ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ…
Όταν
οι Μαρξ και Ένγκελς αρχικά και στη συνέχεια ο Λένιν επεξεργάστηκαν τη
θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού, πήγαν αρκετά πιο
μπροστά από την εποχή τους, όσο βέβαια το επέτρεπαν οι συνθήκες. Άνοιξαν
ζητήματα και θέματα και της βάσης και του εποικοδομήματος, παρά το
γεγονός ότι τότε το κύριο ήταν η αναγκαιότητα πάλης κατά του
καπιταλισμού, η αποκάλυψη των νόμων της βασικής αντίθεσης και των
αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τον κοινωνικοοικονομικό καπιταλιστικό
σχηματισμό.
Πρόκειται
για μια απόδειξη ότι η θεωρία μας είναι επίκαιρη και σήμερα, χωρίς αυτό
να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξελίξεις, ότι δεν έχουμε παλιά φαινόμενα
με νέα μορφή, ζητήματα για τα οποία πρέπει ν’ αναπτύσσεται η μελέτη,
έρευνα, ερμηνεία εκ μέρους του Κόμματος, επομένως να εμπλουτίζεται και
ν’ αναπτύσσεται η θεωρία μας.
Έτσι,
τα Κομμουνιστικά Κόμματα που στις αρχές του 20ού αιώνα έκαναν τα πρώτα
βήματά τους, είχαν ένα απόθεμα θεωρητικού υλικού που αντικειμενικά έδινε
υπεροχή και δυναμική κατεύθυνση απέναντι στην αστική τάξη, που ήδη ήταν
αρκετά έμπειρη την περίοδο που ο καπιταλισμός περνούσε στο ανώτατο
στάδιό του, το ιμπεριαλιστικό.
Ένα από τα μεγάλα θεωρητικά και πρακτικής αξίας ζητήματα αποτελούσε η ανάδειξη του ταξικού χαρακτήρα του γυναικείου ζητήματος.
Οι
κομμουνιστικές ιδέες και οι θέσεις, τα συνθήματα για το ζήτημα της
ισοτιμίας και ισότητας των δύο φύλων, στο επίπεδο του εργατικού
κινήματος, με το βάρος των σκοταδιστικών αντιλήψεων για τη γυναίκα και
το ρόλο της στην οικογένεια και γενικότερα στην κοινωνία, με την έκταση
του αναλφαβητισμού και των προλήψεων, ήταν πολύ τολμηρές, προχωρημένες,
επαναστατικές στην κυριολεξία.
Ο
επαναστατικός χαρακτήρας της θεωρίας-ιδεολογίας μας συνίσταται βεβαίως
στο ζήτημα της στρατηγικής, εμποτίζει όμως κι εμπλουτίζει όλα τα
προβλήματα-ζητήματα που έχουν σχέση με τις συνθήκες δουλειάς και ζωής,
τις σχέσεις παραγωγής, το ιδεολογικό, πολιτιστικό, πνευματικό
εποικοδόμημα.
Το
Κόμμα μας υιοθέτησε τις θέσεις και κατευθύνσεις των θεμελιωτών της
κομμουνιστικής ιδεολογίας Μαρξ - Ένγκελς για το γυναικείο ζήτημα από την
πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, σε μια Ελλάδα που ήταν αδιανόητο να
γίνεται λόγος για τη χειραφέτηση της γυναίκας, τη συμμετοχή στην ταξική
πάλη, στην πάλη για την εξουσία, όταν τότε δεν αναγνωριζόταν στις
γυναίκες ούτε το δικαίωμα της ψήφου.
Είχαμε δηλαδή από την πρώτη στιγμή, ιδεολογική, πολιτική, ηθική υπεροχή και σ’ αυτό το τόσο δύσκολο εκείνη την περίοδο πρόβλημα.
Σκεφτείτε
τι συνθήκες υπήρχαν στην Ελλάδα του 1918, αλλά και των κατοπινών
χρόνων, στις οποίες το Κόμμα μιλούσε για την ισότητα των δύο φύλων,
αποκάλυπτε το χαρακτήρα του γάμου και της οικογένειας στις συνθήκες του
καπιταλισμού, υποστήριζε την αθεΐα, το διαχωρισμό του γάμου και της
βάπτισης από τη θρησκευτική τελετή. Αυτό, ανεξάρτητα από την εμβέλεια
που είχε η δράση του Κόμματος, ήθελε πολλή τόλμη. Και αυτό το έζησαν οι
πρώτες κομμουνίστριες.
Οι
νεότερες γενιές, ειδικά οι πολύ νέοι σύντροφοι και συντρόφισσες, δεν
είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν άμεσα τις εμπειρίες των πρώτων
κομμουνιστριών του 20ού αιώνα, πόσα εμπόδια και σκοπέλους έπρεπε να
περάσουν -και μάλιστα σε συνθήκες διώξεων- στο κίνημα, αλλά και μέσα στο
Κόμμα. Η σ. Αύρα Παρτσαλίδου έλεγε ότι, όταν την έστειλαν καθοδηγήτρια
σε μια ΚΟΒ, οι σύντροφοι την κοιτούσαν με μισό μάτι, τους φαινόταν άβολο
κι αφύσικο να έχουν γυναίκα καθοδηγήτρια και μάλιστα πολύ νέα τότε στην
ηλικία. Κι όταν μάλιστα έβγαλε και τσιγάρο (ήταν φανατική καπνίστρια,
κάπνιζε από τα 15 της χρόνια μέχρι που πέθανε), έγινε χαμός, την
αγριοκοίταζαν. Εκείνη την εποχή, γυναίκα που κάπνιζε, ακόμα και για τους
κομμουνιστές, ήταν μεγάλη πρόκληση. Η συντρόφισσα ήταν ένα πολύ
ανεξάρτητο πνεύμα σε αυτά, όχι με την έννοια του μοντερνισμού, αλλά είχε
μάθει να καπνίζει και θεώρησε φυσιολογικό να καπνίσει την ώρα που
ανέλυε την πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα των Κομματικών
Οργανώσεων.
Για την κοινωνία τότε, ακόμα και για τους αγωνιστές, ήταν πρόκληση να
πηγαίνουν οι γυναίκες στην εξορία και πίσω τους να μένει ο σύζυγος και
κυρίως τα παιδιά. Το ίδιο ίσχυε και για τις φυλακισμένες εκείνα τα
χρόνια. Αυτά ήταν πράγματα πρωτόγνωρα.
…Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ
Σήμερα,
συχνά κομμουνιστές και κομμουνίστριες υποχωρούν και συμβιβάζονται με
θρησκευτικό γάμο, βάπτισμα παιδιών, ενώ υπάρχει ο θεσμοθετημένος
διαχωρισμός τους και ακολουθείται και από αστούς.
