Ας θυμηθούμε μέσα
σε λίγες
αράδες και μέσα από λίγες εικόνες γιατί δεν υπάρχουν δύο άκρα. Ας δούμε
γιατί
το άκρο του φασισμού είναι το επιτελικό κέντρο, η αιχμή του δόρατος της
άρχουσας τάξης, παρουσιάζοντας την παραδειγματική ένωση φασισμού και
κρατικού μηχανισμού
στη ναζιστική Γερμανία, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μονοπωλίων.
Ας δούμε, τέλος, γιατί, όταν οι αστοί ξεχύνουν τους φασίστες, οι
οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο δεν είναι άμοιροι ευθυνών, αλλά
πρέπει και να αντιμετωπίζονται ως φασίστες.
Το 1933 το ναζιστικό φίδι που
εκκολάφτηκε στο αυγό του καπιταλισμού, αφού στηρίχθηκε στο ταμείο Χίτλερ και
πήρε και την ευλογία των μονοπωλίων, κατάφερε να δρα ανεξέλεγκτο. Ύστερα από
μία σειρά από προβοκάτσιες, πογκρόμ, απειλή και έκλυση βίας, κατάφερε να
εγκαθιδρύσει μια νόμιμη δικτατορία, μία μόνιμη ‘κατάσταση εξαίρεσης’. Πρέπει να
τονιστεί πως αυτή η μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης ήταν μια μόνιμη κατάσταση
ευτυχίας για τα γερμανικά -αλλά και τα αμερικανικά- μονοπώλια, τα οποία
εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη συνθήκη ανομίας στην οποία δρούσαν οι ναζί
εντολοδόχοι τους.
Η φωτιά
στο Ράιχσταγκ
Η κατάσταση εξαίρεσης της
ναζιστικής Γερμανίας ξεκινά την επομένη της φωτιάς του Ράιχσταγκ. Το βράδυ της
27ης Φλεβάρη του 1933 το Ράιχσταγκ, το κτήριο του Γερμανικού
Κοινοβουλίου, τυλίχθηκε στις φλόγες. Το γερμανικό ραδιόφωνο αμέσως μετέδωσε ότι
πιάστηκε ένας εμπρηστής, ο Ολλανδός ‘κομμουνιστής’ Βαν ντερ Λούμπε, και πως
πάνω του βρέθηκε ένα βιβλιάριο μέλους του κομμουνιστικού κόμματος. Η προβοκάτσια αυτή
χρησιμοποιήθηκε για να ριχτεί το φταίξιμο στους Κομμουνιστές, οι οποίοι, στη
συνέχεια, διώκονται και συλλαμβάνονται με νομιμοποίηση του αστικού Συντάγματος.
Αυτό συνέβη μέσω της
εφαρμογής στην πράξη της αντιδραστικής θεωρίας του Καρλ Σμιτ για την κατάσταση
ανάγκης, ή κατάσταση εξαίρεσης. Η εκτελεστική εξουσία, που ανήκε ήδη στο
Ναζιστικό Κόμμα, είχε τη δικαιοδοσία να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση ανάγκης
σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, σε περίπτωση που η τάξη
και η ασφάλεια του Ράιχ βρίσκονταν σε κίνδυνο. Οι Ναζί, εκφράζοντας την άρχουσα
τάξη των μονοπωλίων, χαρακτηρίζουν τον εμπρησμό του Ράιχ και την ύπαρξη της
κομμουνιστικής απειλής ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εκδίδουν μέσω του
προέδρου Χίντεμπουργκ, το ‘διάταγμα της φωτιάς του Ράιχσταγκ’. Το διάταγμα αυτό
ανέστελλε την ισχύ διαφόρων διατάξεων του Συντάγματος της Βαϊμάρης που
κατοχύρωναν αστικά και πολιτικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, την προσωπική
ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία του τύπου, την ελευθερία
του συνέρχεσθαι και του συνετερίζεσθαι κ.ά.
Το διάταγμα της φωτιάς του Ράιχσταγκ
Το διάταγμα, όμως, αυτό ήταν
απλά ένα εργαλείο της άρχουσας τάξης, εκπεφρασμένης μέσω της πολιτικής και
ιδεολογικής επιβολής των Ναζί, που χρησιμοποιήθηκε προς την εγκαθίδρυση της
μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης. Η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, και το
πογκρόμ κατά των κομμουνιστών και του Κομμουνιστικού Κόμματος έγινε 6 ημέρες
πριν από τις εκλογές για το Γερμανικό Κοινοβούλιο. Ο απώτερος στόχος των Ναζί
ήταν να αποκτήσουν καθολικό έλεγχο του Κοινοβουλίου, την απόλυτη πλειοψηφία,
έτσι ώστε να μπορούν να νομοθετούν ανενόχλητοι προς συμφέρον των μονοπωλίων. Με
βάση, λοιπόν, το διάταγμα αυτό, πογκρόμ εναντίον κομμουνιστών, διώξεις και
φυλακίσεις στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος εφαρμόστηκαν σε όλη την
επικράτεια.
