ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η
περίοδος που διανύουμε είναι εξαιρετικά πυκνή και σύνθετη. Συντελούνται
σημαντικές οικονομικές αλλαγές, που χαρακτηρίζονται από τη μετάβαση της
οικονομίας από τη φάση ύφεσης της κρίσης στη φάση της περιορισμένης
αναζωογόνησης. Συγχρόνως η αστική διαχείριση προσαρμόζεται, στην
προσπάθειά της να επιδράσει και ν’ ανταπεξέλθει στις μεταβολές αυτές,
αλλά και να διαχειριστεί τις νέες αντιθέσεις που γεννά η καπιταλιστική
οικονομία.
Το
2014 διαφαίνεται ότι η ελληνική καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε
φάση σχετικής σταθεροποίησης σε σχέση με το 2013, που μαρξιστικά
περιγράφεται ως φάση ύφεσης της κρίσης. Βέβαια αυτή η κατάσταση δεν
έχει ακόμα σταθεροποιηθεί, εύκολα μπορεί ν’ ανατραπεί από την επίδραση
εσωτερικών πολιτικών και κυρίως εξωτερικών παραγόντων (επιδείνωση στην
Ευρωζώνη).
Οι πολλαπλές αστικές εκτιμήσεις για πιθανή αλλαγή στη φάση του κύκλου
μέσα στην επόμενη χρονιά και καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης προς το
τέλος του 2014 έχουν φυσικά και πολιτικό - προπαγανδιστικό χαρακτήρα,
ωστόσο αντανακλούν αυτό το ενδεχόμενο.
Σε μια τέτοια περίοδο, έχει τεράστια πολιτική σημασία να γίνει ακόμα περισσότερο κατανοητό ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι ανάπτυξη για το κεφάλαιο.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει αντιλαϊκά μέτρα που οδηγούν στη
σχετική εξαθλίωση των εργαζομένων, γιατί μόνο έτσι διασφαλίζεται
ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους για τους επενδυτές. Αυτό σημαίνει ότι
το ενδεχόμενο της φάσης ανάκαμψης δε θ’ αναστείλει τη στρατηγική των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και δε θα οδηγήσει σε ανάκτηση των
απωλειών. Η διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης, νέων πεδίων
τοποθέτησης των κεφαλαίων, ευνοϊκών φορολογικών και περιβαλλοντικών
ρυθμίσεων για τους ομίλους είναι απαράβατος όρος για την προσέλκυση επενδύσεων, για την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Το δίλλημα ανάπτυξη ή λιτότητα που στην ουσία θέτουν, με διαφορετικό τρόπο, και οι δύο πλευρές του νέου αστικού διπολισμού είναι ψευδοδίλλημα. Ο κυβερνητικός πόλος
κάνει λόγο για «στροφή της οικονομίας» και υπόσχεται καλύτερες μέρες
που θα έρθουν για τους εργαζομένους με την έξοδο της καπιταλιστικής
οικονομίας από την κρίση. Αντιπαραβάλλει δηλαδή την καπιταλιστική
ανάπτυξη στη λιτότητα και στα μέτρα. Από την άλλη, ο πόλος του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί στην ουσία πλήρως τον πυρήνα αυτής της τοποθέτησης,
ότι δηλαδή η λαϊκή ευημερία θα έρθει με την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Διαφοροποιείται από την κυβέρνηση και της ασκεί τάχα δριμεία κριτική,
προβάλλοντας τη θέση ότι με την πολιτική της και με το μίγμα
διαχείρισης που εφαρμόζει καταδικάζει την οικονομία σε ύφεση και δεν
έρχεται ανάπτυξη. Καλεί δε τους εργαζομένους να ψηφίσουν για να
φύγει αυτή η κυβέρνηση, για να γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, που θα
εφαρμόσει άλλο δημοσιονομικό μίγμα, και να έρθει η καπιταλιστική
ανάπτυξη ταχύτερα. Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τους εργαζομένους
να στρατευτούν πίσω από το στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και να τον
επιλέξουν ως εγγυητή της.
Την
ίδια ώρα, η πορεία της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας δεν είναι
προδιαγεγραμμένη. Μια σειρά από παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν την
εξέλιξη της οικονομίας. Σημαντικότεροι τέτοιοι παράγοντες είναι η
εξέλιξη της κρίσης στην ΕΕ και στον υπόλοιπο κόσμο, οι επιπτώσεις από
την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους και
ιμπεριαλιστικά κέντρα στην ευρύτερη περιοχή και το ενδεχόμενο
γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, η επίδραση της κρατικής
πολιτικής, τα πιθανά νέα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να καλυφθεί το
χρηματοδοτικό και δημοσιονομικό κενό, η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε
μερίδες του κεφαλαίου για την κατανομή των ζημιών της κρίσης, αλλά και
των κερδών. Στο πλαίσιο αυτό, οξύνεται η διαπάλη στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης με επίκεντρο το διαχειριστικό μίγμα, το μέλλον των τραπεζών και το σε ποιον όμιλο θα καταλήξουν ενεργειακοί πόροι και στρατηγικής σημασίας υποδομές που ιδιωτικοποιούνται.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Η
κατάσταση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας συνοψίζεται στον
Πίνακα 1, όπου διαφαίνονται τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου.
Από τη μία η σημαντική υποχώρηση από τα επίπεδα προ κρίσης (μεγάλο «βάθος» της κρίσης) και από την άλλη η σχετική τάση σταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Εξετάζοντας την καπιταλιστική κρίση, αξίζει να σημειώσουμε πρώτα απ’ όλα το μεγάλο βάθος της με την παραγωγή να συρρικνώνεται στα 3/4 των προ κρίσης επιπέδων. Η επαναφορά της παραγωγής στα προ κρίσης επίπεδα θ’ απαιτήσει σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία καπιταλιστικής ανάπτυξης με ρυθμούς πάνω από δύο τοις εκατό ετησίως. Άλλο χαρακτηριστικό, αλληλένδετο με το βάθος της κρίσης, είναι ο ανισόμετρος χαρακτήρας εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης
στους διαφορετικούς κλάδους της παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο
κλάδος των κατασκευών, όπου η μείωση της παραγωγής είναι υπερδιπλάσια
της γενικής μείωσης της παραγωγής όπως καταγράφεται στο ΑΕΠ.
Τα χαρακτηριστικά αυτά, του μεγάλου βάθους της κρίσης, του ανισόμετρου χαρακτήρα εκδήλωσης της κρίσης στους διάφορους κλάδους
της οικονομίας επιβεβαιώνονται και από την εξέταση των στοιχείων των
επιμέρους υποκλάδων της βιομηχανικής παραγωγής. Η γενική συρρίκνωση κατά
29% της βιομηχανικής παραγωγής στην περίοδο της κρίσης αποτελεί ένα
μέσο όρο τελείως ανόμοιων μεταβολών στους διάφορους υποκλάδους. Από
αύξηση 10,8% στον κλάδο των πετρελαιοειδών και σημαντικά μικρότερη
συρρίκνωση του 20% στον κλάδο των τροφίμων, μέχρι καταβαράθρωση κατά
52,2% στον κλάδο των κεφαλαιουχικών αγαθών (αν και στην Ελλάδα η
παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών έχει μικρό βάρος στη συνολική βιομηχανική
παραγωγή και η μεγάλη συρρίκνωση της παραγωγής στα κεφαλαιουχικά αγαθά
επιδρά γενικά λιγότερο). Τα στοιχεία εξάλλου αποτυπώνουν το γεγονός ότι η
κρίση στους κλάδους κεφαλαιουχικών αγαθών και διαρκών καταναλωτικών
αγαθών εκδηλώθηκε πολύ νωρίτερα σε σχέση με άλλους κλάδους της
μεταποίησης.
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η διαφαινόμενη τάση σχετικής σταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ο ρυθμός συρρίκνωσης του ΑΕΠ μειώθηκε το 2013 αισθητά, σε λιγότερο από
4%, την ώρα που το 2012 η συρρίκνωση του ΑΕΠ έφτασε το 7%, σε επίπεδο
έτους, ενώ και η μείωση της κατανάλωσης ήταν το 2013 αισθητά μικρότερη
σε σχέση με το 2012. Η κάμψη στο ρυθμό μείωσης του ΑΕΠ αντανακλάται στην
υποχώρηση του ρυθμού μείωσης τόσο στον πολύ σημαντικό κλάδο για την
ελληνική μεταποίηση, των μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών, όσο και συνολικά της παραγωγής στη μεταποίηση σε σχέση με τη μείωση που εμφάνισαν το 2012. Το 2013 και ο κλάδος των κατασκευών εμφάνισε οριακή μείωση της παραγωγής
σε σχέση με την αντίστοιχη συρρίκνωση της παραγωγής το 2012, όσο και σε
σχέση με το βάθος της συνολικής μείωσης από την εκδήλωση της κρίσης. Τα τελευταία στοιχεία1 για το πρώτο δίμηνο του 2014 που δημοσίευσε η στατιστική υπηρεσία επιβεβαιώνουν την ίδια τάση. Το επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε οριακά το πρώτο δίμηνο του έτους, σε αντιδιαστολή με τη σημαντική μείωση το αντίστοιχο περσινό δίμηνο, ενώ αυξήθηκε επίσης οριακά και η παραγωγή στη μεταποίηση.
Η κατανομή της αύξησης στη μεταποίηση στους διάφορους κλάδους είναι,
όπως αναμένεται, ανισόμετρη. Το πρώτο δίμηνο η παραγωγή στη μεταποίηση
φαίνεται ν’ αυξάνεται στους υποκλάδους των κεφαλαιουχικών αγαθών και των
ενδιάμεσων αγαθών, δηλαδή στον τομέα Ι, παραγωγής μέσων παραγωγής. Σε
αντίθεση, η παραγωγή στα καταναλωτικά αγαθά εξακολουθεί να
συρρικνώνεται, όπως επίσης και οι αντίστοιχοι δείκτες στο λιανικό
εμπόριο.
