O Eμφύλιος στον Ταύγετο- Η Νίκη Καστάνη αφηγείται
...Νεαρή αντάρτισσα τότε η σημερινή Νίκη μιλάει και είναι σαν να περιγράφει γεγονότα που είχε ζήσει μόλις χτες. Νιώθεις πως γι' αυτήν ο χρόνος έχει σταματήσει για πάντα στις άγριες κορυφές του Ταϋγέτου, στα σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου που τη σημάδεψαν ανεξίτηλα. Σαν κορυφαία αρχαίας τραγωδίας περιγράφει με ζωντάνια διαλόγους, γεγονότα, συναισθήματα μιας εποχής, όπου όλη η χώρα στέναζε και αιματοκυλιόταν κάτω από εντολές των ξένων - νέων - δυναστών και του ντόπιου κατεστημένου. Και η οικογένεια Καστάνη με έξι - ουσιαστικά οκτώ - νεκρούς είναι από τις οικογένειες που κυριολεκτικά αφανίστηκαν. Μιλώντας πάντα η μαχήτρια του ΔΣΕ, μας δείχνει πλήθος φωτογραφίες. Ανάμεσά τους μια εντυπωσιακή: Η εικόνα μιας γυναίκας με αετίσιο, αγέρωχο βλέμμα που σε καθηλώνει. Είναι η Μανιάτισσα μητέρα της, η Αναστασία, η επονομαζόμενη «Μάνα του αντάρτη»...
...Ημουν 15 χρόνων όταν ανέβηκα στο βουνό, τον Απρίλη του 1947 - διηγείται. Πριν, είμαστε δέκα άτομα στην οικογένεια, οι γονείς μου, πέντε αγόρια και τρία κορίτσια. Υπήρχε πολύς φασισμός στη Λακωνία, πολλοί ήταν οι συντηρητικοί στη Σπάρτη, φιλοβασιλικοί. Δεν ήταν όμως πολλοί μέλη του Κόμματος. Ο μεγάλος ο αδελφός μου, ο Νίκος, που αυτοκτόνησε μετά για να μην τον πιάσουν, ήταν μέλος, αλλά εμείς δεν το ξέραμε. Ενα παιδί καλό, η εικόνα του κομμουνιστή. Θεώρησαν ότι μας έκανε αριστερούς - γιατί ο πατέρας μου πριν ήταν βενιζελικός και άρχισαν να μας κυνηγάνε...
Πρώτα σκοτώσανε τον αδελφό μου τον Πέτρο, 25 χρόνων παλικάρι. Το μεσημέρι εκείνης της μέρας τον είχαμε φέρει στο χωριό μας από το χωριό της μάνας μας, γιατί ξέραμε ότι τον κυνηγάνε, με σκοπό να τον φυγαδεύσουμε την επόμενη για την Αθήνα. Ηταν το 1946, 21 του Ιούνη. Επειδή ξέραμε ότι παρακολουθούν το σπίτι μας, στη Λιαντίνα, τον είχαμε στείλει απέναντι, στο σπίτι του παππούλη να κοιμηθεί (ο πατέρας του πατέρα μου κι αυτός ήταν πρώτα ξαδέλφια). Πήγε η Πιπίτσα, η μεγαλύτερη αδελφή μου, να του δώσει φαγητό και ο Πέτρος της ζήτησε να χορέψουν ένα ταγκό. Ηταν πολύ γλεντζές, κοινωνικότατος. Χόρεψαν, θυμάμαι ακόμα το τραγούδι... Το βράδυ έρχονται Χίτες, άρχισαν να χτυπάνε άγρια την εξώπορτα, σπάνε, μπαίνουν μέσα, τα κάνουν γυαλιά καρφιά... Ξέχασα να πω ότι στη γωνιά της εκκλησίας απέναντι, καθόταν ένας νέος Χίτης και μια κοπέλα -και οι δυο από το χωριό μας- και παρακολουθούσαν τις κινήσεις μας, αλλά εμείς τότε δεν το ξέραμε. Πού να βάλει ο νους μας πως το παιδί του Γιώργου λ.χ. που ήταν συγχωριανός καθόταν εκεί επίτηδες. Οι Χίτες σιγουρεύτηκαν ότι ο Πέτρος δεν ήταν στο σπίτι μας και πήγανε απέναντι στον παππούλη, όπως τους είχε υποδείξει το παιδί που παρακολουθούσε από την εκκλησία... Οι πόρτες εκείνο το βράδυ έπεφταν μέσα σαν να ήταν ψίχουλα. Μόλις μπήκαν και καθώς ο Πέτρος είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι που κοιμόταν, του βαράει ο αρχιφασίστας που είχε έλθει με τους άλλους από το διπλανό χωριό μια ντουφεκιά και τον βρίσκει στην καρδιά. Πέφτει το παιδί. Το σκότωσαν έτσι, χωρίς να έχει κάνει καμιά πράξη που θα δικαιολογούσε το φονικό. Ηταν μόνο ιδεολόγος. Ημουν τότε 14 χρόνων...
