Ένα εθνικιστικό πανό στην αλβανική κερκίδα κατά τη διάρκεια του EURO
έφερε ξανά στο προσκήνιο το θέμα των Τσάμηδων και μας δίνει την αφορμή
να αντιγράψουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του ιστορικού Γ.
Μαργαρίτη “ανεπιθύμητοι συμπατριώτες”. Σε αυτό δίνεται το ιστορικό
πλαίσιο που ερμηνεύει την αντιπαλότητα που έτρεφαν οι Τσάμηδες προς το
ελληνικό κράτος και την επιλογή τους να συμμαχήσουν με τις ναζιστικές
αρχές κατοχής, κατά τη δεκαετία του 40′. Τα αποσπάσματα που
παρατίθενται, φτάνουν στο κατώφλι της κρίσιμης δεκαετίας, που επήρθε η
“λύση” του ζητήματος με μοχλό τις ένοπλες δυνάμεις του ΕΔΕΣ, κι αν
χρειαστεί θα επανέλθουμε.
Για τους Τσάμηδες ή μάλλον για τους απογόνους τους πλέον
και τους επίσημους φορείς τους, η μειονότητα καταστράφηκε μέσα σε ένα
πλαίσιο που το συνθέτουν οι μεθοδικοί διωγμοί εκ μέρους των τότε
ελληνικών κυβερνήσεων και κρατικών αρχών, καθώς και οι τρομερές
αγριότητες από Έλληνες εθνικιστές σε βάρος των μελών της, στο τέλος της
Κατοχής. Για τους Έλληνες, η καταστροφή της μειονότητας ήταν περίπου
επιβεβλημένη, καθώς τα μέλη της, εκτός από αμετανόητοι και φανατικοί
ανθέλληνες, ήσαν σε εκπληκτικό ποσοστό απλώς εγκληματικές φυσιογνωμίες.
Την τελευταία άποψη τη συναντάμε σε λιγότερο ή περισσότερο λανθάνουσα
μορφή ακόμα και σε πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες σχετικά με το θέμα.
Η καταστροφή της μειονότητας των Τσάμηδων αποτελεί μοναδικό γεγονός
στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1940. Τα γεγονότα της Θεσπρωτίας μοιάζουν
περισσότερο με τα όσα συνέβησαν στη βορειότερη Βαλκανική, όπου οι
συγκρούσεις μεταξύ εθνικών ομάδων πήραν, από τις πρώτες μέρες της
κατοχής, σημαντικές διαστάσεις κι εξοντωτικές μορφές, μορφές
εθνοκάθαρσης αν προτιμάτε. Όσον αφορά την Ελλάδα, τα γεγονότα αυτά
παραπέμπουν περισσότερο σε πρακτικές και καταστάσεις που επικράτησαν στο
μακεδονικό χώρο στη διάρκεια του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου. Με λίγα
λόγια, εννοούμε μια αιφνίδια έκρηξη βίας, που αποσκοπούσε στον
τερματισμό μειονοτικών ζητημάτων με την πλέον ριζοσπαστική μέθοδο: τη
μέθοδο της εξαφάνισης των μειονοτικών πληθυσμών.
Στα 1923 με 1926 η παρουσία των Τσάμηδων και το ζήτημα της περαιτέρω
τύχης τους προκάλεσαν ατέρμονες συζητήσεις. Ως μουσουλμάνοι μπορούσαν να
θεωρηθούν Τούρκοι, άρα ανταλλάξιμοι, και να μεταφερθούν στην Τουρκία.
Οι ίδιοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα τότε και κατέφυγαν σε επιτροπές της
Κοινωνίας των Εθνών και στη διεθνή διπλωματία για να αποφύγουν τον
ξεριζωμό. Στα διαβήματά τους τόνιζαν τους δεσμούς τους με την ιστορία
της περιοχής και με την Ελλάδα, ζητώντας ουσιαστικά να θεωρηθούν
αλλόθρησκοι Έλληνες. Τελικά κέρδισαν την υπόθεση, μάλλον επειδή η
τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε πεισματικά να τους δεχτεί.
Την ίδια περίοδο, στα 1923 και 1924, έφτασαν στην περιοχή μερικές
χιλιάδες πρόσφυγες, “ανταλλάξιμοι”, χριστιανοί της Μικράς Ασίας δηλαδή,
σταλμένοι εκεί από τις ελληνικές κυβερνητικές υπηρεσίες, με σκοπό να
εντείνουν την πίεση προς τους Τσάμηδες και να τους υποχρεώσουν να
αναχωρήσουν. Οι πρόσφυγες, με στήριγμα τη νομοθεσία περί υποχρεωτικών
απαλλοτριώσεων, εγκαταστάθηκαν στα χωράφια των Τσάμηδων, ειδικά στις
πλούσιες ζώνες της Ηγουμενίτσας, και προπαντός του Φαναριού.
