Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Ένα εθνικιστικό πανό στην αλβανική κερκίδα κατά τη διάρκεια του EURO έφερε ξανά στο προσκήνιο το θέμα των Τσάμηδων και μας δίνει την αφορμή να αντιγράψουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του ιστορικού Γ. Μαργαρίτη “ανεπιθύμητοι συμπατριώτες”. Σε αυτό δίνεται το ιστορικό πλαίσιο που ερμηνεύει την αντιπαλότητα που έτρεφαν οι Τσάμηδες προς το ελληνικό κράτος και την επιλογή τους να συμμαχήσουν με τις ναζιστικές αρχές κατοχής, κατά τη δεκαετία του 40′. Τα αποσπάσματα που παρατίθενται, φτάνουν στο κατώφλι της κρίσιμης δεκαετίας, που επήρθε η “λύση” του ζητήματος με μοχλό τις ένοπλες δυνάμεις του ΕΔΕΣ, κι αν χρειαστεί θα επανέλθουμε.
Για τους Τσάμηδες ή μάλλον για τους απογόνους τους πλέον και τους επίσημους φορείς τους, η μειονότητα καταστράφηκε μέσα σε ένα πλαίσιο που το συνθέτουν οι μεθοδικοί διωγμοί εκ μέρους των τότε ελληνικών κυβερνήσεων και κρατικών αρχών, καθώς και οι τρομερές αγριότητες από Έλληνες εθνικιστές σε βάρος των μελών της, στο τέλος της Κατοχής. Για τους Έλληνες, η καταστροφή της μειονότητας ήταν περίπου επιβεβλημένη, καθώς τα μέλη της, εκτός από αμετανόητοι και φανατικοί ανθέλληνες, ήσαν σε εκπληκτικό ποσοστό απλώς εγκληματικές φυσιογνωμίες. Την τελευταία άποψη τη συναντάμε σε λιγότερο ή περισσότερο λανθάνουσα μορφή ακόμα και σε πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες σχετικά με το θέμα.
Η καταστροφή της μειονότητας των Τσάμηδων αποτελεί μοναδικό γεγονός στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1940. Τα γεγονότα της Θεσπρωτίας μοιάζουν περισσότερο με τα όσα συνέβησαν στη βορειότερη Βαλκανική, όπου οι συγκρούσεις μεταξύ εθνικών ομάδων πήραν, από τις πρώτες μέρες της κατοχής, σημαντικές διαστάσεις κι εξοντωτικές μορφές, μορφές εθνοκάθαρσης αν προτιμάτε. Όσον αφορά την Ελλάδα, τα γεγονότα αυτά παραπέμπουν περισσότερο σε πρακτικές και καταστάσεις που επικράτησαν στο μακεδονικό χώρο στη διάρκεια του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου. Με λίγα λόγια, εννοούμε μια αιφνίδια έκρηξη βίας, που αποσκοπούσε στον τερματισμό μειονοτικών ζητημάτων με την πλέον ριζοσπαστική μέθοδο: τη μέθοδο της εξαφάνισης των μειονοτικών πληθυσμών.
Στα 1923 με 1926 η παρουσία των Τσάμηδων και το ζήτημα της περαιτέρω τύχης τους προκάλεσαν ατέρμονες συζητήσεις. Ως μουσουλμάνοι μπορούσαν να θεωρηθούν Τούρκοι, άρα ανταλλάξιμοι, και να μεταφερθούν στην Τουρκία. Οι ίδιοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα τότε και κατέφυγαν σε επιτροπές της Κοινωνίας των Εθνών και στη διεθνή διπλωματία  για να αποφύγουν τον ξεριζωμό. Στα διαβήματά τους τόνιζαν τους δεσμούς τους με την ιστορία της περιοχής και με την Ελλάδα, ζητώντας ουσιαστικά να θεωρηθούν αλλόθρησκοι Έλληνες. Τελικά κέρδισαν την υπόθεση, μάλλον επειδή η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε πεισματικά να τους δεχτεί.
Την ίδια περίοδο, στα 1923 και 1924, έφτασαν στην περιοχή μερικές χιλιάδες πρόσφυγες, “ανταλλάξιμοι”, χριστιανοί της Μικράς Ασίας δηλαδή, σταλμένοι εκεί από τις ελληνικές κυβερνητικές υπηρεσίες, με σκοπό να εντείνουν την πίεση προς τους Τσάμηδες και να τους υποχρεώσουν να αναχωρήσουν. Οι πρόσφυγες, με στήριγμα τη νομοθεσία περί υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων, εγκαταστάθηκαν στα χωράφια των Τσάμηδων, ειδικά στις πλούσιες ζώνες της Ηγουμενίτσας, και προπαντός του Φαναριού.