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα να πάρω νερό από τη βρύση του χωριού και στο δρόμο έβρισκα σφαίρες και τις έκρυβα στα χορτάρια. Ελεγα, σαν παιδί που ήμουνα, να μη σκοτώσουν κι άλλους...
...Τα πράγματα από κει κι ύστερα άρχισαν ν' αγριεύουνε περισσότερο. Τα αδέλφια μου ήταν μεγάλα, ο πατέρας μας ακόμα νέος, 53 χρόνων, αντέδρασε για το φονικό του παιδιού του, μίλαγε ανοιχτά... Οταν σκότωσαν τον Πέτρο, φοβέριζαν να πιάσουν εμάς τις κοπέλες για να εξευτελίσουν τα αδέλφια μας. Οι γονείς μάς έδιωξαν από το σπίτι να γλιτώσουμε - γιατί τότε βιάζανε, κουρεύανε τα κορίτσια, κάνανε πολλά... Κι ένα βράδυ, που εμείς πια λείπαμε, καινούρια επιδρομή στο σπίτι μας. Η μάνα μου είχε πιάσει, η κακομοίρα, την πόρτα μ' όση δύναμη είχε να μην μπούνε μέσα. Πάει ένας Χίτης στο παράθυρο, βαράει μια πιστολιά, χτυπάει τον πατέρα μου στην ωμοπλάτη. Μπαίνουν μέσα, βαράνε τη μάνα μου με το κοντάκι στο κεφάλι. Και στον αδελφό μου, τον Νίκο, έδωσαν μια μαχαιριά στην πλάτη. Χτύπησαν, έβρισαν, φύγανε...
Εκτός από μένα και τις αδελφές μου, την Πιπίτσα και τη Δωροθέα, είμαστε μετά τον Πέτρο, ο Νίκος, ο Μήτσος, ο Χρήστος και ο Περικλής. Δεν ξέραμε ο ένας πού κρυβόταν ο άλλος.
Στις 13 Φλεβάρη του 1947 οι αντάρτες χτυπούν τις φυλακές της Σπάρτης. Εμείς δεν το ξέραμε, μαζεύαμε ελιές τότε, παιδιά του χωριού είμαστε... Ενα βράδυ που καθόμαστε στο τζάκι ανοίγει από πίσω η πόρτα και μπαίνει ένα κεφάλι, «ο Μήτσος μας», λέω, αλλά δεν ήταν ο αδελφός μου! Ηταν ένας Χίτης που μας πήρε όλους, τους γονείς μου, τις δυο αδελφές μου, εμένα και μας πήγαν με τα πόδια σ' ένα άλλο χωριό. Στο δρόμο με ρωτούσαν «Πού 'ναι μωρέ τ' αδέλφια σου». «Δεν ξέρω». Μας ξεχωρίζουν από τον πατέρα μου και λένε της μάνας μου: «Χαιρέτησέ τον για τον κάτω κόσμο».
Ετσι βγήκαμε στο βουνό
Στο κρατητήριο που τον είχαν, πάνε και τον αρπάζουνε πάλι οι Χίτες με το έτσι θέλω. Ηταν χάος, ό,τι ήθελε έκανε ο καθένας. Τον πήρανε νύχτα, πήγανε σ' ένα σπίτι, ζήτησαν από τη νοικοκυρά έναν κασμά, από μια άλλη ένα φτυάρι, τον φόρτωσαν και τα δυο, τον πήγαν έξω από το χωριό σε κάτι στουρνάρια, κάτι κοτρόνες, τον βασάνισαν, του έκοψαν τα χέρια... με το φτυάρι.