Αντίστοιχα,
οι μεταβολές στις εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας, που αντανακλούν
και τις εξελίξεις στους κρίσιμους για τον καπιταλισμό κλάδους του
τουρισμού και της ναυτιλίας, επιβεβαιώνουν την προαναφερθείσα τάση
σχετικής σταθεροποίησης.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Αναφορικά με τις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, πρέπει να σταθούμε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το 2013 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζει, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, πλεόνασμα ύψους 1,4 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το έλλειμμα των 4,6 δισ. ευρώ το 2012 και το έλλειμμα των 35 δισ. που εμφάνιζε πριν την εκδήλωση της κρίσης.
Η εξέλιξη αυτή είναι, αναμφίβολα, θετική εξέλιξη από τη σκοπιά του κεφαλαίου και γι’ αυτό συνοδεύτηκε με διθυραμβικά σχόλια της κυβέρνησης και των αστικών επιτελείων.
Οι αστικές αναλύσεις συνδέουν το θετικό εξωτερικό ισοζύγιο τόσο με «τη
νέα εξωστρεφή και ανταγωνιστική ελληνική οικονομία» και την έξοδο από
την κρίση όσο και με μια ριζική αναπροσαρμογή του ελληνικού παραγωγικού
μοντέλου, αφού πλέον «καταναλώνουμε λιγότερα απ’ όσα παράγουμε» σε
αντίθεση με το παρελθόν.
Η
αντίληψη αυτή είναι φυσικά ταξικά πολωμένη, από τη σκοπιά του
κεφαλαίου. Η βελτίωση των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας είναι, σε
συνθήκες καπιταλισμού, στόχος για τα μονοπώλια και όχι για τα λαϊκά στρώματα.
Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών μπορεί να βοηθήσει
στους όρους χρηματοδότησης των επενδύσεων και ν’ αποτελέσει άξονα
προώθησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά δεν οδηγεί στην ικανοποίηση
των λαϊκών αναγκών. Αντίστοιχα η εξαγωγή κεφαλαίων, που γενικά
συνδέεται με τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, εγγυάται αυξημένη
κερδοφορία για τους ομίλους που επενδύουν.
Πέραν αυτής της γενικής διαπίστωσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι η βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισαγωγών και των πληρωμών, παρά στη βελτίωση των εξαγωγών.
Στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτήν τη διαπίστωση είναι τα παρακάτω: α) Η
αύξηση στο ισοζύγιο υπηρεσιών, σε σχέση με το 2012, οφείλεται κυρίως στις μειωμένες τουριστικές πληρωμές και όχι στις αυξημένες τουριστικές εισπράξεις. β) Η ελάττωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου σε σχέση με το 2012 οφείλεται σε μικρή αύξηση των εξαγωγών κατά 800 εκατ. ευρώ και σε σημαντική μείωση των εισαγωγών κατά 1,9 δισ. ευρώ. Σε
σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης, η αύξηση των εξαγωγών είναι λιγότερη
από 3 δισ. ευρώ, όταν η μείωση των εισαγωγών ξεπερνά τα 24 δισ. ευρώ. γ) Σε σχέση με το 2012, η αύξηση στις τρέχουσες μεταβιβάσεις αντανακλά κυρίως την αυξημένη απορρόφηση του ΕΣΠΑ το 2013.
Τέλος, σε
σχέση με την κατάσταση προ κρίσης, η βελτίωση στο εξωτερικό ισοζύγιο
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δραστική συρρίκνωση του ισοζυγίου
πληρωμών. Το 2008 οι πληρωμές για τόκους δανείων, κέρδη και
μερίσματα προσέγγιζαν τα 16 δισ. ευρώ, όταν οι αντίστοιχες εισπράξεις
προς τη χώρα ήταν λιγότερες από 6 δισ. ευρώ. Το 2013, οι πληρωμές
εισοδημάτων στο εξωτερικό ήταν μόλις πάνω από 6 δισ. και οι εισπράξεις
γύρω στα 3,5 δισ., διαμορφώνοντας ένα συνολικό έλλειμμα 2,8 δισ., σε αντιδιαστολή με το έλλειμμα που υπερέβαινε τα 10 δισ. ευρώ το 2008.
Αποτυπώνονται, στα στοιχεία αυτά, τόσο οι σημαντικές εισπράξεις από τις
κεφαλαιακές τοποθετήσεις της χώρας στο εξωτερικό, όσο και οι σημαντικά
μεγαλύτερες πληρωμές από τις κεφαλαιακές τοποθετήσεις στο εσωτερικό της
χώρας από μη κατοίκους. Η δραστική μείωση των πληρωμών στη φάση της
κρίσης είναι αποτέλεσμα τόσο της κρίσης και της πτώσης των κερδών όσο
κυρίως της ελάττωσης των δαπανών για τόκους του κράτους λόγω του
δανειακού προγράμματος.
Προκύπτει συνεπώς ότι το συντριπτικό τμήμα της βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά πτώση της κατανάλωσης και όχι απόλυτη αύξηση των εξαγωγών.
Η παρατήρηση αυτή έχει πολλαπλή σημασία. Πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά
την εκτίμηση των προβλέψεων για το ΑΕΠ για το 2014. Όλες οι προβλέψεις
κάνουν λόγο για σημαντική επίδραση των εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ,
ωστόσο η αύξηση των εξαγωγών είναι σχετικά μικρότερη απ’ όσο υπονοείται.
Συγχρόνως υπογραμμίζει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα
και αυτών των εξελίξεων. Η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου αντανακλά
την κατακόρυφη πτώση της κατανάλωσης καυσίμων κι ένα σχετικό
αναπροσανατολισμό της βιομηχανίας πετρελαιοειδών προς το εξωτερικό. Η
βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών σημαίνει απλά σημαντική μείωση του
τουρισμού από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση, και
αυτή η πλευρά της «κυβερνητικής επιτυχίας» εδράζεται στην επιδείνωση του
βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Τέλος, οι αλλαγές στη δομή των εξωτερικών συναλλαγών αντανακλούν και αλλαγές στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας,
που πρέπει να μελετηθούν περισσότερο. Για παράδειγμα, η ραγδαία πτώση
των εισαγωγών, η δραστική περικοπή της ιδιωτικής κατανάλωσης και η
καθίζηση του λιανικού εμπορίου είναι πλευρές της ίδιας εξέλιξης.
ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Βασικό χαρακτηριστικό της εκδήλωσης της κρίσης είναι η σημαντική υποχώρηση στην κερδοφορία του κεφαλαίου.
Μέχρι
το 2012, για το οποίο έχουν δημοσιευτεί αναλυτικά συγκεντρωτικά
στοιχεία, η εκδήλωση της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική
συρρίκνωση τόσο του κύκλου εργασιών, περίπου κατά 24%, όσο και της
μικτής κερδοφορίας των επιχειρήσεων της χώρας, περίπου κατά 37%, ενώ η
συνολική προ φόρων κερδοφορία καταγράφεται, για την περίοδο της κρίσης,
ως αρνητική.
Ωστόσο η κρίση δεν έχει την ίδια επίπτωση σε όλους τους κλάδους ή στις
διαφορετικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό κάθε κλάδου. Οι επιπτώσεις δεν
είναι αναλογικά όμοιες σε όλα τα ξεχωριστά κεφάλαια. Αυτή η
διαφοροποίηση οδηγεί τελικά σε μια αυθόρμητη «επιλογή», μέσα από την
ίδια την αγορά, εκείνων των τμημάτων του κεφαλαίου που θα καταστραφούν. Στην πραγματικότητα υπάρχουν επιχειρήσεις που διατηρούν κερδοφορία, έστω μειωμένη, στη φάση της κρίσης.
Τα
στοιχεία για την κερδοφορία των 500 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων είναι
χαρακτηριστικά. Το 2012, για το οποίο υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία, οι
500 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις είχαν συνολικά δημοσιευμένα κέρδη EBITDA
10 δισ. ευρώ με κύκλο εργασιών 94 δισ. ευρώ, έναντι 6,9 δισ. κέρδη και
90 δισ. ευρώ κύκλο εργασιών το 2011. Ανάμεσα στις 500 πιο κερδοφόρες
επιχειρήσεις βρίσκονται επιχειρήσεις απ’ όλους τους κλάδους της
οικονομίας.
Οι
500 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις, επί συνόλου περίπου 20.000, δηλαδή
περίπου το 2,5% του συνόλου των επιχειρήσεων, κατέγραψαν περισσότερο από
το 50% του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων της χώρας, ενώ το 2012 ήταν θετική και η προ φόρων κερδοφορία τους στα 2,4 δισ. ευρώ σε σχέση με καταγεγραμμένες ζημίες 1,4 δισ. το 2011,
σε αντιδιαστολή με τις ζημιές που κατέγραψε συνολικά ο εταιρικός τομέας
το 2012. Ακόμα πιο αποκαλυπτικό της μεγάλης συγκέντρωσης της παραγωγής
είναι το γεγονός ότι οι 20 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στο σύνολο αυτών των
500 συγκέντρωσαν κέρδη EBITDA 48,5% του συνόλου των 500 και κέρδη προ
φόρων 45,6%.
Αυτά
τα στοιχεία κερδοφορίας του κεφαλαίου αναδεικνύουν τον ανισόμετρο
χαρακτήρα εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης, το γεγονός ότι δεν
πλήττονται όλοι οι κλάδοι, όλες οι επιχειρήσεις, όλα τα διαφορετικά
κεφάλαια που συναρθρώνουν το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο με τον ίδιο
τρόπο από την κρίση. Δε χάνουν όλοι από την κρίση. Στην
πραγματικότητα η καπιταλιστική κρίση είναι η νομοτελειακή και απαραίτητη
φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για να εξομαλύνει προσωρινά
αντιθέσεις του, για να ξεχωρίσουν και να επικρατήσουν τα πιο επιτυχημένα
ξεχωριστά κεφάλαια απ’ όλα τα υπόλοιπα, για να μπει σε κίνηση, με
επιτάχυνση, ένας νέος κύκλος συγκεντροποίησης.
ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Το
βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης έχει δραστικά αρνητικά αποτελέσματα
και στη βασική παραγωγική δύναμη, στον εργαζόμενο άνθρωπο. Λόγω της
κρίσης και της κρατικής πολιτικής διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των
ομίλων, η εργατική δύναμη απαξιώνεται, οι μισθοί υποχωρούν σημαντικά,
μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού βρίσκεται εκτός παραγωγής για
μεγάλο χρονικό διάστημα και η εργατική του δύναμη γίνεται λιγότερο
παραγωγική. Η κρίση συνοδεύεται από σημαντική αύξηση του βαθμού
εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, από τη δραστική επιδείνωση της
κατάστασής της σε απόλυτους όρους και την εκτόξευση της ανεργίας.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ, στην περίοδο της κρίσης οι εργαζόμενοι είδαν δραστική μείωση των αποδοχών τους. Την τετραετία 2010-2013, ο μέσος ονομαστικός μισθός στο σύνολο της οικονομίας συρρικνώθηκε κατά 19%, ενώ η πραγματική συρρίκνωσή του ξεπέρασε το 25%. Στους
εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα την ίδια περίοδο, η μείωση του μέσου
ονομαστικού μισθού κυμάνθηκε από 18% στον τραπεζικό τομέα και ξεπέρασε
το 20% στις υπόλοιπες επιχειρήσεις, ενώ η συρρίκνωση σε πραγματικούς
όρους είναι ακόμα μεγαλύτερη. Επιπλέον, η ίδια η έκθεση αναφέρει πως
αναμένονται νέες μειώσεις και για το 2014, που για ορισμένες κατηγορίες
εργαζομένων (τράπεζες) θα ξεπεράσει το 6%.
Συγχρόνως, το ποσοστό της επίσημα καταγεγραμμένης ανεργίας
είναι θεαματικά υψηλό, αν κι εμφανίζει πλέον σημάδια σχετικής
σταθεροποίησης. Το Γενάρη του 2014 το ποσοστό ανεργίας έφτασε στο 26,7%,
αυξημένο έναντι 26,5% το Γενάρη του 2013, 21,7% το 2011 και 8,9% το
2009, αλλά μειωμένο ως προς το ποσοστό ανεργίας του Δεκέμβρη του 2013
που βρισκόταν στο 27,5%. Ο αριθμός των ανέργων βρίσκεται στα 1,32 εκατ.
και των απασχολούμενων στα 3,6 εκατ. Η ανεργία στους νέους 15-24 ετών
αγγίζει το 57%, ενώ στην επόμενη ηλικιακή κατηγορία 25-34 είναι στο 36%.
Είναι προφανές ότι η υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στα επίπεδα που
βρισκόταν πριν την εκδήλωση της κρίσης απαιτεί σχεδόν 1 εκατ. θέσεις εργασίας και δεν αναμένεται να συμβεί στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.
ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟ 2014
Οι
διάφορες προβλέψεις για την Ελληνική Οικονομία αντανακλούν και τους
πολιτικούς στόχους των συγγραφέων τους και για το λόγο αυτό δεν μπορούν
να θεωρούνται ως απολύτως αντικειμενικές. Ωστόσο, καθώς οι προβλέψεις
κρίνονται, σε μεθύστερο χρόνο, από την ίδια την πραγματικότητα, μπορούμε
βάσιμα να θεωρήσουμε ότι αποδίδουν, ως ένα βαθμό, την πραγματική τάση.
Οι περισσότερες προβλέψεις εκτιμούν ότι το 2014 η ετήσια μεταβολή του
ΑΕΠ θα βρίσκεται γύρω από το μηδέν και ότι μέσα στο 2014 η οικονομία θα
περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το σύνολο πρακτικά των προβλέψεων
κάνει λόγο για χρονιά κρίσιμη για την έξοδο από την 6ετή κρίση, για το
πέρασμα σε φάση ασταθούς και σχετικά περιορισμένης ανάκαμψης. Υπάρχει
ωστόσο διαφοροποίηση για το χρονικό σημείο αλλαγής, αν θα είναι το
τρέχον (2014) ή το επόμενο (2015) έτος. Όμως δεν αμφισβητείται ο ασταθής
και σχετικά περιορισμένος ρυθμός ανάκαμψης.
Αναλυτικότερα:
- Το ΥΠΟΙΚ, βάσει και των προβλέψεων Ευρωπαϊκής Επιτροπής - ΔΝΤ,
εκτιμά ότι το ΑΕΠ θ’ αυξηθεί κατά 0,6% το 2014, ως συνέπεια της
ενίσχυσης των εξαγωγών και των επενδύσεων, ενώ η ίδια έκθεση εκτιμά ότι η
κατανάλωση θα μειωθεί και το 2014. Ειδικότερα, προβλέπεται μείωση 1,6%
στην ιδιωτική κατανάλωση, 4% στη δημόσια κατανάλωση και 1,6% στις
εισαγωγές. Αντίθετα, προβλέπεται αύξηση 5,3% στις επενδύσεις και 4,6%
στις εξαγωγές. Ωστόσο οι προβλέψεις για τέτοιου μεγέθους αυξήσεις στις
επενδύσεις και στις εξαγωγές ενδέχεται να είναι υπερβολικές.
- Η ΤτΕ εκτιμά, στη μεσοπρόθεσμη έκθεση για το 2014, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 0,5% του ΑΕΠ.
-
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ για το 2014 στο -0,4%, ωστόσο
κάνει λόγο για «θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που αναμένονται το 2014»,
εκτιμώντας επίσης ότι ο τριμηνιαίος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι θετικός
μέσα στο 2014.
- Το ΚΕΠΕ προβλέπει μηδενικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο του 2014, επισημαίνοντας ότι «η
καταγραφή μηδενικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο
του 2014 δύναται να προέλθει από τη σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών και
τη σταδιακή ανάκαμψη των επενδύσεων. Αντιθέτως, δεν μπορεί να
αποκλειστεί μια παράταση της χρονικής περιόδου παραμονής της ελληνικής
οικονομίας σε καθεστώς ύφεσης στην περίπτωση μιας ενδεχόμενης επιβολής
νέων δημοσιονομικών μέτρων που θα επιδεινώσουν τις συνθήκες στην αγορά
εργασίας, αλλά και τυχόν καθυστερήσεων στην εφαρμογή των αναγκαίων
θεσμικών μεταρρυθμίσεων».
-
Η Ernest & Young κάνει λόγο για ετήσιο αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης που
θα διαμορφωθεί στο -0,7% για το 2014, με το σημείο καμπής να βρίσκεται
στα τέλη του 2014.
-
Η Εθνική Τράπεζα κάνει λόγο για ανάπτυξη 0,7% σε ετήσια βάση για το
2014, με την οικονομία να περνά σε φάση αναζωογόνησης το β΄ τρίμηνο του
2014.
- Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2014, της τάξης 0,4% έως 1%.
- Η βρετανική εφημερίδα «Economist» προβλέπει μείωση του ΑΕΠ κατά 1% για το 2014.
ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ο γενικός στόχος της κρατικής πολιτικής διαχρονικά, είναι
η υποβοήθηση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου,
διαδικασία που υφίσταται νομοτελειακές τάσεις. Στις φάσεις κρίσης, η
άμεση κρατική παρέμβαση στις επενδύσεις γίνεται εμφανώς πιο αδύναμη.
Θεμελιακός άξονας της αστικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και όξυνσης του ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά, είναι η πολιτική φθηνότερης εργατικής δύναμης και αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης.
Βασικές πλευρές της αστικής πολιτικής είναι η πολύμορφη κρατική στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων από τον κρατικό προϋπολογισμό, με φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις, κρατικές αγορές, νομοθετικές παρεμβάσεις που διευκολύνουν την επιχειρηματική δράση και γενικευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων γης κι επιχειρήσεων που ανήκουν στο κράτος, που στοχεύει και στη δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας, για να βρουν τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια των ομίλων διέξοδο.
Η δημοσιονομική θωράκιση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, που αποτελεί κεντρικό διακύβευμα της περιόδου, πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα από αυτούς τους άξονες. Στοχεύει στην αυξημένη αναδιανομή ενός τμήματος του κοινωνικού προϊόντος κυρίως προς τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Για να προωθήσει αυτές τις ρυθμίσεις, η κυβέρνηση προσπαθεί να «χρυσώσει το χάπι». Προβάλλει τη διανομή του περιβόητου κοινωνικού μερίσματος, ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ.
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση επιστρέφει σε κοινωνικές ομάδες ακραίας
φτώχειας και στο «ένστολο δυναμικό» του αστικού κράτους εφάπαξ ένα εξαιρετικά μικρό κομμάτι από τα δεκάδες δισ. ευρώ που έχουν καταβάλει οι εργαζόμενοι όλο το προηγούμενο διάστημα. Σημειώνουμε ότι η μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 3% και οι σημαντικές περικοπές στους μισθούς των εργαζομένων αποτελούν νέα, επιπρόσθετη αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων, πολλαπλάσια των 500 εκατ. ευρώ του κοινωνικού μερίσματος.
