Ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού που οι Κασιδιάριδες έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα
«Σύντροφοι,
χαίρομαι που σαν αθλητής θα κόψω αύριο το πρωί το νήμα, χαρίζοντας σε
όλους τους φιλάθλους την ωραιότερη νίκη της ζωής μου. Νενικήκαμεν. Ζήτω
οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου»
Οι τελευταίες στιγμές του ήρωα του ΕΛΑΣ Νίκου Γόδα
Νησάκι Λαζαρέτο, Κέρκυρα. Ξημερώματα 19ης Νοεμβρίου 1948
Κατέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια με σταθερό βήμα.
Προχώρησε λίγα μέτρα, συνοδεία των αστυφυλάκων, προς τον χώρο εκτελέσεων. Στάθηκε στη μέση.
Το ύφος του δεν πρόδιδε φόβο.
Έβγαλε
το πανωφόρι του και έμεινε μόνο με τη φανέλα. Την κόκκινη φανέλα με τις
λευκές κάθετες ρίγες. Κοίταξε το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο αξιωματικός
κρατούσε ένα μαύρο ύφασμα. Τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Μελλοθάνατε, έχεις κάποια τελευταία επιθυμία;».
Ο άνδρας τού αποκρίθηκε: «Έχω.
Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, και
να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν
από τη χαριστική βολή».
Στο «επί σκοπόν»
έφερε το αριστερό του χέρι στην καρδιά και έπιασε το σήμα της
αγαπημένης του ομάδας. Τράβηξε την μπλούζα και χαμήλωσε το κεφάλι.
Φίλησε τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο και φώναξε: «Ζήτω ο Ολυμπιακός, ζήτω ο Δημοκρατικός Στρατός, ζήτω το ΚΚΕ».
Στο «Πυρ» τα μάτια του τρεμόπαιξαν, πριν οι σφαίρες τού ξεσκίσουν το κορμί και κόψουν το νήμα της ζωής του στα 28 του χρόνια.
Λίγες ώρες νωρίτερα
Οι
μελλοθάνατοι στο κάτεργο της Κέρκυρας μόλις είχαν πάρει το δείπνο τους.
Ο Νίκος Γόδας είχε καλή διάθεση. Πήγε στο κελί του, έψησε μάλιστα και
έναν τούρκικο καφέ, άναψε τσιγάρο, έφερε το πρόσωπό του στο μικρό
φινιστρίνι της σιδερένιας πόρτας του και άρχισε να σιγοτραγουδάει για να
τον ακούνε οι συγκρατούμενοί του: «Απόψε γύρισα νωρίς, στην καμαρούλα μας μην απορείς…».
Από τα διπλανά κελιά οι σύντροφοί του τον επευφημούσαν με σιγανή φωνή και κάποιοι δειλά τον χειροκροτούσαν.
Ξαφνικά
στην πτέρυγα έπεσε σιωπή. Ακούστηκαν τα βαριά βήματα από μια ομάδα
δεσμοφυλάκων και χωροφυλάκων που περπατούσαν στον άδειο διάδρομο. Τα
βήματα πλησίαζαν και δημιουργούσαν ηχώ. Σταμάτησαν μπροστά από το κελί
του παίκτη του Ολυμπιακού και ξεκλείδωσαν.
Οι σύντροφοί του κατάλαβαν ότι πλέον είχαν έρθει τα στερνά του. «Γεια σου Νικόλα» φώναζαν και χτυπούσαν με τις μεταλλικές τσάσκες τους τα κάγκελα των πορτών τους.
Η πόρτα άνοιξε βαριά με έναν ανατριχιαστικό ήχο. Μέσα στο κελί του Γόδα βρίσκονταν και άλλοι δυο συγκρατούμενοί του.
Ήξεραν όλοι πως οι χωροφύλακες είχαν έρθει για να πάρουν κάποιον, αλλά δεν ήξεραν ποιον.
Μόνο ο Γόδας κάθισε ψύχραιμος στο κρεβάτι του με το πανωφόρι του ριγμένο στους ώμους του και συνέχισε να καπνίζει.
Ένιωθε ότι ήρθαν για εκείνον.
Ο επικεφαλής χωροφύλακας τον κοίταξε κατευθείαν και του είπε: «Νίκο, ήρθε κάποιος από τους παράγοντες του Ολυμπιακού και σε θέλουνε στο γραφείο του διευθυντή».
Ο Γόδας χαμογέλασε: «Μα εξήγησα στον κ. Διευθυντή ότι δεν τον χρειάζομαι».
Ο χωροφύλακας συνέχισε: «Σε θέλει όμως αυτός».
