28 Οκτ 2014

Η ταινία της επετείου: Ψηλά τα χέρια Χίτλερ

 Η ταινία της επετείου: Ψηλά τα χέρια Χίτλερ

Μια ταινία -πραγματικό βιβλίο για την κατοχή στην Ελλάδα, που πρέπει να ξαναδούμε όλοι προσεκτικά. Μιλάει για την πείνα, για την ζωή των απλών ανθρώπων, αλλά και για τις διαφορετικές τακτικές αντίστασης από τις συνεργαζόμενες με τους Άγγλους αστικές δυνάμεις, που επιδίδονται σε μια μάχη επαγγελματιών ουσιαστικά κατασκόπων, από την μία, και του μεγαλειώδους λαϊκού κινήματος του ΕΑΜ που οργανώνει μαζικές απεργίες, συλλαλητήρια και εν τέλη αντάρτικο (η ταινία δεν αναφέρεται σε αυτό) από την άλλη,  βγάζοντας στο προσκήνιο της αντίστασης τον ίδιο τον λαό.

Όλα τα παραπάνω πλαισιωμένα από τις ερμηνείες των καταπληκτικών κομμουνιστών ηθοποιών Θανάση Βέγγου και Βασίλη Διαμαντόπουλου, σε σκηνοθεσία του Ροβήρου Μανθούλη.
Μια ταινία που είναι αδύνατο να ξεχωρίσει το δράμα από την κωμωδία, και που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και δραματοποιημένο ντοκυμαντέρ.

Είδος: Kωμωδία
Παραγωγής: 1962
Διάρκεια: 85'
Χρώμα: Ασπρόμαυρο

Συντελεστές :
Ροβήρος Μανθούλης 
Σκηνοθέτης
Διουνύσης Μηλας
Σεναριογράφος
Βασίλης Διαμαντόπουλος 
Ηθοποιός
Μίρκα Καλαζοπούλου 
Ηθοποιός
Θανάσης Βέγγος 
Ηθοποιός
Βάσος Ανδρονίδης
Ηθοποιός
Βασίλης Ανδρεόπουλος
Ηθοποιός
Ελένη Καρπέτα
Ηθοποιός
Νάσος Κεδράκας
Ηθοποιός
Γιάννης Καλατζόπουλος
Ηθοποιός
Γιώργος Ρώης
Ηθοποιός
Κώστας Σταυρινουδάκης
Ηθοποιός

Όποτε από την ραδιοφωνική εκπομπή ακουστεί η λέξη κομμουνισμός... (Του Θύμιου Καλαμούκη)

 Όποτε από την ραδιοφωνική εκπομπή ακουστεί η λέξη κομμουνισμός... (Του Θύμιου Καλαμούκη)

Κουτάκια 
 
Όποτε από την ραδιοφωνική εκπομπή ακουστεί η λέξη κομμουνισμός, αρχίζει βροχή μηνυμάτων, που συγκλίνουν σε δύο βασικές κατηγορίες απόψεων. Πρώτον ότι ο κομμουνισμός δεν πρόκειται να έρθει ποτέ στην Ελλάδα και δεύτερον σε όποια χώρα εφαρμόστηκε, ο λαός πείνασε, κακοπέρασε, βασανίστηκε, ξεδοντιάστηκε, κατακρεουργήθηκε, πέθανε και ξανά πέθανε.

Με επίγνωση ότι πέρασε πια η εποχή όπου μπορούσαμε να ανταλλάξουμε πολιτισμένα διαφορετικές απόψεις, αλλά και με βαθειά γνώση ότι τέτοιου τύπου θέματα, δεν αναλύονται από το ραδιόφωνο, μέσα από έναν μονόλογο, χωρίς ζωντανό διάλογο και διαφωνίες, προσπαθώ μερικές φορές να ψελλίσω ορισμένες απόψεις, αλλά το μετανιώνω αμέσως, λόγω των παραπάνω συνθηκών.

Εδώ όμως μπορούμε να πούμε περισσότερα. (κυρίως Εγώ!)


1. Όποιος μιλάει θετικά, για τον κομμουνισμό, δεν σημαίνει ότι είναι και κομμουνιστής. Όποιος μιλάει δηλαδή για μια διαφορετική κοινωνία που υπήρξε κάποτε, ή μπορεί να υπάρξει στο μέλλον, δεν σημαίνει ότι συμφωνεί  απόλυτα με όποιον άλλον μιλάει για τα ίδια ή παρεμφερή θέματα. Αυτό γιατί, πάντα θα βρεθούν οι τύποι με τα κουτάκια στο μυαλό, που θα σε αντιμετωπίσουν σαν να αντιμετώπιζαν τον αρχιτέκτονα του τείχους του Βερολίνου…

2. Όποιος μιλάει θετικά, για τις σοσιαλιστικές κοινωνίες έτσι όπως τις γνωρίσαμε (και με τον τρόπο που τις γνωρίσαμε και τις γνωρίζουμε), δεν σημαίνει ότι συμφωνεί απόλυτα με οτιδήποτε συνέβαινε εκεί. Το μυαλό καθενός, αφαιρεί και προσθέτει, ότι νομίζει. Άλλωστε αυτό κάνει και η σημερινή κυρίαρχη ιδεολογία και προπαγάνδα, αφαιρώντας από την συγκεκριμένη εποχή… τα πάντα! Τα κουτάκια στα μυαλά μερικών δεν μπορούν να χωρέσουν την πιθανότητα, μέσα σε 60 χρόνια, να υπήρξε κάτι καλό. Πρέπει να το θέσεις με ερώτηση, για να αποσπάσεις την διστακτική απάντηση, «Εντάξει δεν ήταν όλα για πέταμα…».

3. Όποιος μιλάει θετικά για το σοσιαλιστικό πείραμα, δεν σημαίνει ότι το προτείνει και ως άμεση λύση, για την Ελλάδα του μνημονίου, ως άμεση απάντηση για τον άνεργο ή τον απολυμένο.

4.Όποιος μιλάει θετικά, για τις σοσιαλιστικές κοινωνίες, γνωρίζει ότι αναφέρεται σε κοινωνίες που ξεκίνησαν ουσιαστικά την δεκαετία του 1920 και του 1940, ότι διήρκεσαν 70 χρόνια (Σοβιετική Ένωση) και 40 περίπου χρόνια (υπόλοιπη Ευρώπη). Η σύγκριση λοιπόν των θετικών και αρνητικών,  εκείνων των κοινωνιών, θα γίνει με τα αντίστοιχα θετικά και αρνητικά των δυτικών κοινωνιών, των ίδιων δεκαετιών. Διότι οι τύποι με τα κουτάκια, συγκρίνουν το επίπεδο ζωής της Ανατολικής Γερμανίας του 70,  με το σημερινό iPhone 5…

5. Όποιος μιλάει θετικά για τον σοσιαλισμό του 20ου αιώνα, δεν εννοεί να εφαρμοστεί μηχανιστικά στην Ελλάδα, κάθε εποχής. Οι τύποι με τα κουτάκια, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι τα κοινωνικά συστήματα δεν είναι έπιπλα για να μεταφερθούν από χώρα σε χώρα.

