«Είχα
αρκετές εμπειρίες τις τελευταίες μέρες. Και το μόνο που μπορώ να πω
είναι ότι εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τις τύχες μας
στα δικά μας χέρια - φυσικά, διατηρώντας φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ,
φιλικές σχέσεις με τη Βρετανία και με σχέσεις καλής γειτονίας, στο βαθμό
του δυνατού, με άλλες χώρες, ακόμη και με τη Ρωσία».
Η δήλωση αυτή της
Αγκελα Μέρκελ,
προ ημερών σε προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός της στο Μόναχο, που
έτυχε «θερμής» υποδοχής, με τίτλους όπως ότι «η ΕΕ ωριμάζει», δεν ήρθε
σε μια τυχαία στιγμή.
Οι «εμπειρίες» της Γερμανίδας καγκελαρίου τις μέρες εκείνες, δεν ήταν άλλες από τις αντιπαραθέσεις με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ,
Ντόναλντ Τραμπ,
στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, όσο και στη Σύνοδο των
G7, για μια σειρά θεμάτων: Από τη «συνεισφορά» της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ,
όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος σταθερά θέτει θέμα ότι «οι ΗΠΑ δεν μπορεί να
πληρώνουν για την ασφάλεια της ΕΕ» και επιμένει στο ΝΑΤΟικό στόχο για 2%
του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, με τη Γερμανία να απαντά με δηλώσεις όπως
ότι «δεν γνωρίζω κανέναν Γερμανό πολιτικό ο οποίος θα υποστήριζε ότι
κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή επιθυμητό» (Ζ. Γκάμπριελ), έως τα «τερατώδη»
εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας και την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη
Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, που ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά,
οι δύο Σύνοδοι επιβεβαίωσαν τις κλιμακούμενες αντιθέσεις ανάμεσα στις
ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες του πλανήτη.
Λίγες μέρες
μετά, οι αντιπαραθέσεις αυτές συνεχίστηκαν με αφορμή και το νέο γύρο
όξυνσης που ανοίγουν στη Μ. Ανατολή οι κυρώσεις των αραβικών χωρών
ενάντια στο Κατάρ, με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών να κατηγορεί τον
Τραμπ ότι με τις πρόσφατες συμφωνίες που έκανε στην περιοχή ανοίγει
επικίνδυνους δρόμους και ένα νέο γύρο εξοπλισμών. Τις ίδιες μέρες, οι
σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία περνούσαν από μια νέα φάση όξυνσης,
με αφορμή την απαγόρευση της Τουρκίας σε Γερμανούς βουλευτές να
επισκεφτούν τις δυνάμεις που εδρεύουν στη ΝΑΤΟική βάση του Ιντσιρλίκ και
τη Γερμανία να αναζητά σε άλλες χώρες της περιοχής βάσεις για τη
στάθμευση των στρατευμάτων της.
Αναζητώντας τη «στρατηγική αυτονομία»...
Δεν
είναι τυχαίο πως μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ένα από τα βασικά ζητήματα
που βρίσκονται σταθερά στο επίκεντρο των διεργασιών και των
ανταγωνισμών στο εσωτερικό της ΕΕ, ανεβαίνοντας ψηλά στην ατζέντα, είναι
το ζήτημα της «Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας». Στο πεδίο αυτό η
ΕΕ, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, που αντανακλούν και τα
διαφορετικά συμφέροντα των καπιταλιστικών κρατών που τη συγκροτούν,
κάνει ωστόσο με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς βήματα για τη συγκρότηση
των δικών της, αυτοτελών στρατιωτικών μηχανισμών, ικανών να υπηρετήσουν
τα συμφέροντα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων.
Τη βδομάδα που πέρασε, μάλιστα, η Κομισιόν έδωσε στη δημοσιότητα το
«έγγραφο προβληματισμού για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Αμυνας», που περιέχει τα 3 βασικά σενάρια για το μέλλον του «αμυντικού δόγματος» της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Επιγραμματικά τα σενάρια αυτά, όπως παρουσιάζονται στο έγγραφο, είναι τα εξής:
1.
