Αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση… Δηλαδή από τι ακριβώς. Ποια είναι
εκείνα τα συστατικά, τα «δεσμευτικά» χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής
Ένωσης που επιβάλλουν στο κίνημα των εργαζομένων τη διεκδίκηση της
αποδέσμευσης σαν αναγκαίο συστατικό της δικής τους πάλης;
Ανατρέχοντας στον καταστατικό πυρήνα της ΕΕ, στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, βρίσκουμε τρία τέτοια θεμελιακά συστατικά:
α. Την «ανοιχτή αγορά», με άλλα λόγια την ελευθερία της αγοράς, δηλαδή την τυφλή κυριαρχία της προσφοράς και της ζήτησης.
Αυτή η τυφλή κυριαρχία της προσφοράς και της ζήτησης – σύμφωνα με τα
λόγια του Μάρξ στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών
(Α΄Διεθνής) – συνιστά την πολιτική οικονομία της αστικής τάξης. Στον
αντίθετο πόλο η κοινωνική πρόβλεψη, ο κοινωνικός σχεδιασμός, συνιστά την
πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης.
Η πολιτική οικονομία του κεφαλαίου, η ελευθερία της αγοράς, η τυφλή
κυριαρχία της προσφοράς και της ζήτησης, κατά συνέπεια και η άρνηση, η
απαγόρευση της κοινωνικής πρόβλεψης – της πολιτικής οικονομίας της
εργατικής τάξης – αποτελεί λοιπόν καταστατική αρχή της «Ευρώπης».
Συνέπεια αυτής της καταστατικής αρχής είναι, ότι μέρος του περιεχομένου
της αποτελεί και η «ανοιχτή αγορά» της εργατικής δύναμης, η ανοιχτή
«αγορά εργασίας»: Στις καταστατικές αρχές της ΕΕ προβλέπεται με αυτόν
τον τρόπο ότι η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα που υπόκειται στους
όρους της «ανοιχτής αγοράς», στην κυριαρχία της «προσφοράς και ζήτησης».
Προβλέπεται, με άλλα λόγια, η άρνηση κάθε συσχετισμού της τιμής της
εργατικής δύναμης, του εργατικού μισθού, με τις ανάγκες των εργαζομένων,
προβλέπεται – κατά τελική συνέπεια – η θεσμοθέτηση της ατομικής
σύμβασης, και η άρνηση, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Προβλέπεται η Ευρώπη των δεκάδων εκατομμυρίων φτωχών εργαζόμενων, η
Ευρώπη των δεκάδων εκατομμυρίων ανέργων.
Προβλέπεται η εξαναγκαστική υπαγωγή των ευρωπαϊκών κοινωνιών στην
«τυχαιότητα» (την «τυφλή κυριαρχία») των σχέσεων της προσφοράς και της
ζήτησης. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι υποχρεωμένες να κυνηγούν το
«τζάκποτ» της «προσφοράς και ζήτησης», το οποίο «τζάκποτ» νομοτελειακά
δεν έχει μορφή άλλη από αυτήν της καπιταλιστικής κρίσης.
β. Πλάι στην «ανοιχτή αγορά» βρίσκουμε και την «ελευθερία του
ανταγωνισμού που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων». Αυτή
είναι η διατύπωση!
Φυσικά η «ελευθερία του ανταγωνισμού» στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στον
καπιταλισμό της κυριαρχίας των μονοπωλίων που έχει αφήσει οριστικά πίσω
του τον καπιταλισμό του ελεύθερου συναγωνισμού, ηχεί κάπως
ανεκδοτολογικά, κάπως οξύμωρα. Αλλά πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό:
Πρόκειται για την ελευθερία του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, για την
υπερίσχυση του ισχυρότερου μονοπωλίου απέναντι στο πιο αδύναμο, για την
υπερίσχυση συνολικά των μονοπωλίων απέναντι στην μικρή παραγωγή, για τη
συγκέντρωση των μέσων της παραγωγής υπό όρους κυριαρχίας του
μονοπωλιακού κεφαλαίου. Δεν μπορεί στο ιστορικό στάδιο του μονοπωλιακού
καπιταλισμού να υπάρξει διαφορετικός ανταγωνισμός και διαφορετική
ελευθερία του ανταγωνισμού, δεν μπορεί στο ιστορικό αυτό στάδιο να
υπάρξει διαφορετική «κατανομή των πόρων»… Και για το μονοπωλιακό
κεφάλαιο αυτή η «κατανομή των πόρων» είναι και η μόνη «αποτελεσματική».
