Ο πρώτος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος
Σημειώσεις
για τα εκατό χρόνια από την έναρξή του
Η
σημερινή συγκυρία μπορεί να παρουσιάζει ορισμένες εξωτερικές ή βαθύτερες
ομοιότητες με το μεσοπόλεμο, το κραχ του 29’ και την άνοδο του φασισμού, αλλά
«δανείζεται» στοιχεία από το 1914, που σήμανε τον οδυνηρό τερματισμό της “belle époque” των πρώτων χρόνων διαμόρφωσης του
παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος. Στις μέρες μας, το σύντομο καλοκαίρι της
νέας τάξης πραγμάτων τερματίστηκε με εξίσου οδυνηρό τρόπο από την παγκόσμια
καπιταλιστική κρίση, που ξέσπασε το 08’, ενώ η γενίκευση της σύρραξης και των
πολεμικών εστιών (στα μαλακά υπογάστρια της ρωσίας και της ευρύτερης σφαίρας
επιρροής της) καθιστά πολύ πιθανή μια περαιτέρω όξυνση, που θα οδηγήσει –αν δεν
το έχει κάνει ήδη- σε μια εκδοχή τρίτου παγκόσμιου πολέμου, με την εμπλοκή των
μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών κέντρων (ηπα, εε, ρωσίας και πιθανόν της κίνας).
Όπως
το ξέσπασμα της κρίσης το 08’ αιφνιδίασε πολλούς αναλυτές κάθε απόχρωσης, παρά
τα σαφή σημάδια και τις ενδείξεις που το προμήνυαν, έτσι και ο πρώτος
παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για τη διεθνή κοινή γνώμη, που είχε
νανουριστεί από τις καθησυχαστικές διαψεύσεις των επισήμων, μολονότι τα σύννεφα
του πολέμου μαζεύονταν από καιρό και το ξέσπασμά του δεν ήταν ασφαλώς κεραυνός
εν αιθρία. Είναι αξιοσημείωτο το παράδειγμα του φρόιντ, που πριν φύγει με την
οικογένειά του για διακοπές, το καλοκαίρι του 14’, έγραψε ένα εκτενές άρθρο,
όπου εξηγούσε τους λόγους που απέκλειαν το ενδεχόμενο ενός πολέμου –κάτι σαν το
ιστορικό αντίστοιχο εκείνου του πρωτοσέλιδου της αυγής που ανήμερα του
πραξικοπήματος εξηγούσε γιατί δε θα γίνει χούντα στην ελλάδα. Και τελικά
δεινοπάθησε για να επιστρέψει στη βάση του μέσα από τις εμπόλεμες ζώνες.
Το
αναπόφευκτο αυτής της σύγκρουσης είχε γίνει φανερό σε όσους είχαν τα κατάλληλα
αναλυτικά εργαλεία, για να τη διαβλέψουν, κάτι που αποτυπώνεται και στις
προφητικές επεξεργασίες και αποφάσεις της σοσιαλιστικής διεθνούς –πχ στο
συνέδριο της βασιλείας- για την αντιμετώπιση του πολέμου και τα πρακτικά
καθήκοντα των μελών της. Κι αυτό παρά τις συμβιβαστικές τάσεις και τη διαπάλη
στο εσωτερικό της διεθνούς, που έρχονταν ως προαπεικόνιση για τη μετέπειτα
προδοτική, σοσιαλσωβινιστική στάση των περισσότερων κομμάτων της και την
πολιτική τους χρεοκοπία. (Μια πολύ κατατοπιστική περιγραφή αυτής της διαπάλης
μπορεί να βρει κανείς στο άρθρο του αναστάση γκίκα, στο τρέχον τεύχος της
κομεπ.