Την επομένη, εγώ όπως ήμουνα στον κήπο, ακούω τη μάνα μου κι έκλαιγε. Τρέχω, πάω στη βεράντα «γιατί κλαις, βρε μάνα;». «Παιδάκι μου, σκότωσαν τον πατέρα σου». Ερχεται ένα παιδί και λέει «αν θες να πάρεις θεία το θείο πάρε μια τσάντα κι έλα»! Τον είχαν κάνει κομμάτια...
Δεν ήταν καν κομμουνιστής, από τα παιδιά είχε πάρει την εικόνα του αριστερού. Ξέχασα να πω, πως του τη φύλαγαν από τότε που μπήκαν οι Ιταλοί σαν κατακτητές: υπήρχαν στο χωριό δοσίλογοι, πλιατσικολόγοι, που πήραν το μέρος τους. Είχαν έρθει δυο με μαύρα γυαλιά και τον είχαν βρει, «Παναγιώτη, του είπαν, εσύ που έχεις πέντε παιδιά, πρέπει να πάρεις μέρος κι εσύ, όπως εμείς, να βοηθήσουμε τους συμμάχους (εννοούσαν τους Ιταλούς)». «Γιατί;, απάντησε εκείνος. Εγώ συμμάχους έχω τα παιδιά μου, δεν έχω να πάω πουθενά». Ετσι τον «σταμπάρανε» και ξεκίνησε το κακό. Μπαίνανε Γερμανοί στο χωριό κι μεις τρέχαμε στα χωράφια. Βοηθούσε στην κατοχή τους αντάρτες ο πατέρας μου, πήγαινε με το άλογο τρόφιμα κι έκανε πως πάει για ξύλα... Και η μητέρα στην Εθνική Αλληλεγγύη.
...Ενα βράδυ έρχεται ο αδερφός μας ο Χρήστος, που ήταν αντάρτης στον Πάρνωνα, και φεύγουμε με τη μάνα μας. Πάμε τρεις ώρες δρόμο και φτάνουμε στα «Τρία κλαράκια» στον Πάρνωνα. Κι εκεί, στο ποτάμι, βλέπουμε τους αντάρτες καθισμένους στις πέτρες να πλένουν τα ρούχα τους. Μας πήραν στο τάγμα, μπήκαμε στο πρόγραμμα του άμαχου πληθυσμού, μας τοποθέτησαν ανάλογα με το τι μπορούσε να προσφέρει η κάθε μια: Η μάνα μου να ράψει, να μπαλώσει, να ζυμώσει, εγώ θα 'φερνα ξύλα. Μείναμε τρεις τέσσερις μήνες στον Πάρνωνα, φυλάγαμε σκοπιές, μετά στέλνει ο αδελφός μου ο μεγάλος, ο Μήτσος, σύνδεσμο να μας φέρει κοντά του στον Ταΰγετο. Εγινε πάλι καταμερισμός δουλιάς: Η αδελφή μου η Πιπίτσα, που ήταν 16 χρόνων, εύσωμη και γερή κοπέλα μπήκε στην ένοπλη ομάδα. Αργότερα σκοτώθηκε, (έγινε κομμάτια από μια χειροβομβίδα). «Τη Νίκη, είπαν, να την πάρουμε στην πολιτική δουλιά».
...Ηταν πια καλοκαίρι του 1947... Είμαστε επτά χιλιάδες αντάρτες στον Ταΰγετο. Είχαμε οργανωθεί καλά, είχαμε ελευθερώσει χωριά, είχαμε κάνει χωριά δικά μας... Επαιρνα εγώ ένα πλάνο για ένα μήνα π.χ. να φέρω κουβέρτες, τρόφιμα και πήγαινα στα χωριά και τα έφερνα... Ημουν στην Επιμελητεία.
...Το '47 πέρασε, μπήκαμε στο '48...
