Ο κλάδος της Υγείας είχε ανέκαθεν ξεχωριστή και πρωτεύουσα θέση στη στρατηγική της ΕΕ, από την ίδρυσή της ακόμα, τόσο για τη σημασία του συνολικά στην καπιταλιστική οικονομία όσο και για τον ιδιαίτερο ρόλο του στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, της διατήρησης της ικανότητάς της να μπορεί αυτή να τίθεται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Στο πλαίσιο αυτό, η αστική κρατική πολιτική λάμβανε πάντα μέτρα ώστε να διασφαλίζει τους όρους της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (που καθορίζονται ιστορικά από τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού), υπηρετώντας πάντα τις συγκεκριμένες –κάθε φορά– ανάγκες και στόχους του κεφαλαίου.1
Από αυτήν τη σκοπιά, και φυσικά κάτω από την επίδραση κι άλλων διάφορων παραγόντων (που η ανάλυσή τους ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος άρθρου), κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών επιλέχτηκε ως κρατική πολιτική η σχετική διεύρυνση των δωρεάν κρατικών παροχών Υγείας-Πρόνοιας και φαρμάκου προς τους εργαζόμενους, καθώς και μια ορισμένη ανάπτυξη κρατικών υπηρεσιών και υποδομών υγείας και πρόνοιας.
Πάντα όμως ο εργαζόμενος και οι ανάγκες του αποτελούσαν και αποτελούν «κόστος» που εμποδίζει την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των μονοπωλίων, γι’ αυτό και το αστικό κράτος διαχρονικά εφαρμόζει μέτρα για την κάθε φορά δυνατή μείωσή του. Γι’ αυτό άλλωστε η πολιτική μειωμένων κρατικών δαπανών για την Υγεία εφαρμοζόταν συστηματικά απ’ όλες τις αστικές κυβερνήσεις και ανάλογα με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που υπήρχαν κάθε φορά. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, της βαθιάς, εκτεταμένης και συνεχιζόμενης κρίσης του καπιταλισμού, η μείωση στις κρατικές δαπάνες πραγματοποιήθηκε ραγδαία και απότομα, σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, γιατί αυτό επιτάσσουν οι σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Στη βάση λοιπόν εξυπηρέτησης αυτών των αναγκών, οι βασικοί άξονες της στρατηγικής της ΕΕ για την Υγεία-Πρόνοια προσαρμόστηκαν, εμπλουτίστηκαν κι εξειδικεύτηκαν τα τελευταία χρόνια με ένα σύνολο αντιλαϊκών μέτρων, που στοχεύουν αφενός στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης προς όφελος των μονοπωλίων, στον περιορισμό των συνεπειών της γι’ αυτά, και αφετέρου στη διασφάλιση των απαραίτητων όρων και προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
Στο Τρίτο Κοινοτικό Πρόγραμμα δράσης της ΕΕ «Υγεία για την Ανάπτυξη»2 για την περίοδο 2014-2020, που αποτελεί τμήμα της συνολικότερης στρατηγικής «ΕΥΡΩΠΗ 2020»3, καθώς και σε πλήθος άλλων σχετικών ευρωενωσιακών κειμένων, εκθέσεων και ψηφισμάτων, αποτυπώνονται οι κύριες πολιτικές κατευθύνσεις της ΕΕ για τον τομέα της Υγείας, που εντάσσονται και υπηρετούν το γενικότερο στόχο της για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Μάλιστα γίνεται ρητή αναφορά στο βασικό ρόλο του κλάδου της Υγείας ως «μοχλού της οικονομίας και αγοράς»4, δηλαδή ως έναν από τους βασικούς κλάδους που μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη των παραπάνω γενικότερων φιλομονοπωλιακών στόχων.
Στη βάση αυτή προωθούνται:
• H ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους»5, δηλαδή των κρατικών και εργοδοτικών δαπανών για παροχές και υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και φαρμάκου, ως απαραίτητο όρο –μεταξύ άλλων– για μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης.
• Η ανάπτυξη «ανταγωνιστικών και οικονομικά βιώσιμων συστημάτων υγείας»6, δηλαδή η ενίσχυση της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης στον κλάδο και η εμβάθυνση κι επέκταση του επιχειρηματικού χαρακτήρα της λειτουργίας των κρατικών μονάδων υγείας, με την παραπέρα εμπορευματοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους.
Η πολιτική αυτή υλοποιείται ενιαία –αν και με διαφορετικούς ρυθμούς– σε όλα τα κράτη της ΕΕ, είτε βρίσκονται σε φάση ύφεσης, στασιμότητας, είτε σε φάση μιας ορισμένης καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Αυτό το γεγονός πηγάζει ακριβώς από τον ίδιο το χαρακτήρα της ΕΕ ως διακρατικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών, που στόχο έχει την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, που προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, στο πλαίσιο των οξυμένων ανταγωνισμών τους.
Γι’ αυτό και καμία αστική κυβέρνηση, φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική, «αριστερή», που κινείται εντός του πλαισίου της ΕΕ και της οικονομίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητως του μίγματος διαχείρισης, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες σε υπηρεσίες υγείας - πρόνοιας - φαρμάκου.

Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΚΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην Ελλάδα η παραπάνω στρατηγική εξειδικεύτηκε κι έχει ξεκινήσει να υλοποιείται με μπαράζ αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, έχοντας ως αποτέλεσμα τη ραγδαία, απότομη, απόλυτη και σχετική επιδείνωση των όρων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του λαού.
Στο ελληνικό πρόγραμμα «ΥΓΕΙΑ 2014-2020»7, που βασίστηκε το Μάη στα προαναφέρομενα ευρωενωσιακά κείμενα, αποτυπώνονται οι κύριες κατευθύνσεις, καθώς και η εξειδίκευση της στρατηγικής της ΕΕ. Η υλοποίησή τους κινείται στους εξής άξονες:
• Εξασφάλιση «βιώσιμων και αποδοτικών συστημάτων υγείας» μέσω «της οικονομικής βιωσιμότητάς τους και της αλλαγής στον τρόπο λειτουργίας των δημόσιων μονάδων υγείας». Δηλαδή ραγδαία μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των κρατικών μονάδων υγείας κι ενίσχυση της λειτουργίας τους με όρους επιχειρήσεων.
• Περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου της Υγείας μέσω της «εξωστρέφειας» του συστήματος Υγείας. Δηλαδή ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης στον κλάδο.
«Επένδυση στην υγεία των πολιτών» μέσω της κρατικής παροχής «στοιχειωδών υπηρεσιών». Δηλαδή περιορισμός των υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν από το κράτος στο επίπεδο του «ελάχιστου βασικού πακέτου».
«Άμβλυνση των ανισοτήτων στον τομέα της υγείας» μέσω «της διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, των ελάχιστων διαμορφωμένων πακέτων κάλυψης για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, των δικτύων ασφαλείας, της ενίσχυσης του εθελοντικού κινήματος». Δηλαδή μέτρα διαχείρισης της πιο ακραίας φτώχειας, με το ελάχιστο δυνατό κρατικό κόστος.
Στη συνέχεια εξετάζουμε αναλυτικά τον κάθε άξονα ξεχωριστά, δίνοντας παραδείγματα από το πώς έχει εφαρμοστεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ή πως έχει προαναγγελθεί ότι θα εφαρμοστεί από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

 ΒΙΩΣΙΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ

Η οικονομική βιωσιμότητα και αποδοτικότητα των συστημάτων υγείας σχετίζεται –όπως αναφέρεται στα παραπάνω κείμενα– με τη βελτιστοποίηση της σχέσης «κόστους-οφέλους», το περιεχόμενο της οποίας συμπυκνώνεται ως εξής: Πώς το αστικό κράτος θα βρίσκει συνεχώς τρόπους μείωσης των κρατικών δαπανών για υπηρεσίες και παροχές υγείας, πρόνοιας και φαρμάκου, εξοικονόμησης κρατικών πόρων, προκειμένου να εξασφαλίζεται «όφελος» για το κεφάλαιο συνολικά.
Για παράδειγμα, υπάρχει η ρητή στόχευση για «μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης» μαζί με τα προτεινόμενα μέτρα για την επίτευξη αυτής όπως: «Βιώσιμες μέθοδοι αποζημίωσης των φαρμάκων, εκσυγχρονισμός του τρόπου κατάρτισης της θετικής λίστας φαρμάκων, αναθεώρηση των επιπέδων συμμετοχής των ασφαλισμένων, λοιπά μέτρα περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης κλπ.»8.
Στην κατεύθυνση αυτή έχουν παρθεί συγκεκριμένα μέτρα (γίνεται αναλυτική αναφορά σε επόμενο κεφάλαιο) από την προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και συνεχίζονται από την τωρινή. Δηλαδή μέτρα δραστικού περιορισμού όχι μόνο των φαρμάκων, αλλά του συνόλου των κρατικών και ασφαλιστικών παροχών υγείας (εξετάσεις, θεραπείες, αναλώσιμο υγειονομικό υλικό κλπ.) που παρέχονται δωρεάν στο επίπεδο του ελάχιστου «βασικού πακέτου», και ταυτόχρονα αύξηση του μέρους που παρέχεται σε ανταποδοτική βάση, δηλαδή με απευθείας πληρωμές από τους ασθενείς. Μέσω αυτών εξασφαλίζονται αφενός ακόμα πιο «φθηνοί» για το κράτος και τους εργοδότες εργαζόμενοι κι αφετέρου η περαιτέρω δυνατότητα άμεσης και έμμεσης κρατικής ενίσχυσης των επιχειρηματικών ομίλων (μέσω φοροαπαλλαγών, επιδοτήσεων, λοιπών κινήτρων).
Αντίστοιχα στη βάση του «κόστους-οφέλους» προτείνεται: «Ο έλεγχος των δαπανών μέσω κλειστών προϋπολογισμών και κλειστών νοσηλίων», δηλαδή δραστικά μειωμένων πακέτων προϋπολογισμών και νοσηλίων. Και από την άλλη: «Η εύρεση διάφορων πηγών εσόδων, όπως άμεσες πληρωμές, επιχειρηματικές δραστηριότητες, φόροι κλπ.»9, προκειμένου οι κρατικές μονάδες υγείας που να είναι «οικονομικά αυτοτελείς» για να είναι «βιώσιμες».
 Στο πλαίσιο αυτό ήδη έχουν παρθεί και υλοποιούνται αντίστοιχα μέτρα όπως:
• Ραγδαία μείωση των κρατικών δαπανών για τη λειτουργία των κρατικών νοσοκομείων και κρατικών μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Κέντρα Υγείας, ΠΕΔΥ). Μόνο στον τελευταίο κρατικό προϋπολογισμό (2015) η κρατική χρηματοδότηση για τον ΕΟΠΥΥ είναι μειωμένη κατά 30%, για τα κρατικά νοσοκομεία κατά 32% και για την Πρόνοια κατά 11%.
• Επιβολή ή αύξηση των πληρωμών για εξετάσεις, θεραπείες, νοσηλεία.
• Συγχωνεύσεις κρατικών νοσοκομειακών μονάδων, τμημάτων, κλινικών και πρωτοβάθμιων μονάδων υγείας.
Έτσι οι «οικονομικά αυτοτελείς» κρατικές μονάδες υγείας, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της δραστικής μείωσης της κρατικής χρηματοδότησής τους, θα προσπαθούν από τη μία να μειώνουν τα έξοδά τους και από την άλλη να αυξάνουν τα έσοδά τους πουλώντας υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς, αναπτύσσοντας δηλαδή επιχειρηματική δραστηριότητα κλπ.
Επίσης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους τόσο με τον ιδιωτικό τομέα όσο και μεταξύ τους, θα ενισχυθεί περαιτέρω η αναρχία στην ανάπτυξή τους (θα αναπτύσσονται μόνο όσες μονάδες βγάζουν κέρδη), η κατηγοριοποίηση αυτών μετά από αξιολόγηση σε «αποδοτικές ή μη» ανάλογα με τα έσοδά τους, την τήρηση των προϋπολογισμών τους, την επίτευξη πλεονασμάτων. Η διεθνής εμπειρία από τέτοια εφαρμογή μέτρων δείχνει ότι η κρατική χρηματοδότηση κατευθύνεται στις εύρωστες κρατικές μονάδες, ενώ οι υπόλοιπες ή κλείνουν ή υπολειτουργούν.
Από αυτού του είδους την ανάπτυξη και το χαρακτήρα λειτουργίας του κρατικού τομέα υγείας ο λαός δεν ωφελείται, αφού θα αναγκάζεται να βάζει ολοένα και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αγοράζει υπηρεσίες από τις κρατικές μονάδες - επιχειρήσεις υγείας.

ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η «εξωστρέφεια του συστήματος υγείας», σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ, έχει ως περιεχόμενο την ανάπτυξη και εφαρμογή της «Διασυνοριακής Υγειονομικής Περίθαλψης» και τις επενδύσεις στον τομέα του «Ιατρικού Τουρισμού».
Στην Ελλάδα έχουν ήδη αναπτυχθεί εδώ και χρόνια τέτοιες δραστηριότητες από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, κυρίως στον τομέα της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΙΥΑ) και του Ιαματικού Τουρισμού. Το τελευταίο χρονικό διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη ο περαιτέρω σχεδιασμός τέτοιων επενδύσεων πολύ μεγαλύτερης έκτασης και σε περισσότερους τομείς των ιατρικών εργασιών.
Αυτού του είδους οι επενδύσεις αποτελούν ενδεικτικό παράδειγμα του χαρακτήρα της ανάπτυξης που κριτήριό της είναι τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων. Για παράδειγμα, την ώρα που μια σειρά από δημόσιες ασφαλιστικές παροχές (λουτροθεραπείες, αεροθεραπείες κλπ.) έχουν περικοπεί τόσο σε είδος όσο και σε χρήμα από το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, την ώρα που μεγάλο μέρος των ιαματικών πηγών και άλλων κρατικών τουριστικών υποδομών της χώρας παρέμενε για χρόνια αναξιοποίητο λόγω της κρατικής υποχρηματοδότησης (από τις 780 ιαματικές πηγές και λουτρά της χώρας μόνο οι 112 ήταν πιστοποιημένες και χρησιμοποιούνταν), την ίδια στιγμή έχουν ληφθεί μια σειρά μέτρα προκειμένου να αναπτυχθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα αυτό όπως:
• Η ιδιωτικοποίηση ιαματικών πηγών και κρατικών τουριστικών υποδομών μέσω του ΤΑΙΠΕΔ.
• Η πιστοποίηση καταλληλότητας μιας σειράς υποδομών όπως ιαματικές πηγές, λουτρά, ιδιωτικές και δημόσιες μονάδες υγείας, ξενοδοχεία. Π.χ., το Metropolitan, το Ιατρικό Αθηνών, το Διαβαλκανικό Ιατρικό Κέντρο Θεσσαλονίκης έχουν ήδη πιστοποιηθεί για παροχή υπηρεσιών Ιατρικού Τουρισμού, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβρη (4.9.2014) το Ιατρικό Αθηνών έγινε μέλος του ΣΕΤΕ (Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων).
• Η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της κοινοτικής οδηγίας 2011/24/ΕΕ, σύμφωνα με την οποία η υδροθεραπεία εντάσσεται στις υπηρεσίες ΠΦΥ για να πληρώνονται οι ξενοδόχοι ή άλλες επιχειρήσεις που λειτουργούν υδρομασάζ κλπ. από τα ασφαλιστικά ταμεία της Ελλάδας και του εξωτερικού όταν πρόκειται για τουρίστες.
• Η νομοθετημένη δυνατότητα να λειτουργούν μονάδες Τεχνητού Νεφρού σε ξενοδοχεία και η αύξηση σε κλίνες των μεμονωμένων Ιδιωτικών Μονάδων Τεχνητού Νεφρού, των οποίων η λειτουργία είναι ήδη προβληματική, καθώς δεν υποστηρίζονται από άλλα ιατρικά τμήματα.
• Η θεσμοθέτηση της δημιουργίας χώρων μητρικού θηλασμού σε αεροδρόμια, λιμάνια, αρχαιολογικούς χώρους, που συνδέεται με το στόχο για αύξηση των κερδών από το «τουριστικό προϊόν», όπως αναφερόταν και στο σχετικό νομοσχέδιο.
Αντίστοιχος προσανατολισμός χαρακτηρίζει και το ΕΣΠΑ 2014-2020, όπου μεγάλο μέρος των κονδυλίων του θα διατεθεί για τη χρηματοδότηση τέτοιου είδους δράσεων που θα είναι επικερδείς για τμήματα του κεφαλαίου (καπιταλιστικές επιχειρήσεις Υγείας, ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, μεγαλοξενοδόχοι) ή θα αναπτυχθούν από κρατικές μονάδες Υγείας και θα παρέχονται σε ανταποδοτική βάση, όπως προκρίνει η σημερινή κυβέρνηση.
Οι θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάπτυξη του Ιατρικού Τουρισμού αναφέρουν: «Απαιτείται η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, προκειμένου η Ελλάδα να υποδεχτεί και να εξυπηρετήσει κατά προτεραιότητα τους τουρίστες ασθενείς και να αποκτήσει ορθό υγειονομικά και τουριστικά ανταγωνιστικό μοντέλο ιατρικού τουρισμού»10.
Ενώ στις «Θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον Τουρισμό» διατυπώνεται το εξής ερώτημα: «Πώς θα έχουμε οφέλη από τον ιατρικό και ιαματικό τουρισμό, όταν οι εγκαταστάσεις του ΕΣΥ και οι ιαματικές πηγές παραχωρούνται για ένα κομμάτι ψωμί;»11. Δηλαδή το πρόβλημα κατά το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά το τίμημα και οι όροι της.
Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις μέσω των οποίων εξασφαλίζονται νέα κερδοφόρα πεδία τοποθέτησης κεφαλαίων για τους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Υγείας-Πρόνοιας, αλλά και νέοι τομείς ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας από ένα μέρος των εμπορευματοποιημένων κρατικών μονάδων Υγείας, ως συστατικό στοιχείο του νέου μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Γι’ αυτό ο σχεδιασμός τέτοιων επενδύσεων ιεραρχείται στη στρατηγική της ΕΕ αλλά και όλων των αστικών κυβερνήσεων που υπηρετούν αυτήν, όπως ήταν η προηγούμενη ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αλλά και η καινούργια ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσεται και το πρόσφατο συνέδριο (28.3.2015) «για την ανάπτυξη της ελληνορουμανικής συνεργασίας στον ιατρικό τουρισμό». Δηλαδή το κριτήριο και ο σκοπός ανάπτυξης υπηρεσιών ιατρικού τουρισμού είναι η καπιταλιστική κερδοφορία και όχι η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Γιατί κι εκεί όπου θα αναπτυχθούν τέτοιες υπηρεσίες, αυτές θα παρέχονται σε ανταποδοτική βάση (με πληρωμές από τους ασθενείς, είτε στον ιδιωτικό είτε στον κρατικό τομέα). Για ένα μεγάλο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, που δε θα έχει την οικονομική δυνατότητα να τις αγοράσει, αυτές θα είναι «απροσπέλαστες».

ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Τα κριτήρια και οι λόγοι της ανησυχίας και του ενδιαφέροντος της ΕΕ για την «επένδυση στην υγεία των πολιτών» σχετίζονται με τις επιπτώσεις και τις δυσκολίες που επιφέρει η κακή υγεία των εργαζομένων τόσο στην παραγωγική δραστηριότητα, στην ίδια την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, όσο και στην αύξηση των κρατικών εξόδων για υπηρεσίες υγείας.
Αναφέρουν χαρακτηριστικά:«Η επένδυση στην υγεία θεωρείται με στενά οικονομικούς όρους μια παραγωγική δαπάνη που προάγει την οικονομική μεγέθυνση. Η κακή κατάσταση υγείας οδηγεί σε σημαντική απώλεια παραγωγικότητας, μέσω των απουσιών από την εργασία […] Εκτιμάται ότι τα ποσοστά απουσιών λόγω κακής υγείας κυμαίνονται μεταξύ του 3%-6% του χρόνου εργασίας, επιφέροντας τελικά ετήσιο κόστος περίπου στο 2,5% του ΑΕΠ»12.
Από αυτήν τη σκοπιά προκύπτει το ενδιαφέρον τους, το οποίο αφορά την εξασφάλιση του ελάχιστου εκείνου επιπέδου υγείας των εργαζομένων, ως απαραίτητο όρο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, προκειμένου αυτή να μπορεί να εντάσσεται στην καπιταλιστική παραγωγή, να είναι εκμεταλλεύσιμη από το κεφάλαιο.
Ακόμα και ο τομέας της πρόληψης, η «αναγκαιότητα προσανατολισμού και η εστίαση σε αυτήν» στα ευρωενωσιακά κείμενα μελετάται από την οικονομική σκοπιά ως «οικονομικά αποδοτικότερη»13.
Σε αυτήν την κατεύθυνση προτείνονται κι έχουν ήδη παρθεί μέτρα που, ενώ μνημονεύουν την προληπτική ιατρική, πρακτικά έχουν το χαρακτήρα των ελάχιστων, αποσπασματικών και όσο το δυνατό λιγότερο κοστοβόρων για το κράτος υπηρεσιών.
Είναι χαρακτηριστική η απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης για περικοπές στον αριθμό και τη συχνότητα σε σειρά προληπτικών εξετάσεων, μέσω των ιατρικών πρωτοκόλλων και του κανονισμού του ΕΟΠΥΥ, ανάλογα με την ηλικία και τη γενική κατάσταση της υγείας [π.χ. τεστ Pap, μαστογραφίες, PSA (προστατικό κλάσμα)]. Πρόκειται για μέτρα στη βάση της πολιτικής «κόστους-οφέλους». Έτσι θεωρείται κόστος η οργάνωση και πραγματοποίηση προληπτικού ελέγχου στις ηλικιακές ομάδες που στατιστικά έχουν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο! Μάλιστα, αυτές οι εξετάσεις «κόβονται» τελείως σε άντρες και γυναίκες, όταν πάσχουν από κάποια άλλη νόσο κι έχουν προσδόκιμο επιβίωσης μικρότερο των 10 ετών! Π.χ. κάποιος ή κάποια που πάσχει από σοβαρή ασθένεια με προσδόκιμο ζωής κάτω των 10 ετών, δεν έχει αξία να ελέγξει πιθανό καρκίνο του προστάτη ή αντίστοιχα του μαστού ή της μήτρας, γιατί έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει από άλλη νόσο. Επίσης, παρόλο που το τεστ Pap πρέπει να ξεκινάει από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής της γυναίκας (που στην Ελλάδα υπολογίζεται στην ηλικία των 16-17 ετών), οι κατευθυντήριες οδηγίες (με βάση τις οποίες συνταγογραφούν οι γιατροί και αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ) το δικαιολογούν από τα 21 χρόνια και μετά, αφού στατιστικά είναι μικρός ο αριθμός στις ενδιάμεσες ηλικίες που κινδυνεύει η νέα γυναίκα να νοσήσει. Αυτό αντανακλά μια ιδιαίτερα επικίνδυνη αντίληψη που μπορεί να μετουσιωθεί και να εδραιωθεί σε γενικευμένη πρακτική για την αντιμετώπιση των ασθενών. Π.χ. γιατί να πάρει κάποιος ασθενής ένα «καινοτόμο - ακριβό φάρμακο» για τη θεραπεία μιας νόσου, αφού κατά πάσα πιθανότητα θα πεθάνει από τη νόσο αυτή;
Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που οι παραπάνω αντιλαϊκές κατευθύνσεις φέρουν και την «επιστημονική» κάλυψη, αναδεικνύοντας το πώς η επιστήμη αξιοποιείται προκειμένου να υπηρετήσει τους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κερδοφορίας. Για παράδειγμα, υπό το μανδύα της «επιστήμης» αποχαρακτηρίστηκαν κι εξαιρέθηκαν από τα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα (ΒΑΕ) μια σειρά από κλάδοι και επαγγέλματα που αποδεδειγμένα προκαλούν πρόωρη φθορά και βλάβες στην υγεία, ακόμα και σοβαρές παθήσεις (π.χ. καρκίνος).
Από τα παραπάνω φαίνεται ο χαρακτήρας της πολιτικής της ΕΕ για την πρόληψη και προαγωγή της υγείας, που δε θα μπορούσε να είναι και διαφορετική, αφού η πρόληψη σχετίζεται με σειρά από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες όπως: Συνθήκες διαβίωσης, εργασίας, ποσότητα και ποιότητα διατροφής, περιβάλλον, υποδομές και υπηρεσίες υγείας, και από αυτήν την άποψη πρέπει να περιλαμβάνει ένα πλήθος μέτρων που αφορούν όλο τον πληθυσμό και πριν απ’ όλα τους υγιείς, κάτι που είναι ιδιαίτερα «κοστοβόρο» για το κεφάλαιο και το κράτος του. Γι’ αυτό και η πρόληψη ανάγεται πρωτίστως στην ατομική ευθύνη, περιορίζοντας την κρατική ευθύνη κατά κύριο λόγο σε μέτρα όπως διεξαγωγή εκστρατειών ενημέρωσης, παροχή συμβουλών για την προώθηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής, διάφορα αποσπασματικού χαρακτήρα προγράμματα που υλοποιούνται κυρίως μέσω των δήμων, των ΜΚΟ κλπ.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, αυτή η πολιτική εμφανίζεται να εμπεριέχει και το στοιχείο της αντιφατικότητας, π.χ. την ίδια στιγμή που υπερτονίζεται η αναγκαιότητα της πρόληψης, ταυτόχρονα παίρνονται μια σειρά μέτρα στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση (π.χ. περικοπή προληπτικών εξετάσεων). Αυτή η αντίφαση στην αστική πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεών της αντανακλά τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης που αυτή υπηρετεί. Δείχνει ταυτόχρονα και τα όρια του ξεπερασμένου, σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος που, ενώ χρειάζεται την προάσπιση και διατήρηση της υγείας ως βασικό όρο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, για να μπορεί να την θέτει υπό την καπιταλιστική εκμετάλλευση, ωστόσο δεν μπορεί παρά να παίρνει μέτρα στην αντίθετη κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο βέβαια που δεν μπορεί παρά να αναπαράγει διαρκώς τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες (συνθήκες διαβίωσης, εργασίας, ποσότητα και ποιότητα διατροφής, περιβάλλον, υποδομές και υπηρεσίες υγείας) που οδηγούν στην επιδείνωση συνολικά των όρων ζωής, στην πρόωρη φθορά της υγείας.

ΑΜΒΛΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ

Υπό τον τίτλο αυτό τα ευρωενωσιακά και κυβερνητικά επιτελεία αναφέρονται εκτενώς στις επιπτώσεις της αντιλαϊκής στρατηγικής τους, εκφράζοντας την έντονη ανησυχία τους για την οξύτητα των λαϊκών προβλημάτων, για τις «ανισότητες στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη»14, για τη συνεχή επιδείνωση μιας σειράς κοινωνικών δεικτών (ανεργία, φτώχεια, υποσιτισμός) που υπονομεύουν το επίπεδο υγείας του λαού. Αυτό που δε λένε είναι ότι η ανάπτυξη υπέρ των μονοπωλίων στηρίζεται στην ταξική εκμετάλλευση, συνοδεύεται όχι μόνο από την απόλυτη φτώχεια, αλλά και τη σχετική φτώχεια, στην οποία εντάσσεται σε μόνιμη βάση ένα διευρυμένο τμήμα του λαού.
Στη βάση αυτή, η εφαρμογή μέτρων περιορίζεται στη διαχείριση των πιο ακραίων συνεπειών αυτής της πολιτικής και με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κεφάλαιο και το κράτος του, έτσι ώστε να διασφαλίζεται όσο το δυνατόν απρόσκοπτα η καπιταλιστική κερδοφορία και ταυτόχρονα «να μη διαρραγεί η κοινωνική συνοχή», να μην τεθεί δηλαδή σε γενικευμένη αμφισβήτηση το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Γι’ αυτό και τα μέτρα που παίρνονται απ’ όλες τις κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από το μίγμα της πολιτικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι όλα στην κατεύθυνση «διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, άμβλυνσης των ανισοτήτων, προστασίας των ευπαθών-ευάλωτων κοινωνικών ομάδων», με «στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας, ελάχιστα διαμορφωμένα πακέτα κάλυψης για τις ευάλωτες ομάδες, ενίσχυση του εθελοντικού κινήματος μέσα από το συντονισμό επίσημων και ανεπίσημων παρόχων υγείας»15.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος νόμος της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για την «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» περιλαμβάνει ακριβώς τέτοιου χαρακτήρα μέτρα, που μάλιστα δεν επαρκούν ούτε καν για την κάλυψη των άμεσων κι επιτακτικών αναγκών ακόμα και των οικογενειών και ατόμων που ζουν σε συνθήκες ανέχειας κι εξαθλίωσης.
Πρόκειται για υποτυπώδεις, αποσπασματικές και ανεπαρκέστατες υπηρεσίες υγείας που απευθύνονται στοχευμένα σε περιορισμένο αριθμό άνεργων, ανασφάλιστων κλπ. ασθενών μέσα από ένα δίκτυο κρατικών (ΚΥ - δήμοι) και μη κρατικών δομών (ΜΚΟ, εθελοντές, σύλλογοι, Εκκλησία, επιχειρηματικοί όμιλοι κλπ.).
Εφαρμογή αυτών αποτελούν η πλειάδα των κοινωνικών ιατρείων, φαρμακείων και άλλων αντίστοιχων δομών που λειτουργούν στο πλαίσιο των δήμων με τη στήριξη ΜΚΟ, ιδιωτών κλπ., τα διάφορα κρατικά προγράμματα παροχής ελάχιστων και περιορισμένης διάρκειας υπηρεσιών υγείας στους ανασφάλιστους, άλλες αντίστοιχου περιεχομένου και χαρακτήρα πρωτοβουλίες από ιδιώτες και επιχειρηματίες.

ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ - ΕΕ, ΤΗ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ

 Όλα όσα έχει εξαγγείλει η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, μέσω του πρωθυπουργού και των αρμόδιων υπουργών, με ανοιχτό ή και με συγκαλυμμένο τρόπο έχουν την «ούγια» της ΕΕ, αποτελούν συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής και των μέτρων της προηγούμενης συγκυβέρνησης. Είναι διαφορετικά κλαδιά του ίδιου δέντρου που μεγαλώνει με λίπασμα την αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ.
Προς απόδειξη αυτής της εκτίμησης θα αναφέρουμε στη συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα από το πρόγραμμα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και από τις μέχρι τώρα εξαγγελίες, που μέρα παρά μέρα τις αλλάζουν, κρατώντας όμως πάντα την ουσία, τη γραμμή που αποτελεί εξειδίκευση των κατευθύνσεων της ΕΕ. Οι προτάσεις της όπως εξαγγέλλονται περιορίζονται σε μέτρα κυρίως για την ακραία φτώχεια και σε ορισμένες επιμέρους ελαφρύνσεις, όπως η κατάργηση του εισιτηρίου των 5 ευρώ στις δημόσιες μονάδες υγείας, οι προσλήψεις 4.500 υγειονομικών κλπ. Αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό» των τεράστιων επιβαρύνσεων που έχουν υποστεί τα λαϊκά στρώματα την περίοδο της κρίσης και πριν από αυτήν, των τραγικών ελλείψεων και κενών των κρατικών μονάδων υγείας. Στο κυβερνητικό πρόγραμμα και στις εξαγγελίες δεν υπάρχει πουθενά, έστω και προοπτικά, η κατάργηση των μέτρων της περιόδου της κρίσης, όπου τα λαϊκά στρώματα υποχρεώθηκαν κυριολεκτικά σε αφαίμαξη και οι υγειονομικοί κυριολεκτικά σε κατάρρευση κι εξουθένωση. Αντίθετα, στις δηλώσεις του πρωθυπουργού κατά την επίσκεψή του στο υπουργείο Υγείας (2.4.2015), υπάρχει η σαφής δήλωση και η –για πολλοστή φορά– επιβεβαίωση, από τα πλέον επίσημα χείλη, στήριξης των ντόπιων φαρμακοβιομήχανων.

