Μιά
ιδεολογική προσέγγιση της ταξικής
κατάστασης των σύγχρονων κοινωνιών θα
μας οδηγήσει σε καίρια πολιτικά
συμπεράσματα.
Ο
μικροαστισμός
πρώτα και κύρια μπορεί να αντιπροσωπεύει
πραγματική ταξική θέση μέσα σε μια
καπιταλιστική κοινωνία. Τότε μιλάμε
για μια υπάρχουσα και κεκτημένη ταξική
θέση μέσα στην μάζα που αποκαλούμε
μεσαία στρώματα της κοινωνίας. Σε αυτά
τα μέλη της κοινωνίας η ταξική τους θέση
ανταποκρίνεται και αντιστοιχίζεται με
την μικροαστική τους αντίληψη. Ομως ο
μικροαστισμός σαν αντίληψη μπορεί να
εισχωρεί και σε κοινωνικές τάξεις που
τα μέλη τους δεν “κατέχουν” μια
πραγματική ταξική θέση στα μεσαία
στρώματα. Μιλάμε για την εργατική τάξη
με την ευρύτερη έννοια, μέσα στην οποία
διαχέονται μικροαστικές αντιλήψεις
όταν στις καπιταλιστικές κρίσεις μαζικά
φτωχοποιούνται και προλεταριοποιούνται
μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων και
έτσι αποκτούν με την καταστροφή τους
πραγματική ταξική θέση μέσα στην εργατική
τάξη. Αυτό δεν σημαίνει όμως οτι απαραίτητα
θα αποκτήσουν και ταξική συνείδηση της
νέας τους κατάστασης. Οσοι
δεν καταφέρουν να αποκτήσουν τέτοια
συνείδηση και ταξική αυτογνωσία, απλά
θα ζήσουν σαν προλετάριοι με την ελπίδα
να ξανακερδίσουν την χαμένη κοινωνική
θέση, συμβάλλοντας στην “κυκλοφορία”
των μικροαστικών τους αντιλήψεων μέσα
στην εργατική τάξη.
Απο την άλλη στις φάσεις της καπιταλιστικής
άνθησης και επέκτασης κάμποσα μέλη όλων
των κοινωνικών ομάδων ανέρχονται σε
ταξικές θέσεις (εργάτες περνούν στα
μεσαία στρώματα και απο εκεί λίγοι
μπορεί να περάσουν και στα μεσοαστικά
και ελάχιστοι προς τα μεγαλοαστικά
στρώματα) ή κάποιοι νομίζουν ψευδαισθητικά
πως ανεβαίνουν τα “σκαλιά” της κοινωνίας
ή πως είναι σίγουροι πως θα τα ανέβουν.
Ολη αυτή η φαινομενικά “θετική”
κοινωνική κίνηση και η “θετική”
κοινωνική ψυχολογία διογκώνουν τις
μικροαστικές αντιλήψεις ραγδαία σε
όλες τις κοινωνικές ομάδες. Τα όνειρα
όλων ... “παίρνουν φωτιά” που προήλθε
απο μια σπίθα που ξεπηδά απο ένα ξεραμμένο
σαράκι στα μυαλά των ανθρώπων. Είναι το
σαράκι της ιδιοκτησίας και της “αρπαγής”
της μεγάλης ευκαιρίας. Είναι οι
μικροαστικές αντιλήψεις.
# Αλλά ας δούμε απο πιό
κοντά πως συντελούνται τέτοιου είδους
αλλαγές στην πραγματική κοινωνική βάση,
στο σημείο δηλαδή εκείνο που οι παραγωγικές
δυνάμεις έρχονται σε αντίθεση με τις
σχέσεις παραγωγής. Τα εργατικά
στρώματα (η εργατική τάξη)
χαρακτηρίζονται πρώτα και κύρια απο
τον τρόπο αμοιβής της εργασίας τους που
στο καπιταλιστικό σύστημα είναι η
μισθωτή εργασία. Ποτέ κανένας στην
ιστορική διαδρομή του καπιταλισμού δεν
μπόρεσε να ανατρέψει την μαρξιστική
θέση πως το καπιταλιστικό κέρδος
προκύπτει απο την εκμετάλλευση της
εργατικής δύναμης και κατ΄επέκταση οτι
η υπεραξία είναι ανάλογη με το ποσό και
τον βαθμό της εκμετάλλευσης της. Με
τίποτα άλλο. Ολα στον καπιταλισμό
ρυθμίζονται με τον μαρξιστικό νόμο της
αξίας και της υπεραξίας. Αυτή η ρύθμιση
μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με το σύστημα
των μισθών το οποίο πραγματώνει απο την
μιά και κρύβει επιμελώς απο την άλλη το
γεγονός, πως ο εργαζόμενος αμοίβεται
για μικρότερο ποσό εργασίας απο αυτό
που πραγματικά έχει παράγει. Στην ουσία
δεν
είναι μισθωτός ... είναι μισθόδουλος.
Με αυτή την έννοια στον καπιταλισμό
μπορούμε να ορίσουμε σαν εργατική τάξη
όλους όσους η εργασία τους αμοίβεται
με σύστημα μισθού. Μέσα όμως σε όλη αυτή
την τεράστια κοινωνική ομάδα υπάρχουν
στρώματα και κατηγορίες εργατών που
δυνητικά μπορεί να προκαλούν σοβαρές
διαφοροποιήσεις στην συνειδητοποίηση
της πραγματικής ταξικής θέσης όλων
αυτών των ανθρώπων. Ξεκινώντας απο τους
εργάτες που στην εργασία τους κυριαρχεί
το χειρωνακτκό μέρος και το πνευματικό
μετέχει λιγότερο θα παρατηρήσουμε πως
ανάλογα με το επίπεδο εξειδίκευσης, η
αμοιβή ποικίλει, αλλά αυτό το γεγονός
δεν αλλάζει την γενική διαπίστωση πως
όποιος ... δεν κατέχει μέσα παραγωγής
είναι εκμεταλλευόμενος μισθόδουλος.
Και οι βιομηχανικοί εργάτες αλλά και
εκείνοι που μετέχουν με μισθωτή σχέση
στην μικρή και μεσαία παραγωγή βρίσκονται
στην ίδια μοίρα με τους προηγούμενους
όσο αφορά την εκμετάλλευση απλήρωτης
εργασίας τους. Ομως σε όλη την βιομηχανική
παραγωγή μετέχουν και μισθωτοί εργαζόμενοι
με υψηλότερα επίπεδα τεχνικής εξειδίκευσης
(ακόμα και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης)
και μεγαλύτερη πνευματική συμμετοχή,
για τους οποίους η παραγωγή επιφυλάσει
πιο επιτελικούς ρόλους στον σχεδιασμό,
στην οργάνωση, στην συντήρηση ακόμα και
στην επιστασία της παραγωγής. Ελάχιστοι
απο αυτούς θα σκαρφαλώσουν διοικητικά
στην ιεραρχία και λίγοι θα μπορέσουν
να αποκτήσουν πρόσβαση στην ιδιοκτησία
μετοχών - δηλαδή θα αποκτήσουν τμήμα
του χρηματικού κεφαλαίου της επιχείρησης
που με την στενή έννοια αποτελεί μέσο
κέρδους και με την ευρεία αποτελεί μέσο
παραγωγής. Αυτοί οι λίγοι είναι η εξαίρεση
που επιβεβαιώνει τον κανόνα πως και
αυτή η κατηγορία παρά τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της (και τις καλύτερες
αμοιβές της) θα παραμείνει μισθόδουλη.
