Το σλόγκαν «εμπιστοσύνη στους ειδικούς» –
ή, σε παραλλαγή, «εμπιστοσύνη στους επιστήμονες» – έχει αποκτήσει
ιδιαίτερο επικοινωνιακό, ιδεολογικό και πολιτικό βάρος το τελευταίο
διάστημα, με αφορμή την επιθετική εξάπλωση της Covid-19. Η «εμμονικής»
συχνότητας επίκλησή του, μάλιστα, δυσκολεύει να γίνεται αντιληπτό σε τι
πραγματικά αναφέρονται όσοι το χρησιμοποιούν.
Στο στόμα των αστικών κυβερνήσεων ανά τον κόσμο, λειτουργεί ως επιχείρημα για την τεκμηρίωση της… σοφίας που χαρακτηρίζει τις πολιτικές αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας. Ετσι, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχαίρει για τη δήθεν «αποτελεσματική» διαχείριση της κατάστασης, προβάλλοντας ότι τα κατάφερε γιατί επέλεξε να δώσει τον πρώτο λόγο στους – πράγματι καταξιωμένους στο αντικείμενό τους – ειδικούς οι οποίοι απαρτίζουν την Επιτροπή που η ίδια όρισε υπό τον καθηγητή Τσιόδρα.
Αντίστοιχα, αστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης επικαλούνται επιστημονικές μελέτες στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν την πολιτική αντιπαράθεση σε πεδίο που δεν αμφισβητεί τις στοχεύσεις τις οποίες από κοινού με τις αστικές κυβερνήσεις υπηρετούν. Ετσι, βλέπουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιεί διαφοροποιήσεις στις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για να μεμφθεί επιδερμικά την κυβέρνηση.
Μήπως οι δικοί μας ειδικοί είναι καλύτεροι από τους άλλους; Κανένας Ιταλός λοιμωξιολόγος ή επιδημιολόγος δεν θα υποστήριζε ότι ο νέος κορονοϊός δεν μεταδίδεται μεταξύ των εργατών που στοιβάζονταν στις μεγάλες βιομηχανίες την ώρα που η πανδημία κάλπαζε. Οπως και κανένας Ελληνας συνάδελφός του δεν θα υποστήριζε κάτι τέτοιο για τις εκατοντάδες ανάλογες – στον ένα ή στον άλλο βαθμό – περιπτώσεις που καταγγέλλουν τα ταξικά συνδικάτα στη χώρα μας.
Μήπως η διαφορά βρίσκεται στο πώς αξιολογήθηκε η προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή από την κυβέρνηση της ΝΔ; Το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις των κατεξοχήν ειδικών επιστημόνων – των υγειονομικών, που δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες στα νοσοκομεία της χώρας μας – βρίσκουν διαχρονικά τοίχο από όλες τις κυβερνήσεις αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Εξάλλου, δεν γίνεται να ξεχάσουμε και την αλφαβήτα για όποιον έχει την παραμικρή σχέση με την επιστήμη: Η αξιοπιστία των στατιστικών καθορίζεται από το μέγεθος και την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Είναι αστείο να πανηγυρίζεις π.χ. για τα περιορισμένα κρούσματα, όταν δεν έχεις κάνει μαζικά τεστ για να τα εντοπίσεις. Ξεπερνά τα όρια της αστειότητας η ανάλυση που είδαμε στις τηλεοράσεις για την «πρωτιά της Ελλάδας στον αριθμό των τεστ ανά κρούσμα»!
Τελικά, μήπως αλλού είναι το πρόβλημα; Μήπως, στην πραγματικότητα, πίσω από το σλόγκαν «εμπιστοσύνη στους επιστήμονες» κρύβεται η αστική πολιτική, που στις διάφορες παραλλαγές της προωθείται παντού με την επίκληση της επιστήμης;
Η πρώτη αφορά την εξέλιξη της πανδημίας, σε συνδυασμό με την κατάσταση του συστήματος Υγείας και τις δυνατότητες περίθαλψης των νοσούντων. Εξ ου και οι εκτιμήσεις των λοιμωξιολόγων και των επιδημιολόγων βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Η δεύτερη έχει να κάνει με την κατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας σε κάθε χώρα και διεθνώς, τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων των διαφόρων κλάδων, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, με τη νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση να εφορμά ήδη πριν τον νέο κορονοϊό. Από εδώ εξηγούνται οι διαφοροποιήσεις στις πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας από τις διάφορες αστικές κυβερνήσεις.