Σε
μια σειρά ζητήματα όπως είναι το γυναικείο ζήτημα, ενώ είχαμε υπεροχή
για πάρα πολλά χρόνια, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, του ΔΣΕ,
σήμερα η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός δε μας ξεχωρίζει για τις
τολμηρές ως ουσία επαναστατικές μας θέσεις σε σχέση με το γυναικείο
ζήτημα. Μάλλον αγνοούν τη διαφορά μας από τις απόψεις γενικά περί
ισότητας, ακόμη κι εκείνοι που λίγο-πολύ κάτι γνωρίζουν από τη
στρατηγική μας, το Πρόγραμμά μας.
Δε
μας ξεχωρίζουν έστω και με κριτικό ή ερωτηματικό τρόπο για τη θέση μας
πάνω σε αυτό το πρόβλημα, την κοινωνική ισότητα και σε φυλετική βάση.
Δεν έχουμε αναδείξει την υπεροχή μας, ενώ έχουμε γενικά υπεροχή (και
παγκόσμια μπορούμε να πούμε), αφού είμαστε ένα από τα λίγα κόμματα που
αντέξαμε την πίεση της αντεπανάστασης, ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα
και τις δυσκολίες.
Η
υπεροχή ιδεών, όταν αξιοποιείται, ανεβάζει την ικανότητά μας να
επιδράμε σε εργάτες-εργάτριες, υπαλλήλους, φτωχά λαϊκά στρώματα στην
πόλη και στην ύπαιθρο, σε όσους και όσες έχουν λίγο-πολύ μια
ριζοσπαστική συνείδηση, ενδιαφέρον προς το πραγματικά καινούργιο για την
πλειοψηφία. Είναι ένα σοβαρό βήμα για ν’ αντιπαλέψουμε το σκοταδισμό,
τον ψευτοανανεωτισμό και ψευτομοντερνισμό.
Δεν
αναφερόμαστε λεπτομερειακά στο ζήτημα αυτό ως πρόβλημα ιδεολογικής,
πολιτικής και μαζικής πάλης, γιατί το συζητήσαμε αναλυτικά στα τρία
τελευταία Συνέδρια, το 17ο , το 18ο και το 19ο.
Η
πορεία της ταξικής πάλης έδειξε πως το ΚΚ δεν πρέπει απλώς ν’
ανταποκρίνεται στις ανάγκες του καθημερινού αγώνα ή γενικά ν’
αναγνωρίζει την εποχή μας ως εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο
σοσιαλισμό, αλλά θα πρέπει να πηγαίνει και πιο μπροστά όσον αφορά τη
μελέτη τάσεων, όσον αφορά τη ζύμωση των θέσεων και ιδεών μας που
σχετίζονται με το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αυτό σημαίνει πρωτοπορία, κάτι
που μόνο το Μπολσεβίκικο Κόμμα στη Ρωσία κατέκτησε στις αρχές του αιώνα
και τα επόμενα χρόνια.
Γενικά
τι μένει στις γραμμές μας και στον ευρύτερο περίγυρο που επηρεάζουμε;
Ότι εμείς παλεύουμε για την ισοτιμία των δύο φύλων. Αλλά το ζήτημα της
ισοτιμίας και των αιτημάτων που σωστά προβάλλουμε ως Κόμμα και μέσα στο
εργατικό κίνημα είναι ένα τμήμα του ολοκληρωμένου πυρήνα των θέσεών μας,
ενώ η αποσπασματική προβολή του δε συμβάλλει από μόνη της στη
ριζοσπαστικοποίηση και στην προσέλκυση εργατριών στην οργανωμένη δράση.
Άλλωστε το ζήτημα της ισότητας, ως σύνθημα, το προβάλλουν εδώ και πολλά
χρόνια όλα τα κόμματα.
Δεν
είναι υπερβολικό να πούμε ότι την υπεροχή που είχαμε ως ένα βαθμό και
τα πρώτα χρόνια της «μεταπολίτευσης», τη χάσαμε όταν οι αστικές
κυβερνήσεις προχώρησαν σε αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, στο εργατικό,
υιοθέτησαν διατάξεις περί ισοτιμίας γυναίκας-άνδρα κάτω από την πίεση
μιας πραγματικότητας: όταν το καπιταλιστικό σύστημα είχε ήδη προσελκύσει
σημαντικό μέρος γυναικείων εργατικών χεριών, όταν ήθελε να βελτιωθεί το
μορφωτικό επίπεδο της γυναίκας για να συμβάλει στην άνοδο της
κερδοφορίας, όταν ήδη αστές γυναίκες είχαν διακριθεί μέσα στην τάξης
τους.
Η
πορεία της ταξικής πάλης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα,
έδειξε ότι η συνειδητοποίηση της ταξικής φύσης του γυναικείου ζητήματος
και ιδιαίτερα η εξέλιξή του στον καπιταλισμό αποτελεί δείκτη του
επιπέδου της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών
στρωμάτων. Με αυτήν την έννοια, υπάρχει ανάγκη το Κόμμα ν’ ανακτήσει
σήμερα την ιδεολογικοπολιτική του υπεροχή και στο καίριο αυτό ζήτημα. Η
λειψή γνώση-κατανόηση πώς συμπλέκεται το ταξικό και φυλετικό ζήτημα για
την εργατική τάξη, πριν απ’ όλα, αδυνατίζει τη βαθύτερη γνώση για το
χαρακτήρα και τους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος, τη σχέση
οικονομίας και πολιτικής, σχέσεων ιδιοκτησίας και κοινωνικών σχέσεων,
βάσης κι εποικοδομήματος, δυσκολεύει τη σταθερή διάθεση δράσης,
αυτοθυσίας στους καθημερινούς αγώνες, στην επαναστατική προοπτική.
ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΖΗΤΗΜΑ ΩΣ ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΥΛΕΤΙΚΟΥ
Η
συνειδητοποίηση της σύζευξης του ταξικού και του φυλετικού επιδρά
θετικά σε όλες τις μορφές πάλης στις συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά και
στη συνειδητοποίηση της υπεροχής του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Η
κατανόηση-συνειδητοποίηση της σύζευξης οδηγεί κατευθείαν στην
επιβεβαίωση της θέσης μας ότι δεν μπορεί να γίνεται διαχωρισμός με βάση
το φύλο, ανδρικό-γυναικείο, πολύ περισσότερο, δεν είναι δυνατό να
θεωρείται το γυναικείο φύλο αταξικά. Το Κόμμα δρα για το ζήτημα αυτό
στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της βλέποντας ως αντίπαλους την
αστική τάξη και τους συμμάχους της με τα δύο φύλα μαζί, άνδρες και
γυναίκες.
Έτσι
μπορεί να κατανοηθεί γιατί το γυναικείο κίνημα, η πάλη για τα
προβλήματα των γυναικών, είναι πρώτ’ απ’ όλα υπόθεση της εργατικής
τάξης, γιατί η Λαϊκή Συμμαχία, που βασίζεται στις κοινωνικές
αντικαπιταλιστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, επεκτείνεται στο ιδιαίτερα
οργανωμένο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, ενώ οι γυναίκες δε συνιστούν
τάξη ή στρώμα. Δεν το βλέπουμε μόνο από τη φυλετική πλευρά, έστω κι αν
στις συνθήκες του καπιταλισμού υπάρχει ζήτημα ορισμένων φυλετικών
διακρίσεων και στις γραμμές της αστικής τάξης και των συμμάχων της,
κυρίως για λόγους ιδεολογικούς, επειδή επιβιώνουν αναχρονιστικές ιδέες.
Ο
Μαρξ, ο Ένγκελς κι ο Λένιν είπαν ορισμένα πράγματα που ήταν πολύ
μπροστά για την εποχή τους. Τα πρώτα χρόνια όταν ιδρύθηκε το Κόμμα, τα
λέγαμε κι εμείς σ’ ένα μικρό ακροατήριο, αλλά μετά, κάτω από το βάρος
εξελίξεων, των ιδιαίτερων δυσκολιών όπως της παρανομίας και
ημιπαρανομίας, σταματήσαμε ν’ αναδεικνύουμε ολοκληρωμένα και ως εργατικό
πρόβλημα το γυναικείο ζήτημα. Η μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία για
το γυναικείο ζήτημα δεν εδραιώθηκε μέσα στο Κόμμα ως τρόπος σκέψης και
δράσης, στάσης.
Ένα
ζήτημα που έθεσε ο Μαρξ και αφορά όλους, αλλά έχει ιδιαίτερη αξία για
τις εργαζόμενες γυναίκες, είναι ότι η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου
αρχίζει μετά από τη λήξη της εργασίας. Αυτό το είπε ο Μαρξ, ενώ έδινε
τέτοια σημασία στο θέμα της εργασίας, όταν χαρακτήριζε κοινωνική πρόοδο
την είσοδο της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, μίλησε για πραγματική
ελευθερία του ανθρώπου που αρχίζει μετά από τη λήξη της εργασίας,
υπολογίζοντας την εργασία σε συνθήκες σοσιαλισμού-κομμουνισμού, που δε
συγκρίνονται με αυτές του καπιταλισμού.
Ο
Λένιν υπογράμμιζε ότι η γυναίκα θ’ απελευθερωθεί όταν αναπτυχθούν οι
παραγωγικές δυνάμεις, όταν κοινωνικοποιηθεί όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος
του σπιτικού νοικοκυριού ώστε η γυναίκα να γλιτώσει από την
αποβλακωτική σκλαβιά του σπιτιού. Βεβαίως, και στον καπιταλισμό τα
σύγχρονα μέσα προσφέρουν δυνατότητα μείωσης της βαριάς χειρωνακτικής
δουλειάς του νοικοκυριού, όμως και στις συνθήκες του σημερινού
καπιταλισμού ο ελεύθερος χρόνος για το ζευγάρι και ιδιαίτερα για τη
γυναίκα της εργατικής τάξης είναι πολύ λίγος, έως κι ανύπαρκτος.
Σκεφτείτε
πόσο επαναστατική ήταν η θέση για την αποβλακωτική δουλειά του
νοικοκυριού στο σπίτι την περίοδο που τα έλεγε ο Λένιν. Ούτε ως ίχνος
σκέψης δεν υπήρχε στην υπόλοιπη κοινωνία.
Σήμερα
βεβαίως πολύ περισσότερες γυναίκες θα χειροκροτήσουν αυτήν τη θέση,
αλλά από μια περιορισμένη αστική αντίληψη και όχι ως στοιχείο για να
μετέχει η εργάτρια, η εργαζόμενη στην πάλη, στην επαναστατική δράση, στα
όργανα εξουσίας κι ελέγχου, όχι ως ταξικό ζήτημα, αλλά ως φυλετικό
δικαίωμα.
Ο
Λένιν μάλιστα έθετε τα ζητήματα αυτά σε μια περίοδο που δεν είχε ακόμα
καλά-καλά κριθεί αν η σοσιαλιστική εξουσία θα νικούσε την αντεπανάσταση
και την ιμπεριαλιστική επέμβαση-περικύκλωση.
Έθετε
με παρρησία το ζήτημα ότι από τα πρώτα καθήκοντα της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης ήταν ν’ αντιμετωπιστεί η δημιουργία δημόσιων εστιατορίων,
παιδικών σταθμών, πλυντηρίων, γενικότερα ένα σημαντικό μέρος των
εργασιών του ατομικού νοικοκυριού να περάσει στην κοινωνική εργασία,
ώστε ν’ απελευθερωθεί η γυναίκα που τότε ήταν απόλυτα προσκολλημένη σε
αυτές τις εργασίες.
Σήμερα
υπάρχει έδαφος να κατανοηθούν τέτοιες θέσεις προσαρμοσμένες, αλλά και η
διαφορά με την αστική κι οπορτουνιστική αντίληψη που δε βλέπουν ή δε
θέλουν να δουν την εμπορευματοποίηση τέτοιων λειτουργιών, τον πραγματικό
σκοπό τους, που είναι κυρίως το καπιταλιστικό κέρδος, η σχετική ή και
απόλυτη αύξηση του χρόνου εργασίας, η άνοδος της παραγωγικότητας κι
ανταγωνιστικότητας για την κερδοφορία ή για την επανάκαμψη της
κερδοφορίας σε συνθήκες κρίσης, αλλά και η ενσωμάτωση.
Η
συνειδητοποίηση της ανάγκης να μειωθεί ο χρόνος ορισμένων σπιτικών
εργασιών, όσο κι αν είναι ελκυστική για την οικογένεια, δε σημαίνει ότι
αυτόματα οδηγεί στη ριζοσπαστικοποίηση, στην οργάνωση και δράση. Ωστόσο
το έδαφος είναι πιο πρόσφορο σήμερα για ν’ ανοίξουμε και να βαθύνουμε σε
τέτοια ζητήματα στην αντιπαράθεση μεταξύ καπιταλισμού-σοσιαλισμού,
κομμουνισμού, αλλά και τις πραγματικές αιτίες που στις σημερινές
συνθήκες της κρίσης υπάρχει νέα υποχώρηση.