Πρόκειται επίσης για την άρνηση, κυριολεκτικά για την απαγόρευση, έστω
και της παραμικρής «υποταγής» της οικονομίας στις κοινωνικές ανάγκες,
δηλαδή πρόκειται και πάλι για άρνηση της κοινωνικής πρόβλεψης, για
απαγόρευση της πολιτικής οικονομίας της εργατικής τάξης. Πρόκειται για
την εκχώρηση κάθε κοινωνικής παραγωγικής οικονομικής δραστηριότητας στο
κεφάλαιο, για την εμπορευματοποίηση κάθε πεδίου της κοινωνικής ζωής που
θα μπορούσε να αποφέρει καπιταλιστικό κέρδος, για την μετατροπή κάθε
κοινωνικού οικονομικού αποθέματος σε ιδιωτικό κεφάλαιο, για την
σύνθλιψη των μισθολογικών και εργασιακών δικαιωμάτων κάτω από το πέλμα
της «ανταγωνιστικότητας» του κεφαλαίου.
γ. Πλάι στην «ανοικτή αγορά με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων» (άρθρα 3Α και 102Α της Συνθήκης του Μάαστριχτ) βρίσκουμε
και την ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων: την «απαγόρευση
οποιουδήποτε περιορισμού των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών – μελών
και τρίτων χωρών» (άρθρο 73Β παράγραφος 1 της Συνθήκης του Μάαστριχτ),
την απαγόρευση – να παράδειγμα νομοθετικής πρόνοιας!!! – οποιωνδήποτε
μέτρων ακόμα και «συγκεκαλυμμένου περιορισμού της ελεύθερης κίνησης των
κεφαλαίων και των πληρωμών» (άρθρο 73Δ παρ. 3 της Συνθήκης του Μάαστριχτ).
Καμία σχέση με απαγόρευση των «capital control» ή των… διοδίων. Απλά,
για άλλη μια φορά η κοινωνική παραγωγή απαγορεύεται να υπακούει «ακόμα
και συγκεκαλυμμένα» στις κοινωνικές ανάγκες, στην κοινωνική πρόβλεψη,
και υποτάσσεται καταστατικά στις ανάγκες του κεφαλαίου. Που είδαμε:
προσδιορίζονται από τον ανταγωνισμό και την ελευθερία του, από την
προσφορά και ζήτηση της «ανοιχτής αγοράς». Αυτήν την προσφορά και ζήτηση
κι αυτόν τον ανταγωνισμό, που για χάρη τους ξηλώνονται ολόκληροι
παραγωγικοί κλάδοι και μεταφέρονται όπου βρίσκουν χαμηλότερη τη διεθνή
τιμή της εργατικής δύναμης. Που για χάρη τους οι έδρες των επιχειρήσεων
μεταφέρονται σε διεθνείς φορολογικούς παραδείσους. Που για χάρη τους οι
επιχειρήσεις «πτωχεύουν» προκειμένου τα συσσωρευμένα κεφάλαια να
τοποθετηθούν σε περισσότερο επικερδείς (φυσικά για το κεφάλαιο)
οικονομικές σφαίρες.
* * *
Η ιδιοκτησία είναι εξουσίαση πραγμάτων. Το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής
της εξουσίασης, το ουσιαστικό περιεχόμενο της ίδιας της ιδιοκτησίας –
πέρα από νομικούς τύπους και μορφές – προσδιορίζεται από την ελευθερία
της. Η «προσφορά και ζήτηση» ή με τα λόγια της ΕΕ η «ανοιχτή αγορά» και
με καθημερινά λόγια η ελευθερία της αγοράς, η ελευθερία του ανταγωνισμού
και της κίνησης των κεφαλαίων, αποτελούν τις ελευθερίες που
ολοκληρώνουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας
και που την καθιστούν ανώτατο, απόλυτο άρχοντα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία. Και στον θρόνο
της κάθεται η ελευθερία του κεφαλαίου, η καπιταλιστική ιδιοκτησία και η
ελευθερία της.
