Οι Τσιμισκάνθρωποι
Η φυλή των τσιμισκανθρώπων αποτελείται κατά βάση από
χαρούμενους καταναλωτές, που κυκλοφορούν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με
σακούλες στα χέρια· ψώνια που κουβαλούν ψώνια και νιώθουν χαρά μόνο όταν
αγοράζουν κι όχι όταν έχουν πραγματικά κάτι ή με το να έχουν αλλά όχι με το να
είναι κάτι. Και δεν έχει γεννηθεί ακόμα ο άνθρωπος που θα τους στερήσει αυτήν
την εφήμερη χαρά και θα μπει εμπόδιο στην ευτυχία τους, ανάμεσα στο βλέμμα τους
και τη βιτρίνα του καταστήματος. Δεν έχει γίνει ακόμα ο πολιτικός σεισμός που
θα τους ταρακουνήσει από την καταναλωτική τους νιρβάνα, για να κάνουν αφαίρεση
(από το τελικό ποσό) και να σκεφτούν τι γίνεται γύρω τους ή κι ακριβώς μπροστά
στα μάτια τους, πολλές φορές.
Οι τσιμισκάνθρωποι είναι οι μαντάμ σουσούδες που
φαντασιώνονται πως ζουν στον κόσμο του sex
& the city,
ενσαρκώνοντας κάποια από τις πρωταγωνίστριες, σε ένα παραμύθι γεμάτο φινέτσα,
στιλ και μοιραία παπούτσια. Και δε θα ‘ρθεις εσύ τώρα άθλιε, λαϊκέ, ξενέρωτε
παμίτη, να της γειώσεις το όνειρο. Είναι οι κυράτσες παντός φύλου, που
προχωρούν με τις σακούλες σα δρεπανηφόρα άρματα, χωρίς να κοιτάζουν απέναντι,
παρά μόνο πλαγίως, δεξιά κι αριστερά τις βιτρίνες –κι αλίμονό σου, αν βρεθείς
στο δρόμο τους και δε στρίψεις τελευταία στιγμή για να τις αποφύγεις. Είναι
αυτοί που, όταν στεκόμαστε περιφρούρηση στην είσοδο ενός εμπορικού, σε
διαπερνούν με λέιζερ ακτίνες στο βλέμμα τους, λες κι είσαι αόρατος, για να
χαζέψουν τη βιτρίνα –και γενικώς. Και αν είχαν το ένα δέκατο της φαιάς ουσία
που σπαταλάν για τα ψώνια τους, σε πολιτικό κριτήριο, θα ήμασταν τώρα σε
προεπαναστατική κατάσταση –αν και συνήθως οι πολιτικές τους επιλογές είναι
ασορτί με το γούστο τους και τις επιταγές της (πολιτικής) μόδας.
Καταλαβαίνεις λοιπόν σφε αναγνώστη πόσο συγκινητικό είναι
να σκοντάφτεις σε γνωστές φυσιογνωμίες –κι ας μην τις ξέρεις προσωπικά- και τον
ίδιο ιδεότυπο, να βλέπεις πως το είδος των τσιμισκανθρώπων δεν παράγεται
αποκλειστικά στη λδ γτου βορρά και τους δρόμους πέριξ της τσιμισκή και να
βλέπεις τα ήθη κι έθιμα του τόπου σου στο «εξωτερικό». Όπου μπορεί να έχουν
δικό τους ιδιόλεκτο και λογοπαίγνια πχ για τα ερμητικά κλειστά μαγαζιά της
ερμού που βάζουν λουκέτο και τους εργάτες που δουλεύουν ήλιο με ήλιο για την
κερδοφορία των αφεντικών τους. Με τον ήλιο τα ανοίγουν, με τον ήλιο τα
κλείνουν, μα τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Μα είναι φανερό ότι φταίνε οι παμίτες
που δεν αφήνουν τα πολυκαταστήματα και τα μεγάλα μονοπώλια να δουλέψουν τις
κυριακές, για να γιγαντωθούν, τώρα που είμαστε πάνω στην ανάπτυξη –τρία τα
εκατό λέει η κυβέρνηση πως θα φτάσει τον επόμενο χρόνο. Και το χειρότερο είναι
πως υπάρχει κόσμος που την πιστεύει, όσο δεν αναπτύσσει ταξικό κριτήριο (αντί
για την καπιταλιστική κερδοφορία) και μένει έρμαιο της αστικής προπαγάνδας.
Χτες λοιπόν, στον απόηχο της μεγάλης συγκέντρωσης του
σαββάτου, καμιά εκατοστή συλ-αλητήριοι παμίτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της
πασεβε και του σωματείου εμποροϋπαλλήλων για την υπεράσπιση της κυριακάτικης
αργίας και μαζεύτηκαν στην καπνικαρέα, προκαλώντας δικαιολογημένα την
αγανάκτηση μιας φιλήσυχης νοικοκυραίας που ρέμβαζε αμέριμνη από το μπαλκόνι της
τη γαλήνη της κυριακάτικης ανάπτυξης κι ενοχλημένη πήρε έναν κουβά νερό και
μπουγέλωσε τους συγκεντρωμένους. Οι δικοί μας προφανώς αντέδρασαν, πήγαν να
παρβιάσουν την εξώπορτά της, για να της ζητήσουν το λόγο, κι όταν πλάκωσε η
αστυνομία, για να ηρεμήσει τα πνεύματα, της εξήγησαν τους δύο δρόμους
(ανάπτυξης) που υπήρχαν μπροστά τους: ή τη συλλαμβάνετε εσείς, ή την
αναλαμβάνουμε εμείς.
Τελικά δεν πρέπει
να έγινε τίποτα από τα δύο, αλλά αξίζει να σταθεί κανείς κοινωνιολογικά στην
περίπτωση της φιλήσυχης κυράτσας με το φτωχικό στην καπνικαρέα, που θα θύμιζε
στο ζαραλίκο τον άνεργο σκηνοθέτη με το διόροφο στην πλάκα, βγαλμένη κατευθείαν
από ταινία του παπακαλιάτη. Και μπορεί να δρόσισε τους φλογερούς συντρόφους,
γιατί νόμιζε πως της έκαναν καντάδα κι αν μπορούσε θα τους αφιέρωνε κι αυτή μια
καντάτα, πχ για τη μακρόνησο, όπυο θα ήθελε να μας στείλει όλους μια μέρα, όταν
ανοίξει ξανά με το καλό ο σύγχρονος παρθενώνας.
Στη συνέχεια οι συγκεντρωμένοι παμίτες κατευθύνθηκαν με
πορεία από την αιόλου (όπου τους πρόλαβα κι εγώ) στο «νότος», όπου παραμείναμε
έξω από την είσοδο, χωρίς να την αποκλείσουμε, ενώ ένα μικρό κλιμάκιο σφων του
σωματείου μπήκε στο κατάστημα και μοίρασε προκηρύξεις στους εργαζόμενους. Κι
ύστερα από τη σταδίου πορευτήκαμε προς το «άττικα» (άλλο ξακουστό κάτεργο) όπου
όμως τους είχαν ειδοποιήσει και μας ετοίμασαν ειδική υποδοχή με ματάδες (ή
μήπως άνδρες των υμετ) που απέκλεισαν αυτοί την είσοδο κι από μια άποψη μας
ξεκούραζαν κάνοντας τη δουλειά μας, και με υπερβάλλοντα ζήλο μάλιστα, γιατί
εμείς δεν είχαμε σκοπό να αποκλείσουμε το μαγαζί.
Κι ήταν τόσο σουρεάλ το σκηνικό, που θμήθηκα τους στίχους
που τραγουδούσε η δημητριάδη, «ούτε ένας χαφιές δουλειά να μη βρίσκει» και τους
συμπλήρωσα νοερά «και οι μπάτσοι να φυλάνε τα μαγαζιά, για να μη γίνει
απεργοσπασία», όμορφη που είναι η προφητεία αυτή. Ενώ κάνα δυο σφοι τους
τρόλαραν και φώναζαν «αγανακτισμένοι»: μα γιατί δεν αφήνετε τον κόσμο να
ψωνίσει; Εμποδίζετε την ανάπτυξη..!
Τεκλικά απέκλεισαν τις δύο εισόδους από την πλευρά που
ήμασταν εμείς κι έστελναν τους πελάτες να μπουν από μια τρίτη, καθώς στέκονταν
σαν περιφρούρηση –κι αν τους δίναμε να κρατάνε και ένα πανό αντί για ασπίδες;
Κι η πλάκα είναι πως σε αντίθεση με τα ακούνητα μολυβένια στρατιωτάκια που
απλώς εκτελούσαν εντολές και ούτε καν στην κατηγορία των «ομιλούντων εργαλείων»
-όπως χαρακτήριζε τους δούλους της εποχής του ο αριστοτέλης- δε θα μπορούσαν να
μπουν, οι αξιωματικοί τουης ήταν σχετικά πιο συνεννοήσιμοι και τελικά πείστηκαν
να αφήσουν μια ομάδα συντρόφων να περάσει για να μοιράσει προκηρύξεις, όπως στο
«νότος», γιατί αλλιώς ακόμα εκεί θα ήμασταν.
Θα μου πεις όμως πως αυτό δεν έχει πολλή σημασία και δε
λέει τίποτα, γιατί δεν έκλεισε ούτε ένας σταθμός του μετρό κατά μήκος της
πορείας ή κοντά στα μαγαζιά που πηγαίναμε, οπότε δεν ήμασταν πραγματικά
επικίνδυνοι για την αστική τάξη και την εξουσία της –σύμφωνα με το αγωνιστικό
μέτρο που εφευρέθηκε για να μειώσει το συλλαλητήριο του σαββάτου. Δεν πειράζει
όμως, γιατί θα έρθει οσονούπω η αριστερή κυβέρνηση και θα γίνουν πιο φιλικά τα
σώματα ασφαλείας, ουδέτερο το κράτος και θα δούμε επιτέλους άσπρη μέρα και
λευκές νύχτες, σαν αυτές που διοργανώνει η συριζαία δήμαρχος της λιβαδειάς.
Στη θεσσαλονίκη βέβαια τα αμίλητα εργαλεία ήταν πιο
δραστήρια και τραυμάτισαν μια διαδηλώτρια, καθώς απωθούσαν την περιφρούρηση,
για να ανοίξουν την είσοδο και να απελευθερώσουν την αγορά από τις αγκυλώσεις
της. Γιατί τι είναι εξάλλου η κυριακάτικη αργία, αν το καλοσκεφτούμε; Μια
μεγάλη και αχρείαστη αγκύλωση από το πολύ καθισιό, όταν δε δουλεύουμε, που
πρέπει να καταργηθεί πάραυτα, γιατί νους υγιής εν σώματι υγιεί. Ενώ όταν
τσακίζεσαι στην κούραση, επτά μέρες την εβδομάδα, τσακίζεται τότε κι ο νους μες
στα σκυμμένα κεφάλια, που δεν τολμάν να σηκώσουν ανάστημα και να αναπτύξουν
συνείδηση.
Αυτοί όμως τη δουλειά τους κάνουν. Το θέμα είναι τι
κάνουν οι υπόλοιποι, η πολυάριθμη φυλή των τσιμισκανθρώπων, που μπροστά τους
ακόμα κι οι λιλιπούα του χατζιδάκη έχουν περισσότερη ταξική συνείδηση. Και
περνάνε με άδειο –σαν τις τσέπες τους- βλέμμα, χωρίς να ιδρώνει το αυτί τουης
για τη διαδήλωση και την κυριακή, γιατί είναι σε αργία διαρκείας η σκέψη τους.
Κι ανάθεμα αν έχουν λεφτά να ψωνίσουν τίποτα στην τελική, απλά μπαίνουν στα
μαγαζιά να χαρούν και να πάρουν μια τζούρα από τις βιτρίνες, σαν το κοριτσάκι
με τα σπίρτα έξω από το ζαχαροπλαστείο. Κι αν καταργηθεί εντελώς η αργία της
κυριακής και δουλεύουν όλοι, πότε θα προλαβαίνουν να πεταχτούν στην αγορά, για
το αναφαίρετο, δημοκρατικό δικαίωμά τουης να (την) ψωνίσουν; Θα πρέπει συνεπώς
να λειτουργούν σε 24ωρη βάση και να μην κλείνουν ποτέ τα μαγαζιά για να ‘ρθει
ακόμα περισσότερη ανάπτυξη και να δείξουμε στους ξένους πως σε εμάς «η πόλη
ποτέ δεν κοιμάται» -μόνο η ταξική μας συνείδηση παίρνει τον ύπνο του δικαίου. Κι
έχουμε κάτι γραφικούς παμίτες, που στριγγλίζουν σαν ξυπνητήρια ενοχλητικά,
προσπαθώντας να μας αφυπνίσουν, αλλά έχουμε μπόλικο όπιο κι έχουμε αναπτύξει
αρκετούς μηχανισμούς, για να τους παρακάμπτουμε και να τους αγνοούμε.
Και πρόλαβες να χαρείς εσύ σφε αναγνώστη με τη λαοθάλασσα
του σαββάτου. Είτε είμαστε όμως εκατό (όπως χτες) είτε εκατό χιλιάδες, πάλι
μειοψηφία είμαστε κι ο δρόμος μπροστά μας ανηφορικός. Εξάλλου πόσοι νομίζεις
πως είναι οι εκατό χιλιάδες; Κάπου κοντά στο 1% -λιγότερο κι από το 3% που υπόσχεται
η κυβέρνηση για ανάπτυξη κι από το 4% που λέει ο πανούσης πως φτάσαμε το
κίνημα. Μα δηλ, τι ζητάς τώρα, να ασχοληθούν τα κανάλια και να προβάλλουν αυτό
το 1%, που άντε το πολύ να γίνει ένα 5% στις εκλογές; Σε παρακαλώ τώρα...