Χαρακτηριστικά ας αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο των πιέσεων που ασκούσε η
ελληνική διοίκηση στους ντόπιους κατοίκους, εκδόθηκαν εντολές για την
άμεση μετακίνηση των Τσάμηδων από την περιοχή και μάλιστα με σημείο
συγκέντρωσης την παραλία. Εκεί οι συγκεντρωμένοι Τσάμηδες αναγκάζονταν
να περιμένουν, ενίοτε για πολλές εβδομάδες, τα υποτιθέμενα πλοία που θα
τους μετέφεραν στην Τουρκία. Εξυπακούεται ότι οι περιουσίες αυτών των
ανθρώπων αφήνονταν, εκείνο το διάστημα, έρμαιο στις διαθέσεις των
προσφύγων ή των χριστιανών γειτόνων.
Όλοι αυτή στη συνέχεια, όταν διευθετήθηκε το θέμα της παραμονής τους,
βρέθηκαν χωρίς περιουσία και αναγκάστηκαν για λόγους βιοπορισμού να
εκπατριστούν όχι προς την Τουρκία πλέον αλλά προς την Αλβανία. Εκεί
συναντούσαν τους φυγόδικους, όσους δηλαδή είχαν αντιταχθεί στα μέτρα και
για το λόγο αυτό κατέληξαν καταζητούμενοι των αρχών, είτε όσους από
τους Βαλκανικούς Πολέμους και δώθε είχαν κατηγορηθεί για ανθελληνική
δράση. Έτσι λοιπόν από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε στη γειτονική Αλβανία
μια κοινότητα εκπατρισμένων Τσάμηδων που έφερε βαριά την αίσθηση της
ταπείνωσης και της αδικίας.
Το κύμα εχθρότητας που περιέβαλε τους Τσάμηδες δεν προήλθε τόσο από
τους εναπομείναντες ανάμεσά τους πρόσφυγες, όσο από τους παλιούς
χριστιανούς γείτονές τους, της ορεινής κυρίως ζώνης. Για τους
τελευταίους, οι παλιοί γείτονες, οι Τσάμηδες, ήσαν πλέον ξένοι, που οι
ιδιοτροπίες της διεθνούς διπλωματίας διατηρούσαν σε εδάφη εθνικά, τα
οποία ουσιαστικά δεν τους ανήκαν. Τα εδάφη αυτά ήσαν πεδινά και πλούσια.
Τα σουλιώτικα βουνά ήσαν πάντα φτωχά και άγονα, οι εξελίξεις όμως του
Μεσοπολέμου περιόρισαν ακόμα περισσότερο τις οικονομικές τους
δυνατότητες.
Η διαμάχη σχετικά με τη γη συντηρήθηκε ανατροφοδοτούμενη σε όλη τη διάρκεια του σύντομου ελληνικού Μεσοπολέμου.
Ο ταραγμένος διεθνής ορίζοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του
1939-1940 και η επιβολή της δικτατορίας του Γεωργίου και Μεταξά δε
βοήθησαν στην άμβλυνση των αντιθέσεων στη Θεσπρωτία. Εκτός από την
Αλβανία, η γειτονική και φιλόδοξη Ιταλία ενέταξε το ζήτημα της
Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού
τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους χώρους των Τσάμηδων του εξωτερικού.
Ταυτόχρονα οι πιέσεις που ασκούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στις
μειονότητες της χώρας, ειδικά ενάντια σε αυτές που θεωρούνταν
“στρατηγική απειλή”, έδιναν επιχειρήματα στον αλυτρωτισμό και όξυναν τις
τοπικές εντάσεις.
Η νέα κρίση στις σχέσεις της μειονότητας με τους γύρω εμφανίστηκε
δεκατρία μόλις χρόνια μετά τη “σταθεροποίηση” του 1926-7. Τον Απρίλιο
του 1939 ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την
Αλβανία, μετατρέποντάς τη σε ιταλική κτήση. Οι Ιταλοί ιθύνοντες του
φασιστικού κόμματος αναβάθμισαν από την πρώτη κιόλας στιγμή τα ζητήματα
που σχετίζονταν με τις αλβανικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες. Ο
αλβανικός αλυτρωτισμός, αποτελώντας πλέον μέρος της γενικότερης
πολιτικής μιας ισχυρής και επιθετικής μεσογειακής δύναμης, απέκτησε νέες
διαστάσεις και εξελίχθηκε σε έναν εν δυνάμει αποσταθεροποιητικό
παράγοντα για ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο.