6. Όποιος μιλάει θετικά για τον σοσιαλισμό δεν ταυτίζεται με όποιον αγιοποιεί τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, ή δεν αναγνωρίζει προβλήματα και λάθη.

Οι τύποι με τα κουτάκια τέλος δεν μπορούν να καταλάβουν τα εξής:

Ότι παρά τα μεγάλα λάθη και παραλείψεις, σε εκείνο το σύστημα, δεν υπήρχαν αφεντικά. (και αυτός είναι ο βασικός λόγος που πολεμά ακόμη και την ανάμνηση το τωρινό σύστημα και η προπαγάνδα των αφεντικών…).

Ότι παρά τα μεγάλα λάθη του, εκείνο το σύστημα μέσα σε 70 χρόνια, αλλά και από τα πρώτα 20, αντιμετώπισε και έλυσε θέματα, όπως της εργασίας για όλους, παιδείας, υγείας, δωρεάν ρεύματος, ζεστού νερού, στέγης, φροντίδας, σύνταξης, επιδόματος μητρότητας, και πολλά άλλα που ο καπιταλισμός δεν έλυσε στα 250 χρόνια ύπαρξής του. (και όχι μόνο δεν έλυσε αλλά τα τελευταία 15 χρόνια παίρνει πίσω ότι έδωσε…)

Ότι αν τις δεκαετίες 60, 70 και 80, δόθηκαν παροχές και χτίστηκαν κοινωνικά κράτη στην δυτική Ευρώπη, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό προς το ανατολικό μπλοκ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το ξεδόντιασμα οτιδήποτε κοινωνικού ξεκίνησε μετά το 1989.

Ξέρω απολύτως τι σκέφτεστε, όσοι διαβάζετε, με κουτάκια ή χωρίς. Καλά όλα αυτά αλλά εκεί δεν είχαν ελευθερία. Θα συμφωνήσω, (αν και χρειάζεται ένα άλλο τεράστιο κείμενο για την έννοια της ελευθερίας, την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων). Στο κουτάκι το δικό μου δεν υπάρχει σοσιαλιστική κοινωνία, χωρίς ελευθερία, λόγου, κινήσεων, έκφρασης, αντίδρασης, δημιουργίας, σάτιρας. Στο κουτάκι το δικό μου ο λαός υπερασπίζεται τις κατακτήσεις του και δεν παρακολουθεί αποχαυνωμένος το ξεπούλημα της ζωής του, από αμφιλεγόμενες ηγεσίες… Στο κουτάκι το δικό μου δεν υπάρχουν τείχη, δεν υπάρχουν υπηρεσίες παρακολούθησης. Και εκεί σε διάφορους βαθμούς και με διάφορους τρόπους, υπήρχαν. Αυτό όμως δεν θα με τυφλώσει, ώστε να μηδενίσω το σύνολο. Ούτε θα με κάνει να ξεχάσω πανανθρώπινα αιτήματα, για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, ισότητα, αλληλεγγύη. Ούτε να αγνοήσω εκπληκτικά, μοναδικά επιτεύγματα, που ειδικά με τα σημερινά δεδομένα της κρίσης, φαντάζουν ως παράδεισος! Ούτε θα με αποτρέψει από μια νέα δοκιμή, χωρίς τα παραπάνω… (για όλους τους ξεροκέφαλους).

Και όπως και να έχει, αν δεν θέλετε να χτίσουμε (σοσιαλισμό), πάμε να γκρεμίσουμε. Να γκρεμίσουμε την σημερινή βαρβαρότητα, που λέγεται καπιταλισμός και μας εξοντώνει κάθε μέρα που περνά, κάθε ώρα και λεπτό.

ΥΓ. Χαλαρώστε οι αντιφρονούντες. Όταν έρθει η ώρα… δεν θα έχουμε τα ξεπερασμένα Γκουλάγκ. Η ζωή έχει προχωρήσει και ο καπιταλισμός μας έχει αφήσει πλούσια κληρονομιά στο θέμα, εξόντωση!

Του Θύμιου Καλαμούκη Από την “Ελληνοφρένεια”, 24.11.2012
αναδημοσίευση από xkarxeio.wordpress.com και kke4ever.blogspot.com
 