Όταν
οι κομμουνιστές μιλούσαν εναντίον της κυρίαρχης άποψης που ήταν και
νομικά-θεσμικά νομιμοποιημένη, ότι η γυναίκα στον καπιταλισμό είναι
κτήμα του άνδρα, ξέσπασε ένας ύπουλος πόλεμος ότι οι κομμουνιστές θέλουν
να καταργήσουν το θεσμό της οικογένειας και να επιβάλουν την
κοινοκτημοσύνη των γυναικών. Και μόνο αυτή η γελοία κι χυδαία πολεμική
είναι η απόδειξη της δικής μας υπεροχής που σήμερα πρέπει κυριολεκτικά
ν’ ανακτήσουμε, να προκαλέσουμε αντίδραση και ν’ ανοίξει η δική μας
αντεπίθεση και στο γυναικείο ζήτημα.
Υπάρχει
πρόσθετη ανάγκη ν’ αποκαλύψουμε την αστική και οπορτουνιστική υποκρισία
για το πώς βλέπουν την ισοτιμία των δύο φύλων, να πολεμήσουμε νέες
στρεβλώσεις που προσθέτουν και που είναι πολύ επικίνδυνες ιδιαίτερα για
τις νεότερες ηλικίες που έχουν μεγάλη σχετικά απόσταση από την πείρα των
ταξικών αγώνων, την προσφορά του σοσιαλισμού.
Λόγου
χάρη, έχει γίνει σημαντικός νομοθετικός εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα
-έστω και καθυστερημένα- που επέδρασε και στην άμβλυνση των ακραίων
απόψεων ότι η γυναίκα είναι κτήμα του άνδρα, ταυτόχρονα όμως διατηρείται
ο βασικός αναχρονιστικός πυρήνας. Στον αστικό εκσυγχρονισμό π.χ.
περιλαμβάνεται το ότι η γυναίκα διατηρεί το επώνυμό της, τα στοιχεία της
γυναίκας σήμερα αναφέρονται στον πατέρα και όχι στο σύζυγο. Η
οικονομική «απεξάρτηση» της εργαζόμενης γυναίκας από τον άνδρα είχε ως
αποτέλεσμα ν’ αυξηθούν τα διαζύγια, οι περισσότεροι του ενός γάμοι.
Επομένως, η ταυτότητα της γυναίκας έπρεπε να φέρει πιο σταθερά στοιχεία,
όπως το πατρώνυμο κι όχι το όνομα του συζύγου. Το αστικό θεσμικό
σύστημα έπρεπε σ’ αυτό να απαλλαγεί από γραφειοκρατικές δυσκολίες.
Ο
Ένγκελς κατέθεσε τη σκέψη ότι μελλοντικά, στις συνθήκες του
κομμουνισμού, θα συμβούν και αλλαγές στη μορφή της συμβίωσης, χωρίς
βεβαίως να μπορεί να τις περιγράψει και να τις προσδιορίσει, καθώς αυτό
θα ήταν μεγάλη αυθαιρεσία.
Το
αστικό θεσμικό πλαίσιο δε διστάζει να προχωρά σε μεταρρυθμίσεις που το
αναγκαίο εκσυγχρονιστικό στοιχείο συνυπάρχει με το αντιδραστικό ως προς
το θεσμό του γάμου. Και τέτοιο είναι η θεσμοθέτηση της οικογένειας των
ομοφυλοφίλων, η νομιμοποίηση δύο άνδρες ή δύο γυναίκες να θεωρούνται
γονείς. Η αναπαραγωγική διαδικασία μπαίνει σ’ επικίνδυνα τούνελ, καθώς
συζητιέται η νομιμοποίηση της παρέμβασης στο DNA για την τεκνοποίηση,
όχι για λόγους ιατρικούς.
Αυτές
οι απόψεις και πρακτικές δεν αντιμετωπίζονται έτσι απλά μ’ ένα «όχι» ή
μ’ ένα «ναι», αλλά με την ανάδειξη της δικής μας θέσης για την ταξική
προέλευση και την εξέλιξη της οικογένειας, για τα δικαιώματά της, τις
σχέσεις των δύο φύλων, τα δικαιώματα των παιδιών κλπ., και στο επίπεδο
των αιτημάτων, αλλά και των απόψεων, των ιδεών. Χρειάζεται να γνωρίζουμε
και ενιαία να διακηρύσσουμε και να παλεύουμε για αιτήματα που
διευκολύνουν στην απεξάρτηση γυναίκας και παιδιού, όπως είναι η
κοινωνική ασφάλιση για όλους χωρίς προϋποθέσεις, το επίδομα ανεργίας
χωρίς προϋποθέσεις, μέτρα κοινωνικής προστασίας του παιδιού κλπ.
Το
συμπέρασμα είναι ότι, δίχως την εξειδίκευση της στρατηγικής μας στις
γυναίκες, δίχως την ένταξη του γυναικείου ζητήματος στον ιδεολογικό,
πολιτικό, εργατικό μαζικό αγώνα, δε θα έχουμε την απαιτούμενη ικανότητα,
την όποια αποτελεσματικότητα, με βάση κάθε φορά το συσχετισμό δυνάμεων,
στην πάλη κατά του καπιταλισμού. Όταν αφήνουμε σοβαρά κενά σε ζητήματα
όπως το γυναικείο ζήτημα ή και άλλα που δεν είναι της παρούσης, τότε το
κενό το καταλαμβάνει ο αντίπαλος.
Ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν αποκαλύπτεται μόνο με τη σωστή
γενική τοποθέτηση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Για να κατανοηθεί
αυτή, απαιτείται να φωτίζονται από αυτήν τη σκοπιά όλες οι πλευρές της
εργασίας και της ζωής.
Δεν
αρκεί ν’ αναδειχτεί ο πρωτοπόρος ρόλος μας μόνο με συγκεκριμένα
αιτήματα και διεκδικήσεις -που βεβαίως οφείλουμε να επεξεργαζόμαστε
συνεχώς- αλλά πρέπει αυτά να εντάσσονται στην πάλη των ιδεών, στην
προβολή της ιδεολογίας μας.
Άλλωστε
στις συνθήκες του καπιταλισμού τα αστικά κόμματα, το αστικό πολιτικό
σύστημα έχει δείξει ικανότητα να υιοθετεί ορισμένα συνθήματα και να τους
προσδίδει το δικό του ταξικό περιεχόμενο. Έτσι, υιοθέτησε το σύνθημα
της ισοτιμίας των δύο φύλων και το μετέτρεψε σε «ίσες ευκαιρίες» των δύο
φύλων, στ’ όνομα των οποίων ισοπέδωσε ευνοϊκές ρυθμίσεις υπέρ των
γυναικών.