Φυσικά ο καπιταλισμός κυριαρχεί παντού ή σχεδόν παντού. Και παντού όπου
κυριαρχεί ο καπιταλισμός τα «εθνικά κράτη» αποτελούν πολιτικούς
μηχανισμούς της εξουσίας (δικτατορίας έστω και «δημοκρατικής») του
κεφαλαίου και της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Όμως η ιστορική καταγωγή
των εθνικών κρατών, η ιστορικά προοδευτική καταγωγή τους, η ιστορικά
προοδευτική αρχή τους, δεν τους έχει επιτρέψει να θεσμοθετήσουν, να
ολοκληρώσουν καταστατικά τον ίδιο τους τον πραγματικό χαρακτήρα.
Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, σαν διακρατικός πολιτικός μηχανισμός της
εξουσίας του κεφαλαίου, καθώς στην ιστορική της αρχή δεν βρίσκεται η
ιστορική πρόοδος αλλά η ιστορική αντίδραση σε όλη τη γραμμή, καθώς η
ιστορική καταγωγή της δεν καθορίζεται από την προοδευτική – επαναστατική
αντικατάσταση ενός ξεπερασμένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού από
τον νεώτερο αλλά, αντίθετα, καθορίζεται από την αντεπανάσταση, από τον
ιστορικά αντιδραστικό χαρακτήρα του τελικού, ιμπεριαλιστικού σταδίου του
καπιταλιστικού συστήματος, για αυτό το λόγο ίσως μόνο αυτή έχει
αναγορεύσει σε ιδρυτική καταστατική της αρχή τις ελευθερίες της
καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, έχει τοποθετήσει την καπιταλιστική
ιδιοκτησία και την ελευθερία της σαν απόλυτο μονάρχη στο θρόνο της.
Από αυτή την άποψη η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά μια αντιδραστικά αναβαθμισμένη μορφή πολιτικού μηχανισμού της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Από αυτή την άποψη, επίσης, δεν είναι άτοπος ο
χαρακτηρισμός της ΕΕ σαν πολιτικού μηχανισμού της εξουσίας του κεφαλαίου
διακρατικού και ταυτόχρονα υπερεθνικού – όχι διεθνικού. Οικονομικά και
πολιτικά αυτός ο χαρακτηρισμός εκφράζει την υπαγωγή των κρατών στην
επιδίωξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου να κυριαρχεί υπερεθνικά, ανεξάρτητα
από κάθε εθνικό φραγμό που είναι σε τελική ανάλυση φραγμός κοινωνικός,
και που σε μια παραπέρα ανάλυση καθορίζεται από τους συσχετισμούς της
ταξικής πάλης στο εσωτερικό κάθε έθνους. Και αυτό δεν συνιστά
οποιαδήποτε πραγματική άρνηση του γεγονότος, ότι στο πλαίσιο της ίδιας
αυτής «υπερεθνικής» επιδίωξης, δεν μπορεί παρά στο πλαίσιο της
νομοτελειακά ανισόμετρης καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης να
αναδεικνύεται η κυριαρχία των ισχυρότερων εθνικών κεφαλαίων και
καπιταλιστικών κρατών απέναντι στα λιγότερο ισχυρά. Δεν συνιστά δηλαδή
πραγματική άρνηση των εθνικών ανταγωνισμών του κεφαλαίου. Δεν συνιστά
άρνηση του γεγονότος αυτού, αντίθετα συνιστά πραγματικό του όρο.