«Δωράκι» - πρόκληση σε επιχειρήσεις που πτωχεύουν ή συγχωνεύονται
Καταργεί στα μουλωχτά άρθρο προηγούμενου νόμου, που καθιστούσε υπεύθυνους τους μεγαλομετόχους για τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία
Η κυβέρνηση πουλούσε φούμαρα στους εργαζόμενους της «Ηλεκτρονικής» και τώρα ολοκληρώνει το έγκλημα σε βάρος και των Ταμείων
Ενα
νέο «δωράκι» στους επιχειρηματικούς ομίλους προσφέρει η κυβέρνηση, και
μάλιστα στα μουλωχτά, φορτώνοντας τα σπασμένα στα ήδη λεηλατημένα
ασφαλιστικά ταμεία. Με διάταξη που ενέταξε σε άσχετο νομοσχέδιο, καταργεί
προηγούμενη ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία οι μεγαλομέτοχοι μιας
εταιρείας που διαλύεται ή συγχωνεύεται, είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την
αποπληρωμή των οφειλών της στα ασφαλιστικά ταμεία. Η σχετική διάταξη είναι το άρθρο 28 του νομοσχεδίου
του υπουργείου Οικονομίας, που αφορά την «προσαρμογή της ελληνικής
νομοθεσίας» με μία σειρά οδηγίες της ΕΕ. Το επίμαχο άρθρο είναι στην
κυριολεξία μία γραμμή, προφανώς για να περάσει απαρατήρητο το
περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα, προβλέπει: «Καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 31 του Ν. 4321/2015». Μάλιστα, όπως προκύπτει, η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να περάσει και τον περασμένο Φλεβάρη την ίδια διάταξη, σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού. Ο νόμος 4321 στον οποίο παραπέμπει, έχει τίτλο «Ρυθμίσεις για την
επανεκκίνηση της Οικονομίας» και ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -
ΑΝΕΛ στις 20 Μάρτη 2015. Η παράγραφος 2 του άρθρου 31, που θέλει να
καταργήσει τώρα η κυβέρνηση, προβλέπει ότι «αν κατά το χρόνο
διάλυσης του νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας δεν έχουν εξοφληθεί
όλες οι υποχρεώσεις (...) προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι,
κατά το χρόνο διάλυσης αυτών, μέτοχοι ή εταίροι κεφαλαιουχικών εταιρειών
με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 10%, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις
ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα για την καταβολή των
οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών, προσθέτων τελών, προσαυξήσεων και
λοιπών επιβαρύνσεων». Στην παράγραφο 2 του άρθρου 31, διευκρινίζεται με σαφήνεια ότι
μεγαλομέτοχοι και εταίροι κεφαλαιουχικών εταιρειών ευθύνονται και για
τις οφειλές (οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, πρόσθετα τέλη,
προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις) «που δημιουργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο της ιδιότητας του μετόχου ή εταίρου». Το ΚΚΕ είχε ψηφίσει «παρών» στο άρθρο αυτό, γιατί εξαιρεί τους μετόχους εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Μάλιστα, στην εισηγητική έκθεση του νόμου 4321, η κυβέρνηση κομπάζει
σχετικά με το άρθρο 31 ότι στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας «θεσπίστηκε
για πρώτη φορά η ευθύνη των εκπροσώπων των ΑΕ, ΕΠΕ καθώς και των λοιπών
νομικών προσώπων με την ατομική τους περιουσία, για την πληρωμή οφειλών
προς το Δημόσιο (...) και για τις οφειλόμενες στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ
ασφαλιστικές εισφορές αρχικά κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσης των
νομικών προσώπων και στη συνέχεια κατά τη λειτουργία τους».
Εργοδοτικές απαιτήσεις σε «ευήκοα ώτα»
Τώρα, 15 μήνες μετά την ψήφιση της ρύθμισης αυτής, η κυβέρνηση
σπεύδει να «επανορθώσει» καταργώντας την παράγραφο 2 του άρθρου 31. Με
τον τρόπο αυτό συμπληρώνει την αποπληρωμή των γραμματίων προς το
κεφάλαιο, αφού μόλις πριν από έναν περίπου μήνα, απέσυρε από το
αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο μια πανομοιότυπη διάταξη, η οποία αφορούσε τα
χρέη των εταιρειών που λύονται ή συγχωνεύονται προς τους εργαζόμενους. Συγκεκριμένα, στο νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό είχε συμπεριληφθεί
διάταξη (άρθρο 53) που επέκτεινε τις προβλέψεις του άρθρου 31 του Ν.
4321/2015 και στις περιπτώσεις οφειλών της εταιρείας προς τους
εργαζόμενους. Μάλιστα, η διάταξη αυτή διαφημίστηκε από την κυβέρνηση ως
παρέμβαση για να πάρουν τα λεφτά τους (κυρίως αποζημιώσεις) οι
απολυμένοι της «Ηλεκτρονικής», που είχε μόλις ανακοινώσει ότι κλείνει.