«Συνεργασία
στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας. Στο σενάριο αυτό, τα 27 κράτη -
μέλη της ΕΕ θα συνεργάζονται σε θέματα ασφάλειας και άμυνας συχνότερα
απ' ότι στο παρελθόν. Η συνεργασία αυτή θα εξακολουθήσει να είναι σε
μεγάλο βαθμό εθελοντική (...) τα κράτη - μέλη δε δεσμεύονται - πολιτικά ή
νομικά - από την υποχρέωση να οδεύσουν προς μια κοινή κατεύθυνση στον
τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.»
2.
«Επιμερισμένη ασφάλεια και άμυνα.
Στο σενάριο αυτό τα 27 κράτη - μέλη (...) θα επιδεικνύουν πολύ
μεγαλύτερη οικονομική και επιχειρησιακή αλληλεγγύη στον τομέα της άμυνας
(...) η ΕΕ θα ενισχύσει την ικανότητά της να προβάλλει τη στρατιωτική
της ισχύ και να συμμετέχει πλήρως στη διαχείριση εξωτερικών κρίσεων
(...) η συνεργασία της ΕΕ με το ΝΑΤΟ θα αυξηθεί περαιτέρω (...) στο
σημείο όπου άπτονται η εσωτερική και η εξωτερική ασφάλεια, η ΕΕ θα
αναλάβει πιο αποφασιστική δράση».
3.
«Κοινή ασφάλεια και άμυνα.
Η αλληλεγγύη και η αμοιβαία συνδρομή των κρατών - μελών στον τομέα της
ασφάλειας και άμυνας θα καταστεί κανόνας, με βάση την πλήρη αξιοποίηση
του άρθρου 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο
περιλαμβάνει τον προοδευτικό προσδιορισμό κοινής αμυντικής πολιτικής της
Ενωσης που θα οδηγήσει στην κοινή άμυνα. (...) η προστασία της Ευρώπης
θα αποτελέσει κοινή ευθύνη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προς όφελος και των δύο
μερών. (...) Η ΕΕ θα είναι σε θέση να πραγματοποιεί επιχειρήσεις υψηλής
έντασης για την καλύτερη προστασία της Ευρώπης, στις οποίες μπορεί να
περιλαμβάνονται επιχειρήσεις κατά τρομοκρατικών ομάδων, ναυτικές
επιχειρήσεις σε εχθρικά περιβάλλοντα ή δράσεις άμυνας στον κυβερνοχώρο
(...) Ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων θα
διεξάγεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, φέρνοντας πιο κοντά τους τομείς της
εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας».
Ταυτόχρονα, η Κομισιόν
ανακοίνωσε και τη διαμόρφωση «Ευρωπαϊκού Ταμείου Αμυνας», που σύμφωνα με
τα όσα προβλέπονται θα φτάσει να χρηματοδοτεί με 5,5 δισ. το χρόνο την
από κοινού ανάπτυξη τεχνολογιών και πολεμικών συστημάτων, προς
αντιμετώπιση του «πολυκερματισμού» των κάθε λογής μέσων και ως στοιχείο
«απεξάρτησής» της από άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κυρίως τις ΗΠΑ.
Μιλώντας
στη Διάσκεψη για την Αμυνα και την Ασφάλεια στην Ευρώπη, την περασμένη
Παρασκευή, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζ. Κ. Γιούνκερ, τόνισε σε σχέση με
τη σημασία να προχωρήσει η Κοινή Ασφάλεια και Αμυνα:
«Η προστασία της
Ευρώπης δεν μπορεί πλέον να ανατεθεί σε εξωτερικούς συνεργάτες. Ακόμα
και οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις μας - και μπορώ να τις
υπολογίσω σε μία, το πολύ δύο - δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν όλες τις
προκλήσεις και απειλές μόνες. Κι ούτε χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ πέρα
από την πόρτα μας για να δούμε ότι ο πόλεμος δεν είναι κάτι στο
παρελθόν».