Αλλά
και η παραγωγή διάφορων εργαλείων και καταναλωτικών προϊόντων, όπως
είναι αυτά στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, με τον εξηλεκτρισμό και την
αυτοματοποίηση του νοικοκυριού, τα έτοιμα και προμαγειρεμένα φαγητά, που
όλα όμως λειτουργούν ως εμπορεύματα, εγκλωβίζουν τους εργαζόμενους και
με νέες μορφές απομύζησης του εργατικού μισθού μέσω πιστωτικών καρτών
και τραπεζικών δανείων.
Έχει
αποδειχτεί σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ότι ο καπιταλισμός, το
αστικό πολιτικό σύστημα και η καπιταλιστική εργοδοσία έδωσαν πολύ βάρος
στην «επαναστατικοποίηση» των μέσων παραγωγής, στην αυτοματοποίηση, στην
πληροφορική, υιοθέτησαν πολλές ριζοσπαστικές τεχνοκρατικού τύπου ιδέες,
έκαναν πολλές δοκιμές στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγικής
διαδικασίας, ταυτόχρονα όμως διατήρησαν ακόμα και αναχρονιστικές ιδέες
προηγούμενων κοινωνικών συστημάτων στο ζήτημα της οικογένειας, των
σχέσεων των δύο φύλων, στο ζήτημα της θρησκείας κλπ. Αυτή η τάση ισχύει
παντού, με διαφορετικό βαθμό οξύτητας, πιο αμβλυμμένα στις ανεπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες, πιο έντονα στις λιγότερο ανεπτυγμένες. Ο
καπιταλισμός έδωσε στη γυναίκα το δικό της επώνυμο, αναγνώρισε την
ισοτιμία παιδιών εντός κι εκτός γάμου, ταυτόχρονα διατήρησε σε άλλες
περιοχές βάρβαρες επιλογές, που τις βλέπουμε σε αραβικές, ασιατικές κι
αφρικανικές χώρες.
Κι
εκεί που διατήρησε αναχρονισμούς κι εκεί που τους έβαλε στο περιθώριο
κι έκανε εκσυγχρονισμούς, κράτησε σταθερή στάση στο να συσκοτίσει την
ταξική φύση του γυναικείου ζητήματος. Στις συνθήκες της καπιταλιστικής
οικονομικής κρίσης που δε συμβαίνει για πρώτη φορά τώρα (ας μην ξεχνάμε
την περίοδο του 1920-1930 ή της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία
1980), πισωγυρίζει ακόμα περισσότερο προκειμένου να συμφιλιώσει τη
γυναίκα με τη μερική, περιστασιακή απασχόληση, με τη δουλειά στο σπίτι ή
κοντά στο σπίτι κλπ.
Αυτή
η φαινομενικά αντιφατική στάση -από τη μια μεριά τεχνολογικός
εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας, του εμπορίου, των διοικητικών και άλλων
κρατικών υπηρεσιών και από την άλλη διατήρηση αναχρονιστικών αντιλήψεων-
φαίνεται σε όλο τον 20ό αιώνα, ακόμα και στο ζήτημα της ψήφου για το
αστικό κοινοβούλιο. Ενώ ο καπιταλισμός είχε μεγάλη ανάπτυξη στη Βόρεια
και Δυτική Ευρώπη, το δικαίωμα της ψήφου για τη γυναίκα καθιερώθηκε με
μεγάλη καθυστέρηση.
Ο
Μαρξ απέδειξε ότι ο καπιταλισμός -μιλώντας για τη μαζική αξιοποίηση της
γυναικείας και παιδικής εργασίας- μοίρασε την αξία της εργατικής
δύναμης του άντρα στη γυναίκα και στα παιδιά. Αυτό τι υποδεικνύει; Ότι
δεν πρέπει να βλέπουμε την εργατική τάξη ως ένα άθροισμα ατόμων που
δρουν στο συνδικαλιστικό κίνημα, που ανήκουν στον έναν ή τον άλλο κλάδο.
Απέναντί μας στέκεται το ζήτημα της εργατικής, της λαϊκής οικογένειας
που περικλείει στο εσωτερικό της εργάτες/εργάτριες που συνήθως ανήκουν
σε διαφορετικό κλάδο -ο ένας μπορεί να είναι στον ιδιωτικό τομέα, ο
άλλος στον κρατικό παραγωγικό τομέα, ο ένας να είναι άνεργος ή άνεργη ή
και οι δύο άνεργοι, και μαζί είναι τα παιδιά τους που μπορεί να είναι
στα θρανία, στο πανεπιστήμιο ή στο ΤΕΙ, να είναι εργαζόμενα ή άνεργα, να
έχουν την α΄ ή τη β΄ εργασιακή σχέση. Στην εργατική οικογένεια υπάρχουν
οι ηλικιωμένοι γονείς-συνταξιούχοι κλπ. Μπορεί να υπάρχουν άτομα με
ειδικές ανάγκες, υπάρχει και η μονογονεϊκή οικογένεια κλπ. Άρα το ζήτημα
της σχέσης των δύο φύλων, της ισοτιμίας και ισότητας δεν είναι θέμα δύο
εκπροσώπων των φύλων, αλλά της οικογένειας, της πολιτικής απέναντι στην
οικογένεια.
Βέβαια
τα τελευταία χρόνια το Κόμμα έχει κάνει πρόοδο π.χ. στην αντίληψη και
στη δουλειά με τα νέα ζευγάρια. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να γίνει πολύ
περισσότερο κατανοητή η θέση μας για την ισοτιμία των δύο φύλων στον
καπιταλισμό, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, να γίνει αντιπαράθεση με τις
εξαιρετικά επιζήμιες κι αποπροσανατολιστικές απόψεις που προβάλλουν όλα
τ’ άλλα κόμματα, εξηγώντας το γυναικείο ζήτημα ως πρόβλημα ανδροκρατικών
και πατριαρχικών αντιλήψεων, αταξικά, αντιβιολογικά-αντιεπιστημονικά.
Αναφέραμε
ήδη ότι η αστική ιδεολογία και στρατηγική είναι πιο ευέλικτη στην
υιοθέτηση νέων τρόπων και μεθόδων αύξησης της ταξικής εκμετάλλευσης και
είναι λιγότερο ευκίνητη στην απαλλαγή από αναχρονιστικές αντιλήψεις που
επικρατούσαν την περίοδο του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, την περίοδο
που μόλις αναπτυσσόταν η βιομηχανία, την περίοδο συμβιβασμού της αστικής
τάξης με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων κλπ.
