Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις Λονδρέζους, πολλοί από τους οποίους εργαζόμενοι, ζουν στη φτώχεια εξαιτίας των στάσιμων μισθών και της ταχείας αύξησης των ενοικίων, σύμφωνα με έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στη βρετανική πρωτεύουσα, 2,3 εκατ. άνθρωποι ζουν στη φτώχεια, παρόλο που αριθμός ρεκόρ 1,3 εκατομμύριο μεταξύ αυτών έχουν δουλειά, σύμφωνα με το London’s Poverty Profile, που χρησιμοποιεί επίσημα στοιχεία για να μετρήσει τη φτώχεια.
Στην έκθεση αναφέρεται πως ένας ένας φτωχός ενήλικας που ζει μόνος του κερδίζει λιγότερες από 144 στερλίνες (161 ευρώ) την εβδομάδα μετά την αφαίρεση των φόρων και του κόστους στέγασης, ενώ μια μέση τετραμελής οικογένεια έχει λιγότερες από 347 στερλίνες (455 ευρώ) για να δαπανήσει για όλο το υπόλοιπο κόστος ζωής.
«Παρά τη λαμπρή ευημερία και τους προνομιούχους, το Λονδίνο παραμένει η πρωτεύουσα της αγγλικής φτώχειας, η οποία οφείλεται κυρίως στα υψηλά ενοίκια που πληρώνουν τα μισά απ’ όλα τα νοικοκυριά που ζουν σε ενοίκιο», λέει ο Άνταμ Τίνσον του New Policy Institute, του βρετανικού ερευνητικού οργανισμού που συνέταξε την έκθεση.
Το κόστος της στέγασης στο Λονδίνο είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο, με τα μέσα ενοίκια να ανέρχονται τώρα σε περισσότερες από 1.800 στερλίνες (2.010 ευρώ) τον μήνα, σύμφωνα με τον οργανισμό μισθώσεων ακινήτων Landbay.
Ενώ οικογένειες που μισθώνουν από ιδιώτες ιδιοκτήτες αντιμετώπιζαν εδώ και καιρό υψηλά κόστη, οι οικογένειες που ζουν σε κοινωνικές κατοικίες — κατασκευασμένες από την κυβέρνηση ή από φιλανθρωπικά ιδρύματα για την προστασία των πιο φτωχών– βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με τις ταχύτερες αυξήσεις στα μισθώματα, αναφέρει ο Τίνσον σε δήλωση που εξέδωσε.
Τα μισθώματα στις εργατικές κατοικίες των τοπικών αυτοδιοικήσεων αυξήθηκαν κατά περίπου 30% τα πέντε τελευταία χρόνια, ακόμη ταχύτερα απ’ ό,τι τα ενοίκια των ιδιωτικών ενοικιαζόμενων κατοικιών, που αυξήθηκαν κατά ένα πέμπτο, διαπιστώνεται στην έκθεση.
Το ποσοστό των Λονδρέζων που ζουν στη φτώχεια – ως φτωχοί ορίζονται αυτοί που κερδίζουν λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος – μειώθηκε σε 27% από 29% που ήταν τα έξι τελευταία χρόνια.