Συσχετίζοντας τα παραπάνω, φωτίζεται το κύριο: Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι πολιτικές και η επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη αξιοποιείται κατά το δοκούν για την υποστήριξή τους.
Εξάλλου, πολιτικές είναι και οι αποφάσεις για τη στελέχωση και το ρόλο που αποδίδεται στα διάφορα επιστημονικά επιτελεία. Αλλωστε, οι ειδικότητες όσων έχουν επιλεγεί να τα στελεχώσουν, έως ένα βαθμό προκαταλαμβάνουν και το είδος και την εμβέλεια των γνωμοδοτήσεών τους. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν δεδομένο ότι οι ογκολόγοι θα στάθμιζαν διαφορετικά τον κίνδυνο που διατρέχουν οι καρκινοπαθείς που αναγκάζονται να διακόψουν τη θεραπεία τους. Αντίστοιχα, οι ψυχολόγοι θα στάθμιζαν διαφορετικά τους κινδύνους από την εμμονική επίκληση στην ατομική ευθύνη, ενώ, σε συνεργασία και με ορθοπεδικούς και γιατρούς Εργασίας, θα έβλεπαν διαφορετικά τα μέτρα για την επιβολή της τηλεργασίας (και πιθανότατα θα έρχονταν σε αντιπαράθεση με τους ειδικούς της αστικής οικονομικής επιστήμης, οι οποίοι θα προσπαθούσαν να συνδυάσουν τη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων με την αύξηση της εντατικοποίησης και της παραγωγικότητας της εργασίας).
Με λίγα λόγια, ισχύει ότι ο τρόπος που ορίζεις ένα πρόβλημα προδιαγράφει και τις προοπτικές της προσπάθειας επίλυσής του.
Αυτό ισχύει και για τους επιδημιολόγους και τους λοιμωξιολόγους. Για παράδειγμα, αλλιώς θα τοποθετούνταν για τη λειτουργία των σχολείων εάν είχαν γίνει πράξη όσα διεκδικούν εδώ και χρόνια μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς για τις σχολικές υποδομές, και αλλιώς με βάση την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί διαχρονικά, η οποία επιτείνεται με τις προβλέψεις του σχεδίου νόμου της κυβέρνησης για περισσότερους μαθητές ανά σχολική αίθουσα. Οπως επίσης είναι προφανές ότι δεν μπορεί να βρει κανένα επιστημονικό έρεισμα η πρόταση της κυβέρνησης προς την Κομισιόν να μη μένει κενή ούτε μία θέση στα αεροπλάνα που θα μεταφέρουν τους τουρίστες για τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, την ώρα που όλοι χρειάζεται να κρατάμε αποστάσεις στα σούπερ μάρκετ και στις ουρές στις τράπεζες και τη ΔΕΗ.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Οι αστικές πολιτικές διαχείρισης, τόσο για το «lockdown» όσο και για το σταδιακό άνοιγμα, σχεδιάζονται με γνώμονα τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών και τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι την προστασία της υγείας του λαού. Στην προσπάθειά τους να βρουν την πολυπόθητη γι’ αυτούς χρυσή τομή μεταξύ βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου «κόστους» και «οφέλους», τα αστικά επιτελεία εργαλειοποιούν και την επιστήμη.
Αλλωστε, μόνο έτσι αναπτύσσεται διαλεκτικά η γνώση, με την κοινωνική πρακτική να αποτελεί την κρησάρα για το περιεχόμενό της, αλλά και να καταδεικνύει τους δρόμους που διανοίγει η κατάκτησή της.
Η όλο και μεγαλύτερη και βαθύτερη σχετική αλήθεια που κατακτά η επιστημονική γνώση, όσο αναπτύσσεται μέσα από την ανάπτυξη της επιστημονικής δραστηριότητας και της κοινωνικής πρακτικής, δεν είναι παράγοντας αμφιβολίας για την αξιοπιστία της επιστήμης, αλλά το πιο ισχυρό όπλο της ανθρωπότητας στην προσπάθειά της να αναμετρηθεί νικηφόρα με τα νέα προβλήματα που της θέτει η διαρκώς αναπτυσσόμενη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα.