Την
ίδια στιγμή, όπως είδαμε και προηγουμένως, η κρίση δεν έχει ανάλογα
αποτελέσματα σε όλες τις μερίδες του κεφαλαίου, αντίθετα, ορισμένα
τμήματά του έχουν πληγεί περισσότερο από άλλα. Η φάση της ανάκαμψης θα
έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Αυτό οδηγεί σε αποκλίνοντα συμφέροντα
των διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου και στην απαίτηση διαφορετικών
επιμέρους κρατικών ρυθμίσεων που να εξυπηρετούν αυτές τις ανάγκες.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνική ιδιορρυθμία ή πρωτοτυπία. Στην
πραγματικότητα, αυτή η απόκλιση συμφερόντων ανάμεσα σε μερίδες του
κεφαλαίου, μονοπωλιακούς ομίλους και κράτη και η διαπάλη για τον
επιμερισμό των βαρών της κρίσης και των κερδών της καπιταλιστικής
ανάπτυξης διατρέχει ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία, σε ευρωπαϊκό
και παγκόσμιο επίπεδο. Αποτελεί την αντικειμενική οικονομική βάση πάνω
στην οποία ξεδιπλώνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε ολόκληρο
τον πλανήτη και στην περιοχή μας, οι οποίες επιδρούν και στην Ελλάδα. Η αστική διαχείριση επηρεάζεται από το σύνολο αυτών των αντιθέσεων, εγχώριων και ξένων, και αποπειράται να τις συγκεράσει.
ΚΛΑΔΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Συγχρόνως,
μια σειρά από αντικειμενικές παραμέτρους που σχετίζονται με τη γενική
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της οικονομίας των σχετιζόμενων
με αυτή χωρών, τη γεωπολιτική θέση, τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται
στη χώρα, αλλά και οι προαναφερθείσες αντιθέσεις, διαμορφώνουν μια σειρά
από κλάδους προτεραιότητας για την καπιταλιστική ανάπτυξη της επόμενης
μέρας που θα τύχουν των πιο ευνοϊκών κρατικών ρυθμίσεων, κλάδους στους
οποίους θα στραφεί μεγάλο τμήμα της σχετικής κρατικής χρηματοδότησης.
Έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι η αντικειμενικότητα αυτών των
επιλογών είναι με κριτήριο την κερδοφορία του κεφαλαίου και όχι γενική
αντικειμενικότητα με κριτήριο τις δυνατότητες ικανοποίησης των
κοινωνικών αναγκών.
Στον καπιταλισμό, το κοινωνικό κεφάλαιο συγκροτείται ως ένα
σύμπλεγμα αλληλοεξαρτώμενων επιμέρους κεφαλαίων που δρουν ανταγωνιστικά
μεταξύ τους, σε επίπεδο κλάδου, σε διακλαδικό επίπεδο, σε επίπεδο
χώρας, με στόχο το κέρδος. Για το λόγο αυτό, στον καπιταλισμό δεν
υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένος, ενιαίος και πλήρης
σχεδιασμός της οικονομικής ζωής. Το κάθε σχέδιο είναι αναγκαστικά μερικό
και ατελές και συχνά αναπτύσσονται διαφορετικά, ίσως και ανταγωνιστικά
σχέδια, από διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου.
Βασικότεροι
σχεδιασμοί για την «επόμενη μέρα» της ελληνικής οικονομίας είναι η
μελέτη για λογαριασμό του ΣΕΒ και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών που
εκπόνησε η McKinsey&Company ήδη από το 20112, ενώ μια οπτική πιο κοντά στις θέσεις του εφοπλιστικού κεφαλαίου αποτυπώνει η σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ3. Αναπτυξιακό σχέδιο εκπόνησε και το ΚΕΠΕ4.
Στη βάση αυτών των σχεδίων, καταρτίστηκε από την κυβέρνηση ένα «εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο»
που θέτει τους κλαδικούς άξονες προτεραιότητας, ενώ συνδέεται και με το
«ελληνικό αναπτυξιακό ταμείο», στο οποίο αναφερόμαστε παρακάτω. Το
σχέδιο αυτό προβλέπει ότι βασικοί κλάδοι προτεραιότητας για την
καπιταλιστική ανάπτυξη του επόμενου διαστήματος είναι οι παρακάτω:
α)
Ο κλάδος των μεταφορών, θαλάσσιων και χερσαίων, και γενικότερα της
εφοδιαστικής αλυσίδας. Η καπιταλιστική δραστηριότητα σ’ αυτόν τον κλάδο
περιλαμβάνει, εκτός από το ισχυρό στην Ελλάδα εφοπλιστικό κεφάλαιο, και
τη διαδικασία της διαμετακόμισης εμπορευμάτων προς άλλους προορισμούς.
Πρόκειται για το γνωστό μοντέλο της «Ελλάδας ως πύλης εισόδου»
εμπορευμάτων κι ενέργειας στην ΕΕ.
β)
Ο ευρύς κλάδος του τουρισμού, που περιλαμβάνει από μεγάλα τουριστικά
καταλύματα, τα τουριστικά χωριά και τις κρουαζιέρες, έως τον ιατρικό και
τον εκπαιδευτικό τουρισμό.
γ)
Ο κλάδος της ενέργειας, από την εξόρυξη των ενεργειακών κοιτασμάτων που
φαίνεται ότι βρίσκονται στη χώρα, μέχρι την παραγωγή ενέργειας, κυρίως
από ΑΠΕ, αλλά και την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας για
τη μεταφορά ενεργειακών εμπορευμάτων προς την ΕΕ.
δ)
Το λεγόμενο αγροδιατροφικό σύμπλεγμα, η παραγωγή και η τυποποίηση
αγροτικών προϊόντων και γενικότερα η βιομηχανία τροφίμων, με κεντρικό
στόχο τον εξαγωγικό προσανατολισμό στον κλάδο αυτό. Δίνεται έμφαση στον
κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας.
ε)
Ο κλάδος των κατασκευών αναμένεται να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο,
όχι ωστόσο στα επίπεδα που βρισκόταν πριν την εκδήλωση της κρίσης.
Ειδικότερα η ανάπτυξη νέων τουριστικών εγκαταστάσεων και υποδομών
απαιτεί σημαντική κατασκευαστική δραστηριότητα.
στ)
Τέλος, μια ολόκληρη σειρά από επιμέρους μικρότερης εμβέλειας
οικονομικές δραστηριότητες, υποστηρικτικές των παραπάνω (λ.χ., μονάδες
συναρμολόγησης τελικών εμπορευμάτων για να έχουν ευρωπαϊκή πιστοποίηση
κλπ.), αναμένεται να συνθέσουν το παζλ των καπιταλιστικών επενδύσεων της
επόμενης περιόδου στη χώρα, ενώ και η παραγωγή φαρμάκων (κυρίως
αντιγράφων) φωτογραφίζεται ως κλάδος προτεραιότητας.
Η
καπιταλιστική ανάπτυξη στους συγκεκριμένους κλάδους δε θα έχει
φιλολαϊκό προσανατολισμό και αποτέλεσμα. Η αναμενόμενη αύξηση του
παραγόμενου προϊόντος δε θ’ αξιοποιηθεί για να καλύψει τις διευρυνόμενες
λαϊκές ανάγκες.
Για
παράδειγμα, η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη του τουριστικού τομέα δε στοχεύει
στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών για ανάπαυση, αλλά στην
«εξωστρέφεια», δηλαδή στην προσέλκυση τουρισμού από το εξωτερικό με
στόχο το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους. Την ίδια στιγμή, αναγκαίος όρος
για την προώθηση αυτών των επενδύσεων είναι η διασφάλιση φθηνότερης
εργατικής δύναμης ώστε να επιτυγχάνεται η κερδοφορία των επενδύσεων των
ομίλων, με χαμηλότερες, ανταγωνιστικότερες τιμές σε σχέση μ’ εκείνες των
γειτονικών χωρών (π.χ., Τουρκία).
Η ΦΘΗΝΟΤΕΡΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΩΣ ΒΑΣΙΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Η
φθηνότερη εργατική δύναμη και η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης είναι ο
θεμελιακός μηχανισμός αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε συνθήκες
έντασης του διεθνούς ανταγωνισμού και μεγαλύτερης δυσκολίας να
επανέλθουν οι ευρωπαϊκές και όχι μόνο οικονομίες σε επίπεδα παραγωγής
μεγαλύτερα των προ κρίσης. Μετά από τη δραστική μείωση των μισθών την
τελευταία περίοδο, λαμβάνονται και νέα μέτρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Η
κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με την ΕΕ να προωθήσει ένα σχετικό πακέτο
μέτρων, κομμάτι του οποίου ενσωματώθηκε και στον πολυνόμο που ψηφίστηκε
στις αρχές του Απρίλη. Βασικές συνιστώσες είναι οι σημαντικές μειώσεις
των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών σχεδόν κατά 3% κι επιπλέον μείωση
των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1%. Η δραστική αυτή
περικοπή των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών πρακτικά οδηγεί σε
σημαντική περικοπή των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων και σε νέες
δραστικές μειώσεις στις συντάξεις. Δεμένο μ’ αυτήν την εξέλιξη είναι και
το κυβερνητικό σχέδιο για συνενώσεις των ασφαλιστικών ταμείων, δηλαδή
για νέα περαιτέρω εξίσωση προς τα κάτω των παροχών των ταμείων.
Συγχρόνως προωθείται, μέσα στο 2014, πραγματική κατεδάφιση όσων δικαιωμάτων έχουν απομείνει,
με πλήρη απελευθέρωση της λειτουργίας των επιχειρήσεων ενοικίασης
εργαζομένων, κατάργηση των τριετιών και των μισθολογικών ωριμάνσεων για
τους μακροχρόνια ανέργους, επαναφορά του εργοδοτικού lockout και
σημαντική απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Η επίθεση στα δικαιώματα
των μισθωτών αποτελεί βασικό μηχανισμό διασφάλισης φθηνότερης εργατικής δύναμης.