Στην ανακοίνωση του Γραφείου
Τύπου της Πρωσίας, την 28η Φλεβάρη του ’33, αναφέρεται μεταξύ
άλλων: ‘Εκδόθηκαν εντάλματα για τη σύλληψη δύο σημαντικών βουλευτών που τους
βαρύνουν βάσιμες υπόνοιες συνενοχής. Οι άλλοι βουλευτές και τα στελέχη του
Κομμουνιστικού Κόμματος συλλαμβάνονται προληπτικά. Οι κομμουνιστικές
εφημερίδες, τα περιοδικά, οι προκηρύξεις και τα αφίς απαγορεύονται στην Πρωσία
για τέσσερις βδομάδες. [...]’. Επίσης, συνελήφθη αμέσως ο Πρόεδρος της
Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚ Γερμανίας Ε. Τόργκλερ και στις 3 Μάρτη 1933 -
δύο μέρες πριν τις εκλογές - συνελήφθη και ο ηγέτης του Γερμανικού ΚΚ Έρνεστ
Τέλμαν. Τέλος, στις 9 του Μάρτη έγιναν οι συλλήψεις του Γ. Δημητρώφ, που εκείνο
το διάστημα καθοδηγούσε το δυτικοευρωπαϊκό Γραφείο της Εκτελεστικής Επιτροπής
της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και των Βουλγάρων κομμουνιστών συντρόφων του
Μπλάγκοϊ, Ποπόφ και Βασίλι Τάνεφ, που βρίσκονταν στη Γερμανία ως πολιτικοί
πρόσφυγες. Συνολικά 4.000 στελέχη και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος
συνελήφθησαν μετά την κήρυξη της κατάστασης ανάγκης.
Η Γερμανία χτυπημένη από την
οικονομική κρίση του 1929, είδε τα ποσοστά ανεργίας της να εκτινάσσονται από το
8,5% στο 30% και την βιομηχανική παραγωγή να μειώνεται κατά 42% στο διάστημα
1929-1932. Η άρχουσα τάξη της Γερμανίας θέλοντας να επωφεληθεί αυτής της κατάστασης
κρίσης, στράφηκε στους φασίστες του Χίτλερ και προσπάθησε επανειλημμένα να τους
φέρει στην εξουσία. Από τις 31 Ιουλίου 1932 ως τις 5 Μαρτίου 1933 μεσολάβησαν 3
εκλογικές αναμετρήσεις. Το πρώτο σε εκλογική δύναμη κόμμα ήταν το ναζιστικό
(από 33-43% κυμαίνονταν τα ποσοστά του), που είχε και τη σχετική πλειοψηφία
-τις περισσότερες έδρες στο Κοινοβούλιο- με δεύτερο το Σοσιαλδημοκρατικό
(18-21%), τρίτο το Κομμουνιστικό (13-17%) και τέταρτο το Καθολικό Κόμμα Κέντρου
(12%), με σχέσεις με το Βατικανό. Κανένα κόμμα, όμως δεν είχε την απόλυτη
πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Συνεπώς, η νομοθετική λειτουργία μπορούσε να
ασκηθεί μόνο μέσω συμμαχιών.
Ναζί συλλαμβάνουν κομμουνιστές το 1933
Ο απώτερος σκοπός, λοιπόν,
της φωτιάς του Ράιχσταγκ και του διατάγματος που νομιμοποίησε το
αντι-κομμουνιστικό πογκρόμ, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα να εξαλειφθεί ως
πολιτικός αντίπαλος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύχθηκε παράνομο την επομένη των
εκλογών του Μαρτίου. Παρόλαυτα, ούτε έτσι οι Ναζί δεν κατάφεραν να πετύχουν την
απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Χρειάζονταν και πάλι συμμάχους για να
κυβερνήσουν, καθώς συγκέντρωσαν 288 έδρες σε σύνολο 647, ενώ για την απόλυτη
πλειοψηφία χρειάζονταν 324 έδρες.
