Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, την
επέτειο γέννησης του οποίου θυμόμαστε σαν σήμερα το 1756, εκτός από ιερό
τέρας της κλασικής μουσικής είχε και ασχολίες που τον κατέτασσαν μεταξύ
των ανήσυχων πνευμάτων της εποχής του. Η συμπάθεια του για τους
ελευθεροτέκτονες και η μετέπειτα ένταξή του σε αυτούς στα 28 του χρόνια
πιστοποιούν αυτή του την ιδιότητα. Πριν δούμε τη σχέση του συνθέτη με τη
μασονία, ας κάνουμε μια πολύ μικρή αναδρομή στην παρουσία των στοών
στην Αυστρία, ειδικότερα στη Βιέννη, όπου μυήθηκε κι ο Μότσαρτ. Η πρώτη
μασονική στοά ιδρύθηκε το 1742 στην αυστριακή πρωτεύουσα, στην οποία
μάλιστα ανήκε ο πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα της Αυστρίας, Ιωσήφ
Β’. Η άνοδος του Ιωσήφ στην εξουσία κι λίγες δεκαετίες αργότερα κι οι
μεταρρυθμίσεις που προωθεί διευρύνουν την απήχηση των ανθρωπιστικών και
διαφωτιστικών ιδέων που πρέσβευε σε εκείνη την ιστορική συγκυρία η
μασονία, ως ιδεολογική έκφραση της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η ανεκτική
στάση του αυτοκράτορα δεν αναιρούσε το συνωμοτικό χαρακτήρα των
μασονικών οργανώσεων. Η μασονία προωθούσε την ισότητα εντός των κόλπων
της, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης. Μάλιστα το εσωτερικό σύνταγμα
της αυστριακής στοάς αναγνωρίζει ως πολίτευμά της τη δημοκρατία, σε
αντίθεση με την -πεφωτισμένη-έστω δεσποτεία της αυτοκρατορίας.
Ο Μότσαρτ έγινε μέλος μασονικής στοάς
της Βιέννης στις 14 Δεκεμβρίου 1784, σε μια εποχή που στη Βιέννη
υπάρχουν 600 ως 800 μασόνοι, προερχόμενοι από την ανώτερη αστική τάξη
αλλά και την αριστοκρατία. Ο Μότσαρτ σαφώς είχε επηρεαστεί από τον
επίσης μασόνο πατέρα του Λεοπόλδο, καθώς και από πολυάριθμους γνωστούς
του που ήταν ήδη μέλη σε στοές. Δεν ήταν όμως απλώς ένας συρμός ή μια
ευκαιριακή κίνηση για εκείνον, αλλά μια επιλογή που, σε συνδυασμό με τα
κοινωνικά οφέλη που παρείχε, εδραζόταν στη βαθιά του πίστη πως έτσι
συνέβαλε στη βελτίωση της ανθρωπότητας. Τα αισθήματά του αποτυπώνονται
ξεκάθαρα σε επιστολή του στο Λεοπόλδο στις 4 Απρίλη 1787, όπου
περιγράφει την ευγνωμοσύνη του προς τη στοά και τους νέους δρόμους που
έβλεπε μέσω αυτής για τη ζωή του.
Ο Μότσαρτ υποστήριξε τη στοά κυρίως
μουσικά, συνθέτοντας μουσικά κομμάτια για μασονικές δεξιώσεις, για
εξόδιες ακολουθίες εκλιπόντων μασόνων, αλλά και δίνοντας συναυλίες για
την οικονομική στήριξη μουσικών της στοάς που είχαν περιπέσει σε ένδεια.
Το ανεκτικό κλίμα της εποχής
τερματίζεται με διάταγμα του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ το 1785, ο
οποίος είχε αρχίσει να φοβάται πως οι στοές έθεταν σε κίνδυνο τα ήθη,
την τάξη και τη θρησκεία. Παρότι αναγνώριζε τη θετική δουλειά των στοών
σε ζητήματα φιλανθρωπίας και ανατροφής, χαρακτηρίζει τη μασονία
“τσαρλατανισμό” και θέτει σε εφαρμογή περιοριστικά μέτρα σε βάρος της.
Έτσι, απαγορεύει την ίδρυση νέων στοών στην ύπαιθρο και σε διοικητικές
έδρες ευγενών. Οι συναντήσεις των μελών έπρεπε στο εξής να δηλώνονται
στις αρχές και πλήρεις κατάλογοι των μελών να παραδοθούν σε αυτές. Στα
μέρη που επιτρεπόταν ακόμα η λειτουργία στοών, ο συνολικός αριθμός τους
δεν μπορούσε να υπερβαίνει τις τρεις και τα μέλη του τα 180. Ο αριθμός
των μελών φθίνει δραστικά, καθώς ιδιαίτερα οι επιφανέστεροι αστοί και
αριστοκράτες φοβούνται τη δυσμένεια του αυτοκράτορα.
Η στοά “Για την Ευεργεσία” στην οποία
ανήκε ο Μότσαρτ ενώνεται με δυο άλλες και ιδρύουν το 1786 τη στοά “Για
τη νεοστεμμένη ελπίδα”, με 116 μέλη. Κάποιες από τις στοές
εντατικοποιούν τις δραστηριότητές τους. Η νέα στοά του Μότσαρτ προσπαθεί
να αποσπάσει την κρατική εύνοια, θέτοντας ως καταστατικό της στόχο τη
βοήθεια των απόρων και τη λογιοσύνη. Ιδρύεται επίσης ένα Μουσείο των
μασόνων, με όργανα φυσικής, συλλογές φυσικής ιστορίας και τεχνολογίας
και εξειδικευμένη λογοτεχνία. Ο Μότσαρτ παραμένει πιστός στη μασονία,
παρότι ως συνθέτης εξαρτόταν ακόμα περισσότερο από τις διαθέσεις του
αυτοκράτορα, ο οποίος χρηματοδοτούσε το Εθνικό Θέατρο. Ο Μότσαρτ με τον
τυπογράφο Κρίστιαν Φρήντριχ Βάπλερ παραμένουν τα μόνα πιστά μέλη ως το
1791.
Ο ίδιος φλέρταρε με την ιδέα ίδρυσης
μιας δικής του στοάς με τον τίτλο “Εταιρεία των σπηλαιών”, όπως φαίνεται
από επιστολική αναφορά της συζύγου του Κωνστάντζας, μετά το θάνατο του
συνθέτη, το 1800. Αρκετοί βέβαια λόγω του αστείου ονόματος θεωρούν πως
δεν επρόκειτο για στοά, αλλά για σύλλογο οινοποσίας και γενικότερης
κραιπάλης που σκόπευε να φτιάξει. Ο Μότσαρτ συνεχίζει πάντως να
επισκέπτεται στοές στα ταξίδια του, όπως στην Πράγα το 1791 και στο
Βερολίνο το 1788.
Το ξέσπασμα της γαλλικής επανάστασης, σε
συνδυασμό με τον αυστροτουρκικό πόλεμο του 1788-1790, αλλά και τις
ταραχές μεταξύ αυστριακών αγροτών που απαιτούν αγροτική μεταρρύθμιση,
οδηγεί τις αυστριακές αρχές σε ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία προς τους
μασόνους. Εκείνοι την εποχή πολλοί πρώην μασόνοι, κυρίως αριστοκράτες
και κληρικοί αναδεικνύνται σε φανατικούς πολέμιους των στοών, ενώ άλλοι
προσπαθούν να ελέγξουν παλιές στοές και να τις μετατρέψουν σε όργανα της
αυτοκρατορικής πολιτικής. Δεδομένης της λογοκρισίας ακόμα και στην
αλληλογραφία, οι Αυστριακοί μασόνοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στην
έκφραση συμπάθειας στη γαλλική επανάσταση.
Το 1791 ο Μότσαρτ αρχίζει τη σύνθεση του
“Μαγικού Αυλού”, μιας όπερας η οποία για μέλη στοών και γνώστες
ευρύτερα εμπεριέχει μια σειρά νοημάτων και συμβολισμών που παραπέμπουν
στον ελευθεροτεκτονισμό Ο πρίγκηπας Ταομίνο εκφράζει την επιθυμία να
ανήκει στον κύκλο των Μυημένων για να γίνει ιερέας της λατρείας του
Όσιρι και της Ίσιδας. Αυτό προϋποθέτει να περάσει μια σειρά δοκιμασιών
για να αποδείξει πως διαθέται αρετή, φιλανθρωπία και εχεμύθεια. Η
διαδικασία αυτή ασφαλώς θυμίζει τη μύηση σε μασονική στοά. Ο Μότσαρτ και
ο συγγραφέας του λιμπρέτο (κείμενο όπερας) Σικανέντερ, διευθυντής του
Βιεννέζικου Εθνικού Θεάτρου δεν προδίδουν τα μυστικά του τεκτονισμού,
εμμέσως ωστόσο διαφημίζουν στο κοινό τους τις ιδέες του. Ο μαγικός αυλός
σε εκείνες τις πολιτικές συνθήκες, κατά τις οποίες οι τέκτονες
αντιμετωπίζονταν με μεγάλη καχυποψία, σήμαινε μια δήλωση πίστης στη
μασονία και ταυτόχρονα μια προσπάθεια διάλυσης των παρεξηγήσεων που είχε
στο μυαλό του η πλειονότητα του κοινού γι’αυτή. Η τελευταία σύνθεση
του Μότσαρτ είναι η Μικρή Τεκτονική Καντάτα, την οποία διευθύνει ο ίδιος
μάλιστα στις 18 Νοέμβρη 1791, στα εγκαίνια ενός νέου τεκτονικού ναού
της στοάς στην οποία ανήκε. Δυο βδομάδες αργότερα φεύγει από τη ζωή.