Την
τελευταία 20ετία δείχνει μια μεγάλη κινητικότητα με φαινομενικά
νεωτερικές ιδέες που στην πραγματικότητα είναι επιστροφή στο παρελθόν,
επίσης ιδέες που εκφράζουν πλήρη ανορθολογισμό, με παραγνώριση των
ιδιαίτερων βιολογικών διαφορών που υπάρχουν στα δύο φύλα, όπως
βιολογικές διαφορές υπάρχουν και κατά ηλικία, ακόμα και ανάλογα με το σε
ποιο γεωγραφικό φυσικό περιβάλλον ζει ο καθένας, η καθεμιά κλπ.
Πρόσφατα
δημοσιεύτηκε ότι ψηφίστηκε νόμος απ’ το γερμανικό κοινοβούλιο σύμφωνα
με τον οποίο, όταν γεννιούνται παιδιά, δε θ’ αναγράφεται το φύλο τους.
Θ’ αναγράφεται στην πορεία, ανάλογα με το πώς αισθάνεται ο καθένας ή η
καθεμιά. Υπάρχουν επιστημονικά συγγράμματα που διδάσκονται σε τμήματα
Γυναικείων Σπουδών των πανεπιστημίων στα οποία υποστηρίζεται ότι ο
καθοριστικός παράγοντας δεν είναι αν γεννιέσαι άνδρας ή γυναίκα, αγόρι ή κορίτσι, αλλά το τι γίνεσαι
στην πορεία, ότι δεν χαρακτηρίζει το βιολογικό φύλο έναν άνδρα ή μία
γυναίκα, αλλά το «κοινωνικό φύλο». Αυτό που ο ίδιος ή η ίδια αισθάνεται
ότι είναι.
Στο δήμο της Βενετίας δεν χρησιμοποιούνται οι όροι μητέρα, πατέρας για εγγραφή των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς, αλλά γονιός, γονείς. Στην Αργεντινή, με νόμο του κοινοβουλίου, έγινε δεκτό ένα αγοράκι 6 ετών να θεωρείται κοριτσάκι γιατί έτσι πίστευε το ίδιο.
Δεν
είναι άσχετο το γεγονός αυτό με το ότι αποφασίστηκε σε μια σειρά χώρες
να υιοθετούν οι οικογένειες των ομοφυλοφίλων ή να κάνουν παιδιά με
υποβοηθούμενη τεκνοποίηση, με τη βοήθεια τράπεζας ωαρίων και σπέρματος,
οπότε δεν μπορούν να λέγονται μπαμπάς και μαμά, είναι γονείς·
είτε είναι δύο γυναίκες είτε δύο άνδρες. Εδώ φτάνει ο καπιταλισμός: Σ’
έναν ανορθολογισμό, στον οποίο, από την ανορθολογική, αντιεπιστημονική
εκδοχή που η γυναίκα θεωρούνταν ως βιολογικά κατώτερη, περάσαμε στην
κατάργηση ουσιαστικά των ιδιαίτερων βιολογικών χαρακτηριστικών του άνδρα
και της γυναίκας, τα οποία υπάρχουν και πρέπει να υπολογίζονται στην
εργασία, στην αναπαραγωγική διαδικασία, στη λειτουργία των δύο φύλων ως
προς τη μητρότητα και την πατρότητα. Η αναπαραγωγή της οικογένειας έχει
να κάνει με τη σχέση άνδρα-γυναίκας, είτε είναι σε γάμο είτε δεν είναι,
είτε είναι ευκαιριακή είτε είναι βαθύς έρωτας.
Η
θεωρία ότι το φύλο δεν καθορίζεται από βιολογικά χαρακτηριστικά
(εξαιρούνται βεβαίως ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού),
αλλά από το κοινωνικό εποικοδόμημα, έχει αρκετή ομοιότητα με την
προσπάθεια να καταργηθεί στα χαρτιά (στην πράξη, στη ζωή δεν
καταργείται) κάθε κοινωνικός, ταξικός ή πολιτικός διαχωρισμός που
αντικειμενικά υπάρχει. Λόγου χάρη, ο εργάτης, αν δεν αισθάνεται ή δεν
πιστεύει ότι ανήκει στην εργατική τάξη, δεν είναι εργάτης. Δηλαδή
υποστηρίζουν ότι η συνείδηση καθορίζει την κοινωνική θέση και όχι η
σχέση με τα μέσα παραγωγής και η θέση στην παραγωγική διαδικασία.
Πρόκειται για την ιδεαλιστική άποψη ότι δεν υπάρχει ταξική κοινωνία,
αλλά γενικά μια κοινωνία που δίνει ευκαιρίες σε όλους· και ο διαχωρισμός
γίνεται με βάση το ποιος αξιοποίησε ή δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες.
Ανάλογη
λογική διέπει και την αστική άποψη ταύτισης του ναζισμού-φασισμού με
τον κομμουνισμό, τη θεωρία της καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν
προέρχεται, οπότε εξισώνεται ο θύτης με το θύμα, αποενοχοποιείται ο
θύτης.
Αυτά
όλα είναι ζητήματα που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, κι ας μην
τρέφουμε αυταπάτες ότι στην Ελλάδα τέτοιες απόψεις και πρακτικές δεν
έχουν επίδραση.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Διάλεξη για το Γυναικείο Ζήτημα που έχει διαμορφωθεί με Απόφαση του ΠΓ1,
ο Μαρξ ανέδειξε ότι ο τρόπος παραγωγής μιας κοινωνίας (σχέσεις
ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, σχέσεις κατανομής του παραγόμενου
προϊόντος) αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο, τη βάση της, και ιστορικά
προσδιορίζεται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων
(επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπου και των μέσων που χρησιμοποιεί). Με άλλα
λόγια δηλαδή, υπογράμμισε ότι η εργασία και οι μορφές οργάνωσής της
αποτελούν την πραγματική σκηνή της ιστορίας, καθορίζουν όλες τις σχέσεις
των ανθρώπων. Από αυτήν την άκρη μπορούμε να τραβήξουμε το νήμα που μας
οδηγεί στο να κατανοήσουμε την εξέλιξη της θέσης της γυναίκας στην
κοινωνική εξέλιξη, το πέρασμα από την πρωτόγονη ισοτιμία των δύο φύλων
στην ανισοτιμία μεταξύ τους στην ταξική κοινωνία.