Αυτό που ακολούθησε ήταν το
σχέδιο ψήφισης του ‘εξουσιοδοτικού Νόμου’ του 1933. Ο νόμος αυτός ήταν
νόμος αναθεώρησης του Συντάγματος της Βαϊμάρης και όταν ψηφίστηκε έβαλε τέλος
στη ‘δημοκρατία της Βαϊμάρης’. Θα εγκαθίδρυε μία μόνιμη κατάσταση ανάγκης, καθώς
θα επέτρεπε πλέον στην εκτελεστική εξουσία, στην κυβέρνηση των Ναζί, να
νομοθετεί, χωρίς την άδεια του Κοινοβουλίου και των υπολοίπων κομμάτων. Επίσης,
ο Νόμος αυτός περιείχε μία ακόμα πολύ σημαντική διάταξη: επέτρεπε στην
κυβέρνηση να θεσπίζει νόμους που ήταν αντίθετοι στο Σύνταγμα. Ο νόμος αυτός,
τυπικά και ουσιαστικά, δηλαδή, μετέτρεψε τη μορφή διακυβέρνησης της Γερμανίας
του μεσοπολέμου σε δικτατορία. Οι κομμουνιστές, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως
όλα αυτά έγιναν σε συνθήκες δικτατορίας της αστικής τάξης. Το νομικο-πολιτικό
εποικοδόμημα καθορίστηκε και σε αυτή, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, από τα
συμφέροντα της άρχουσας τάξης των μονοπωλίων.
Ο
εξουσιοδοτικός Νόμος
Θα αναρωτηθεί κανείς πώς
κατάφεραν οι Ναζί να ψηφίσουν ένα νόμο αναθεώρησης του Συντάγματος, η ψήφιση
του οποίου χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία (τα 2/3 των εδρών), τη στιγμή που δεν είχαν
ούτε την απόλυτη πλειοψηφία (τις μισές έδρες) στο Κοινοβούλιο. Κατ’ αρχάς, το
Κομμουνιστικό Κόμμα είχε κηρυχθεί ήδη εκτός νόμου, και οι βουλευτές του είχαν
όλοι συλληφθεί. Επίσης 26 βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος είχαν είτε
συλληφθεί, είτε είχαν τραπεί σε φυγή. Ως συνέπεια αυτών, ο αριθμός των ψήφων που
χρειάζονταν για να περάσει ο αναθεωρητικός νόμος, είχε ήδη μειωθεί.
Άλλοι δύο κομβικοί παράγοντες
έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξασφάλιση των απαραίτητων 2/3 των ψήφων των
βουλευτών. Ο πρώτος από αυτούς ήταν η άσκηση τρομοκρατίας από τις παραστρατιωτικές
δυνάμεις των SA,
που βρίσκονταν εντός της αίθουσας συνεδρίασης και εκφόβιζαν όσους
βουλευτές των
κομμάτων του κέντρου αμφιταλαντεύονταν. Το μόνο που χρειαζόταν, πλέον,
ήταν οι
Ναζί να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του Καθολικού Κόμματος Κέντρου. Ο
Χίτλερ
ήρθε σε συμφωνία μία μέρα πριν την ψηφοφορία, στις 22 Μαρτίου, με τον
ηγέτη του κόμματος Λούντβιχ Κάας, υποσχόμενος ως αντάλλαγμα την
προστασία των αστικών και
θρησκευτικών ελευθεριών των Καθολικών, και της εξασφάλισης λειτουργίας
των
καθολικών σχολείων. Εξάλλου, η σχέση του Κάας με τον αντι-κομμουνιστή
γραμματέα-υπουργό Εξωτερικών του κράτους του Βατικανού, Ευγένιο Πατσέλι
-μετέπειτα Πάπα Πίο ΙΒ’-,
υποστηρίζεται ότι έπαιξε ρόλο στην στήριξη της φασιστικής δικτατορίας -κάτι που
αποδεικνύεται και από την υπογραφή του Ραϊχσκονκορδάτου τον
Ιούλιο του 1933.
Η ψήφιση του εξουσιοδοτικού Νόμου στις 23 Μαρτίου 1933
Προς αυτή την
κατεύθυνση κινήθηκε και η εκφώνηση της εισήγησης του Χίτλερ την ημέρα της
ψήφισης του ‘εξουσιοδοτικού Νόμου’. Παραθέτουμε, εδώ, ένα απόσπασμα ενδεικτικό
του ιδεολογικού ρόλου της μεταφυσικής ως φορέα της αστικής κοσμοθεωρίας -μεταφρασμένης στο
νομικό από το θρησκευτικό πεδίο- ως αντίπαλου δέους της επαναστατικής
διαλεκτικής, της μεθόδου της θεωρίας της πράξης, που ο Μαρξ πήρε από τον Χέγκελ
και έδωσε στο εργατικό κίνημα αντεστραμμένη. Η στροφή στη μεταφυσική, ολοφάνερη
στο παρακάτω απόσπασμα του Χίτλερ, και η διαπάλη με τη θεωρία του ιστορικού
υλισμού, είναι χαρακτηριστικά τόσο της αντιδραστικής θεωρίας του Καρλ Σμιτ, όσο
και των μετα-νεωτερικών θεωριών που απορρίπτουν τη διαλεκτική (από Άρεντ και
Καστοριάδη ως Ντελέζ, Νέγκρι και Αγκάμπεν).