Ο Γόδας κοίταξε τους υπόλοιπους χωροφύλακες. Είχαν όλοι χαμηλωμένο το κεφάλι και κανείς δεν τον κοίταζε.
Αμέσως κατάλαβε: «Είσαστε ψεύτες, βρε! Ντροπή σας! Μου παίζετε ένα άτιμο παιχνίδι. Πέστε μου καθαρά, πάω για εκτέλεση, ναι ή όχι;».
Ο επικεφαλής χωροφύλακας δεν βρήκε το θάρρος να πει την αλήθεια: «Όχι, στ’ ορκίζομαι, στο γραφείο σε θέλουν».
Ο
ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, που είχε καταπλήξει τους πάντες με το
ταλέντο του, την ταχύτητα και τη δύναμή του στο γήπεδο, ο άνδρας από το
Αϊβαλί που είχε τιμήσει τη φανέλα του Ολυμπιακού, ο άνθρωπος που
κυνήγησε λυσσασμένα τους προδότες Έλληνες και τους χαφιέδες του Μπλόκου
της Κοκκινιάς, χαμογέλασε πικρά: «Τους όρκους σας τους ξέρω. Σταθείτε, λοιπόν, να ντυθώ κι έρχομαι».
Ξεντύθηκε,
και για τελευταία φορά έβαλε κατάσαρκα το λευκό παντελονάκι και την
ερυθρόλευκη φανέλα που τα είχε κρυμμένα στη βαλίτσα.
Από πάνω φόρεσε το παλτό του με τον γιακά όρθιο.
Η πομπή του θανάτου περνούσε από τα κελιά. Οι κρατούμενοι έκλαιγαν. Κάποιοι από αυτούς έσπαγαν την παγερή σιωπή: «Βάστα γερά, Νικόλα, αδερφέ μας», «Καλή αντάμωση, Νίκο».
Με
την ερυθρόλευκη φανέλα ο Νίκος Γόδας συνοδευόμενος από χωροφύλακες,
οδηγείτο στο απόσπασμα. Στη μέση της ακτίνας των μελλοθανάτων
σταμάτησε.
Κοίταξε γύρω του.
Κοίταξε ψηλά στα άλλα κελιά. Τότε αποχαιρέτησε και εκείνος τους συντρόφους του: «Σύντροφοι,
χαίρομαι που σαν αθλητής θα κόψω αύριο το πρωί το νήμα, χαρίζοντας σε
όλους τους φιλάθλους την ωραιότερη νίκη της ζωής μου. Νενικήκαμεν. Ζήτω
οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου».
Τρία χρόνια πριν
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Έκτακτο Στρατοδικείο
Η δικαστική αίθουσα ήταν κατάμεστη.
«Συγγενείς»
των θυμάτων, μαυροφορεμένες γυναίκες με μαντίλες, πατέρες που κοίταζαν
το πάτωμα και άναβαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αδέρφια που περίμεναν
να λιντσάρουν τους κατηγορουμένους. Ηλεκτρισμός. Οι στρατοδίκες πίστευαν
ότι θα είχαν ένα εύκολο έργο.
Η πλαϊνή πόρτα άνοιξε και οι 25 κατηγορούμενοι, δεμένοι με χειροπέδες, ο ένας πίσω από τον άλλον, προχώρησαν προς το εδώλιο.
Δεν είχαν το κεφάλι σκυμμένο όπως θα περίμενε κάποιος. Κοίταζαν τον κόσμο με γεμάτο βλέμμα, δίχως προκλήσεις.
Οι συγγενείς ξέσπασαν και κάποιοι άρχισαν να πλησιάζουν επικίνδυνα: «Δολοφόνοι», «Κατσαπλιάδες», «Κουμμούνια, θα πεθάνετε», «Αλήτες», «Θάνατος».
Η
δύναμη της χωροφυλακής και οι στρατιώτες μέσα στην αίθουσα δήθεν
συγκρατούσαν το οργισμένο πλήθος, αλλά το άφησαν σε κοντινή απόσταση από
τους κατηγορουμένους. Μπορούσε άνετα να τους προπηλακίζει και να τους
φτύνει.
Σε λίγες στιγμές θα ξεκινούσε άλλη μια
δίκη
- παρωδία, από τις πολλές που έστηνε το καθεστώς για να στείλει στην
εξορία και στον θάνατο εκείνους που πολέμησαν τον κατακτητή.
Μάρτυρες
κατηγορίας φυσικά δεν ήταν άλλοι παρά πρώην συνεργάτες των Ες Ες και
πρωταγωνιστές της σφαγής του Μπλόκου της Κοκκινιάς,
που τότε κατέδιδαν Έλληνες στους Γερμανούς και τώρα, με τον μανδύα της εθνικοφροσύνης, έλυναν και έδεναν.
Οι
κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου. Το κατηγορητήριο
ανέφερε ότι στο Άσυλο Αλητοπαίδων Κοκκινιάς, οι κομμουνιστές κατέσφαξαν
400 αθώους πολίτες κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών.
Οι
εξαγριωμένοι «συγγενείς» των θυμάτων ζητούσαν εκδίκηση. Το ίδιο και ο
Τύπος της εθνικής παρατάξεως που με πηχυαίους τίτλους μιλούσε για «θανόντες εθνικόφρονες, θύματα του ΕΛΑΣ στο λεγόμενο “Άσυλο Αλητοπαίδων”».
Οι στρατοδίκες είχαν βγάλει από πριν την απόφασή τους. Οι «συγγενείς» περίμεναν να την ακούσουν πώς και πώς.
«Το σφαγείο των Δεκεμβριανών», «Η νέα Ούλεν», «Οι κομμουνιστές έσφαζαν
ακόμη και παιδιά με στομωμένα κονσερβοκούτια και πετούσαν τα θύματά τους σε ομαδικούς τάφους».
Οι
μάρτυρες κατηγορίας αναφέρονταν σε ομαδικούς τάφους στη βορινή πλευρά
του Ασύλου με 70 πτώματα. Σε παραπλήσιο πηγάδι γεμάτο πτώματα αγνώστου
αριθμού.
Σε
μια σπηλιά στο Σχιστό με 27 πτώματα χωροφυλάκων και συνολικά μέχρι και
107 πτώματα. Οι εφημερίδες χαρακτήρισαν τη χαράδρα στο Σχιστό ως
«Κόκκινη Χαράδρα, η οποία δέχθηκε εκατοντάδες θανόντες».
Τι κι αν, όπως αποδείχτηκε, τα περισσότερα πτώματα και τα περισσότερα πειστήρια από πτώματα ανήκαν σε ΕΛΑΣίτες.
Τι κι αν μεγάλος αριθμός θυμάτων ανήκε σε φονευθέντες από τους Γερμανούς λίγο πριν από την αποχώρησή τους, καθώς στο Άσυλο στρατοπέδευε γερμανική μονάδα. Ψιλά γράμματα. Τι
κι αν παρουσιάστηκαν στοιχεία από την υπεράσπιση ότι χειρουργοί είχαν
διαταχθεί από την Ασφάλεια να κόβουν μαστούς από γυναικεία πτώματα και
να δημιουργούν κακώσεις σε άλλα πτώματα, ώστε οι ιατροδικαστές να
συντάσσουν εκθέσεις αποδίδοντας ευθύνες στους ΕΛΑΣίτες.
Τίποτε δεν συγκίνησε τα αυτιά των στρατοδικών. Ακόμη και όταν παρουσιάστηκε γυναίκα που κατέθεσε πως έχασε τον άνδρα της από καρδιά και τον είχε στο νεκροτομείο.
Την επομένη που πήγε να τον πάρει για να τον θάψει, οι χωροφύλακες της
έδειξαν έναν κουβά με κομμένα τα μέλη του και το κεφάλι του και της
είπαν πως το έκαναν οι κομμουνιστές: «Μα χθες ήταν αρτιμελής. Τι μου λέτε; Ο άνδρας μου πέθανε από καρδιά».
Οι στρατοδίκες απαντούσαν:
«Δεν μας ενδιαφέρουν, μάρτυς, τα οικογενειακά σας. Επί του θέματος να μας μιλήσετε». Και η χήρα απάντησε: «Μα για το θέμα σας μιλάω. Ο άνδρας μου δεν φονεύτηκε στο Άσυλο όπως λέτε. Πέθανε από καρδιά. Δεν μένουμε στην Κοκκινιά»...
Ψιλά γράμματα.
Ακόμη και όταν η υπεράσπιση έφερε τα ντοκουμέντα από το ληξιαρχείο που αποτύπωναν την αλήθεια, δεν ίδρωσε κανενός το αυτί.
Οι στρατοδίκες στο έργο τους και οι «συγγενείς» στο δικό τους.
Τι έγραφαν τα ντοκουμέντα;
Οι ληξιαρχικές εγγραφές θανάτων αναφέρουν:
Στο χρονικό διάστημα από 18.11.1944 έως 26.1.1945 εγγράφηκαν 29 θάνατοι
με αιτιολογία την εκτέλεση από τους στασιαστές (ΕΛΑΣιτες).