Χαρακτηριστικά ας αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο των πιέσεων που ασκούσε η ελληνική διοίκηση στους ντόπιους κατοίκους, εκδόθηκαν εντολές για την άμεση μετακίνηση των Τσάμηδων από την περιοχή και μάλιστα με σημείο συγκέντρωσης την παραλία. Εκεί οι συγκεντρωμένοι Τσάμηδες αναγκάζονταν να περιμένουν, ενίοτε για πολλές εβδομάδες, τα υποτιθέμενα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Τουρκία. Εξυπακούεται ότι οι περιουσίες αυτών των ανθρώπων αφήνονταν, εκείνο το διάστημα, έρμαιο στις διαθέσεις των προσφύγων ή των χριστιανών γειτόνων.
Όλοι αυτή στη συνέχεια, όταν διευθετήθηκε το θέμα της παραμονής τους, βρέθηκαν χωρίς περιουσία και αναγκάστηκαν για λόγους βιοπορισμού να εκπατριστούν όχι προς την Τουρκία πλέον αλλά προς την Αλβανία. Εκεί συναντούσαν τους φυγόδικους, όσους δηλαδή είχαν αντιταχθεί στα μέτρα και για το λόγο αυτό κατέληξαν καταζητούμενοι των αρχών, είτε όσους από τους Βαλκανικούς Πολέμους και δώθε είχαν κατηγορηθεί για ανθελληνική δράση. Έτσι λοιπόν από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε στη γειτονική Αλβανία μια κοινότητα εκπατρισμένων Τσάμηδων που έφερε βαριά την αίσθηση της ταπείνωσης και της αδικίας.
Το κύμα εχθρότητας που περιέβαλε τους Τσάμηδες δεν προήλθε τόσο από τους εναπομείναντες ανάμεσά τους πρόσφυγες, όσο από τους παλιούς χριστιανούς γείτονές τους, της ορεινής κυρίως ζώνης. Για τους τελευταίους, οι παλιοί γείτονες, οι Τσάμηδες, ήσαν πλέον ξένοι, που οι ιδιοτροπίες της διεθνούς διπλωματίας διατηρούσαν σε εδάφη εθνικά, τα οποία ουσιαστικά δεν τους ανήκαν. Τα εδάφη αυτά ήσαν πεδινά και πλούσια. Τα σουλιώτικα βουνά ήσαν πάντα φτωχά και άγονα, οι εξελίξεις όμως του Μεσοπολέμου περιόρισαν ακόμα περισσότερο τις οικονομικές τους δυνατότητες.
Η διαμάχη σχετικά με τη γη συντηρήθηκε ανατροφοδοτούμενη σε όλη τη διάρκεια του σύντομου ελληνικού Μεσοπολέμου.
Ο ταραγμένος διεθνής ορίζοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1939-1940 και η επιβολή της δικτατορίας του Γεωργίου και Μεταξά δε βοήθησαν στην άμβλυνση των αντιθέσεων στη Θεσπρωτία. Εκτός από την Αλβανία, η γειτονική και φιλόδοξη Ιταλία ενέταξε το ζήτημα της Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους χώρους των Τσάμηδων του εξωτερικού. Ταυτόχρονα οι πιέσεις που ασκούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στις μειονότητες της χώρας, ειδικά ενάντια σε αυτές που θεωρούνταν “στρατηγική απειλή”, έδιναν επιχειρήματα στον αλυτρωτισμό και όξυναν τις τοπικές εντάσεις.
Η νέα κρίση στις σχέσεις της μειονότητας με τους γύρω εμφανίστηκε δεκατρία μόλις χρόνια μετά τη “σταθεροποίηση” του 1926-7. Τον Απρίλιο του 1939 ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την Αλβανία, μετατρέποντάς τη σε ιταλική κτήση. Οι Ιταλοί ιθύνοντες του φασιστικού κόμματος αναβάθμισαν από την πρώτη κιόλας στιγμή τα ζητήματα που σχετίζονταν με τις αλβανικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες. Ο αλβανικός αλυτρωτισμός, αποτελώντας πλέον μέρος της γενικότερης πολιτικής μιας ισχυρής και επιθετικής μεσογειακής δύναμης, απέκτησε νέες διαστάσεις και εξελίχθηκε σε έναν εν δυνάμει αποσταθεροποιητικό παράγοντα για ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο.