|
Ουρές ανέργων στη Ν. Υόρκη το 1932. Στην ΕΣΣΔ, ο τελευταίος άνεργος καταγράφηκε το 1930...
|
Σε ολόκληρο τον κόσμο, εκατομμύρια άνθρωποι άνεργοι
βλέπουν τη δυνατότητά τους «να φτιάξουν με τα χέρια τους» να πηγαίνει
χαμένη. Βλέπουν το μέλλον με όλο και μεγαλύτερη απαισιοδοξία. Νιώθουν
πως δεν μπορούν να «κερδίσουν» τη ζωή τους. Καταλαβαίνουν πως
«μου στερείς τη ζωή, όταν μου στερείς τα μέσα για να ζω»1. Την ίδια στιγμή, συχνά κάτω απ' το ίδιο σπίτι,
εκατομμύρια άλλοι εργαζόμενοι βλέπουν τη ζωή τους να χάνεται μέσα σε
συνεχή και ακατάπαυστη εργασία. Δουλεύουν σκληρά, με τα χέρια και με το μυαλό τους, ατελείωτες ώρες ίσα ίσα για μια «μίζερη» καθημερινότητα.
Οι δύο αυτές ομάδες δεν είναι
καθόλου ξένες μεταξύ τους. Μένουν στο ίδιο σπίτι, ενώ συχνά βρίσκει κανείς τον εαυτό του τη
μία μέρα άνεργο, την άλλη ξεζουμισμένο εργάτη. Και οι δύο τους ζουν σε μια κατάσταση μόνιμης στέρησης.
Αυτός είναι ο
παραλογισμός της σύγχρονης κοινωνίας.
Ανεργία, που συχνά είναι μαζική και χρόνια, να συνυπάρχει με το
ξεζούμισμα των εργαζομένων, που αναγκάζονται να δουλεύουν όλο και
περισσότερο, όλο και σκληρότερα. Φτώχεια, σχετική και απόλυτη, με
ταυτόχρονη παραγωγή τόσο πολλών εμπορευμάτων που τελικά δεν μπορούν να
πουληθούν.
Το πραγματικό περιεχόμενο της ανεργίας
Σε πρώτη ανάγνωση, η ανεργία ως «φαινόμενο» είναι απλή, σαφής και σχετικά εύκολο να μετρηθεί.
Ανεργος είναι όποιος δεν βρίσκει δουλειά.
Ομως,
οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά...
Πού θα κατατάξουμε άραγε μια, όλο και διευρυνόμενη, κατηγορία
εργαζομένων που «μισο-δουλεύει»; Εξαμηνίτες συμβασιούχους, «τετραωρίτες»
με μισθό - χαρτζιλίκι, μακροχρόνια ανέργους που πια δεν ψάχνουν να
βρουν δουλειά, γυναίκες που το ξαναγύρισαν στα «οικιακά», χιλιάδες νέους
που ξαφνικά έγιναν φυσιολάτρες και γύρισαν από ανάγκη στα χωριά των
παππούδων τους;
Η
αστική στατιστική καταμετρά ως εργαζόμενους όλους όσοι εργάζονται
τουλάχιστον μια ώρα ανά βδομάδα, εμφανίζοντας την ανεργία πολύ μικρότερη
απ' την πραγματική, υποστηρίζοντας προπαγανδιστικά τις ανά τον
κόσμο κυβερνήσεις. Ομως, η διαπάλη για τον τρόπο καταμέτρησης αυτής της
τεράστιας μάζας υποαπασχόλησης δεν είναι απλά λογιστική. Εχει βαθύτερη
ταξική σημασία. Η καταγραφή ως εργαζομένων όλων των «νομάδων» της
εργασίας αντανακλά τις
νέες απαιτήσεις που θέτει το κεφάλαιο απ' την εργατική τάξη για την επόμενη περίοδο.
Η ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου, η διασφάλιση της
ανταγωνιστικότητας απαιτούν απ' τους εργαζόμενους νέες «ποιότητες»:
Ευελιξία, κινητικότητα, δυνατότητα αλλαγής ρόλων και θέσεων εργασίας. Η
μισή ζωή και η ευελιξία είναι η νέα εργασιακή νόρμα της επόμενης
περιόδου.
Γι' αυτό, πέραν της ανάγκης αντιμετώπισης της χυδαίας
κυβερνητικής προπαγάνδας, η αποτύπωση του πραγματικού περιεχομένου
σηματοδοτεί και αποτυπώνει τη διάσταση της ζωής των εργαζομένων απ' τη
διευρυμένη ικανοποίηση των αναγκών τους.
Η ανεργία σήμερα
Η
κυβερνητική προπαγάνδα υποστηρίζει πως η ανεργία στην Ελλάδα είναι μεν
σε υψηλά επίπεδα, όμως σε σταδιακή και ουσιαστική μείωση. Η ΕΛΣΤΑΤ
υποστηρίζει πως μειώθηκε στο 21,7% τον Απρίλη του 2017 από 23,6% ένα
χρόνο πριν (Απρίλης του 2016) και από 22% έναν μήνα πριν (Μάρτης του
2017), μείωση την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ υποδέχτηκε πανηγυρικά.
Ομως, τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δείχνουν μια ριζικά διαφορετική εικόνα.
Η πραγματική ανεργία, συνυπολογίζοντας δηλαδή και ορισμένους υποαπασχολούμενους, ξεπερνά στην Ελλάδα το 30%.
Αξίζει δε να σημειώσουμε πως και η ΕΚΤ δεν περιλαμβάνει το σύνολο των
υποαπασχολούμενων στην καταμετρώμενη ανεργία, και πως, συνυπολογίζοντας
όλους αυτούς, το μέγεθος της ανεργίας είναι ακόμα μεγαλύτερο. Σε κάθε
περίπτωση, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας είναι δεδομένα, ενώ ξεχωρίζει ακόμα
πιο καθαρά η ανεργία των νέων, που εκτιμάται απ' την ΕΛΣΤΑΤ στο 45,5%
για τους νέους κάτω των 24 ετών και στο 27% για τις ηλικίες 25 - 34,
αλλά και οι μακροχρόνια άνεργοι φτάνουν στο 14% για τους άνδρες και στο
20% για τις γυναίκες.
Το ίδιο φαινόμενο καταγράφεται σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Υψηλά ποσοστά ανεργίας, σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους όρους, και
ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά αν προσπαθήσει να εκτιμήσει κανείς το
πραγματικό επίπεδο ανεργίας. Στην ΕΕ, το επίσημο ποσοστό ανεργίας
υπολογίζεται στο 8%, ενώ η ΕΚΤ ανεβάζει το πραγματικό ποσοστό ανεργίας
στο 18%. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας εκτιμά πως το παγκόσμιο ποσοστό
ανεργίας είναι στο 5,6% αλλά πως ένα επιπλέον
42,7% του παγκόσμιου
πληθυσμού βρίσκεται σε «ευάλωτη εργασία», με κακές εργασιακές συνθήκες,
χαμηλό μισθό κ.ά., ποσοστό που φτάνει στο 10% στις αναπτυγμένες
οικονομίες, 46,2% στις αναδυόμενες και στο 78% στις αναπτυσσόμενες.
Τεχνολογία και ανεργία
Ορισμένοι αποδίδουν την αύξηση της ανεργίας στις
νέες τεχνολογίες.
Η σκέψη αυτή φυσικά δεν είναι καινούργια. Αντίθετα, σε κάθε «κύμα» νέας
τεχνολογικής προόδου, το επιχείρημα συσχέτισης τεχνολογίας με τις
θέσεις εργασίας επανέρχεται.
Σήμερα, το επιχείρημα
επανέρχεται εμπλουτισμένο και περιστρέφεται γύρω απ' τις
νέες τεχνολογίες της αυτοματοποιημένης παραγωγής.
Ρομποτικά
συστήματα που ελέγχονται με καινοτόμες μεθόδους αυτόματου ελέγχου,
συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, οχήματα που «οδηγούνται μόνα τους» μόλις
μερικά χρόνια πριν αφορούσαν «εσωτερικές» ακαδημαϊκές συζητήσεις και
ήταν σχεδόν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας,
σήμερα βρίσκουν
εφαρμογές όχι μόνο στις μεγάλες γραμμές συναρμολόγησης, αλλά σχεδόν σε
κάθε σφαίρα της οικονομικής αλλά και της κοινωνικής ζωής.
Η «τεχνική» διαφορά
που έχουν αυτά τα νέα μέσα παραγωγής σε σχέση με τα προηγούμενα είναι
πως μπορούν να εκτελέσουν πολύ μεγαλύτερη «γκάμα» από ανθρώπινες
εργασίες, συχνά ενσωματώνοντας και ορισμένα στοιχεία που - επιφανειακά -
ομοιάζουν με ανθρώπινη κρίση.
Αυτά τα νέα μέσα παραγωγής
πολλαπλασιάζουν την ανθρώπινη παραγωγικότητα σε μια πολύ μεγαλύτερη κατηγορία εργασιών,
έχοντας τη δυνατότητα να αντικαταστήσουν ένα ολοένα και διευρυνόμενο
τμήμα των εργασιών που είναι επικίνδυνες, μονότονες, επαναλαμβανόμενες.
Φυσικά, τα ρομπότ, τα νεότατα αυτά μέσα παραγωγής, όπως συνέβη σε κάθε
κύμα τεχνικών αλλαγών τα τελευταία 150 χρόνια,
δημιουργούν ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών εργασιών που απαιτούνται για να λειτουργούν, μηχανικούς σχεδίασης και κατασκευής, εγκαταστάτες, συντηρητές κ.ά.
Ετσι,
απέναντι στην προβληματική περί αντικατάστασης της ανθρώπινης εργασίας
απ' τα μηχανήματα και της «τεχνολογικής ανεργίας» προτάσσεται το
επιχείρημα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στον τεχνολογικό τομέα,
όπως έγινε πολλές φορές στο παρελθόν.
Η ανεργία, λοιπόν, εμφανίζεται ως «αντίθεση» ανάμεσα στις ικανότητες των εργαζομένων και στις ανάγκες των καιρών. Η ανεργία οφείλεται σε «
αναντιστοιχία
μεταξύ των προσφερόμενων ειδικοτήτων από την πλευρά των εργαζομένων και
των ζητούμενων ειδικοτήτων από την πλευρά των επιχειρήσεων και της
οικονομίας γενικότερα» (sic), όπως έγραφε η «Καθημερινή» δύο χρόνια
πριν. Τελικά, οι νέες τεχνολογίες αξιοποιούνται, απ' τη μια, για να
πείσουν για την ανάγκη «εκμοντερνισμού», που αποτελεί
βολικότατο μηχανισμό προώθησης κάθε λογής μεταρρυθμίσεων,
πραγματικός στόχος των οποίων είναι η διασφάλιση της κερδοφορίας των
ομίλων. Απ' την άλλη, η επίκληση στις νέες τεχνολογίες αποτελεί ένα
βολικό άλλοθι, για να εμφανιστεί η ανεργία ως φυσικό φαινόμενο σε
κοινωνικό επίπεδο.
Το πρόβλημα όμως με τις νέες τεχνολογίες που
εισάγονται στην παραγωγική διαδικασία είναι βαθύτερο. Η μηχανοποίηση και
η αυτοματοποίηση ολοένα και μεγαλύτερου τμήματος της ανθρώπινης
δραστηριότητας έχουν ως
γενικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας τη
δραματική συρρίκνωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας για την
κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Ακόμα, συνυπολογίζοντας τις αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες, ο
χρόνος εργασίας που απαιτείται για την κάλυψή τους βαίνει ολοένα και ορμητικά μειούμενος.
Ομως, στον καπιταλισμό,
οι
νέες τεχνικές ανακαλύψεις, που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας
και επιτρέπουν να παράγονται περισσότερα εμπορεύματα στη μονάδα του
χρόνου, γενικά οδηγούν σε απολύσεις. Λιγότεροι εργαζόμενοι παράγουν
περισσότερα εμπορεύματα, και έτσι δημιουργείται μια «υπερπληθώρα»
εργαζομένων που καταλήγουν στην ανεργία.
«... μειώνεται στο ελάχιστο η
εργασία που απαιτείται (...) μόνο για να αξιοποιηθεί η μέγιστη ποσότητα
εργασίας στο μέγιστο αριθμό τέτοιων αντικειμένων»2. Πρόκειται για τον λεγόμενο
«εφεδρικό
στρατό» του κεφαλαίου, απ' τον οποίο οι καπιταλιστές επιστρατεύουν
νέους εργάτες όταν χρειάζεται για κάποιο λόγο διεύρυνση της παραγωγής.