Οι
Μαρξ και Ένγκελς απέδειξαν ότι η κοινωνική ανισότητα του άνδρα και της
γυναίκας είναι ένα ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο το οποίο εμφανίστηκε σε
μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, και σαν τέτοιο
έχει και τη λήξη του όταν εκλείψουν οι όροι που το δημιούργησαν. Στο
πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα δεν υπήρχαν ούτε ταξικές, ούτε φυλετικές
διακρίσεις. Ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ των δύο φύλων ήταν φυσικός. Η
εργασία της γυναίκας στο νοικοκυριό, κοντά στα παιδιά και στους
γέροντες, αφορούσε την κοινότητα, όπως και η εργασία του άνδρα (κυνήγι,
ψάρεμα κλπ.) που γινόταν μακριά από το κοινοτικό νοικοκυριό. Το
νοικοκυριό δεν ήταν ατομικό αλλά κοινωνικό, γι’ αυτό και η συμβίωση δεν
είχε ατομικό αλλά κοινωνικό χαρακτήρα. Ο φυσικός καταμερισμός ανάμεσα
στα φύλα2, όπως και ο ηλικιακός, δεν
μπορούσε να έχει εκμεταλλευτικό χαρακτήρα λόγω της πολύ χαμηλής
παραγωγικότητας της εργασίας που δεν άφηνε υπερπροϊόν. Δεν άφηνε ένα
περίσσευμα το οποίο θα μπορούσε κάποιος να ιδιοποιηθεί και να ζει χωρίς
να εργάζεται ο ίδιος. Το γένος καθοριζόταν από το μέρος της μητέρας λόγω
της πολυγαμίας. Είναι η περίοδος της μητριαρχίας3, η οποία όμως δεν έδινε κοινωνικά πλεονεκτήματα στις γυναίκες έναντι των ανδρών.
Σε
μια πορεία, με τη δημιουργία πλεονάσματος-υπερπροϊόντος που
συντελέστηκε στον τομέα της εργασίας του άνδρα, διαμορφώθηκε ιστορικά
και η δυνατότητα σφετερισμού αυτού του υπερπροϊόντος, επομένως και η
ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Διαμορφώθηκε ο πρώτος κοινωνικός
καταμερισμός, ανάμεσα στους δουλοκτήτες και τους δούλους. Η εργασία της
γυναίκας έχασε τον κοινωνικό χαρακτήρα της, γιατί και το κοινοτικό
νοικοκυριό έχασε τον κοινωνικό παραγωγικό του χαρακτήρα. Μετατράπηκε σε
ατομικό νοικοκυριό του δουλοκτήτη. Η οικογένεια εξελίχτηκε σε μονογαμική
για τη γυναίκα, γιατί ο άνδρας ιδιοκτήτης έπρεπε να είναι σίγουρος για
τους κληρονόμους του (κληρονόμους της περιουσίας του).
Για το ιστορικό αυτό γεγονός ο Ένγκελς έλεγε:
«Το
γυναικείο φύλο υπέστη την κοσμοϊστορική του ήττα». Τότε εμφανίζεται το
πατριαρχικό δίκαιο για το πέρασμα (την κληρονομιά) της ατομικής
ιδιοκτησίας στα γνήσια παιδιά. Η ανισότητα στο οικογενειακό δίκαιο
αντανακλά αυτό που συμβαίνει στο πεδίο της οικονομίας. Θεσμοθετείται η
κυριαρχία του άνδρα πάνω στη γυναίκα, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Για τον άνδρα η πολυγαμία παίρνει διάφορες μορφές (πορνεία, φεουδαρχική
κυριότητα, άτυπη ή επίσημη πολυγαμία).
Το
δουλοκτητικό κοινωνικό σύστημα υπέταξε τη γυναίκα συνολικά, θέση η
οποία συνεχίζεται και στη φεουδαρχία, όπου η γυναίκα εξακολουθεί να
είναι κτήμα, ιδιοκτησία του άνδρα.
Όμως
και στα δύο εκμεταλλευτικά συστήματα οι γυναίκες που ξεχωρίζουν -που
είναι σε καλύτερη θέση- προέρχονται από την κυρίαρχη τάξη, λόγω των
οικονομικών προνομίων που απολαμβάνουν. Ιδιαίτερο είναι το καθεστώς της
εταίρας.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Το
νέο που δημιουργεί ο καπιταλισμός στη θέση της γυναίκας είναι ότι έδωσε
τη δυνατότητα επιστροφής της στην κοινωνική παραγωγή, ως μισθωτής
εργατικής δύναμης.
Η
εισαγωγή μηχανών που όχι μόνο μείωναν την απαιτούμενη μυϊκή δύναμη,
αλλά κυρίως χρειάζονταν τα λεπτά κι ευκίνητα γυναικεία και παιδικά χέρια
(στην υφαντουργία) δημιούργησε τη δυνατότητα για τη μαζική είσοδο των
γυναικών στην κοινωνική παραγωγή και, όπως σημειώνει ο Μαρξ στο
«Κεφάλαιο», «η εκμετάλλευση της εργασίας των γυναικών και των παιδιών
αποτελεί την τελευταία λέξη της κεφαλαιοκρατικής χρησιμοποίησης των
μηχανών»4.
Ωστόσο,
το καπιταλιστικό κίνητρο, η προσκόμιση όσο το δυνατό μεγαλύτερης
υπεραξίας, είχε συμφέρον να διατηρήσει και να εκμεταλλευτεί τις
διακρίσεις και ανισοτιμίες εξαιτίας του φύλου στην εργάτρια. Έτσι την
χρησιμοποίησε ως φτηνότερη εργατική δύναμη σε σχέση με τον άνδρα. Η
εργασία της γυναίκας και των παιδιών έγινε αντικείμενο της πιο σκληρής
εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο. Η γυναίκα βρέθηκε αντιμέτωπη με
απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας, συνθήκες που πολύ ανάγλυφα
περιγράφει ο Ένγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην
Αγγλία».
Βέβαια,
η γυναικεία ανισοτιμία δεν είχε και δεν έχει ως σήμερα τις ίδιες
επιπτώσεις στη ζωή ολόκληρου του γυναικείου φύλου. Στην πραγματικότητα,
στο σύγχρονο καπιταλισμό, όπως και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, οι
γυναίκες που ανήκουν στην αστική τάξη έχουν υψηλό επίπεδο διαβίωσης,
απολάμβαναν και απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα που δίνει η ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής, η πολιτική εξουσία. Έχουν τη δυνατότητα να ελαφρύνουν
κατά πολύ το βάρος των όποιων αναχρονιστικών αντιλήψεων επηρεάζουν τη
δική τους τάξη. Το κυριότερο, οι γυναίκες αυτές έχουν την οικονομική
δυνατότητα και τα μέσα για τη μόρφωση, τη φροντίδα των παιδιών και της
οικογένειας, έχουν ελεύθερο χρόνο, ανεξάρτητα βεβαίως πώς αξιοποιούν τον
ελεύθερο χρόνο. Οι γυναίκες της αστικής τάξης, ακόμα κι όταν ζητούν μια
καλύτερη μεταχείριση, την διεκδικούν στο πλαίσιο της τάξης τους.