Η εργασία των «μακροχρόνια ανέργων» χωρίς τριετίες, δηλαδή μόνιμα με
τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ, σε μια οικονομία που το ποσοστό
ανεργίας υπερβαίνει το 27% και το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας
φτάνει πλέον το 71% των ανέργων, ισοδυναμεί με δραστική μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης,
αφού θα συμπαρασύρει το σύνολο των μισθών προς αυτά τα επίπεδα, ειδικά
αν συμπεριλάβει κανείς την απελευθέρωση απολύσεων και την αποδόμηση των
όποιων προστατευτικών δικλείδων υπήρχαν στην εργατική νομοθεσία. Στην
ίδια κατεύθυνση εξάλλου εντάσσονται και τα μέτρα προώθησης της πολιτικής
της ΕΕ για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, για παράδειγμα των
μηχανικών, που εντάχτηκαν στον εν λόγω πολυνόμο. Η προώθηση της απελευθέρωσης στοχεύει στη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ομίλων, με διπλό τρόπο:
Από τη μία η απελευθέρωση, τελικά, καθιστά όλο και πιο δύσκολη την
εργασία των αυτοαπασχολούμενων στον κλάδο και αντικειμενικά επιταχύνει
τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση στον κλάδο, εξασφαλίζοντας νέα
επενδυτικά πεδία για τους μεγάλους ομίλους. Από την άλλη, η
προλεταριοποίηση των αυτοαπασχολούμενων και η προς τα κάτω εξίσωση
δικαιωμάτων, μέσα από την απελευθέρωση, οδηγεί σε σημαντική πίεση των
μισθών προς τα κάτω συνολικά στον κλάδο.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Εξετάζοντας
τη δημοσιονομική πολιτική, έχει κρίσιμη σημασία να κατανοηθεί η ταξική
φύση του προϋπολογισμού ως εργαλείου αναδιανομής προς όφελος του μεγάλου
κεφαλαίου.
Τη
συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013, για το οποίο έχει γίνει
πολύς λόγος, πρέπει να την δούμε υπ’ αυτό το πρίσμα. Το πραγματικό
ερώτημα και δίλλημα δεν είναι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος
και το ποσοστό που θα διανεμηθεί, οι πιθανές λογιστικές αλχημείες για
να εμφανιστεί και να διευρυνθεί το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά ποιος πληρώνει τον κρατικό προϋπολογισμό από τη μια και ποιος ωφελείται από αυτόν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, στη βάση
των προαναφερθέντων νέων μέτρων για το 2014 -στην πραγματικότητα στη
βάση της χρεοκοπίας του λαού- το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θ’
απογειωθεί στα 4,2 δισ. ευρώ (από 1,5 δισ. ευρώ για το 2013) και θα φτάσει στο 2,3% του ΑΕΠ (από 0,8% φέτος).
Γενικά, ο
κρατικός προϋπολογισμός του 2014, ως εργαλείο της δημοσιονομικής
διαχείρισης, επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση των εργαζομένων. Περιλαμβάνει συνολικά μέτρα ακόμη 5,3 δισ. ευρώ μέσα από τη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων
και τη δραστική συρρίκνωση των κονδυλίων για την κάλυψη των λαϊκών
αναγκών. Από αυτά, τα 2,1 δισ. ευρώ αφορούν την αύξηση των φορολογικών
εσόδων και θα προέλθουν από την αύξηση της φορολογίας των μισθωτών,
συνταξιούχων, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, εξαιτίας του νέου νόμου
για τη φορολογία εισοδήματος, που προβλέπει την καθιέρωση νέων
φορολογικών συντελεστών ιδιαίτερα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και
τους αγρότες. Επιπλέον έσοδα θα προέλθουν και από τη φορολογία των ακινήτων, η οποία θα επεκταθεί σ’ όλα τα ακίνητα και τ’ αγροτεμάχια, επιβαρύνοντας ιδιαίτερα τη μικρή ιδιοκτησία. Την ίδια ώρα διευρύνονται οι φοροαπαλλαγές προς το μεγάλο κεφάλαιο. Τα υπόλοιπα 3,2 δισ. ευρώ αφορούν τη
μείωση των δαπανών για την υγεία, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα
προνοιακά επιδόματα και τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.
Ωστόσο,
πέραν των δημοσιονομικών μέτρων του προϋπολογισμού του 2014, είναι
ανοιχτό το ενδεχόμενο λήψης νέων πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικού
χαρακτήρα την επόμενη περίοδο. Η ανάγκη πρόσθετων μέτρων αφορά τους
στόχους εσόδων - εξόδων που έχουν τεθεί με βάση το Πρόγραμμα Οικονομικής
Πολιτικής (το λεγόμενο δημοσιονομικό κενό), καθώς και τ’ απαιτούμενα
κεφάλαια για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων του επόμενου
διαστήματος (το λεγόμενο χρηματοδοτικό κενό). Ήδη, στις αρχές Απρίλη, με
τον πολυνόμο που ψηφίστηκε, προωθήθηκαν μια σειρά φορολογικές ρυθμίσεις
κυρίως μονιμοποίηση ρυθμίσεων που είχαν τάχα έκτακτο χαρακτήρα (εισφορά
αλληλεγγύης κλπ.) και στην ουσία συνιστούν πρόσθετα μέτρα.
Ενδέχεται ωστόσο, να συμπεριληφθεί νέο πακέτο μέτρων σε μια συνολική αναθεώρηση του δανειακού προγράμματος. Πιθανό
σενάριο είναι ένα τρίτο μνημόνιο, με το οποίο θα ελαττώνεται το ύψος
του δανεισμού και τα επιτόκια ή θα επιμηκύνεται ο χρόνος αποπληρωμής, θα
μειώνονται συνεπώς οι ανάγκες για αυξημένους τόκους τα επόμενα χρόνια,
αλλά και θα περιλαμβάνονται νέα μέτρα περιορισμού των δημόσιων δαπανών,
που θ’ αποβαίνουν όχι σε βάρος του κεφαλαίου, αλλά των κοινωνικών
αναγκών. Οι πρόσφατες δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών (π.χ., Σόιμπλε) επιβεβαιώνουν την πιθανότητα ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Πρέπει
να σταθούμε και στην έκδοση κρατικών ομολόγων ύψους 2,5 δισ. που
προχώρησε το ΥΠΟΙΚ στις αρχές Απρίλη και αναγορεύτηκε από την κυβέρνηση
και μερίδα του αστικού Τύπου ως «μεγάλη επιτυχία», «ως επισφράγισμα των
αγορών στο «ελληνικό success story». Καταρχάς, σε τεχνικό επίπεδο, η
έκδοση αφορά ομόλογο σχετικά μικρής χρονικής διάρκειας (5 χρόνια), που
θα πρέπει ν’ αποπληρωθεί πριν τελειώσει η «περίοδος χάριτος» για τα
δάνεια από την ΕΕ, δηλαδή σε μια περίοδο σχετικά χαμηλότερων απαιτήσεων
για τοκοχρεολύσια. Επίσης, η έκδοση είναι υπό αγγλικό δίκαιο και όχι υπό
ελληνικό, που σημαίνει ότι δεν υπόκειται σε κίνδυνο «κουρέματος» από
ελληνικής πλευράς. Τέλος, το ποσό είναι πολύ μικρό, μόλις 2,5 δισ., ποσό
πολύ μικρότερο από τον κύριο όγκο του ελληνικού χρέους ή το ύψος των
τοκοχρεολυσίων που αποπληρώνονται ετησίως. Συνυπολογίζοντας και τις
τρεις παραμέτρους, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η κυβερνητική θέση για «γενική εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική ανάκαμψη» λόγω της έκδοσης των ομολόγων είναι παρακινδυνευμένη.
Οι τραπεζικοί όμιλοι τοποθετούν ένα μικρό ποσό κεφαλαίων -πρακτικά με
εξασφαλισμένη επιστροφή και υψηλή απόδοση- και η κυβέρνηση αξιοποιεί την
έκδοση προπαγανδιστικά για να τονίσει την επιτυχία του κυβερνητικού
προγράμματος εξόδου από την κρίση.
Η κριτική μας στη συγκεκριμένη εξέλιξη δε βασίζεται στην παραπάνω τεχνική τεκμηρίωση, αλλά επικεντρώνεται στον ενδογενώς αντιλαϊκό χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που αναφέραμε προηγουμένως, και στην ταξική φύση του κρατικού προϋπολογισμού και των κρατικών δαπανών. Είναι κρίσιμο να κατανοηθεί από τους εργαζομένους ότι η
διασφάλιση φθηνότερου χρήματος μέσω των αγορών δε θα αξιοποιηθεί για
την επαναφορά του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος στο προ κρίσης
επίπεδο, αλλά θα αξιοποιηθεί για την περαιτέρω χρηματοδότηση των
μονοπωλιακών ομίλων και της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Τον ίδιο προσανατολισμό, της βελτίωσης των όρων χρηματοδότησης του κεφαλαίου και ενίσχυσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης,
έχει και το «ελληνικό επενδυτικό ταμείο» που θα ξεκινήσει να λειτουργεί
στις αρχές Ιούνη. Το συγκεκριμένο ταμείο αποτελεί όχημα με το οποίο θα
χρηματοδοτούν καπιταλιστικές επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς η
Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η γερμανική KfW, η οποία ενδέχεται ν’
αναλάβει και τη διεύθυνση του ταμείου.5 Η «αυστηρή προσήλωση του Ταμείου σε χρηματοδοτήσεις με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια»,
την οποία τόνισε στην υπογραφή της συμφωνίας ο αντιπρόεδρος της KfW,
αποδεικνύει, για μια ακόμα φορά, πως στον καπιταλισμό κριτήριο του
τραπεζικού δανεισμού είναι το ποσοστό κέρδους και όχι οι λαϊκές ανάγκες.
Μοναδικοί κερδισμένοι από το εν λόγω ταμείο θα είναι το κεφάλαιο, που
ενδέχεται να βελτιώσει τους όρους δανεισμού του, και οι κάθε λογής
επενδυτές που θα συνεισφέρουν κεφάλαια στο ταμείο εξασφαλίζοντας μεγάλα
κέρδη.
ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ «ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ»
Βασικό
συστατικό της κρατικής πολιτικής είναι η προώθηση μιας σειράς κρατικών
ρυθμίσεων που στόχο έχουν να διευκολύνουν τις καπιταλιστικές επενδύσεις
και να θωρακίσουν την κερδοφορία τους.