Ο ΕΥΡΩΕΝΩΣΙΑΚΗΣ «ΚΟΠΗΣ» ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΚΡΑΙΑΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

 Ο πρώτος νόμος16 της κυβέρνησης «της Αριστεράς» είχε αυτό το περιεχόμενο για την ικανοποίηση των προπαγανδιστικών αναγκών της και για τη συγκάλυψη των αντιλαϊκών της σχεδιασμών. Στόχος του κυβερνητικού προγράμματος –όπως διατυπώθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις από την αναπληρώτρια υπουργό Θ. Φωτίου– είναι: «Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης που είναι αποτέλεσμα των πολιτικών της λιτότητας και των μνημονίων που επιβλήθηκαν στη χώρα μας».
Ο θολός όρος «ανθρωπιστική κρίση» που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση συσκοτίζει συνειδητά το χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και τα αποτελέσματά της στα λαϊκά στρώματα, τα οποία πηγάζουν ακριβώς από αυτόν τον ίδιο το χαρακτήρα της και όχι από τη μορφή διαχείρισής της, όπως είναι οι «πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια» στα οποία αναφέρεται η υπουργός.
Ο νόμος για την «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» αφορά ορισμένες ελάχιστες και περιορισμένες παροχές-«πτωχοκομείου», που κατευθύνονται στοχευμένα σε συγκεκριμένες κατηγορίες και αριθμό ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ανέχειας, αδυνατώντας να καλύψουν τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης. Ταυτόχρονα παραμένουν οι τεράστιες απώλειες, δηλαδή η σχετική φτώχεια που βιώνει το σύνολο των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων. Διατηρούνται στο σύνολό τους οι όροι και οι αιτίες διαρκούς κι εντεινόμενης αναπαραγωγής τέτοιων φαινομένων.
Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που εξειδικεύει τον παραπάνω νόμο, τα εισοδηματικά όρια που θέτει η συγκυβέρνηση κυμαίνονται από 2.400 ευρώ ετήσιο εισόδημα για μεμονωμένο άτομο, έως 6.000 ευρώ για πολυμελή οικογένεια! Δηλαδή άτομα που ζουν με 200 ευρώ το μήνα ή νοικοκυριά που «ζουν» με 400 ή 500 ευρώ το μήνα! Σε αυτό το επίπεδο προσδιορίζει τη φτώχεια η συγκυβέρνηση, σε αυτούς εξαντλεί τη «γαλαντομία» της! Βέβαια στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αναφερόταν ότι τα ποσοστά φτώχειας και παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα έχουν αγγίξει το 23% και το 28% αντίστοιχα. Αλλά με τους συγκεκριμένους όρους, προϋποθέσεις και κριτήρια που βάζει ο νόμος, ακόμα κι αυτές οι «παροχές πτωχοκομείου» δε χορηγούνται ούτε στα νοικοκυριά της εξαθλίωσης, των 400 ευρώ το μήνα. Για να μην αναφερθούμε στις χιλιάδες λαϊκές οικογένειες που εξακολουθούν να μην τα βγάζουν πέρα, που έχουν να επιλέξουν μεταξύ του τι θα πρωτοπληρώσουν κάθε φορά, τα φάρμακα ή τα τρόφιμα, το ρεύμα ή το πετρέλαιο, αλλά που αυτοί κατά την κυβέρνηση δεν είναι φτωχοί.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνεχίζει και παγιώνει την εφαρμογή του αντεργατικού οπλοστασίου της προηγούμενης περιόδου.
Αυτό αποτυπώνεται και στο περιεχόμενο της νέας αντιλαϊκής συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και ΕΕ, στη λίστα των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο «e-mail Βαρουφάκη»17, όπου διατυπώνονται ανάμεσα σε άλλα οι ρητές δεσμεύσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ότι «οι ελληνικές αρχές θα επανεξετάσουν και θα ελέγξουν τις δαπάνες σε κάθε τομέα […] π.χ. κοινωνικά επιδόματα […] θα εφαρμόσουν νομοθεσία για την αναθεώρηση των δαπανών μη μισθολογικών επιδομάτων […] θα ελέγξουν τις δαπάνες για την Υγεία». Επίσης ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε προς τους «Ευρωπαίους εταίρους του» ότι «η μάχη κατά της ανθρωπιστικής κρίσης δεν έχει αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο».
Δηλαδή θα συνεχιστεί η πολιτική των περικοπών στα κοινωνικά επιδόματα (π.χ. οικογενειακά, αναπηρίας κλπ.) και των μειώσεων στις κρατικές δαπάνες για την Υγεία-Πρόνοια, εδραιώνοντας έτσι το καθεστώς των πετσοκομμένων κρατικών και ασφαλιστικών παροχών για όλους.
Αυτά τα μέτρα-«ψίχουλα» που προβλέπονται στο νόμο θα παρθούν με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κεφάλαιο και το κράτος του, αφού τα ποσά που θα διατεθούν αποτελούν ένα μικρό μέρος των «ματωμένων πλεονασμάτων» από τα λαϊκά στρώματα, μέσω των περικοπών που παραμένουν σε πλήρη ισχύ. Ωφελημένοι –είτε άμεσα είτε έμμεσα– θα είναι επίσης οι επιχειρηματικοί όμιλοι (super market, αλυσίδες εστίασης), αφού η παροχή σε χρήμα (π.χ. μέσω καρτών σίτισης) θα καταλήξει σε αυτούς στο συντριπτικό της κομμάτι.
Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η δήλωση του Γ. Βαρουφάκη ότι «ο κόσμος δε ζητάει χρήματα, αλλά αξιοπρέπεια».
Πίσω λοιπόν από τους βαρύγδουπους τίτλους και τις διακηρύξεις περί «αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας» δεν μπορεί να κρυφτεί η συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής που οδηγεί στη μόνιμη αφαίμαξη του λαού και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά ούτε και τα φαινόμενα απόλυτης εξαθλίωσης. Παγιώνεται η κατάσταση όπου η φτωχή οικογένεια θα πληρώνει για την ακόμα φτωχότερη.
Πρόκειται για μέτρα σε πλήρη σύγκλιση με τις κατευθύνσεις της αντιλαϊκής στρατηγικής της ΕΕ, που κωδικοποιούνται στην «ενεργητική καταπολέμηση της φτώχειας», στη «δημιουργία κοινωνικών δικτύων ασφαλείας και αλληλεγγύης»18 για τα πιο ακραία φαινόμενα φτώχειας στα οποία έχει οδηγήσει η βάρβαρη πολιτική της ΕΕ, των αστικών κυβερνήσεων, του κεφαλαίου.
Τα πολυδιαφημιζόμενα μέτρα του συγκεκριμένου νόμου συμπυκνώνονται στα εξής:
«1. Σε νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, παρέχεται για το έτος 2015 δωρεάν ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος για την κύρια κατοικία τους έως 300 Kwh μηνιαίως. Σε περιπτώσεις δικαιούχων των οποίων η παροχή είχε διακοπεί έως και την 31.01.2015 η παροχή επανασυνδέεται ατελώς και χωρίς καμία επιβάρυνση, οι δε ληξιπρόθεσμες οφειλές ρυθμίζονται».
Καταρχάς οι λαϊκές οικογένειες που αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες είναι πολύ περισσότερες από εκείνες που έχουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 4.800 ή 6000 ευρώ. Δεν καλύπτει ούτε καν τις οικογένειες που τώρα είναι ενταγμένες στα κριτήρια για το «κοινωνικό τιμολόγιο» της ΔΕΗ.
Επίσης, ακόμα και γι’ αυτούς που τους έχει κοπεί το ρεύμα και υπάγονται στις ρυθμίσεις του συγκεκριμένου άρθρου το χρέος τους δε διαγράφεται, παραμένει σε πλήρη ισχύ και απλά ρυθμίζεται και δεν πληρώνουν το τέλος σύνδεσης. Λες και μια οικογένεια που ζει με 400 ευρώ το μήνα μπορεί να καλύψει την όποια ρύθμιση κι αν γίνει.
Τέλος, η ποσότητα του δωρεάν ρεύματος που θα παρέχεται σε όσα νοικοκυριά υπαχθούν τελικά σε αυτήν τη ρύθμιση είναι ελάχιστη, δεν καλύπτει καν την εξασφάλιση των βασικών αναγκών μιας οικογένειας. Σύμφωνα με έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα καταναλώνει κατά μέσο όρο 13.994 Kwh το χρόνο για την κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών, δηλαδή 1.116 Kwh το μήνα. Επομένως ακόμα και αυτά τα νοικοκυριά που θα έχουν δωρεάν ρεύμα έως 300 Kwh το μήνα θα έχουν να επιλέξουν, π.χ. μεταξύ του αν θα ζεσταθούν, αν θα ανάψουν το θερμοσίφωνα, αν θα μαγειρέψουν ή θα ανάψουν το φως!
«2. Χορηγείται επίδομα ενοικίου σε έως 30.000 νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Η παροχή χορηγείται για το έτος 2015 και δύναται να ανανεωθεί για το έτος 2016. Το παρεχόμενο επίδομα ενοικίου δεν υπερβαίνει τα 70 ευρώ ανά άτομο και τα 220 ευρώ ανά πολυμελή οικογένεια».
Μάλιστα, σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ, η επιδότηση ενοικίου αφορά χρονικό διάστημα 9 μηνών.
Το συγκεκριμένο μέτρο όχι μόνο δεν καλύπτει τον αριθμό των νοικοκυριών που αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις στεγαστικές τους ανάγκες σήμερα, αλλά είναι ακόμα πίσω και από την αντίστοιχη παροχή που υπήρχε σε συνθήκες πριν την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Για παράδειγμα, το 2008 επίδομα ενοικίου έπαιρναν από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) 111.373 δικαιούχοι κι επιπλέον ένας αριθμός υπερηλίκων που ήταν ανασφάλιστοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι του ΕΚΑΣ. Σήμερα η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα κουτσουρεμένα επιδόματα που θα δώσει σε 30.000 νοικοκυριά.
Επίσης με τη συγκεκριμένη διάταξη προβλέπεται ότι το ποσό της επιδότησης θα αποδίδεται στον ιδιοκτήτη και θα συμψηφίζεται με πιθανά χρέη του προς το κράτος. Δηλαδή το κράτος με το ένα χέρι θα δίνει και με το άλλο θα τα ξαναπαίρνει, με δεδομένο κιόλας ότι τα ακίνητα για τα οποία γίνεται λόγος είναι προφανώς χαμηλής αξίας και οι ιδιοκτήτες τους κατά κανόνα φτωχοί άνθρωποι, που τα νοικιάζουν για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και ως εκ τούτου έχουν χρέη σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κλπ.
«3. Χορηγείται για το έτος 2015 επιδότηση σίτισης σε φυσικά πρόσωπα που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Για τη χορήγηση της επιδότησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των εισοδημάτων των δικαιούχων από κάθε πηγή. Η επιδότηση σίτισης παρέχεται με εκπτωτικά κουπόνια ή άλλο ηλεκτρονικό τρόπο».
Το ύψος της επιδότησης θα είναι 70 ευρώ το μήνα για το μεμονωμένο άτομο, προσαυξανόμενο κατά 30 ευρώ για κάθε μέλος της οικογένειας, και σε κάθε περίπτωση έως 220 ευρώ το μήνα, σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ. Δηλαδή η κυβέρνηση υπόσχεται στην κυριολεξία ένα πιάτο φαΐ σε οικογένειες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, βάζοντας από πάνω και περιοριστικούς όρους.
Προβλέπονται επίσης στο συγκεκριμένο νόμο η παροχές ασθενείας σε είδος για ανέργους, υποαπασχολούμενους κλπ.
Με τις συγκεκριμένες διατάξεις η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παρατείνει για ένα έτος ακόμα αποφάσεις και ρυθμίσεις της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ (αυτές που προέβλεπε ο νόμος Βρούτση, 1753/2014)19.
Για τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ προβλέπεται η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όσους διέκοψαν την άσκηση του επαγγέλματός τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν οφειλές προς το Ταμείο τους ή τις έχουν ρυθμίσει και τηρούν τη ρύθμιση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο πιο πίσω και από προηγούμενες ρυθμίσεις είναι τα «νέα» μέτρα είναι το ότι η διοίκηση του ΟΑΕΕ είχε αποφασίσει (3.7.2014) τη δωρεάν παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μέχρι 28.2.2015 στους επαγγελματίες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις εισφορές τους ή έκλεισαν τα μαγαζιά τους, καθώς και τη δυνατότητα να μπορούν να νοσηλευτούν δωρεάν σε κρατικά νοσοκομεία. Τώρα, αυτή η παροχή ισχύει μόνο αν δε χρωστάνε ή τηρούν τη ρύθμιση.
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση συνεχίζει να κοροϊδεύει για τα περί δήθεν Δημόσιας και Δωρεάν Υγείας.
Τα μέτρα αποτελούν συνέχεια και πιστό αντίγραφο προηγούμενων κρατικών κι ευρωπαϊκών προγραμμάτων που εφαρμόζονταν τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζουν μέσω δήμων, Περιφερειών, ΜΚΟ, Εκκλησίας και άλλων «φιλανθρωπικών» οργανώσεων, τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλα κράτη της ΕΕ, για παροχή ελάχιστων και ανεπαρκέστατων παροχών, με ημερομηνία λήξης, που ανακυκλώνουν τη φτώχεια και τη μιζέρια, συνηγορώντας παραπέρα στην έκπτωση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Έτσι, όχι μόνο καλλιεργείται η λογική της συναίνεσης, αλλά επιδιώκεται η ενεργητική στήριξη του λαού για τη συνέχιση αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής, να προσφέρει τελικά «χείρα βοηθείας» στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που αναπαράγει φτωχούς, ανέργους κι εξαθλιωμένους.
Στα άρθρα του νόμου που αφορούσαν την ακραία φτώχεια υπήρξε συμφωνία απ’ όλα τ’ άλλα κόμματα. Ήταν «λαλίστατα» στις τοποθετήσεις τους στη Βουλή για την ακραία φτώχεια, ταυτόχρονα όμως είχαν «σιγή ασυρμάτου» για τα διευρυμένα στρώματα που έχουν ενταχτεί στην κατηγορία της σχετικής φτώχειας, όπως επίσης ήταν «λαλίστατα» στην έκφραση της αγωνίας τους για την εξασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής», ως προϋπόθεση για την αναθέρμανση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου και τα επίσημα στοιχεία κρατικών οργανισμών είναι αποκαλυπτικά ως προς το ποιοι είναι και πού βρίσκονται οι φτωχοί. Το ποσοστό της ανεργίας (1ο τρίμηνο του 2014) ανέρχεται στο 26,6% και της ανεργίας των νέων στο 52%. Από αυτούς επιδοτείται μόλις το 12,5%.
Αυτή είναι η αυταπόδεικτη και καταγεγραμμένη φτώχεια, που κατά τα άλλα η κυβέρνηση ψάχνει τρόπους να την ανακαλύψει (όπως ανέφερε η υπουργός κατά τη διάρκεια της συζήτησης των προγραμματικών δηλώσεων), αλλά και που αυτή ακόμα δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του κυβερνητικού νομοσχεδίου.
Πολύ περισσότερο φυσικά που δε γίνεται καν λόγος για τις χιλιάδες εργαζομένων με τους πετσοκομμένους μισθούς, την απληρωσιά, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Για τις χιλιάδες των συνταξιούχων με τις άθλιες συντάξεις που από αυτές ζουν παιδιά κι εγγόνια. Για τις χιλιάδες των μακροχρόνια ανέργων, των υποαπασχολούμενων που δεν καταγράφονται, με τις κακοπληρωμένες, ολιγόμηνες και ανασφάλιστες δουλειές, τα ευρωενωσιακά προγράμματα για τη νεολαία και τις γυναίκες.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΑΓΓΕΛΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