Εκφράζει επίσης αυτός ο χαρακτηρισμός την άρνηση της αντικατάστασης της
εθνικής κοινωνικοοικονομικής ιστορικής βαθμίδας από μια νέα ανώτερη
διεθνική ιστορική βαθμίδα – αντικατάσταση που προϋποθέτει την εργατική
τάξη σαν ηγέτιδα τάξη των εθνών, την αντικατάσταση του έθνους των αστών
από το έθνος των εργατών. Στη θέση μιας ιστορικά προοδευτικής διεθνικής
κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης το μονοπωλιακό κεφάλαιο αντιτάσσει
τη δική του διεθνοποίηση, και η μέσω αυτής συγκέντρωσή του έρχεται να
εκφραστεί πολιτικά με την υπερεθνική του κυριαρχία και την διακρατική
οργανωτική της μορφή. Αλλά γι’ αυτό, απέναντι στον πολιτικό μηχανισμό
της ΕΕ τα κράτη εμφανίζονται όλο και λιγότερο σαν μορφές εθνικής
κοινωνικής οργάνωσης, όλο και περισσότερο σαν δικές της απλά διοικητικές
οργανωτικές υποδιαιρέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν και να υποκατασταθούν
από άλλες διοικητικές υποδιαιρέσεις («περιφέρειες», «οικονομικές ζώνες»
κ.ά.) ακόμα περισσότερο αποσυνδεμένες από το ιστορικό περιεχόμενο και
την ιστορική καταγωγή των εθνικών σχηματισμών και ακόμα πιο άμεσα
υπαγόμενες στις καταστατικές της αρχές της «ανοιχτής αγοράς», της
ελευθερίας του ανταγωνισμού και της κίνησης του κεφαλαίου.
Εκφράζει επίσης αυτός ο χαρακτηρισμός την επιδίωξη της διακρατικά και
υπερεθνικά συγκεντρωμένης πολιτικής κυριαρχίας του μονοπωλιακού
κεφαλαίου να καταπνίξει την εξορισμού εθνική και διεθνική διεξαγωγή της
πάλης της εργατικής τάξης.
Μιλώντας εντελώς γενικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση σαν πολιτικός μηχανισμός
αποτελεί θεσμοθετημένη αντιδραστική ιστορική άρνηση της ιστορικά
προοδευτικής καταγωγής των εθνικών σχηματισμών. Και τα σύγχρονα
καπιταλιστικά εθνικά κράτη επίσης αποτελούν άρνηση της ιστορικά
προοδευτικής καταγωγής τους, εξαιτίας όμως της οποίας δεν έχουν σταθεί
ικανά να θεσμοθετήσουν την άρνησή της. Δεν είναι άσχετη από αυτό η
εγκυμοσύνη του φασισμού στο εσωτερικό της ΕΕ. Είναι έκφρασή του και
εναλλακτική μορφή είτε της ίδιας είτε της διάλυσής της κάτω από το βάρος
των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της κυριαρχίας του μονοπωλιακού
κεφαλαίου: Είτε υπό όρους αντιδραστικής συνένωσής της είτε υπό όρους
αντιδραστικής επικράτησης των εσωτερικών της ανταγωνισμών η ίδια αυτή
κυριαρχία πρέπει να παραμείνει άθικτη και να εδραιωθεί βαθύτερα…
Γι’ αυτό και απέναντι στην ελευθερία του κεφαλαίου δεν αποτελεί τον
αντίποδα η «κρατική ρύθμιση» της οικονομίας. Η τελευταία άλλωστε είναι
και σήμερα έντονα ενεργή και δραστήρια στην υπηρεσία της καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας και της ελευθερίας της. Και στην περίπτωση που οι
ανταγωνισμοί των μονοπωλίων αναδειχτούν υπέρτεροι της συνένωσής τους, η
«κρατική ρύθμιση» θα τεθεί στην υπηρεσία αυτών των ανταγωνισμών, στην
υπηρεσία της ελευθερίας του ενός κεφαλαίου ενάντια στην ελευθερία του
άλλου (και από κοινού ενάντια στους εργαζόμενους) έως την επικράτηση του
ενός ή του άλλου και την εκ νέου αναγόρευση της γενικής ελευθερίας του
κεφαλαίου σε υπέρτατη αρχή.
Τον μοναδικό αντίποδα στην ελευθερία της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας
αποτελεί η υπαγωγή και υποταγή των παραγωγικών δυνάμεων στην ικανοποίηση
των κοινωνικών λαϊκών αναγκών.