Δεν μπορεί όμως να παραγνωρίζει κανείς ότι και η ίδια η επιστήμη αναπτύσσεται στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο προσανατολισμός και τα περιθώρια ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης καθορίζονται και από το πλαίσιο εντός του οποίου συγκροτούνται και διαμορφώνονται οι σχέσεις που διέπουν την επιστημονική δραστηριότητα και τους θεσμούς που την προάγουν. Η αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης δεν σβήνει το ταξικό πρόσημο της αστικής επιστήμης.
Η περίοδος που διανύουμε είναι χαρακτηριστική. Από τη μία διαφαίνονται οι τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν, με τους χιλιάδες επιστήμονες και ερευνητές να μπορούν δυνητικά να οργανώσουν τη δουλειά τους στο πλαίσιο σχεδιασμένης συνεργασίας, ώστε να ανταποκριθούν ακόμα και σε έκτακτες καταστάσεις και ανάγκες του λαού. Από την άλλη, η εξουσία του κεφαλαίου φρενάρει τις δυνατότητες της επιστήμης να αναπτυχθεί σχεδιασμένα ώστε να υπηρετεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.
Ακόμα και τα αστικά ΜΜΕ βρίθουν αναφορών για τον ανταγωνισμό μεταξύ των φαρμακοβιομηχανιών, την πρόταξη του κόστους της έρευνας έναντι του οφέλους για την υγεία του λαού, τους διαφόρων ειδών περιορισμούς με πατέντες κ.λπ.
Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται να βρεθούν άμεσα θεραπείες και εμβόλια για την Covid-19, γιατί χρειάζεται να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ομως το τι, πότε και πώς δεν καθορίζεται από τις «ανθρωπιστικές ανησυχίες» των καπιταλιστών, αλλά από την υπαγωγή της επιστημονικής έρευνας στις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, από το ποσοστό κέρδους και τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιζόμενων ομίλων, με αποτέλεσμα η υγεία του λαού να παραμένει εγκλωβισμένη στη μέγκενη του καπιταλισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πίσω από πολλά ερευνητικά εγχειρήματα για θεραπείες και εμβόλια για την Covid-19 βρίσκονται χρηματοδότες που έχουν ήδη πάρει θέση στον λυσσαλέο διεθνή ανταγωνισμό για την «επόμενη μέρα» της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο Μαρξ υπογράμμιζε ότι μόνο η εργατική τάξη μπορεί να μεταμορφώσει την επιστήμη από εργαλείο ταξικής κυριαρχίας σε δύναμη προς όφελος του λαού. Το δυνάμωμα της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που με την οργανωμένη δύναμη της συνειδητής πειθαρχίας προτάσσει την απειθαρχία στις αντιλαϊκές πολιτικές και την αγωνιστική διεκδίκηση για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, είναι ο παράγοντας που μπορεί να ανατρέψει τους σχεδιασμούς των αστικών επιτελείων. Να ανοίξει το δρόμο για το πέρασμα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα στο ξέφωτο της σοσιαλιστικής προοπτικής.
Σε αυτόν το δρόμο, θα αρθεί κάθε φραγμός στην επιστημονική έρευνα, με γνώμονα την ικανοποίηση των σύγχρονων και διευρυνόμενων αναγκών της κοινωνίας, την ανύψωση της κοινωνικής ευημερίας.
Πηγ: Ριζοσπάστης
Του Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ
Ο Δ. Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του Κ
Στο στόμα των αστικών κυβερνήσεων ανά τον κόσμο, λειτουργεί ως επιχείρημα για την τεκμηρίωση της… σοφίας που χαρακτηρίζει τις πολιτικές αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας. Ετσι, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχαίρει για τη δήθεν «αποτελεσματική» διαχείριση της κατάστασης, προβάλλοντας ότι τα κατάφερε γιατί επέλεξε να δώσει τον πρώτο λόγο στους – πράγματι καταξιωμένους στο αντικείμενό τους – ειδικούς οι οποίοι απαρτίζουν την Επιτροπή που η ίδια όρισε υπό τον καθηγητή Τσιόδρα.