Στην ίδια κατηγορία εργατών θα πρέπει
να καταταχθούν και οι εργάτες γης, δηλαδή
οι αγρότες που δεν κατέχουν γη ή κατέχουν
πολύ μικρή ιδιοκτησία. Μέσα στο πλέγμα
της σύγχρονης μεταποιητικής αγροτικής
παραγωγής, τα κέρδη της εργασίας τους
τους κατατάσουν στην ίδια κατηγορία με
τον χειρώνακτα εργάτη με μικρό ή μέτριο
βαθμό εξειδίκευσης και με μηδενικές
στην ουσία πιθανότητες να καταφέρουν
επέκταση και παραπέρα ανάπτυξη της
παραγωγικής τους δραστηριότητας. Οι
μισθωτοί του τριτογενούς τομέα παραγωγής
(υπαλληλία στον ιδιωτικό ή δημόσιο
τομέα) ανήκουν στην ίδια κατηγορία με
τους παραπάνω, αλλά σε αυτούς δεν
κυριαρχεί το χειρωνακτικό στοιχείο της
εργασίας. Εργάτες είναι και αυτοί, αλλά
με καθαρά χέρια. Κυριαρχεί το πνευματικό
μέρος της εργασίας και σε πολλά μέλη
αυτής της ομάδας (μάλλον στα περισσότερα)
η εκπαίδευση σε ανώτερη ή ανώτατη βαθμίδα
προσφέρει κατά περιόδους καλύτερες
αμοιβές (πιο ευνοική κατανομή της
υπεραξίας της εργασίας υπέρ του
εργαζόμενου) αλλά η μεγάλη πλειοψηφία
δεν θα μπορέσει να αποσπασθεί απο την
μισθωτή σχέση εργασίας. Ολες οι κατηγορίες
που περιγράφω μέχρι εδώ διακρίνονται
για ένα χαρακτηριστικό, παρά τις μεγάλες
μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Δεν κατέχουν
και ούτε ποτέ θα αποκτήσουν σαν τάξη
(και δεν εννοώ κάποια μεμονωμένα άτομα),
μέσα παραγωγής. Εδώ χρειάζεται μια
σημαντική διευκρίνηση. Το ανώτερο
επίπεδο εξειδίκευσης, ή τεχνικής γνώσης,
ή σπουδών παρότι προσφέρει καλύτερες
αμοιβές της μισθωτής εργασίας, ποτέ δεν
μπορεί να νοηθεί σαν κατοχή μέσου
παραγωγής όσο συνεχίζεται η μισθωτή
σχέση, για τον λόγο οτι όσο υψηλή και να
είναι η αμοιβή, αυτός ο εξειδικευμένος
εργαζόμενος δεν θα αποκτήσει ποτέ την
δυνατότητα να προσλάβει άλλους
εργαζόμενους που θα υπόκεινται σε αυτόν
με μισθωτή σχέση για να μπορέσει να
εκμεταλλευτεί την εργασίας τους. Εκείνοι
οι ελάχιστοι που θα αποκτήσουν την
δυνατότητα να το κάνουν θα πάψουν να
ανήκουν ταξικά στην εργατική τάξη και
θα ενταχθούν στις μεσαίες ή στις ανώτερες
τάξεις, ανάλογα με το ποσό και τον βαθμό
μισθωτής εργασίας που θα καταφέρουν να
εκμεταλλευθούν. Με τις έννοιες που
περιέγραψα παραπάνω η τεράστια αυτή
κατηγορία των μισθωτών, ορίζει την
σύγχρονη εργατική τάξη, το σύγχρονο
προλεταριάτο. Την τεράστια αυτή μάζα
εργαζομένων που οι αμοιβές της δεν της
επιτρέπουν ποτέ καμμία σημαντική
αποταμίευση και κυρίως δεν της αφήνουν
καμμία ελπίδα οτι απο την εργασία της
θα αποκομίσει σημαντικό “κέρδος” που
έχει σχέση με την ποιοτητά της. Ακόμα
και σε περιόδους καπιταλιστικής άνθησης
και επέκτασης που αυξάνει το κόστος
εργασίας (γιατί αυξάνει η ζήτηση εργατικών
χεριών) και συνεπώς αυξάνονται οι
αμοιβές, μάλλον αυτή η οφέλεια θα
εξανεμισθεί απο την αύξηση των τιμών
των βασικών προιόντων και υπηρεσιών
διαβίωσης (για να αντιρροπισθεί το
αυξημένο κόστος εργασίας και να
εξασφαλισθεί το καπιταλιστικό κέρδος
... στην περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης
αυξάνουν τα κέρδη του καπιταλιστή αλλά
όχι και τα κέρδη του εργάτη. Του εργάτη
αυξάνουν μόνο τα έξοδα). Αρα η μισθωτή
εργασία σχεδόν ποτέ δεν δίνει την
ευκαιρία για απόκτηση μέσων παραγωγής
και σημαντικής περιουσίας (που θα
μπορούσε να λειτουργήσει σαν μέσο
παραγωγής, όπως π.χ. η ιδιοκτησία κατοικιών
και καταστημάτων προς ενοικίαση). Ακόμα
και τα ιδιοκτησιακά στοιχεία για
προσωπική χρήση (μια κατοικία, αυτοκίνητο
και σπανιώτερα εξοχική κατοικία) που
δεν μπορούν να παράγουν υπεραξία, είναι
δυνατό να αποκτηθούν απο μισθωτούς μόνο
σε φάσεις υπερπροσφοράς χρηματιστικού
κεφαλαίου (φάσεις συσσώρευσης) και πάλι
με όρους και συνθήκες ακραίας κερδοφορίας
του κεφαλαίου. Με δανεισμό, κυρίως για
κατοικίες και καταναλωτικές δαπάνες.
Τις επισφάλειες αυτού του δανεισμού
προς την μισθωτή εργατική τάξη (που
πιθανότατα στην επόμενη κρίση) δεν θα
μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο, έρχεται
να καλύψει η υποθήκευση της ιδιοκτησίας.
Αλλά μέσω μιας απλής οικονομικής
συναλλαγής (μισθωτός και τράπεζα
συμφωνούν για ένα υποθηκευμένο στεγαστικό
δάνειο), συμβαίνουν και άλλες σοβαρότερες
μεταβολές. Ο μισθωτός εργάτης “αποκτά
ιδιοκτησία” (έστω και υποθηκευμένη)
και αυξημένη καταναλωτική δύναμη ή έστω
την ψευδαισθησή της. Αυτομάτως
απομακρύνεται απο την θέση του “χειρώνακτα
χωρίς υπάρχοντα” και πλησιάζει στην
θέση του “ιδιοκτήτη που μπορεί να
καταναλώνει”.
Χωρίς καθόλου να αλλάξει η πραγματική
ταξική του θέση μέσα στο πλέγμα των
σχέσεων παραγωγής, μοιραία αλλάζει η
συνείδηση που έχει ο ίδιος για την θέση
του. Αμβλύνεται το επίπεδο αυτογνωσίας,
νομίζοντας οτι άλλαξε κοινωνική τάξη
και στάθμη την ίδια στιγμή που κάτι
τέτοιο δεν συνέβη – αμβλύνεται η ταξική
του συνείδηση. Θα αναθεωρήσει την θέση
του ξανά όταν θα κινηθούν οι διαδικασίες
των υποθηκών του, όταν θα αντιμετωπίσει
το φάσμα της ανεργίας. Οταν θα
“επαναπρολεταριοποιηθεί” βίαια, θα
συνειδητοποιήσει πως ποτέ δεν έπαψε να
είναι προλετάριος.
# Η
μεσαία τάξη.
Οι αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες
(επιστήμονες, υπηρεσιών, εμπορίου κλπ)
έχουν σαφώς μεγαλύτερη ευχέρεια απόκτησης
κερδών απο την άσκηση της της τέχνης
τους, της επιστήμης τους και της
ειδικοτητάς τους για τον λόγο οτι δεν
εξαρτώνται απο την μισθωτή εργασία αλλά
απο την ικανότητα που θα επιδείξουν και
στην οικονομική οργάνωση της δουλειάς
τους, αλλά και απο την επιστημονική τους
αρτιότητα ή την τεχνική δυνατότητα που
θα προσελκύσει πελάτες. Τα περιθώρια
κερδών θα είναι ακόμα μεγαλύτερα εαν ο
κύκλος εργασιών της επιχειρησής τους
δίνει την δυνατότητα να εκμεταλλευτούν
την μισθωτή εργασία λίγων υπαλλήλων.
Ολοι αυτοί οι επαγγελματίες θα μπορούν
να αθροίσουν ίσως και σημαντικά
ιδιοκτησιακά στοιχεία (ίσως και χωρίς
την ανάγκη δανεισμού), τα οποία σε
συνδυασμό με την απουσία του ψυχολογικού
ορίου της αύξησης των κερδών της εργασίας
(αυτό το ψυχολογικό όριο κατατρώει τον
κάθε μισθωτό), τους θέτουν στον πυρήνα
αυτής της τάξης που ονομάζουμε μεσαία.
Παρά τα δεδομένα χαρακτηριστικά αυτής
της τάξης, η πραγματικότητα
είναι οτι η παραγωγική τους δραστηριότητα
συντελείται πάντα συμπληρωματικά
με την δραστηριότητα του μεγάλου
κεφαλαίου στον ίδιο κλάδο. Δηλαδή
δραστηριοποιούνται ακριβώς μέσα στα
“κενά” που επιλέγει το μεγάλο κεφάλαιο
για λόγους συμφέροντος να αφήσει (ανάλογα
με το επίπεδο και την φάση αναπτυξής
του) και με αυτή την έννοια η επαγγελματική
τους επέκταση και ανάπτυξη βρίσκεται
ουσιαστικά σε ασφυκτικό και απαγορευτικό
κλοιό μέχρι η καπιταλιστική κρίση να
αναγκάσει το μεγάλο κεφάλαιο να τους
ανταγωνισθεί και στην ουσία να τους
εξαφανίσει. Με λίγα λόγια η επαγγελματική
δραστηριοποίηση της μεσαίας τάξης ποτέ
δεν αποκτά χαρακτήρα πραγματικού
ανταγωνισμού με το μεγάλο κεφάλαιο
για τον λόγο οτι την υπαρξή τους την
“επιτρέπει” σχεδιασμένα το μεγάλο
κεφάλαιο όταν το εξυπηρετεί και θα
καταλάβει βίαια τον επαγγελματικό
“ζωτικό χώρο” της μεσαίας τάξης όταν
στριμωχθεί. Η καπιταλιστική κρίση θα
καταστρέψει πολλούς καπιταλιστές ...
την μεσαία τάξη θα λυπηθεί ή θα την
προστατεύσει το αστικό κράτος ?? Η μεσαία
τάξη σαν τάξη δεν έχει τον προορισμό
ούτε την δυνατότητα να γίνει αστική.
