1 Μαρ 2015

Η χελιδονοφωλιά

   Η χελιδονοφωλιά


Επιμέλεια: ofisofi //
Μια συλλογή διηγημάτων έπεσε στα χέρια μου πριν λίγο καιρό, «Ο Μεγάλος Ποταμός» της Κλεαρέτης Δίπλα – Μαλάμου. Κάπου είχα διαβάσει το όνομα της συγγραφέως, αλλά δεν γνώριζα τίποτε γι’ αυτήν. Οι πληροφορίες ελάχιστες στο διαδίκτυο. Δυσεύρετα τα άρθρα που έχουν γραφτεί για την ίδια και το έργο της. Οι περισσότερες αναφορές στο όνομά της γίνονται σε σχέση με τον υποτιμητικό στίχο του Κ. Καρυωτάκη:
«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου
και δίπλα σ” αυτό τ” όνομά μου»
(από τη Σταδιοδρομία)
KDM2Η Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1897 ή 1898 και πέθανε το 1977 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στη Λευκάδα, στον τόπο του πατέρα της. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Το 1922 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Στο διάβα μου» και το 1955 την συλλογή «Οι δρόμοι της ζωής». Το 1929 εκδόθηκαν διηγήματά της με τον τίτλο «Για λίγη αγάπη», για τα οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πήρε αυτό το βραβείο. Ακολούθησαν και άλλες συλλογές διηγημάτων και το 1938 τιμήθηκε από την Έκθεση Παιδικού Βιβλίου για το έργο της Ιστορίες για μεγάλα παιδιά. Εκτός από την ποίηση και την πεζογραφία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση και δημοσίευσε άρθρα και ταξιδιωτικά κείμενα. Δραστηριοποιήθηκε στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένη στο ΕΑΜ Λογοτεχνών, στο γυναικείο κίνημα και στο κίνημα ειρήνης.
«Ο Μεγάλος Ποταμός (πριν και μετά το 1940)» εκδόθηκε το 1952, κατ’ άλλους το 1955.
«Ο Μεγάλος Ποταμός, πότε γαλήνιος, σιωπηλός, αινιγματικός, πότε οργισμένος, ματωμένος, πορεύεται προς τη θάλασσα. Δέντρα ανθισμένα σκύβουν πάνω του, σύννεφα καθρεφτίζουν τις σκυθρωπές τους μορφές, ήλιοι ακοντίζουν σπάταλα τα διαμάντια τους, φεγγάρια ωχριάζουν τα μαραμένα τους όνειρα, άνθρωποι ξεδιψούν εκεί, μηχανές τρέφονται με τη δύναμή του, ερωτευμένοι ρεμβάζουν με τα τραγούδια του. Ο Μεγάλος Ποταμός πορεύεται προς τη θάλασσα. Να, ένα ανθοπέταλο στροβιλίζεται για λίγο και χάνεται, ένα μερμήγκι στη σχεδία ενός άχυρου ποντοπορεί, μια πεταλούδα ναρκισσεύεται κοιτώντας τη μικρογραφημένη άνθινη πολιτεία των φτερών της, και, να, πάλι ξερριζωμένοι κορμοί δέντρων λαχανιάζοντας στο ρεύμα του, τυμπανισμένα πτώματα μαχών, δοκοί καψαλισμένοι και σημαίες – βόγγοι και γέλια, θάνατος και ζωή. Κει μέσα ο ουρανός χαμογελάει στον εαυτό του. Όλα ραγίζονται εκεί μέσα, συντρίβονται, πιο κάτω ξαναφαίνονται – φεύγουν, αλλάζουν, χάνονται. Ο Μεγάλος Ποταμός, ήρεμος, βέβαιος, αδυσώπητος, πορεύεται προς την Αιώνια Θάλασσα, αλλάζοντας όλους τους θρήνους σ’ ένα τραγούδι – στο τραγούδι της κίνησης – στο ακατανίκητο, θριαμβευτικό Τραγούδι της Ζωής». [1]
KDM1Από αυτή τη συλλογή διάλεξα το διήγημα « Η χελιδονοφωλιά».
Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων οι πρωταγωνιστές του, που μάχονται για τη ζωή τους, για το δικαίωμά τους στον έρωτα και την ευτυχία, για ό,τι αγαπούν. Δυο άνθρωποι που επέλεξαν να πορεύονται μαζί στη ζωή, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια με μόνα εφόδια την αγάπη τους και τη δουλειά τους. Απέναντί τους όμως ορθώνονται η σκληρότητα και η αναλγησία της οικογένειας της κοπέλας και ένα κράτος ψυχρό και άδικο εκφρασμένο στο πρόσωπο ενός χωροφύλακα και στις αδυσώπητες υπηρεσιακές αποφάσεις που έρχονται να συνθλίψουν τη ζωή και τα όνειρα των ηρώων…
Αξίζει να προσεχτούν η ψυχογραφική ικανότητα της συγγραφέως κυρίως στην απόδοση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων της νεαρής κοπέλας και η διάθεση της ηρωίδας όχι απλά να εναντιωθεί στα οικογενειακά και κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα αλλά να αντισταθεί στην επιβολή τους, προβάλλοντας την εικόνα μιας γυναίκας μαχόμενης που αρνείται να αποδεχθεί τη μοίρα που της έχουν προετοιμάσει.
Απλό στο περιεχόμενό του και στην αφήγησή του, αλλά βαθιά ανθρώπινο εμπνευσμένο από την ίδια τη ζωή, προκαλεί έντονα συναισθήματα , αγγίζει την καρδιά και είναι γραμμένο σε ζωντανή και εκφραστική δημοτική γλώσσα.
Η χελιδονοφωλιά
Φασαρεμένη πάντα η μέρα με τις έγνοιες, τις δουλειές της, τους ανθρώπους. Κ’ η Βγενούλα έχανε τον εαυτό της. Εκείνον τον κρυφό εαυτό της που τόσο ήθελε να κουβεντιάζουνε μαζί. Έψαχνε, έψαχνε, μα όλο της ξέφευγε. Μονάχα όταν τα χέρια τα σκοτεινά της νύχτας φτιάχνανε γύρω της ένα στεφάνι, κι’ αυτή ζάρωνε στο στρώμα της σε μια κώχη του σπιτιού, μονάχα τότε τον ξανάβρισκε. Τότες, συγνεφάκια ανάλαφρα ταξίδευαν οι συλλογές της, κ’ η καρδιά της τόσο φουσκωμένη από αγάπη, αναγάλιαζε μυστικά, τριαντάφυλλο που αναδίνει ανοιχτό τους μόσκους του: Γιάννο μου!..Γιάννο μου…
Όμως με την αυγή του Θεού μια στενοχώρια την έπνιγε. Το ξαίρει. Πάλι θ’ αρχίσουν οι δικοί της, γονιοί κι αδέρφια, το τροπάρι της γκρίνιας: Τι όνειρο είδε απόψε; Άλλαξε γνώμη; Τι θα τον κάνει τον ξυπόλητο; Εκείνος ο άλλος που τη γύρευε είτανε γαμπρός. Καρτερεί την απάντηση.
Η κοπέλα είχε βαρεθεί πια να λέει τα δικά της και ν’ αντιμιλεί. Έπειτα κατάλαβε πως έτσι τους αγριεύει όλους περισσότερο. Γιαυτό τώρα ύστερα σαν άρχιζε η γκρίνια, αυτή βούλωνε το στόμα. Χαμήλωνε τα μάτια τα πλατιά, και σαραντακλείδωνε στο χωριάτικο μυαλό της τη θεμελιωμένη απόφαση: Το Γιάννο εγώ θα πάρω. Θα τον πάρω!