Η μητέρα πεθαίνει στη σπηλιά
Ενα βράδυ, σε μια σκληρή μάχη που έδωσε το αντάρτικο - είμαστε θυμάμαι σ' ένα αλώνι - λέει ένας αντάρτης. «Απόψε θα 'χουμε πολλά θύματα» (Ηταν η μάχη της «γραμμένης Πέτρας»). Παρεμβαίνει η μάνα μου: «Δε θα γίνει τίποτα, σηκωθείτε και γλεντήστε, τραγουδήστε, χορέψτε!». Ηταν πολύ ψύχραιμος άνθρωπος, μαχητική, με προσωπικότητα. Ερχεται μια μέρα ο Σφακιανός, ο αντάρτης - στέλεχος, από την Κρήτη, και μας φέρνει το μαντάτο: «Κατεβαίνει η ένατη μεραρχία».
Και η ένατη μεραρχία ήρθε. Το τάγμα έπρεπε να προετοιμαστεί. Τακτοποιεί τον άμαχο πληθυσμό, τακτοποιεί τους διμοιρίτες, τα τρόφιμα - ήταν πανέτοιμο για μια επιδρομή στρατού. Είχαμε συνεργεία, είχαμε νοσοκομεία, μια οργανωμένη ζωή πολύ καλή, πάρα πολύ καλή...
Εγώ φεύγω, με παίρνει μια ομάδα και πάμε σ' ένα σημείο πάνω από τη Σπάρτη. Η μάνα μου σε μια πλαγιά με την αδελφή μου, τη μικρή και τους παίρνει ο αδελφός μου. Με διαταγή της διοίκησης τους πάει σε μια σπηλιά με τους τραυματίες, μια νοσοκόμα, την Κατίνα Πλιάκα, το γιατρό το Νίκο Κωστάκη, τη γυναίκα του Κώστα Ξυδέα, που ήταν διοικητής του Αρχηγείου Ταϋγέτου, με τα δυο παιδάκια τους - Αλέξανδρο και Χρήστο.
Τους άφησαν λίγα τρόφιμα που αρκούσαν μόνο για μερικές μέρες. Για κακή τύχη, πάνω ακριβώς από τη σπηλιά ήρθε και εγκαταστάθηκε ένας λόχος πεζικού του κυβερνητικού στρατού και κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει τους αμάχους. Χωρίς νερό και φαΐ σε λίγες μέρες οι βαριά τραυματισμένοι άρχισαν να πεθαίνουν, ενώ όσοι απέμειναν ήταν σαν ζωντανοί νεκροί, είχαν πάρει ασκητική όψη. Οταν κάποια μέρα ο λόχος απομακρύνθηκε, βρήκε ευκαιρία ο Μήτσος και μπήκε στη σπηλιά, όπου αντίκρισε το φρικτό θέαμα. Εβγαλαν τους επιζώντες έξω και τους έδωσαν λίγο στάρι και πλιγούρι. Ομως ξαφνικά επέστρεψε ο στρατός. Η μητέρα μας παρακαλούσε το Μήτσο να φύγει για να γλιτώσει η διμοιρία. Μπροστά στο δίλημμα - και πιστεύοντας ότι ο στρατός θα λυπηθεί τους ετοιμοθάνατους - έφυγε, ενώ τα παιδάκια του Ξυδέα έκλαιγαν και ζητούσαν τον πατέρα τους... Ο στρατός που τους βρήκε, τους εκτέλεσε όλους στη ρεματιά. Ακόμα και τα δυο παιδάκια του Ξυδέα τα σκότωσαν, με το επιχείρημα «ούτε σπόρος από κακή κολοκυθιά».
Στις 12 Μάη του 1948 ο αδελφός μου ο Νίκος, που ήταν κομματικό μέλος και ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, φεύγει για μυστική αποστολή, να βρει έναν καπετάνιο. Σύνδεσμος έμπιστος μαζί του ο Σταύρος ο Πιερουτσάκος, από τη Μάνη.
