Γρηγοριάδης Κώστας |
Ητανε ακουμπισμένη πάνω στον καρυδένιο κομό δίπλα στην ασημένια λάμπα της γιαγιάς, μπροστά στη φωτογραφία του παππού, αυτή που είχε βγάλει πριν πολλά πολλά χρόνια, όταν είχε επισκεφθεί την Οδησσό στα θρυλικά σκαλοπάτια του Αϊζενστάιν (Ποτέμκιν) και κοιτάζοντάς την τον καμάρωνα έτσι, στητός και ευγενικός που ήτανε με όλη την καλοσύνη διάχυτη στο πρόσωπό του!
Η φυσαρμόνικα, η φυσαρμόνικα και η ιστορία της,
η φυσαρμόνικα και ο ήχος της, η φυσαρμόνικα και οι νότες της,
η φυσαρμόνικα και οι μελωδίες της!
Πρωτόπαιξε, λέγανε, τη Μασσαλιώτιδα, του την έμαθε ένας Γάλλος εμιγκρές και μετά άρχισε να παίζει τσιγγάνικους σκοπούς και μελαγχολικοί ήχοι σαν τα μαύρα κοφτερά μάτια του λίγωσαν τη νουνά τη Χρυσάνθη που άφησε άντρα, σπίτι, οικογένεια και τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη!
Ομορφο ζευγάρι, αγόρασαν όμορφο σπίτι στο Αϊβαλί και γινήκανε περιζήτητοι στη μικροκοινωνία των ρομαντικών εστέτ, μιας και ο φραγκοράφτης πόρευε αρκετά καλά το χρήμα που έβγαζε!
Συχνά, στις βεγγέρες ερχόντανε και κάποιοι άλλοι άνθρωποι με μηνύματα και αποστολές άλλες και η νουνά ήξερε ότι ένα κόκκινο κατακόκκινο νήμα είχε δέσει τον αγαπημένο της με τη φλόγα που είχε ανάψει στη μακρινή Ρωσία!
Ταξίδεψαν στη Βιέννη, στο απέναντι πεζοδρόμιο ένας άντρας με γενάκι περπατούσε και μαζί του δυο τρεις άλλοι και κουβέντιαζαν πυρετώδικα!
«Κοίτα το ΛΕΝΙΝ», της είπε και ένιωσαν έναν αέρα δυνατό να τους σηκώνει ψηλά πολύ ψηλά σε έναν κόσμο πιο όμορφο, έναν κόσμο πιο δίκαιο!
Θα πάμε Ελλάδα είπανε και πήραν ένα καράβι με Τούρκο καπετάνιο και φτάσανε Θεσσαλονίκη!
Οσο το καράβι έσκιζε τα κύματα του Βοσπόρου, αυτός με τη φυσαρμόνικά του της έπαιζε αμανέδες που του είχε μάθει ο παραγιός ο Αλί!
Ακουμπισμένη χρόνια και χρόνια, αναπόσπαστο κομμάτι από τη ζωή της φαμίλιας, σημαδεμένη, ταξιδεμένη, βαθιά ριζωμένη σε όλη τη μακρινή πορεία του παππού, του νουνού, του μπάρμπα, του πατερά!
Την αγόρασε στη Ρουμανία, λέγανε, ο νουνός ο Σωτήρης, όταν μάθαινε τη «ραφτική» νιος ακόμα και εκεί είχε πρωτακούσει τον απόηχο από τα γεγονότα στη Μεγάλη Ρωσία και αμέσως ρίγησε ποιος ξέρει γιατί, με τις διδαχές «τόσο πίσω», δεν ξέρω από ποιον της μεγάλης μας οικογένειας και ρίζωσε μέσα του ο πόθος της Επανάστασης, του Σοσιαλισμού, του καλυτέρου αύριο για όλο τον κόσμο!
Μετά Αθήνα και άνοιξε ένα υπέροχο ραφείο στο Θησείο, όπου κύριοι με μπαστούνια με λαβές από ασήμι και ελεφαντοστούν δίνανε δυο - δυο τις παραγγελίες τους και φράκο και ρεντιγκότα και γιλέκα και κοστούμια από κασμίρι και αλπακά!
Σημειώματα φθάνανε από τη λευκή Κόκκινη Ρωσία και μαζώξεις γινότανε στο πίσω μέρος του ραφείου, που χωριζότανε με μια βαριά βελούδινη μαύρη κουρτίνα στηριγμένη από μπρούντζινους χαλκάδες!
Ηρθε και ο Μίσα από την Οδησσό με μυστική αποστολή και έφερε χαιρετίσματα από τη νόνα και τις ξαδέρφες, αλλά δεν ήξερε πότε θα τους ξανάβλεπε, γιατί τα πράγματα είχανε σκουρύνει είπε!
Οταν άδειαζε το ραφείο και γύρναγε σπίτι, η νουνά η Χρυσάνθη τον περίμενε και καθόταν δίπλα του στη βιεννέζικη κουνιστή πολυθρόνα και κείνος της έπαιζε με τη φυσαρμόνικα του το «Οτσι Τσιτσόρνια»!
Ενα βράδυ δε γύρισε! Τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά, μπήκαν στο ραφείο και τα διέλυσαν όλα, κομμάτιασαν πολύτιμα τόπια ύφασμα, σκόρπισαν κουτιά από κουμπιά και κλωστές από φίλντισι και μετάξι και τον πότισαν ρετσινόλαδο!
Τον έβαλαν πάνω σε παγοκολόνες και στις μασχάλες του του σφήνωσαν βραστά καυτά αυγά!
Πήγε και τον είδε, του πήγε τη φυσαρμόνικα και κάποιες στιγμές που λίγο αναθάρρεψε προσπάθησε να παίξει το «Εκεί στης Ρωσίας τα χιόνια», αλλά δεν πρόλαβε!
Στα πληγιασμένα χείλη του η φυσαρμόνικα και στα τσακισμένα χέρια του ένα σημείωμα: Για τη Λευτεριά και το Σοσιαλισμό!
Τον βλέπω τώρα στη φωτογραφία την αναμνηστική με τους συντρόφους του τους τότε, όλοι αστραφτεροί και αποφασιστικοί με τη γροθιά ψηλά και νέοι και ωραίοι και χάθηκαν και εξοντώθηκαν πριν προλάβουν να κάνουν πραγματικότητα αυτά που ονειρεύονταν και πάλευαν!
Τη φυσαρμόνικα από ταρταρούγα και καλογυαλισμένη η νουνά η Χρυσάνθη την έβαλε πάνω στον καρυδένιο κομό και τη φώτιζε η ασημένια λάμπα, που είχε πάρει μαζί της από το σπίτι που άφησε, αυτή και τίποτε άλλο!
Μια μέρα ο μπάρμπας ο Λευτέρης ήρθε για τσάι και έφερε φρούτα και ντομάτες από τον κήπο της θειας της Κωσταντώς και η νουνά για να τον ευχαριστήσει του πρόσφερε τη φυσαρμόνικα!
Την πήρε και γρήγορα άρχισε να παίζει άλλους σκοπούς, νέους, φλογερούς και έτσι όμορφος και με τεράστια πειθώ που ήτανε μαζεύονταν όλοι γύρω του και δούλευαν σκληρά ενάντια στο φασισμό και την τρομοκρατία!
Δε γλίτωσαν! Τους πήγανε στη Μακρόνησο! Ολους! Το Λευτέρη, το Γιώργο, τον Αλέκο, τον Τάσο!
Ολοι νέοι και ωραίοι και γρήγορα γίνανε ράκη, γρήγορα έφεξαν και τα κόκαλά τους ξεχώρισαν και τα μάτια τους καίγαν!
