Κι ύστερα από τη φωτιά στο Κ.Υ.Τ της Μόριας στη Λέσβο, πάνω από 12.000
άνθρωποι περνούν τη νύχτα στους δρόμους, κοιμούνται δίπλα σε κάδους
απορριμμάτων, ενώ μερικοί βρήκαν καταφύγιο για να περάσουν τη νύχτα στους
τάφους ενός νεκροταφείου. Ανίσχυροι, χωρίς καταφύγιο και φαγητό, μετά την
καταστροφή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που η ευρωπαϊκή φιλανθρωπία των ελληνικών κυβερνήσεων είχε μαντρώσει,
άρπαξαν τα παιδιά τους, βοήθησαν τους ηλικιωμένους τους, πήραν μαζί τους ό, τι
μπορούσαν να σώσουν και ετοιμάζονται ξανά για έναν νέο εφιάλτη.
Και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησής μας Στ. Πέτσας δεν έχασε την ευκαιρία από τη μια να εκφοβίσει, επαναλαμβάνοντας
λόγια του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, με τα γεγονότα στη Μόρια που «εγείρουν
σοβαρά ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ανθρωπισμού και προστασίας της δημόσιας
υγείας» και από την άλλη να στοχοποιήσει
αυτούς τους απόκληρους, λέγοντας πως «Κάποιοι δεν σέβονται τη χώρα που
τους φιλοξενεί».
Και στοιχισμένοι πίσω από την πολιτική ηγεσία, όλος ο συρφετός φιλελεύθερων, ακροδεξιών και φασιστών μεταφράζουν στο δικό τους λεξιλόγιο την
ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, που πίσω από τη γλωσσική συγκάλυψη, στην
εφαρμογή της είναι ρατσιστική και φασιστική.
Η σημερινή άνοδος εθνικιστικών και φασιστικών κομμάτων και των
αντιστοίχων αντιλήψεων, εν πολλοίς
βασίζεται στο ζήτημα της μετανάστευσης, που δεν εμφανίστηκε σ’ ένα αίθριο
ουρανό. Ακόμα και η μεταναστευτική κρίση του 2015, η οποία υπήρξε ένας ιδανικός πυροκροτητής για κάθε
είδους αντιδραστική προπαγάνδα, επωφελήθηκε στην ουσία σε μεγάλο βαθμό από την
πολιτική που ασκούνταν από τις ευρωπαϊκές αρχές εδώ και δεκαετίες.
Από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσεται μια κοινή
πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 με
τη μετατροπή ενός συνηθισμένου φαινομένου, της διεθνούς μετανάστευσης που η
έξαρσή του οφείλεται κυρίως στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, σε κίνδυνο από
τον οποίο πρέπει να προστατευθούμε. Κάποια παραδείγματα μηχανισμών ελέγχου, που ενισχύουν τα εξωτερικά
σύνορα, ξεκινούν ακόμα από τη δεκαετία του 1980. Η εισαγωγή, το 1986, της
υποχρέωσης θεώρησης για την είσοδο στο χώρο Σένγκεν για τους μη ευρωπαίους
πολίτες, το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS), η πρώτη πανευρωπαϊκή αστυνομική βάση δεδομένων, το οποίο
συγκεντρώνει εθνικές πληροφορίες σχετικά με τη διέλευση, την παράνομη διαμονή
και την παραβατικότητα των μεταναστών, η δημιουργία του αρχείου Eurodac το 2005
για την καταχώρηση δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο, η δημιουργία της
ευρωπαϊκής συνοριακής υπηρεσίας, της Frontex, το 2004 για τον συντονισμό των
επιχειρήσεων ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών, αλλά και η εγκαθίδρυση το 2015 Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης, (hotspot) στην Ιταλία και την Ελλάδα
για τον εντοπισμό και τη διαλογή των αιτούντων άσυλο, που ακολουθείται από τη
συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016, για επιστροφή των αιτουμένων άσυλο από την Ελλάδα
στην Τουρκία. Η Τουρκία με τη συμφωνία αυτή θεωρείται ασφαλής τρίτη χώρα και τα
Κ.Υ.Τ στα νησιά του Αιγαίου μετατρέπονται κυριολεκτικά σε κέντρα κράτησης. Και
γίνεται σαφές πως σε εθνικό και
ευρωπαϊκό επίπεδο η δραματοποίηση μιας μεταναστευτικής απειλής νομιμοποιεί τη
στεγανοποίηση των συνόρων, την έξαρση της καταστολής για την αντιμετώπιση της