Απο την άλλη όσο καλά και να εκμεταλλευτεί
την προσωπική του εργασία, όσο άρτια
και να είναι, όσο πολύ και να δουλέψει,
ποτέ δεν θα βρεθεί σε κατάσταση ακραίου
πλουτισμού γιατί απλά η φύση αυτής της
εργασίας δεν έχει σημαντικά περιθώρια
εκμετάλλευσης υπεραξιακού βάθους (π.χ.
όση αμοιβή και να εισπράξει ένας θαυμάσιος
γιατρός δεν μπορεί με την προσωπική του
εργασία να εξυπηρετήσει τόσους ασθενείς,
αρκετούς για να πλουτίσει και να περάσει
απο την μεσαία στην μεγαλοαστική τάξη).
Το
υπεραξιακό βάθος της εργασίας του είναι
πεπερασμένο.
Η μεσαία τάξη λοιπόν διαφοροποιείται
απο την εργατική όσο αφορά την θέση της
στην παραγωγική διαδικασία, καθότι δεν
είναι μισθόδουλη, κατέχει μέσα παραγωγής
και μπορεί να εκμεταλλευτεί την υπεραξία
της εργασίας των υπαλλήλων της, έχει
την δυνατότητα να εισέρχεται σε
διαδικασίες ανάπτυξης και ανταγωνισμού
με τα μονοπώλια αλλά όλα αυτά μόνο
φαινομενικά στα πλαίσια του μονοπωλιακού
καπιταλισμού. Στην ουσία μπροστά στην
μεσαία τάξη ορθώνεται ένα αδιαπέραστο
δίχτυ οικονομικών και νομικών όρων που
την παγιδεύει στα στενά πλαίσια που
εκτείνονται απο την μικρή, μίζερη και
συμπληρωματική στο μεγάλο κεφάλαιο
(στην ουσία παρασιτική) παραγωγή ... μέχρι
την καταστροφή. Τίποτα παραπάνω απο
αυτό. Παρά την αίσθηση περί του αντιθέτου,
όταν την μεσαία τάξη την εξετάζουμε
στην βάση της παραγωγικής διαδικασίας
βλέπουμε πως στην ουσία είναι ταξικά
δίπλα στην εργατική τάξη με κοινή μοίρα
μέσα στον καπιταλισμό. Και επιστρέφουμε
στον γιατρό του παραδείγματος που
αφήσαμε παραπάνω. Ο ίδιος γιατρός αν
συγκυριακά μπορέσει να εκμεταλλευτεί
δεσπόζουσα θέση στον μηχανισμό της
υγείας όπως π.χ. καθηγητές, διευθυντές
κλπ, τότε το υπεραξιακό βάθος της εργασίας
τους αυξάνει ραγδαία. Αυτές οι κατηγορίες
εργαζομένων δεν μπορούν να λογίζονται
σαν μη κατέχοντες μέσα παραγωγής για
τον λόγο και μόνο οτι η θέση που κατέχουν
τους επιτρέπει να εκμεταλλεύονται την
εργασία των υφισταμένων παρότι με αυτούς
δεν διατηρούν άμεση σχέση εργοδότη και
εργαζομένου. Αυτό ακριβώς το γεγονός
τους απομακρύνει απο την μεσαία τάξη
και τους κατατάσει στην αστική. Στην
ίδια κατηγορία με τους τελευταίους
(δηλαδή με μεγάλο υπεραξιακό βάθος της
εργασίας) μπορούν άνετα να καταταχθούν
και πάμπολλοι μισθωτοί (τουλάχιστον σε
κάποια φάση του εργασιακού τους βίου),
που για διάφορους λόγους μπορούν να
εκμεταλλεύονται με τον ίδιο τρόπο κάποια
δεσπόζουσα θέση κάποιου μηχανισμού του
αστικού κράτους ή και του συμπλεκόμενου
με αυτό δικτύου των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αν
κάποιος προσπαθήσει, τουλάχιστον στις
σύγχρονες κοινωνίες, να καταγράψει τους
μηχανισμούς και τους τρόπους πρόσβασης
σε αυτούς, μάλλον θα μπλέξει σε έναν
τεράστιο κυκεώνα
που μέσα του θα συναντήσει ... απο απατεώνες
και λαμόγια μέχρι golden
boys ειδικών
αποστολών, από κομματάρχες αστικών
κομμάτων μέχρι εμπόρους όπλων, απο
μικροεπιχειρηματίες που η πελατεία
τους είναι μόνο το κράτος ή μια συγκεκριμένη
εταιρεία μέχρι συνδικαλιστές, από
καθηγητές και διευθυντές μέχρι
λαθρέμπορους λιμενικούς, από επιστάτες
εργολαβιών μέχρι αστυνομικούς προστάτες
και μαφιόζους, από δημάρχους και άλλους
τοπικούς άρχοντες μέχρι προέδρους ΜΚΟ,
από δημοσιογράφους μέχρι “ποντίκια”
κρυμμένα σε offshore,
από παπάδες και “φιλάνθρωπους” μέχρι
αμοιβόμενους και “ανεξάρτητους”
bloggers,
από άσημους αργυρώνητους ερευνητές
μέχρι ταγματάρχες που θα σώσουν την
φυλή, από ψώνια που νομίζουν οτι έχουν
την μεγάλη ιδέα και μάλιστα θα “πάρουν”
την θέση του Bill
Gates χωρίς
να περάσουν απο τα υπόγεια της CIA
μέχρι
ανανήψαντες πρώην ταξικούς αγωνιστές,
από, από, .... Ολοι αυτοί οι μηχανισμοί
είναι οργανωμένοι απο το αστικό κράτος
και την αστική τάξη και τους είναι
εντελώς απαραίτητοι για την εξάσκηση
της εξουσίας της, αποτελούν δε τον βασικό
στόχο των ονείρων τεράστιων μαζών και
της εργατικής μα και της μεσαίας τάξης
για την κοινωνική ανέλιξη. Είναι ο μόνος
ορατός τρόπος να ξεφύγουν απο την μιζέρια
του μισθωτού και του μίζερου και
στενάζοντα μικροεπιχειρηματία. Οι
παραγωγικές δυνάμεις στον καπιταλισμό
ασφυκτιούν μέσα σε όλο αυτό το πλέγμα
σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων και ο μόνος
τρόπος ανέλιξης πάνω και μέσα σε αυτό
το δίχτυ (αν κάποτε στα βρόχια του
πιαστείς ... που λέει και ο ποιητής) ...
είναι
η ιδεολογική αποδοχή της κυριαρχίας
της αστικής τάξης, η παροχή εγγυήσεων
για την “ομαλή” λειτουργία εντός του
μηχανισμού και τελικά η παραίτηση του
καθενός απο κάθε ιδέα ανατροπής.
Τα φίλτρα αυτά του καπιταλισμού, όπως
αποδεικνύεται, δουλεύουν θαυμάσια και
τα μέλη εκείνα της κοινωνίας που
προέρχονται απο την εργατική ή μεσαία
τάξη που θα καταφέρουν να μπούν και να
επωφεληθούν απο τον μηχανισμό, ουσιαστικά
υποχρεώνονται σε ιδεολογική δήλωση
μετανοίας και παραίτησης. Η κοινωνική
καταξίωση είναι τώρα πιό πιθανή για
αυτά τα “αξιότιμα” πιά μέλη της “ανώτερης
υποστάθμης”.
Η ιδεολογική κυριαρχία της αστικής
τάξης έχει οικονομική ταξική βάση.
Είναι
η δωροδοκία- εξαγορά τμημάτων των άλλων
τάξεων εκ μέρους της αστικής.
Είναι αισχρή εξαγορά. Δεν είναι το προιόν
της εργασίας των λαών που τους το
επιστρέφει ιδεαλιστικά και ανθρωπιστικά
η αστική τάξη (δηλαδή σαν κοινωνικές
παροχές ενός ευνομούμενου κράτους) αλλά
είναι το προιόν της εργασίας που
αναγκάζεται να παραχωρήσει η αστική
τάξη αφού πρώτα εξασφαλίσει το
καπιταλιστικό υπερκέρδος. Τα κριτήρια
της επιστροφής δεν έχουν καμμιά σχέση
με τις παραγωγικές δυνατότητες μιας
κοινωνίας ούτε με τις ανάγκες της. Εχουν
μόνο σχέση με το βέλτιστο κέρδος του
καπιταλιστή και το ελάχιστο απαιτούμενο
ποσό που απαιτείται για να μην εξεγείρονται
οι κοινωνίες ή με το ελάχιστο ποσό απο
αυτό που μπορούν να αποσπάσουν οι ενεργές
κοινωνικές δυνάμεις με την πάλη τους.
Είναι μια ελεγχόμενη και “επί σκοπώ”
επιστροφή στις εργαζόμενες τάξεις ενός
μικρού μέρους του κλεμμένου (με
συνταγματικές και νομικές κατοχυρώσεις)
πλούτου που παράγουν. Είναι πρόστυχη
εξαγορά και έχει όλα τα χαρακτηριστικά
της αν αναλογισθεί κανείς για το πως
αυτοί οι ιδεαλιστές-ανθρωπιστές, οι
αστοί, σε όλα τα συνταγματά τους
διακυρήσουν υποκριτικά την ισότητα
όλων απέναντι στον νόμο (στον δικό τους
νόμο που είναι φτιαγμένος στα δικά τους
μέτρα) και ξεχνούν παντού και πάντα να
προσθέσουν και μιά μικρή φρασούλα που
είναι η μόνη πεμπτουσία του ανθρωπισμού:
απαγορεύεται η εκμετάλλευση ανθρώπου
απο άνθρωπο. Εχουμε μπροστά μας το
φαινόμενο – κατά Λένιν – της εργατικής
αριστοκρατίας.