Με την απόφασή της να φέρει
εις πέρας την ηθική και πολιτική κάθαρση του δημοσίου βίου, η Κυβέρνηση
δημιουργεί και εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για μια βαθιά και εσωτερική
θρησκευτική ζωή. Τα πλεονεκτήματα για το άτομο που μπορεί να απορρέουν από τους
συμβιβασμούς με αθεϊστικές οργανώσεις, δε συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με τις
ολοφάνερες συνέπειες της καταστροφής των θρησκευτικών και ηθικών μας αξιών. […] Η
διαπάλη ενάντια στην υλιστική ιδεολογία και ο στόχος της ανέγερσης μιας
αληθινής εθνο-πολιτικής κοινωνίας, εξυπηρετεί τα συμφέροντα και του Γερμανικού
έθνους και της καθολικής μας πίστης. Η εθνική κυβέρνηση, βλέποντας
στο χριστιανισμό το ακλόνητο θεμέλιο της ηθικής ζωής του λαού μας, εναποθέτει
μεγάλη σημασία στην καλλιέργεια και διατήρηση των φιλικότερων σχέσεων με την
Αγία Έδρα. Τα δικαιώματα της εκκλησίας δε θα περιοριστούν. Η σχέση της με το
Κράτος δε θα αλλάξει.
Ο εξουσιοδοτικός Νόμος
ψηφίστηκε στις 23 Μαρτίου 1933, και, ως εκ τούτου, η μορφή διακυβέρνησης της
δικτατορίας της αστικής τάξης (δικτατορία στην ουσία) άλλαξε σε δικτατορία και
στη μορφή. Ας δούμε ορισμένα από τα επακόλουθα αυτής της επιθετικής και
αιμοβόρας μορφής πολιτικής του Κεφαλαίου. Κατ’ αρχάς, 8 μήνες μετά τις εκλογές
του Μαρτίου, ξαναέγιναν εκλογές τις οποίες το Ναζιστικό Κόμμα κέρδισε με 95,3%.
Αυτό το ‘κατόρθωμα’ οφείλεται στο ότι όλα τα υπόλοιπα κόμματα είχαν κηρυχθεί
εκτός νόμου.
Αφίσα του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου όπου εργάτες και Κεφάλαιο πηγαίνουν ''χέρι-χέρι''
Παράλληλα,
την πρωτομαγιά του
1933 όλα τα συνδικάτα κηρύχθηκαν εκτός νόμου. Αυτό που δημιουργήθηκε στη
θέση
τους ήταν το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο, ένα ενιαίο συνδικάτο για όλους.
Εξάλλου, μία από
τις σημαντικότερες ιδεολογικές βάσεις της αντιδραστικής αστικής τάξης
και των
οπορτουνιστών είναι η προβολή μιας ενωμένης και ομογενούς οντότητας. Η
προβολή μιας ψευδούς ενότητας στο όνομα της οποίας όλος ο λαός πρέπει να
παλέψει είναι μία από τις βασικές λειτουργίες της κατάστασης ανάγκης.
Στην
ουσία αυτό σημαίνει πως οι εργάτες πρέπει να πολεμήσουν υπέρ των
αφεντικών
τους. Στη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης του Ναζιστικού καθεστώτος η έκφραση
της
ψευδούς αυτής ενότητας ήταν το ‘μέτωπο’ των εργατών με τους εργοδότες,
της
εργατικής τάξης και του Κεφαλαίου.
Η κοινωνία, έτσι, εμφανίζεται
ως μία αδιαίρετη οντότητα, ενώ, στην πραγματικότητα, η μόνη αδιαίρετη είναι η
εξουσία της άρχουσας τάξης, της οποίας οι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί
προσπαθούν να συσκοτίσουν την ενότητα αυτή, μέσω ιδεολογικών κατασκευασμάτων
όπως η θεωρία της διάκρισης των εξουσιών, αλλά και την βασική διαίρεση της
καπιταλιστικής κοινωνίας, ανάμεσα σε Κεφάλαιο και εργατική τάξη, μέσω των ίδιων
μηχανισμών. Στην πραγματικότητα, το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο συνέβαλε στην
αύξηση των ωρών εργασίας, στο πάγωμα τον μισθών -το οποίο σε συνδυασμό με την
άνοδο των τιμών των προϊόντων έκανε πιο δύσκολη την καθημερινότητα των εργατών.
