Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στις έρευνες των σοβιετικών
ψυχολόγων για τις διαφορές των δύο φύλων, το βιολογικό και το κοινωνικό
τους υπόβαθρο, δημοσιεύοντας μεταφρασμένο το πέμπτο μέρος του σχετικού
κεφαλαίου από το βιβλίο της Lynne Atwood, και τις αναζητήσεις της A. Y.
Varga.
O Zakharov,
όπως έχουμε σημειώσει,
υποστηρίζει κάποιες από τις δυτικές θεωρίες για την ανάπτυξη των
ψυχολογικών διαφορών μεταξύ των δύο φύλων. Το ίδιο πράττει η Α.
Y.
Varga.
Σε ένα σύντομο άρθρο ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια υπογραμμίζει το
αντικείμενο των ψυχολογικών διαφορών των δύο φύλων ως προκαταρκτικό βήμα
προς τη μελέτη (που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε) της ταύτισης με τους γονείς
ως παράγοντα διαμόρφωσης του ψυχολογικού φύλου. Η
Varga
υποστηρίζει ότι οι αρσενικές και θηλυκές προσωπικότητες παράγονται
πολιτισμικά και διαφέρουν ανάλογα με τις διαφορετικές πολιτισμικές
συνθήκες. Είναι εξοικειωμένη με τη δουλειά μιας σειράς Δυτικών
θεωρητικών, παρότι αυτή είναι αρκετές φορές παλαιά. Η προσέγγιση του
Φρόυντ στις φυλετικές διαφορές συζητείται μα απορρίπτεται, κυρίως λόγω
της έμφασής του στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα κατά τη διάρκεια της ταύτισης.
Η Varga αναγνωρίζει την
γνωστική-εξελικτική προσέγγιση, που βλέπει το παιδί ως ενεργό υποκείμενο
της ίδιας του της κοινωνικοποίησης. Ωστόσο δεν το θεωρεί αυτό ως το
βασικό παράγοντα της φυλετικά στερεότυπης συμπεριφοράς. Αντιθέτως,
κλίνει προς μια θεωρία κοινωνικής μάθησης. Η ίδια βλέπει μίμηση του
γονέα του ίδιου φύλου και την διαφοροποιημένη συμπεριφορά των γονέων στα
αρσενικά και θηλυκά παιδιά, ως τους βασικούς παράγοντες στην ανάπτυξη
της ταύτισης με τους φυλετικούς ρόλους.
Η Varga βρίσκει υποστήριξη στις απόψεις της στο έργο της ανθρωπολόγου Margaret Mead,
της οποίας η μελέτη του 1935 πάνω στις παραλλαγές της αντρικής και
γυναικείας συμπεριφοράς μεταξύ διαφορετικών φυλών της Νέας Γουινέας την
έπεισαν ότι οι διαφορές κατά φύλο στην προσωπικότητα είναι “πολιτισμικά
δημιουργήματα στη βάση των οποίων εκπαιδεύεται κάθε γενιά, ανδρών και
γυναικών”. Αναφέρεται επίσης σε μελέτες που έγιναν στη Δύση με
ερμαφρόδιτους, που έδειξαν ότι μια διακριτή αρσενική ή θηλυκή ταυτότητα
μπορεί να αναπτυχθεί σε αντίθεση με το υπάρχον βιολογικό φύλο. Επίσης
αποδέχεται τον ισχυρισμό δυτικών γιατρών που εργάζονται στον τομέα, πως
το κοινωνικό φύλο σταθεροποιείται αμετάκλητα στην πρώιμη παιδική ηλικία
(η ίδια θέτει το όριο των τριών ετών). Περιέργως, παρότι γνωρίζει το
έργο του Α.Ι Belkin […] , δεν κάνει αναφορά
στο γεγονός πως ο ίδιος ισχυρίζεται πως έκανε πετυχημένες διορθώσεις
φύλου σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες -κάτι που, κατά την οπτική της Varga, θα έπρεπε να είναι αδύνατον.
Η Varga επίσης γνωρίζει το έργο των Αμερικανών ψυχολόγων Elinor Maccoby και Carol Jacklin,
στους οποίους πολλές δυτικές φεμινίστριες συγγραφείς αναγνωρίζουν
μεγάλη οφειλή. Μετά τη σύγκρισι αποτελεσμάτων πάνω από 2000 ερευνών πάνω
σε υποτιθέμενες φυλετικές διαφορές, συμπέραναν πως πολλές τέτοιες
διαφορές είναι μύθοι που δεν έχουν καμία βάση στην πραγματικότητα της
αρσενικής και θηλυκής συμπεριφοράς, κι όσες έχουν, σπάνια έχουν
οποιαδήποτε βιολογική βάση.
Δεδομένων των δυτικών έργων που έχουν επηρεάσει τη Varga,
τα σχόλιά της σχετικά με τη χρησιμότητα της δικής της έρευνας έχουν
ξεχωριστό ενδιαφέρον. Είναι ιδιαίτερα επίκαιρη στην παρούσα φάση,
ισχυρίζεται, δεδομένων των προβλημάτων σχετικά με την επιτυχημένη
φυλετική ανατροφή των παιδιών και την οργάνωση ψυχολογικής
συμβουλευτικής με τους γονείς. Ενώ κάποιες από τις ιδέες στις οποίες
αναφέρεται έχουν προταθεί στη Δύση ως πρόκληση των υπαρχόντων φυλετικών
στερεοτύπων περί ρόλων (π.χ η ψυχολογική φυλετική ουδετερότητα του
νεογέννητου βρέφους, η ανάπτυξη της φυλετικής ταυτότητας μέσω μίμησης
των γονέων, η διαφοροποιημένη γονεϊκή ενίσχυση της αρσενικής και θηλυκής
συμπεριφοράς), η Varga μοιάζει να υπονοεί πως επίσης θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια πιο επιτυχημένη καλλιέργεια αυτών των στερεοτύπων.
(Συνεχίζεται…)