-Θυμάσαι ρε συ τον τάδε που ήταν
παλιά στην όβα μας;
-Ε ναι, γιατί τι έγινε;
-Ε τον πέτυχα τις προάλλες και
μου είπε πως σκέφτεται να το ρίξει στους άλλους.
-Ποιος ρε συ, ο τάδε;
Αποκλείεται. Αφού μας την έβγαινε κριτικά από τα αριστερά.
-Κι όμως.
Μέχρι
που συναντάς κι εσύ τον τάδε ή τον αντίστοιχο δείνα και βεβαιώνεσαι πως έτσι
έχουν τα πράγματα. Και έτσι γκρεμίζεται μέσα σου η αφελής σιγουριά πως εσύ δεν
έχεις στο δικό σου κύκλο κάποιους από τις διαρροές του ιούνη, που φτάσαμε στο
4,5%. Αυτά συμβαίνουν αλλού, σε κάποιους τρίτους, μακριά από εδώ, που δεν τους
ξέρεις, που δεν τους ήξερε το κόμμα, να τους μιλήσει και να τους μεταπείσει.
Ναι αλλά κάπως φτάσαμε στο 4,5%. Και στατιστικά δηλ να το πάρεις, δε γίνεται να
είσαι εσύ η μόνη εξαίρεση και να μην ξέρεις κανέναν, γύρω-γύρω κυριακή και στη
μέση σάββατο. Αν είναι έτσι και μας ψήφισαν όλοι οι γνωστοί μας, να αρχίσουμε
τότε να κοιτιόμαστε μεταξύ μας.
Μήπως
εσύ σύντροφε αναγνώστη;
Κι
αρχίζεις λοιπόν μαζί του την κουβέντα, να φωτίσεις τις αιτίες που τον άφησαν
μισό κι αγνώριστο σε σχέση με την εικόνα που είχες κρατήσει. Νομίζεις πως είσαι
πιο διαλλακτικός από το μέσο όρο και θα τη βρείτε την άκρη. Κάνεις το λάθος να
του δώσεις κι έναν πόντο δίκιο στην αρχή, να τον καλοπιάσεις κι ύστερα τρέχεις
και δε φτάνεις, κυνηγώντας στον κατήφορο την πικρία που ξεχειλίζει. Για τον
αυτόν που έκανε αυτό και για εκείνον που έκανε το άλλο, για έναν τρίτο που δεν
του μίλησε ή του μίλησε άσχημα και καλύτερα να μην του μιλούσε, γιατί τώρα σίγουρα
δε θα ξαναμιλήσουν, και ίσως να έχει κάποια δίκια και αυτός, αλλά πού να τα
βρει, δεν ξέρεις και την άλλη πλευρά και δε θες να κάνεις το διαιτητή. Κι άντε
να συμφωνήσεις για το ένα αλλά τι να κάνουμε τώρα, συμβαίνουν αυτά αλλά είναι η
εξαίρεση στον κανόνα.
-Μα αφού
ρε συ αυτοί προωθούνται στα όργανα, ο τάδε κι οι όμοιοί του, δεν το βλέπεις;
Όχι δεν
το βλέπεις και δεν έχεις άποψη. Κι αν ακόμα υποθέσουμε πως ο χι-ψι είναι
σκάρτος, εμείς γιατί είμαστε καλύτεροι δηλ; Το θέμα εξάλλου είναι να μάθουμε
όλοι από τις βλακείες μας, κι εμείς κι αυτός, να γινόμαστε καλύτεροι, να
ωριμάζουμε, μα μη μένουμε στάσιμοι. Κι η οργάνωση είναι μεγάλο σχολείο για να
μένεις συνέχεια στην ίδια τάξη. Κι έχει στις τάξεις της τα καλύτερα παιδιά, τα
πιο εργατικά και φιλότιμα κι αριστούχους μαθητές από την καλύτερη τάξη: την
εργατική.
Σε
τελική ανάλυση, αν υπάρχει ένα πλεονέκτημα σε αυτό, όταν παύεις να είσαι
οργανωμένος, είναι πως γλιτώνεις τα βάρη και τα ζόρια της οργανωμένης ζωής και
δράσης –που τόσο σου λείπει καμιά φορά τον πρώτο καιρό. Όχι από τον τάδε και το
δείνα αλλά απ’ την πίεση και την καθημερινή τριβή, που φέρνει φθορά και γκρίνια
πολλές φορές, αν δε νικήσει η συντροφικότητα. Και τότε μπορείς να το δεις το
πράγμα από κάποια απόσταση, με καθαρό μυαλό και να τους αγαπήσεις όλους, με τα
στραβά τους και τις αδυναμίες τους –και ποιος δεν έχει κουσούρια, στο
κάτω-κάτω;
Κι ύστερα
περνάμε στο πολιτικό κομμάτι, όπου καραφλιάζεις δικέ μου.. Είναι δυνατόν να στα
λέει αυτά κάποιος που ήταν παλιότερα οργανωμένος; Όλη η σαβούρα και η προπαγάνδα
των καναλιών συμπυκνωμένη σε κλισέ ατάκες και συνθήματα, «Το κουκουέ δε θέλει να κυβερνήσει…», «μα αφού δεν κάνει συνεργασίες..»,
«αυτούς δεν τους έχουμε δοκιμάσει..»! Κάθε καινούρια φράση και κεραμίδα. Όλα τα
τυποποιημένα επιχειρήματα, στα οποία απαντούσαμε μαζί τόσα χρόνια στα αμφιθέατρα,
να έρχεται να στα λέει τώρα ένας παλιός σύντροφος, λες και διέγραψε τα πάντα από
το μυαλό του και βάρεσε επανεκκίνηση από το μηδέν.
-Πλάκα
μου κάνεις έτσι;
Και τότε
ξεσπάει και σου λέει πως κι εσύ είσαι κολλημένος σαν τους άλλους. Ε ναι ρε
τσιμπητέ, αν αυτό είναι το δικό σου «ξεκόλλα»,
χίλιες φορές να είμαι κολλημένος κι ας με τσουβαλιάζεις με όποιον θες, σύντροφος
είναι στην τελική, δεν πέρασε με τους άλλους. Έλα να μου γκρινιάξεις όσο θες,
για ό,τι θες, αρκεί να συμφωνούμε πως το κόμμα, με τα καλά του και τα στραβά
του –ας μη μαλώσουμε τώρα στην αναλογία- είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει, βασικά το
μοναδικό στήριγμα που έχουμε. Αν δεν ξεκινάμε και δεν καταλήγουμε σε αυτό, άστο
καλύτερα, πες μου για κάτι άλλο, γκομενικά, αθλητικά, ό,τι θες.
Σκέψου
το λίγο κι από την πλευρά του οργανωμένου συντρόφου. Αν γίνεται καμιά φορά
φορτικός είναι γιατί έχει δέκα λεπτά κήρυγμα, μία ώρα το πολύ να σου μιλήσει
και να χωρέσει όσα θέλει να σου πει. Ενώ τις υπόλοιπες 23 είσαι έκθετος στη
συστημική προπαγάνδα, άμεση ή έμμεση, και τους φορείς της, έμμισθους ή άμισθους,
συνειδητούς ή μη, που σου υπαγορεύουν άλλη νοοτροπία κι ιδέες. Και από την άλλη
ο μέσος σφος που έτρεχε αυτόν τον καιρό 23 ώρες τη μέρα, ακόμα και στον ύπνο
του που λέει ο λόγος, και πιέζεται κι αγχώνεται, θέλει κι αυτός μια ώρα για τον
εαυτό του, να δει δυο άλλους συντρόφους, να πουν τρεις κουβέντες, να αναλύσουν
τα πράγματα, να αναπαράγει το πολιτικό του είδος με άλλα λόγια και να ξέρει πως
το δίκιο είναι με το μέρος μας –όχι μεταφυσικά, αλλά να μην χρειάζεται να πείσει
κανέναν γι’ αυτό. Ξέρεις πόσο ιερή είναι αυτή η μία ώρα, για να πας να του τη
γεμίζεις με βλακείες και με αυτά που ακούει τις υπόλοιπες 23;
Θα μου
πεις πως η συνείδηση είναι περίεργο πράγμα, που προχωρά και πισωγυρίζει και δεν
μπορούμε να έχουμε τίποτα ως δεδομένο, ούτε και για εμάς τους ίδιους. Ναι αλλά
υπάρχουν ξέρεις πισωγυρίσματα και πισωγυρίσματα. Εγώ μπορώ να καταλάβω να
πικραθείς από διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις, να ραγίσεις το γυαλί και να μην
ξανακολλάει, να μας ψηφίζεις με μισή καρδιά ή να μη σου είναι εύκολο να απεργήσεις.