Το μεταξικό καθεστώς, ο Μεταξάς και η 28η Οκτώβρη 1940

 Το μεταξικό καθεστώς, ο Μεταξάς και η 28η Οκτώβρη 1940

του  Θανάση Παπαρήγα
Ποια ήταν η κατάσταση της Ελλάδας κατά τη στιγμή που αρχίζει γι’ αυτήν ο Β' Παγκό­σμιος Πόλεμος με την ιταλική εισβολή, στις 28 Οκτώβρη 1940;
Από πάνω από 4 χρόνια κυριαρχεί το καθε­στώς της 4ης Αυγούστου. Το καθεστώς αυτό είναι ένα καθαρά δικτατορικό καθεστώς, που έχει επιβληθεί στις 4 Αυγούστου 1936 από τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά και το βα­σιλέα Γεώργιο το Β'. Για το πώς έφθασαν τα πράγματα να γίνει πρωθυπουργός ο Μεταξάς ή ακόμη και να επιστρέφει ο ίδιος ο Γεώργιος στην Ελλάδα, όπου ως ακόμη το Νοέμβρη του 1935 επικρατεί το ρεπούμπλικανικό καθε­στώς, είναι μια ολόκληρη ιστορία για την οποία πολλά έχουν γραφεί και η οποία δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
Το μεταξικό1 καθεστώς ήταν ένα καθε­στώς πολύ παρόμοιο με τα υπόλοιπα καθεστώ­τα, τα οποία επιβάλλονται στην Ανατολική και Κεντρική (ή ακόμη και στην Δυτική) Ευρώπη της εποχής από τις συνδυασμένες δυνάμεις της Βρετανίας και της Γερμανίας, σε μια ύστα­τη προσπάθεια να γεφυρωθούν οι αντιθέσεις μεταξύ των δυο εν λόγω δυνάμεων και να γίνει δυνατή η συνεργασία τους σε ένα στόχο που ακόμη φαίνεται κοινός: Την επίθεση ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Από την άποψη αυτή η εικόνα της Ελλά­δας, καθώς πλησιάζει ο Β' Παγκόσμιος Πόλε­μος, διαφέρει εντελώς χαρακτηριστικά και «απότομα» από εκείνη της περιόδου των πα­ραμονών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια εντελώς σαφή και πασιφανή προσπάθεια των δυνάμεων των κυρίαρχων τάξεων και των διεθνών συμμάχων τους να ενώσουν τις γραμμές τους, όσο αυτό είναι δυνατό. Αυτή η προσπάθεια εκφράζεται μέσω της συμμαχίας Γεωργίου του Β', που εί­ναι ο τοποτηρητής της Βρετανίας, και του Ιω. Μεταξά, που θεωρείται ο άνθρωπος της Γ ερ­μανίας2. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση έχουμε την ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Κων­σταντίνου του Α', πατέρα του Γεωργίου, προ­σανατολισμένου προς τις Κεντρικές Αυτοκρα­τορίες, και του Ελ. Βενιζέλου, προσανατολι­σμένου προς την Αντάντ, σύγκρουση που παίρνει χαρακτήρα ανοιχτού εμφυλίου πολέ­μου και στον οποίο ο ρόλος και του I. Μεταξά είναι από τους πρωτεύοντες. Οι λόγοι αυτής της όντως εντυπωσιακής διαφοράς είναι προ­φανείς: Σε συνθήκες νέας παγκόσμιας σύ­γκρουσης, που όλα δείχνουν ότι επίκειται, ο θορυβημένος από όσα είχαν συμβεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίαρχος συνασπισμός το πρώτο που σκέπτεται είναι η κατά το δυνατόν συσπείρωση των γραμμών του, για να αποφύγει τυχόν επανάληψή τους, δηλ. να αποφύγει τις επαναστατικές αναταραχές.
Ο διφυής αυτός χαρακτήρας του καθεστώ­τος της 4ηςΑυγούστου είναι μια υπόθεση ιδιαί­τερα πολύπλοκη. Η διασταύρωση των διαφό­ρων επιρροών καθόλου δεν σημαίνει ισότιμη επιρροή. Κυρίαρχη επιρροή παραμένει πάντα και απαρέγκλιτα η βρετανική. Οι Βρετανοί έχουν φέρει το Γεώργιο. Οι Βρετανοί έχουν προωθήσει το Μεταξά ύστερα από συμφωνία μαζί του ότι θα εφαρμόσει τα σχέδιά τους. Μέσα στην κυβέρνηση τα φιλοβρετανικά στοι­χεία κυριαρχούν αποφασιστικά, ενώ οποιαδή- ποτε υπερβολική φιλογερμανική εκδήλωση αντιμετωπίζεται δραστικά, όπως θα δείξουν οι περιπτώσεις Ζαβιτσιάνου, Πλατή και άλλες. Τη βρετανική πρωτοκαθεδρία γνωρίζουν καλά και οι ίδιοι οι Γερμανοί, όπως δείχνουν οι αναφο­ρές του πρεσβευτή της Ναζιστικής Γερμανίας στην Αθήνα Έρμπαχ. Παράλληλα η γερμανική επιρροή όχι μόνο υπάρχει αλλά και, από το 1935  και μετά, ενισχύεται θεαματικά. Αυτό δεν είναι εντελώς ξένο προς τη βρετανική πολιτική (που θέλει ακριβώς να «δώσει κάτι» στη Γερμανία, για να δημιουργήσει κίνητρο συνεργασίας), αλλά έχει και άλλους λόγους: Η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική των Ναζιστικών κυ­βερνήσεων είναι μια πραγματική «οικονομική αυτοκτονία» που οδηγεί τη Γερμανία κατευθεί­αν στην καταστροφή ή, ακριβέστερα, σε μια κατάσταση όπου ο πόλεμος θα είναι εντελώς αναπόφευκτος. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, δη­μιουργεί κάποιες αγορές για τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα των εξαρτημένων από τον ιμπε­ριαλισμό χωρών. Γ ια την Ελλάδα αυτό σημαίνει διέξοδο για τα ελληνικά καπνά, που είναι και το βασικό ελληνικό εξαγωγικό προϊόν του μεσο­πολέμου. Έτσι μέσω των αγορών των καπνών και του συστήματος CLEARING, η Γερμανία επιβάλλει την κυριαρχία της στο ελληνικό εξα­γωγικό και εισαγωγικό εμπόριο, πράγμα που άλλωστε συμβαίνει στην εποχή αυτή σε όλη την Βαλκανική χερσόνησο. Το περιβόητο τότε “γερμανικό CLEARING γίνεται βασικός οικο­νομικός πνεύμονας για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου3.
Τα ελάχιστα που γράψαμε παραπάνω για το θέμα οπωσδήποτε δεν το εξαντλούν. Και αυτά όμως τα ελάχιστα αρκούν, για να υπο­γραμμίσουν κάτι που, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν έχει προσεχθεί όσο πρέπει και όσο του αξίζει: Την οριστική ήττα των «ιταλιζουσών» δυνάμεων της κυρίαρχης τάξης.
Πράγματι αυτή ακριβώς η ήττα ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Σήμερα ελάχιστη σημασία φαίνεται να δίνεται στο γεγονός ότι όλη η πε­ρίοδος των παραμονών του καθεστώτος (με αποκορύφωμα το 1935) ήταν μια περίοδος έντονης προσπάθειας ιταλικής διείσδυσης και κυριαρχίας στην Ελλάδα. Σε μερικές στιγμές τα πράγματα έφθασαν ως το σημείο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα κατάληψης από τα ιταλικά στρα­τεύματα. Τα σχέδια αυτά σκόνταψαν στην άμεση βρετανική αντίδραση. Η Βρετανία πο­ντάρει στη Γερμανία, όχι στην Ιταλία. Δεν βλέ­πει λόγους να κάνει παραχωρήσεις στην τε­λευταία4. Όπως όλα δείχνουν, η αντιπαράθεση αυτή (που άλλωστε εξελίσσεται μέσα σε συν­θήκες έντονα δυσμενούς συσχετισμού δυνά­μεων για την Ιταλία) καταλήγει σε ένα συμβιβα­σμό την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1935, όταν η Βρετανία δίνει την Αιθιοπία στους Ιταλούς, αλλά τους αρνείται κάθε ρόλο στην Ελλάδα.