Στο δρόμο που πήγαιναν έπεσαν προδομένοι σε ενέδρα, χτυπάνε τον αδελφό μου στο βουνό της Καστοριάς, σε μια περιοχή του Ταΰγετου και του σπάνε το πόδι. Πέφτει σε μια γούβα και φωνάζει: «Σταύρο, φύγε, θα σε σκοτώσουνε»! Μένει ο Νίκος τραυματισμένος, μόνος, ρίχνει όλες του τις σφαίρες και με την τελευταία αυτοκτονεί. Γιατί άμα τον πιάνανε ζωντανό θα τον ψήνανε...
...Την άλλη μέρα φυλάγαμε σκοπιά σ' ένα ύψωμα. Ξαφνικά, βλέπω στο απέναντι ύψωμα, σε μια κορυφογραμμούλα στρατιώτες - και από μακριά δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν εχθροί ή φίλοι. Κοιτάμε πιο πέρα γύρω μας, βλέπουμε στο γκρεμό ερχόταν ένας επάνω. Λέω στη Γεωργία, τη συντρόφισσά μου: «Γεωργία, είμαστε κυκλωμένοι». «Σώπα ρε». «Κοίτα γύρω γύρω». Δεν προλάβαμε να τα πούμε, παρατάμε τα πάντα και φεύγουμε, πάμε σ' ένα σημείο απ' όπου είχαμε ξεκινήσει το πρωί. Βαράγανε μέσα στα δέντρα και πέφτανε οι αντάρτες κάτω σαν κοτσύφια.
Πάω και κάθομαι σ' ένα κλαδί, σ' ένα πεύκο και φορούσα πράσινα. Ερχονται δυο απέναντί μου και λένε «Πού να 'ναι ρε, οι Κασταναίοι»; Ο ένας ήταν πατριώτης μου, απ' αυτούς που είχαν σκοτώσει την προηγούμενη τον αδελφό μου. Πιο κάτω σ' ένα βραχάκι κάθονταν οι δυο κοπέλες, η Αννα και η Γεωργία η Μπάκα από την Καλαμάτα. Παραπέρα πιάνουνε την άλλη συντρόφισσα.
...Καθώς ήμουνα σκαρφαλωμένη στην αρχή δε με είδαν. Ερχεται ένας στρατιώτης με το οπλοπολυβόλο του, με βλέπει. «Κατέβα κάτω μωρή, πείξε - δείξε...». Κατεβαίνω, παίρνει το όπλο, μου δίνει μια κοντακιά στο κεφάλι, πετάγεται το αίμα ποτάμι. Με οδηγεί στο λοχαγό, που του λέει να με πάει να αναγνωρίσω τους σκοτωμένους. Εμείς όμως στις οργανώσεις που συζητούσαμε είχαμε πάρει οδηγίες: αν δούμε κάποιο καπετάνιο, βαθμοφόρο, να μην πούμε ποιος είναι, μόνο να πούμε ότι είναι ο μάγειρας, ο τσαγκάρης κλπ. για να μη δώσουμε ικανοποίηση και να ενισχύσουμε το... ηθικό του εχθρού. Για καλή μου τύχη είχαμε πάει το προηγούμενο βράδυ σ' ένα χωριό έξω από τη Σπάρτη και μπήκα με την ομάδα μου σ' ένα σπίτι όπου ήταν μια οικογένεια. Η γυναίκα, έγκυος, πήγε και κάθισε πάνω σ' ένα τσουβάλι με λουκάνικα μην τις τα πάρουμε. Εμείς δεν κάναμε πράξεις άσχημες, να αρπάζουμε τρόφιμα και ν' αφήνουμε αρνητική εικόνα στο λαό - έπρεπε να είμαστε διακριτικότατοι. Της λέει ο διμοιρίτης μας: «Δε θέλουμε να σας τα πάρουμε, δώστε μας ό,τι έχετε και θα φύγουμε». Αντί για λουκάνικα, φορτώθηκε ο αδελφός μου ο μικρός ένα τσουβαλάκι τάχα πως ήταν αλάτι και ήταν λίπασμα και πάμε στο βουνό - μας έδωσαν κι ένα βάζο συκόμελο. Την άλλη μέρα λοιπόν που οι κυβερνητικοί θέλησαν να πάρουν έναν οδηγό να τους