Οι δικοί της ευχαριστημένοι που τη βλέπανε δίχως μιλιά, λέγανε αναμεταξύ τους: Βάνει μυαλό· θα τ’ αποφασίσει για τον άλλον. Ας κάνει κι αλλοιώς.
Το σπιτάκι του πατέρα της είτανε κοντά στον πευκιά, κάμποσο όξω από τη μικρή πολιτεία κ’ η Βγενούλα είχε την ευκολία ν’ ανταμώνει το Γιάννο της. Ξαμολιούνταν τα πρωινά για τις δουλιές τους και κάπου θα τον λάχαινε να του πει αρπαχτά την καλημέρα της. Και τα βράδια, πίσω από τις χοντρές φραγκοσυκιές που μάντρωναν το χτήμα των γονιών της, εκείνος την περίμενε: Κυρά μου, εσύ! Βγενίτσα μ’ αχ! θα με ζουρλάνεις τον έρμο.
Τρώγονταν οι δυο τους στα φιλιά και γύριζε η κοπέλα στο σπίτι με μπαμπουλωμένα τα σαγόνια. Το κίτρινο μαντήλι έκρυβε τα σημάδια που στραπατσάριζαν το στόμα της το φραουλένιο. Κι αξεθύμαστος μόσκος πάντα η λαχτάρα τους: Αγκαλιασμένους να τους βρίσκει ο ήλιος, η μέρα να κερνάει το ξανθό της μέλι στη διπλή χαρά τους, κ’ η νύχτα να τους γνέφει με μισόκλειστα μάτια γελαστά: Ελάτε!
Μα πώς να παντρευτούνε; Πού είναι το σπιτάκι τους; Οι οικονομίες του Γιάννου δε φτάνανε ακόμα να νοικιάσουνε μια καμαρούλα. Μια καμαρούλα μοναχή. Τίποτες άλλο δε θέλουνε. Τα λούσα, τα προικιά και τα σεντούκια, είναι για κείνους που δεν έχουνε προικιό τους την αγάπη. Μονάχα μια κλειστή φωλιά τούς χρειάζεται για να μη ζηλεύει ο κόσμος.
Στο μεταξύ ο Γιάννος άρπαζε όποια δουλειά του παρουσιαζόταν. Εργάτης, περιβολάρης, χτίστης, μανάβης. Δουλειά μοναχά να βρίσκεται για να φουσκώνει από λίγο λίγο το κομπόδεμα. Και τα βράδια τα κουβέντιαζε κρυφά με τη Βγενούλα. Αποφάσισαν όμως, για νάχουν την ησυχία τους, όταν ανταμώνονται καμμιά φορά όξω, μπροστά στον άλλον κόσμο, στους δρόμους, στην εκκλησιά, να καμώνονται τον αδιάφορο. Κατάφεραν και κρύφτηκαν τόσο καλά που στο σπιτικό της Βγενιάς ξαφνιάστηκαν όταν είδανε πως το κορίτσι δε γύρισε στο σπίτι μια βραδιά.
Το ζευγάρι είχε στεφανωθεί τ’ απόγιομα σ’ ένα ρημοκλήσι του βουνού. Και σαν τράβηξαν πια ο παπάς και ο κουμπάρος, αυτοί κατέβηκαν τρεχάτοι την κατηφόρα γιατί βιάζονταν να φτάσουν στο φτωχικό μονοκάμαρο σπιτάκι που ο Γιάννος είχε νοικιάσει εκεί όξω στην πλαγιά.
Είτανε αρχές του χινόπωρου με νοτερές ανάσες κι ολόκληρος ο πευκώνας σουσούριζε ίδια θάλασσα. Κ’ έτσι κυλώντας απαλά τα πράσινα κύματά του, έβγανε το άσπρο σπιτόπουλο εκεί δα στο μονοπάτι σαν ένα κομμάτι αφρό. Ένα γύρο τους οι μπουμπουκιασμένες κυκλαμιές είδανε στ’ όνειρό τους τους νιόπαντρους να χάνονται μέσα στο σπιτάκι και την παράλλη μέρα την αυγή μ’ ανοιγμένα καλά τα νωπά ματάκια τους, τους ξαναείδανε να βγαίνουν από την κάμαρα αγκαλιασμένοι. Δυο μέρες και δυο νύχτες είχανε ρουφήξει την αγάπη δίχως ανασασμό σαν διψασμένοι που είτανε.
Εκεί δα στο κατώφλι φίλησε ο Γιάννος τη γυναίκα του, πήρε την τσάπα στον ώμο και τράβηξε για τη δουλειά.
Οι γονιοί της Βγενιάς δεν είχανε μάτια να την ιδούνε. Κι όπως γίνηκε ο γάμος δίχως το θέλημά τους, γλύτωσαν και τα προικιά. Ούτε την καλημέρα δεν ήθελαν της θυγατέρας τους, λέγανε. Μα ο Γιάννος, ο Γιάννος ο λεβέντης με το ψηλό κορμί και τα μάτια τα γλυκά, στέκονταν κολώνα στη γυναίκα του: Ας τους να λένε. Τι σε γνοιάζει; εγώ είμαι για σένα!
Τα πολλά τα λόγια αυτός δεν τάξαιρε. Αυτός ήξαιρε να πράττει. Το σκέδιό του το πρώτο το πέτυχε κ’ η κοπέλα γίνηκε δικιά του. Τώρα είχε άλλο σκέδιο στο κεφάλι του. Ο διάολος να σκάσει, αυτός θα χτίσει ένα δικό τους καμαράκι. Θα το χτίσει στον μικρό τόπο που του είχε αφήσει ο πατέρας του απάνω στο βουνό. Είτανε ένας χερσότοπος κακομαντρωμένος με ξερολιθιά. Μ’ αυτό το σκέδιό τους στο νου, η Βγενιά έβλεπε συχνά στον ύπνο της πως έβρισκε στο δρόμο ένα κομπόδεμα. Κοίταζε ολόγυρα μη την είδανε, και το τσέπωνε. Ονειρεύονταν και ξυπνητή πως ένας μπάρμπας της απ’ την Αμερική της έστελνε, λέει, λεφτά, πολλά λεφτά: Για τη Βγενιά, έλεε η γραφή του. Για να χτίσει ένα σπιτάκι.
Με την ελπίδα του σπιτιού κουβαλούσανε τώρα κ’ οι δυό τους σαν τα χελιδόνια ό,τι μπορούσανε για τη φωλιά τους. Μάζευαν την πέτρα σιγά – σιγά κι όταν τους τύχαιναν τίποτε οικονομικά υλικά από παλιές οικοδομές, ο Γιάννος τ’ αγόραζε με τη δουλειά του.
Ο χειμώνας κόντευε να βγει κι αυτός όταν είχε καιρό πήγαινε και δούλευε στο χτήμα τους. Ξεχορτιάριαζε, πάστρευε τον τόπο από τις πέτρες, μέτραγε και χάραζε το θεμέλιο του σπιτιού. Δούλευε κοντά του κ’ η Βγενιά και δούλευε αψά σα νάτανε να τελειώσει αμέσως και το σπίτι. Μα τώρα ύστερα ο άντρας τη σταμάταγε ανήσυχος: Άσε τώρα, παράτα τα εσύ. Από κάμποσες μέρες μια χαρά ξεχείλιζε στις καρδιές τους: Το παιδί! έρχεται το παιδί τους. Κ’ έπρεπε να βρεθεί έτοιμο το σπιτόπουλο να τους συμμαζέψει τον άλλο χειμώνα.
Το βράδυ, πλάι στη χαμηλή γωνιά που καίγανε τα κούτσουρα πολεμώντας το στερνό μαρτιάτικο κρύο, κάνανε τους λογαριασμούς τους για το χτίσιμο. Έχουμε τούτο, μας λείπει εκείνο. Ας τ’ αρχίσουμε κ’ έχει ο Θεός. Θα τα καταφέρουμε. Να μπούμε κάτω από δικό μας κεραμίδι. Αυτό είναι ούλο το παν. Δεν θα μας τρώει η έγνοια, το νοίκι, το ξεσπίτωμα.
Όξω λύσσαγε η μάνητα του αγέρα, η καμινάδα της γωνιάς τον σβούριζε μέσα της σαν τρομπόνα και μαζεμένοι οι δυο τους με το αγέννητο σαν γεννημένο κοντά τους, χαμογελούσαν στ’ όραμα του μελλούμενου σπιτιού.

