Μια «Τρούμπα» στην Άπω Ανατολή. Πορνεία και πόλεμος της Κορέας.
Η πόλη υπάρχει ακόμα
Η μάχη για την απελευθέρωση της Κορέας από την «ερυθρή απειλή», πέραν των περίπου 36 χιλιάδων θανάτων Αμερικανών στρατιωτών, είχε κι ένα άλλο παρελκόμενο, εκείνο της δημιουργίας πολυπληθών απογόνων ευρασιατικής καταγωγής. Μεγάλο μέρος του οφειλόταν στις σχέσεις των φαντάρων του θείου Σαμ, με τις περιβόητες yanggalbo (πόρνη των Δυτικών) και yangongju (Δυτική «πριγκίπισσα), τις γυναίκες που στελέχωναν τα πορνεία στα στρατόπεδα των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, την περίοδο του πολέμου (1950-1953), καθώς και μετά την δημιουργία βάσεων των ΗΠΑ στην Νότιο Κορέα το 1955. Ως τη δεκαετία του ’70 υπολογίζεται πως πάνω από 1 εκατομμύριο γυναίκες πρόσφεραν σεξουαλικές υπηρεσίες στους εγγυητές του «Ελεύθερου κόσμου».
Η στρατιωτική πορνεία είχε έστω και ανεπίσημα τις ευλογίες τόσο της αμερικανικής, όσο και της κορεατικής κυβέρνησης, που έκριναν πως έτσι συσφίγγονταν οι σχέσεις μεταξύ των δυο κρατών, ενισχύονταν η τοπική οικονομία και διασφαλίζονταν ευχάριστες συνθήκες διαβίωσης για τους αμερικανούς στρατιώτες σε ένα περιβάλλον πολιτισμικά ανοίκειο στους ίδιους. Οι στρατιωτικές αρχές των δύο χωρών έκαναν προσπάθειες- από τις αρχές του ’70 μάλιστα σε συντονισμό- να ελέγξουν πού, πότε και με ποιους όρους πρόσφεραν «λειτούργημα» οι θεραπαινίδες της Πανδήμου Αφροδίτης.
Την ίδια εποχή ιδρύεται με πόρους της τοπικής επαρχίας, αλλά και της κεντρικής κυβέρνησης στη Σεούλ, η American Town, μια περιφραγμένη και φυλασσόμενη πόλη-πορνείο, πολύ κοντά σε μια από τις αμερικανικές βάσεις της χώρας, στην οποία μπορούσε να μπει κανείς μόνο με στρατιωτική ταυτότητα ή κατόπιν ειδικής πρόσκλησης. Για τις γυναίκες αρκεί η επίδειξη του αριθμού μητρώου με τον οποίο ήταν δηλωμένες στο τοπικό τμήμα ηθών. Αντί για δήμαρχο, η American town είχε διευθυντή και διοικητικό συμβούλιο, που επέβλεπε όλες τις επιχειρήσεις, την ποιότητα των ποτών, των τσιγάρων και φαγητών που πωλούνταν στους στρατιώτες, και φυσικά την υγεία και τα ωράρια των ιερόδουλων που μπαινόβγαιναν σε αυτή. Οι ιθύνοντες της πόλης είχαν στην ιδιοκτησία τους και το σύνολο των πανσιόν και διαμερισμάτων για όσες πόρνες επιθυμούσαν να διαμείνουν μόνιμα στο μέρος.
Ποιες ήταν όμως οι μορφές που κρύβονταν πίσω από τις «πριγκίπισσες» της Δύσης;
Η μοίρα τους δε διέφερε πολύ από εκείνη των περισσότερων συναδέλφων τους τότε και τώρα, κάθε μία όμως είχε μια προσωπική και ανεπανάληπτη τραγωδία να αφηγηθεί. Στην πλειονότητα τους επρόκειτο για κορίτσια φτωχών οικογενειών κυρίως από την κορεατική ύπαιθρο, συχνά μάλιστα ορφανά από έναν γονέα ή νεαρές χήρες, κατάσταση που φυσικά επιδεινώθηκε εξαιτίας του πολέμου, όπου πολλοί ντόπιοι έχασαν τη ζωή τους. Η μόρφωση τους σπάνια υπερέβαινε τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ενώ όσες είχαν συμπληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερο σεβασμό από τις συναδέλφους τους. Ορισμένες από αυτές ήταν ήδη «καμένα χαρτιά» προτού βγουν στο επάγγελμα, λόγω διαζυγίου, μοιχείας, εξώγαμου παιδιού ή βιασμού. Η κομφουκιανή ηθική, που μέχρι και σήμερα διαπερνά σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνικές αντιλήψεις στη χώρα, ήδη καθιστούσε παρίες αυτές τις γυναίκες, για τις οποίες η πορνεία ήταν απλώς το φυσικό επακόλουθο. Αλλά και για όσες «τίμιες» σπρώχτηκαν σε αυτή λόγω ένδειας, η περιθωριοποίηση τους ήταν αναπόφευκτη. Όχι μόνο λόγω της πορνείας, αλλά και λόγω του ότι αυτή οδηγούσε σε επιμειξίες με ξένους (yangnom) γεγονός ανεπίτρεπτο για την διατήρηση της φυλετικής αγνότητας, στην οποία ειδικά οι κλειστές αγροτικές κοινωνίες απέδιδαν μεγάλη σημασία. Εξάλλου οι προκαταλήψεις αυτού του είδους ακολουθούσαν και τις ίδιες τις πόρνες, αφού διαδεδομένη ήταν ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια η αντίληψη πως η παρατεταμένες επαφές με αφροαμερικανούς στρατιώτες θα οδηγούσαν στο «να μαυρίσουν» και οι ίδιες.
Για όσες είχαν «επιλέξει» αυτό το δρόμο, δεν υπήρχε επιστροφή, αφού το στίγμα τις καθιστούσε ανεπιθύμητες σε συγγενείς και γνωστούς και είχαν σημειωθεί μάλιστα σκηνικά άγριας διαπόμπευσης στα όρια του λιντσαρίσματος, κάποιων γυναικών που αποτολμούσαν να γυρίσουν στα χωριά τους. Εξάλλου μια γνωστή κορεατική παροιμία κάνει λόγο πως «η αγνότητα μιας γυναίκας είναι πολυτιμότερη από τη ζωή της». Το «μίασμα» που κουβαλούσαν οι yanggalbo ήταν τέτοιο, που ακόμα και «ευυπόληπτες» κοπέλες από περιοχές πλησίων των αμερικανικών βάσεων δυσκολεύονταν να βρουν «καλό γαμπρό», λόγω της άσχημης φήμης που κουβαλούσαν τα μέρη τους. Παρηγοριά στο αδιέξοδο πρόσφερε η προσδοκία της συσσώρευσης αρκετής περιουσίας ώστε να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στη Σεούλ ή κάποια άλλη μεγαλούπολη, κάτι το οποίο σπανιότατα γινόταν, λόγω της αυξημένης παρακράτησης των μαστροπών( 80% των συνολικών εσόδων της πόρνης), αλλά και των υπόλοιπων αυξημένων εξόδων τους (στα οποία για πολλές περιλαμβάνονταν η κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών), αφού πλήρωναν οι ίδιες τα έξοδα του ιατρικού τους ελέγχου και την ανανέωση της άδειας τους. Όσες «τολμηρές» επιχειρούσαν να κινηθούν ανεξάρτητα χωρίς προστάτες κι εκτός πορνείων, κάνοντας πιάτσα στους δρόμους, πέραν του ότι απειλούνταν περισσότερο από όλες με αφροδίσια νοσήματα και βίαιες επιθέσεις, ήταν και θύματα έντονης κρατικής καταστολής, που δεν επιθυμούσε οι αφορολόγητες αφενός, υγιεινομικά ανέλεγκτες αφετέρου ιερόδουλες να θέσουν σε κίνδυνο την ποιότητα των σεξουαλικών υπηρεσιών που απολάμβαναν οι Αμερικανοί επί νοτιοκορεατικού εδάφους. Στην πραγματικότητα, η όλη αντιμετώπιση του ζητήματος αντανακλούσε και μια νομική σχιζοφρένεια, αφού θεωρητικά από το 1946 τόσο η παλλακεία, όσο και η πορνεία είχαν απαγορευτεί, πριν ακόμα δηλαδή διχοτομηθεί η χώρα. Οι δραστηριότητες των στρατιωτικών πορνών ρυθμίζονταν από το «Νόμο για την προώθηση του τουρισμού», ενώ σταδιακά από τις αρχές της δεκαετίας το ’60 επισήμως η νομοθεσία πέρασε στη λογική της «ρύθμισης» των σεξουαλικών υπηρεσιών, δημιουργώντας συγκεκριμένες «ζώνες» πορνείας σε όλη τη χώρα, το 70% εκ των οποίων αφορούσε την εξυπηρέτηση των Αμερικανών σταθμευμένων. Σάλο είχε προκαλέσει το 1973 η φημολογούμενη off the record δήλωση του υπουργού παιδείας της χώρας σε επίσκεψη του στο Τόκυο, πως « η ειλικρίνεια αυτών των κοριτσιών που συνέβαλαν με το μ… τους στην οικονομική άνθιση της χώρας τους, είναι πραγματικά αξιέπαινη».