καθοδηγήσει, βλέπω πως ήταν ο πατέρας αυτής της οικογένειας. Με αναγνώρισε, τον αναγνώρισα και είπε πως «δεν πειράξαμε τίποτα και δεν έχω να πω τίποτα». Μου έδωσαν ένα φαντάρο Θεσσαλό να με πάει να αναγνωρίσω τους σκοτωμένους κάτω από το δέντρο. Ανάμεσά τους ήταν ένας διμοιρίτης πολύ μαχητικός, πολύ καλός, αλλά εγώ είπα πως ήταν «ο ράφτης» μετά ο άλλος «ο τσαγκάρης», «ο μάγειρας». Τότε λέει ο Θεσσαλός φαντάρος - Στέλιο τον λέγανε: «Εγώ αυτή την κοπέλα θα την πάρω». Ερχεται ο λοχαγός και με βρίσκει. «Ξέρεις τίποτα, ο Στέλιος μου είπε πως θα σε πάρει». «Ακούστε να δείτε -του απαντάω- εγώ δε βγήκα στο βουνό να παντρευτώ, βγήκα να γλιτώσω τη σαπίλα του φασισμού». Κι έρχεται μετά το ίδιο το παιδί, ο Θεσσαλός - όταν βρήκε τον τρόπο και τον χρόνο - και μου λέει: «Μπράβο σου! Εγώ το είπα να σε γλιτώσω, να μη σε χτυπήσουν άλλο».
Μας παίρνουν, πέντε κοπέλες, μας φορτώνουν τις μπαζούκες κι εμένα, καθώς είχα κάτι κοκαλάκια στα μαλλιά μου μου έλεγαν κάτι λόγια που δεν εκφράζονται... Οταν μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα καθόταν ένα τομάρι στην πόρτα και μόλις έφτανες σε χτυπούσε. Φέρνουνε μαζί μας κι έναν φαντάρο που εμείς είχαμε πιάσει αιχμάλωτο και για να σωθεί το 'παιζε αριστερός. Τώρα, μόλις μπήκε μέσα, άρχισε να μας λέει, να μας λέει, να μας βρίζει. Τον πιάνουμε στο ξύλο εμείς οι κοπέλες και τον κάνουμε μαύρο. Ακουστήκαμε! Κατεβαίνει κάτω ο διοικητής και ρωτάει να μάθει. Του απαντάμε ότι μας έβρισε, μας είπε «πείξες, δείξες, πουτ..., καριόλες κλπ.». «Γιατί μωρέ, ρωτάει ο διοικητής, δεν είσαστε; δεν είσαστε πουτάνες;». Πετιέται μια κοπέλα, η πιο μεγάλη και του λέει: «Ακουσε κ. Διοικητά, αν είμαστε π..... φέρτε γιατρό». Τότε είχαμε άγνοια εμείς για τα ερωτικά... φωνάζουνε πρώτη την Μπάκα, που είπε για γιατρό, στο γραφείο και την εξέτασαν αυτή κι ύστερα όλες μας. Είμαστε παρθένες. Εκεί ήταν που πρωτάκουσα τη λέξη «άμεμπτη» από το γιατρό. «Είναι άμεμπτες κ. Διοικητά». «Αυτοί οι πειρασμοί;», λέει ο διοικητής και μένει άφωνος. (Η αλήθεια είναι πως οι κοπέλες ήταν όλες κούκλες. Τις είχαν επονομάσει «Σειρήνες του Ταΰγετου»).
Το απόγευμα μάς πάνε στη Σπάρτη, στο κρατητήριο στο Μενελάιο. Ηταν εκεί καμιά σαρανταριά ακόμα κρατούμενες...
Από τη Σπάρτη μάς πάνε στην Τρίπολη και στο δρόμο μάς κάναν εικονική εκτέλεση. Αλλά εμείς αυτά τα είχαμε διδαχτεί ότι μπορούν να συμβούν...
Εκεί άρχισα το λεύκωμα με αφιερώσεις που έκαναν οι συγκρατούμενές μου. Αλλες επέζησαν, άλλες εκτελέστηκαν, άλλες έμειναν χρόνια φυλακή...
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΝΙΚΗΣ ΚΑΣΤΑΝΗ.
Αναρτήθηκε από Oberon