Ολοι αυτοί με το έναν ή τον άλλο τρόπο
είναι οι δωροδοκημένοι του αστικού
μηχανισμού που σε αγαστή συνεργασία με
το αστικό κατεστημένο διαφθείρουν τον
μισθωτό και τον μικρομεσαίο εργαζόμενο.
Του φυτεύουν την ιδέα (επιδεικνύοντας
σαν φουσκωμένα παγώνια το προσωπικό
τους παράδειγμα επιτυχίας) πως με την
άρτια, την τίμια, την έξυπνη, την
εφευρετική, την καινοτόμο και την άοκνη
εργασία θα κατακτήσουν τα ονειρά τους.
Για τα άλλου είδους ανταλλάγματα που
“απαιτούνται” – βεβαίως, βεβαίως - δεν
λένε κουβέντα.
Είναι
προφανές οτι οι μικροαστικές αντιλήψεις
δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά το
εποικοδόμημα και το επιφαινόμενο των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Είναι
εκείνη η δύναμη του συστήματος που έλκει
“μαγνητικά” τεράστιες μάζες εργαζομένων
(εργατών και μεσαίων) προς την απώλεια
της ταξικής τους αυτοσυνειδησίας, τους
“έλκει” να νομίζουν πως είναι κάτι που
στην πραγματικότητα δεν είναι, για τον
λόγο οτι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή
και η ιδεολογικοί της μηχανισμοί, την
ίδια στιγμή που δωροδοκούν τους λίγους
για να διαφθείρουν τους πολλούς και να
πείσουν την κοινωνία για το λαμπρό της
μέλλον, ταυτόχρονα υποβαθμίζουν την
ανθρώπινη εργασία και ύπαρξη στα ακρότατα
όρια. Οι ελπίδες είναι πλασματικές.
Οι μικροαστικές αντιλήψεις είναι το
τρομερό όπλο του μονοπωλιακού καπιταλισμού
και γίνεται ακόμα πιό τρομερό επειδή
την βασική του δράση και επενέργεια
μπορεί να την εφαρμόζει με την μεγαλύτερη
δυνατή ισχύ ειδικά στις πιό εξελιγμένες
και αναπτυγμένες καπιταλιστικά, στις
πιό προοδευμένες τεχνολογικά και
πνευματικά κοινωνίες. Μπορεί να το κάνει
σχεδιασμένα και συνειδητά διοχετεύει
σε αυτές τις κοινωνίες μέρος του
υπερκέρδους που αποκομίζει απο την
ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των
υπόλοιπων και υποβαθμισμένων κοινωνιών
του πλανήτη. Γνωρίζει η παγκόσμια αστική
τάξη πως κινδυνεύει πρώτα και κύρια απο
τις αναπτυγμένες κοινωνίες και αυτές
φροντίζει να δωροδοκεί και να εξαγοράζει
πρώτα και κύρια. Και εδώ ανακύπτουν
κάποια άλλα ζητήματα στην ουσία
συνειδησιακά και ιδεολογικά, άμεσα
συνυφασμένα με την δεδομένη κοινωνική
κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στις
σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Σε κοινωνικό επίπεδο εαν έχεις συνείδηση
της δωροδοκίας και της εξαγοράς
(άσχετα εαν κάποιος ατομικά ή κάποιες
κοινωνικές ομάδες δεν συμμετέχουν και
δεν επωφελούνται) τότε δεν μπορεί
παρά να έχεις συναινέσει και να έχεις
αποδεχθεί σαν κοινωνία την δεδομένη
μοιρασιά και τις συνεπειές της. Ασχετα
απο το εαν σαν κοινωνία μπορείς να
διατηρείς στο έναν ή στον άλλον βαθμό
το δικαίωμα να διεκδικείς ευνοικότερη
μοιρασιά στην λεία, τελικά έχεις αποδεχθεί
το βασικό αντάλλαγμα που απαιτεί η
άρχουσα τάξη-κυρίαρχος και ρυθμιστής
της κοινωνίας: την οριστική παραίτηση
απο οποιαδήποτε σκέψη και σχέδιο
ανατροπής του καπιταλιστικού κοινωνικού
μηχανισμού και στην ουσία την παραίτηση
απο σκέψεις καταστροφής του μηχανισμού
της εξαγοράς. Τότε η κοινωνία είναι
συνένοχος. Εσύ ο πολίτης της προοδευμένης
χώρας ... εαν γνωρίζεις οτι το ωραίο σπίτι
και το μοντέρνο αυτοκίνητο που μπορείς
να αποκτήσεις ... είναι “ματωμένο”, τότε
είσαι συνένοχος. Ετσι συντελείται η
“ματωμένη μοιρασιά”. Βέβαια σε
μεγάλη έκταση μέσα στις κοινωνίες δεν
υπάρχει συνείδηση της πραγματικής
κατάστασης επειδή οι αστικοί ιδεολογικοί
μηχανισμοί μπορούν και την κρύβουν. Η
έννοια, έθνος-κράτος είναι ο βασικός
αστικός μηχανισμός που λειτουργεί σε
αυτή την κατεύθυνση επειδή ο καπιταλισμός
την χρειάζεται για να “λειτουργήσει”,
με ποικίλους τρόπους. Το έθνος-κράτος
έρχεται να εξυπηρετήσει τον ιμπεριαλιστικό
μονοπωλιακό ανταγωνισμό με τον
προστατευτισμό της καπιταλιστικής του
παραγωγής που μπορεί να επιβάλλει,
αποφασίζει και υλοποιεί την συμμετοχή
ή όχι της εθνικής αστικής τάξης σε
υπερεθνικούς σχηματισμούς για το
συμφέρον της, με τα φορολογικά συστήματα
αναδιανέμει υπέρ των καπιταλιστών τα
“εθνικά” εισοδήματα, συντηρεί και
ενισχύει με “κρατικό χρήμα” ιδιωτικά
τραπεζικά και χρηματιστικά δίκτυα,
διατηρεί με δαπάνη των λαών τους
κατασταλτικούς μηχανισμούς επιβολής,
όπως με δαπάνη των λαών εξοπλίζει
στρατούς που θα μετέχουν όταν παραστεί
η ανάγκη στο επόμενο ιμπεριαλιστικό
μοίρασμα, αναλαμβάνει με τον μηχανισμό
του στοχευμένα και σχεδιασμένα σχεδόν
όλον τον μηχανισμό εξαγοράς και δωροδοκίας
εκείνων των κοινωνικών ομάδων που θεωρεί
απαραίτητο και τέλος οργανώνει και
λειτουργεί – πάλι με δαπάνη των λαών –
τους ιδεολογικούς μηχανισμούς επιβολής
του συστήματος της παιδείας, των εκκλησιών
(όπου χρειάζεται) και των συστημάτων
πληροφόρησης όπως τα ΜΜΕ και τα δίκτυα.
Τελικά, τεράστιες μάζες εργαζομένων σε
αυτές τις κοινωνίες (είτε συνειδητά,
είτε όχι) βρίσκονται υπο την ιδεολογική
κυριαρχία της αστικής τάξης – μια
κυριαρχία που στην βάση της στηρίζεται
μόνο στις δεδομένες σχέσεις παραγωγής.
Δεν θα μεταβληθεί τίποτα στις κοινωνίες
εαν δεν ανατραπούν οι δεδομένες σχέσεις.
Υπάρχουν και μικρά (για την ώρα) τμήματα
της κοινωνίας που αυτό το γεγονός το
κατανοούν και μάλιστα το ιεραρχούν σαν
το πρώτο και το βασικότερο στην αναλυσή
τους και στην δράση τους. Σε αυτά τα
τμήματα της κοινωνίας δεν έχουν καταφέρει
να διεισδύσουν οι μικροαστικές αντιλήψεις.
Σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα άλλο
ερώτημα. Η μικροαστική αντίληψη είναι
ταυτόσημη με την αστική ιδεολογία ?? Η
απάντηση είναι όχι. Δεν είναι δυνατόν
η αστική τάξη και τμήματα άλλων τάξεων
(που έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα)
να μπορούν να έχουν και την ίδια ιδεολογία.
Οι μικροαστικές αντιλήψεις είναι εκείνα
τα στοιχεία και εκείνες οι πτυχές της
αστικής ιδεολογίας που μπορούν να
διεισδύουν και να εξαπλώνονται μέσα
στην μεσαία και στην εργατική τάξη. Περί
αυτού πρόκειται. Αυτές λοιπόν τις
αντιλήψεις τις “παραλαμβάνουν” οι
ιδεολογικοί μηχανισμοί της αστικής
τάξης και τις διοχετεύουν στις λαικές
μάζες. Είναι οι μηχανισμοί του αστικού
κράτους που απαραίτητα πρέπει να έχουν
(για να λειτουργούν) μία πολιτική οργάνωση
– στον καπιταλισμό η συχνότερα απαντώμενη
στα χρόνια μας, είναι η κοινοβουλευτική
δημοκρατία με τις παραλλαγές της.