Το άρθρο αυτό αποσύρθηκε άρον άρον από το τελικό νομοσχέδιο, γεγονός που
καταγγέλθηκε από τους βουλευτές του ΚΚΕ. Είχαν προηγηθεί παρεμβάσεις από εργοδοτικές Ενώσεις, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδας, ο οποίος, σε επιστολή του προς την Κομισιόν και τους υπουργούς Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας, σημείωνε επί λέξει: «Η
συγκεκριμένη διάταξη καθιστά απαγορευτική την πραγματοποίηση
οποιασδήποτε επένδυσης στη χώρα μας, όταν η οικονομία βρίσκεται σε πλήρη
κατάρρευση και η ανεργία παραμένει σε δυσθεώρητα ψηλά ποσοστά (...) (...) Κανείς επενδυτής, τόσο από την Ελλάδα ή από το εξωτερικό,
δεν αναλαμβάνει να εγγυηθεί με την δική του περιουσία, αλλά και να
εκτεθεί ποινικώς στην περίπτωση που η επιχειρηματική ιδέα στην οποία
εμπιστεύθηκε τα χρήματά του αποτύχει για οποιονδήποτε λόγο (...)
Δεδομένου ότι οι επενδύσεις αποτελούν την μοναδική διέξοδο της χώρας από
την παραλυτική οικονομική κρίση, η απόσυρση του άρθρου 53, αλλά και του
άρθρου 31 του ν. 4321/2015 είναι στοιχειώδης πράξη ευθύνης». Οι «εκκλήσεις» των εργοδοτών βρήκαν «ευήκοα ώτα»...
Μες στη βδομάδα τελείωσε η φετινή χολική χρονιά και χιλιάδες δάσκαλοι,
αναπληρωτές και μη (γιατί η ΔΦΑ δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε
βασιλιάδες και υπηκόους) κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα -άσχετα από τον
καύσωνα- χωρίς να γνωρίζουν πού θα βρεθούν του χρόνου, αν θα έχουν
δουλειά κι ένα σταθερό σημείο αναφοράς -όσο σταθερό μπορεί να θεωρηθεί
να αλλάζεις έδρα και νομό κάθε χρόνο, σαν περιφερόμενος θίασος. Σχετικά
είναι όλα σε αυτή τη ζωή και το πρόβλημα είναι ότι οι συγκρίσεις
γίνονται πάντα προς τα κάτω, με γνώμονα το χειρότερο και την κατσίκα του
γείτονα που πρέπει να ψοφήσει.
Από τη φύση της δουλειάς τους, οι δάσκαλοι είναι αυτοί που μπορούν να
καταλάβουν καλύτερα από εμάς τους υπόλοιπους, πόσο σημαντικό είναι όχι
απλά να έχεις δίκιο και να λες κάτι σωστό, το οποίο επιβεβαιώνεται στην
πράξη, αλλά να έχεις μεταδοτικότητα, για να μπορείς να το περάσεις στις
μάζες, ενίοτε και με κάποια τεχνικά τεχνάσματα, για να τραβήξεις την
προσοχή τους, πρωτίστως όμως καλλιεργώντας τη φιλομάθεια και την
αυτενέργεια, γιατί η απελευθέρωση μπορεί να είναι μόνο δικό τους έργο,
αλλιώς θα έχει κοντά και πήλινα πόδια. Είναι άλλο να πηγαίνεις
δασκαλεμένος, για να πετύχεις κάτι κι άλλο να το έχεις διδαχτεί
ουσιαστικά και να το έχεις αφομοιώσει δημιουργικά.
Ξέρουν πως το καλό λέγειν -που θα μας οδηγήσει διαλεκτικά στον καλό
Λένιν- δεν είναι απλό χάρισμα, αλλά ικανότητα που καλλιεργείται, όσο
βγαίνεις από τα σκοτεινά γραφεία κι έρχεσαι σε τριβή κι επαφή με τον έξω
κόσμο. Και πως δεν έχει καμία απολύτως αξία να κάθεσαι να καμαρώνεις
για τις γνώσεις που έχεις συγκεντρώσει, αν δεν τις μοιράζεσαι ή ότι δεν
προσφέρει τίποτα να βλέπεις μόνο εσύ κάτι, αν δεν μπορείς να το δείξεις
και στους άλλους (ή στο κόμμα). Γι' αυτό κι η περιβόητη "κοινωνία της
γνώσης" (στο βαθμό που σημαίνει κάτι πέρα από το γνωστό αστικό
ιδεολόγημα) δεν μπορεί να βρει την πλήρη έκφρασή της παρά μόνο στην
αταξική κοινωνία του μέλλοντος, όπου οι γνώσεις κι η προσωπική ανάπτυξη
του καθενός θα είναι προϋπόθεση για την καλλιέργεια των άλλων, και δε θα
φυλακίζονται πίσω από πατέντες και πνευματικά δικαιώματα, για να γίνουν
εμπόρευμα.