Επρόκειτο
για άνδρες, εκ των οποίων οι 20 ανήκαν στη Χωροφυλακή και εξ αυτών οι
13 είχαν τόπο κατοικίας τον Πειραιά ή την Αθήνα, δηλαδή δεν ήταν
Κοκκινιώτες.
Τα επίσημα έγγραφα μιλούσαν για νεκρούς κατά τις μάχες των Δεκεμβριανών.
Όσο
για τα εκατοντάδες φρικτά βασανισμένα και παραμορφωμένα πτώματα, εκείνα
ανήκαν ακόμη και σε καρδιοπαθείς που πέθαναν σε άλλες περιοχές. Ψιλά γράμματα…
Η «σκληρή κομμουνιστική» Κοκκινιά έπρεπε να διαλυθεί.
«Η Μόσχα της Αττικής» έπρεπε να πάψει να υπάρχει.
Στους κατηγορουμένους έπρεπε να δοθεί ένα καλό μάθημα.
Και ένας από αυτούς, ο Νίκος Γόδας, έπρεπε παραδειγματικά να τιμωρηθεί.
Ή να αποκηρύξει…
Για τον λόγο αυτόν του είχαν φορτώσει στον φάκελό του την κατηγορία της δολοφονίας…70 ανδρών της Χωροφυλακής!!!
Οι
μάρτυρες κατηγορίας δεν ξεπερνούσαν τους 75, ενώ οι μάρτυρες
υπεράσπισης ήταν περισσότεροι από 100. Η στημένη κωμωδία έφτασε στο
αποκορύφωμά της όταν κλήθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας τρεις
άνθρωποι που όλος ο Πειραιάς ήθελε να λιντσάρει.
Θεόδωρος Σαραντάρης: Πράκτορας της Ειδικής Ασφάλειας.
Κατά
τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί τον έστειλαν στο στρατόπεδο του
Χαϊδαρίου. Από εκεί που μια Πρωτομαγιά ξεκίνησαν 200 πατριώτες για να
εκτελεστούν στην Καισαριανή από τους ναζί. Φυσικά δεν τον έστειλαν «ως»
κρατούμενο, αλλά «σαν» κρατούμενο.
Ο Σαραντάρης έδινε πληροφορίες στους Γερμανούς για όλους τους κρατουμένους.
Λίγο
αργότερα ο Σαραντάρης, με τα μηχανοκίνητα του Μπουραντά και μεγάλες
μονάδες των Ες Ες, περικύκλωσαν την Κοκκινιά και δολοφόνησαν εν ψυχρώ
Έλληνες πατριώτες.
Λουκάς και Δημήτρης Κασιδιάρης: Αδέλφια
από τα Μανιάτικα του Πειραιά. Ο ένας ήταν πρεσαδόρος και ο άλλος
οδηγός. Τα αδέλφια Κασιδιάρη ήταν από τους πρωταιτίους του Μπλόκου της
Κοκκινιάς.
Δίχως
να φορούν κουκούλα και ενώ οι Γερμανοί είχαν γονατιστούς όλους τους
άνδρες της περιοχής, τα αδέλφια Κασιδιάρη περνούσαν ανάμεσά τους και
έδειχναν με το δάχτυλο στους Γερμανούς ποιοι έκαναν αντίσταση.
Οι Γερμανοί, δίχως δεύτερη κουβέντα, τους σήκωναν όρθιους, τους έστηναν στον τοίχο και τους δολοφονούσαν.
O Λουκάς και ο Δημήτρης Κασιδιάρης ανήκαν στην Ειδική Ασφάλεια, που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς επί Κατοχής.
Δεν πολέμησαν για την απελευθέρωση, δεν έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία όπως χιλιάδες άλλοι άνθρωποι.
Προτίμησαν να συνεργαστούν με τους ναζί και να προδίδουν.
Από
τα πρακτικά της δίκης προκύπτει πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, άνηκαν
είτε στα Τάγματα Ασφαλείας είτε στην Ειδική Ασφάλεια είτε ήταν
χωροφύλακες, ενωμοτάρχες, μοίραρχοι κ.ο.κ.
Όπως, για παράδειγμα,
και ο μάρτυρας κατηγορίας Γεώργιος Σγούρος, που ως αρχηγός του Β’ Τάγματος Ασφαλείας οργάνωσε το Μπλόκο στην Κοκκινιά τον Αύγουστο του 1944.
Στον καταιγισμό ερωτήσεων
από την υπεράσπιση ο ταγματασφαλίτης αρκέστηκε να πει πως «σε αυτό το Μπλόκο (της Κοκκινιάς) μερίμνησε για να σωθεί κόσμος».