Ερώτημα: Ποιοί πολιτικοί σχηματισμοί
“φροντίζουν” για την μεταφορά και την
καλλιέργεια των μικροαστικών αντιλήψεων
στις εργαζόμενες τάξεις ?? Πρώτα και
κύρια τα πολιτικά κόμματα της αστικής
τάξης. Ξεκάθαρα προπαγανδίζουν και
μέσα στην τάξη τους και στις τάξεις των
εργαζομένων, την υπεροχή της καπιταλιστικής
λειτουργίας της κοινωνίας, αναλαμβάνουν
και διεκπεραιώνουν όλες τις δραστηριότητες
του αστικού κράτους (εθνικές και διεθνείς)
και συνολικά εξυπηρετούν πρώτα και
κύρια τα συμφέροντα της τάξης τους και
καθορίζουν τον τρόπο και το μέγεθος της
δωροδοκίας-εξαγοράς των άλλων τάξεων.
Η διεισδυτικότητα αυτών των απόψεων
στην μεσαία και στην εργατική τάξη είναι
μεγαλύτερη σε φάσεις ανάπτυξης και
επέκτασης του καπιταλισμού όπως είναι
ευνόητο. Κατα διαστήματα αυτοί οι
πολιτικοί σχηματισμοί αποκαλύπτονται
στα μάτια των λαών, η διεισδυτικότητα
τους στους εργαζόμενους δοκιμάζεται
σκληρά και το έργο πρέπει να αναλαμβάνουν
άλλοι σχηματισμοί που διακυρήσουν και
πάλι την καπιταλιστική υπεροχή αλλά
τώρα τάζουν καλύτερο μερίδιο στην
“ματωμένη μοιρασιά” αμπαλαρισμένο με
πιο φιλελεύθερες ιδέες, με ακλόνητη
θέληση για την πάταξη της διαφθοράς (το
μαχαίρι στο κόκκαλο), με διακυρήξεις
δικαιοσύνης και νομιμότητας (που
παραβιάσαν οι προηγούμενοι) ακόμα και
με ριζοσπαστικές και μεταρυθμιστικές
ιδέες. Είναι αυτονόητο πως την ίδια
στιγμή που κλείνουν το μάτι στην αστική
τάξη, κυρίως απευθύνονται στις μεσαίες
τάξεις και σε κείνες τις κοινωνικές
ομάδες που έχουν την αίσθηση πως ανήκουν
ή πλησιάζουν προς τις μεσαίες τάξεις.
Είναι τα διάφορα κεντρώα, φιλελεύθερα
πολιτικά σχήματα που με καμμιά ντροπή
(μετά το 1917) αυτοπροσδιορίζονται σαν
σοσιαλιστικά-δημοκρατικά και έχουν
διαμορφώσει σε όλον τον δυτικό κόσμο
την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας.
Είναι στην ουσία οι πολιτικοί φορείς
τμημάτων της αστικής και της μεσαίας
τάξης. Των τάξεων που ανταγωνίζονται
την μεγαλοαστική τάξη για να εξασφαλίσουν
καλύτερο μερίδιο στην μοιρασιά και οχι
για να την ανατρέψουν. Απο αυτές τις
ιδέες έχουν παραιτηθεί οριστικά προ
πολλού. Κατά διαστήματα (σε φάσης
καπιταλιστικής άνθησης και όταν κατέχουν
την κυβερνητική εξουσία) η διεισδυτικότητα
αυτών στην εργατική τάξη είναι σοβαρότατη
σε πλάτος, με εντονότατες επιδράσεις.
Το μοντέλο αυτής της κυβερνητικής
εναλλαγής αυτών των δύο πολιτικών
σχηματισμών φαίνεται οτι είναι βολικό
(με το λιγότερο “λειτουργικό” κόστος)
στην εφαρμογή της εξουσίας της αστικής
τάξης. Είναι το δικομματικό στην ουσία
σύστημα που διατηρεί την νομοθετική
εξουσία χωριστή και ανεξάρτητη απο την
εκτελεστική. Ειδικά στις φάσεις
καπιταλιστικής ανάπτυξης δείχνει σοβαρή
σταθερότητα, γεγονός που σημαίνει οτι
οι μικροαστικές αντιλήψεις διοχετεύονται
αποτελεσματικά στις μάζες, όσο αφορά
την σταθερότητα του συστήματος αλλά
ποτέ σχεδόν στην ιστορία (μετά την
εμφάνιση του μαρξισμού) δεν έχουν
καταφέρει να αποτρέψουν την εργατική
τάξη απο την ιδέα της πολιτικής οργανωσής
της. Εξάλλου όλα τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα, που παίζουν θαυμάσια στο
δικομματικό παιχνίδι της αστικής τάξης,
στις αρχές της ιστορίας τους ήταν
ειλικρινά μαρξιστικά που μέσα τους
στεγάζονταν και οι μαρξιστές επαναστάτες
αλλά και στην συνέχεια οι αναθεωρητές
του μαρξισμού, μέχρι που ο λενινισμός
γέννησε τα επαναστατικά μαρξιστικά
κομμουνιστικά κόμματα της
πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Αυτό
ήταν ένα σημείο καμπής για την πολιτική
οργάνωση της εργατικής τάξης. Ομως,
έπειδή απο την μιά οι μικροαστικές
αντιλήψεις είναι ένα τόσο ισχυρό και
διεισδυτικό όπλο της αστικής ιδεολογίας
και απο την άλλη τα κομμουνιστικά κόμματα
αναγκαστικά θα έρχονται σε συνεχή
συνάφεια και επαφή με όλες τις μάζες
που δέχονται την επίδραση αυτών των
αντιλήψεων, είναι αντικειμενικά σίγουρο
και αναπόδραστο οτι δεν θα είναι και τα
ίδια τα σώματα των κομμουνιστικών
κομμάτων στεγανά στον μικροαστισμό.
Οσο η δράση τους τα φέρνει σε επαφή με
πλατύτερες “δυνητικά” μικροαστικές
μάζες, τόσο η ίδια τους η λειτουργία θα
γεννά μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα
τάσεις μικροαστικές. Μόνο που αυτές οι
μικροαστικές αντιλήψεις έχουν μιά
σημαντική ειδοποιό διαφορά απο εκείνες
τις μικροαστικές αντιλήψεις που
εκπορεύονται απο τα κεντρώα, φιλελεύθερα,
ριζοσπαστικά και σήμερα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα τα οποία στοχεύουν στην μεσαία
τάξη και της υπόσχονται απλά ευνοικότερη
θέση στον καπιταλισμό χωρίς να γίνεται
λόγος για ανατροπές επειδή έτσι θέλει
η μεσαία τάξη. Ομως οι μικροαστικές
τάσεις που γεννιούνται μέσα στα
κομμουνιστικά εργατικά κόμματα
γεννιούνται πάνω στο έδαφος του
επανασταστικού όνειρου της ανατροπής
του καπιταλισμού και μοιραία θα το
κουβαλάνε τουλάχιστον στις διακυρήξεις
που θα απευθύνουν, οχι στην μεσαία τάξη
κυρίως, αλλά κατευθείαν στην εργατική
όταν θα αποσπασθούν απο τα κομμουνιστικά
κόμματα. Και προκύπτουν νέοι και
ιδιαίτεροι πολιτικοί σχηματισμοί απο
το σώμα της εργατικής τάξης που της
τάζουν ειρηνική, δημοκρατική και ανώδυνη
ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά μέχρι
να το πετύχουμε αυτό, μέχρι να πείσουμε
δημοκρατικά την αστική τάξη πως είναι
δίκαιο να παραδώσει την εξουσία της
αναίμακτα και ομαλά, θα φροντίζουμε η
εργατική και η μεσαία τάξη... απλά να
διεκδικούν καλύτερο μερίδιο στην
ματωμένη μοιρασιά. Τι ακριβώς επιτυγχάνουν
αυτά τα πολιτικά σχήματα ?? Επιτυγχάνουν
μέσα στην εργατική τάξη, αυτό που στην
ουσία καταφέρνουν τα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα μέσα στην μεσαία τάξη. Διοχετεύουν
την αστική ιδεολογία καμουφλαρισμένη
με όνειρα και υποσχέσεις ανατροπής της
αστικής τάξης. Τάζουν ανατροπή του
καπιταλισμού την ίδια στιγμή που
καλλιεργούν στις μάζες κοινοβουλευτικές
αυταπάτες. Είναι τα πολιτικά όργανα των
αστών μέσα στα εργατικά κινήματα. Είναι
οι οπορτουνιστές και τα κομματά
τους. Οσο το δικομματικό πολιτικό σκηνικό
μπορεί να διεκπεραιώνει την εφαρμογή
της αστικής εξουσίας και τα οπορτουνιστικά
κόμματα έχουν περιθωριακή θέση όσο
αφορά την συμμετοχή τους σε κυβερνητικούς
θώκους, το μόνο που τελικά κάνουν είναι
να τάζουν, σε εργατικές και μεσαίες
μάζες, καλύτερες μέρες που θάρθουν με
την “κοινοβουλευτική ανατροπή” του
καπιταλισμού. Ουσιαστικά το μόνο πολιτικό
αποτέλεσμα που παράγουν είναι να
εγκλωβίζουν αυτές τις μάζες σε αυτές
τις εξωπραγματικές μικροαστικές
πολιτικές προσδοκίες και να τις
απομακρύνουν συστηματικά απο οποιαδήποτε
μορφή οργάνωσης ταξικής και επαναστατικής
κατεύθυνσης. Τις επαναπαύουν και τις
παραπλανούν. Και ο οπορτουνιστικός
μικροαστισμός είναι εξαιρετικά
διεισδυτικός στους εργαζόμενους με
αποτέλεσμα αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί
μαζί με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
να αποτελούν την μόνιμη και ιδανική
πολιτική στέγη της πλειονότητας της
εργατικής αριστοκρατίας. Είναι ένα
σταθερό και καθόλου τυχαίο φαινόμενο.