ασφάλειας, αφήνοντας ανοικτή την πόρτα στον εθνικισμό της ταυτότητας
Κι αν με τη συμφωνία του Σένγκεν του 1985,
δημιουργήθηκε ένας κοινός χώρος ο οποίος
περιλαμβάνει τώρα 29 ευρωπαϊκές χώρες χωρίς ελέγχους στα σύνορα, με τους
περίφημους κανονισμούς Δουβλίνου I,II,II ορίζονται τα κριτήρια για τον
προσδιορισμό του αρμόδιου κράτους, που είναι όμως μόνο ένα κράτος μέλος, όσον
αφορά την εξέταση αίτησης ασύλου. Σύμφωνα μ’ αυτήν μπορεί ένας πρόσφυγας να ζητήσει άσυλο μόνο
στη χώρα εισόδου. Αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων
αναγκάζεται να εγκατασταθεί στις φτωχότερες χώρες κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου,
δηλαδή στην Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ οι πλουσιότερες βόρειες χώρες όπως η
Γερμανία και η Αυστρία εξασφαλίζουν έτσι de facto μιαν ασπίδα. Οι κανόνες της
ΕΕ απαιτούν ομοφωνία για την αλλαγή τέτοιων συμφωνιών κι επομένως οι
υποκριτικές προσπάθειες των ηγετών της Ε.Ε
να κάνουν όλα τα κράτη μέλη να αποδεχθούν ένα δίκαιο μερίδιο προσφύγων
αποτυγχάνουν. Εξάλλου, επειδή η επίσημη πολιτική της Ε.Ε δεν θέλει να φαίνεται
πως παίζει το παιχνίδι της άκρας δεξιάς και του φασισμού, αναγκάζεται σε ένα
θεωρητικό επίπεδο να ευθυγραμμιστεί ο λόγος της με έναν γενικό και αφηρημένο
ανθρωπισμό, που συγχρόνως τη βοηθά να αποκρύψει την περιοριστική και κατασταλτική
πολιτική που ακολουθείται εδώ και χρόνια και των θεμελίων τους που τη
στηρίζουν.
Μοιάζει λοιπόν χωρίς σημασία να προσπαθούμε να
διακρίνουμε ποια από τις φιλελεύθερες ή εθνικιστικές κυβερνήσεις θα
αντιμετωπίσουν με περισσότερο ή λιγότερο ανθρωπισμό το πιο σκληρό θέμα της
μετανάστευσης. Αντίθετα, χρειάζεται να κατανοήσουμε και να αναλύσουμε σε ποια
συμφέροντα βασίζονται αυτές οι υπερβολικές προσφορές ασφάλειας από την απειλή
των ρακένδυτων που όλοι μας υπόσχονται.
Πίσω από τις μεταναστευτικές ροές βρίσκεται ο ρόλος
του ιμπεριαλισμού και οι μεγαλύτερες πηγές μετανάστευσης στην Ευρώπη είναι
ακριβώς οι χώρες που υπέστησαν ιμπεριαλιστική καταπίεση τις τελευταίες
δεκαετίες. Οι χώρες που φιλοξενούν πρόσφυγες, συχνά τους χρησιμοποιούν για πιο ευέλικτη ή επισφαλή εργασία, για
μείωση των μισθών και περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στην ουσία
διαμορφώνεται μια εργατική τάξη όλο και περισσότερο διεθνής στη σύνθεση και την
εμβέλειά της. Και ενώ κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης οι συνθήκες
εργασίας και οι ζωές μεταξύ γηγενών και μεταναστών ταυτίζονται όλο και
περισσότερο, η αστική τάξη επιβάλλει ανεπαισθήτως, αλλά αποφασιστικά, θεσμοποιημένα
τον ρατσισμό και επιδιώκει να προσθέτει συνεχώς, για να επισκιάζουν την ταξική, νέες ανισότητες,
εθνικής και θρησκευτικής βάσης, προκειμένου να αποδυναμωθεί ο κοινός αγώνας για τη χειραφέτηση των εργαζομένων.
Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο,
και τη χώρα μας, λειτούργησε σαν καταλύτης, και όχι σαν αιτία, για την ανάδειξη
της ιδεολογικής και πολιτικής χρεοκοπίας της. Οι υποτιθέμενες αξίες του
διαφωτισμού και ανθρωπισμού φάνηκαν ψεύτικες, υποκριτικές όταν ήρθαν
αντιμέτωπες με την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού και των
συνεπειών των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Η μετατροπή της Ευρώπης σε φρούριο,
για να αποτραπεί η είσοδος στους ρακένδυτους
που η ίδια δημιούργησε, ανέδειξε ευτελείς ανθρώπους σε υπεύθυνες θέσεις, έκανε αποδεκτή κάθε φωνή μίσους
και ανεκτή εγκληματικές συμπεριφορές με το πρόσχημα της ασφάλειας.