Αν η απόκρουση των ιταλικών προσπα­θειών πριν την 4η Αυγούστου πρέπει σήμερα να είναι φανερή, όχι λιγότερο σημαντικές ήταν οι εξελίξεις στον τομέα των ελληνοϊταλικών σχέσεων στη διάρκεια της τελευταίας. Το ότι οι εξελίξεις αυτές δεν είναι καθόλου γνωστές ή είναι γνωστές μόνο σε μερικούς ειδήμονες περί το θέμα δεν είναι παράξενο: Και οι δυο πλευρές, δηλ. και η ελληνική και η ιταλική είχαν κάθε συμφέρον να κρατήσουν αυτές τις εξελίξεις όσο το δυνατόν πιο δια­κριτικές. Το γεγονός της επιβολής και στις δυο χώρες δικτατορικών καθεστώτων διευ­κόλυνε την επιχείρηση της σιωπής. Άλλωστε η επιβολή των καθεστώτων αυτών είχε και στις δύο χώρες σαν ένα από τους πιο σημα­ντικούς λόγους της και την απελευθέρωση των χεριών των κυρίαρχων δυνάμεων στους ελιγμούς τους.
Το πιο έντονο χαρακτηριστικό των σχέσε­ων αυτών ήταν η αδιάλλακτη εχθρότητά τους. Ο Μεταξάς υπήρξε ο πρώτος'Ελληνας πρωθυ­πουργός, που αποδέχθηκε και συνυπέγραψε το Μάη του 1936 (δηλ. πριν ακόμη γίνει δικτά­τορας) την αντιΐταλική αιχμή των μυστικών πρωτοκόλλων του Βαλκανικού Συμφώνου. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το καθεστώς της
Αυγούστου, που είναι σε πολύ δύσκολη οι­κονομική θέση και εκλιπαρεί (χωρίς πάντα να εξασφαλίζει) την οικονομική ενίσχυση της Βρετανίας και της Γερμανίας, αποκρούει αθό­ρυβα αλλά απολύτως αποφασιστικά τις προ­σπάθειες ιταλικής οικονομικής διείσδυσης. Μερικές από αυτές τις ενέργειες ήταν τέτοιας φύσης, ώστε θα προκαλέσουν ακόμη και ιτα- λογερμανικές αντιπαραθέσεις μετά την κατά­ληψη της χώρας μας από τα αξονικά στρατεύ­ματα το 1941.
Η στάση αυτή έχει πολλά αίτια. Η κυρίαρχη βρετανική επιρροή δεν είναι ασφαλώς από τα λιγότερο σημαντικά. Όσο οι βρετανογερμανι-κές σχέσεις δεν έχουν φθάσει στο αδιέξοδο, η Βρετανία επιτρέπει (και ως ένα βαθμό ευνοεί) παραχωρήσεις προς τη Γερμανία, αλλά μόνο προς αυτή. Κάθε σκέψη παραχωρήσεων στην Ιταλία που, χωρίς να είναι σε θέση να προσφέ­ρει τίποτε, απειλεί τους βρετανικούς δρόμους στρατηγικής επικοινωνίας στην Ανατολική Με­σόγειο αποκλείεται. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Μεταξάς αισθάνεται κατά περιόδους την ανά­γκη να εκθέσει την κατάσταση αυτή της ψυ­χρής εχθρότητας στους εκπροσώπους της βρετανικής πρεσβείας. Οι παράγοντες αυτοί συμπλέκονται και με παράγοντες σχετικούς με τη βαλκανική πολιτική. Η Ιταλία τείνει να προ­σεγγίζει βαλκανικές δυνάμεις, που ανησυχούν την Αθήνα σαν φορείς βλέψεων αλλαγών των συνόρων.
Εδώ υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα, που απλώς προσέθετε ακόμη ένα πονοκέφαλο στην ήδη βεβαρημένη από σοβαρές αντινο­μίες κεφαλή του καθεστώτος: Το μεταξικό κα­θεστώς, καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορεί, για διαφόρους λόγους, να μιμηθεί τη Ναζιστική Γερμανία5, μιμείται στα μορφικά του χαρακτη­ριστικά τη Μουσσολινική Ιταλία, την οποία φο­βάται και απεχθάνεται.
Καθώς μπαίνει το 1939, η κατάσταση φαί­νεται πολύ τεταμένη. Οι ηγετικοί παράγοντες του καθεστώτος δεν έχουν καμμία απολύτως αυταπάτη για το ότι η κατάσταση πηγαίνει κα­τευθείαν για πόλεμο. Π.χ., ο Γεώργιος ο Β', σε συνάντησή του με ξένους δημοσιογράφους το Γενάρη του 1939, εκφράζει την όντως προφη­τική άποψη ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει μέσα στο 1939 και τίποτε δεν μπορεί να τον εμποδί­σει6. σχέσε­ων αυτών ήταν η αδιάλλακτη εχθρότητά τους. Ο Μεταξάς υπήρξε ο πρώτος 'Ελληνας πρωθυ­πουργός, που αποδέχθηκε και συνυπέγραψε το Μάη του 1936 (δηλ. πριν ακόμη γίνει δικτά­τορας) την αντιΐταλική αιχμή των μυστικών πρωτοκόλλων του Βαλκανικού Συμφώνου. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το καθεστώς της
Αυγούστου, που είναι σε πολύ δύσκολη οι­κονομική θέση και εκλιπαρεί (χωρίς πάντα να εξασφαλίζει) την οικονομική ενίσχυση της Βρετανίας και της Γερμανίας, αποκρούει αθό­ρυβα αλλά απολύτως αποφασιστικά τις προ­σπάθειες ιταλικής οικονομικής διείσδυσης. Μερικές από αυτές τις ενέργειες ήταν τέτοιας φύσης, ώστε θα προκαλέσουν ακόμη και ιτα- λογερμανικές αντιπαραθέσεις μετά την κατά­ληψη της χώρας μας από τα αξονικά στρατεύ­ματα το 1941.
Η στάση αυτή έχει πολλά αίτια. Η κυρίαρχη βρετανική επιρροή δεν είναι ασφαλώς από τα λιγότερο σημαντικά. Όσο οι βρετανογερμανικές σχέσεις δεν έχουν φθάσει στο αδιέξοδο, η Βρετανία επιτρέπει (και ως ένα βαθμό ευνοεί) παραχωρήσεις προς τη Γερμανία, αλλά μόνο προς αυτή. Κάθε σκέψη παραχωρήσεων στην Ιταλία που, χωρίς να είναι σε θέση να προσφέ­ρει τίποτε, απειλεί τους βρετανικούς δρόμους στρατηγικής επικοινωνίας στην Ανατολική Με­σόγειο αποκλείεται. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Μεταξάς αισθάνεται κατά περιόδους την ανά­γκη να εκθέσει την κατάσταση αυτή της ψυ­χρής εχθρότητας στους εκπροσώπους της βρετανικής πρεσβείας. Οι παράγοντες αυτοί συμπλέκονται και με παράγοντες σχετικούς με τη βαλκανική πολιτική. Η Ιταλία τείνει να προ­σεγγίζει βαλκανικές δυνάμεις, που ανησυχούν την Αθήνα σαν φορείς βλέψεων αλλαγών των συνόρων.
Εδώ υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα, που απλώς προσέθετε ακόμη ένα πονοκέφαλο στην ήδη βεβαρημένη από σοβαρές αντινο­μίες κεφαλή του καθεστώτος: Το μεταξικό κα­θεστώς, καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορεί, για διαφόρους λόγους, να μιμηθεί τη Ναζιστική Γερμανία5, μιμείται στα μορφικά του χαρακτη­ριστικά τη Μουσσολινική Ιταλία, την οποία φο­βάται και απεχθάνεται.
Καθώς μπαίνει το 1939, η κατάσταση φαί­νεται πολύ τεταμένη. Οι ηγετικοί παράγοντες του καθεστώτος δεν έχουν καμμία απολύτως αυταπάτη για το ότι η κατάσταση πηγαίνει κα­τευθείαν για πόλεμο. Π.χ., ο Γεώργιος ο Β', σε συνάντησή του με ξένους δημοσιογράφους το Γενάρη του 1939, εκφράζει την όντως προφη­τική άποψη ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει μέσα στο 1939 και τίποτε δεν μπορεί να τον εμποδί­σει6.