Τα ιδανικά τους άσβεστα, όμως, η τρέλα φώλιαζε στο νου και στην καρδιά, κάποιοι δεν άντεξαν, ο Λευτέρης έσφιγγε τη φυσαρμόνικα βαθιά μέσα στο κουρελιασμένο ρούχο και κάποιες στιγμές την έφερνε στα στεγνά πληγωμένα χείλη και δεν την έδινε σε κανέναν άλλον «την έχω από τον μπάρμπα μου, έλεγε, που τον έφαγε το ρετσινόλαδο, αυτόν που είδε το Λένιν στη Βιέννη και θα παίζω μέχρι να μου βγει η ανάσα»!
Ζωντανοί νεκροί, παλεύανε, αέρηδες και ελπίδες ανακατεύονταν σ' αυτό το «πρότυπο σωφρονιστήριο»!
Θέατρο, σχολείο, μουσική, σκηνικό του παραλόγου, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ μέχρις εσχάτων!
Ο Λευτέρης γύρισε! Τον θυμάμαι κρυμμένη πίσω οπό το μπαούλο, το βλέμμα του τρελό, το κεφάλι του γουλί, ένας σκελετός, δε μίλαγε, στα χέρια του η φυσαρμόνικα!
Τον έπλυνε η γιαγιά Γιαννούλα και τον τάισε με το κουταλάκι, τη φοβόντανε αλλά μετά ακούμπησε στο κόρφο της και έκλαψε ώρα πολλή!
Εγώ πίσω από το μπαούλο έμαθα τη λέξη «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ» και δεν ξέρω γιατί, αλλά σαν ήχος φυσαρμόνικας ήταν αυτή η λέξη, γιατί όλοι έλεγαν ότι εκεί πάλευε η ΕΙΡΗΝΗ με το φασισμό και η ΕΙΡΗΝΗ είναι το δίκιο και το δίκιο ήτανε η φαμίλια μου και εγώ στριφογύρισα με το λευκό μου κλος φορεματάκι και ο θείος απαλά ακούμπησε τη φυσαρμόνικα στα χείλη του και σαν να ξεθόλωνε το μάτι του και μου είπε «του νουνού σου είναι, του νουνού σου που δεν τον γνώρισες και που σκοτώθηκε, τον σκότωσαν, τον εξολόθρευσαν πάνω στις παγοκολόνες, επειδή ήθελε Ειρήνη για όλους, ψωμί για όλους, σχολεία για όλους!»
Ανάκατα στη μνήμη μου, θολά και πεντακάθαρα!
Νύχτα και η θεια μου η Βαγγελίτσα με κράταγε από το χέρι να πάμε να βρούμε την αδερφούλα μου να της πούμε ότι πιάσανε το μπαμπά μας!
Η καρδιά μου ατσαλένια, τα ποδαράκια μου λιγνά μέσα στην πιτσιλωτή φουφούλα, το κορμάκι μου στητό! Τα ήξερα όλα, τα είχα καταλάβει όλα!
Ημασταν από δω εμείς!
Φτιάξαμε ένα μπόγο ρούχα, ο μπάρμπας έστειλε στον αδερφό του και τη φυσαρμόνικα, τον βρήκαμε σ' ένα βρωμερό υπόγειο κάτω από τη σκάλα της αστυνομίας, του δώσαμε ένα πουκάμισο άσπρο και το μαύρο του κοστούμι, στην τσέπη η φυσαρμόνικα!
Η μαμά με πήρε αγκαλιά και φύγαμε, πίσω μου άκουσα τον ήχο τού «στ' άρματα στ' άρματα εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά»!
Φυλακές ΑΒΕΡΩΦ! Πήγαμε στο μπαμπά ψάρι, δεν προλάβαμε, μόλις τον είχανε βάλει σ' ένα φορτηγό να τον μεταφέρουνε, ο σοφέρ και ο φρουρός μάς λυπήθηκαν, ο πατερούλης μου με τα χέρια με αλυσίδες δεμένα έσκυψε και με ανέβασε μαζί του στο φορτηγό, μετά σκοτάδι, μόνο τη φυσαρμόνικα στα χείλη του να την κρατάει με τις παλάμες και να μου παίζει το «τριαντάφυλλο μικρό τριανταφυλλάκι» κι εγώ σοβαρή μια στάλα παιδάκι από το Μεταγωγών δε θυμάμαι πού!