Αντίστοιχα, αστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης επικαλούνται επιστημονικές μελέτες στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν την πολιτική αντιπαράθεση σε πεδίο που δεν αμφισβητεί τις στοχεύσεις τις οποίες από κοινού με τις αστικές κυβερνήσεις υπηρετούν. Ετσι, βλέπουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιεί διαφοροποιήσεις στις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για να μεμφθεί επιδερμικά την κυβέρνηση.
Ποια «εμπιστοσύνη», σε ποιους επιστήμονες και γιατί
Προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Αφού παντού ο πρώτος λόγος δόθηκε στους ειδικούς, γιατί είναι διαφορετικά τα αποτελέσματα της διαχείρισης της πανδημίας σε κάθε χώρα;Μήπως οι δικοί μας ειδικοί είναι καλύτεροι από τους άλλους; Κανένας Ιταλός λοιμωξιολόγος ή επιδημιολόγος δεν θα υποστήριζε ότι ο νέος κορονοϊός δεν μεταδίδεται μεταξύ των εργατών που στοιβάζονταν στις μεγάλες βιομηχανίες την ώρα που η πανδημία κάλπαζε. Οπως και κανένας Ελληνας συνάδελφός του δεν θα υποστήριζε κάτι τέτοιο για τις εκατοντάδες ανάλογες – στον ένα ή στον άλλο βαθμό – περιπτώσεις που καταγγέλλουν τα ταξικά συνδικάτα στη χώρα μας.
Μήπως η διαφορά βρίσκεται στο πώς αξιολογήθηκε η προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή από την κυβέρνηση της ΝΔ; Το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις των κατεξοχήν ειδικών επιστημόνων – των υγειονομικών, που δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες στα νοσοκομεία της χώρας μας – βρίσκουν διαχρονικά τοίχο από όλες τις κυβερνήσεις αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Εξάλλου, δεν γίνεται να ξεχάσουμε και την αλφαβήτα για όποιον έχει την παραμικρή σχέση με την επιστήμη: Η αξιοπιστία των στατιστικών καθορίζεται από το μέγεθος και την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Είναι αστείο να πανηγυρίζεις π.χ. για τα περιορισμένα κρούσματα, όταν δεν έχεις κάνει μαζικά τεστ για να τα εντοπίσεις. Ξεπερνά τα όρια της αστειότητας η ανάλυση που είδαμε στις τηλεοράσεις για την «πρωτιά της Ελλάδας στον αριθμό των τεστ ανά κρούσμα»!
Τελικά, μήπως αλλού είναι το πρόβλημα; Μήπως, στην πραγματικότητα, πίσω από το σλόγκαν «εμπιστοσύνη στους επιστήμονες» κρύβεται η αστική πολιτική, που στις διάφορες παραλλαγές της προωθείται παντού με την επίκληση της επιστήμης;
Η εργαλειοποίηση της επιστήμης από την αστική πολιτική
Ανεξαρτήτως συνθηκών, τα αστικά επιτελεία δεν παρεκκλίνουν ούτε ρούπι από το στόχο της στήριξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Στην τρέχουσα συγκυρία, καλούνται να συνυπολογίσουν πολλές αλληλεπιδρώσες παραμέτρους, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν κάποιες που μπορούμε να ομαδοποιήσουμε σε δύο κατηγορίες.Η πρώτη αφορά την εξέλιξη της πανδημίας, σε συνδυασμό με την κατάσταση του συστήματος Υγείας και τις δυνατότητες περίθαλψης των νοσούντων. Εξ ου και οι εκτιμήσεις των λοιμωξιολόγων και των επιδημιολόγων βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Η δεύτερη έχει να κάνει με την κατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας σε κάθε χώρα και διεθνώς, τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων των διαφόρων κλάδων, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, με τη νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση να εφορμά ήδη πριν τον νέο κορονοϊό. Από εδώ εξηγούνται οι διαφοροποιήσεις στις πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας από τις διάφορες αστικές κυβερνήσεις.
Συσχετίζοντας τα παραπάνω, φωτίζεται το κύριο: Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι πολιτικές και η επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη αξιοποιείται κατά το δοκούν για την υποστήριξή τους.