Οι εργάτες δούλευαν για το ‘έθνος’ αλλά στην πραγματικότητα δούλευαν για τα
γερμανικά μονοπώλια.
Πριν κλείσουμε, θα
αναφερθούμε στην δίκη της
Λιψίας η οποία ξεκίνησε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1933 με σκοπό να χτυπήσει όχι
μόνο τον γερμανικό κομμουνισμό, αλλά και την Κομμουνιστική Διεθνή, και την
Σοβιετική Ένωση. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν οι Γκεόργκι
Δημητρώφ, Μπλάγκοϊ Ποπόφ και Βασίλι Τάνεφ, καθώς και ο αρχηγός της
κοινοβουλευτικής ομάδας του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ράιχσταγκ
Ερνστ Τόργκλερ. Κατά τη διάρκειά της δίκης, όμως, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ο
Δημητρώφ και οι σύντροφοί του μεταβλήθηκαν σε κατηγόρους και στη θέση του
κατηγορούμενου βρέθηκαν οι φασίστες. Η
απολογία του Δημητρώφ ξεγύμνωσε το φασισμό, αλλά τα αστικά ΜΜΕ έκαναν τη
‘δουλειά’ τους καλά, αφού όταν άρχισε η εξέτασή του, οι ραδιοφωνικές
αναμεταδόσεις σταμάτησαν ξαφνικά.
Η νίκη [του φασισμού] δείχνει
την αδυναμία του προλεταριάτου, που αποδιοργανώθηκε και παράλυσε εξ
αιτίας της διασπαστικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας, από τη συνεργασία της
με την μπουρζουαζία. […]
Ο φασισμός δεν είναι μια
μορφή διακυβέρνησης που τάχα “στέκεται πάνω κι από τις δύο τάξεις, το
προλεταριάτο και την αστική τάξη”, όπως για παράδειγμα ισχυρίστηκε ο Όττο
Μπάουερ. […] Ο φασισμός δεν είναι μια εξουσία πάνω από τάξεις, ούτε και
είναι η εξουσία των μικροαστικών στρωμάτων ή του κουρελο-προλεταριάτου ενάντια
στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Ο φασισμός είναι η εξουσία του ίδιου του
χρηματιστικού κεφαλαίου.
Ο ερχομός του φασισμού στην
εξουσία, δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μιαν
άλλη. Είναι η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας
της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή
τρομοκρατική διχτατορία. Το να
παραβλέπουμε αυτή τη διαφορά είναι σοβαρό λάθος.
Οι ηγέτες
της σοσιαλδημοκρατίας απόκρυψαν και συγκάλυψαν στις μάζες τον πραγματικό ταξικό
χαρακτήρα του φασισμού, δεν τις κάλεσαν σε αγώνα ενάντια στα όλο και πιο σκληρά
αντιδραστικά μέτρα της αστικής τάξης. Αυτοί
φέρνουν τη μεγάλη ιστορική ευθύνη για το γεγονός, ότι στην πιο
αποφασιστική στιγμή της φασιστικής επίθεσης, μια σημαντική μερίδα των
εργαζόμεων μαζών στη Γερμανία και σε μια σειρά άλλες χώρες που σήμερα είναι
φασιστικές, δεν είδαν στο φασισμό το αιμοβόρο ληστρικό χρηματιστικό κεφάλαιο,
τον πιο μεγάλο εχθρό τους και για το γεγονός, ότι οι μάζες αυτές δεν
ήταν προετοιμασμένες για να αντισταθούν.
Κλείνουμε με την εικόνα του
Ράιχσταγκ και πάλι τυλιγμένου στις φλόγες. Τη φορά αυτή οι φλόγες είναι των
κομμουνιστών. Κλείνουμε αυτό τον κύκλο, 12 χρόνια μετά το 1933, με την εικόνα
που δείχνει τον μοναδικό ιστορικό δρόμο για την συντριβή του φασισμού. Τί μας
λέει αυτή η εικόνα για την αναγκαιότητα του μαρξισμού-λενινισμού; Τί μας λέει
για την αναγκαιότητα ανασύνταξης του εργατικού κινήματος;