Υπάρχουν
δύο τρόποι εξήγησης των κοινωνικών πραγμάτων. Ένας που βλέπει την
κοινωνία ως άθροισμα ατόμων και διαπερνά την κυρίαρχη ιδεολογία
(ατομικισμός) και ένας άλλος που βλέπει την κοινωνία ως σύστημα
κοινωνικών σχέσεων. Στην πρώτη περίπτωση, οι αιτίες, λόγου χάρη της
ανεργίας, θα αναζητηθούν στο άτομο. Εφόσον αυτό είναι υπεύθυνο για την
ανεργία είναι υπεύθυνο και για την αντιμετώπισή της. Τι κι αν δεν
υπάρχουν δουλειές λόγω της οικονομικής κρίσης;
Επομένως
δεν είναι οι δομικοί παράγοντες (κοινωνική οργάνωση της εργασίας,
οικονομικές κρίσεις, δομή της αγοράς εργασίας κ.ά.) που ευθύνονται για
την ανεργία αλλά το ίδιο το άτομο. Βεβαίως ο καθένας γνωρίζει, και επ’
αυτού δεν χρειάζεται κάποια βαθυστόχαστη ανάλυση, ότι τα άτομα ανάλογα
με την ταξική τους καταγωγή, την κοινωνική τους θέση (αμοιβή, κύρος) και
την εργασία τους (εκτελεστική ή αυτόνομη) είναι άνισα εξοπλισμένα για
να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής ή να «εκμεταλλευτούν» τις
ευκαιρίες.
Πολύ
περισσότερο από κάθε άλλον είναι οι εργάτες που προσδιορίζονται από τη
δομή (δηλαδή το κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία) έτσι που θα έλεγε
κανείς πως η ζωή τους συνιστά περισσότερο «στιγμή» του κεφαλαίου (τάξη
αντικείμενο). Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε πως η κοινωνική τους
ύπαρξη προσλαμβάνει τις ιδιότητες της δομής (ανταγωνισμός, φοβία,
καχυποψία κ.ά.) όπως περίπου αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες του Ντιέγκο
Ριβέρα, στο Ντιτρόιτ ενώ αυτές περνάνε και στις ατομικές συμπεριφορές,
όπως τώρα με τα παιδιά των προσφύγων στο Νέο Ικόνιο, στη Μυτιλήνη, στη
Φιλιππιάδα κ.α. Αυτό και φυσικά δεν απαλλάσσει τα άτομα από τις ευθύνες
τους στις διαπροσωπικές σχέσεις (οικογένεια, γειτονιά κ.α.) ακόμη και
στις πολιτικές συμπεριφορές (συμπάθεια-υποστήριξη φασιστικών κομμάτων,
ξενοφοβία κ.λπ.). Υποδεικνύει όμως που θα εντοπίσουμε τις αιτίες του
προβλήματος, συνεπώς και τις λύσεις του για να μη χάσουμε «μένοντας στο
δέντρο, το δάσος».
Ωστόσο,
όταν οι άνθρωποι χάνουν στην εργασία, χάνουν και ένα σύστημα
προωθημένων κοινωνικών σχέσεων που υποβαστάζει την εργασία και με αυτή
την έννοια θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «αποκοινωνικοποίηση»
(απώλεια κοινωνικών και γνωστικών δεξιοτήτων), κοντολογίς για
«αποταξικοποίηση».Οι άνθρωποι αδυνατούν πλέον να εκλογικεύσουν την
κοινωνική τους θέση. Αδυνατούν να ορίσουν τους συμμάχους και τους
αντιπάλους τους. Αποτέλεσμα αυτής της «αποταξικοποίησης» είναι η άρνηση
μέρους των κατοίκων του Περάματος να συνυπάρξουν με ανθρώπους που είναι
τόσο κοντά στην ταξική τους κατάσταση. Η απώλεια της εργασίας έχει
κεντρική σημασία για την υπαρξιακή κατάσταση των ανθρώπων, επειδή γύρω
από την εργασία οργανώνεται η καθημερινότητα. Σε αυτήν αναφέρεται πάλι
μια «ηθική της εργασίας» με αξίες και τρόπους ζωής που δημιουργούν την
αίσθηση κοινότητας.