 1. Η γαλαντομία της νέας συγκυβέρνησης για μηδενική συμμετοχή στα φάρμακα έχει αποδέκτες όσους βρίσκονται στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό και για ορισμένες –απροσδιόριστες μέχρι τώρα κατηγορίες– χρονίως πασχόντων. Για τους άλλους ασθενείς λέει ότι θα «εξεταστεί» η σταδιακή μείωση της μεσοσταθμικής συμμετοχής τους στη φαρμακευτική δαπάνη από το 32% που είναι σήμερα, στο 14% που ήταν προ «μνημονίου».
Πουλάει «φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Πρώτο ψέμα είναι ότι η μεσοσταθμική συμμετοχή των ασφαλισμένων για φάρμακα το 2009 ήταν 9% και όχι 14% που λέει σήμερα ο υπουργός Υγείας. Μάλιστα, σε αυτό το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στις πληρωμές συμπεριλαμβάνονταν και τα εκατοντάδες φάρμακα που συνταγογραφούνται, αλλά σήμερα δεν αποζημιώνονται καθόλου από τα ασφαλιστικά ταμεία. Δηλαδή οι ασθενείς πλήρωναν λιγότερα ποσά γιατί τα ασφαλιστικά ταμεία αφενός αποζημίωναν περισσότερα είδη φαρμάκων απ’ ό,τι σήμερα και αφετέρου ήταν διαφορετικός τόσο ο τρόπος υπολογισμού της συμμετοχής όσο και το ποσοστό συμμετοχής των ασθενών απ’ ό,τι σήμερα. Γι’ αυτό, ενώ μειώθηκε η λιανική τιμή σε μεγάλο αριθμό φαρμάκων, οι ασφαλισμένοι πληρώνουν περισσότερα χρήματα!
Έτσι, ακόμα και να μειωθεί η μεσοσταθμική συμμετοχή των ασθενών στο 14%, αυτό δε σημαίνει ότι θα πληρώνουν λιγότερα χρήματα για τα φάρμακα που χρειάζονται. Διότι αυτή η μείωση της μεσοσταθμικής συμμετοχής των ασθενών στα όλο και λιγότερα φάρμακα που αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία δεν μπορεί να καλύψει τα όλο και περισσότερα φάρμακα που πληρώνουν εξολοκλήρου οι ίδιοι οι ασθενείς. Είναι «ισοδύναμο κόλπο» με αυτό της προηγούμενης συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, που οδηγεί στην οικονομική αιμορραγία των ασθενών για να μειωθεί η κρατική και ασφαλιστική φαρμακευτική δαπάνη.
Συγκεκριμένα, το 2009 το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία (δημόσια φαρμακευτική δαπάνη) πλήρωσαν 5,2 δισεκατομμύρια για φάρμακα και οι ασφαλισμένοι ως συμμετοχή πλήρωσαν 524 εκατομμύρια. Το 2014 οι αντίστοιχες δαπάνες ήταν 2,2 δισεκατομμύρια και 750 εκατομμύρια. Δηλαδή κράτος και ασφαλιστικά ταμεία πλήρωσαν κατά 57,7% λιγότερο, ενώ οι ασφαλισμένοι –που ήταν κατά πολύ λιγότεροι, αφού αυξήθηκαν κατά πολύ οι ανασφάλιστοι– πλήρωσαν ως συμμετοχή κατά 43,1% περισσότερο.
Επιπλέον των πιο πάνω ποσών, οι ασθενείς πλήρωσαν από την τσέπη τους για φάρμακα που δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία το 2009 776 εκατομμύρια και το 2014 890 εκατομμύρια. Δηλαδή κατά 14,6% περισσότερα.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της αντιλαϊκής πολιτικής στο φάρμακο που εφαρμόστηκε την τελευταία 10ετία στο όνομα της καταπολέμησης της «σπατάλης», του «νοικοκυρέματος» και του «εξορθολογισμού» των δαπανών. Από τα στοιχεία που παραθέτουμε –υπάρχουν και άλλα πολλά– αποδεικνύεται ότι με τα παραπάνω επιχειρήματα επιδιώκουν να ενοχοποιήσουν τα λαϊκά δικαιώματα (π.χ. τα μέτρα αύξησης της συμμετοχής των ασθενών στα φάρμακα πάρθηκαν στο όνομα της υπερκατανάλωσης φαρμάκων). Εξάλλου, όλα τα μέτρα που πήραν όλες οι κυβερνήσεις για να χτυπήσουν τη διαφθορά –στο βαθμό και στην έκταση που υπάρχει– πάντα οδηγούσαν στη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος και στον περιορισμό των κρατικών δαπανών και παροχών. Η διαφθορά είναι σύμφυτη με το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, γεννιέται και αναπαράγεται από αυτό και γι’ αυτό τα όποια μέτρα για την αντιμετώπισή της, από τη στιγμή που κινούνται «εντός των τειχών», δεν είχαν, ούτε πρόκειται να έχουν αποτέλεσμα.
Ο υπουργός εξήγγειλε ότι προετοιμάζει το μέτρο για τη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός τους. Ουσιαστικά την ενδεχόμενη μείωση των πληρωμών, π.χ. σε περιπτώσεις ακραίας φτώχειας των 400 ευρώ το μήνα, θα την φορτώσει να την πληρώσουν οι υπόλοιποι των 800 ευρώ το μήνα, με αύξηση της συμμετοχής τους. Αυτό προμηνύει ο καθορισμός της συμμετοχής για την αγορά φαρμάκων με βάση εισοδηματικά κριτήρια και με δεδομένη τη δραστική κρατική περικοπή (σημερινό πλαφόν 2 δισ. ευρώ) για τη φαρμακευτική δαπάνη. Είναι η αναδιανεμητική πολιτική «μοιράσματος» της φτώχειας και των περικοπών.
Για να υπάρξει άμεσα έστω μια μικρή ανακούφιση στη φαρμακευτική δαπάνη που πληρώνουν οι ασθενείς, ως ελάχιστα μέτρα θα έπρεπε να είναι η ένταξη στον κατάλογο των αποζημιούμενων φαρμάκων όλων αυτών που σταδιακά εξαιρέθηκαν τα τελευταία χρόνια, η κατάργηση των διατάξεων που επιβάλλουν στους ασθενείς να πληρώνουν τη διαφορά μεταξύ ασφαλιστικής και λιανικής τιμής, όπως επίσης και η κατάργηση της συμμετοχής στα φάρμακα. Η συγκυβέρνηση όμως δεν το κάνει, διότι αυτά αντιστρατεύονται την πολιτική της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους» και των κρατικών δαπανών.

2. Η συγκυβέρνηση προχώρησε στην κατάργηση του εισιτηρίου των 5 ευρώ για εξέταση στις δημόσιες μονάδες υγείας (νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας και Πολυϊατρεία του ΠΕΔΥ) και στην κάλυψη υγείας των ανασφάλιστων.
Όμως δεν είπε τίποτα για τις εξετάσεις, θεραπείες, υγειονομικό υλικό (σύριγγες, ουροσυλλέκτες κλπ. για χρόνια πάσχοντες) που πετάχτηκαν έξω από τον κανονισμό παροχών που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ και πληρώνονται εξολοκλήρου από τους ασθενείς, ακόμα και στο δημόσιο τομέα. Επίσης δε λέει κουβέντα για τη συμμετοχή των ασθενών στις πληρωμές για εργαστηριακές εξετάσεις και νοσηλεία στον ιδιωτικό τομέα που εξαναγκάζονται να καταφεύγουν, επειδή στο δημόσιο δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Όλες αυτές οι πληρωμές ισχύουν και για τους ανασφάλιστους.
Σήμερα οι ανασφάλιστοι που τους έχει δοθεί η δυνατότητα φαρμακευτικής περίθαλψης (υπουργική απόφαση Βορίδη) αγοράζουν τα φάρμακα με τους ίδιους όρους με τους ασφαλισμένους. Δηλαδή πληρώνουν και αυτοί κανονικά τα ποσά που αντιστοιχούν για φάρμακα ανάλογα με την ασφαλιστική τιμή, τα ποσοστά συμμετοχής και το συνταγόσημο του 1 ευρώ. Βέβαια η κυβέρνηση αυτό το μέτρο το προπαγανδίζει ως το «άκρον άωτον» της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, όμως δε θέλει ούτε ν’ ακούει για τη δωρεάν παροχή που είναι το πραγματικά δίκαιο για το λαό, όταν αναγκάζεται να πληρώνει για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη από χίλιες δυο μεριές και άμεσα και έμμεσα (φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κλπ.).
Η κατάργηση του χαρατσιού των 5 ευρώ, αλλά και η εξαγγελία για την κατάργηση του 1 ευρώ για τις συνταγές των φαρμάκων έχουν και «αστερίσκους» που παραπέμπουν στο αρχαίο ρητό «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες». Ο υπουργός Υγείας δήλωσε σε συνέντευξή του στις 3 Φλεβάρη για την κατάργηση των χαρατσιών αυτών: «Είναι ένα θέμα. Θα δούμε πώς θα βρούμε τα “λεγόμενα ισοδύναμα”». Δηλαδή ψάχνουν να βρουν με ποιον άλλο τρόπο θα πληρώσει ο λαός τα 130 εκατομμύρια στα οποία αντιστοιχούν τα δύο αυτά χαράτσια, προκειμένου να μη διαταραχτεί η πολιτική των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών». Στην ουσία αυτό που θέτει η κυβέρνηση είναι το πώς θα πληρώσει ο λαός και όχι αν θα πληρώσει.
Υπάρχει και η εμπειρία από τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν η προηγούμενη συγκυβέρνηση επιχείρησε να καθιερώσει το χαράτσι των 25 ευρώ για την εισαγωγή των ασθενών στα κρατικά νοσοκομεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ «χτύπαγε νταούλια» για το νεοφιλελεύθερο και μνημονιακό μέτρο, ότι είναι απαράδεκτες οι πληρωμές των ασθενών «την ώρα της ανάγκης». Όταν όμως η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ έφερε σε αντικατάσταση του χαρατσιού το «ισοδύναμο» μέτρο αύξησης στο φόρο καπνού, ο ΣΥΡΙΖΑ κρέμασε τα νταούλια και αγωνιούσε αν αυτός ο φόρος θα πηγαίνει πράγματι για την υγεία. Δηλαδή η διαφορά του είναι σε ποιο ταμείο θα πληρώνουν ο λαϊκές οικογένειες, αν θα πληρώνουν πριν αρρωστήσουν ή την «ώρα της ανάγκης».
Η νέα συγκυβέρνηση, με το μέτρο αυτό που έχει εξαγγείλει, ουσιαστικά επιδιώκει να συγκαλύψει ότι οι λαϊκές οικογένειες θα συνεχίσουν να πληρώνουν τεράστια ποσά για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη και μαζί με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ να χρηματοδοτούν τα «ψίχουλα υγείας» που δίνει το κράτος στους εξαθλιωμένους. Η πολιτική της, με ορισμένα διαφορετικά εργαλεία, κινείται στο γνωστό «μότο» του «μοιράσματος της φτώχειας». Με αυτό τον τρόπο χρηματοδοτήθηκε από την προηγούμενη συγκυβέρνηση η «ελεύθερη πρόσβαση των ανασφάλιστων στις δημόσιες μονάδες υγείας» και στην αντίστοιχη περπατησιά βαδίζει και η σημερινή.

3. Στις κυβερνητικές εξαγγελίες, και μάλιστα διά στόματος πρωθυπουργού, περιλαμβάνονται 4.500 προσλήψεις ιατρικού-νοσηλευτικού προσωπικού.
Έχει σημασία ότι αυτές τις προσλήψεις τις καθορίζει με κριτήριο τη «σωτηρία» των δημόσιων νοσοκομείων, τις «άμεσες» ανάγκες τους. Δηλαδή προσλήψεις που δεν αναπληρώνουν την τεράστια μείωση του προσωπικού των τελευταίων χρόνων. Πολύ περισσότερο δεν μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες για να λειτουργήσει το δημόσιο σύστημα υγείας προς όφελος του λαού. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μόνο για να λειτουργήσουν τα κλειστά κρεβάτια (200) των ΜΕΘ - ΜΑΦ απαιτούνται τουλάχιστον 800 νέοι νοσηλευτές. Έτσι, αυτές οι προσλήψεις θα εξασφαλίζουν απλά την ελάχιστη, ανεπαρκή κι επικίνδυνη για ασθενείς και υγειονομικούς στελέχωση.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού Υγείας ένα μέρος τους θα είναι «επικουρικό» προσωπικό, ενδεχομένως και εργαζόμενοι με «μπλοκάκι», δηλαδή προσωρινοί εργαζόμενοι, που δε «στοιχίζουν» στον κρατικό προϋπολογισμό, αφού πληρώνονται από τα έσοδα των κρατικών νοσοκομείων από τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και απευθείας από τους ασθενείς.

4. Η συγκυβέρνηση άνοιξε και πάλι τη συζήτηση για την αντικατάσταση των ασφαλιστικών εισφορών στον κλάδο Υγείας από τη γενική φορολογία.
Κάτι αντίστοιχο έχει προβληθεί κατά καιρούς και από άλλους, όπως ο πρώην πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ που δήλωνε: «Η οικονομική συγκυρία καθιστά τις ασφαλιστικές εισφορές προς τον ΕΟΠΥΥ παρακινδυνευμένες κι επισφαλείς. Μια εναλλακτική πρόταση αποτελεί η εισαγωγή κοινωνικού ασφαλιστικού φόρου, “κοινωνικού ΦΠΑ”, μέσω της αντικατάστασης μέρους των ασφαλιστικών εισφορών από έσοδα που προέρχονται από το ΦΠΑ».
Γενικά με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας να γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω της πληρωμής ειδικού φόρου από τα λαϊκά στρώματα, για να ελαφρυνθεί από τις πληρωμές-εισφορές το κράτος και η εργοδοσία.

5. Στο κυβερνητικό πρόγραμμα και στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού (2.4.2015) αναφέρεται η επιλογή για τη στήριξη της ελληνικής καπιταλιστικής φαρμακοβιομηχανίας, ως μοχλού ανάπτυξης συνολικά της οικονομίας.
Στην ουσία –και παρά τις αναφορές του για το φάρμακο ως «κοινωνικό αγαθό»– στηρίζει την παραγωγή του φαρμάκου-εμπόρευμα, και μάλιστα προωθεί την ενίσχυση του πρωταγωνιστικού ρόλου του ελληνικού κεφαλαίου στον κλάδο. Είναι γνωστή η αντιπαράθεση που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ με την προηγούμενη συγκυβέρνηση, με αφορμή τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων, που η βάση της ήταν ποιο τμήμα του κεφαλαίου –ντόπιο ή πολυεθνικό– που δραστηριοποιείται στη φαρμακοβιομηχανία θα ωφεληθεί. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ανοιχτή στήριξη των ντόπιων φαρμακοβιομηχάνων στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας αναδεικνύει το «δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Με τα δεδομένα αυτά, η προγραμματική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για πολιτική ενίσχυσης των ποιοτικών γενόσημων φαρμάκων και της ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής ποιοτικού φαρμάκου καθιστά σκέτη δημαγωγία τα περί φαρμάκου-«κοινωνικού αγαθού». Άλλωστε είναι γνωστές οι «περαντζάδες» και οι υποσχέσεις του υπουργού Υγείας και του αναπληρωτή του στις διάφορες συγκεντρώσεις που διοργανώνουν οι φαρμακοβιομήχανοι στις οποίες ανανεώνουν τη στήριξη της κυβέρνησης προς αυτούς και αντίστοιχα οι φαρμακοβιομήχανοι προς την κυβέρνηση.