Κ’ ήρθε η άνοιξη με τα όλα της. Μέσα στο χτηματάκι στέκονταν η πέτρα, ένας σωρός καφετής κι άσπρος και χρυσός κάτω απ’ τον ήλιο, υπάκουο σταλιασμένο κοπάδι που θα ξυπηρετούσε τ’ αφεντικό. Έτοιμο το κόκκινο, το κοσκινισμένο χώμα, στο λάκκο του ο ασβέστης ο γαλατερός.
Κ’ είπε ο άντρας μια μέρα: Έσωσε. Από αύριο, γυναίκα, θα βάλουμε θεμέλιο!… Με το λόγο τούτον, η ψυχή της γυναίκας χόρτασε από σιγουριά: Θα βάλουμε θεμέλιο!…

Δεν καλοκοιμήθηκε εκείνο το βράδυ η Βγενιά με τις συλλογές που τη φουντώναν! Α, ναι. Τώρα πια δε θάχει ανάγκη κανέναν. Ας της κρεμάνε τα μούτρα οι δικοί της. Τι λες εκεί; Ο Γιάννος της νάναι καλά. Γύριζε και κοίταζε στο πλευρό της τον κοιμισμένον άντρα, και πάνω στα στέρεα σουσούμια της ειδής του αναπαύονταν σα σε λιμάνι απάνεμο η ψυχή της. Και την άλλη μέρα που είτανε σκόλη, ξεκίνησαν με την ευχή του Θεού.
Τα γυρίσματα του μονοπατιού απάνω στην πλαγιά του βουνού χάνονταν φαγωμένα απ’ το βιαστικό τους περπάτημα. Σκουντημένα στο διάβα τους, ξέχυναν την ευωδιά τους η αλυγαριά και το μελισσόχορτο. Νάτο και το χτήμα τους! Το βρήκανε να τους καρτερεί σαν ένα πράμα ζωντανό. Γύρω του όλο το δάσος ανάσαινε πλατειά, γερό κ’ ευτυχισμένο.
Μέσα στ’ ανοιγμένο θεμέλιο έσφαξε ο νοικοκύρης τον κόκορα τον καμαρωτό με τα μαύρα φτερά. Και το ζευγάρι έκανε ατέλειωτους σταυρούς την ώρα που ο παπά Γιώργης άγιαζε το θεμέλιο. Ένας τσέλιγκας και δυό περαστικοί παραστάθηκαν και φχήθηκαν καλορίζικο το σπίτι.
Η Βγενιά δε μιλούσε, δεν έλεγε ούτε ένα φχαριστώ, τόσο ένας κόμπος τής έσφιγγε το λαιμό. Της φαινόταν πως θα την πάρουν τα κλάμματα απ’ τη χαρά. Οι ξένοι φύγανε κι ο Γιάννος βάλθηκε μ’ όρεξη στη δουλειά.
Το σπίτι μας, το σπιτάκι μας, ο Γιάννος μου! έλεγε από μέσα της η γυναίκα και τόσο περισσότερο κολλιούνταν στον καινούργιο κόσμο που μπήκε με το θέλει της. Και κάθε βράδυ, ύστερα απ’ την ξενοδουλειά του αντρός της και τις Κυριακάδες ταχτικά, έρχονταν οι δυό τους και δουλεύανε. Εκείνος έχτιζε, εκείνη κουβαλούσε το πηλοφόρι. Μην το παραφορτώνεις, την ορμήνευε.
Άντε άντε φύτρωνε ο τοίχος απ’ τη γης, σηκώνονταν και κοίταζε τα γύρω του με περιέργεια. Χώρισαν κάποια ώρα και τα κουφώματα, η πόρτα, το παραθύρι. Τώρα φάνηκε πια το σκέδιο της κάμαρας απλωτό κ’ ευχάριστο, βουτηγμένο στο δάσος. Τα κλαριά το φύλαγαν ένα γύρο, μεγάλες πράσινες ανοιχτές φτερούγες. Από πέρα, από μακρυά έρχονταν το ξάγναντο κ’ έφερνε ως το κατώφλι της πόρτας τις ανηφοριές του βουνού τις βελουδένιες.
Τώρα η Βγενούλα γύριζε μέσα στο ξέσκεπο σπίτι και λογάριαζε. Λογάριαζε πού θα στήσει το κρεβάτι τους, πού θα βάλει την κασέλα. Θ΄αγοράσει με την ώρα και καρέκλες. Θα κρεμάσει στον τοίχο κ’ έναν καθρέφτη. Από κείνους τους καθρέφτες με τη χρυσή κορνίζα που αστραποβολάνε εκεί που τους πουλάνε στα μαγαζιά στη χώρα. Μα είναι ακριβοί. Δε θα γίνει κανένα θάμα; Δε θα την αξιώσει ο Θεός;
Θε μου, γιατί όλοι να περιμένουμε από τη χάρη σου; ποιον να πρωτοπάρει από μας το μάτι σου και ποιον να πρωτοπροφτάσεις ; Γιατί ένας άλλος εδώ κάτω, ένας μικρός θεός, ένας πλούσιος, να μην πει: Βγενιά! να κορίτσι μου, πάρε τούτον τον καθρέφτη που περισσεύει από το σπίτι μου. Μα δε βαρυέσαι, ας μένουν κ’ οι καθρέφτες και τα λούσα τους. Η Βγενιά θα βάλει την κούνια του παιδιού της για στολίδι. Θα την σιγουρέψει από δώθε μεριά για να μην το του φυσάει το παραθύρι και πάρει κανένα κρύωμα. Θα κάνει κ’ ένα κοτέτσι από πίσω από το σπίτι για τις κοτούλες. Δεν πρέπει νάχουνε πιο ύστερα και το φρέσκο τ’ αυγό για το παιδί;
Όλα τούτα τα σκέδια τάλεγε στο Γιάννο το βράδυ, σα στρώνονταν να δειπνήσουν. Και τα σκέδια αυτά, θαρρείς κ’ είτανε μαγεμένα και με τα μάγια τους του ξεγελούσαν τις έγνοιες και την κούραση. Έτσι η άλλη μέρα έβρισκε το Γιάννο ορεξάτο κ’ έτοιμον για κόπους. Μα κ’ η γυναίκα του δεν κάθονταν. Ξενοδούλευε κ’ εκείνη όπου έβρισκε κι όσο της είτανε μπορετό για να προοδεύσει το χτίσιμο.
Πότε – πότε όμως αναγκάζονταν να σταματήσουν γιατί σώνονταν τα υλικά. Τότε κάνανε πιο μαύρες οικονομίες, δεν τρώγανε όσο έπρεπε, μετράγανε το έχει τους δραχμή τη δραχμή και κάποτε πάλι ξαναρχίζανε απομοναχιασμένοι μέσα στο δάσος, ίδιοι πρωτόπλαστοι.
Μα ήρθε μέρα που δυσκολότερα παρουσιάστηκαν τα πράματα. Τώρα έχουμε τις μεγάλες σκοτούρες, έλεγε ο Γιάννος, γιατί βλέπεις είναι τα παράθυρα , είναι η σκεπή. Αυτά δε φτιάνονται με πέτρα και με χώμα που τα μαζώνεις από τα βουνά του Θεού. Χρειάζεται ξυλεία, χρειάζονται μαστόροι, πα να πει όλο παράδες.
Την ώρα που τα ντουβάρια στέκονταν έτοιμα πια μ’ όλο το μπόι τους, η δουλειά ξανασταμάτησε. Πέρασε κάμποσος καιρός μέσα στο καλοκαίρι ως που οι νοικοκυραίοι να βρεθούνε με δύναμη να ξαναβάλουν μπροστά. Έπειτα, με το έμπα του Αλωνάρη, ο Γιάννος αποφάσισε να ρίξει τη σκεπή.
– Τι να σου πω, γυναίκα, δεν παίρνει άλλο αναβολή. Θα τα μαζώξω τα χρειαζούμενα όπως μπορώ και θα σκεπάσω. Μονάχα τότε θάμαι ξέγνοιαστος.

Η Βγενιά σ’ όλα συμφωνούσε.
– Ό,τι ξαίρεις εσύ θα κάνεις.
– Κ’ εσύ θα γεννήσεις, και χειμώνας έρχεται με τις βροχές. Αν μείνει ξέσκεπο το γιαπί δεν είναι για καλό του. Τι να κάνουμε; Δεν τα θέλω τα χρέγια, μα τ’ αποφάσισα. Λέω να πάρω λίγα δανεικά από τον κουμπάρο μας. Αλλοιώς δε γίνεται.

Είχαν αρχίσει κιόλας οι πρώτες χινοπωριάτικες συγνεφιές κ’ έπεσε το πρωτοβρόχι. Βιαστικός ο Γιάννος να σκεπάσει, παράτησε τις ξένες δουλειές και κίνησε για το δικό του γιαπί. Από κοντά η γυναίκα του με τα τσανάκια με το μεσημεριανό τους φαγητό δεμένα στη μπόλια. Ο Γιάννος είχε πάρει σήμερα κι άλλον έναν εργάτη. Μπήκαμε, θα χορέψουμε, εξήγησε στη γυναίκα του.
Ως τα τώρα η δουλειά γίνονταν ήσυχα ήσυχα εκεί απάνω, μέσα στο δάσος, γιατί οι πέτρες καθώς χτίζονταν δεν ακούγονταν. Όμως με το σκάρωμα της σκεπής, καθώς καρφώνονταν τα καδρόνια, το δάσος γιόμισε αντίλαλους: γκάπα! γκούπα!…
Τι να μαστορεύουν, είπε μοναχός του ο καινούργιος χωροφύλακας που είχε ξανοιχτεί στο σουλάτσο σήμερα χασομέρικα. Πήρε λοιπόν σιγά – σιγά το δρόμο κι ανηφόριζε κι ανηφόριζε με τα χέρια μπλεγμένα από πίσω του. Οι βρόντοι όλο του δείχνανε το δρόμο το σωστό. Κάπου πέρα, ανάμεσα από τα πράσινα κλαριά του πευκώνα ανακάλυψε το γιαπί.
Ζύγωσε, στάθηκε και καλημέρισε. Οι νοικοκυραίοι απάντησαν πρόσχαρα στην καλημέρα του. Περίμεναν μάλιστα ν’ ακούσουν και τη γνώμη του για το σπίτι που μαστόρευαν. Στάθηκε, στάθηκε ο χωροφύλακας δίχως άλλο λόγο να πει, κ’ ύστερα ρώτησε:
– Έχετε άδεια;
– Άδεια! ξαφνιάστηκε ο Γιάννος.
– Ναι, άδεια.
– Ο τόπος είναι δικός μου. Τον κλερονόμησα απ’ τον πατέρα μου. Τι άδεια; Τα χαρτιά του εν τάξει. Εδώ κάθε χρόνο στοιβάζω και τους τενεκέδες για το ρετσίνι σαν χτυπάω τα πεύκα. Κανένας δε μόκανε παρατήρηση.
– Καλά αυτό, μα άδεια οικοδομής λέμε.
– Δεν ήξαιρα πως εδώ όξω…
– Παράτα τα και πήγαινε να κανονιστείς.
– Να στήσουμε πρώτα τη σκεπή.
– Ούτε ένα καρφί! Απαγορεύεται.

Ο Γιάννος κιτρίνισε. Ποιος ξαίρει τι άργητες θα του παρουσιαστούνε τώρα. Αμ τα ξαίρει δα τα χαρτιά τους και τα γραφεία τους που να τους πάρει ο διάολος τον πατέρα! δεν τα ξαίρει; Ο κουμπάρος του που είχε μπλέξει με δαύτα, χτίκιασε ο άνθρωπος. Κ’ έρχεται και χειμώνας, κατάλαβες; Πρέπει το γρηγορότερο να σκεπαστεί το σπίτι. Τι θα γίνει;
Η Βγενιά συγχισμένη έκατσε σε μια πέτρα. Το πέτο της κ’ η φουσκωμένη κοιλιά της ανεβοκατέβαιναν, τα ρουθούνια της πεταρούδιζαν. Ε μωρέ, πώς αρχίνησε τούτη η μέρα και πώς φασκελώθηκε υστερώτερα.
Κατέβηκε ο Γιάννος από το γιαπί, κατέβηκε κι ο άλλος εργάτης. Μαζέψανε τα σύνεργά τους, μάζεψε κ’ η Βγενιά με βρόντους τα τσανάκια της, και πιάσανε τον κατήφορο. Μπροστά – μπροστά πήγαινε ο χωροφύλακας με τα χέρια μπλεγμένα πίσω του, με το σβέρκο το χοντρό ξεχειλισμένο στο περιλαίμιο, αδιάφορος, αλύγιστος, αντιπαθητικός. Η Βγενιά έβραζε, ο Γιάννος φυσομανούσε, μα ο άλλος ο εργάτης τους έδινε κουράγιο: Δεν είναι τίποτε, μια δυό μέρες άργητα όλο – όλο. Αυτό είναι.
Οι δυο μέρες γένηκαν τέσσερις, γέννηκαν μια βδομάδα, μήνας ολάκερος. Η υπόθεση του Γιάννου βαλμένη σε χαρτιά με υπογραφές, με βούλες και με χαρτοσήματα, σέρνονταν οκνά σαν σερπετό από χέρι σε χέρι υπαλληλικό, από γραφείο σε γραφείο. Είχε γίνει στοιχειό, σωστό στοιχειό που έτρωγε αόρατο τις μέρες και τις νύχτες του ζευγαριού, γιατί η ίδια η άργητα τους έβανε σ’ ανησυχία. Κάτι δυσκολίες, λέει, παρουσιάζονταν.
Ο Γιάννος έχανε τη δουλειά του κ’ έτρεχε. Τίποτα δεν ωφέλησαν τα τρεχάματα, τα παρακάλια, οι μετάνοιες του. «Απαγορεύεται η οικοδόμησις του γηπέδου διότι κατά το εγκεκριμένον σχέδιον πόλεως ο δημόσιος δρόμος πρόκειται να διέλθη δια μέσου αυτού.»
Και τώρα; Τι θα γίνει με το σπίτι μου; ρώτησε ο Γιάννος σα χαμένος.
– Θα το γκρεμίσεις.


