμακα, τσιγάρα και άλλα, όχι
μόνο για την κάλυψη των άμεσων αναγκών μας αλλά και για την αποθήκευση
σε κρύπτες, διατηρήσιμων τροφίμων για το χειμώνα 1949-1950. Σε αυτή την
τακτική μας είχαμε ευνοηθεί από την τακτική του εχθρού εκείνη την
περίοδο, που είχε αποσύρει όλες του τις δυνάμεις από την κορυφογραμμή
του Βορείου Ταϋγέτου."
Στα μέσα του Αυγούστου του 1949, τα πρώτα άσχημα νέα έφθασαν στη
Λουσίνα: Ο Βαγγέλης Ρογκάκος είχε σκοτωθεί στον Πάρνωνα στις 14/8/1949.
Αμέσως, οι επιτελείς της μονάδας στη Λουσίνα (Γκιουζέλης, Κονταλώνης,
Καμαρινός και Παπαδόπουλος) συνεδρίασαν για το πως θα αντιμετώπιζαν την
κατάσταση. Αποφασίστηκε να σταλούν 2-3 αντάρτες στη μια από τις δύο
γιάφκες που μοιραζόντουσαν οι ομάδες του Γκιουζέλη και του Πέρδικα.
Η ομάδα Γκιουζέλη, δεν είχε ακόμα πληροφορηθεί για την παράδοση του
Παπακωνσταντίνου (Μπελάς) και της ομάδας του, μαζί με όλον τον οπλισμό
της, ούτε για το θάνατο του Πέρδικα στο Μαίναλο. Η γιάφκα λοιπόν, της
περιοχής "Συνέσοβα" φαινόταν ως μέρος που ήταν ακόμα ασφαλές για τους
αντάρτες και σημείο πιθανής συνάντησης με άνδρες του Πέρδικα για
ανταλλαγή πληροφοριών.
Για τη γιάφκα έφυγαν οι αντάρτες Μίχος, Ρουσόπουλος και Παναγιωτόπουλος
οι οποίοι έπεσαν σε ενέδρα αλλά κατάφεραν να γλιτώσουν, φέρνοντας πίσω
τα νέα για την προδομένη στο εχθρό γιάφκα. Ο Ρουσόπουλος είχε
τραυματιστεί βαριά στην ωμοπλάτη.
Μερικές ημέρες μετά, ένας φιλοδημοκρατικός ΜΑΥ συνάντησε την ομάδα
Γκιουζέλη στη Λουσίνα και τους έφερε νέα για τις επικείμενες
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στη Λουσίνα. Σύμφωνα με αυτή την
πληροφορία, ο στρατός θα έβαζε πρώτα φωτιά στα δάση και έπειτα θα
προχωρούσε σε επιχειρήσεις. Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε μερικές μέρες
μετά από ένα σημείωμα που άφησε κοντά στην περιοχή κάποιος φαντάρος για
να προειδοποιήσει τους αντάρτες. Το σημείωμα, γραμμένο με κεφαλαία
έλεγε: "Στα τέλη Αυγούστου- αρχές Σεπτέμβρη τα τρουμανάκια θα
πλημμυρίσουν τη Λουσίνα και είναι αποφασισμένα να βάλουν φωτιά στο δάσος
αυτό που σας προστατεύει".
Η ομάδα συνεδρίασε ξανά και αποφάσισε να προχωρήσει σε μια σχεδόν
αυτοκτονική αποστολή: Να χωριστούν σε ακόμα μικρότερες ομάδες και για
έναν μήνα να εγκαταλείψουν τη Λουσίνα ελισσόμενοι σε άλλες περιοχές του
Ταϋγέτου και ψάχνοντας για αποκομμένους αντάρτες.
Η πρώτη ομάδα, θα αποτελούταν από τους Γκιουζέλη, Νικητάκη, Μίχο, Παναγιωτόπουλο και Ζερβέα
Η δεύτερη ομάδα θα αποτελούταν από τους Κονταλώνη, Παπαδόπουλο και Μερεκούλια.
Η τρίτη και τελευταία ομάδα θα αποτελούταν μόνο από τους Καμαρινό, Πράττη και Ρουσόπουλο.
Οι ομάδες θα ελίσσονταν στις περιοχές του Νότιου και Δυτικού Ταϋγέτου.
Στον Καμαρινό ανατέθηκε μια ακόμα πιο επικίνδυνη αποστολή: Έπρεπε να
μπει κρυφά στην Καλαμάτα, να πάρει επαφή από το ΚΚΕ και να εξετάσει την
πιθανότητα διαφυγής των ανταρτών της Πελοποννήσου στην Αλβανία μέσω
πλοίου. Ο ΔΣΕ παράλληλα, στις 30 Αυγούστου υποχωρούσε στην Αλβανία.
Στις 31 Αυγούστου, μόλις μια μέρα μετά την αποχώρησή τους από τη
Λουσίνα, η ομάδα του Γκιουζέλη έπεσε σε ενέδρα στην κοιλάδα του Ευρώτα. Ο
Γκιουζέλης και ο Ζερβέας σκοτώθηκαν επί τόπου ενώ ο Δημήτρης Μίχος,
υπολοχαγός διαβιβάσεων του ΔΣΠ τραυματίστηκε βαριά ενώ προσπαθούσε να
μπει στο χωριό Καστανιά και δολοφονήθηκε με βασανιστήρια στις 2/9/1949.
