Κλείστηκε για άλλη μια φορά στο δωμάτιό του ενώ βρισκόταν ακόμη σε σύγχυση. «Έμαθε τώρα και η μικρή από πολιτική!», σκεφτόταν. «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» λέει, επειδή δεν έχει δουλέψει. Νόμος είναι “δούλευε και μη μιλάς, γιατί αν μιλήσεις, αύριο θα είσαι άνεργος”…
Εκείνος, είχε εργαστεί για πάνω από 30 χρόνια. Ζούσε σε χωριό μέσα στη φτώχεια και η μάνα του έπρεπε να θρέψει πέντε παιδιά ενώ ο πατέρας του ήταν γέρος. Είχαν ένα φούρνο που δούλευαν όλοι μαζί ενώ εκείνος αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο για να βγάλει κανένα μεροκάματο. Δούλεψε πολύ σκληρά για χρόνια κοντά στο μαστρο-Παναγιώτη τον ξυλουργό.
Πήγε και στην Αθήνα εσώκλειστος σε μια σχολή ξυλουργών στο Πειραιά και έμαθε καλά τη δουλειά. Δούλευε σαν χαμάλης από εδώ και από εκεί, δύο και τρεις δουλειές, χωρίς ένσημα για να σπουδάσουν οι αδερφές του.
Όταν κάηκε ο φούρνος, επί Παπαδόπουλου, είχε κλάψει σα μωρό παιδί. Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Άργησε να ξαναπατήσει στο χωριό μετά από αυτό, αλλά αναγκάστηκε να ξαναπάει γιατί χρειάζονταν χέρια για να μαζέψουν τις ελιές. Έπειτα, έπιασε δουλειά στο νοσοκομείο όπου δουλεύει μέχρι σήμερα. Εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του και με αυτή τη δουλειά θρέφει τα παιδιά του.
Έχει κουραστεί όμως γιατί δυσκολεύεται όλο και περισσότερο. Τα πόδια του τον προδίδουν συχνά καθώς το πόστο του δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και στα πλέον, μειωμένα αντανακλαστικά του. Έχει κάνει αίτηση για σύνταξη, έχει μαζέψει όλα τα απαραίτητα χαρτιά για το πρόβλημα του. Αλλά πάλι, του λένε, δικαιούται μειωμένη σύνταξη. Και με μειωμένη σύνταξη δεν μπορούν να σπουδάσουν τα παιδιά του. Και η αλήθεια είναι αυτό είναι το μοναδικό του κίνητρο. Θέλει πολύ να έχει σπουδαγμένα παιδιά, γιατί η γνώση είναι δύναμη, και εκείνος ποτέ του δεν είχε την ευκαιρία. Πόσο πολύ τις καμαρώνει όταν κάνουν συζητήσεις με τους μεγάλους στα οικογενειακά τραπέζια!
Αλλά, μπλέχτηκαν με τα κόμματα και αυτές. Αυτός τις φωνάζει, τους τα λέει, «Όλοι ίδιοι είναι!» και δεν ακούνε. Ωραίες οι ιδέες τους αλλά ρομαντικές δίχως ίχνος ρεαλισμού και φοβάται πως όταν το συνειδητοποιήσουν, θα απογοητευτούν. Οργανώθηκαν κιόλας, για να δυναμώσουν τον αγώνα τους. Ποιον αγώνα τους μωρέ, δεν αλλάζουνε τα πράγματα. Αυτό τουλάχιστον, γνωρίζει εκείνος.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι του, που πλέον είναι κενό. Η γυναίκα του δεν έρχεται μέσα στο δωμάτιο, κοιμάται στο σαλόνι. Την αγαπάει τη γυναίκα του αλλά ώρες ώρες δεν την αντέχει. Όλο φωνάζει και ξεσπάει τα νεύρα από τη δουλειά της και ειδικά τώρα με την κρίση, τα πράγματα έχουν γίνει χειρότερα. Και εκείνος βέβαια γκρινιάζει και γνωρίζει πως έχει κουραστεί πια, έχει μιζεριάσει μέσα στην κλεισούρα, αλλά γιατί να προσποιηθεί πως όλα είναι καλά; Η μόνη έκπληξη που μπορεί να περιμένει πια, είναι μια, και είναι μόνιμη.
Μάχεται όσο μπορεί με όλες του τις δυνάμεις. Οι γυναίκες του σπιτιού του, του λένε πως έχει κατάθλιψη. Πώς να μην έχει κατάθλιψη, σκέφτεται, που δουλεύει τόσα χρόνια και δεν δικαιούται ούτε μια κανονική σύνταξη. Τώρα βέβαια έχουν αρχίσει άλλο τροπάριο. Τον σέρνουν σε συγκεντρώσεις του κόμματος, σε φεστιβάλ και διαδηλώσεις λες και θα αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά δεν αλλάζουν τα πράγματα.
Ανοίγει την τηλεόραση. Πάλι λένε για τον κορονοϊό. Φτάσαμε τα πέντε χιλιάδες κρούσματα. Τον έχει αγχώσει πολύ αυτή η κατάσταση. Η κόρη του έχει να πάει ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο της, και η μικρή πηγαίνει κάθε μέρα στο σχολείο και στοιβαζεται σε ένα τμήμα 27 παιδιών.