Η ενσωμάτωση των λεγόμενων προτάσεων ΟΟΣΑ για την ανταγωνιστικότητα
μέσα στον πολυνόμο - «σκούπα» που ψήφισε η κυβέρνηση στις αρχές Απρίλη
είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Η δέσμη προτάσεων του ΟΟΣΑ αφορούσε
τέσσερις τομείς: Τον τομέα επεξεργασίας τροφίμων, τη λιανική πώληση, τον
τομέα των δομικών υλικών και τον τομέα του τουρισμού. Τα προτεινόμενα
μέτρα του ΟΟΣΑ στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της
κερδοφορίας των ομίλων, στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης και
συγκεντροποίησης, στην άρση φραγμών που δυσχέραιναν τη διευρυμένη
αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Σε ορισμένες ωστόσο περιπτώσεις, οι προτάσεις
του ΟΟΣΑ αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη από ορισμένα τμήματα του
κεφαλαίου. Χαρακτηριστικές είναι οι πολλαπλές αρνητικές αναφορές του προέδρου του ΤΕΕ Χ. Σπίρτζη στην καθιέρωση ευρωπαϊκών προτύπων στα δομικά υλικά που
προτείνεται στις προτάσεις του ΟΟΣΑ (π.χ., αναφέρεται ότι η εναρμόνιση
της ελληνικής νομοθεσίας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα θα οδηγήσει σε άρση
φραγμών εισόδου σε παραγωγούς τσιμέντου και πρόσθετων), και η αντίθεση
και διαπάλη σχετικά με το γάλα (βλέπε «Ριζοσπάστη», 13 Απρίλη 2014).
Η
κυβερνητική διαχειριστική πολιτική στοχεύει στην επιτάχυνση των
αποκρατικοποιήσεων, τόσο γης όσο και κρατικών μεριδίων σε επιχειρήσεις,
όπως στη ΔΕΗ, με ταυτόχρονη προώθηση μεταρρυθμίσεων στην αγορά
ηλεκτρικής ενέργειας. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, προτάσσοντας ως
αιτιολόγηση τον «εξορθολογισμό των τιμολογιακών πολιτικών για να
εξασφαλιστεί η επαρκής ανάκτηση του κόστους», προωθεί νέες δραστικές αυξήσεις στα τιμολόγια για τους λαϊκούς καταναλωτές.
Ήδη προχώρησε η πώληση του χώρου του Ελληνικού στον όμιλο Λάτση και
δρομολογείται η πώληση επιχειρήσεων ύδρευσης Αθήνας και Θεσσαλονίκης,
της ΤΡΑΙΝΟΣΕ κ.ά.
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων γης και κρατικών επιχειρήσεων δεν
αποτελεί μια τυχαία επιλογή της σημερινής κυβέρνησης και της σημερινής
μορφής διαχείρισης. Αντίθετα, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων προωθείται
σε ολόκληρη την ΕΕ, όλο το προηγούμενο διάστημα, και κωδικοποιείται σε
όλα τα κείμενα που κατευθύνουν την πολιτική της ΕΕ.
Τέλος, την περίοδο αυτή προωθούνται και οι ρυθμίσεις που αφορούν το δεύτερο γύρο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Το βάθεμα της κρίσης, το νέο κούρεμα των κρατικών ομολόγων και οι νέες
επισφάλειες οδηγούν σε νέο γύρο απαξίωσης του κεφαλαίου στον τραπεζικό
τομέα, καθιστώντας στην πραγματικότητα απαραίτητη τη νέα
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του
κεφαλαίου (βλέπε «Ριζοσπάστη» 6 Απρίλη 2014).
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ
Βασική πλευρά αποτελεί η διαπάλη για το μέλλον των τραπεζών. Με
αφορμή τις νέες ρυθμίσεις για την ανακεφαλαιοποίηση, εξελίσσεται μια
έντονη αντιπαράθεση των δύο πόλων του αστικού πολιτικού συστήματος. Το
πραγματικό περιεχόμενο αυτής της αντιπαράθεσης είναι ο έλεγχος του
ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τα μερίδια αγοράς των διαφορετικών
μονοπωλιακών ομίλων. Επίδικο της αντιπαράθεσης αποτέλεσε από τη μία ο
αγοραστής και οι όροι αγοράς της Eurobank και από την άλλη η μετοχική
σύνθεση των άλλων τριών συστημικών τραπεζών, την οποία καθορίζουν οι
όροι ανακεφαλαιοποίησης και διάθεσης των δικαιωμάτων προαίρεσης που
διαθέτουν οι σημερινοί μεγαλομέτοχοι.
Βασική
εξέλιξη αποτελεί η σύμπλευση ΣΥΡΙΖΑ και τμήματος της σοσιαλδημοκρατίας
υπό τον Γ. Α. Παπανδρέου με όχημα την αντίθεση στις νέες ρυθμίσεις
ανακεφαλαιοποίησης. Εμφανίζουν τις τελευταίες ρυθμίσεις για τις
τράπεζες ως παράδοσή τους σε κερδοσκοπικούς ομίλους και στα «golden boys
του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για
την ανάγκη ενός κρατικού τραπεζικού πυλώνα που τάχα θα δρα σε φιλολαϊκή
κατεύθυνση.
Από την άλλη, ο
κυβερνητικός πόλος της ΝΔ με το τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας υπό τον Ευ.
Βενιζέλο προωθεί τη συγκεκριμένη νομική ρύθμιση, κάνοντας λόγο για
ανάγκη άμεσης ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού τομέα προκειμένου να
συμβάλει στην επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Όσον αφορά το
περιεχόμενο της ρύθμισης και την κατηγορία ότι ευνοούνται οι
μεγαλομέτοχοι των τραπεζών, η κυβερνητική πλευρά αντιπαραθέτει δύο
βασικά επιχειρήματα: «Η κρίση των τραπεζών προήλθε, κυρίως, από το
“κούρεμα” στα ελληνικά ομόλογα και αυτό είχε ένα μεγάλο όφελος σε όρους
δημοσίου χρέους», δήλωσε ο Γ. Στουρνάρας στη Βουλή, ενώ το δεύτερο
κυβερνητικό επιχείρημα στοιχίζεται πίσω από την τοποθέτηση της Κομισιόν,
όπως αυτή κωδικοποιείται στην επιστολή Αλμούνια, η οποία προτρέπει σε
ανταγωνιστικές τιμές έκδοσης των νέων μετοχών για την προσέλκυση
ιδιωτών.
Ταυτόχρονα,
επιχειρηματικές πηγές αναφέρουν ότι μια σειρά από επενδυτικά σχήματα
(funds) ετοιμάζονται για επενδύσεις στην ελληνική οικονομία. Είκοσι
επενδυτικά σχήματα, κυρίως αμερικανικής προέλευσης, με κεφάλαια της
τάξης των 20-30 δισ. ευρώ, ετοιμάζονται για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας
στον ελληνικό καπιταλισμό, σε επενδύσεις στον τουρισμό, σε ακίνητη
περιουσία, στις τράπεζες, αλλά και στον πρωτογενή τομέα. Ως τέτοια
σχήματα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα Oak Tree, Eaton Fund, York Capital,
Baupost, Third Point κ.ά.
Ανάλογη
αντιπαράθεση ανάμεσα σε μονοπώλια και κέντρα για τον έλεγχο στρατηγικών
τομέων της οικονομίας εξελίσσεται και στην υπόλοιπη οικονομία. Μετά
από την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης στο σύστημα φυσικού αερίου και
του ΤΑΡ, βασικοί τομείς που αναμένεται το επόμενο διάστημα οξυμένη
διαπάλη μεταξύ ομίλων είναι α) οι μεταφορές, με βασικά επίδικα την
ΤΡΑΙΝΟΣΕ και το λιμάνι Θεσσαλονίκης, αλλά και μια σειρά περιφερειακά
λιμάνια και αεροδρόμια, β) ο κλάδος της ενέργειας, με πρώτο σταθμό την
ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ, ενώ ακολουθεί η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και του
συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γ) ο κλάδος των ορυχείων -
εξόρυξης πετρελαίων.
Στον τομέα των μεταφορών: Τρία
επενδυτικά σχήματα εκδήλωσαν ενδιαφέρον ν’ αποκτήσουν το 100% της
ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Ειδικότερα οι ρουμανικοί (Caile Ferate Române - CFR), οι
γαλλικοί SNCF (Société Nationale des Chemins de fer Français) και οι
ρωσικοί RZD (Россий-
ские железные дороги) σιδηρόδρομοι, που κατέβηκαν μαζί με τον ελληνικό όμιλο της ΓΕΚ - ΤΕΡΝΑ, αποτελούν τα 3 σχήματα που εκδήλωσαν αρχικό ενδιαφέρον για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, με τη ρωσική πλευρά να δηλώνει ότι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εξαγορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης «πακέτο».
ские железные дороги) σιδηρόδρομοι, που κατέβηκαν μαζί με τον ελληνικό όμιλο της ΓΕΚ - ΤΕΡΝΑ, αποτελούν τα 3 σχήματα που εκδήλωσαν αρχικό ενδιαφέρον για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, με τη ρωσική πλευρά να δηλώνει ότι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εξαγορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης «πακέτο».
Στον τομέα εξόρυξης, ειδικά πετρελαίου, αναμένεται όξυνση της διαπάλης το επόμενο διάστημα. Η ολοκλήρωση των σεισμικών ερευνών από τη νορβηγοαμερικανική εταιρία PGS6
αναδεικνύει σημαντικές πιθανότητες ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου, και
ήδη μια σειρά όμιλοι σπεύδουν ν’ αποκτήσουν ισχυρές θέσεις στη
διεκδίκησή τους. Πρώτη πράξη αυτών των κινήσεων είναι η εξαγορά των εγκαταστάσεων στον Πρίνο από τη βρετανική ΒΡ.