Στην ουσία οι αυτοαποκαλούμενοι
σοσιαλιστές (σοσιαλδημοκράτες) και οι
αυτοπροσδιοριζόμενοι “κοινοβουλευτικοί
ανατροπείς” του καπιταλισμού
(οπορτουνιστές), έχουν κοινό πολιτικό
ακροατήριο που ξεκινά από τις παρυφές
της αστικής τάξης διαπερνά τις μεσαίες
τάξεις και φτάνει βαθιά μέσα στην
εργατική τάξη. Αυτή η αλληλοκάλυψη
μοιραία οδηγεί και σε πολιτικές ομοιότητες
παρά τις διαφοροποιήσεις τους. Το πρώτο
κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ο πόθος
για συμμετοχή στην κυβερνητική εξουσία
και το δεύτερο κοινό, είναι η ανομολόγητη
πολιτική επιδίωξη να εκτρέψουν τα
εργατικά κινήματα απο οποιαδήποτε
πιθανότητα ανατρεπτικής σκέψης και
προετοιμασίας. Τρέμουν στην σκέψη της
επαναστατημένης μάζας. Είναι χαρακτηριστικό
σε όλη την πολιτική ιστορία πως όταν
αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί βρίσκονται
σε κυβερνητικές θέσεις, απο την μία
εφαρμόζουν “δογματικά” την αστική
πολιτική την ίδια στιγμή που οι
συνδικαλιστικοί τους κλάδοι εξασκούν
“σκληρή” αντιπολίτευση και διεκδικούν
“αγωνιστικά” αυτό που το ίδιο τους το
κόμμα έχει συμφωνήσει με το οικονομικό
κατεστημένο να παραχωρήσει προς εξαγορά
και δωροδοκία των μαζών. Η πολιτική
προστυχιά ... συναντά την γελοιότητα.
Ενα άλλο κοινό γνωρισμά τους είναι αποψή
τους για την έννοια του έθνους. Απο την
μιά διακυρήσουν τον σεβασμό στην
ανεξαρτησία όλων των εθνών και απο την
άλλη η θέση τους για την συμμετοχή της
χώρας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι
η αναφανδόν συμμαχία με την εθνική
αστική τάξη για το εθνικό μεγαλείο.
Ακόμα και σε εκείνες τις συγκυρίες που
τα σοσιαλδημοκρατικά σχήματα βρίσκονται
σε μεγάλη απόσταση απο τα οπορτουνιστικά
ή όταν τα τελευταία “πλησιάζουν” προς
την κυβερνητική συμμετοχή και πρέπει
να εξασφαλίσουν την έγκριση του
κατεστημένου, η πολιτική συμπεριφορά
τους είναι πάντα στερεότυπη και
συνοψίζεται στην ραγδαία
σοσιαλδημοκρατικοποίηση. Σε τέτοιες
περιστάσεις τα οπορτουνιστικά κόμματα
ποτέ δεν κατάφεραν(?) ή ποτέ δεν επιδιώξαν
να μετατοπίσουν το πολιτικό κέντρο
βάρους προς τα αριστερά. Πάντα το
μετακινούν δεξιά. Η μόνιμη θεωρητική
επωδός της πολιτικής και των δύο αυτών
πολιτικών σχηματισμών είναι πως η
πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και
πως το εφικτό δεν συμβαδίζει πάντα με
το αναγκαίο. Την ίδια στιγμή που διαλαλούν
οτι επιθυμούν διακαώς και επιδιώκουν
με κάθε τρόπο το αναγκαίο (ανατροπή του
καπιταλισμού και σοσιαλισμός) ... κάνουν
οτι περνά απο το χέρι τους για να
απομακρύνουν το εφικτό απο το αναγκαίο.
Και εαν με μαρξιστικούς κοινωνικούς
όρους, το εφικτό όταν συναντά το αναγκαίο
η κατάσταση είναι προοδευτική-επαναστατική
και όταν το εφικτό απομακρύνεται απο
το αναγκαίο η κατάσταση είναι αντιδραστική
... τότε όλοι αυτοί οι σχηματισμοί τελικά
είναι αντιδραστικοί. Οι ηγεσίες τους,
το πολιτικό προσωπικό που διαμορφώνει
την πολιτική τους, τα στελέχη της
εργατικής αριστοκρατίας που στεγάζουν
και οι ανανήψαντες πρώην ταξικοί
αγωνιστές, τελικά στην πράξη είναι οι
πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στα
λαικά και εργατικά κινήματα.
Στις
αρχές του 21ου αιώνα έτσι είναι διαμορφωμένο
το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό του
αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου.
Τα ταξικά εργατικά κινήματα βρίσκονται
σε βαθιά κάμψη αλλά οι ταξικές επιδιώξεις
δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολύ
απο την εποχή του Μάρξ. Η εργατική τάξη
των αναπτυγμένων χωρών, όσο και να βλέπει
κατα διαστήματα την θέση της να
βελτιώνεται, ιστορικά θα αναγκασθεί
και πάλι να πάρει τον ταξικό επαναστατικό
δρόμο γιατί έτσι επιβάλουν τα πεπερασμένα
κοινωνικά όρια του καπιταλισμού. Εκτός
απο την αστική τάξη εκείνοι που βλέπουν
το συμφέρον τους σε έναν πιό δίκαιο
καπιταλισμό ουσιαστικά είναι οι μεσαίες
τάξεις, αλλά για να φαντάζει κάπως πιό
αληθοφανές το οραμά τους θα πρέπει να
καταλάβουν πως αυτό δεν μπορεί να γίνει
αν δεν αναστραφεί ο μονοπωλιακός-ιμπεριαλιστικός
χαρακτήρας του σύγχρονου καπιταλισμού.
Οταν οι προβληματισμοί φτάνουν σε τέτοια
σημεία και οι μεσαίες τάξεις κατανοούν
πως τελικά έχουν κοινή μοίρα με την
εργατική και αντικειμενικά είναι
συμμαχικές τάξεις. Ο Μάρξ έδινε τεράστια
σημασία στις μεσαίες τάξεις και η αναλυσή
του ακόμα και σήμερα είναι τρομερά
επίκαιρη τουλάχιστον για όσους δεν
πιστεύουν στον “ανθρώπινο καπιταλισμό”.
Ας τον ξαναθυμηθούμε για λίγο: “Οι
μεσαίες
τάξεις,
ο μικροβιομήχανος, ο μικρέμπορος, ο
χειροτέχνης, ο αγρότης, όλοι
τους πολεμούν την αστική τάξη,
για να σώσουν την
ύπαρξή τους απο τον αφανισμό
σαν μεσαίες τάξεις. Συνεπώς, δεν
είναι επαναστατικές, αλλά συντηρητικές.
(Δηλαδή
δεν θέλουν καθόλου να αλλάξουν εκ΄
βάθρων και συνεπώς επαναστατικά την
κοινωνία, απλά παλεύουν για να διατηρήσουν
και την καπιταλιστική κοινωνία και την
θέση τους σε αυτή με τα πλεονεκτήματα
που τους παρέχει αυτή η θέση.) Κάτι
παραπάνω, είναι αντιδραστικές:
προσπαθούν να γυρίσουν πρός τα πίσω τον
τροχό της ιστορίας. (Να
κατευθύνουν δηλαδή την κοινωνία σε
αντίθετη κατεύθυνση απο το αναγκαίο.
Το εφικτό να μην “συναντήσει” το
αναγκαίο) Και
όταν είναι επαναστατικές,
αυτό γίνεται εφόσον βρίσκονται μπροστά
στο επικείμενο
περασμά τους στις γραμμές του προλεταριάτου,
εφόσον υπερασπίζονται οχι τα σημερινά,
αλλά τα μελλοντικά τους συμφέροντα,
εφόσον εγκαταλείπουν
την δική τους άποψη για να πάνε με την
άποψη του προλεταριάτου.”
Η μεσαία τάξη επαναστατικοποιείται
μόνο όταν απειλείται με φτωχοποίηση ή
εξόντωση. Αλλά και αυτό δεν αρκεί. Πρέπει
να απεμπολήσει τα συμφεροντά της στον
καπιταλισμό, πρέπει να συμμαχήσει με
το προλεταριάτο στις επαναστατικές του
θέσεις. Πρέπει να πάει με το μέρος του.
Σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης
και ύφεσης του ταξικού εργατικού
κινήματος όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν
σαν μακρυνό, κακό όνειρο. Οταν όμως
εκδηλώνεται η βαθιά κρίση του καπιταλιστικού
κοινωνικού σχηματισμού (ειδικά όταν
είναι συγχρονισμένη και επηρεάζει
πολλές αναπτυγμένες χώρες), τότε όλη η
μαρξιστική ανάλυση αρχίζει να αποκτά
άλλες διαστάσεις. Οι ιμπεριαλιστικοί
ανταγωνισμοί πλησιάζουν προς το
ξεκαθάρισμα, οι “εθνικοί” στρατοί
αρχίζουν την προπαρασκευή, οι μαύρες
εφεδρείες του κατεστημένου αρχίζουν
να βγαίνουν στο φώς, οι λαικές μάζες
εξαθλιώνονται. Εδώ
είναι μια άμεσα προεπαναστατική
κατάσταση. Εδώ είναι ένα σημείο καμπής.