Προσπαθούν βέβαια, μέσω των μαθητικών και φοιτητικών συνελεύσεων να παρέμβουν και χαίρεται όταν τις βλέπει τόσο ενεργές.
Έκανε το εμβόλιο και εκείνος από τους πρώτους ως υγειονομικός αλλα η κατάσταση στο νοσοκομείο είναι τραγικη, δεν έχουν άλλες ΜΕΘ και δεν φτάνουν τα κρεβάτια και για τους άλλους αρρώστους εκτός των κρουσμάτων. Έρχονται και συνδικαλιστές στη δουλειά του να τους ενημερώσουν για τις απεργίες και τις διαδηλώσεις και ώρες-ώρες, τον πείθουν ότι ίσως να αξίζει τον κόπο. Αλλά το πρόβλημα υγείας του δεν του επιτρέπει να τρέχει σε τέτοια.
Από το 2003 έως σήμερα, εμφάνισε μια αυτοάνοση σπάνια ασθένεια που αφορά μονάχα το 2% του κόσμου. Δεν θυμάται τώρα το όνομά της. Κάτι νευρολογικό λένε οι γιατροί. Μέσα σε μια πενταετία το ποσοστό αναπηρίας του ανέβηκε στο 73%. Για να πάρει το επίδομα αναπηρίας βέβαια, χρειάζεται πάνω από 75%. Στην αρχή βέβαια δεν τον ένοιαζε, τώρα όμως, που η υγεία του έχει επιβαρυνθεί και με άλλα προβλήματα υγείας και αγοράζει πολλά χάπια και μηχανήματα από το εξωτερικό, η αλήθεια είναι ότι θα του ήταν χρήσιμο. Από τότε που πήγε σε εκείνο το γιατρό, που τον είχε παραμυθιάσει ότι θα γίνει καλά, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε πολύ.
Εκείνος όμως φταίει που τον πίστεψε. Πώς να γιατρευτεί από μια ασθένεια που αφορά μονάχα το 2% του πληθυσμού; Καμία φαρμακοβιομηχανια δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει την έρευνα για τη θεραπεία και το φάρμακο αφού δεν πρόκειται να έχει κέρδος. Κάποτε, πριν 5-6 χρόνια του είχε διαβάσει η κόρη του ένα άρθρο που έλεγε ότι πραγματοποιούνται πειράματα σε ποντίκια και η έρευνα προχωράει. Έπειτα από αυτό, δεν έμαθε κάτι. Εν έτει 2021, πραγματοποιούνται πειράματα ακόμα σε ποντίκια! Εδώ βέβαια θα μου πεις, δεν έχουν βρει φάρμακο για το καρκίνο η το AIDS, που δεν ανταποκρίνεται μόνο στο 2% του πληθυσμού. Πού διοχετεύεται όλη αυτή η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας που μας λένε; Ακόμη και αυτό το εμβόλιο του κορονοϊού, έναν ολόκληρο χρόνο έκανε να βρεθεί όσο ο κόσμος πεθαινε στους δρόμους και θαβόταν σε ομαδικούς τάφους στις ΗΠΑ, σε μια χώρα δηλαδή, που είναι δήθεν ανεπτυγμένη!
Πρέπει μάλλον να το συνειδητοποιήσει. Κάποια στιγμή θα καθηλωθεί σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, και η αλήθεια είναι πως προτιμά να πεθάνει. Ούτε βελτίωση ούτε ίαση. Στο μόνο που θα μπορούσε να ελπίζει είναι σε ένα θείο θαύμα. Ή, θα μπορούσε να ελπίζει σε μια δημόσια και δωρεάν υγεία που θα βασίζεται σε μια επιστήμη που ανεξαρτητοποιείται από το κέρδος. Αλλά ποιος μπορεί να τα βάλει με αυτά τα σκυλιά; Το πιο πιθανό λοιπόν, θα ήταν ένα θείο θαύμα.
Έκλεισε τη τηλεόραση. Γύρισε στο πλάι και σκεπάστηκε για να μην βλέπει τα λεπτά του πόδια. Το καλάμι του αρχίζει και φαίνεται όλο και περισσότερο ακόμη και όταν φοράει φαρδιά παντελόνια. Κάθε φορά που το παρατηρεί, αισθάνεται όλο και πιο αδύναμος και… τσακισμένος. Και αυτός, και η οικογένεια του. Στο νου του ήρθε πάλι εκείνη η μέρα που έτρεμαν τα πόδια του από το πρωί και φοβόταν να ανέβει στο μηχανάκι για να πάει στη δουλειά του. Όταν κατέβηκε από το όχημα, έπεσε στο ίσωμα μπροστά σε όλους τους συναδέλφους του. Πόσο είχε ντραπεί εκείνη τη μέρα. Έκλεισε τα μάτια του για να διώξει τη σκέψη. Σκέφτηκε τις κόρες του. «Μακάρι να ξέρουν τι κάνουν» ψιθυρίζει και έχοντας κλειστά τα μάτια του, σχηματίζει ένα αχνό χαμόγελο.
Το παρόν κείμενο, βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Γ.Π.