Μάλιστα, οι καπιταλιστές, ως τάξη, αξιοποιούν αυτόν τον εφεδρικό
βιομηχανικό στρατό, αφού η ίδια η ύπαρξή του δημιουργεί όρους αδυσώπητου
ανταγωνισμού ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους, σπρώχνοντας ακόμα
παρακάτω το μισθό εργασίας.
Η αύξηση τόσο του χρόνου εργασίας όσο
και της εντατικότητας της εργασίας στις εργασίες γραφείου τα τελευταία
χρόνια, λόγω της αυτοματοποίησης και της γενικευμένης χρήσης
υπολογιστών, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε
κατά 200% και αυτό είχε ως αποτέλεσμα συρρίκνωση του αριθμού των
εργαζομένων σε κάθε γραφείο και αύξηση του χρόνου εργασίας.
Στον τεχνολογικό παράδεισο της Ιαπωνίας,
οι εργάτες κοιμούνται μόλις 6 ώρες και 22 λεπτά τη μέρα, λιγότερο από
κάθε άλλη χώρα του κόσμου, ενώ οι θάνατοι από υπερεργασία είναι κάθε
άλλο παρά σπάνιοι.
«Τα πιο ανεπτυγμένα μηχανήματα εξαναγκάζουν τώρα
τον εργάτη να δουλεύει περισσότερο χρόνο απ' όσο ο άγριος, ή απ' όσο
δούλευε ο ίδιος με τα πιο απλά, πρωτόγονα εργαλεία»3.
Ποιος ευθύνεται για την ανεργία;
Ετσι,
λοιπόν, δεν παράγουν τα νέα μέσα παραγωγής ανεργία. Παράγει η ανάγκη
του κεφαλαίου να παράγει με βάση το κέρδος και να μετράει την παραγωγή
με βάση τον χρόνο εργασίας.
Η διόγκωση της ανεργίας γίνεται, και θα γίνεται αναγκαστικά, όσο τα ρομπότ και όλα τα νέα μέσα παραγωγής παραμένουν κεφάλαιο.
«Η μορφή κίνησης της σύγχρονης βιομηχανίας προκύπτει απ' τη διαρκή
μετατροπή ενός μέρους του εργατικού πληθυσμού σε μη απασχολούμενα ή
ημιαπασχολούμενα χέρια»
4.
Παράλληλα, όμως, η τάση αυτοματοποίησης
οξύνει στο έπακρο τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η μηχανοποίηση της παραγωγής και η σταδιακή μετατροπή του εργάτη σε
επόπτη της παραγωγής δεν μπορούν να χωρέσουν μέσα στις καπιταλιστικές
σχέσεις παραγωγής, βάση των οποίων είναι το κέρδος, η υπεραξία, η
απαλλοτρίωση άμεσης ζωντανής εργασίας απ' το κεφάλαιο.
Με απλά
λόγια, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων επιτρέπει λιγότερο ημερήσιο
χρόνο εργασίας για κάθε εργάτη. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις απαιτούν
αυξημένο χρόνο εργασίας. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής
διευρύνεται και η αντίθεσή του με την κυριαρχία του κεφαλαίου στην
παραγωγή οξύνεται.
Οι νέες τεχνολογίες, πολλαπλασιάζοντας την
παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας, δίνουν τη δυνατότητα παραγωγής
σε τεράστια κλίμακα κάθε είδους εμπορεύματος. Οι υλικοί όροι της
παραγωγής διαμορφώνονται ώστε η κοινωνία να μπορεί να βαδίσει σε ένα
μέλλον «χωρίς ελλείψεις».
Αυτά τα νεότατα μέσα παραγωγής έχουν τη
δυναμική να βελτιώσουν αποφασιστικά το βιοτικό επίπεδο της ανθρωπότητας.
Το κεφάλαιο δεν αντέχει τη γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου και την
κοινωνία που παράγει αυτή η εξέλιξη.
Ομως, όπως λέει ο Μαρξ, οι νέες αυτές παραγωγικές δυνάμεις παρά την ανάγκη του κεφαλαίου να τις αξιοποιεί «
ως μέσα για να παράγει πάνω στη δική του βάση, αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν».
«Το απλό που είναι δύσκολο να γίνει...».
Ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε δείχνει το δρόμο για την αντιμετώπιση της ανεργίας
Τη δεκαετία του 1930, όταν ο καπιταλιστικός κόσμος γνώριζε τη βαθιά κρίση που ξέσπασε το 1929, η Σοβιετική Ενωση είχε
εξαφανίσει την ανεργία.
Το δικαίωμα στη δουλειά ήταν καθολικό, και κάθε νέα εξέλιξη βελτίωνε
τις συνθήκες ζωής, ελάττωνε τον κόπο και τον εργάσιμο χρόνο των
εργαζομένων, όπως αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων, η
νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», αφιερωμένη στα 100χρονα του Οκτώβρη,
«Επιτεύγματα και Κατακτήσεις της Εργατικής Τάξης στο Σοσιαλισμό».
Ο
εργάσιμος χρόνος στην ΕΣΣΔ μειωνόταν αποφασιστικά, με παράλληλη αύξηση
του χρόνου για αναψυχή, πολιτισμό, ανάπαυση των εργαζομένων. Οι
κοσμοϊστορικές αλλαγές που έφερε η εργατική εξουσία στη ζωή των
εργαζομένων «διαχύθηκαν», κουτσουρεμένες τελικά και στην καπιταλιστική
δύση, που αναγκάστηκε να παραχωρήσει ένα τμήμα των γιγαντιαίων κερδών
της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στους εργαζόμενους για να
τους ενσωματώσει, υπό την πίεση και ενός ισχυρότατου εργατικού κινήματος
που της κληροδότησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σήμερα, στα χέρια
της εργατικής τάξης οι νέες παραγωγικές δυνάμεις μπορούν πραγματικά να
κάνουν θαύματα. Η λύση στην αντίθεση της ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων και της ικανοποίησης των αναγκών των ανθρώπων περνάει μέσα
απ'
την κατάργησή τους ως κεφαλαίου, απ' την απαλλοτρίωση των
απαλλοτριωτών, απ' την κοινωνική ιδιοκτησία, τον επιστημονικό κεντρικό
σχεδιασμό, τον σοσιαλισμό.
Οι παραγωγικές δυνάμεις, η
ρομποτική, η αυτοματοποίηση της παραγωγής, η τεχνητή νοημοσύνη, στα
χέρια της εργατικής εξουσίας οδηγούν σε μια ποιοτικά ανώτερη φάση του
ανθρώπινου πολιτισμού. Μπορούν να οδηγήσουν «
στην ελεύθερη ανάπτυξη
της προσωπικότητας των ατόμων (...) στη γενική μείωση της αναγκαίας
εργασίας στο κοινωνικά ελάχιστο με αντίστοιχη καλλιτεχνική, επιστημονική
κ.λπ. καλλιέργεια των ατόμων, με το χρόνο που ελευθερώθηκε και τα μέσα
που δημιουργήθηκαν για όλους». Ο εργάσιμος χρόνος μπορεί να
περιοριστεί σε ελάχιστες ώρες ημερησίως, οδηγώντας σε μια έκρηξη
δημιουργίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Προφητικά, ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» έγραφε σε ελεύθερη μετάφραση:
«Αν
κάθε όργανο μπορούσε, κατά διαταγή, να εργαστεί μόνο του, αν οι
αργαλειοί μπορούσαν να υφάνουν μόνοι τους, αν τα πλήκτρα χτύπαγαν μόνα
τους τις χορδές, οι επιστάτες δεν θα είχαν ανάγκη από εργάτες ούτε οι
αφέντες από δούλους»5.
Η τεράστια ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου δείχνει πως ο σοσιαλισμός είναι
περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Η εποχή του κεφαλαίου έχει τελειώσει.
Αντίπαλος της εργατικής τάξης δεν είναι τα μηχανήματα, τα οποία άλλωστε
έχει η ίδια δημιουργήσει.
Αντίπαλος είναι η τάξη των καπιταλιστών που
ελέγχει τα μέσα παραγωγής. Χρέος μας είναι να τη σπρώξουμε στο
χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Παραπομπές
1. Ουίλιαμ Σαίξπηρ, «Ο έμπορος της Βενετίας»
2. Κ. Μαρξ, «Grundrisse», τ. 2 σελ. 535
3. Κ. Μαρξ, «Grundrisse», τ. 2 σελ. 541
4. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1 σελ. 656
5. «Πολιτικά», 1253b,35
Του
Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
* Ο Γρ. Λιονής είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