Είτανε ένα βροχερό πρωινό όταν ο ίδιος ο χωροφύλακας και δυο εργάτες ήρθανε στο χτηματάκι του Γιάννου. Από κοντά πρόβαλε κ’ εκείνος με τη γυναίκα του. Κατακίτρινοι κ’ οι δυό τους, στάθηκαν παράμερα σα νάτανε τώρα πιο ξένοι μέσα σ’ αυτήν την ιστορία του σπιτιού τους που πέρναγε σ’ άλλα χέρια. Μέσα τους όμως ακόμα παρακαλάγανε το Θεό να κάνει κανένα θάμα.
Οι άλλοι, κάτι ρετσινάδες κ’ οι εργάτες, τριγύρισαν το γιαπί και το κοιτάζανε βουβοί και συγχισμένοι. Κ’ είτανε σα να μέλλονταν να γίνει επί τόπου καμμιά βάρβαρη πράξη, καμμιά απάνθρωπη καθαίρεση.
Σκάλωσαν οι εργάτες στο γιαπί κι αρχίσανε να γκρεμίζουνε. Γκάπα! γκούπα! ακούγονταν μέσα στον πευκώνα καθώς ξηλώνονταν η αρχινισμένη σκεπή.
Ο Γιάννος δε βάσταξε. Πήρε το δρόμο κ’ έφευγε για να μη βλέπουν τα μάτια του τη συμφορά τους. Ένας σωρός κουβάρι η γυναίκα του σε μια γωνιά, έκλαιγε μ’ αναφυλλητά, λαβωμένο ζώο στην κώχη του.
Όμως εκεί που δεν το περίμενε κανένας, πετάχτηκε ολόρθη η Βγενιά κ’ έμπηξε στριγγλιές φωνές που καταξέσκισαν την καρδιά του πευκώνα: Χαΐρι και προκοπή να μη δεις ποτέ σου, παλιόσκυλο! Κακούργε! Άτιμε! Άτιμε! Άρπαξε μια πέτρα χοντρή και την πέταξε κατ’ απάνω στο χωροφύλακα. Οι άντρες την κράτησαν και την τραβούσανε.
Το δάσος σπάραζε, βογγούσε κ’ έκλαιγε απάνω από τη συμμάζωξη, απάνω από τη χαλασμένη χελιδονοφωλιά, στον τόπο που διάλεξαν να σιγουρέψουν τις αγάπες τους τα χελιδόνια.
Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου , Ο Μεγάλος Ποταμός, διηγήματα( πριν και μετά το 1940), εκδόσεις Γκοβόστη ( αχρονολόγητο)
[1] Η εισαγωγή της συλλογής διηγημάτων Ο Μεγάλος Ποταμός


Ατεχνως

Μακρόνησος, «στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου»

   Μακρόνησος, «στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου»


Σαν σήμερα ολοκληρώθηκε το οργανωμένο έγκλημα της σφαγής στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων 29/2/1948 – 1/3/1948, για να σπάσει την αντίσταση των αγωνιστών.
Αντλούμε από το λεύκωμα του Μακρονησιώτη αγωνιστή εικαστικού Γιώργου Φαρσακίδη «Μακρόνησος»
Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά εκβιάζουν για «δήλωση»: «Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. η σειρά του τώρα, καθάριζε»
Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά εκβιάζουν για «δήλωση»: «Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. η σειρά του τώρα, καθάριζε»
Μεθοδεμένο το μακελειό, βαστάει ως το σούρουπο. Τους βαριά χτυπημένους, τους ξέψυχους, τους κουβαλάν στην πρώτη από τις τρεις σκηνές που φιλοξενεί η «Χαράδρα». Τους βάζουνε στην αράδα κοντά στης πόρτας το άνοιγμα. Μετά φέρνουνε έναν-έναν τους άλλους, όσους νιώθουν ακόμα; Σκύψε κουμούνα να δεις, πιάσε τους καλά, να το καταλάβεις. Ψοφήσανε όλοι. Καθάρισε για πάρτη σου, να γλιτώσεις .
Κι έξω ο… παπάς πού βρέθηκε; Ψέλνει νεκρώσιμα… Ο σαλεμένος νους αρνιέται να δεχτεί την πραγματικότητα: Φτάνει το κάρβουνο, όχι άλλο. Νερό, νερό! Παπά τραβήξου από τις… ράγες, τσουφ, τσουφ, τσουφ…
Απομόνωση στο Ε.Σ.Α.Ι. Στη γωνιά, στ” άνοιγμα του αντίσκηνου, πιάνει το μάτι λίγο το ψήλωμα, στ” αριστερά, και την ανθρωποθάλασσα ως πέρα, από την άλλη. Κρεμασμένο στα σύρματα τ” ανθρωπομάνι, χιλιάδες στόματα, κοντανασαίνει.
Το πλάτωμα του Ένατου άδειασε. Η πρώτη παρτίδα ξόφλησε, κατέβηκε. Οι άλλοι στη «Χαράδρα» ακόμα. Έρημη η πλαγιά. Πίσω μας ακούγεται φασαρία. Κάτι συμβαίνει! «Ξέφυγε ένας», φτάνουν ως εμάς οι κουβέντες, «πήρε το μονοπάτι του Γολγοθά». Ακουμπισμένος στον πάσσαλο της σκηνής μας, ένας γέρος βουρκώνει:  Βάλε στραβά το σκουφί, παλικάρι μου , μουρμουράει. Βιάσου, μη δε προλάβεις. Στο θάνατο πας, στου Χάρου τα δόντια. Κι η μάνα σου καρτεράει… Σκέψου, σταμάτα .
Είν” ο Μανόλης που ξέφυγε απ” το Ε.Σ.Α.Ι. κι ανέβηκε στη «Χαράδρα» να σμίξει με τους συντρόφους του.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Άνθρωπε.
Γράψε τη λέξη τούτη στον αγέρα
Κι ως θα μετράς κι ως θα κοιτάς τις συλλαβές τα γράμματαfarsa2
Βάλ” την ψυχή σου στο βλέμμα.

Πρόφερε γρήγορα ψιθυριστά καθώς τα χείλια
Των εικοσάχρονων παιδιών που δε γευτήκανε φιλί.
Κοίτα καθώς τα μάτια τους φρικιαστικά κοιτούσαν
Τα μάτια τους, τα μάτια τους, που μοναχά γελούσαν
Κι έγνεφαν λες στο μάγο γυρισμό…

Ω, τα τραγούδια, τα τραγούδια τους!
Ο άνεμος δεν τα χορεύει πια
Κι η θάλασσα πια δεν τα ταξιδεύει.
Τους πήραν τα τραγούδια τους, τους πήραν τα χαμόγελα.

Σφίξε τη λέξη τούτη σφίξε την
Καθώς τη σφίγγει στ” άδεια στήθια της τρελής μητέρας
Που γυρεύει το τρελό της παιδί.

Γίνε μονάχα ένα στόμα, γίνε ένα σάλεμα για κραυγή
Γίνε η άναρθρη κραυγή των τρελών
Που σαρκάζει
Φοβερή, θριαμβευτική, νικητήρια!
Φώναξε δυνατά! «Μακρόνησος!»

Χίλιες φορές κι αν το φωνάξεις δε θ” ακούσεις το σκοπό
Που στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου.

Μα, πάνω από το σπαραγμό
Της μάνας, πάνω απ” την αγκούσα των παιδιών
Κι απ” των τρελών την άναρθρη κραυγή
Πάνω απ” το μίσος και το θάνατο
Πολύ πάνω
Παρηγορήσου άνθρωπε, στέκεται ακόμα
Ένας τοίχος ψηλά κι είναι ακέριος
Πέτρα με πέτρα ακριβό κέρδος του πόνου
Ένας τοίχος ψηλά, και φυλάει την ψυχή σου!

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης

Ποδοσφαιρικό ματς

 Ποδοσφαιρικό ματς

Έχει μείνει ως ουρά από μια πρόσφατη αθλητική ανάρτηση της κε του μπλοκ, το ζήτημα σχετικά με την ανάγκη να υπάρχει ή όχι δική μας οργανωμένη παρέμβαση στις κερκίδες των γηπέδων. Χωρίς να επιχειρώ μια εξαντλητική αναφορά στο θέμα ή να υπαγορεύσω ένα οριστικό συμπέρασμα, προσπαθώ στο σημερινό κείμενο να σκιαγραφήσω κάποιες πτυχές του κι ένα γενικό πλαίσιο.

Παλιότερα, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, και με το κόμμα σε βαθιά παρανομία, οι κομμουνιστές εφάρμοζαν σχεδόν κυριολεκτικά ένα τσιτάτο του βλαδίμηρου για την παρέμβαση ακόμα και στις αντικαπνιστικές λέσχες και σε διάφορους πολιτιστικούς και τοπικούς συλλόγους, που τους παρείχαν κάλυψη. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, με την πλατιά στρατολογική ανάπτυξη και κομματική οικοδόμηση, ο μη αστικός μύθος μας λέει πως υπήρχε οβ θύρας 4 στη νεολαία και κόβα στον ηρακλή του σάββα κωφίδη και του βάσια χατζηπαναγή από την τασκένδη. Αλλά οι οργανωτικές συγκρίσεις με εκείνη την εποχή είναι πάντα καταθλιπτικές (χωρίς πάντως να αποτελούν ασφαλές κριτήριο για τη γενικότερη ποιότητα της δουλειάς μας): αν κάποιος σφος στη σπουδάζουσα χαρεί σήμερα γιατί έφτιαξε επιτέλους οβ στη σχολή του, θα μάθει ότι κάποτε είχαμε δυο-τρεις όβες ανά έτος. Αν είχαμε σήμερα οβ στη θ4 (λέμε τώρα), τότε στη δεκαετία με τις βάτες θα υπήρχε μία τομεακή οργάνωση στην 4α, στην 4β και την 4γ. Κι αν είχαμε κόβα στον ηρακλή, τότε θα είχαμε ξέρω ‘γω μία αχτίδα για κάθε γραμμή: άμυνα, κέντρο κι επίθεση.

Σήμερα οι οπαδικοί σύνδεσμοι είναι στην πλειοψηφία τους άντρα μαστούρας, κανονικής και πνευματικής. Μπάλα-μπάλα τα μυαλά μας, τζιχάντ στους αλλόθρησκους που δεν είναι με την ομαδάρα, λατρεία για την προεδράρα που μας χαρτζιλικώνει από δεκάδες διαύλους, κρυφούς και φανερούς. Κι εκκόλαψη του αυγού του ναζιστικού φιδιού, που βρήκε προ δεκαετίας πρόσφορο έδαφος για να θεριέψει στους πανηγυρισμούς για την κατάκτηση του γιούρο, και την αιματηρή εκδίκηση απέναντι στους αλβανούς που τόλμησαν να νικήσουν την πρωταθλήτρια ευρώπης και να το χαρούν κιόλας στην χώρα μας –ανήκουστο!

Θα μου πεις βέβαια πως στα ματς της εθνικής δεν πάνε κυρίως οργανωμένοι οπαδοί και θα ‘χεις δίκιο. Ίσως κάποιος φέρει ως αντεπιχείρημα κάποιες ανακοινώσεις της θύρας 4 κατά των νεοναζί της χρυσής αυγής. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να ψηφίζεις/πιστεύεις χρυσή αυγή, για να  είσαι φασίστας –χωρίς να το ξέρεις. Και αν πετύχεις ποτέ το μαύρο μπούγιο που έρχεται ή φεύγει μεθυσμένο από την τούμπα με τα βυζαντινά σύμβολα, τα τατουάζ κι άλλα ελπιδοφόρα αξεσουάρ, που «σκότωσε για ένα εισιτήριο», αλλά μετά δεν έχει ούτε λεφτά για αστικό, και κάνεις μια πρόχειρη κοινωνική παρατήρηση, θα σου βγει λουμπεναριό με ευρύτατη πλειοψηφία. Λουμπεναριό όχι γιατί του λείπουν τα χρήματα, αλλά κάθε υποψία ταξικής συνείδησης.

Το παράδειγμα του εκφυλισμού της ορίτζιναλ, που ήταν από τους πιο ψαγμένους οπαδικούς συνδέσμους, με ευαισθησίες και πολιτικές τοποθετήσεις, αλλά τώρα έχει γίνει κάτι σαν ιδιωτικός στρατός του μελισσανίδη, προκειμένου να φτιαχτεί η αγιά-σοφιά στη νέα φιλαδέλφεια, είναι ενδεικτική των περιθωρίων που υπάρχουν να ακουστούν κάποιες διαφορετικές φωνές. Ενώ παράλληλα δείχνει πόσο έχουν αλλάξει κάποιες σταθερές, που θεωρούσαμε δεδομένες. Για παράδειγμα ο ολυμπιακός με τη λαϊκή βάση εκπροσωπείται σε επίπεδο συνδέσμων σήμερα από το δόγμα «no politica» της θύρας 7 που δεν τίμησε τη μνήμη του αντι-φασίστα ολυμπιακού παύλου φύσσα. Ενώ αντίθετα, οι σύνδεσμοι του παο, παρά το αμαρτωλό παρελθόν της φασιστικής νοπο, έχουν κάνει μια αναρχίζουσα κι αντιμπατσική στροφή, ιδίως μετά τη δολοφονία του γρηγορόπουλου –που βρισκόταν το ίδιο απόγευμα σε αγώνα πόλο του παο. Θυμίζω σχετικά και το πανό της θύρας 13 στην τελευταία επέτειο του πολυτεχνείου: έχουμε πόλεμο με τη δημοκρατία σας.

Αυτό δείχνει ίσως και τα όρια της πολιτικοποίησης των συνδεσμιτών, που είναι άλλωστε και το ταβάνι για αρκετό «κόσμο του κινήματος» που έχει γαλουχηθεί στο πνεύμα του δεκέμβρη, των πλατειών, της 20ής οκτώβρη, κτλ. Κι η αλήθεια είναι πως πέρα από κάποιους συμβολισμούς (πχ κάποια πανό του τσε κι ακόμα πιο ανοιχτά στην κερκίδα της λιβόρνο και της ομόνοιας), κάποιες αναλαμπές της λαϊκής μούσας και κάποια πολιτικά πανό (πχ αντιπολεμικά ή με μηνύματα αλληλεγγύης στην παλαιστίνη, κτλ) ο ρόλος των οπαδών-φιλάθλων έχει σημαντικούς και καθοριστικούς περιορισμούς στο ισχύον γενικό πλαίσιο. Οι φίλαθλοι είναι ο πιο σημαντικός έμψυχος παράγοντας ενός συλλόγου, πάνω από τους παίκτες, προπονητές και διοικούντες, που έρχονται και παρέρχονται, αλλά δεν μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους και να διοικήσουν το σύλλογο –κάθε παρόμοια προσπάθεια συναντά σύντομα τα όρια αντίστοιχων αυτοδιαχειριστικών εγχειρημάτων στην παραγωγή και του αμείλικτου καπιταλιστικού περίγυρου που επιβάλλει το πλαίσιο και τα κριτήρια λειτουργίας τους.

Στον αντίποδα πάντως πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κάποια σημεία.
Σε σχέση με τον αθλητή-αθλούμενο, ο φίλαθλος εκπροσωπεί ένα παθητικό είδος ενασχόλησης με τον αθλητισμό. Αυτό συμπυκνώνεται πολύ εύστοχα σε ένα σχετικό ανέκδοτο με το στάλιν, όταν του είπαν πως το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι με 22 παίκτες και χιλιάδες θεατές στην κερκίδα, για να τους απαντήσει: εμείς θέλουμε όμως το ανάποδο. Χιλιάδες να παίζουν στο γήπεδο κι οι 22 να βλέπουν απ’ την κερκίδα. Αυτά τα δύο βέβαια δεν πάνε ακριβώς αντιπαραθετικά, ούτε χωρίζονται με σινικά τείχη. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο πως η μεγαλύτερη μέση προσέλευση οπαδών στα ελληνικά γήπεδα είναι τη δεκαετία του 80’ που υπάρχει παράλληλα ισχυρό μαζικό κίνημα -κι η σχετικά πιο γεμάτη τσέπη του έλληνα εργαζόμενου. Η σταδιακή και συνεχιζόμενη παρακμή από τη δεκαετία του 90’ δεν επηρέασε μόνο τους λαϊκούς αγώνες, αλλά και τους ποδοσφαιρικούς, όπως και κάθε άλλη μαζική εκδήλωση. Ο καναπές, ως ευρύτερη λογική και «κουλτούρα», έχει φωλιάσει σε πολλούς φιλάθλους και υποκαθιστά την ατμόσφαιρα και την τελετουργία του γηπέδου. Η φίλαθλη ιδιότητα ως κατηγορία έχει κι αυτή έναν εσωτερικό διαχωρισμό μεταξύ του παθητικού θεατή του καναπέ και της πιο «ενεργητικής» ενασχόλησης.

Υπάρχουν επίσης πολλά ενδιαφέροντα παραδείγματα κι από την πείρα άλλων χωρών. Στη γερμανία πχ η άγραφη υποχρέωση που νιώθουν οι ποδοσφαιριστές μιας ομάδας να σταθούν ακίνητοι κι αμίλητοι μπροστά στο πέταλο των οπαδών της ομάδας τους και να ακούσουν τις παρατηρήσεις και τα παράπονά τους μετά από ένα άσχημο αποτέλεσμα ή να πανηγυρίσουν μαζί τους μια νίκη, είναι ένας πολύ δυνατός συμβολισμός για το ρόλο των οπαδών που αποτελούν τη βάση της ομάδας. Εξίσου συμβολική αλλά κι ουσιαστική ήταν μια άλλη πρωτοβουλία διαμαρτυρίας των οπαδών της ουνιόν βερολίνου –μπορείτε να διαβάσετε ενδεικτικά σε αυτόν και σε αυτόν το σύνδεσμο.

Όλα αυτά και πολλά ακόμα παραδείγματα δείχνουν πως η φίλαθλη συνείδηση δεν είναι ταυτόσημη με την αποχαύνωση του χουλιγκανισμού. Και πρέπει να είναι για όλους μας σαφές –και ιδιαίτερα για όσους υιοθετούν μια σνομπ, κάπως κομπλεξική ματιά απέναντι στον αθλητισμό ως σύνολο- πως δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι, αν δεν το αγαπάς και δεν ενδιαφέρεσαι πραγματικά –είτε αυτό αφορά τον αθλητισμό και τη φυσική αγωγή, είτε τον κόσμο (τους ανθρώπους και την πραγματικότητα) που καλούμαστε να αλλάξουμε.

Ας έχουμε επίσης καθαρό πως στο ζήτημα που έχει ανοίξει με τους συνδέσμους, η ουσία δε βρίσκεται προφανώς στο να βαφτίσουμε το κρέας ψάρι και τους συνδέσμους λέσχες, ούτε στην οριστική τους διάλυση, αλλά στο κόψιμο του ομφάλιου λώρου (όπου αυτός υπάρχει) που τους συνδέει με τις διοικήσεις και τους προέδρους που τους εκτρέφουν και τους χρησιμοποιούν. Κάτι που απαιτεί πρωτίστως σύγκρουση με τα συμφέροντα και τους επιχειρηματίες που λυμαίνονται τον χώρο, όχι με το σαμάρι και τους υποτακτικούς τους.

Ας έχουμε επίσης υπόψη πως η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών μέσων που βάζει στο στόχαστρο τους συνδέσμους έχει κατά βάση ως πρότυπο το αμερικάνικο μοντέλο του λοβοτομημένου θεατή-καταναλωτή, που τρώει ποπ-κορν, πατατάκι και αδιαμαρτύρητα στη μάπα ένα σωρό χορηγούς, φωνάζει ρυθμικά ντι-φενς, βγαίνει φωτό με τη μασκότ και βοηθάει την οικονομία να κινείται και να αναπτύσσεται. Τι ωραίες εικόνες, ε; Όχι. Είναι αυτό το άοσμο κι άνευρο κοινό, που εκτός από το παραπάνω κλισέ έχει εμπνεύσει στους παοκτζήδες το κάφρικο αλλά πετυχημένο σατιρικό: έξω οι οικογένειες από τα γήπεδα.

Το σημερινό σημείωμα κλείνει με ένα παλιότερο ποίημα του ασημάκη πανσέληνου, από το οποίο δανείζεται και τον τίτλο της η σημερινή ανάρτηση.

Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!

Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.

Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
και κλειουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.

Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
καλά που ’ναι κι ελεύτερος ο τύπος,
για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.

Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δυο άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.

Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.

1 Μάρτη 1948: Ολοκληρώνεται το μακελειό της Μακρονήσου

1 Μάρτη 1948: Ολοκληρώνεται το μακελειό της Μακρονήσου


1 Μάρτη 1948:
Ολοκληρώνεται το μακελειό της Μακρονήσου, που ξεκίνησε στις 29 Φλεβάρη, όταν ο λόχος Ασφαλείας του στρατοπέδου άνοιξε πυρ κατά των φαντάρων που διαμαρτύρονταν για τη βίαιη συμπεριφορά των Αλφαμιτών έναντι των άρρωστων συντρόφων τους. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών στις 29/2, τα θύματα ήταν 17 νεκροί και 61 τραυματίες, όλοι «επικίνδυνοι κομμουνισταί»… Η εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Εξόρμηση» κάνει λόγο για «έγκλημα (που) ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα».
Ωστόσο, την επόμενη μέρα (1/3) πραγματοποιήθηκε νέο δολοφονικό πογκρόμ, ακόμα πιο φρικιαστικό, πιο εξοντωτικό και πιο ανελέητο από το προηγούμενο: Περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού υπό τον συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη και δεσμοφύλακες της Μακρονήσου βάλλει κατά των κρατουμένων. Κανείς δε γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των νεκρών!
Ο γιατρός του Α' τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού. Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο, όπου «παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας»...
Πολλά έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα για τη Μακρόνησο.
Το γεγονός της σφαγής 300 περίπου άοπλων ανθρώπων, το επίσημο κράτος μέχρι σήμερα το αποκρύπτει. Δεν τολμά να δώσει τα επίσημα στοιχεία από τα αρχεία του για τη Μακρόνησο, για το έγκλημα της σφαγής και τον τόπο ταφής των νεκρών .
Η πολιτεία και η Δικαιοσύνη συνεχίζουν επί 70 κοντά χρόνια να μην τολμούν και να μη θέλουν, έστω και για την ιστορική αλήθεια, να φωτίσουν το φάκελο  Μακρόνησος.
Για το έγκλημα αυτό οι πάντες σιώπησαν και σιωπούν.

Η δημιουργία του στρατοπέδου
Η Μακρόνησος, το άγονο αυτό νησί των 15 τετραγωνικών χλμ. αναγορεύτηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με εισήγηση του ΓΕΣ προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19/2/47. Η εισήγηση εγκρίθηκε στις 3/4/47 και οι πρώτοι σκαπανείς αριστεροί στρατιώτες δίχως όπλα  έφτασαν στη Μακρόνησο στις 26/5/47. Η Μακρόνησος λειτούργησε ως το 1958 με τρόπο που να «ντρέπεται ο ήλιος ως διαβαίνει απ' το νησί, τόσο σκυφτούς ανθρώπους ν' αντικρίζει» Ο Υπουργός Εσωτερικών που άνοιξε την Μακρόνησο ήταν ο Στράτος .Το κολαστήρι χαιρέτησαν με ενθουσιασμό πολιτικοί της εποχής, Τσάτσος «Αναρρωτήριο ψυχών... Συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού... Εθνική κολυμβήθρα... Νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Π. Κανελλόπουλος «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων». Ο σκοπός του στρατοπέδου,  δεν ήταν άλλος από τη συγκέντρωση των κομμουνιστών, αριστερών και προοδευτικών νέων με στόχο την αναμόρφωσή τους σε εθνικόφρονες πολίτες και πειθήνια όργανα του καθεστώτος. Παράλληλα, η Μακρόνησος θα λειτουργούσε και ως χώρος συγκέντρωσης των πολιτικών κρατουμένων, ιδιαίτερα των πιο επικίνδυνων για το καθεστώς, με πρώτη προτεραιότητα αυτούς που κρατούνταν σε φυλακές οι οποίες βρίσκονταν κοντά στις εμπόλεμες περιοχές. Η διοικούσα αρχή του στρατοπέδου ήταν η BXI Διεύθυνση του ΓΕΣ, τα ίχνη της οποίας έχουν επιμελώς σβηστεί από τα στρατιωτικά αρχεία. Το εν λόγω στρατόπεδο φτιάχτηκε με τη βοήθεια και καθ’ υπόδειξη του «συμμαχικού» παράγοντα, δηλαδή των Αμερικανών και των Βρετανών. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ενώ έχουν περάσει από τότε 70 σχεδόν χρόνια και το ουσιώδες αρχειακό υλικό που συνόδευε τη ζωή του στρατοπέδου παραμένει επτασφράγιστο.
Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας. Ήταν ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης .Ήταν μια μελετημένη καταπιεστική και ψυχολογική μάχη που δινόταν καθημερινά ενάντια στη συνείδηση και αξιοπρέπεια όλων, ενάντια στην αντοχή του ανθρώπου. Ένα σύστημα «αναμόρφωσης» για όλα τ' αγύριστα κεφάλια, προκειμένου ν' αναβαπτιστούν και ν' αλλάξουν τα φρονήματά τους, τις ιδέες τους, τα ιδανικά τους.

Η μεγάλη σφαγή
Ήταν πρωί Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948. Το προσκλητήριο στο Α` Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν. Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ' οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμήτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλειά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδάρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα, που, απ' ότι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος, άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος), τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος, που εν των μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: Εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.

Έτσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας ημέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη.
Όταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ' ολόκληρο το στρατόπεδο.
Τι έμελλε να επακολουθήσει;
Σε λίγο, δε θα υπήρχαν ερωτηματικά.
Στις  9 η ώρα το πρωί στις ακτές του Α` Τάγματος εμφανίστηκε ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα:«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω - απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης - 5 λεπτά προθεσμία ν' αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς...». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά... δύο λεπτά».Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ` Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α` Τάγματος. Σε λίγο άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς, που είχαν ξαπλώσει κάτω, παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται, απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Ύστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα, πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Όταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα, αρκετοί έπεσαν στο νερό με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. Όταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α` Τάγματος: Βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών».
Όλα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ' ένα σκοπό: Στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας.

Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ' ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να 'κανα; Το πιστόλι σε παγώνει...Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι - όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν - έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»

Αυτή είναι η τραγική ιστορία των φαντάρων χωρίς όπλα, ενός θεσμού που εξυπηρετούσε όχι απλά στρατολογίες εμφυλιοπολεμικές, αλλά την ολοκληρωτική εξαφάνιση του προοδευτικού κινήματος, με βασανιστήρια που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη αντοχή.
Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε
Η σφαγή της Μακρονήσου σηματοδότησε τους δύο κόσμους που συγκρούονταν τότε στην Ελλάδα.O  αστικός πολιτικός κόσμος και η πνευματική αστική διανόηση της εποχής χαρακτήριζαν τη Μακρόνησο «Εθνική κολυμβήθρα» και «σύγχρονο Παρθενώνα».
Η Μακρόνησος όντως υπήρξε Παρθενώνας, ένας Παρθενώνας από την ανάποδη. Γιατί, αν ο Παρθενώνας είναι το κόσμημα του ανθρώπινου πολιτισμού, η Μακρόνησος είναι η ντροπή και η καταισχύνη του.
  

TOP READ