Ακριβώς
γι’ αυτό η μνήμη και το βίωμα της προσφυγιάς των γονιών και των
παππούδων, ακόμη και η μνήμη των κοινωνικών αγώνων, δεν μπορεί να
υποκαταστήσει ένα σύστημα σχέσεων που αρθρώνεται γύρω από την εργασία,
όπως έδειξε η κλασσική πλέον κοινωνιογραφική μελέτη: Οι άνεργοι του Μάριενταλ της
M. Jahoda και συνεργατών της από την δεκαετία του ΄30, στην εργατική
κοινότητα Μάριενταλ της Αυστρίας. Εκεί η ανεργία διέρρηξε, παρά την
ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση και τις πολιτικές και κοινωνικές υποδομές
της εργατικής κοινότητας, το κοινοτικό ήθος και τις αγωνιστικές
παραδόσεις. Η κοινότητα αποδέχτηκε το σύνθημα Arbeit und Brot («δουλειά
και ψωμί») των εθνικοσοσιαλιστών και προσχώρησε μετά το Anschluss
(1938) στο Ναζισμό.
Επομένως
η ανεργία, ως έκπτωση από την εργασία σηματοδοτεί σ’ ένα να βαθμό και
έκπτωση από κοινωνικές σχέσεις και μερική έκπτωση της υποκειμενικότητας
με άμεσες τις επιπτώσεις στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Στην περιοχή
του Άνω Περάματος, λόγου χάρη, η ανεργία φτάνει το 60% ενώ στο υπόλοιπο
Πέραμα το 50% (Αττική 28,3%) ενώ η ανεργία στους νέους 18-24 φτάνει το
57%. Η απόλυτη «εξάρτηση» της περιοχής από τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη
σε συνάρτηση με την οικονομική κρίση εξηγεί τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει τώρα το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή εδραιώνει τα
τελευταία χρόνια την παρουσία της στην εργατική κοινότητα του Περάματος.
Το γεγονός αυτό μας αναγκάζει να την συσχετίσουμε, -όπως έγινε κάποτε
σε μια έρευνα για τους άνεργους του Μάριενταλ (Αυστρία) στο
μεσοπόλεμο-, με την ανεργία, την έκπτωση και την κοινωνική εξαθλίωση.
Το φασιστικό κόμμα απέσπασε στις εκλογές του 2015: 9% στο Πέραμα και
7,25 στο Κερατσίνι (Αττική 8,43%).
Από
την άλλη, όπως δείχνουν πολλές κοινωνικο-επιδημιολογικές υπάρχει θετική
σχέση ανάμεσα στην ανεργία και στην κατάσταση υγείας, κυρίως της
ψυχικής υγείας (βλ. κατάθλιψη), καθώς το βίωμα του «περιττού», του
«αχρείαστου» που ζει σε «βάρος άλλων» τραυματίζει βαθιά το υποκείμενο,
το αποδιοργανώνει ως πρόσωπο ενώ κυριολεκτικά το αποπροσανατολίζει
(προσωπική απομόνωση, απώλεια της αίσθησης του χρόνου, απώλεια
κοινωνικών δεξιοτήτων κ.λπ.). Αυτό δείχνει, προφανώς, που πρέπει να
γίνει η κοινωνική παρέμβαση αλλά και γιατί η πολιτική παρέμβαση ήταν
μέχρι τώρα ανεπαρκής. Σε κάθε περίπτωση η παρέμβαση δεν μπορεί να μείνει
στα άτομα, όπως είπαμε στην αρχή, καθώς οι ιδιότητες των ατόμων
(συμπεριφορές, αντιλήψεις, στάσεις κ.ο.κ.) δεν είναι «δικές» τους
(«έμφυτες»). Αυτές είναι κοινωνικές. Είναι οι ιδιότητες της δομής. Είναι
οι ιδιότητες της μισθωτής εργασίας και της ανεργίας που φέρονται από τα
άτομα. Ούτε μπορεί η πολιτική παρέμβαση να απευθύνεται στο θυμικό των
ατόμων ως να πρόκειται για ζήτημα φρονήματος ή, ως αυτά, «χαμένα» όπως
είναι, να μπορούν να βγουν από μόνα τους από το κοινωνικό αδιέξοδο που
έγινε και υποκειμενικό, προσωπικό κ.ο.κ. για να ενταχτούν και να
παλέψουν.