6. Η συγκυβέρνηση άνοιξε το θέμα σχετικά με το ζήτημα των «Κλινικών Μελετών» στα κρατικά νοσοκομεία από τη φαρμακοβιομηχανία.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του υπουργείου Υγείας (27.2.2015), θα επιδιωχτεί η διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας με τους φαρμακοβιομηχάνους, το οποίο ανάμεσα στα άλλα θα προβλέπει τη δέσμευσή τους για διενέργεια κλινικών μελετών που θα αποφέρουν τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ. Οι επενδύσεις σ’ αυτό τον τομέα το 2014 ήταν 80 εκατομμύρια ευρώ.
Υπάρχει ως προς αυτό κατεύθυνση της ΕΕ με στόχο «να επιστρέψει εντός των κρατών της ΕΕ ένα 30% των επενδύσεων που έχουν γίνει στον τομέα αυτό σε κράτη εκτός ΕΕ» (κυρίως στην Ασία).
Οι κλινικές μελέτες της φαρμακοβιομηχανίας με αξιοποίηση των υποδομών και του προσωπικού των κρατικών νοσοκομείων έχει νομοθετηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Πέραν των άλλων, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση και ως δυνατότητα τα κρατικά νοσοκομεία να εξασφαλίσουν έσοδα από την πώληση των υπηρεσιών τους προς τη φαρμακοβιομηχανία.
Με τον τρόπο αυτό, υπάρχει το θέμα να μπουν πιο άμεσα οι κρατικές μονάδες υγείας στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Να γίνει ακόμα βαθύτερη η εξάρτηση της έρευνας από τους ομίλους και το κριτήριο του κέρδους να ενισχύσει τον προσανατολισμό των προτεραιοτήτων σε τομείς που δεν αντιστοιχούν με τις κοινωνικές ανάγκες. Να ενισχυθεί η εξάρτηση της δουλειάς των επιστημόνων από τους ομίλους, όπως επίσης και η εξαγορά ενός τμήματος των γιατρών και άλλων υγειονομικών κλπ., οι οποίοι θα έχουν άμεσο οικονομικό όφελος.
Επίσης εντοπίζουμε τον υπαρκτό κίνδυνο άνθρωποι να μετατραπούν σε πειραματόζωα, ιδιαίτερα στις συνθήκες φτώχειας που ζει ένα μεγάλο τμήμα του λαού, όπως η ιστορική πείρα έχει δείξει, αν οι όροι και οι προϋποθέσεις, οι έλεγχοι κλπ. δεν είναι αυστηροί (όσο αυτό μπορεί να διασφαλιστεί) για την εφαρμογή των κλινικών μελετών.
Επισημαίνουμε την πλευρά ποιον υπηρετεί αυτή η ανάπτυξη και σε αυτήν τη βάση τους κινδύνους που ενέχει, χωρίς φυσικά να αμφισβητούμε αυτή καθαυτή την ανάγκη των κλινικών μελετών. Υπάρχει ιστορική πείρα από τον τρόπο πραγματοποίησης των κλινικών μελετών και πώς αυτές αξιοποιήθηκαν από τη φαρμακοβιομηχανία. Πείρα αρνητική από καπιταλιστικές χώρες, αλλά και θετική από χώρες που οικοδόμησαν το σοσιαλισμό με κριτήριο την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, για την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων για ίαση από τις ασθένειες όσο σπάνιες και αν ήταν, και όχι με κριτήριο το κέρδος όπως στον καπιταλισμό που υπονομεύει όχι μόνο την υγεία, αλλά ακόμα και τη ζωή των εργαζομένων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ «ΔΙΚΤΥΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ»

 Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την επιχειρηματική δράση στο χώρο της Υγείας αποτελεί βασικό κριτήριο για να κριθεί ο χαρακτήρας του συστήματος Υγείας που υποστηρίζει και προωθεί ως συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ.
Δεν αναφέρει την κατάργηση της επιχειρηματικής δράσης ούτε ως στρατηγικό στόχο, ούτε φυσικά στο κομμάτι των άμεσων στόχων. Λέει για διαχωρισμό δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και λήψη μέτρων ελεγκτικού-ρυθμιστικού χαρακτήρα. Υποστηρίζει δηλαδή τους ενιαίους κανόνες στη λειτουργία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ενισχύει τις δόσεις των αυταπατών περί ελέγχου της ανάπτυξης και του τρόπου λειτουργίας του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα. Εισάγει την αυταπάτη ότι η επιχειρηματική δράση και το κεφάλαιο μπορούν να μπουν υπό το καθεστώς του «κοινωνικού ελέγχου». Πρόκειται για επαναφορά παλιότερων απόψεων της σοσιαλδημοκρατίας, όπως του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι οποίες, ακόμα και αυτές, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι θέσεις και τα αντίστοιχα μέτρα εγκαταλείφθηκαν από την «παλιά» σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ) τα προηγούμενα χρόνια –που ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα παίρνει τη θέση της– διότι δε «χωρούσαν» στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στο προεκλογικό πρόγραμμά του αναφέρει ότι «βάση για το νέο σύστημα ΠΦΥ θα αποτελέσουν οι δημόσιες μονάδες υγείας που υπάρχουν ήδη και υπολειτουργούν […] θα αξιοποιηθούν επίσης και άλλες δομές που ήδη λειτουργούν, υποκαθιστώντας το έλλειμμα υπηρεσιών που θα έπρεπε να παρέχονται από το δημόσιο σύστημα υγείας, όπως […] κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία…»20.
Επίσης σε παλιότερη ομιλία για την «αλληλεγγύη» και το «κοινωνικό κράτος», ο σημερινός πρωθυπουργός σημείωνε: «Η επιλογή για ενίσχυση της υγείας, της κοινωνικής φροντίδας με αξιοποίηση […] των δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν αποσκοπεί μόνο στην ανακούφιση των πολιτών, αλλά σηματοδοτεί και την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για καινούργιες μορφές κοινωνικής δράσης…»21.
Η πολιτική αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίστοιχη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ελλάδα και διεθνώς, για το «κοινωνικό κράτος» που θα λειτουργεί με τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα σε συνεργασία με τον «τρίτο τομέα της οικονομίας», την «κοινωνική οικονομία», η οποία έχει διάφορες μορφές στην εφαρμογή της. Στη βάση αυτής της πολιτικής προτείνουν παντού μορφές συνεταιριστικοποίησης, εθελοντισμού, «κοινωνικές επιχειρήσεις», «κοινωνικά ιατρεία» κλπ. Τη συμμετοχή σε αυτές τις μορφές την θεωρούν κομμάτι του κινήματος. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λειτουργική διασύνδεση των «κοινωνικών ιατρείων-φαρμακείων» με τις δημόσιες δομές υγείας-πρόνοιας ως «άμεσο μέτρο της κυβέρνησης της Αριστεράς». Ουσιαστικά αξιοποιεί τον «εθελοντισμό των κοινωνικών ιατρείων, φαρμακείων κλπ.» ή άλλα ευρωενωσιακά προγράμματα για «κοινωνική εργασία» κλπ., προκειμένου να μη στοιχίζει στο κράτος ακόμα και η παροχή των ελάχιστων κοινωνικών υπηρεσιών για εξαθλιωμένους. Ταυτόχρονα αξιοποιεί αυτές τις μορφές ως προθάλαμο για τη μετατροπή τους σε «κοινωνικές επιχειρήσεις» (ΚΟΙΝΣΕΠ) στη βάση της «νέου τύπου επιχειρηματικότητας».
Πρόκειται για πολιτική που αποσκοπεί στη θεσμοθέτηση τέτοιων δραστηριοτήτων που θα παρέχουν υποτυπώδεις φτηνές υπηρεσίες για τους εξαθλιωμένους με αξιοποίηση ανέργων που θα τους οργανώνει ως «συνεταιρισμένους επιχειρηματίες».
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ (Σεπτέμβρης 2014): «Η ανάπτυξη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας έχει για μας στρατηγική σημασία … έχουμε ένα νέου τύπου εργαζόμενο στον ελληνικό λαό, ο οποίος έχει σχετικά υψηλό επίπεδο μόρφωσης … έχει υπάρξει εργαζόμενος, έχει υπάρξει απολυμένος, θα έχει καταρτιστεί από κάποιο σεμινάριο, ξέρει ξένες γλώσσες και να χειρίζεται υπολογιστή ... Ο ρόλος όλου αυτού του δυναμικού δεν είναι να ζητάει από το κράτος, αλλά να ενεργοποιηθεί το ίδιο, να δημιουργεί συλλογικότητες, νέου τύπου επιχειρηματικές δραστηριότητες. Και ήδη έχουμε θετικά παραδείγματα, σε όλη την Ελλάδα αναπτύσσονται κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά σχολεία και άλλες ποικίλες δραστηριότητες, π.χ. εμπόριο χωρίς μεσάζοντες...».
Αυτήν την πολιτική προωθεί και με την προγραμματική του θέση για την κατάργηση των εργολάβων που έχουν αναλάβει τις υποστηρικτικές υπηρεσίες στα δημόσια νοσοκομεία. Γι’ αυτές τις υπηρεσίες ο ΣΥΡΙΖΑ προγραμματίζει την απεμπλοκή τους από ιδιωτικές εργολαβίες και ανάληψή τους από «πρωτοβουλίες κοινωνικής οικονομίας», δηλαδή με καθεστώς όπως της «κοινωνικής εργασίας», των «κοινωνικών συνεταιρισμών» και των ΜΚΟ.
Πρόκειται για πολιτική που προωθείται χρόνια τώρα από την ΕΕ. Ουσιαστικά πρόκειται για αντικατάσταση της σημερινής μορφής επιχειρηματικής δράσης σε αυτούς τους τομείς με μια άλλη. Είναι ακόμα πιο επικίνδυνη, με την έννοια ότι καλλιεργεί την αυταπάτη στους εργαζόμενους που είναι απολυμένοι, ή δούλευαν στους σημερινούς επιχειρηματίες, ότι μέσω των κοινωνικών συνεταιρισμών θα μπορούν να γίνουν οι ίδιοι επιχειρηματίες. Με αυτό τον τρόπο συγκαλύπτεται η εκμετάλλευση, αφού δεν υπάρχει το «αφεντικό» και οι ίδιοι «δημοκρατικά» και «ισότιμα» διαχειρίζονται τις συνθήκες δουλειάς, αμοιβές, ασφάλιση κλπ., που δε διαφέρουν ουσιαστικά από την προηγούμενη σχέση εργασίας.
Το λεγόμενο κίνημα των «κοινωνικών δικτύων αλληλεγγύης» και «δικτύων ασφαλείας», των «ελάχιστων πακέτων» για «ευπαθείς» και μη ομάδες, διακηρυγμένου στόχου της ΕΕ, αλλά και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αξιοποιήθηκε την περίοδο της κρίσης προκειμένου να θεσμοθετηθεί ως πυλώνας του δημόσιου συστήματος υγείας. Η στόχευση είναι να απαλλαχθεί το κράτος από την «υποχρέωση» της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη δημόσιων υποδομών, τη στελέχωσή τους κλπ., για την παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με την υγεία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Από τα προαναφερθέντα επιβεβαιώνεται η ΚΕ του ΚΚΕ που στην ανακοίνωσή της για το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Γενάρη αναφέρει ότι «η κυβερνητική εναλλαγή και η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ δε συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού […] Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι φιλεργατικό, φιλολαϊκό. Είναι ένα πρόγραμμα που, και στις στρατηγικές του κατευθύνσεις, και στις συγκεκριμένες προτάσεις της τετραετίας, κινείται στις ράγες της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μονοπωλιακών ομίλων, της στρατηγικής της ΕΕ […] Για την πλειοψηφία των εργαζομένων και των λαϊκών οικογενειών το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μοίρασμα της φτώχειας και της ανεργίας σε περισσότερους»22.
Από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ για την υγεία, έτσι όπως αυτό εξειδικεύτηκε προεκλογικά, αλλά και μετεκλογικά από τον υπουργό Υγείας και άλλα στελέχη της νέας συγκυβέρνησης, επιβεβαιώνεται ότι η πολιτική του και τα μέτρα σε όλους τους τομείς της υγείας απορρέουν και καθορίζονται από τη συμφωνία του με τη στρατηγική της ΕΕ, ανεξάρτητα αν εφαρμόσει ή όχι άλλο μίγμα διαχείρισης.
Από εδώ απορρέει ο βαθιά αντιλαϊκός χαρακτήρας της πολιτικής του, ο οποίος αποτυπώνεται ήδη στα «πρώτα δείγματα γραφής» της νέας συγκυβέρνησης και στο χώρο της υγείας-φαρμάκου, με μέτρα που μπορεί να φαίνονται ή και ορισμένα να είναι διαφορετικά σε σχέση με πριν, αλλά που υπηρετούν τον ίδιο στόχο στήριξης των καπιταλιστικών κερδών.
Περιθώρια αναμονής, αυταπατών και συμβιβασμού με τις παροχές πτωχοκομείου δεν πρέπει να υπάρχουν.
Συμβιβασμός με τις απώλειες και με τα «ψίχουλα» στην υγεία σημαίνει για το λαό ότι βάζει την ίδια τη ζωή του ως καύσιμη ύλη για την αναθέρμανση της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι καινούργια, αλλά τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων που διαχειρίζεται είναι πολύ παλιά και δοκιμασμένα. Σε αυτά οφείλεται η σημερινή κατάσταση του λαού και στον τομέα της υγείας.
Χρειάζεται να ισχυροποιηθεί η εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση και πάλη που να διεκδικεί την ανάκτηση όλων των απωλειών στην υγεία - πρόνοια - φάρμακο, που είχε ο λαός την περίοδο της κρίσης, ως βάση για τη διεκδίκηση της πλήρους ικανοποίησης όλων των σύγχρονων αναγκών του λαού, για να έχουν όλοι χωρίς εξαίρεση πλήρεις υπηρεσίες υγείας - πρόνοιας - φαρμάκων από το Δημόσιο, χωρίς καμία πληρωμή. Να βάζει εμπόδια στην υλοποίηση των νέων αντιλαϊκών μέτρων και να δημιουργεί τους όρους αντεπίθεσης, για να ανοίξει ο δρόμος για την ανάπτυξη που θα έχει κριτήριο την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, όπου η υγεία-πρόνοια θα αποτελεί κατοχυρωμένο καθολικό και δωρεάν δικαίωμα.
Επιβεβαιώνεται από τις ίδιες τις εξελίξεις ότι η λαϊκή πάλη πρέπει να συνδέει τον αγώνα με την προοπτική ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και όλης της κοινωνίας. Είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για το λαό, γιατί ενισχύει τον αγώνα σήμερα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις οριστικής λύσης των προβλημάτων υπέρ του λαού αύριο, διότι:
• Οι τεράστιες δυνατότητες που δημιουργεί ο κοινωνικά παραγόμενος πλούτος, οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας στον κλάδο της υγείας, του φαρμάκου κλπ., η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών όσο υποτάσσονται στο καπιταλιστικό κέρδος, δηλαδή χωρίς κοινωνικοποίηση των επιχειρηματικών ομίλων και κεντρικό σχεδιασμό από την εργατική - λαϊκή εξουσία.
• Η αναζήτηση λύσης των λαϊκών προβλημάτων στην Υγεία με άλλο τρόπο διαχείρισης, εντός της ΕΕ και με τα μονοπώλια να κάνουν κουμάντο, όπως ισχυρίζεται η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αλλά και τ’ άλλα κόμματα του ευρωμονόδρομου, όχι μόνο δε λύνει προβλήματα, αλλά οδηγεί στην επιδείνωσή τους. Δε χειραφετεί, αλλά εγκλωβίζει το κίνημα στις επιλογές του κεφαλαίου, οδηγεί στην αναποτελεσματικότητα και την απογοήτευση.
Η κατάσταση στην υγεία - πρόνοια - φάρμακο πριν απ’ όλα αφορά τους εργατοϋπάλληλους και τη συμμαχία τους με τα λαϊκά στρώματα. Η πάλη αυτή της κοινωνικής συμμαχίας και η ισχυροποίησή της σε αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις προς όφελος του λαού με κριτήριο τις ανάγκες του.
Να διεκδικήσει την πανελλαδική ανάπτυξη ενός ενιαίου, σύγχρονου, αποκλειστικά κρατικού και απολύτως δωρεάν συστήματος υγείας - πρόνοιας - φαρμάκου, με κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης.
Σύστημα Υγείας-Πρόνοιας αναπτυγμένο πανελλαδικά, και στις τρεις βαθμίδες του (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια), όπως επίσης και σύστημα επείγουσας ιατρικής.
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) με βασικό προσανατολισμό την πρόληψη, με Κέντρα Υγείας και Περιφερειακά Ιατρεία, κοντά στους τόπους δουλειάς, κατοικίας, εκπαίδευσης, σε όλους τους δήμους και τις πόλεις, που θα καλύπτουν όλες τις ανάγκες, υγιών και ασθενών, με τις πλήρως αναπτυγμένες και συνεργαζόμενες μεταξύ τους υπηρεσίες πρόληψης, θεραπείας, αποκατάστασης, υγείας και ασφάλειας της εργασίας και Δημόσιας Υγείας.
Κρατικά νοσοκομεία –γενικά, ειδικά, πανεπιστημιακά– σε επίπεδο πόλεων και περιφερειών, σε αριθμό, στελέχωση και εξοπλισμό ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες των ασθενών, στην εκπαίδευση και στην έρευνα.
Ανάπτυξη κρατικού φορέα έρευνας, παραγωγής, εισαγωγής και δωρεάν διάθεσης όλων των φαρμάκων απ’ όλες τις κρατικές μονάδες Υγείας και το δίκτυο των κρατικών φαρμακείων.
Στελέχωση όλων των μονάδων Υγείας με υγειονομικό προσωπικό όλων των κλάδων και ειδικοτήτων, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, με 24ωρη λειτουργία, με πλήρη κρατική χρηματοδότηση, κατάργηση των εισφορών στον κλάδο Υγείας, με σύγχρονες, πλήρεις και απολύτως δωρεάν παροχές υπηρεσιών σε όλους χωρίς περικοπές κι εξαιρέσεις.
Η ισχυρή κοινωνική συμμαχία και η πάλη θα έχει αποτελέσματα και προοπτική όσο θα διαμορφώνει τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους για την κατάκτηση του άλλου δρόμου ανάπτυξης, με εργατική - λαϊκή εξουσία και οικονομία, με έξοδο από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους και κοινωνικοποίηση των επιχειρηματικών ομίλων. Σε αυτήν την ανάπτυξη διασφαλίζεται η σχεδιασμένη και πλήρης αξιοποίηση όλων των υγειονομικών, της επιστημονικής έρευνας και των τεχνικών μέσων απ’ όλο το λαό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Η Χριστίνα Ματσιακά είναι μέλος του Τμήματος Υγείας-Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. «Οι εξελίξεις στην Υγεία», ΚΟΜΕΠ, τ. 2/2011.
2. «Υγεία για την Ανάπτυξη» [2011/0339(COD)].
3. «ΕΥΡΩΠΗ 2020-Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη».
4. Ό.π.
5. Ό.π.
6. «Υγεία για την Ανάπτυξη» [2011/0339(COD)].
7. «ΥΓΕΙΑ 2014-2020-Αναπτυξιακή Στρατηγική και Στόχοι του Τομέα Υγείας για την περίοδο 2014-2020»-(υπουργείο Υγείας-Μάης 2013).
8. «ΥΓΕΙΑ 2014-2020-Αναπτυξιακή Στρατηγική και Στόχοι του Τομέα Υγείας για την περίοδο 2014-2020»-(υπουργείο Υγείας - Μάης 2013).
9. Ό.π.
10. left.gr
11. Εκδήλωση του Τμήματος Τουρισμού του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα: «Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον Τουρισμό», 9.12.2014.
12. Ψήφισμα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2013/2044 (ΙΝΙ).
13. Ό.π.
14. Ψήφισμα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2013/2044 (ΙΝΙ).
15. «ΥΓΕΙΑ 2014-2020-Αναπτυξιακή Στρατηγική και Στόχοι του Τομέα Υγείας για την περίοδο 2014-2020»-(υπουργείο Υγείας - Μάης 2013).
16. Ν. 4320/2015 (ΦΕΚ Α΄ 29/19 Μάρτη 2015).
17. «Δημοσιονομικές-Διαρθρωτικές πολιτικές-Φορολογικές πολιτικές».
18. «ΥΓΕΙΑ 2014-2020-Αναπτυξιακή Στρατηγική και Στόχοι του Τομέα Υγείας για την περίοδο 2014-2020»-(υπουργείο Υγείας - Μάης 2013).
19. Πριν την κρίση τα ελάχιστα ένσημα για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είχαν αυξηθεί από τα 50 στα 100 κατ’ έτος. Κάτω από την κατακραυγή εργαζομένων και ανέργων, ο νόμος Βρούτση θέσπιζε κατ’ εξαίρεση κάλυψη σε είδος για ένα χρόνο σε όσους έχουν τουλάχιστον 50 ένσημα. Αυτή τη ρύθμιση ανανεώνει τώρα η κυβέρνηση για έναν ακόμα χρόνο. Αντίστοιχα για τους μακροχρόνια ανέργους παρατείνεται για ένα χρόνο η ιατροφαρμακευτική κάλυψη, διατηρώντας τα όρια ηλικίας και τον αριθμό των ενσήμων. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι ο άνεργος τόσα περισσότερα ένσημα απαιτούνται.
20. «Η Πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την Υγεία - Σεπτέμβρης 2014».
21. Ομιλία Αλ. Τσίπρα για το «Δημόσιο Τομέα, τη Δημόσια Διοίκηση και Αυτοδιοίκηση» (Ναύπλιο, Ιούνης 2013).
22. www.kke.gr/anakoinoseis.grafeioy.typoy