Μεγαλύτερη, αλλά αμελητέα σε σχέση με το σύνολο, ήταν επιτυχία επίτευξης ενός άλλου στόχου, εκείνης του γάμου με κάποιον στρατιώτη ή έστω της αναγνώρισης ενός τέκνου του. Σε διάστημα μιας τριακονταετίας, λίγες χιλιάδες ήταν οι νόμιμες ενώσεις Κορεατισσών και Αμερικανών, ενώ το 80% εξ αυτών κατέληξε σε διαζύγιο μετά από λίγα χρόνια. Όπως και ‘να χει, για την συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών που στάθμευαν στη χώρα, οι γυναίκες αυτές, σύμφωνα με μαρτυρίες δεν ήταν τίποτε παραπάνω από «υποταγμένες και λιγομίλητες Ασιάτισσες», «παιχνιδιάρες παλλακίδες» κι «ευχάριστες διασκεδάστριες». Ακόμα σπανιότερη ήταν η δεύτερη περίπτωση, δηλαδή η αναγνώριση των εκτός γάμου παιδιών. Εκ πρώτης όψεως οι λόγοι μοιάζουν προφανείς, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως κάποιες πόρνες είχαν μακροχρόνιους δεσμούς με ορισμένους στρατιώτες σε σχετικά ή κι απόλυτα αποκλειστική βάση, κυρίως μέσω ενός είδους «συμβολαίου», σύμφωνα με το οποίο συμβίωναν για κάποιο διάστημα, με την γυναίκα να αναλαμβάνει τις δουλειές του σπιτιού και τον άνδρα να της παρέχει τα απαραίτητα προς το ζην χωρίς να εργάζεται. Ωστόσο σπάνια αυτού του είδους η συνύπαρξη, ακόμα κι να υπήρχε παιδί στη μέση, οδηγούσε σε αίσιο τέλος. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Johnston’s mom (τα αμερικάνικα παρατσούκλια ήταν «θεσμός» στον κόσμο της στρατιωτικής πορνείας), που ζούσε για κάποια χρόνια με τα δύο παιδιά της κι έναν αμερικανό στρατιώτη, ο οποίος την εγκατέλειψε πριν ολοκληρωθεί η συμφωνία μεταξύ τους, αναγκάζοντας την- λόγω της προχωρημένης πια ηλικίας που δεν επέτρεπε την επάνοδο στην πορνεία-να καταφύγει στην επαιτεία. Τα παιδιά της αντιμετώπιζαν κάθε είδους ρατσισμό στο σχολείο, ως «γιοι της πόρνης» αλλά και λόγω της διαφορετικής τους εμφάνισης. Για το λόγο αυτό, πολλά παιδιά ιερόδουλων δίνονταν για υιοθεσία, κατά προτίμηση στις ΗΠΑ, ειδικά όταν έφεραν «ευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά. Μια πόρνη είχε δώσει το παιδί της για υιοθεσία στην Αμερική, με την παράκληση οι θετοί γονείς να του πουν κάποτε πως γεννήθηκε στον Κορέα από Κορεάτισσα μητέρα που πέθανε στον τοκετό.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι παράξενο πως όσες γυναίκες δεν άφησαν νωρίς τον μάταιο τούτο κόσμο, κυρίως λόγω συνεπειών του αλκοολισμού ή της χρήσης ναρκωτικών, έφταναν στη δύση του βίου τους ξεχασμένες και περιφρονημένες και με απειροελάχιστο κομπόδεμα. Όσες δεν είχαν την τύχη να έχουν παιδιά -και δη πρόθυμα να τις γηροκομήσουν- έπρεπε να απευθυνθούν στις προνοιακές δομές της χώρας, ελπίζοντας σε κάποιο γλίσχρο επίδομα που θα τους επέτρεπε να περάσουν τα γηρατειά τους δίχως να ζητιανέψουν, κατάληξη αρκετά συνηθισμένη όπως είδαμε και πριν για τα «γηρασμένα άλογα» του επαγγέλματος. Η ανάδειξης της μνήμης αυτών των γενικών από την αφάνεια ξεκίνησε μόλις τη δεκαετία του ΄90, τόσο από γυναικείες οργανώσεις όσο κι από ιστορικούς και κοινωνιολόγους, αρχής γενομένης όχι όμως από την Ν.Κορέα, αλλά τις ΗΠΑ. Προκαλεί ίσως εντύπωση αυτή η παρατεταμένη σιωπή, σε μια χώρα στην οποία εδώ και δεκαετίες έχει εδραιωθεί η μνήμη των 200000 γυναικών που εξαναγκάστηκαν στην πορνεία από τους Ιάπωνες κατακτητές στο Β’ Παγκόσμια πόλεμο, κι αντιμετωπίζονται ως θύματα του εθνικού αγώνα απελευθέρωσης. Η διαφορετική αντιμετώπιση οφείλεται αφενός στην αίσθηση πως οι πόρνες των στρατιωτών έκαναν μια «ελεύθερη» επιλογή κι ενδεχομένως είναι εκ φύσεως ανήθικες, κυρίως όμως αντανακλά το τραύμα της παραδοχής της κορεατικής κοινωνίας πως η διασφάλιση της παραμονής εκτός «παραπετάσματος», είχε ως συνέπεια την παραμονή εκατοντάδων χιλιάδων συμπατριωτισσών τους στην «εκούσια» σκλαβιά του σεξουαλικού εμπορίου.
Βιβλιογραφία
Katherine S. Moon, Sex among allies. Military prostitution in US-Korea relations
Columbia University Press 1997
George L. Ogle, South Korea: Dissent Within the Economic
Miracle, London 1990
Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από yiok-yiok