...για τη «σταθερότητα» των δικών τους μονοπωλίων
«Θύμισε» και κάτι ακόμα ο πρόεδρος της Κομισιόν στην τοποθέτησή του, σκιαγραφώντας την εξέλιξη και κλιμάκωση των ανταγωνισμών:
«Οι ΗΠΑ» είπε
«άλλαξαν
θεμελιωδώς την εξωτερική τους πολιτική πολύ πριν την άφιξη του κ.
Τραμπ. Την περασμένη δεκαετία κατέστη σαφές ότι οι Αμερικανοί εταίροι
μας θεωρούν ότι επιβαρύνονται υπερβολικά με το βάρος για τους πλούσιους
Ευρωπαίους συμμάχους τους. Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να
υπερασπιστούμε τα συμφέροντα μας στη Μ. Ανατολή, στην αλλαγή του
κλίματος, στις εμπορικές μας συμφωνίες».
Πράγματι, παρ' όλη
την ένταση με την οποία έρχεται το ζήτημα στο προσκήνιο τον τελευταίο
τουλάχιστον χρόνο, τα ζητήματα αυτά έχουν τεθεί προ πολλού στο τραπέζι.
Πέρυσι τέτοια εποχή, πολύ πριν ο Τραμπ αναλάβει Πρόεδρος των ΗΠΑ και
λίγες μόλις μέρες μετά το δημοψήφισμα στη Βρετανία για το Brexit, που
«άνοιξε» νέους δρόμους, αφού η Βρετανία ήταν σταθερή πολέμιος της ΚΠΑΑ
της ΕΕ, η Γερμανίδα υπουργός Αμυνας ανακοίνωνε τη «Λευκή Βίβλο για την
Ασφάλεια», που αναθεωρούσε ύστερα από 10 χρόνια το αμυντικό δόγμα της
Γερμανίας.
Στο κείμενο μπορούσε κανείς να διακρίνει τον πυρήνα των
ανησυχιών που τροφοδοτούν σήμερα τις - γερμανικές και όχι μόνο -
προσπάθειες για την ενίσχυση της «στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ» σε ό,τι
αφορά τα ζητήματα της Ασφάλειας:
«Η γερμανική ευημερία και οικονομία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις κατάλληλες συνθήκες - στην Ευρώπη και παγκόσμια.Η
Γερμανία είναι πλήρως ενσωματωμένη στις ροές του διεθνούς εμπορίου και
των επενδύσεων. Η χώρα μας είναι ιδιαίτερα εξαρτώμενη από τις ασφαλείς
διαδρομές εφοδιασμού, τις σταθερές αγορές και τα λειτουργικά δίκτυα
πληροφοριών και επικοινωνιών. Αυτή η εξάρτηση θα συνεχίσει να
αυξάνεται», σημειωνόταν.
Ως εκ τούτου, στόχοι της
αναθεωρημένης «πολιτικής ασφάλειας», της Γερμανίας που όπως
χαρακτηριστικά λεγόταν «ξεκινάει από το εσωτερικό της Γερμανίας και έχει
ορίζοντα όλο τον κόσμο», είχαν τεθεί: «Να διασφαλίσει την ευημερία
(...) μιας ισχυρής γερμανικής οικονομίας, όπως επίσης και ενός ελεύθερου
και απρόσκοπτου παγκόσμιου εμπορίου», να προωθήσει την «υπεύθυνη χρήση
των περιορισμένων αγαθών και των σπάνιων πόρων σε όλο τον κόσμο», «να
βαθύνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και να «κατοχυρώσει τη διατλαντική
συνεργασία».