Στηρίζουν το σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης, της ιδεολογικής
καταπίεσης και χειραγώγησης, που αποτελεί τη βάση της εκμετάλλευσης και
της διπλής καταπίεσης της γυναίκας που ανήκει στην εργατική τάξη και τ’
άλλα λαϊκά στρώματα.
Γι’
αυτό, στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία οι γυναίκες της αστικής τάξης
δεν μπορούν να υποστηρίξουν ουσιαστικά αιτήματα για την ισοτιμία της
γυναίκας (π.χ. σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις, τη συνταξιοδότηση, τη
μητρότητα, την εκπαίδευση και υγεία για όλες τις γυναίκες, την
κοινωνική φροντίδα των ηλικιωμένων της οικογένειας). Περιορίζονται σε
αιτήματα που αφορούν κυρίως την τάξη τους (π.χ. ποσοστιαία κατοχύρωση
συμμετοχής στα κόμματά τους, στα κυβερνητικά και άλλα όργανα) ή σε
προβλήματα που αφορούν τις γυναίκες ανεξάρτητα από την ταξική τους
τοποθέτηση, προβλήματα αναχρονιστικών καταλοίπων στις σχέσεις των δύο
φύλων, ως ιδέες και ως συμπεριφορά, π.χ. προκαταλήψεις για τον κοινωνικό
ρόλο των δύο φύλων, βία του άνδρα προς τη γυναίκα, σεξουαλική
παρενόχληση κλπ.
Όμως
σε όλη την πορεία ανάπτυξης κι εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος,
όπως και στον τομέα της οικονομίας έτσι και στον τομέα των ιδεών, της
νομοθεσίας, γενικότερα των θεσμών, ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, επέρχονται αλλαγές, αναπροσαρμογές, που αφορούν και στο πώς η
αστική πολιτική αναδεικνύει το γυναικείο ζήτημα. Ο ιδεολογικός και
πολιτικός πυρήνας (άρνηση της ταξικότητας του γυναικείου ζητήματος) δεν
αλλάζει. Προσαρμόζεται στις εξελίξεις, ενδύεται το μανδύα των λεγόμενων
αστικών εκσυγχρονιστικών ιδεών, πράγμα που το ζούμε ιδιαίτερα στην
καπιταλιστικά ανεπτυγμένη Ευρώπη. Σε ορισμένες συνθήκες, π.χ. της
μεγάλης οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου, στη δικτατορία του 1967 στην
Ελλάδα, στην πρώτη φάση ανάπτυξης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ στη
δεκαετία του 1980, αναβιώνουν οι πιο αντιδραστικές θεωρίες που
προτάσσουν τον ιδιαίτερο ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια με περιορισμό
του δικαιώματός της στην κοινωνική εργασία, χωρίς αναγνώριση της
συλλογικής, κρατικής κοινωνικής ευθύνης για την ικανοποίηση των αναγκών
που απορρέουν από τη μητρότητα. Γενικά, οι αστικές ιδέες
«εκμοντερνίζονται» ανάλογα με τις συγκυριακές ανάγκες του συστήματος για
την έκταση στη χρησιμοποίηση της γυναικείας εργατικής δύναμης, ανάλογα
με την ταξική πάλη και γενικότερα το συσχετισμό δυνάμεων. Ο καπιταλισμός
σε καμιά περίπτωση δεν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από το βασικό,
τη διαιώνιση της ανισότητας των δύο φύλων ως αναπόσπαστου στοιχείου της
ταξικής εκμετάλλευσης και του συστήματος των ιδεών που αναπτύσσεται σ’
αυτήν τη βάση.
Στην
ΕΕ, από τη δεκαετία του 1990 μετά από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, νέες
θεωρίες έχουν βγει στη δημοσιότητα, η θεωρία του συγκερασμού των
υποχρεώσεων της γυναίκας στην οικογένεια, τη μητρότητα και την εργασία,
ώστε να χρυσώσουν το χάπι της ανεργίας και κυρίως να περάσουν με
εργατική συναίνεση οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η εποχικότητα στην
απασχόληση. Κολακεύουν τη γυναικεία ιδιαιτερότητα κι ευαισθησία ωθώντας
τις γυναίκες στον εθελοντισμό, στα κοινωνικά προγράμματα της ιδιωτικής
φιλανθρωπίας για τους ανέργους, αστέγους, τα θύματα της φτώχειας κλπ.
Ωθούν
βίαια τις γυναίκες στην κακοπληρωμένη και μη πληρωμένη απασχόληση που
τάχα τους ταιριάζει, στο μαγείρεμα, στην περιποίηση των ανήμπορων,
αναπαράγοντας τα κλασικά πρότυπα που δικαιολογούσαν την άνιση αμοιβή της
γυναίκας, τη γενικότερη ανισοτιμία της, παρόλο που έχει θεσμοθετηθεί η
«ίση αμοιβή για ίση εργασία».
Σε
άλλη φάση, αλλά και σήμερα, στο όνομα της ισότητας παραγνωρίζονται
ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά που έχει η γυναίκα -πολλά από αυτά
συνδέονται με τη μητρότητα- και ωθείται σε εργασίες και συνθήκες
δουλειάς ανθυγιεινές.
Αυτές
που έχουν αντικειμενικά συμφέρον για την κατάργηση της ταξικής ρίζας
της φυλετικής ανισότητας είναι οι γυναίκες της εργατικής τάξης, καθώς κι
εκείνες των λαϊκών στρωμάτων, που αντικειμενικά έχουν συμφέρον από την
κατάργηση της εκμετάλλευσης, δηλαδή το σοσιαλισμό, το σύστημα που μπορεί
να εγγυηθεί την κοινωνική απελευθέρωση γενικά και ιδιαίτερα της
γυναίκας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Επιμελημένη γραπτή απόδοση διάλεξης του Τμήματος για την Ισοτιμία των Γυναικών της ΚΕ του ΚΚΕ στην Κομματική Σχολή της ΚΕ.
1. Διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Για το γυναικείο ζήτημα», ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2006, σελ. 10.
2. Φρ. Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 195-203.
3. Ό.π., σελ. 42-43, 50-51, 168-169.