* * *
Τα παραπάνω αφορούν γενικά την εξουσία του κεφαλαίου και την κυριαρχία
των μονοπωλίων. Και αφορούν ειδικά την εξουσία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου,
την κυριαρχία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Την συνενωμένη πάλη των
ευρωπαϊκών μονοπωλίων ενάντια στην εργατική τάξη των ευρωπαϊκών χωρών.
Την συνενωμένη πάλη τους ενάντια στους ανταγωνιστές τους σε άλλα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, σε άλλα κέντρα ανάπτυξης του μονοπωλιακού
καπιταλισμού. Την προσπάθεια ρύθμισης των μεταξύ τους, διεθνικών
-διακρατικών μονοπωλιακών ανταγωνισμών στη βάση του μεταξύ τους
συσχετισμού οικονομικής και πολιτικής δύναμης.
Τα παραπάνω επίσης εξειδικεύονται σε μια σειρά στρατηγικών υποταγής όλων
των σφαιρών της κοινωνικοικονομικής ζωής κάθε χώρας σε αυτές τις
καταστατικές αρχές και σε αυτούς τους οικονομικούς-πολιτικούς
συσχετισμούς. Σε μια σειρά πολιτικών μέτρων, ρυθμίσεων και
μεταρρυθμίσεων που τα υλοποιούν ως τις τελικές τους λεπτομέρειες.
Αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν σημαίνει παρά αποδέσμευση από
αυτά, από το τέλος τους ως την αρχή τους. Από τις τελικές λεπτομέρειες
ως τις καταστατικές αρχές των οποίων αποτελούν υλοποίηση. Από την πάλη
για κοινωνική ασφάλιση, μισθούς, συλλογικές συμβάσεις, λαϊκά δημοκρατικά
δικαιώματα, κλπ, έως την πάλη ενάντια στην ελευθερία της καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας δηλαδή ενάντια στην καπιταλιστική ιδιοκτησία την ίδια.
Χωρίς αυτό το περιεχόμενο της πάλης μπορεί να γίνεται λόγος για
«αποδέσμευση», για «έξοδο» κλπ, αλλά στην πράξη να πρόκειται για μορφές
απορρόφησης, ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας σε σχεδιασμούς
ανανέωσης ή αναπαλαίωσης της ίδιας στο περιεχόμενό της κυριαρχίας. Για
μετασχηματισμό του ίδιου πολιτικού περιεχομένου σε διαφορετικές μορφές
οικονομικής και πολιτικής πρωτοκαθεδρίας στο πλαίσιο των εσωτερικών και
διεθνών ανταγωνισμών της μονοπωλιακής άρχουσας τάξης. Για διαφορετικές
μορφές προσαρμογής αυτών των ανταγωνισμών στο ίδιο γενικό περιεχόμενο –
όσο κι αν τέτοιες προσαρμογές και μετασχηματισμοί κοινωνικά «κομβικοί»
δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους γενικούς όρους διεξαγωγής της ταξικής
πάλης και οικοδόμησης της λαϊκής συμμαχίας, τους γενικούς όρους της
πάλης για το σοσιαλισμό… Όσο, επίσης, κι αν από άποψη απλού υπολογισμού
τίθεται γενικά και το ζήτημα της ιεράρχησης του ταξικού, λαϊκού
συμφέροντος ανάμεσα στη συνενωμένη και τη διαιρεμένη πολιτική κυριαρχία
του μονοπωλιακού κεφαλαίου – ιεράρχηση που όμως δεν μπορεί να γίνεται
αφηρημένα, αποσυνδεμένη από πραγματικές συνθήκες και συσχετισμούς, που
δεν μπορεί η ίδια αυτή η ιεράρχηση να ιεραρχείται σε θέση ανώτερη από
τις πολιτικές αρχές της ταξικής πάλης και το ουσιαστικό τους
περιεχόμενο, που δεν μπορεί να τα επισκιάζει, να επισκιάζει το πεδίο της
καθημερινής πάλης, της καθημερινής ανυπακοής, της καθημερινής
διεκδίκησης που είναι από το περιεχόμενό της διεκδίκηση αποδέσμευσης από
την ευρωπαϊκή απόλυτη μοναρχία του κεφαλαίου, γιατί αυτή και όχι άλλη
είναι σήμερα η υπαρκτή μορφή της εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στην
εργασία.