Ξέρουν πως η γνώση είναι άπειρη, το κυνήγι της διαρκές, κι όσο
περισσότερη κατακτάς, τόσο περισσότερα ερωτήματα ξεπροβάλλουν,
αυξάνοντας τη σχετική άγνοια, όχι όμως τον αγνωστικισμό. Γι' αυτό και
δεν μπορούν να ανεχτούν τους αυτάρεσκους ξερόλες.
Γνωρίζουν επίσης πως η διδασκαλία είναι μια αμφίδρομη διαδικασία, όπου η
πρωτοπορία δε καθοδηγεί μόνο με ντιρεκτίβες, αλλά μαθαίνει συνεχώς από
τις μάζες, τις πρωτοβουλίες τους, από τη ζωντανή πείρα που εμπλουτίζει
τις αφηρημένες μας γνώσεις. Προτιμούν να λύνουν υπομονετικά όσες απορίες
προκύπτουν, δεν κουνάνε ποτέ επιτιμητικά κι αφ' υψηλού το δάχτυλο στις
μάζες κι αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν πειθαρχικά μέτρα, παρά μόνο όταν
είναι απολύτως απαραίτητο.
Καταλαβαίνουν πολύ καλά το κλασικό πρακτικό δίλημμα κάθε πρωτοπορίας, αν
πρέπει να συνεχίσει το μάθημα με τους λιγοστούς προχωρημένους που το
καταλαβαίνουν με την πρώτη ή να περιμένουν για να προχωρήσουν με όλη την
τάξη και να κρατήσουν πίσω τους υπόλοιπους, "πέφτοντας" στο επίπεδο του
πιο αδύναμου κι αδιάφορου μαθητή. Και πως το ζητούμενο δεν είναι ούτε
το πρώτο, ούτε το δεύτερο, αλλά να ανεβάσουν συλλογικά το επίπεδο όλης
της (εργατικής) τάξης.
Ότι η οργάνωση είναι μεγάλο σχολείο, που σου αφήνει πάντα κάτι, άσχετα
αν δεν καταφέρνουν όλοι να αποφοιτήσουν και κόβονται στα μισά ή τείνουν
να γίνουν αιώνιοι κνίτες-φοιτητές, γιατί τα έχουν φορτώσει στον κόκορα.
Ότι σε μια σχολική κοινότητα θα βγουν έρωτες, πάθη, κουτσομπολιά, όπως
σε κάθε ζωντανό οργανισμό κι ότι δε γίνεται να κολλάμε όλοι με όλους σα
χαρακτήρες, οπότε το ερώτημα είναι αν μπορούμε να το διαχειριστούμε προς
όφελος του συνόλου.
Ότι είναι πάντα χρήσιμο να μελετάς αρχαία ελληνικά και τους κλασικούς
από το πρωτότυπο, αλλά δεν ωφελεί να μένεις φορμαλιστικά στους τύπους,
χωρίς να πιάνεις το πνεύμα.
Ότι οι κοοπτάτσιες πρέπει να είναι η εξαίρεση στον κανόνα και να
δικαιολογούνται απ' τις συνθήκες, αντίθετα με τους διορισμούς που είναι
το ίδιο, αλλά σε διαφορετικά συμφραζόμενα και πρέπει να είναι μαζικοί.
Ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα από το δημοτικό και το Μεσοπόλεμο, όταν έμπαινε το σύνθημα από την Κομιντέρν: τάξη εναντίον τάξης.
Ότι αν οι εκπαιδευτικοί τα είχαν όντως λυμένα όλα αυτά, δε θα έπαιζε
πρωτεύοντα ρόλο η συζήτηση για την ταξική τους φύση κι αν είναι κυρίαρχα
τα μικροαστικά χαρακτηριστικά ή ανήκουν στην "ευρύτερη εργατική τάξη".
Και πως όταν έρχονται τα πάνω-κάτω, το βασικό είναι να βγουν μαζικά κι
αποφασιστικά στο δρόμο, για να δικαιολογήσουν επιτέλους αυτό το δεύτερο
μισό της παροιμίας: δάσκαλε που δίδασκες και νόμους δεν εκράτεις...
Για να επιβάλουν ως νόμο το δίκιο του εργάτη ή έστω του σύμμαχου εργατικού-λαϊκού στρώματος...
Κάτι που είναι προφανώς δύσκολο (κι αυτό κάνει παρήχηση με το δάσκαλο),
αρκεί να μη συγχέουμε τη δυσκολία με τη δυσκοιλιότητα σε οτιδήποτε
απαιτεί αγώνα και θυσίες για να ξεφύγουμε από το μίζερο παρόν μας...