Αν
για την αστική ευρώπη, ο πόλεμος ήταν η οδυνηρή διάψευση της φρούδας ελπίδας
για απρόσκοπτη και μακροχρόνια ειρηνική ανάπτυξη και συνεχή ανοδική πορεία των
οικονομιών της, για τη συνεπή επαναστατική πτέρυγα της ευρωπαϊκής
σοσιαλδημοκρατίας, σήμανε τη διάψευση των πολιτικών της προσδοκιών, το τέλος
των αυταπατών για τον πραγματικό ρόλο των μέχρι τότε συντρόφων της και την
οριστική ρήξη μαζί τους. Μια διαδικασία που ήταν εξίσου επώδυνη, αλλά μέσα από
αυτήν και τις ωδίνες της, προέκυψε σταδιακά η συγκρότηση του διεθνούς
κομμουνιστικού κινήματος κι η νικηφόρος επανάσταση του οκτώβρη, ακριβώς σε
εκείνη την χώρα όπου η ρήξη αυτή (με τους εγχώριους μενσεβίκους) προχώρησε
έγκαιρα και συνειδητά, με τον πλέον αποφασιστικό τρόπο, ενώ αντιθέτως στην ήττα
της γερμανικής επανάστασης βάρυνε η καταδικαστική καθυστέρηση των σπαρτακιστών
και της συνειδητοποιημένης πρωτοπορίας να προχωρήσει στην αυτόνομη οργανωτική
της συγκρότηση από το spd
και τη μεσοβέζικη (σ)τάση
του κάουτσκι.
Σήμερα,
με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, μπορεί να μας φαίνεται σχετικά απλός
και αυτονόητος αυτός ο διαχωρισμός και η μετέπειτα πορεία προς την οκτωβριανή
επανάσταση. Για τους μπολσεβίκους όμως οριοθέτησε ένα τείχος πολιτικής
απομόνωσης, όχι μόνο στη ρωσία, όπου κατηγορούνταν για εθνική μειοδοσία και
συνεργασία με τον κάιζερ, αλλά και διεθνώς. Ακόμα και τα επόμενα χρόνια, παρά
την επικράτηση και τη διεθνή ακτινοβολία της οκτωβριανής επανάστασης, η ίδρυση
της κομιντέρν το 19’ δεν περιελάμβανε ιδιαίτερα μαζικά κόμματα για τα δεδομένα
της εποχής –πλην του γερμανικού και των μπολσεβίκων.
Τα
παραπάνω σημεία προσφέρουν αρκετά επίκαιρα διδάγματα για το παρόν, σχετικά με
την εθνική σκοπιά που επισκιάζει κι ακυρώνει την ταξική ανάλυση, για το βαθμό
ουσιαστικής αφομοίωσης και συμφωνίας με μια ψηφισμένη προγραμματική
θέση-επεξεργασία, ή για την ανάγκη να κολυμπάμε πολλές φορές ενάντια στο ρεύμα.
Το πιο βασικό δίδαγμα όμως απορρέει από τη στάση που τήρησαν οι κομμουνιστές
απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ας έχουμε υπόψη πως ο λένιν, εν μέσω του
πολέμου και σύνθετων πρακτικών καθηκόντων που έτρεχαν, επιλέγει την –ηθελημένη σε
αυτήν την περίπτωση- απομόνωση στις βιβλιοθήκες της ελεβετίας, όχι για να
προχωρήσει σε μια αφ’ υψηλού θεώρηση της πραγματικότητας, αλλά για να μελετήσει
τα πολιτικά ερωτήματα που προκύπτουν από τη συγκυρία. Εκεί γράφει την μπροσούρα
του για τον ιμπεριαλισμό, που έχει κυρίως εκλαϊκευτικό χαρακτήρα κι άμεσες
πολιτικές πρακτικές προεκτάσεις, που οδηγούν τελικά στις θέσεις του απρίλη και
τη σύνδεση με το στρατηγικό στόχο.
Η
ιστορική πείρα του εικοστού αιώνα αναδεικνύει τη σύνδεση του πολέμου με την
επαναστατική κατάσταση. Η επαναστατική στρατηγική περνάει μέσα από τον πόλεμο
και τις οξυμένες αντιθέσεις του συστήματος –κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με
τον εξοπλισμό των λαϊκών μαζών που έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο, αλλά με μια
σειρά ειδικές συνθήκες. Το κρίσιμο, καθοριστικό στοιχείο που θα αξιοποιήσει τις
δυνατότητες αυτής της σύνδεσης είναι ο δικός μας βαθμός ετοιμότητας απέναντι σε
κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Τα τύμπανα του πολέμου χτυπούν ήδη στη γειτονιά μας –ως
κανόνας κι ως μόνιμη «μουσική υπόκρουση» πια κι όχι ως μεμονωμένες περιπτώσεις-
κι είναι καθαρή αυταπάτη να πιστεύει κανείς πως οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν
την πρόθεση και την πολιτική βούληση να μας κρατήσουν έξω από αυτόν τον χορό,
χωρίς να κοιτάξουν το συμφέρον της τάξης που υπηρετούν.