«Το οικονομικό και πολιτικό βάρος της Γερμανίας
σημαίνει ότι είναι καθήκον μας να αναλάβουμε ευθύνες για την ασφάλεια
της Ευρώπης», σημείωνε τότε η Α. Μέρκελ, με τη Γερμανίδα υπουργό Αμυνας να συμπληρώνει πως
«στις παρούσες κρίσεις η Γερμανία έδειξε ότι έχει τη θέληση να αναλάβει ευθύνες στην πολιτική ασφάλειας. Δείξαμε επίσης πως είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ηγεσία».
Η
ανάγκη της Γερμανίας να διασφαλίσει τα συμφέροντα των μονοπωλίων της
τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, όσο και σε αντιπαράθεση με άλλα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, μέσα από την ενίσχυση των στρατιωτικών
δυνατοτήτων της ΕΕ αλλά και την αναβάθμιση του ρόλου της σε αυτόν τον
τομέα, συναντά σε σημαντικό βαθμό και ανάλογες επιδιώξεις άλλων ισχυρών
καπιταλιστικών κρατών όπως η Γαλλία.
Ενδεικτική είναι η συνάντηση
των ηγετών Γερμανίας - Γαλλίας - Ιταλίας και Ισπανίας τον περασμένο
Μάρτη στις Βερσαλλίες, λίγες μέρες πριν τη Σύνοδο της Ρώμης για τα
60χρονα της ΕΕ, με κύριο θέμα συζήτησης αυτό της «ενισχυμένης
συνεργασίας» των καπιταλιστικών αυτών κρατών στους τομείς ασφάλειας και
άμυνας.
Γερμανία και Γαλλία, εξάλλου, έχουν καταρτίσει σχέδια για
στενότερη αμυντική συνεργασία της ΕΕ, με εξασέλιδο έγγραφο των υπουργών
Αμυνας των δύο χωρών, που έστειλαν στην Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης της
ΕΕ. Η Γερμανίδα υπουργός, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συνέκρινε το σχέδιο
με τη ζώνη ελεύθερης μετακίνησης Σένγκεν, αναφέροντας: «Ηρθε η ώρα να
προχωρήσουμε σε μια Ενωση Ευρωπαϊκής Αμυνας, το οποίο είναι ουσιαστικά
μια Σένγκεν Αμυνας».
Επικίνδυνα σενάρια σε κάθε εκδοχή τους
Το κείμενο της Κομισιόν που παρουσιάστηκε αυτή τη βδομάδα κλείνει με το εξής ερώτημα - έκκληση:
«Η
ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι απολύτως απαραίτητη. (...) Οι
πρωτοβουλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη υποδεικνύουν σαφώς ότι τα κράτη -
μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν ήδη ξεκινήσει την πορεία αυτή.
Αλλά πόσο γρήγορα επιθυμούν τα κράτη - μέλη να οικοδομηθεί μια
πραγματική ευρωπαϊκή ένωση ασφάλειας και άμυνας;». Η απάντηση στο
ερώτημα δεν εξαρτάται βέβαια μόνο από τα σχέδια επί χάρτου, μιας που οι
ανταγωνισμοί που δοκιμάζουν τη συνοχή της ΕΕ έχουν και τη δική τους
δυναμική.
Σε κάθε περίπτωση, κανένα από τα σενάρια που βρίσκονται
σήμερα στο τραπέζι δεν πρόκειται να ωφελήσει το λαό, που βρίσκεται
αντιμέτωπος με νέους μεγάλους κινδύνους, εξαιτίας της έντασης των
ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Αυτό ισχύει στο ακέραιο και για
την Ελλάδα, η οποία, με ευθύνη της κυβέρνησης, δεν λείπει από κανένα
μέτωπο που ανοίγουν οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και από καμιά διεργασία
στο εσωτερικό τους, διεκδικώντας μάλιστα αναβάθμιση του ρόλου της,
γεγονός που αυξάνει τους κινδύνους εμπλοκής του λαού σε ανεξέλεγκτες
«περιπέτειες».