Και οι μέρες περνούσαν και οι κατηγορίες έπεφταν στο κενό η μια μετά την άλλη, αλλά «οι στασιαστές έπρεπε να παταχθούν».
Και κάποιο ξημέρωμα στις 4.30 το πρωί οι στρατοδίκες έβγαλαν την απόφασή τους.
Έντεκα από τους κατηγορουμένους «εις θάνατον», εννέα σε ισόβια και πέντε απαλλάχθηκαν.
Ανάμεσα στους 11,
ήταν και ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Νίκος Γόδας.
Ο Νίκος Γόδας,
το 1944, πολέμησε τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους,
επικεφαλής του επίλεκτου 5ου λόχου του ΕΛΑΣ, στη μάχη της 7ης Μαρτίου
στην Κοκκινιά.
Επίσης
έλαβε μέρος σε μάχες στον Πειραιά και στο Πέραμα, όπως και στην κρίσιμη
επιχείρηση για την προστασία της Ηλεκτρικής Εταιρείας (Power, η
σημερινή ΔΕΗ Κερατσινίου) από γερμανικό σαμποτάζ, κατά την εκκένωση της
Αθήνας και του Πειραιά από τις κατοχικές δυνάμεις.
Κάποιοι είπαν πως, κατά τη διάρκεια της «μάχης της Ηλεκτρικής» με τους Γερμανούς, ο Γόδας βρέθηκε στα πολυβολεία του όρους Αιγάλεω και από ’κεί κατέρριψε ένα γερμανικό αεροσκάφος.
Φήμες
που οργίαζαν, έλεγαν πως πολλοί άνθρωποι, απλοί ολυμπιακοί που καμία
σχέση δεν είχαν με τα πολιτικά, επισκέφτηκαν τον Μιχάλη Μανούσκο,
Πειραιώτη μεγαλοβιομήχανο με εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και τότε
πρόεδρο του Ολυμπιακού, και ζήτησαν να μεσολαβήσει για να μην εκτελεστεί
ο Γόδας.
Ο Μανούσκος,
ο οποίος ήταν και δήμαρχος του Πειραιά, ενώ το 1951 υποψήφιος βουλευτής
με τον συνδυασμό του Παπάγου «Ελληνικός Συναγερμός», φέρεται να
απάντησε για τον Γόδα: «Όπως έστρωσε να κοιμηθεί».
Ο θάνατος δεν τρόμαξε τον Γόδα.
Ποτέ του δεν τον φοβήθηκε. Ο ίδιος ενώ ήξερε τη μοίρα του αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Έμεινε πιστός στις ιδέες του.
Κάποια στιγμή σε μια μάχη με τους Άγγλους γύρω και μέσα στο νεκροταφείο της Ανάστασης, ο ανθυπολοχαγός του ΕΛΑΣ Σταμάτης Σκούρτης άκουσε τον λοχαγό του, Νίκο Γόδα, καθώς οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα του, να αυτοσαρκάζεται, να γελά και να λέει: «Ωραία θα ’ναι να σκοτωθούμε εδώ, δεν θα χρειασθούμε και τάφο».
Ο
Νίκος Γόδας, εκτός από τον Ολυμπιακό, λάτρευε και τα ρεμπέτικα ως
γνήσιος Ίωνας και Πειραιώτης. Μετά την εκτέλεσή του, επεστράφησαν στην
οικογένειά του τα ρούχα και το ρολόι του.
«Τα
ρούχα, το ρολόι μου, θα στα γυρίσω πίσω, γιατί μες στο Γεντί-Κουλέ τα
νιάτα μου θ’ αφήσω» λέει ένα ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη, που ο Γόδας
σιγοτραγουδούσε στο κελί του.
Ο Σταμάτης Σκούρτης και ο Σπύρος Ανδρεάδης, οι δυο μελλοθάνατοι μαζί με τον Γόδα, σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949.
* Πληροφορίες από το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Γόδα για τον θείο του, Νίκο
***Το σκίτσο του Νίκου Γόδα είναι από του Κωνσταντίνου Ρουγγέρη από τον "Οδηγητή"
****
ΣΣ: Η φωτογραφία αρχής, με τον ταγματασφαλίτη δεν απεικονίζει τον Λουκά
ή τον Δημήτρη Κασιδιάρη από τη Λάγια Λακωνίας. Κάθε ομοιότητα με το
επίθετο επαφίεται στην κρίση και τη λογική του αναγνώστη.
Δημοσιεύτητκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1962 στις 30-03-17.