Το συμβόλαιο αναφέρεται ότι έχει ύψος 500 εκατ. ευρώ, υπολογίζοντας την
ποσότητα πετρελαίου που θα εξορυχτεί την επόμενη εξαετία. Ωστόσο η
πραγματική ποσότητα πετρελαίου που θα εξορυχτεί ενδέχεται να είναι
σημαντικά αυξημένη. Ήδη αναφέρεται ότι σχεδιάζονται νέες γεωτρήσεις στην
περιοχή του Πρίνου, ενώ και τα πρόσφατα επεισόδια στην περιοχή της
βραχονησίδας Ζουράφας (Λαδοξέρας) που βρίσκονται στην περιοχή του Πρίνου
δεν αποκλείεται να συνδέονται με τη συγκεκριμένη επενδυτική κίνηση της
ΒΡ. Η σημασία της συγκεκριμένης επένδυσης αντανακλάται και στην παρουσία
του Βρετανού πρέσβη κατά την υπογραφή της.
Ενδεικτικό
του διεθνούς ενδιαφέροντος για την εξόρυξη υδρογονανθράκων είναι η
παρουσία πολλών πετρελαϊκών ομίλων σε σχετικά συνέδρια που έγιναν το
περασμένο διάστημα στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται οι
ExxonMobil (ΗΠΑ), Repsol (Ισπανία), Gazpromneft (Ρωσία), Shell (Ολλανδία
- Βρετανία), Dana Petroleum (Βρετανία), Spectrum (Νορβηγία), NIS
(Σερβία), INA (Κροατία), Bulgartransgas (Βουλγαρία) και Stream Oil
(Αλβανία), μαζί τις ελληνικές ΕΛΠΕ, και Energean Oil, Chevron (ΗΠΑ),
E.ON, Noble Energy, Gazprom (Ρωσία), RWE (Γερμανία), Adlat Investment,
Anna Energy, Circle Oil plc, Hunt Oil Company of Romania, ANCAP, Joshua
Capital, TPAO, Spectrum, Turkish Petroleum Corporation, Petronas,
Blacbourn Geo Consulting. Εκτός από τις εταιρίες, τα συνέδρια
παρακολούθησαν επίσης και πολυάριθμες αντιπροσωπίες από την αμερικανική,
τη γερμανική, τη νορβηγική, τη βρετανική, καθώς και άλλες πρεσβείες
ξένων χωρών στην Αθήνα.
Σημαντική
εξέλιξη είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα σε τμήμα του βιομηχανικού
κεφαλαίου, κυρίως βιομηχάνων γύρω από το μέταλλο, με το κράτος σχετικά
με την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι βιομήχανοι προτάσσουν το
επιχείρημα ότι η υψηλή τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά μη
ανταγωνιστικά τα εμπορεύματά τους στη διεθνή αγορά, ενώ η συζήτηση αφορά
τόσο την τιμή του ρεύματος όσο και την τιμή του φυσικού αερίου.
Χαρακτηριστική είναι η επιστολή της ΕΒΙΚΕΝ στην οποία κατηγορείται η
τιμολογιακή πολιτική στο ρεύμα, αλλά και η κρατική πολιτική που στηρίζει
με 500 εκατ. ευρώ τις ΑΠΕ. Ο ΣΕΒ, με αιχμή το ενεργειακό μίγμα και την
τιμολογιακή πολιτική, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι: «Στη σημερινή
Ελλάδα της ύφεσης και της απο-ανάπτυξης, στην Ελλάδα που αναλαμβάνει σε
λίγες εβδομάδες την προεδρία της ΕΕ, ο όρος “βιομηχανική πολιτική” δεν
υπάρχει στο δημόσιο διάλογο, η λέξη “βιομηχανία” έχει γίνει περίπου
μεταφορική, η έννοια της βιομηχανικής αναγέννησης φαντάζει εξωτική». Ακόμα πιο αποκαλυπτικός ήταν ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΕΒ, σε συνέντευξή του στον Κούλογλου, το Σεπτέμβρη, όπου δήλωνε:
«Σε σχέση δε με τα μνημόνια, επιδοκιμάσαμε τις μεταρρυθμίσεις και τις
θεσμικές αλλαγές που προέβλεπαν, στο βαθμό που αντιστοιχούσαν σε πάγιες
θέσεις του ΣΕΒ. Αν όμως μνημόνιο σημαίνει μόνο περικοπές, φόρους,
λιτότητα, σας λέω ότι το κεφάλαιο που εκπροσωπεί ο ΣΕΒ υπήρξε -το έχω
ξαναπεί- η πρώτη αντιμνημονιακή φωνή […] Δεν έχω πάψει ωστόσο να τονίζω την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής, μιας άλλης συνταγής - και σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πλευρές μιας γενικότερης διεργασίας στο εσωτερικό της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Συγκροτείται ένα τμήμα της που φαίνεται να πιέζει για ένα διαφορετικό
μίγμα διαχείρισης, για περισσότερη χρηματοδότηση προς τους εγχώριους
ομίλους, ενώ βγαίνει πιο επιθετικά στις διαπραγματεύσεις μέσα στην
Ευρωζώνη και τροφοδοτεί εν μέρει τον «ευρωσκεπτικισμό» για χαλαρότερη
σύνδεση με το ευρώ.
Η ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟ ΜΙΓΜΑ
Η
διαπάλη ωστόσο που συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τις ενδοαστικές
αντιθέσεις αφορά τη διαχείριση του κρατικού χρέους και του
δημοσιονομικού μίγματος διαχείρισης.
Η
κυβέρνηση μεταθέτει τη συζήτηση για τον ακριβή τρόπο χρηματοδότησης του
ελληνικού χρέους για μετά από τις διπλές εκλογές του Μάη. Άλλωστε η
διαχείριση του χρηματοδοτικού κενού εμπλέκει αντικειμενικά το ΔΝΤ και
τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, που πρέπει να συναινέσουν για ορισμένες από
τις συγκεκριμένες λύσεις.
Η συζήτηση για το χρηματοδοτικό κενό της επόμενης διετίας αποτελεί στην ουσία μια πλευρά της γενικότερης αντιπαράθεσης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού κρατικού χρέους και το δημοσιονομικό μίγμα.
Γενικότερα
πληθαίνουν οι φωνές στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, σε πανευρωπαϊκό,
αλλά και σε διεθνές επίπεδο, που αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του
ελληνικού κρατικού χρέους. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η
ανάλυση του ΟΟΣΑ, που δημοσιεύει κι ένα εναλλακτικό σενάριο εξέλιξης του
κρατικού χρέους.
Με
βάση το εναλλακτικό σενάριο του ΟΟΣΑ, το κρατικό χρέος το 2020 θα
βρίσκεται στο 157% του ΑΕΠ, πολύ μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο κρατικό
χρέος ύψους 124% που προβλέπει το επίσημο εφαρμοζόμενο σχέδιο. Πέραν
αυτού του εναλλακτικού σεναρίου, ο ΟΟΣΑ κωδικοποιεί και τις επίσημες
υποθέσεις για την εξέλιξη του χρέους, που κάνουν λόγο για 4% μέση
ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ από το 2014 έως το 2020, για 3,8% μέσο όρο
πρωτογενούς πλεονάσματος και για 2,9% μέση ετήσια ονομαστική αύξηση του
ΑΕΠ.
Φυσικά,
μια μέση ετήσια πραγματική αύξηση του ΑΕΠ 2,9% για μια εξαετία δεν
είναι ανήκουστη για τα ελληνικά δεδομένα (την περίοδο 1998-2006
βρισκόταν σε τέτοια επίπεδα). Ωστόσο η καπιταλιστική ανάπτυξη εκείνης
της περιόδου συμπεριέλαβε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τη μεγάλη αύξηση στον
κλάδο των κατασκευών, την εξαγωγή κεφαλαίων στα Βαλκάνια και την
ευρύτερη περιοχή και μια σημαντική αύξηση του συνολικού εξωτερικού
δανεισμού με την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας να
ελαττώνεται από -40% του ΑΕΠ το 2000 σε -85% το 2008 και -109% το 2012.
Σε κάθε περίπτωση, αποκαλύπτεται πως η εξέλιξη του χρέους με βάση το υφιστάμενο σενάριο είναι πραγματικά προβληματική.
Άλλωστε τη θέση αυτή, περί ανάγκης μιας νέας βιώσιμης διαπραγμάτευσης
για το ελληνικό χρέος, την προβάλλουν πλέον διάφορα αστικά επιτελεία
(π.χ., εκθέσεις τραπεζών, παρέμβαση Σημίτη, Σταϊκούρας τον Αύγουστο του
2013). Σ’ αυτές εντάσσεται και η έκθεση του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους (Βουλή των Ελλήνων) του Οκτώβρη του 2013, με την οποία κάνει λόγο για αδυναμία αποπληρωμής των δανείων ως έχουν.
Πρόκειται για εξελίξεις που εντάσσονται στη
γενικότερη αστική διαπάλη για το μίγμα διαχείρισης που εγγυάται την
ταχύτερη έξοδο από την κρίση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Η συζήτηση για τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους συνδέεται
άμεσα με τη διαχείριση των υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών γενικότερα, με
την πορεία που θ’ ακολουθήσει η Ευρωζώνη την επόμενη περίοδο. Εντάσσεται
στις αντιθέσεις Γερμανίας - ΗΠΑ και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της
ΕΕ, που σχετίζονται με τη διαχείριση της κρίσης, τη νομισματική και
δημοσιονομική πολιτική, και τελικά με την όξυνση της ανισόμετρης
ανάπτυξης στο εσωτερικό της ΕΕ και τα αποκλίνοντα συμφέροντα των ομίλων
σε κάθε κράτος.
Στην πραγματικότητα, η διαπάλη αυτή αποτελεί και τη βασική συνιστώσα της αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης με κύρια δύναμη το ΣΥΡΙΖΑ.