Με τον «αναπτυξιακό νόμο», η κυβέρνηση
υπόσχεται να δώσει «ανάσα» και προοπτική στις μικρομεσαίες
επιχειρήσεις. Είναι πραγματικά να απορεί κανείς πού βρίσκει τέτοιο
θράσος. Είναι φανερό ότι όταν μιλάει για μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
αναφέρεται σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις με δεκάδες εργαζόμενους, κατά
τον τρόπο που κατηγοριοποιούνται σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ. Κάτω απ'
αυτόν το γενικό τίτλο τσουβαλιάζει τους αυτοαπασχολούμενους και μικρούς
ΕΒΕ, για να τους κοροϊδέψει, να καλλιεργήσει φρούδες προσδοκίες και
προπάντων να τους συστρατεύσει στο όραμα της καπιταλιστικής ανάκαμψης,
από το οποίο εμπνέονται το μεγάλο κεφάλαιο και τα κόμματά του. Σε κάθε
περίπτωση, ο «αναπτυξιακός νόμος» τίποτα καλό δεν πρόκειται να φέρει για
τους ελευθεροεπαγγελματίες που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην,
χάνοντας διαρκώς έδαφος στον ανταγωνισμό με τα επιχειρηματικά μεγαθήρια
σε κάθε κλάδο.
***
Κατ' αρχήν, αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ
έχουν πείρα και από προηγούμενους «αναπτυξιακούς νόμους», από τους
οποίους δεν ωφελήθηκαν καθόλου. Αντίθετα, τα κονδύλια και τα προνόμια
που προβλέπονταν σ' αυτούς, κατευθύνθηκαν εξ ολοκλήρου σε μεγάλες
επιχειρήσεις, ενισχύοντας κι άλλο τη θέση τους έναντι των μικρών. Για
παράδειγμα, την περίοδο 1982 - 2009, οι τέσσερις «αναπτυξιακοί νόμοι»
(1982, 1990, 1998 και 2004) έφεραν επενδύσεις ύψους 11,6 δισ. ευρώ, από
τα οποία το 38% ήταν κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να υπολογίζονται άλλα
προνόμια, όπως φοροαπαλλαγές, εκπτώσεις, επιδοτούμενα δάνεια κ.ά. Τι
όφελος είδαν απ' αυτά οι αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ; Κανένα
απολύτως. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στα χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν,
ενισχύθηκε η τάση της συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα περισσότεροι να
οδηγηθούν στον αφανισμό.
***
Το παραμύθι της κυβέρνησης για το νέο «αναπτυξιακό νόμο»
είναι «μια από τα ίδια». Τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που θέτει,
όπως το ύψος του κύκλου εργασιών, η «καινοτομία» και η «εξωστρέφεια»,
φωτογραφίζουν τις μεγάλες επιχειρήσεις και μια περιορισμένη γκάμα
μεσαίων επιχειρηματιών που διαθέτουν κεφάλαια. Σε καμιά περίπτωση, όμως,
δεν αφορούν το μικρό επαγγελματία που χρωστά παντού, που βλέπει το
εισόδημά του να μειώνεται διαρκώς και ο οποίος, για την κυβέρνηση και το
μεγάλο κεφάλαιο, συνιστά «διαρθρωτικό πρόβλημα» της ελληνικής
καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ είναι
ζωσμένοι στα χρέη, από τα ατελείωτα χαράτσια, τις διαρκώς αυξανόμενες
οφειλές σε Δημόσιο, τράπεζες, προμηθευτές. Δυο στους τρεις
αυτοαπασχολούμενους χρωστούν στο ασφαλιστικό τους ταμείο και την Εφορία.
Από τους 137.000 που εντάχθηκαν στη ρύθμιση των 100 δόσεων, οι 54.000
δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν ούτε σ' αυτή.
***
Σ' αυτούς απευθύνεται η κυβέρνηση
και τους προτρέπει να ...αισιοδοξούν για την ένταξή τους στον
«αναπτυξιακό», που προβλέπει φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις για
επενδύσεις 20 εκατ. ευρώ! Η κοροϊδία βγάζει μάτι. Αν η κυβέρνηση ήθελε
πραγματικά να δώσει «ανάσα» στους αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ,
θα ικανοποιούσε τα αιτήματα που προβάλλει το αντιμονοπωλιακό κίνημα των
ΕΒΕ: Θα καταργούσε τη φοροληστρική νομοθεσία, τη φορολόγηση από το πρώτο
ευρώ, τον ΕΝΦΙΑ, τον κεφαλικό φόρο του τέλους επιτηδεύματος, τους
αντιασφαλιστικούς νόμους, με αποκορύφωμα τον τελευταίο, τα αιματηρά
πρωτογενή πλεονάσματα, που μεταφράζονται σε επιδοτήσεις και προνόμια
προς το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτά είναι που επιβαρύνουν πραγματικά τους
αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ, μαζί βέβαια με το κόστος της
επιβίωσης, που τσακίζει όλα τα λαϊκά στρώματα, με τις απανωτές αυξήσεις
του ΦΠΑ, τα χαράτσια σε Υγεία - Πρόνοια - Παιδεία.