Εδώ η εργατική τάξη πρέπει να αποφασίσει
ποιόν δρόμο θα πάρει. Τον ταξικό ή τον
οπορτουνιστικό ?? Αν πάρει τον ταξικό
έχει ελπίδες να αποκτήσει σαν σύμμαχο
τις μεσαίες τάξεις. Μπορεί χωρίς να
απαρνηθεί το επαναστατικό της πρόγραμμα
και τις επιδιώξεις της, να τραβήξει στις
θέσεις της την μεσαία τάξη και να πείσει
για την ικανοτητά της να οδηγήσει την
κοινωνία σε άλλο δρόμο. Για τέτοιες
εξελίξεις ικανή και αναγκαία συνθήκη
είναι η πλήρης αποκάλυψη και η εξουδετέρωση
ή η εκτεταμένη αποδυνάμωση της πολιτικής
δράσης των σοσιαλδημοκρατών και
οπορτουνιστών. Ο Λένιν έλεγε πως η πάλη
ενάντια στον οπορτουνισμό ... είναι
νομοτέλεια του εργατικού κινήματος. Το
πολιτικό ξεμπρόστιασμα των ηγεσιών
τους και η αποκάλυψη του ρόλου τους θα
οδηγήσει όλες τις εργαζόμενες μάζες
στην ταξική αυτοσυνειδησία και στις
γραμμές των επαναστατικών κινημάτων.
Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα. Εαν σε τέτοια
κρίσιμη καμπή η εργατική τάξη απεμπολήσει
και απαρνηθεί τον επαναστατικό της
χαρακτήρα, αυτό θα σημάνει την πολιτική
κυριαρχία των σοσιαλδημοκρατών και
οπορτουνιστών στις λαικές μάζες, θα
σημαίνει την ανεπαρκή πολιτική αποκάλυψη
του ρόλου τους εκ μέρους των κομμουνιστών.
Τα επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα
με αδύναμη επιρροή στις μάζες (στις
οποίες κυριαρχούν οι
σοσιαλδημοκρατικές-οπορτουνιστικές
θέσεις) εκ των πραγμάτων βρίσκονται σε
θέση αμυντική γεγονός που θα πυροδοτεί
συνεχώς δύο μηχανισμούς.
Πρώτο την συνεχή αναγέννηση οπορτουνιστικών
απόψεων και πρακτικών μέσα στον οργανωτικό
κορμό των κομμουνιστικών κομμάτων με
όλα τα συνακόλουθα (διάσπαση ενιαίας
δράσης, αποσυσπείρωση μελών και
υποστηρικτών, φραξιονιστικές ομάδες,
ακόμα μεγαλύτερη μείωση της πολιτικής
επιρροής κλπ) και δεύτερο αυτά τα
αποδυναμωμένα κομμουνιστικά κόμματα
όσο και να θέλουν να διαφυλάξουν και να
μην απαρνηθούν το ενιαίο επαναστατικό
τους πρόγραμμα, τελικά θα αναγκασθούν
να το θέσουν στα διάφορα διαπραγματευτικά
τραπέζια ή θα μπουν στο πολιτικό περιθώριο
της στιγμής. Οσο πιο αδύναμα και
αναποφάσιτα θα εισέρχονται τα κομμουνιστικά
κόμματα σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις
(και δεν εννοώ σε ήρεμες και συνήθεις
πολιτικές συγκυρίες αλλά σε κρίσιμες
στιγμές, σε ιστορικές καμπές) τόσο
μεγαλύτερο θα είναι το ξεζούμισμα των
προγραμμάτων τους απο την επαναστατική
τους ουσία. Σε καταστάσεις διαμορφωμένες
με ισχυρή την σοσιαλδημοκρατία και το
οπορτουνισμό και ανάλογα αποδυναμωμένα
τα κομμουνιστικά κόμματα, οι μάζες δεν
έχουν παρά να επιδείξουν συγκεκριμένες
και προβλέψιμες συμπεριφορές. Σε αυτό
το σημείο είναι δεδομένο πως θα
διαδραματίσει σοβαρό (ή και καθοριστικό)
ρόλο η δυνατότητα των αστικών και
μεγαλοαστικών κομμάτων να συνεχίζουν
να εφαρμόζουν την πολιτική της αστικής
τάξης. Στην κρίση του 1929 και ως τα άμεσα
προπολεμικά χρόνια στις ΗΠΑ και στην
Αγγλία στην ουσία οι λαοί δεν αμφισβήτησαν
την αστική εξουσία. Ο Ρούσβελτ τους
έδωσε το new
deal σαν
δώρο και σαν φάρμακο της κρίσης, μα
τελικά ήταν η προετοιμασία για την
τελική λύση, δηλαδή τον πόλεμο. Κάτι
ανάλογο έγινε και στην Αγγλία που μπήκε
στον πόλεμο υπο την ηγεσία του Τσώρτσιλ.
Για πολλούς λόγους η αστική εξουσία δεν
αμφισβητήθηκε ποτέ εκεί ... και οι μάζες
μπήκαν στον πόλεμο στο όνομα του έθνους
με την ματιά προσηλωμένη στην μεταπολεμική
ματωμένη μοιρασιά. Στην Γαλλία η παλιά
αστική πολιτική δεν μπόρεσε να “κυβερνήσει”
και ο λαός “ανέθεσε” το έργο στο Ενιαίο
Μέτωπο που αποτελεί μια άκρως διδακτική
ιστορία (που δεν είναι της παρούσης) για
το πως ταξικά κομμουνιστικά κόμματα
διαπραγματευόμενα απεμπολούν την
επαναστατική τους προοπτική. Οταν
οι αστικοί πολιτικοί σχηματισμοί δεν
μπορούν να “διαχειρισθούν”
την κατάσταση η αστική τάξη και οι
μηχανισμοί της εξουσίας της θα προσπαθήσουν
να “αναθέσουν” το έργο. Η συμπεριφορά
των μαζών θα καθορίσει τελικά εαν η
ανάθεση θα οδηγήσει στην επιβίωση της
αστικής εξουσίας ή στην ανατροπή της.
Η ανατροπή δεν μπορεί να προκύψει παρά
μόνο εαν η εργατική τάξη παραμείνει
προσηλωμένη στο ιστορικό της επαναστατικό
ρόλο και πείσει τα μικροαστικά στρώματα
πως τα κοινά τους συμφέροντα απέναντι
στο κεφάλαιο (παρότι δεν είναι ταυτόσημα)
ορίζουν το ιστορικό πεπρωμένο αυτής
της συμμαχίας που θα οδηγήσει την
κοινωνία στο μέλλον. Αν αυτή η συμμαχία
δεν επιτευχθεί εαν η μεσαία τάξη δεν
πεισθεί απο το προλεταριάτο, θα στραφεί
(μαζί με μεγάλη μερίδα του προλεταριάτου)
μοιραία στις σοσιαλδημοκρατικές-οπορτουνιστικές
αντιλήψεις (εφόσον δεχθήκαμε οτι τα
παλιά αστικά κόμματα δεν μπορούν στην
δεδομένη συγκυρία να εκφράσουν την
μεσαία τάξη).
Η
σοσιαλδημοκρατία και ο οπορτουνισμός
θέτουν σαν κύριο πολιτικό στόχο την
ανάθεση της αστικής τάξης. Θέλουν να
πάρουν την “δουλειά”. Απο την μιά
τάζουν σοσιαλισμούς (και ξέρουμε όλοι
τι ακριβώς σοσιαλισμό εννοούν) και απο
την άλλη συμμαχούν έμπρακτα με την
εθνική αστική τάξη στις ιμπεριαλιστικές
βλέψεις της. Η σωτηρία θα έλθει με μιά
πετυχημένη ματωμένη μοιρασιά. Σοσιαλιστές
στα λόγια, ιμπεριαλιστές στην πράξη.
Ολοι μαζί εργάτες, μικροαστοί και αστοί.
Η πολιτική τους είναι το ίδιο σάπια όσο
και ο ιμπεριαλισμός με τα εθνικά μεγαλεία
που ονειρεύονται. Η πολιτική αυτών των
πρώην μαρξιστών, σε τέτοιες κρίσιμες
καμπές, συγχωνεύεται απόλυτα με την
αστική πολιτική και συμφύεται στενά με
τους μηχανισμούς εξουσίας των αστών.
Είναι η πολιτική του σοσιαλσοβινισμού.
Η μεσαία τάξη και μεγάλα τμήματα του
προλεταριάτου έχουν ταυτίσει τις τύχες
τους με την αστική τάξη. Ολα θα παιχτούν
στην πολεμική ρουλέτα. Κάθε επαναστατικό
εργατικό κίνημα πρέπει να τσακιστεί
γιατί όσο υπάρχει και δυμανώνει ...