Στις 15-16 Σεπτεμβρίου, η ομάδα του Καμαρινού βρισκόταν στην περιοχή του
Μοναστηριού "Μαρδάκι" κοντά στο χωριό Νέδουσα. Προς το βράδυ, οι άνδρες
προσπάθησαν να μαζέψουν μερικά σύκα και έγιναν αντιληπτοί από τμήμα ΜΑΥ
και χωροφυλάκων που ενέδρευαν κοντά. Πάνω στο δέντρο σκοτώθηκε ο
Θεόδωρος Ρουσόπουλος, ενώ για την απώθηση των επιτεθόμενων, ξοδεύτηκαν
και τα τελευταία πυρομαχικά του αυτόματου Στάγερ της ομάδας. Έτσι, οι
Καμαρινός και Πράττης έμειναν μόνο με ένα πιστόλι και 4 σφαίρες.
Δυο μέρες μετά, ο Καμαρινός επιχείρησε να μπει στην Καλαμάτα και να βρει
το σπίτι κάποιας Ντ. που ήταν η γιάφκα του ΚΚΕ που του έδωσε ο
Γκιουζέλης. Τα κατάφερε χωρίς να τον αντιληφθούν, όμως το σπίτι της Ντ.
ήταν άδειο και η ίδια ήταν στην εξορία της Μακρονήσου. Στο πατρικό του
σπίτι, ο Καμαρινός ανακάλυψε πως ούτε οι δικοί του μπορούσαν να
βοηθήσουν με κανένα τρόπο.
Επιστρέφοντας στο σημείο του ραντεβού με τον Δημήτρη Πράττη, ο Καμαρινός
βρήκε μιαν ευχάριστη έκπληξη. Κάποιος σύνδεσμος του είχε φέρει τρόφιμα
και εφημερίδες, από τις οποίες πληροφορήθηκαν το θάνατο του Γκιουζέλη,
του Μίχου, του Ζερβέα, του Παπαδόπουλου και την σύλληψη του Κ. Κοζάτζε, ο
οποίος είχε επιχειρήσει να μπει στο χωριό Καστανία, συνελήφθη πέρασε
στρατοδικείο και εκτελέστηκε μερικές ημέρες μετά. Παράλληλα, οι
εφημερίδες ανακοίνωναν και το θάνατο του ίδιου του Καμαρινού στο
"Μαρδάκι". Προφανώς, οι κυβερνητικοί είχαν περάσει τον νεκρό Ρουσόπουλο
για τον Καμαρινό.
Μερικές ημέρες μετά, οι Πράττης και Καμαρινός αποφάσισαν να σταματήσουν
σε ένα σημείο στο δρόμο Νέδουσας- Αρτεμισία, όπου χωροφύλακες συνόδευαν
αγρότες για να πάρουν το λεωφορεία της γραμμής Αλαγονίας-Καλαμάτας.
Σκοπός τους ήταν να εμφανιστούν ως αγρότες και να επιχειρήσουν να βρουν
ένα ασφαλές σπίτι είτε στην Καλαμάτα, από όπου καταγόταν ο Καμαρινός,
είτε στην Νέδουσα από όπου καταγόταν ο Πράττης.
Πριν φύγουν για το σημείο μάζωξης των αγροτών, άφησαν πίσω τους μια
τσάντα στην οποία έβαλαν μια λίρα από τις τρεις που είχαν στην κατοχή
τους, μερικά προσωπικά τους είδη, εύκολα αναγνωρίσιμα και ένα σημείωμα
στο οποίο ο Καμαρινός ζητούσε δήθεν από τους Γκιουζέλη και Κονταλώνη
φάρμακα γιατί δήθεν είχε τραυματιστεί και είχε πυρετό.
Λίγες ώρες μετά, βρισκόντουσαν κι οι δυο στο λεωφορείο για την Καλαμάτα.
Στις 26/9/1949, οι εφημερίδες ανακοίνωναν την εξόντωση του Καμαρινού
(για δεύτερη φορά), ενώ εκείνος βρισκόταν με τον Πράττη σε μια τρύπα στο
σανό του σταύλου, κοντά στο σπίτι της οικογένειάς του. Οι συγγενείς του
Καμαρινού φόρεσαν μαύρα θρηνώντας δήθεν την απώλειά του. Του έκαναν
μνημόσυνο με κόλλυβα και μοιρολόγια. Τρία χρόνια έμειναν οι δύο άνδρες
στην ίδια τρύπα.
Το 1952, ο Πράττης επιχείρησε να φύγει για το χωριό του. Πιάστηκε και
ανακρίθηκε από τη Χωροφυλακή. Τον ρώτησαν που βρισκόταν ο τάφος του
Καμαρινού κι εκείνος τους απάντησε πως ο Καμαρινός είχε τραυματιστεί
βαριά στο Μοναστήρι "Μαρδάκι" και πέθανε λίγες ημέρες μετά. Τους είπε
επίσης ότι ο Δημήτρης Γιαννόπουλος τον είχε θάψει κάπου ανάμεσα στην
περιοχή "μεγάλη λάκκα" και "Ραγκοζενίτσα".
Ο Πράττης φυλακίστηκε για αρκετά χρόνια και ο Αρίστος Καμαρινός έμεινε
συνολικά 12 χρόνια κρυμμένος στο πατρικό του σπίτι. Μετά, το 1962, ο
Καμαρινός με πλαστά χαρτιά μετέβη στην Αθήνα από όπου έφυγε για την
Τασκένδη το 1964. Επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1977.