Ωστόσο
τα άτομα αρχίζουν να σκέφτονται, να αναρωτιούνται, να
«ανασυγκροτούνται» ως υποκείμενα και να δρουν ξανά όταν έχουν τους
στοιχειώδεις πόρους για να το κάνουν (κοινωνικούς, γνωστικούς,
πολιτικούς). Αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, η κοινωνική εξαθλίωση δεν
οδηγεί στη κοινωνική δράση αλλά στην παθητικότητα, στην απάθεια, και
ίσως, όπως φάνηκε στη σημαντική έρευνα για τους Ανέργους του Mariental
(Αυστρία) στην αποδοχή του φασισμού. Στη συγκεκριμένη έρευνα
καταδείχτηκε πως η μακροχρόνια ανεργία δεν αποδιοργανώνει μόνο τη δομή
της καθημερινότητας υποσκάπτοντας τους κοινωνικούς και πολιτικούς
δεσμούς της κοινότητας αλλά δημιουργεί και αισθήματα ενοχής. Ενώ είναι
σαφές ότι δομικοί παράγοντες, εδώ το οικονομικό κράχ του 29, ευθύνονταν
για το κλείσιμο της κλωστοϋφαντουργίας οι άνεργοι του Μάριενταλ άρχισαν
να ενοχοποιούν τον εαυτό τους για την ανεργία. Οι ψυχολογικές και
κοινωνικές επιπτώσεις της μαζικής και μακροχρόνιας ανεργίας διαμόρφωσαν
ένα κλίμα παραίτησης από την πολιτική και κοινωνική δράση ενώ προλείαναν
το έδαφος για την επικράτηση του Ναζισμού σε μια εργατική κοινότητα.
Εφόσον
η κοινωνία συνιστά ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων η παρέμβαση οφείλει
να ακουμπά όλο το τόξο (και τα υποσυστήματα σχέσεων) από την
καθημερινότητα έως την ανατροπή των σχέσεων εκμετάλλευσης που γεννά την
ανεργία, την έκπτωση, την κατάθλιψη κ.ο.κ. Η πολιτική παρέμβαση δεν
μπορεί να εξαντλείται, -όσο αναγκαίο και να είναι αυτό από άποψη
μεθόδου, με την έννοια του που και πως πρέπει να τίθεται το ζήτημα-,
στην καταγγελία των σχέσεων εκμετάλλευσης. Χρειάζεται η διατύπωση ενός
«οδικού χάρτη» για το πώς φτάνουμε ως εκεί, μέρος του οποίου θα είναι
και η διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών όρων (συνέργειες,
συμμαχίες κ.λπ.).
Αν
το πολιτικό υποκείμενο (κόμμα, οργανισμός) είναι η αναγκαία συνθήκη για
χειραφετητική δράση, η αποκατάσταση των κοινωνικών δεσμών με άλλες
ταξικές καταστάσεις του «συλλογικού εργάτη» είναι η ικανή συνθήκη που
θα συνδέσει το σήμερα με το μεσοδιάστημα για να τεθεί στη συνέχεια το
ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής. Και αυτό
επειδή η ανεργία, η έκπτωση, ο αποκλεισμός, συνιστούν εγγενή φαινόμενα
της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, επομένως και τυπικές
καταστάσεις όλων των εργαζομένων που (ανεξάρτητα από την ταξική τους
κατάσταση) ζουν από την εκμίσθωση της εργασίας τους. Από εδώ επίσης
μπορούν να αντληθούν πόροι (κοινωνικοί, γνωστικοί, πολιτισμικοί) για να
υποστηρίξουν τα «αποταξικοποιημένα» τμήματα της εργατικής τάξης που
βιώνουν με αυτό τον δραματικό τρόπο την ταξική τους κατάσταση (ταξική
αλληλεγγύη). Ούτε θα πρέπει να υποτιμάται, όπως δείχνει η δημαρχία
Πελετίδη, η κοινωνική πολιτική ως δυνατότητα παρέμβασης τόσο στην Πάτρα,
πολύ δε περισσότερο στο Πέραμα, στο Νέο Ικόνιο κ.ά. έστω και αν αυτό
φαίνεται ως «διαχείριση» του προβλήματος (στέκια νέων, εργατικές λέσχες,
μαθητικά συσσίτια κ.λπ.). Αλλιώς η Χρυσή Αυγή θα εμφανίζεται με τα
«συσσίτια για Έλληνες», την «αιμοδοσία για Έλληνες» κ.ο.κ. ως προνοιακή
υπηρεσία.