“χαλάει την συνταγή”. Ο Κάρλ Λίμπκνεχτ,
η Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι γερμανοί
Σπαρτακιστές (κομμουνιστές) την πλήρωσαν
ακριβά αυτή την σάπια και πρόστυχη
πολιτική. Απο τους “συντρόφους τους”
στο ίδιο κόμμα. Η μεσαία τάξη και πολλοί
εργάτες “είδαν” την σωτηρία τους ...
στην εξόντωση των κομμουνιστών και στην
συντριβή της επαναστατικής πρωτοβουλίας
των εργατών. Το γερμανικό πολιτικό
σύστημα απέδειξε πως η εργατική τάξη
χωρίς πολιτική οργάνωση χειραγωγείται
εύκολα. Σε εκείνη την ιστορική συγκυρία
η γερμανική αστική τάξη (με την χώρα
ηττημένη στον 1ο πόλεμο, στριμωγμένη
άσχημα απο τους αντίπαλους καπιταλιστές
στην μοιρασιά, με την επαναστατική Ρωσία
να αναπνέει δίπλα της) διέσωσε το τομάρι
της απο την καταστροφή (βλέπε ανατροπή),
πασπαλίζοντας την φοβερή της κρίση με
λίγο σοσιαλισμό, λίγη δημοκρατία και
ολίγα δικαιώματα. Την “δουλειά” την
έφεραν σε αίσιο τέλος οι σοσιαλδημοκράτες
του “ιστορικού” SPD. Αλλά
εδώ ας μην νομίσουμε οτι τελειώνουν οι
σκέψεις, οι βλέψεις και οι επιλογές της
αστικής τάξης. Και δεν τελειώνουν επειδή
ακριβώς οι εργαζόμενες μάζες έχουν
πάρει με επιτυχία το πρώτο μάθημα, έχουν
περάσει το πρώτο τέστ. Οι εξαθλιωμένες
και ακραία προλεταριοποιημένες μάζες
των πρώην μικροαστικών μεσαίων στρωμάτων
ανταμώνουν τις ήδη εξαθλιωμένες εργατικές
μάζες. Εδώ συμβαίνει μια σοβαρή ποιοτική
κοινωνική διαφοροποίηση. Παρόλο που
αυτό που χώριζε τα μεσαία στρώματα με
τις εργατικές μάζες (διαφορετική
κοινωνική και οικονομική θέση) στην
πραγματικότητα δεν υπάρχει πιά και η
συμμαχία με την εργατική τάξη είναι
δυνατή, η μεσαία τάξη έχει “διδαχθεί”
και έχει πιστέψει πως δεν αξίζει τίποτα
άλλο παρά να κατακτήσει ξανά την παλιά
της χαμένη θέση. Η αστική τάξη με την
συνδρομή των σοσιαλδημοκρατών, κατάφεραν
να αφυπνίσουν τα κατώτερα κοινωνικά
ένστικτα των μικροαστών, τα αντιδραστικά
(κατά Μάρξ) αντανακλαστικά τους, να
φουντώσουν τον “κοινωνικό δαρβινισμό”,
να μεταφέρουν τον νόμο της ζούγκλας
στην ανθρώπινη κοινωνία. Τώρα η μεσαία
τάξη είναι μια κατάλληλα προετοιμασμένη
και πρόσφορη κρίσιμη κοινωνική μάζα
για να καλλιεργηθεί η εχθροτητά της όχι
μόνο ενάντια στην πολιτική επαναστατική
οργάνωση της εργατικής τάξης αλλά
ενάντια στο σύνολο της εργατικής τάξης.
Οι βελτιώσεις που κατέκτησε με την πάλη
της η εργατική τάξη ... είναι υπεύθυνες
για την καταστροφή της μεσαίας τάξης.
Αυτά τους λέγανε. Η ανίσχυρη μπροστά
στο κεφάλαιο μικροαστική τάξη ελπίζει
πως με την καταστροφή των εργατών θα
ξανακερδίσει την χαμένη οικονομική της
θέση και κοινωνική αξιοπρέπεια. Εδώ
κάπου τελειώνει η εκδούλευση που
προσέφερε στο κεφάλαιο η σοσιαλδημοκρατία.
Η γερμανική μεγαλοαστική τάξη μπορούσε
να προχωρήσει σε νέα “ανάθεση”. Η
κοινωνία είναι έτοιμη να δεχθεί τον
ρατσισμό και την εξόντωση για τα κατώτερα
έθνη, για κοινωνικές ομάδες, για πολιτικές
πεποιθήσεις (δεν θα την γλυτώσουν ούτε
οι σοσιαλδημοκράτες), για φυλετικές
ομάδες, για σεξουαλικές προτιμήσεις
ακόμα και για ιατρικές παθήσεις. Για τα
πάντα. Οσο η γερμανική αστική τάξη
μεθόδευε την νέα ανάθεση και ο ναζιστικός
ιδεολογικός μηχανισμός απλωνόταν σαν
γάγγραινα στην “έτοιμη από καιρό”
γερμανική κοινωνία, οι θλιβερές
σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες απέκρουαν
αλλεπάλληλες προτάσεις των κομμουνιστών
για συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου
και την ίδια στιγμή συμμετείχαν στην
συντριβή των εργατικών δικαιωμάτων
βαφτίζοντας την πολιτική τους σαν το
μικρότερο κακό για να αποφευχθεί η
επικράτηση των άκρων. Τα μόνα που θα
βγούν αλώβητα είναι το κεφάλαιο και η
αστική τάξη. Είναι η ακραία σήψη του
καπιταλισμού. Ο κοινοβουλευτισμός (η
“πεμπτουσία” της δημοκρατίας των
αστών) εξυπηρετεί το κεφάλαιο στις
ήρεμες καπιταλιστικές φάσεις και όταν
δεν μπορεί να δώσει συνέχεια στην αστική
εξουσία ... έχει ένα τελευταίο καθήκον.
Να προετοιμάσει το έδαφος για το
“δημοκρατικό” και “κοινοβουλευτικό”
πέρασμα σε άλλη μορφή εξουσίας του
κεφαλαίου. Είναι ο φασισμός και
είναι μία άλλη μορφή της αστικής εξουσίας
– η πιό βάρβαρη. Οι σοσιαλδημοκράτες
του μεσοπολέμου ... έδειξαν την προτιμησή
τους (και έκαναν οτι περνούσε απο το
χέρι τους) ... στην ναζιστική ιμπεριαλιστική
εξουσία της μεγαλοαστικής τάξης.
Προτίμησαν αυτή την εξουσία ... απο την
οποιαδήποτε πιθανότητα ανατροπής της
που θα προέκυπτε απο την συγκρότηση
ενός ταξικού εργατικού μετώπου. Αυτή
είναι η σχέση των σοσιαλδημοκρατών με
τον φασισμό. Αυτό δεν σημαίνει οτι οι
λαικές μάζες που εμπιστεύονται την
σοσιαλδημοκρατία δεν είναι αντιφασίστες
ούτε ακόμα οτι ολόκληρη η ηγεσία της
σοσιαλδημοκρατίας δεν έδρασε με ειλικρινή
κίνητρα. Αντικειμενικά όμως, οι ταξικοί
περιορισμοί της σοσιαλδημοκρατίας, η
πολιτική της συμπεριφορά στον μεσοπόλεμο
και το βασικό της καθήκον να αποτρέπει
με κάθε τρόπο οποιαδήποτε επαναστατική
κοινωνική διαδικασία, δεν καθιστά άδικη
την βαρύτατη μομφή που απέδωσαν στις
ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατών οι
κομμουνιστές του μεσοπολέμου.
Σοσιαλφασισμός ήταν η μομφή. Το πολιτικό
συμπέρασμα αυτής της ιστορίας: Δεν
μπορείς να αντιμετωπίσεις τον φασισμό
με τα πολιτικά μέσα της αστικής τάξης
και κυρίως δεν υπήρξε ποτέ ούτε θα
υπάρξει αντιφασιστικό μέτωπο ... που να
είναι και αντικομμουνιστικό. Οποιοσδήποτε
καταφεύγει στον αντικομμουνισμό ...
γιγαντώνει τον φασισμό. Σε αυτή ακριβώς
την διατύπωση αποκαλύπτεται η γελοιότητα
της αντιιστορικής θεωρίας των δύο άκρων
που βάζει στο
ίδιο τσουβάλι την φασιστική βία και
την ταξική πάλη και ορίζει σαν “πολιτικά
άκρα” τον φασισμό και τον κομμουνισμό.
Τοποθετεί στο ίδιο φάσμα τους κομμουνιστές
που επιδιώκουν την ανατροπή του
καπιταλισμού με τους φασίστες που
υπηρετούν την πιό βάρβαρη εκδοχή του
και καλεί τους λαούς να τα αντιπαλέψουν
τάχα και τα δύο για να διασώσουν την
“δημοκρατία τους”. Αν οι λαοί το κάνουν
... θα “αυτοαφοπλισθούν” απο το μόνο
όπλο που διαθέτουν – τον ταξικό αγώνα
- ... τότε θα έχουν πεισθεί οτι η κάθαρση
του δράματος είναι ο φασισμός στα
“έμπειρα” χέρια του κεφαλαίου. Να
λοιπόν και ένα αξίωμα “πολιτικής
γεωγραφίας”: Τα “πολιτικά άκρα” της
αστικής εξουσίας είναι ο φασισμός και
η σοσιαλδημοκρατία.