Αλλά όχι να περάσεις στην απέναντι όχθη, με το πασόκ και τα γενόσημά του. Να
ξεψειρίζεις δηλ το δικό μας αλεύρι για να το βγάλεις σκάρτο και ύστερα να
θεωρητικοποιήσεις το βόλεμά σου και να προτιμάς τα πίτουρα και τις κότες. Όχι και
να φτύνεις το παρελθόν σου και να μη σου έχει μείνει τίποτα από τόσα χρόνια
στην οργάνωση, σα να πέρασες και να μην ακούμπησες.
Άλλωστε είναι
και ζήτημα (όχι ηθικό, αξιοπρέπειας, αλλά) λογικής σε τελική ανάλυση να παραμένεις
στοιχειωδώς συνεπής σε όσα έλεγες κάποτε. Εκτός και αν τα θεωρείς πια νεανική
τρέλα, κατάλληλη για το ανέμελο φοιτηταριάτο, που δεν βγήκε ακόμα στην αγορά
εργασίας να δουλέψει κι όχι για τους ενήλικες εργαζόμενους ή άνεργους που δεν έχουν
στον ήλιο μοίρα. Αλλά πόση φιλοσοφική αφαίρεση να κάνει κι ο σύντροφος, όταν
σου βγαίνει αυθόρμητα τόσο φόλα αντικουκουέ αντανακλαστικό;
Σκέφτομαι
λοιπόν τη γενιά μας, που ξεκίνησε ελπιδοφόρα με τον αρσένη και τη γιουγκοσλαβία
και κάνω νοερά ένα προσκλητήριο ζωντανών-νεκρών: πόσοι ήμασταν, πόσοι μείναμε,
πόσοι είναι ακόμα οργανωμένοι, πόσοι κοντά στο κόμμα. Τι απέγινε όλος αυτός ο κόσμος;
Τι ψηφίζει σήμερα; Μήπως φταίμε κάπου κι εμείς που τους παρατήσαμε και χάσαμε
επαφές μαζί τους; Και φταίει άραγε η παλιά γραμμή, που στρατολογούσε «αβέρτα κι
άκριτα», διαμορφώνοντας «δυσλειτουργικές οργανωτικές με σφους φαντάσματα»; Ή πιο
καινούρια, που «στένεψε τα κριτήρια» για όσους «είχαν κάνει κάποτε ένα πρώτο βήμα
στις συνειδήσεις τους» κι έδρασαν μέσα από τις γραμμές μας; Μεγάλη κουβέντα και
δεν μπορεί να γίνει εδώ μάλλον.
Και τα δύο
μπορεί. Ή βασικά τίποτα από τα δύο. Γιατί πάνω απ’ όλα, από γραμμές και τακτικές,
υπάρχει κι η ατομική ευθύνη. Ο καθένας μας είναι μεγάλο παιδί κι έχει την ευθύνη
των (μη) πράξεών του. Και εγώ προσωπικά δεν μπορώ να το παίξω αποστασιοποιημένος
και ανώτερος. Δε δικαιολογώ κανέναν που είχε καταλάβει κάποτε πέντε πράγματα
στη ζωή του, να κάνει σήμερα κωλοτούμπες, τάχα πως δεν καταλαβαίνει πια και να
γίνεται (όχι σύντροφος) φάντασμα (αλλά) του αλλοτινού του εαυτού, που πλανάται
πλάνην οικτράν και πάνω από την ευρώπη.
-Σύντροφέ μου σε γέλασαν. Μη γίνεις
κι εσύ φάντασμα του εαυτού σου. Είναι θέμα αξιοπρέπειας και λογικής πάνω απ’ όλα..