Και μετά δικαστήριο, μια αίθουσα τεράστια και κόσμος πολύς και η καταδίκη «17 φορές σε θάνατο». Ο μπαμπάς μου σ' ένα παγκάκι στη μέση της αίθουσας και μια γυναίκα, την είπανε ψευδομάρτυρα, να φωνάζει «θέλω να πιω το αίμα του στο ποτήρι» και ο εισαγγελέας την έβγαλε έξω κι εγώ μέσα στο λευκό μου κλος φορεματάκι ασάλευτη να κρατάω από το χέρι τη μαμά μου και να θέλω το μπαμπά μου πίσω!
Ο μπαμπάς μου γύρισε, είχα το μπαμπά μου, μας έλειπαν όμως πολλά, πολλά, σχεδόν τα πάντα!
Η κυρά Θανάσαινα η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που είχαμε πιάσει, ένα δωμάτιο, δεν αγάπαγε τη μουσική έλεγε η μαμά κι έτσι ο πατερούλης μου είχε τυλίξει τη φυσαρμόνικα σ' ένα κομμάτι ύφασμα μπροκάρ βυσσινί και την είχε μέσα στο κομοδίνο!
Την κοίταζα πάνω από το ύφασμα και έβλεπα το νουνό μου, το θείο μου, το μαύρο κοστούμι, το φορτηγό στου Αβέρωφ και ήθελα να τη φυσήξω, αλλά η κυρά Θανάσαινα δεν άφηνε, ούτε την τουαλέτα μας άφηνε να χρησιμοποιήσουμε, γιατί έλεγε είμαστε κομμουνιστές και οι άλλοι νοικάρηδες δε θέλανε να πηγαίνουμε εκεί που πήγαιναν αυτοί και έτσι βασανιζόμασταν, αλλά η μαμά έλεγε ότι πρέπει να κάνουμε υπομονή, για να μη χάσουμε αυτό το σπίτι, «το δωμάτιο», μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες!
Ο μπαμπάς και ο μπάρμπας έβαλαν τα θεμέλια για ένα μικρό σπίτι μέσα στον κήπο του παππού, πίσω από τις τρεις μουριές και τα δυο αδέρφια έστησαν ένα τραγούδι εκεί ψηλά στις σκαλωσιές και η φυσαρμόνικα έβγαζε τρίλιες, ένα αηδόνι, χίλια αηδόνια ήτανε κι εγώ στο λευκό μου κλος φορεματάκι στριφογύριζα, στριφογύριζα, στριφογύριζα!
Τι χαρά θεέ μου, τι χαρά μάνα μου και πατέρα μου!
Το σπιτάκι έγινε και μαζευόμασταν εκεί όλοι οι σύντροφοι, οι αγαπημένοι και ο μπαμπάς έκοβε από την εφημερίδα μας το «Ενατο κύμα» του Ερενμπουργκ και το έκρυβε στο κουτί από τα πουκάμισα και μας δίδασκαν και διαβάζαμε Μακρυγιάννη και Λουντέμη και Κοτζιούλα και Σολωμό τούς «Ελευθέρους Πολιορκημένους» και τραγουδούσαμε το «θα πάρω μια ψαρόβαρκα μωρό μου, θα πάρω μια ψαρόβαρκα» και όλο πλάκωνε η αστυνομία και έψαχνε, λέει, να βρει τις κονκάρδες με το σφυροδρέπανο που μας είχανε στείλει από τη Σοβιετική Ενωση και δε βρίσκανε τίποτα, γιατί εμείς τις είχαμε κρύψει στο διπλό χάρμποτ που είχε βάλει για ταβάνι στην κουζινίτσα ο μπαμπάς και όλο ερχόντανε και ξαναρχότανε και κάθε φορά μάς σπάγανε τις χριστουγεννιάτικες μπάλες και ο μπαμπάς έλεγε «θα ξαναπάρουμε, τίποτε δε θα μας κάνουνε, εσείς θα σπουδάσετε μας έλεγε, θα σας σπουδάσει ο Σοσιαλισμός» και φύτεψε στον κηπάκο λεμονιές και πορτοκαλιές και η μαμά έλεγε «θα φάμε εμείς πορτοκάλια;» και ο μπαμπάς έλεγε «θα φάμε και θα έχουμε Σοσιαλισμό» και μας έπαιζε κάθε μέρα με τη φυσαρμόνικα όμορφους σκοπούς, υπέροχους ήχους, και μάθαμε όλα τα τραγούδια τα αντάρτικα, τα τραγούδια του αγώνα και της λευτεριάς, της ελπίδας!
Κι εμείς μεγαλώσαμε και ήμουνα η πρώτη στην τάξη μου και έπρεπε να γίνω σημαιοφόρος, αλλά δεν έπρεπε, λέει, να μπει σημαιοφόρος παιδί κομμουνιστή, αλλά κάποιος δάσκαλος πάλεψε και έγινα σημαιοφόρος και κάπου έχω τη φωτογραφία και έγινα και μια και δυο και τρεις χρονιές συνέχεια και ήμουνα πάντα η πρώτη και επειδή ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια μου ζήτησε η παπαδιά να κάνω μάθημα στις πέντε τσούπρες της, που δε σκαμπάζανε τίποτα, κι ας ήμουνα και κομμουνιστάκι, είπε!
Και μεγαλώσαμε, η αδερφούλα μου, ο Νικάκης κι εγώ και ήμασταν χαρούμενα, έστω κι αν κάθε τόσο πιάνανε τους γονιούς μας και τους πηγαίνανε στην Ασφάλεια για ανάκριση και ήτανε ένα βράδυ Αποκριές θαρρώ που η μαμά είχε φτιάξει με τον παππού το Νίκο «μπρέκι» κοτόπιτα στη χόβολη και ήρθανε πάλι και μας διέλυσαν το τραπέζι και τους πήρανε όλους, τη μαμά με την μπροστοποδιά, τις γυναίκες και τους άνδρες και μείναμε εμείς τα τρία μικρά και δεν ξέραμε, δεν είχαμε μάθει, δεν είχαμε προλάβει να μάθουμε, να παίζουμε τη φυσαρμόνικα και την κοιτούσαμε, την κοιτούσαμε, την κοιτούσαμε αλλά στάλα δάκρυ δε βγήκε από τα μάτια μας!
Μεγαλώσαμε, ο Γρήγορης Λαμπράκης έλαμψε και μεις από κοντά, τον περιμέναμε στο σταθμό Λαρίσης, τον κηδέψαμε αλλά ήτανε ζωντανός, ήτανε ζωντανός, είναι ζωντανός!
Μπήκαμε στα Πανεπιστήμια, σπουδάζαμε με πολλές δυσκολίες, ο Σοσιαλισμός δεν είχε έρθει ακόμα και ήτανε δύσκολα και σκληρά, ήρθανε όμως τα τανκς, δικτατορία, Γυάρος, Λέρος, Λακί, Παρθένι, ξανά και ξανά διαλυμένη η οικογένεια, χρόνια πάγου και σιωπής και η φυσαρμόνικα τυλιγμένη στο ύφασμα το μπροκάρ σιωπούσε!
Κάποιοι γύρισαν, γύρισε κι ο μπαμπάς, ξεσκέπασε τη φυσαρμόνικα και σαν γύρισε και η αδελφούλα τραγουδήσαμε όλοι μαζί το «ένα το χελιδόνι»!
Η μαμά τώρα έχει «Αλτσχάιμερ», ο μπαμπάς τη φροντίζει σαν μωρό, την ταΐζει, την αλλάζει, της έχουμε κούκλες και στα χεράκια της κάποιες φορές ο πατερούλης τής ακουμπάει τη φυσαρμόνικα από ταρταρούγα, που την αγόρασε ο νουνός ο Σωτήρης στη Ρουμανία από έναν Γάλλο εμιγκρέ!
Της
Μαρούσκας ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