Η καταστροφή της Ισπανικής Δημοκρατίας το Μάρτη του 1939, στην οποία καταστροφή η Ιταλία ήταν μεταξύ των πρωταγωνιστών, δυνα­
μώνει την ελληνική αγωνία, καθώς πολλοί δι­πλωματικοί εκπρόσωποι της χώρας στο εξωτε­ρικό διατυπώνουν το φόβο ότι τώρα η Ιταλία θα στραφεί προς άλλους στόχους - ποιους, άραγε;
Το Πάσχα του 1939 η κατάσταση παίρνει αγωνιώδη τροπή: Οι Ιταλοί έχουν καταλάβει την Αλβανία και η Αθήνα είναι ακλόνητα πεπει­σμένη ότι η Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα επίκειται. Ο Μεταξάς, επίσης ακλόνητα πεπει­σμένος, γράφει στο ημερολόγιό του ότι έχει πάρει μια «τρομεράν απόφασιν» σε τέτοια πε­ρίπτωση, αλλά δυστυχώς δεν διευκρινίζει ποια ακριβώς.
Η εισβολή τελικά δεν θα γίνει προς μεγάλη ανακούφιση της Αθήνας. Όπως φαίνεται, αυτό δεν ήταν άσχετο με παρέμβαση της Γερμανίας, που δεν θέλει αναταραχή στα Βαλκάνια αυτή τη στιγμή.
Την 1η Σεπτέμβρη 1939 η γερμανική ει­σβολή στην Πολωνία αρχίζει το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ιταλία, δεν παίρνουν αμέσως μέρος σ’ αυτόν. Η θέση του καθεστώτος όμως γίνεται ιδιαίτερα λεπτή, καθώς ο πόλεμος αρχίζει σαν βρετανογερμανική σύγκρουση. Μερικά θερμοκέφαλα φιλογερμανικά στοιχεία, ιδιαίτερα στο στρατό, προ­σπαθούν να επιβάλουν «γερμανικό» προσανα­τολισμό, ενώ η υπεροχή της βρετανικής επιρ­ροής γίνεται εντελώς φανερή.
Το Σεπτέμβρη του 1939 το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο, που λήγει, δεν ανανεώνεται7. Γίνο­νται δηλώσεις, που θεωρούνται ικανοποιητικές από τα δυο μέρη.
Σε συνέχεια έχουμε τη διεύρυνση του πο­λέμου, την επέκτασή του στη Δυτική Ευρώπη και - κορυφή των εξελίξεων - την πτώση της Γαλλίας το Μάη - Ιούνη του 1940. Με τις εξελί­ξεις στη Γαλλία έχουμε και νέο μπλέξιμο, καθώς η Ιταλία μπαίνει στον πόλεμο κηρύσσο ντάς τον στη Γαλλία και τη Βρετανία στις 10.6.40. Η εξέλιξη αυτή δεν έχει καθόλου δια- φύγει την προσοχή της Αθήνας. Οι σημειώσεις του Οκτώβρη του 1940 στο ημερολόγιο του Μεταξά δείχνουν σαν να περιμένει ιταλική ει­σβολή από στιγμή σε στιγμή.
Η αγωνία αυτή για τις ιταλικές κινή­σεις έχει δημιουργήσει και μερικά από τα πιο μεγάλα ερωτηματικά της 4ηςΑυ γούστου.
Ερώτημα 1°: Γιατί η στρατιωτική προετοιμασία της χώρας δεν ήταν καλ­λίτερη;
Η κατάσταση που παρέλαβε ο Με­ταξάς στον τομέα αυτό ήταν κάθε άλλο παρά λαμπρή και, στη διάρκεια του κα­θεστώτος του, αναγγέλθηκαν πολλές προσπάθειες για τη διόρθωσή της.
Όπως όμως λένε φίλοι ή ακόμη και επι­τελείς της 4ης Αυγούστου, τα αποτελέ­σματα των προσπαθειών αυτών ήταν
πολύ μέτρια.
Ερώτημα 2°: Γιατί η έλλειψη στρατιωτικής προετοιμασίας ήταν ιδιαίτερα έντονη προς την πλευρά της Ιταλίας;
Τα μεγαλύτερα στρατιωτικά έργα της 4ηςΑυγούστου ήταν τα συνοριακά οχυρά της Μακεδονίας. Προς την πλευρά της Ηπείρου, δεν υπάρχει καμμία προετοιμασία, καλά-καλά δεν υπάρχουν ούτε στρατιωτικές μονάδες. Η κατάσταση δεν αλλάζει ούτε μετά το Μάρτη του 1939, όταν η Ιταλία καταλαμβάνει την Αλ­βανία και έτσι η ελληνική επαφή μαζί της γίνε­ται άμεση. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι φόβοι ιταλικής εισβολής είναι άμεσοι και η απόφαση του Μεταξά για αντίσταση στην Ιτα­λία είναι ειλημμένη.
Η στάση του Μεταξά στις θυελλώδεις εκεί­νες εξελίξεις έχει γίνει πολλές φορές αντικεί­μενο σχολίων και σκέψεων. Από μια άποψη αυτό είναι λίγο παράξενο: η αντίσταση στον ξένο εισβολέα δεν είναι άραγε κάτι το αυτο­νόητο για τον κάθε Έλληνα αλλά πολύ περισ­σότερο για τον πρωθυπουργό;
Η πραγματική αιτία αυτής της συζήτησης βρίσκεται σε ένα πραγματικό γεγονός: Πέρα από τις απόψεις, βλέψεις ή προτιμήσεις του I. Μεταξά, το καθεστώς του οποίου ήταν ηγέτης δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Δεν είχε στο επίκε­ντρό του καμμία  τέτοια αποστολή. Η αποστολή του ήταν πολύ σαφής και πρέπει, αναγνωρίζο­ντας και του «στραβού το δίκιο», να πούμε ότι και ο - κατά τα άλλα τετραπέρατος και ικανό­τατος - Μεταξάς την είχε με ακρίβεια συνειδη­τοποιήσει και την έλεγε καθαρότατα: η περι­φρούρηση, στο δικό του μικρό «χώρο ευθύ­νης», του συνολικού οικοδομήματος της ιμπε­ριαλιστικής αντεπανάστασης από τους κλονισμούς που απειλούσε να επιφέρει ο νέος γύρος αναδιανομής του κόσμου, που έχει πια γίνει αναπόφευκτος.
Έτσι εξηγείται και ο μόνιμος και μέχρι υστε­ρίας φόβος, που παρουσιάζεται στο ημερολό­γιο του Μεταξά, γι’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «το καθεστώς μου». Ήξερε καλλίτερα από τον καθένα ότι ήταν αναλώσιμος και ότι η τύχη του καθοριζόταν από τους ξένους. Γι’ αυτό στόχος του ήταν η Ελλάδα να μείνει μακριά από τον πόλεμο. Σ’ αυτό είχε την υποστήριξη και της κυρίαρχης τάξης. Από την άλλη, ο Μεταξάς έχει πλήρη συνείδηση ότι, αν η είσοδος στον πόλεμο γίνει αναπόφευκτη, θα είναι είσοδος στο πλευρό της Βρετανίας. Σε περίπτωση πραγματικού κινδύνου, μας είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι θα είχε εν ψυχρώ συναινέσει στην κατάληψη της χώρας από τα ξένα στρα­τεύματα. Ωστόσο στη στάση του οι συνολικοί καταναγκασμοί (και ιδιαίτερα οι ιδεολογικοί) του καθεστώτος του θα πρέπει να είχαν κατα- θλιπτικό 6άρος: Πώς να ηγηθείς της απελευ­θερωτικής πάλης, όταν κύριος εχθρός σου είναι η ελευθερία και ο κύριος στόχος σου είναι η εξυπηρέτηση των στόχων της αντεπαναστα- τικής αντίδρασης; Πού να δρεις τη δύναμη να στηριχθείς στις μάζες για ένα αγώνα αποφασι­στικό και ίσως μοιραίο; Έναν αγώνα, προσθέ­τουμε, που παρουσιάζει και μεγάλες αντικει­μενικές δυσχέρειες, γιατί η αντιπαράθεση με τις τεράστιες δυνάμεις, που απειλούν μια μικρή και αδύνατη χώρα, δεν είναι και τόσο εύ­κολο πράγμα.
Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι στο στήθος του Μεταξά, όπως και όλης της κυ­ρίαρχης τάξης, χτυπούν δυο καρδιές:
1) Η ταξική ηττοπάθεια. Δεμένη μέσα από χιλιάδες νήματα με την ξένη εξάρτηση, η κυ­ρίαρχη τάξη δεν μπορεί να ελπίζει σε αποφασι­στική αντιπαράθεση με αυτή. Ο ίδιος ο Μετα­ξάς, αν πιστέψουμε φίλους του που μας μετα­δίδουν συζητήσεις μαζί του πριν ακόμη την 4Π Αυγούστου, δικαιολογεί την απόφασή του να δεχθεί να γίνει «σκεύος εκλογής» με το επιχεί­ρημα «η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, τι μπορεί να κάνει». Δεν ήταν άλλωστε ο μόνος. Ο στρα­τηγός Αλ. Παπάγος δεν ήταν καθόλου φιλικός προς τον Άξονα. Αντίθετα έχει γίνει στόχος των ανθρώπων του, που οργανώνουν παρά­σταση στην κυβέρνηση, αν όχι και απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, για να τον διώ­ξουν. Βλέπει καθαρά τον κίνδυνο που επέρχε­ται. Ωστόσο, αν αληθεύουν όσα του αποδίδουν συνάδελφοί του, δεν βλέπει τίποτε άλλο σαν δυνατότητα από «μερικούς πυροβολισμούς για την τιμή των όπλων». Δεν πρόκειται για ατομι­κή δειλία ή ανικανότητα. Πρόκειται για τη συλ­λογική στάση μιας ιστορικής δύναμης που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα ιστορικά της όρια.
2)              Η διάθεση αντίστασης. Οι εξελίξεις κα­ταλήγουν να κάνουν εντελώς ανασφαλές αυτό που η κυρίαρχη τάξη θεωρεί συμφέρον της. Οι δεσμοί με τους ξένους άλλωστε δεν αντιστρα- τεύονται κατ’ ανάγκην εντελώς την προσπά­θεια αντίστασης, καθώς, όπως είδαμε, η κυ­ρίαρχη βρετανική επιρροή αντιτάσσεται στις ιταλικές βλέψεις.
Πιασμένοι ανάμεσα σε αντιφατικές δυνά­μεις ο I. Μεταξάς και ο κόσμος του, εν μέρει γαλβανισμένοι και από τη στάση μιας λαϊκής μάζας που δεν δείχνει διαθέσεις συνθηκολό­γησης, αφήνονται για μια στιγμή στη μέθη της
νίκης. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι, όταν με τη γερμανική εισβολή του Απρίλη 1941 η βι­αιότητα των αντιθέσεων φθάνει στο έπακρο και οι αντικειμενικές δυσχέρειες μεγαλώνουν ξεπερνώντας τα «κιλά» της, η πατρικιακή αυτή αγωνιστική διάθεση δεν αντέχει τις δοκιμα­σίες. Η χώρα και ο λαός εγκαταλείπονται στην τύχη τους και οι ξένοι αφήνονται να τα τακτο­ποιήσουν όλα με το δικό τους τρόπο8, θα γίνει εκείνο που ο Μεταξάς φοβόταν περισσό­τερο από οτιδήποτε άλλο: Την πάλη για την ελευθερία θα αναλάβουν οι δυνάμεις εκείνες, που το καθεστώς του είχε αναλάβει να εξο­ντώσει.
«Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε θεός κελεύει». Εκπρόσωπος δυνάμεων που έχουν αποδεχθεί και αναλάβει άλλους ρόλους, ο I. Μεταξάς ήλθε από την ίδια την ανεξέλε­γκτη και απρόβλεπτη κίνηση της Ιστορίας, του τελικού κριτή όλων μας, σε ένα ρόλο που δεν του ταίριαζε και που ο ίδιος έβλεπε με φόβο, σαν επικίνδυνο για το καθεστώς του9. Από αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο της ελληνι­κής ιστορίας, πρέπει να διδαχθούμε ότι μπρο­στά μας η Ιστορία επιφυλάσσει ακόμη πολλές στροφές και ότι, ακόμη και σε εποχές ευτελι­σμού και εξευτελισμού, όπως ήταν η εποχή του Μεταξά και είναι και η δική μας, κανείς δεν ξέρει τι τέξεται η επιούσα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1].Ο χαρακτηρισμός έχει δώσει λαβή σε ως τώρα πολλές και όχι αβάσιμες συζητήσεις. Ποιος κυριαρχούσε στην 4"Αυγούστου: Ο Μετα­ξάς ή ο Γεώργιος ο Β'; Ως ένα Βαθμό αναντίρρη­ τα και οι δύο. Ωστόσο υπάρχουν κρίσιμες στιγ­μές, όπου ο Γ εώργιος εμφανίζεται να δίνει «κο­φτές» εντολές, που ο Μεταξάς δεν τολμά να παρακούσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα τέ­τοιο φαινόμενο παρουσιάζεται σε μια κρισιμό­τατη περίοδο: Τον Οκτώβρη του 1938. Κάτω από την επίδραση του περιβόητου συμφώνου του Μονάχου, που έχει υπογράφει στις 30.9.1938, ο Μεταξάς γράφει στο Γεώργιο, που βρίσκεται στο Λονδίνο, και του ζητά κατά την επιστροφή του να περάσει από τη Γερμανία και να συναντήσει τον Αδ. Χίτλερ. Η απαντητική επιστολή του Γεωργίου γραμμένη σε ιδιαίτερα απότομο ύφος, που έρχεται σε άμεση αντίθεση με το ικετευτικό ύφος του Μεταξά, περιείχε μια άρνηση τόσο «κοφτή», ώστε ο Μεταξάς δεν τόλμησε να επανέλθει.
2.Η περιβόητη «γερμανοφιλία του Μεταξά’ήταν (και εξακολουθεί να είναι) μια από τις πιο πολυσυ­ζητημένες πλευρές της 4ηςΑυγούστου. Πολλοί την αμφισβητούν. Ένα είναι βέβαιο: Το ημερολό­γιο του Μεταξά περιέχει εκφράσεις μιας όχι απλώς υστερικής αλλά κυριολεκτικά πυρετικής γερμανοφιλίας. Από την άλλη μεριά, οι σημειώ­σεις αυτές του Μεταξά έρχονται σε τόσο αβυσ­σαλέα αντίθεση με την πρακτική του πολιτική, ώστε μόνο δυο λογικές εξηγήσεις υπάρχουν: Ή ο Μεταξάς κυνικά «κοροϊδεύει την κοινωνία» ή δεν είναι εντελώς καλά στα μυαλά του. Ούτε η μια ούτε η άλλη αποκλείεται, δεν αποκλείονται μάλι­στα ούτε και οι δυο μαζί. Οι σημειώσεις όμως αυτές δείχνουν και κάτι άλλο: Οτι ο Μεταξάς, ένα μυαλό κατά τα άλλα κάθε άλλο παρά δεύτερης κατηγορίας, έχει αφομοιώσει πολύ καλά τα μαθή­ματα της σχολής στελεχών του μονοπωλιακού κεφαλαίου της δεκαετίας του 30: Δηλ., τα μαθή­ματα αντεπαναστατικής πολιτικής τακτικής, που αποτελούν και τον πυρήνα του καθεστώτος του.
3.Είναι πολύ πιθανό ότι ο διφυής αυτός χαρα­κτήρας του καθεστώτος και η κατάσταση νευρι­κής εκκρεμότητας μεταξύ Βρετανίας και Γερ­μανίας βρίσκεται πίσω από ένα χαρακτηριστικό του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που μόνο η παρεμβολή του πολέμου έθεσε σε δεύτερη μοίρα: Την ανικανότητα χάραξης συστηματικής οικονομικής πολιτικής.
4.Η στάση άλλωστε και της Γαλλίας, που χαρα­κτηρίζεται από ενδοτικότητα προς τη Γ ερμανία και απόλυτη αδιαλλαξία προς την Ιταλία, ασφα­λώς δεν είναι άσχετη με τα παραπάνω.
5.Το ότι το κατάλαβε δείχνει ότι ούτε ό Μετα­ξάς ούτε το καθεστώς του είχαν τυχάρπαστο χαρακτήρα. Ήταν ένα πολύ προσεκτικά προε­τοιμασμένο καθεστώς από το σύνολο του κυ­ρίαρχου συνασπισμού εξουσίας, ο οποίος θέτει στην υπηρεσία του όλα τα εκλεκτά μυαλά που διαθέτει.
6.Φυσικά, αυτό μπορεί να αναγνωσθεί και σαν απόδειξη ότι τα «λάθη» τους δεν ήταν στην πραγματικότητα λάθη.
7.Πρόκειται για το Σύμφωνο που είχε υπογρά­ψει ο Ελ. Βενιζέλος το 1929 - “30.
8.Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι όλα αυτά γί­νονται χωρίς τον I. Μεταξά, που έχει πεθάνει στις 29.1.41. Ενδιαφέρον έχει ένα ερώτημα, στο οποίο δεν θα μάθουμε ποτέ την απάντηση: Τι θα είχε αλήθεια κάνει ο Μεταξάς, αν είχε προλάβει τη γερμανική επίθεση;

9.Στην προσωπική πολιτική του I. Μεταξά, υπάρχει ίσως και ένας άλλος παράγων: ζέρουμε καλά ότι ο Μεταξάς, αν και από νεαρή ηλικία είχε ακολουθήσει το στρατιωτικό κλάδο, ήταν άνθρωπος εύθραυστης υγείας. Οι τελευταίες φωτογραφίες του που διαθέτουμε είναι του Νο­έμβρη του 1940, δηλ. λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων. Δείχνουν έναν άνθρωπο εντελώς καταβεβλημένο και, ίσως, ετοιμοθάνατο. Μήπως άραγε το γνώριζε και ο ίδιος και αφήνει τα πράγματα να κυλήσουν με τη σκέψη και, ίσως, την ελπίδα ότι δεν θα είναι αυτός που  θα χρειαστεί να κάνει τις δύσκολες επιλογές;

1960: Συγκλονίζει η «υπόθεση Μαξ Μέρτεν»

 1960: Συγκλονίζει η «υπόθεση Μαξ Μέρτεν»



Ο Μέρτεν (δεξιά) συνομιλεί με τον συνήγορό του, κατά τη διάρκεια της δίκης

Στις 16 Οκτώβρη του 1960, κατά τη διάρκεια μιας θυελλώδους συνεδρίασης στη Βουλή για τη διαβόητη «υπόθεση Μέρτεν», βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος της ΕΡΕ επιτίθενται κατά βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της ΕΔΑ. Σημειώνονται συμπλοκές και η συνεδρίαση διακόπτεται. Το επεισόδιο υπογράμμιζε τη σημασία της υπόθεσης αυτής, η οποία είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον πρώην ναζί αξιωματικό Μαξ Μέρτεν, ο οποίος ευθυνόταν για σειρά εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη.



Ο Μέρτεν συνελήφθη, κατά σύμπτωση, στην Αθήνα το Μάη του 1957. Το Μάρτη του 1958, εκδόθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα και ορίστηκε η δίκη του. Το Νοέμβρη του 1958, ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσκεψη στη Δυτ. Γερμανία. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα. Ηθελαν, όμως, να σταματήσει και η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτ. Γερμανίας, που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική τους δράση, να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητα στη χώρα μας.

Οπως αποδείχτηκε, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σ' αυτήν την κατάπτυστη συμφωνία, με αντάλλαγμα μερικά εκατομμύρια μάρκα. Στα τέλη του Γενάρη του 1959, ήρθε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου»... Μπροστά στις αντιδράσεις των βουλευτών της ΕΔΑ, η κυβέρνηση εξαίρεσε την περίπτωση Μέρτεν. Ολοι, όμως, γνώριζαν ότι επρόκειτο για παραπλανητικό ελιγμό.

Η δίκη του Μέρτεν άρχισε στις 11 Φλεβάρη του 1959 και κράτησε 20 μέρες. Ο Μέρτεν καταδικάστηκε σε ποινές από 6 έως 20 χρόνια για διάφορα αδικήματα, όπως παράνομες φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία Ισραηλιτών, «γκέτο» σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου Θεσσαλονίκης, εκτόπιση στα γερμανικά στρατόπεδα 40.000 Εβραίων κλπ. Τελικά, το Νοέμβρη του 1959, με τροποποίηση του προηγούμενου νόμου, ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε. Στη Γερμανία συνελήφθη, αλλά γρήγορα αφέθηκε ελεύθερος...

Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1960, η γερμανική εφημερίδα «Ηχώ του Αμβούργου» και το περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ» δημοσίευσαν αφηγήσεις του Μέρτεν, σύμφωνα με τις οποίες ο Κ. Καραμανλής και ο υπουργός Εσωτερικών Δημ. Μακρής ήταν συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων. Το γεγονός προκαλεί σάλο στην Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις «αποκαλύψεις», αρνείται, όμως, να απαντήσει στα ερωτήματα και τις καταγγελίες της ΕΔΑ για τους πραγματικούς λόγους απελευθέρωσης του Μέρτεν. Προκαλώντας έτσι και ένταση στη Βουλή.


Χίλιοι ναζιστές στην υπηρεσία των ΗΠΑ

 Χίλιοι ναζιστές στην υπηρεσία των ΗΠΑ

Χίλιους και πλέον Γερμανούς ναζιστές χρησιμοποιούσε ως κατασκόπους η αμερικανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Β’Παγκοσμίου Πολέμου* παρόλο που γνώριζε ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εγκληματίες πολέμου.

Πρωτοσέλιδο των New York Times αναφέρεται σε έγγραφα της CIA και του FBI, που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα και μεταξύ άλλων αναφέρουν πως και ακόμα και αν το υπουργείο Δικαιοσύνης ζητούσε τη σύλληψη κάποιου ναζιστή που είχε καταφύγει στις ΗΠΑ, κάποια μυστική υπηρεσία παρενέβαινε και εμπόδιζε την σύλληψη.

Και γράφει χαρακτηριστικά: «Η ευρεία χρησιμοποίηση των ναζιστών κατασκόπων έλαβε διαστάσεις στον ψυχρό πόλεμο και υποστηριζόταν από τους δυο τιτάνες των μυστικών υπηρεσιών της δεκαετίας του '50 - τον επί μεγάλο διάστημα αρχηγό του FBI Xούβερ και τον διευθυντή της CIA Ντάλες».
Στο δημοσίευμα αναφέρεται πως αξιωματικός των Ες-Ες, ο Ότο φον Μπόλσβιγκ, δεξί χέρι του συγγραφέα του Μεθοδολογίου για το πώς πρέπει να τρομοκρατούνται οι Εβραίοι, είχε το 1954 την κάλυψη του αρχηγού του FBI, γεγονός που αδρανοποίησε την εντολή του υπουργού Δικαιοσύνης για τη σύλληψή του.

Ένα απόρρητο έγγραφο του 1995 της CIA προς την επιτροπή Πληροφοριών της αμερικανικής βουλής ομολογεί ότι πρώην αξιωματούχοι ναζιστές «χρησιμοποιούνται από τις ΗΠΑ ως κατάσκοποι», ενώ παράλληλα δεν παραλείπει να τονίσει ότι η υπηρεσία «δεν έχει συγκεκριμένες αποδείξεις για τη δράση τους κατά τον πόλεμο».

Και τονίζει: «Ο αμερικανικός στρατός, η CIA καθώς και άλλες κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν τουλάχιστον 1.000 πρώην ναζιστές και συνεργάτες τους ως κατασκόπους και πληροφοριοδότες μετά τον πόλεμο, σύμφωνα με τον Ρίχαρντ Μπράιτμαν, του Αμερικανικού πανεπιστημίου, ο οποίος ήταν μέλος του κυβερνητικού συμβουλίου που έκανε τον καταμερισμό των Γερμανών εγκληματιών πολέμου».
Μάλιστα, το δημοσίευμα των New York Times αναφέρει πως το 1994 ετοιμάζονταν να παραπέμψουν σε δίκη έναν συνεργάτη των Ναζιστών με το όνομα Αλεξάντρας Λιλέικις, για τον οποίον υπήρχαν στοιχεία ότι με δική του διαταγή εκτελέστηκαν με πολυβόλο 60.000 Εβραίοι στη Λιθουανία.

Ωστόσο, η CIA εμπόδισε κάθε ενέργεια εναντίον του, καθώς τον είχε στρατολογήσει το 1952 για κατάσκοπο στην τότε Ανατολική Γερμανία με μισθό 1.700 δολάρια το χρόνο και δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε στην Αμερική.
Πηγή: Nooz
*Προφανώς πρόκειται περί λάθους αφού το κείμενο δεν μιλάει για τον "Δεύτερο", αλλά για τον "ψυχρό" πόλεμο. 

TOP READ