Εξάλλου, πολιτικές είναι και οι αποφάσεις για τη στελέχωση και το ρόλο που αποδίδεται στα διάφορα επιστημονικά επιτελεία. Αλλωστε, οι ειδικότητες όσων έχουν επιλεγεί να τα στελεχώσουν, έως ένα βαθμό προκαταλαμβάνουν και το είδος και την εμβέλεια των γνωμοδοτήσεών τους. Για παράδειγμα, είναι σχεδόν δεδομένο ότι οι ογκολόγοι θα στάθμιζαν διαφορετικά τον κίνδυνο που διατρέχουν οι καρκινοπαθείς που αναγκάζονται να διακόψουν τη θεραπεία τους. Αντίστοιχα, οι ψυχολόγοι θα στάθμιζαν διαφορετικά τους κινδύνους από την εμμονική επίκληση στην ατομική ευθύνη, ενώ, σε συνεργασία και με ορθοπεδικούς και γιατρούς Εργασίας, θα έβλεπαν διαφορετικά τα μέτρα για την επιβολή της τηλεργασίας (και πιθανότατα θα έρχονταν σε αντιπαράθεση με τους ειδικούς της αστικής οικονομικής επιστήμης, οι οποίοι θα προσπαθούσαν να συνδυάσουν τη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων με την αύξηση της εντατικοποίησης και της παραγωγικότητας της εργασίας).
Με λίγα λόγια, ισχύει ότι ο τρόπος που ορίζεις ένα πρόβλημα προδιαγράφει και τις προοπτικές της προσπάθειας επίλυσής του.
Αυτό ισχύει και για τους επιδημιολόγους και τους λοιμωξιολόγους. Για παράδειγμα, αλλιώς θα τοποθετούνταν για τη λειτουργία των σχολείων εάν είχαν γίνει πράξη όσα διεκδικούν εδώ και χρόνια μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς για τις σχολικές υποδομές, και αλλιώς με βάση την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί διαχρονικά, η οποία επιτείνεται με τις προβλέψεις του σχεδίου νόμου της κυβέρνησης για περισσότερους μαθητές ανά σχολική αίθουσα. Οπως επίσης είναι προφανές ότι δεν μπορεί να βρει κανένα επιστημονικό έρεισμα η πρόταση της κυβέρνησης προς την Κομισιόν να μη μένει κενή ούτε μία θέση στα αεροπλάνα που θα μεταφέρουν τους τουρίστες για τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, την ώρα που όλοι χρειάζεται να κρατάμε αποστάσεις στα σούπερ μάρκετ και στις ουρές στις τράπεζες και τη ΔΕΗ.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Οι αστικές πολιτικές διαχείρισης, τόσο για το «lockdown» όσο και για το σταδιακό άνοιγμα, σχεδιάζονται με γνώμονα τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών και τις προτεραιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι την προστασία της υγείας του λαού. Στην προσπάθειά τους να βρουν την πολυπόθητη γι’ αυτούς χρυσή τομή μεταξύ βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου «κόστους» και «οφέλους», τα αστικά επιτελεία εργαλειοποιούν και την επιστήμη.
Ο εγκλωβισμός της επιστήμης στη μέγκενη του καπιταλισμού
Με τον νέο κορονοϊό να έχει κάνει την εμφάνισή του πριν από λίγους μόλις μήνες, είναι πολλά αυτά που χρειάζεται να ανακαλύψουν ακόμα οι επιστήμονες ώστε η γνώση και η ανθρώπινη δραστηριότητα να κυριαρχήσουν πάνω του. Καθώς τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή της η επιστημονική κοινότητα συνεχώς εμπλουτίζονται, όχι μόνο δεν είναι παράλογο να αναθεωρούνται προγενέστερες επιστημονικές εκτιμήσεις, αλλά είναι και αναγκαίο.Αλλωστε, μόνο έτσι αναπτύσσεται διαλεκτικά η γνώση, με την κοινωνική πρακτική να αποτελεί την κρησάρα για το περιεχόμενό της, αλλά και να καταδεικνύει τους δρόμους που διανοίγει η κατάκτησή της.
Η όλο και μεγαλύτερη και βαθύτερη σχετική αλήθεια που κατακτά η επιστημονική γνώση, όσο αναπτύσσεται μέσα από την ανάπτυξη της επιστημονικής δραστηριότητας και της κοινωνικής πρακτικής, δεν είναι παράγοντας αμφιβολίας για την αξιοπιστία της επιστήμης, αλλά το πιο ισχυρό όπλο της ανθρωπότητας στην προσπάθειά της να αναμετρηθεί νικηφόρα με τα νέα προβλήματα που της θέτει η διαρκώς αναπτυσσόμενη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα.