Η
κυβέρνηση προβάλλει με πανηγυρικό τρόπο τις τελευταίες δημοσιονομικές
εξελίξεις, το πρωτογενές πλεόνασμα, την έκδοση νέων κρατικών ομολόγων,
τη σταδιακή σταθεροποίηση της οικονομίας. Μιλά για «θυσίες που έπιασαν
τόπο» και για επιστροφή στην ανάπτυξη. Προτάσσει ως λύση για το κρατικό
χρέος μια συμφωνία επιμήκυνσης της διάρκειας αποπληρωμής του, την οποία
ήδη διαπραγματεύεται με την ΕΕ.
Από
την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητεί τις τελευταίες δημοσιονομικές εξελίξεις
κι εμφανίζει την αντιλαϊκή επίθεση ως απότοκο της κρίσης, του μνημονίου
και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που επιβάλλει η Γερμανία και η
Μέρκελ. Προπαγανδίζει ότι η φιλολαϊκή διέξοδος είναι η μεταβολή του
διαχειριστικού μίγματος, συνοδευόμενη από ένα κούρεμα του κρατικού
χρέους, και καλεί τα λαϊκά στρώματα να τον ψηφίσουν ώστε η
«αντιμνημονιακή κυβέρνηση» που θα προκύψει να προχωρήσει σ’ αυτήν την
κατεύθυνση.
Είναι
κρίσιμο να επιμείνουμε στο ότι η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων
δεν έχει ως κύρια και μοναδική αιτία τον υψηλό κρατικό δανεισμό της
χώρας και το μίγμα διαχείρισης. Αντίθετα, απαντά στην ανάγκη των
μονοπωλιακών ομίλων για φθηνότερη εργατική δύναμη, ώστε να ανταπεξέλθουν
στον ανελέητο και συνεχώς οξυνόμενο διεθνή ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και
τέτοια μέτρα λαμβάνονται σε ολόκληρη την ΕΕ, ανεξάρτητα από το χρέος και
την ύπαρξη μνημονίων ή τρόικας. Λαμβάνονται σε ολόκληρο τον κόσμο,
ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι εθνικό νόμισμα. Στην πραγματικότητα,
αιτία της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων είναι ο ίδιος ο
καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Γι’ αυτό και καμιά αλλαγή στο μίγμα
της αστικής διαχείρισης -εντός ή εκτός ευρώ, εντός ή εκτός ΕΕ- που
διατηρεί το κέρδος ως κίνητρο της κοινωνικής παραγωγής, στην οποία τα
κλειδιά της οικονομίας βρίσκονται στα χέρια των μονοπωλίων, δεν μπορεί
να εγγυηθεί ούτε καν ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των εργαζομένων της
τελευταίας περιόδου.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κωδικοποιώντας εν συντομία τα συμπεράσματα από τις τελευταίες εξελίξεις της Ελληνικής Οικονομίας, έχουμε τα ακόλουθα:
Α)
Η κρίση στην Ελληνική Οικονομία συνεχίζεται, ωστόσο ο ρυθμός μείωσης
του ΑΕΠ είναι πολύ μικρότερος και το ενδεχόμενο το 2014 να είναι χρονιά
οικονομικής σταθεροποίησης και μετάβασης σε αναιμική ανάπτυξη είναι
υπαρκτό. Η κερδοφορία ορισμένων επιχειρήσεων και κλάδων αυξάνεται σε
σχέση με πέρσι. Υπάρχουν εκτιμήσεις που συγκλίνουν σε ανάκαμψη προς το
τέλος του 2014, μετά από την τουριστική περίοδο. Από την άλλη, η
πρόβλεψη για ανάκαμψη είναι επισφαλής, καθώς προϋποθέτει σημαντική
αύξηση των εξαγωγών και μεγάλη αύξηση των επενδύσεων.
Β)
Η ανάκτηση του προ κρίσης επιπέδου παραγωγής ακόμα και σε επίπεδο
«δεικτών» θα καθυστερήσει σημαντικά, και σε κάθε περίπτωση δε μιλάμε για
ανάκτηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αφού τα αντιλαϊκά μέτρα
δεν έχουν ημερομηνία λήξης το πέρας της κρίσης.
Γ) Η
διαπάλη για το δημοσιονομικό μίγμα και τη διαχείριση του κρατικού
χρέους εντείνεται, αντανακλώντας και γενικότερες αντιπαραθέσεις, τόσο
μέσα στην ΕΕ όσο και γενικότερα. Ταυτόχρονα οξύνεται η διαπάλη για
το μέλλον των τραπεζών, των επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται, αλλά και
των ενεργειακών πόρων.
Δ) Η λήψη νέων μέτρων το επόμενο διάστημα είναι δεδομένη.
Πέραν των αναγκαίων δημοσιονομικών ρυθμίσεων, που εξυπηρετούν το στόχο
αφενός για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αφετέρου την εξυπηρέτηση του
δημόσιου χρέους, νέα μέτρα θα λαμβάνονται για τη διασφάλιση της
ανταγωνιστικότητας των ομίλων.
Αυτές
οι οικονομικές εξελίξεις υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα προετοιμασίας
του εργατικού κινήματος, αντίστασής του τόσο στο κυβερνητικό πρόγραμμα
«σταθεροποίησης και ανάπτυξης» όσο και στη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του.
Οι
αυξανόμενες αντιθέσεις για το κρατικό χρέος, το μίγμα διαχείρισης και
τον έλεγχο σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας φωτίζουν τις
οικονομικές αιτίες της ταχείας αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού
σκηνικού που επιχειρείται αυτήν την περίοδο. Εκτός από την ανάγκη
αποτελεσματικότερου εγκλωβισμού των λαϊκών στρωμάτων, η αναμόρφωση των
πολιτικών υπηρετών της άρχουσας τάξης αντανακλά και μεταβολές στους
συσχετισμούς, στις συμμαχίες και στις αντιπαραθέσεις τμημάτων της
άρχουσας τάξης.
Κυρίως
όμως, η πιθανότητα αλλαγής φάσης της καπιταλιστικής οικονομίας
υπογραμμίζει την ανάγκη απεγκλωβισμού των εργατικών και λαϊκών μαζών από
τη λογική της πολιτικής στήριξης ενός «εναλλακτικού» κυβερνητικού
σχήματος αστικής διαχείρισης, που υπόσχεται εγγύηση της καπιταλιστικής
ανάπτυξης, πολιτική κύρια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις
μπορούν να προσδοκούν σε φραγή νέων αντιλαϊκών μέτρων μόνο με το δικό
τους αυτοτελή αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους,
με στήριγμα πολιτικό στο ΚΚΕ.
Φυσικά,
ο ρόλος του ΚΚΕ, ως πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος, είναι η
οργάνωση του εργατικού κινήματος και της Λαϊκής Συμμαχίας σε αυτήν την
κατεύθυνση, η ένταση του ιδεολογικού - πολιτικού αγώνα με αιχμές: Το
χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της συσσώρευσης του
κεφαλαίου, τις αιτίες της αντιλαϊκής πολιτικής στη φάση της ανάπτυξης
πριν την εκδήλωση της κρίσης, την κατανόηση του πραγματικού αντιπάλου,
του καπιταλισμού και του κέρδους, στην κρίση και στην ανάπτυξη. Αυτός ο
ιδεολογικοπολιτικός αγώνας είναι προϋπόθεση για να σφυρηλατήσουμε τη
Λαϊκή Συμμαχία που θα βάλει πλώρη για το μονόδρομο ικανοποίησης των
λαϊκών αναγκών: Την κατάκτηση της εργατικής - λαϊκής εξουσίας για να
πραγματοποιήσει την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής,
την αποδέσμευση από την ΕΕ και κάθε ιμπεριαλιστική ένωση, την ουσιαστική
διαγραφή του χρέους και τη διαμόρφωση των οικονομικών σχέσεων με άλλα
κράτη με τελείως διαφορετικούς όρους και στόχους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Κείμενο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής: Φλεβάρης 2014, http://www.statistics.gr/portal/ page/portal/ESYE/BUCKET/A0503/PressReleases/A0503_DKT21_DT_MM_02_ 2014_01_P_GR.pdf
2. «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά», http://www.mckinsey.com/locations/athens/ GreeceExecutiveSummary_new/pdfs/Executive_summary_English.pdf
3. «Η συμβολή της ποντοπόρου ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία: Επιδόσεις και προοπτικές», ΙΟΒΕ, Γενάρης 2013.
4. «Η Ελληνική Οικονομία», ΚΕΠΕ, τ. 1, Γενάρης 2014.
5. «Με... κουμπαρά 200 εκατ. ξεκινά εντός Ιουνίου το Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο», εφημερίδα «Η Καθημερινή», 24 Απρίλη 2014.
6.
Η εθνική μετοχική σύνθεση της Νορβηγικής PGS, με βάση την ιστοσελίδα
της εταιρίας, έχει ως ακολούθως: 37,2% Νορβηγία, 20,7% ΗΠΑ, 13,1% Μεγάλη
Βρετανία. Μεγαλύτερος μέτοχός της είναι το Νορβηγικό Ταμείο Συντάξεων,
που διαχειρίζεται το σύνολο των εσόδων από το πετρέλαιο, στο οποίο
ανήκει το 10% των μετοχών. Το εν λόγω ταμείο διαχειρίζεται πολύ μεγάλα
κεφάλαια της τάξης των 780 δισ. ευρώ και θεωρείται ο μεγαλύτερος μέτοχος
στην Ευρώπη. Ο διεθνής βραχίονας του ταμείου αυτού, που τυπικά είναι
διαφορετικός οργανισμός, ελέγχει το 10% περίπου των μετοχών της
BlackRock που διεξάγει τα τεστ κοπώσεως των ελληνικών τραπεζών. Επίσης,
μεγάλοι μέτοχοι της PGS είναι πολλές αμερικανικές τράπεζες κι
επενδυτικές εταιρίες (StateStreet, JPMorgan, Vanaguard, Goldman Sachs),
με τους οποίους επίσης η BlackRock έχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις.