Εάν κληθεί
να αναλύσει κανείς τις σύγχρονες μορφές αντικομμουνισμού, μπορεί να διακρίνει
δυο βασικές κατηγορίες εκδήλωσής του: τον ανοιχτό και το συγκαλυμμένο. Εκτός απ’
τον πατροπαράδοτο, αιμοσταγή
αντικομμουνισμό, κατευθείαν από την εποχή του χωροφύλακα και της επταετίας, αν
όχι από αυτήν των εκτελέσεων και του παρθενώνα της μακρονήσου, υπάρχει κι αυτός
που εκδηλώνεται με το βαμβάκι, για να σκουπίσει τα αίματα της πρώτης κατηγορίας
και να τη βγάλει καθαρή το σύστημα, χωρίς λερωμένα νύχια –κι ας κυλιέται
ολόκληρο μες στο βούρκο.
Υπάρχει
δηλ ο κακός μπάτσος, με την εμφυλιοπολεμική ρητορική και την χρυσή αυγή ως λαγό
και προμετωπίδα του. Με τη μακαρθική υστερία (σε διεθνή κλίμακα) που ουδέποτε
υποχώρησε και τη «δημοκρατική εε» που στηρίζει την απαγόρευση των
κομμουνιστικών κομμάτων και των –ζωντανών ακόμα σε πολλές συνειδήσεις και
μνήμες- συμβόλων τους, προωθώντας παράλληλα την εξίσωση του κομμουνισμού με το
ναζισμό, για να αθωώσει ιστορικά τον τελευταίο.
Και υπάρχει
ως συμπλήρωμά του ο «καλός μπάτσος» με τις «δημοκρατικές ευαισθησίες». Η άλλη
όψη του νομίσματος, που δίνει άλλοθι σε όλα τα παραπάνω. Ο κοσμοπολίτικος
ραγιαδισμός πλάι στον ‘εθνικό’ αντικομμουνισμό της φουστανέλας και των
γερμανοτσολιάδων –για να θυμηθούμε και την χτεσινή επέτειο. Υπάρχει ο
αντικομμουνισμός ορισμένων πρώην, που ξεπερνάνε σε λύσσα και τα παραληρήματα
του άδωνη, αξιοποιώντας στον «αγώνα» τους κάθε θάνατο συντρόφου που δεν μπορεί
να μιλήσει για να διαχωρίσει τη θέση του –τι και αν το είχε ήδη κάνει, εν ζωή,
με τις πράξεις του και την κομματικότητά του. Και ο αντικομμουνισμός κάποιων
που δηλώνουν γνήσιοι κομμουνιστές, για να καταλήξουν να δυσφημούν την έννοια
και τα ιδανικά στα οποία αναφέρεται –με πιο κλασικό παράδειγμα τον ηγέτη της διάλυσης
της σοβιετικής ένωσης, μιχαήλ γκορμπατσόφ.
Βλέποντας
προχτές το βράδυ πολιτικές εκπομπές δημόσιου λόγου, δυσκολευόσουν αρκετά να
βρεις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη και να ξεχωρίσεις ποιο από τα
δύο είναι πιο επικίνδυνο.
Η ακροδεξιά
κυβέρνηση που ξέθαψε το (φωτιά και) τσεκούρι του αβέρωφ από τον εμφύλιο,
αφήνοντας πίσω την καραμανλική τακτική της μειλίχιας απαξίωσης του αντιπάλου
διά του σεβασμού και του ηθικού πλεονεκτήματος –«σέβομαι τους αγώνες και τις απόψεις
του κουκουέ... αλλά διαφωνώ κάθετα...» και πάμε παρακάτω στον επόμενο;
Που έχει
ευρείς πολιτικούς ορίζοντες κι αν μη τι άλλο πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα,
συγκεντρώνοντας στις τάξεις της στελέχη σαν τον περήφανο αντικομμουνιστή
μπαλτάκο, μέχρι το φαήλο και τον άδωνη, που σιχαίνεται τους κομμουνιστές;
(Παλιότερα ο μπουμπούκος είχε πει ότι σιχαίνεται και το μνημόνιο, που το ψήφισε
βέβαια· δεν αποκλείεται, με το ίδιο σκεπτικό, να είναι κρυφοκομμουνιστής και να
ψηφίζει τελικά το κόμμα)
|
Του Πάνου Ζάχαρη από το Ποντίκι |
Που επιστρατεύει
συστηματικά τη σοβιετολογία, κάθε φορά που τα βρίσκει σκούρα στην πολιτική
αντιπαράθεση, πετώντας την μπάλα στην κερκίδα; Κι είναι ένα ζήτημα αν οι δικοί μας
εκπρόσωποι, πρέπει να απαντάνε, παίζοντας όμως έτσι το παιχνίδι της, ή να το
αφήνουν να πέσει κάτω –κι αυτό να εκληφθεί ως αδυναμία απάντησης.
Που ωστόσο
είναι ευθέως και ανυπόκριτα χυδαία και δεν παύει να γίνεται γραφική, παρέχοντας
άφθονο υλικό για τα βιντεάκια της ελληνοφρένειας; (Ο μιχελάκης προχτές πχ έθεσε
αρκετά ψηλά τον πήχη της γραφικότητας, κάνοντας λόγο σε κάποια φάση για την
εξέγερση της βαρσοβίας (;) και τα πέντε εκατομμύρια θύματα του στάλιν,
προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή χάλυβα! Δεν είναι πλέον μόνο η πλειοδοσία κι
η... άμιλλα που αναπτύσσεται στα πλαίσια της σταλινολογίας -έχω 5 μύρια από το
μιχελάκη, ακούω άλλη προσφορά; 5 εκατομμύρια ένα... 5 εκατομμύρια δύο...- αλλά
κι ο γραφικός ζήλος στη δημιουργία καινούριων ευφάνταστων μύθων, που προδίδουν
αν μη τι άλλο την άγνοια και τη σύγχυση του λασποβόλου. Αλλά όσο πιο σίγουρος
ακούγεται, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να φανεί πειστικός στο κοινό του).
Ή μήπως
από την άλλη ο βελούδινος αντικομμουνισμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Με το
στάθη στον ενικό να δηλώνει κομμουνιστής αλλά να αδυνατεί να αρθρώσει πειστικό
αντίλογο στον κεκράκτη άδωνη –ως κι ο χατζηνικολάου, έκανε αντιπαράθεση με
καλύτερους όρους. Κι ο αριστερός κατρούγκαλος, που σπάει πονηρά δια της πλαγίας
οδού το εμπάργκο του σύριζα στην ανατροπή του πρετεντέρη, κι έκρινε σκόπιμο να
πάρει εργολαβία την υπεράσπιση της τσογλάνικης αντίδρασης του τσίπρα στο γνωστό
περιστατικό με τον κασιδιάρη, τη δούρου και την κανέλλη.
Αφού δείτε εδώ το βίντεο με το επίμαχο απόσπασμα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ και μια πολύ καλή
προσέγγιση του plagal
στο ζήτημα.
Το χειρότερο
πάντως κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο κατρούγκαλος προσπαθεί να στοχοποιήσει
την κανέλλη φέρνοντάς την σε αντιπαράθεση με το αριστερό ήθος, το ήθος του κκε
και τους μπολσεβίκους, για να του απαντήσει πολύ εύστοχα η λιάνα πως δεν έχει
φτάσει στο σημείο να είναι μπολσεβίκα. Μιας και αναφέρθηκε πάντως, καλό θα ήταν
για τον κατρούγκαλο να ξαναφρεσκάρει τις γνώσεις του για το γραπτό έργο του
λένιν και να θυμηθεί τι όρους χρησιμοποιούσε ο βλαδίμηρος για το λακέ της αστικής
τάξης κάουτσκι και για άλλους πολιτικούς προγόνους του σύριζα.
Στη συνέχεια
βέβαια απαντά και ο ίδιος πολύ σωστά στο μιχελάκη πως δεν υπάρχει μία μόνη
ηθική και πως το ήθος της αριστεράς στην χώρα αυτή διαφέρει ποιοτικά. Μόνο που
στην προκείμενη, η δική του στάση παραπέμπει απλώς σε αστική υποκρισία –που σοκάρεται
με τους όρους αλλά όχι με την ουσία- και τίποτα παραπάνω.
Αν
υπάρχει κάτι που να απάδει στο ήθος της αριστεράς, αυτό είναι το τσογλάνικο,
επιμελώς ανέμελο ύφος και γελάκι του κουλ αλέξη. Η λογική ότι ο κασιδιάρης
είναι ψυχοπαθής –σε ευθεία αντιστοίχιση με την αστική ιστορική θεώρηση που
αντιμετωπίζει τον χίτλερ ως παράφρονα. Το σύρσιμο –έρπειν- με κάθε θεμιτό κι
αθέμιτο μέσο προς την εξουσία και την κυβερνητική προοπτική, που θαμπώνει το
κριτήριο αξιόλογων ίσως ατόμων, σαν το στάθη και τον κατρούγκαλο, και τους καθιστά
απολογητές του κρετινισμού με αριστερό πρόσημο. Άτομα που δεν είδαν, δεν
άκουσαν, αγνοούν τα αυτονόητα, προσπαθούν να τα κρύψουν, να θολώσουν τα νερά.
Αντικομμουνισμός
με το βαμβάκι είναι και να διαστρεβλώνεις τις θέσεις των κομμουνιστών που τα
παραπέμπουν όλα τάχα στη δευτέρα παρουσία. Λες κι εσύ παραδέχεσαι έστω την
πρώτη παρουσία, για να μιλήσεις για δεύτερη. Κι είναι ζήτημα αν τελικά εσύ
είσαι που περιμένεις τη δευτέρα παρουσία να έρθει με τον κυβερνητικό κρίνο,
χωρίς επανάσταση κι άλλα τέτοια δυσάρεστα αιματηρά επεισόδια
Θα με
ρωτήσεις ίσως σφε αναγνώστη: κάθε κριτική-πολεμική απέναντι στο κόμμα και τη
σοβιετική ένωση συνιστά αντικομμουνισμό; Όχι βέβαια. Έλα όμως που τις περισσότερες
φορές ταυτίζονται –όχι στη δική μας λογική, αλλά- αντικειμενικά ή και
υποκειμενικά στις προθέσεις του επιτιθέμενου. Γιατί κάθε πολιτικός απόγονος των
δωσίλογων που σέβεται τον εαυτό του, καθίσταται αυτομάτως κι αντικομμουνιστής,
για να βρει (έτσι νομίζει) ιδεολογική νομιμοποίηση για τις πράξεις του. Ενώ η «αριστερόστροφη»
λογική «τέρμα η ασυλία στο κκε» είχε ως πρώτο εμπνευστή κι εκτελεστή της τον
ανδρέα παπανδρέου στα χρόνια της αλλαγής αλλά κι αργότερα, από κάθε είδους
πασόκ που προέκυψε από τις ανατροπές. Και πάντα συνόδευε ή συγκάλυπτε μια
επίθεση, όχι στενά στο κουκουέ, αλλά ευρύτερα, στις κατακτήσεις των εργαζόμενων
και των λαϊκών στρωμάτων.
Πώς λοιπόν
να μην κυριαρχεί σήμερα, σε μια περίοδο γενικευμένης υποχώρησης του κινήματος,
ο αντικομμουνισμός; Και πώς να μη θυμηθείς τα σοφά λόγια του κάππου για τον
αντισταλινισμό, που δεν είναι παρά μια μορφή ντροπαλού αντικομμουνισμού; Πώς να
μη σκεφτείς ότι σήμερα είναι, όσο ποτέ άλλοτε, απαραίτητη μια καταδίκη του
αντικομμουνισμού, από όπου κι αν προέρχεται –για να δανειστούμε ένα αγαπημένο
κλισέ του δημόσιου αστικού λόγου;
Είναι
όμως και κάτι ακόμα. Αν ο κομμουνισμός έχει πεθάνει και ξοφλήσει ιστορικά, ή αν
οι κομμουνιστές ήταν ζωντανοί-νεκροί, απολιθώματα που έχουν ξεχάσει να πεθάνουν,
όπως είχε πει πρόσφατα ένα άλλο καμάρι του βελούδινου αντικομμουνισού, ποιος ο
λόγος τότε να ξιφουλκούν ενάντια σε ένα φάντασμα, που εξακολουθεί να πλανάται
πάνω από τη γηραιά ήπειρο και το γερασμένο αστικό κόσμο, στοιχειώνοντας
δικαιολογημένα τον ύπνο του;