Δεν μπορεί όμως να παραγνωρίζει κανείς ότι και η ίδια η επιστήμη αναπτύσσεται στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο προσανατολισμός και τα περιθώρια ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης καθορίζονται και από το πλαίσιο εντός του οποίου συγκροτούνται και διαμορφώνονται οι σχέσεις που διέπουν την επιστημονική δραστηριότητα και τους θεσμούς που την προάγουν. Η αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης δεν σβήνει το ταξικό πρόσημο της αστικής επιστήμης.
Η περίοδος που διανύουμε είναι χαρακτηριστική. Από τη μία διαφαίνονται οι τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν, με τους χιλιάδες επιστήμονες και ερευνητές να μπορούν δυνητικά να οργανώσουν τη δουλειά τους στο πλαίσιο σχεδιασμένης συνεργασίας, ώστε να ανταποκριθούν ακόμα και σε έκτακτες καταστάσεις και ανάγκες του λαού. Από την άλλη, η εξουσία του κεφαλαίου φρενάρει τις δυνατότητες της επιστήμης να αναπτυχθεί σχεδιασμένα ώστε να υπηρετεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.
Ακόμα και τα αστικά ΜΜΕ βρίθουν αναφορών για τον ανταγωνισμό μεταξύ των φαρμακοβιομηχανιών, την πρόταξη του κόστους της έρευνας έναντι του οφέλους για την υγεία του λαού, τους διαφόρων ειδών περιορισμούς με πατέντες κ.λπ.
Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται να βρεθούν άμεσα θεραπείες και εμβόλια για την Covid-19, γιατί χρειάζεται να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ομως το τι, πότε και πώς δεν καθορίζεται από τις «ανθρωπιστικές ανησυχίες» των καπιταλιστών, αλλά από την υπαγωγή της επιστημονικής έρευνας στις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, από το ποσοστό κέρδους και τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιζόμενων ομίλων, με αποτέλεσμα η υγεία του λαού να παραμένει εγκλωβισμένη στη μέγκενη του καπιταλισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πίσω από πολλά ερευνητικά εγχειρήματα για θεραπείες και εμβόλια για την Covid-19 βρίσκονται χρηματοδότες που έχουν ήδη πάρει θέση στον λυσσαλέο διεθνή ανταγωνισμό για την «επόμενη μέρα» της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η εργατική τάξη μπορεί να μεταμορφώσει την επιστήμη σε δύναμη προς όφελος του λαού
Οι αστικές δυνάμεις πασχίζουν με κάθε τρόπο να στηρίξουν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, επιδιώκοντας να φορτώσουν τα βάρη της πανδημίας και της κρίσης στις πλάτες του λαού. Στην προσπάθειά τους αυτή, αναζητούν έρεισμα και υποστήριξη στην επιστήμη, την οποία διαθλούν υπό το πρίσμα των συμφερόντων της εξουσίας του κεφαλαίου και αξιοποιούν εργαλειακά για την προώθηση των στοχεύσεών τους.Ο Μαρξ υπογράμμιζε ότι μόνο η εργατική τάξη μπορεί να μεταμορφώσει την επιστήμη από εργαλείο ταξικής κυριαρχίας σε δύναμη προς όφελος του λαού. Το δυνάμωμα της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που με την οργανωμένη δύναμη της συνειδητής πειθαρχίας προτάσσει την απειθαρχία στις αντιλαϊκές πολιτικές και την αγωνιστική διεκδίκηση για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, είναι ο παράγοντας που μπορεί να ανατρέψει τους σχεδιασμούς των αστικών επιτελείων. Να ανοίξει το δρόμο για το πέρασμα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα στο ξέφωτο της σοσιαλιστικής προοπτικής.
Σε αυτόν το δρόμο, θα αρθεί κάθε φραγμός στην επιστημονική έρευνα, με γνώμονα την ικανοποίηση των σύγχρονων και διευρυνόμενων αναγκών της κοινωνίας, την ανύψωση της κοινωνικής ευημερίας.
Πηγ: Ριζοσπάστης
Του Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ
Ο Δ. Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του Κ