***
Μ' αυτά τα κριτήρια πρέπει να δουν οι μικροεπαγγελματίες
τον «αναπτυξιακό νόμο» και συνολικά την πολιτική της κυβέρνησης, που
παρέχει τα εργαλεία για την παραπέρα συγκέντρωση του κεφαλαίου και τη
συγκέντρωση του τζίρου σε ακόμα λιγότερα χέρια. Με αυτά τα κριτήρια,
όμως, πρέπει να δουν και τη στάση των πλειοψηφιών στα συνδικαλιστικά
τους όργανα, που πανηγυρίζουν για τον «αναπτυξιακό νόμο» και λιβανίζουν
το στόχο της ανάκαμψης, κατηγορώντας μάλιστα την κυβέρνηση ότι ορισμένα
από τα μέτρα που παίρνει είναι «υφεσιακά» και «αντιαναπτυξιακά». Ο
διαχωρισμός τους από αυτές τις πλειοψηφίες και τη γραμμή που υπηρετούν
στο κίνημα των ΕΒΕ, η αντιπαράθεση με τον πυρήνα της πολιτικής που
ενισχύει το κεφάλαιο, πετώντας τους ίδιους έξω από την παραγωγή και την
αγορά, η συμμαχία με την εργατική τάξη και τους μικρομεσαίους αγρότες,
είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για να πάρουν πραγματική ανάσα οι
αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ.
Η
συζήτηση του «αναπτυξιακού νόμου», τις προηγούμενες μέρες, στη Βουλή,
αποτέλεσε μια ακόμα ευκαιρία αποκάλυψης της στρατηγικής σύμπλευσης των
κομμάτων της αστικής διαχείρισης. Φάνηκε, για μια ακόμα φορά, καθαρά ότι
δύο στρατηγικές συγκρούονται: Η μία, με τις όποιες παραλλαγές, είναι
αυτή που έχει στο επίκεντρό της το καπιταλιστικό κέρδος και συνηγόρους
τους ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ενωση Κεντρώων, Χρυσή Αυγή. Η άλλη
έχει στο επίκεντρό της τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες και υπερασπιστή
της το ΚΚΕ.
Το στοιχείο που κυριάρχησε για δύο μέρες - όσο
διήρκεσε η συζήτηση ενός νόμου που φτιάχτηκε για να παράσχει πρόσθετες
ενισχύσεις στο μεγάλο κεφάλαιο, εξ ου και τα εύσημα που έλαβε από
βιομηχάνους, εφοπλιστές και τραπεζίτες - ήταν ο διαγκωνισμός ανάμεσα στα
κόμματα της διαχείρισης για το ποιος μπορεί να προσφέρει περισσότερα
προνόμια στο μεγάλο κεφάλαιο, να υπηρετήσει με μεγαλύτερη επάρκεια και
αποτελεσματικότητα την ανάκαμψη της κερδοφορίας του και την τόνωση της
ανταγωνιστικότητάς του.
Στο πλαίσιο αυτό η ΝΔ ...κατακεραύνωσε την
κυβέρνηση γιατί οι επενδυτές απαιτούν 100 δισ. ευρώ, μειωμένη και
σταθερή φορολογία, όμως η κυβέρνηση δίνει «ένα τίποτα». Σε πλειοδοσία
παροχών προς το κεφάλαιο επιδόθηκε ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυρ. Μητσοτάκης.
Αναπαράγοντας τη δικομματική κοκορομαχία σχετικά με το ποιος μπορεί να
υπηρετήσει καλύτερα την αναθέρμανση της εγχώριας καπιταλιστικής
οικονομίας, έκανε λόγο για «αναιμικό» και «κουτσουρεμένο» νόμο, για
περιβάλλον εχθρικό για τους επενδυτές. Επέκρινε την κυβέρνηση για
«λάθος δημοσιονομικό μείγμα», διαφημίζοντας τις προτάσεις του κόμματός
του για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και μεγαλύτερη καρατόμηση
των κρατικών δαπανών κ.λπ.
Στο ίδιο, πάνω - κάτω, μήκος κύματος
κινήθηκαν οι παρεμβάσεις και των άλλων κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ διαμαρτυρήθηκε
γιατί ο «αναπτυξιακός νόμος» για το 2016 «δεν βρέχει τίποτα, ούτε
ψιχάλα, μηδέν, από αυτόν τον νόμο». «Χαμηλής πτήσης», όσον αφορά τα
κίνητρα προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, τον χαρακτήρισε το Ποτάμι.
Κι άλλα προνόμια για τους επιχειρηματίες ζήτησε το χρυσαυγίτικο μόρφωμα.
Σε ρόλο ατζέντη της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» εμφανίστηκε η Ενωση
Κεντρώων. Απ' τη σκοπιά αυτή καταψήφισαν!
Από κυβερνητικής πλευράς
οι επικρίσεις δεν έμειναν αναπάντητες. Ο Γ. Σταθάκης ξεκαθάρισε ότι
«μέριμνα της κυβέρνησης» είναι με τον «αναπτυξιακό νόμο» «να
δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να υπάρξουν ιδιωτικές
επενδύσεις και να βγει η οικονομία από την ύφεση». Εδωσε δε αναφορά για
τον πακτωλό ζεστού χρήματος που διατίθεται για το σκοπό αυτό,
προτρέποντας να «δούμε το νόμο σε συνάφεια με όλο το φάσμα εργαλείων για
την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, όπως το ΕΣΠΑ». Διαμαρτυρήθηκε,
μάλιστα, ότι δεν μπορεί να κατανοήσει την κριτική στον «αναπτυξιακό
νόμο» και επέστρεψε τις κατηγορίες λέγοντας: «Αν μας κάνετε κριτική ότι
δεν στηρίζουμε τους ιδιώτες επενδυτές, αυτό το σύστημα που εφαρμόσατε
τόσα χρόνια στήριζε τον ιδιώτη επενδυτή;».
Απέναντι σ' αυτήν την
ομόθυμη έγνοια για τους καπιταλιστές, μόνο το ΚΚΕ τοποθετήθηκε απ' τη
σκοπιά της υπεράσπισης των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, καλώντας το
λαό να αγωνιστεί για ανάκτηση απωλειών σε μισθούς και συντάξεις, να
οργανώσει την πάλη του για αλλαγές που θα φτάνουν έως το επίπεδο της
εξουσίας. Να διεκδικήσει όλα όσα του ανήκουν και μπορεί να του προσφέρει
ένας τόπος με τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες, απ' τη στιγμή που θα
περάσουν στα χέρια του και θα τις αξιοποιήσει προς όφελός του, μοχθώντας
όχι για τα κέρδη του κεφαλαίου αλλά για την ικανοποίηση των αναγκών
του.
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ.--
Τζιχαντιστές
του «Ισλαμικού Κράτους» («ΙΚ») εκπαιδεύονται και ετοιμάζουν
περισσότερες επιθέσεις σε χώρες της Δύσης, βασιζόμενοι σε «τακτικές
ανταρτοπόλεμου», για να αντισταθμίσουν τις σημαντικές απώλειες εδαφών
που υφίστανται στη διάρκεια συγκρούσεων σε Συρία και Ιράκ, υποστήριξε
χτες ο διευθυντής της CIA, Τζον Μπρέναν, μιλώντας στο Κογκρέσο. Η
στάση αυτή επιχειρεί να φουντώσει το κλίμα τρομο-φοβίας χρησιμοποιώντας
ένα «εργαλείο» που έστησαν οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές.
«Το ΙΚ έχει
μεγάλο πλαίσιο Δυτικών μαχητών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως
επιχειρησιακοί πυρήνες για επιθέσεις στη Δύση», ισχυρίστηκε ο Μπρέναν,
επαναλαμβάνοντας πως κάποιοι από αυτούς επιχειρείται να αναμειχθούν με
πληθυσμούς προσφύγων που ρέουν προς χώρες της Δύσης. Εκτίμησε ότι το
«παράρτημα του ΙΚ στη Λιβύη είναι από τα πιο προηγμένα και πιο
επικίνδυνα», δίχως να υποτιμά τις προσπάθειες της οργάνωσης να
επεκτείνει την επιρροή της και στην Αφρική. Τόνισε έτσι ότι το παράρτημα
του «ΙΚ» στο Σινά της Αιγύπτου έχει γίνει «η πιο ενεργός και ικανή
τρομοκρατική ομάδα στην Αίγυπτο» βάζοντας στο στόχαστρό της τον
αιγυπτιακό στρατό και αστυνομία, κυβερνητικούς αξιωματούχους, τουρίστες
και ξένους.
Ο ίδιος χαρακτήρισε το πρόσφατο μακελειό σε γκέι κλαμπ
του Ορλάντο «ειδεχθή απρόκλητη βία» και «ευθεία επίθεση στις αξίες της
ανοικτής ζωής και της ανοχής, που καθορίζουν τις ΗΠΑ ως χώρα».
Αποκάλεσε, τέλος, το «ΙΚ» «τρομερό αντίπαλο», προσθέτοντας ότι οι ΗΠΑ
και οι σύμμαχοί τους έχουν ήδη προοδεύσει στις προσπάθειες καταπολέμησης
της οργάνωσης, η οποία έχει πλέον χάσει μεγάλα τμήματα εδάφους σε Συρία
και Ιράκ αλλά και σημαντικά ηγετικά στελέχη.