Το παραμύθι του «τέλους των μνημονίων»
και της «επιστροφής στην κανονικότητα» εμπλουτίζεται από την κυβέρνηση
με την προπαγάνδιση των σχεδιασμών της για αύξηση του κατώτατου μισθού
μετά τον Αύγουστο του 2018. Μιλάνε μάλιστα για σταδιακή αύξηση σε
δόσεις, μέχρι και το 2022, χωρίς να ορίζουν τον τελικό μισθό.
Ετσι,
μετά την ομιλία της υπουργού Εργασίας στο «Economist», ήρθε και η
επίσκεψή της στην Πορτογαλία, όπου συναντήθηκε με τον εκεί ομόλογό της,
για να πάρει «τεχνογνωσία» γύρω από τα Εργασιακά, μιας και η κυβέρνηση
παρουσιάζει ως «δυνατό χαρτί» τη σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού
στην Πορτογαλία, μετά τη λήξη του εκεί μνημονίου, κάτι που (όπως
διαχέει) φιλοδοξεί να αντιγράψει.
Η κυβέρνηση καλλιεργεί την
ψευδαίσθηση ότι το τέλος των μνημονίων σημαίνει την αρχή μιας πορείας
ανάκτησης των απωλειών για τους εργαζόμενους και κατάργησης της
αντεργατικής νομοθεσίας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική.
Κανένας «μνημονιακός» νόμος δεν πρόκειται να καταργηθεί μετά τον
Αύγουστο του 2018, ενώ και η υποσχόμενη από την κυβέρνηση αύξηση του
κατώτερου μισθού, όποτε κι αν γίνει, θα γίνει με νόμο που ψηφίστηκε
επίσης στο πλαίσιο των μνημονίων.
Αλλωστε, με τη δεύτερη
«αξιολόγηση» του δικού της μνημονίου, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι δεν θα
κουνήσει ρούπι από τη σημερινή αντεργατική νομοθεσία, καθιστώντας την
μόνιμη και όχι προσωρινή, όπως μέχρι πρόσφατα προσπαθούσε να την
παρουσιάσει.
***
Σε ό,τι αφορά τον κατώτερο μισθό, ο νόμος 4172/2013
(γνωστός ως «νόμος Βρούτση») προβλέπει τον καθορισμό του με απόφαση της
κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα μιας διαδικασίας
«διαβούλευσης» των «κοινωνικών εταίρων», με την «τεχνική υποστήριξη»
μιας σειράς «εμπειρογνωμόνων». Τα κριτήρια με τα οποία η επιτροπή θα
διαμορφώνει την πρότασή της είναι επίσης δεδομένα και αφορούν στην
παραγωγικότητα της εργασίας, στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και πάει
λέγοντας.
Σε κάθε περίπτωση, πάει πολύ η κυβέρνηση να κοκορεύεται
ότι θα δώσει κάποιες αυξήσεις στον κατώτερο μισθό, σε συμφωνία πάντα με
τους δανειστές, όταν το λαϊκό εισόδημα έχει καταποντιστεί στα χρόνια της
κρίσης. Οταν μέσα σε μια νύχτα, με την ΠΥΣ 6/2012 και τη θεσμοθέτηση
του «υποκατώτατου μισθού», ο κατώτερος μισθός τσεκουρώθηκε κατά 22% και
32%, για τους πάνω και κάτω των 25 ετών αντίστοιχα. Για να μη μιλήσει
κανείς για τον κατακερματισμό των εργασιακών σχέσεων, που απογειώθηκε
την περίοδο της κρίσης, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι χιλιάδες οι
εργαζόμενοι που αμείβονται με μισθό κατώτερο και από τα 586 και 511 ευρώ
μεικτά, όπως προβλέπει η κατάπτυστη ΠΥΣ.
Σημειωτέον ότι η
κυβέρνηση δεν δεσμεύεται για κατάργηση του υποκατώτερου μισθού και
βέβαια υπόσχεται στους εργοδότες ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά
εργασίας, που σημαίνει ότι πολλοί εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να
αμείβονται με μισθό μικρότερο του κατώτερου, σε όποιο ύψος κι αν
διαμορφωθεί. Χώρια που ετοιμάζεται να ρίξει ακόμα χαμηλότερα το
αφορολόγητο όριο από το 2020 (ή και νωρίτερα), που σημαίνει παραπέρα
αφαίμαξη του εισοδήματος της λαϊκής οικογένειας.
Παράλληλα, η
κυβέρνηση καλλιεργεί την αντίληψη ότι οι αυξήσεις στα μεροκάματα και
στους μισθούς θα έρθουν από τη στήριξη των στόχων του κεφαλαίου για
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του. Στόχος τους
είναι δηλαδή να στοιχίσουν τους εργαζόμενους στην πολιτική που βαθαίνει
συνολικά την εκμετάλλευση στους χώρους δουλειάς και χτυπάει τα λαϊκά
στρώματα, με την προσδοκία ότι κάτι θα «τσιμπήσουν» και οι μισθοί, μετά
από 10 χρόνια απωλειών και κατρακύλας.
***
Συνεπώς, όσο κι αν προσπαθεί η κυβέρνηση να παρουσιάζει
τις όποιες παρεμβάσεις σχεδιάζει ως «επιστροφή στην κανονικότητα», στην
πραγματικότητα είναι παρεμβάσεις μονιμοποίησης και επέκτασης της
αντεργατικής βαρβαρότητας.
Ο δρόμος για τους εργαζόμενους δεν
είναι ούτε η ανοχή στη σημερινή άθλια κατάσταση, ούτε η απατηλή προσμονή
ότι κάτι καλό θα προκύψει από τη συνεννόηση ανάμεσα στην κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, τους εργοδότες και τους συνδικαλιστές τους. Αλλωστε, στη
φιέστα που διοργάνωσαν πρόσφατα, με θέμα το «αναπτυξιακό σχέδιο» της
χώρας, απέδειξαν ότι μοναδικό (κοινό) τους μέλημα είναι η ανάκαμψη της
καπιταλιστικής κερδοφορίας, που προϋποθέτει παραπέρα τσάκισμα των
εργαζομένων και του λαού.
Η απάντηση βρίσκεται στην οργάνωση του
αγώνα μέσα από τα σωματεία στους χώρους δουλειάς, για αυξήσεις στους
μισθούς και βελτίωση των όρων εργασίας, κανένας εργαζόμενος με μισθό
μικρότερο από 751, όπως καταγράφηκε και στην πρόταση νόμου που κατέθεσαν
στη Βουλή πάνω από 500 συνδικαλιστικές οργανώσεις, ζητώντας την πλήρη
επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων και των μισθών.
Απέναντι στους
αντεργατικούς σχεδιασμούς του κεφαλαίου, διέξοδο μπορεί να δώσει μόνο η
πάλη για τις σύγχρονες ανάγκες, με κριτήριο τον πλούτο που παράγουν οι
εργαζόμενοι και όχι τις «αντοχές» και την ανταγωνιστικότητα των
καπιταλιστών.