- Oταν
γίνεται λόγος για τις περιβόητες «διώξεις της Κυβερνητικής», που δήθεν
λάμβαναν χώρα στην ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας του ’50, συνήθως
παρουσιάζουν την υπόθεση με τέτοιο τρόπο, που σε αυτή τη διαμάχη από τη
μια πλευρά αγόρευαν οι φιλόσοφοι που ήταν στενόμυαλοι δογματικοί και
καταδίωκαν την πρωτοπόρα επιστήμη γιατί δήθεν δεν αντιστοιχούσε με τις
θέσεις του μαρξισμού και από την άλλη πλευρά οι πραγματικοί επιστήμονες,
οι οποίοι, σχεδόν ρισκάροντας τη ζωή τους, ανέπτυσσαν με κάθε τρόπο
αυτή την επιστήμη. Δε θα διηγηθώ τι έλεγαν για την κατάσταση στην
Κυβερνητική οι συγγραφείς και δημοσιογράφοι της περιόδου της
περεστρόικα, καθώς ορισμένοι από αυτούς κατάφερναν ακόμη και να
κατηγορούν για καταδίωξη της Κυβερνητικής το γραμματέα της ΚΕ του
ΠΚΚ(μπ) Α. Α. Ζντάνοφ, που πέθανε το 1948, δηλαδή μερικά χρόνια πριν τα
περιγραφόμενα γεγονότα, ακόμη και πριν την εμφάνιση της ίδιας της
επιστήμης της Κυβερνητικής. Ας αναλύσουμε τις πιο σοβαρές πηγές.
Να,
για παράδειγμα, πώς περιγράφει την κατάσταση ο γνωστός ειδικός σε αυτό
τον τομέα Ντ. Α. Ποσλέποφ: «Εάν δεν ήταν η ενεργή, επιθετική στάση των
στρατιωτικών, που υποστηρίχτηκε από μέλη της Ακαδημίας Επιστημών (ΑΕ)
της ΕΣΣΔ, τότε οι ιδεολογικές αντιλήψεις που υποστήριζαν οι εκπρόσωποι
της συντηρητικής φιλοσοφικής ελίτ θα καθυστερούσαν για πολλές δεκαετίες
την ανάπτυξη της πληροφορικής, όπως έγινε με τη γενετική και με τις
άλλες ανεπιθύμητες για την αυλική φιλοσοφία επιστήμες»1.
Σε
αυτή μόνο τη φράση έχουν συσσωρευτεί τόσες παρανοήσεις και
αποσιωπήσεις, που θα χρειάζονταν ένα βιβλίο για να ξεκαθαριστούν. Ας
εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάποια μόνο συγκεκριμένα σημεία:
1. Γιατί ο «τρανός» επιστήμων γράφει ότι θα μπορούσε να προκληθεί καθυστέρηση για πολλές δεκαετίες στην ανάπτυξη της πληροφορικής, όταν γίνεται λόγος για διώξεις της Κυβερνητικής;
2.
Τι εκλαμβάνουμε ως «πρότυπο» της ανάπτυξης της Κυβερνητικής, σε
σύγκριση με το οποίο μετράται η «καθυστέρηση της ανάπτυξης»; Αν πρότυπο
είναι η ανάπτυξή της στη Δύση, τότε πραγματικά άραγε αναπτυσσόταν εκεί η
Κυβερνητική;
3. Αφού ο επιστήμονας ισχυρίζεται ότι χάρη στην «ενεργή, επιθετική στάση των στρατιωτικών» «οι ιδεολογικές αντιλήψεις» δεν καθυστέρησαν την
ανάπτυξη της Κυβερνητικής «για πολλές δεκαετίες», τότε κατά πόσο
ακριβώς καθυστέρησε παρ’ όλα αυτά η ανάπτυξη; Μήπως δεν καθυστέρησε
διόλου;
Δε
θα σταματήσουμε σε τέτοια «μικροπράγματα», όπως: Γιατί πουθενά δεν
αναφέρονται τα επώνυμα αυτών των «εκπροσώπων της συντηρητικής
φιλοσοφικής ελίτ», που τόσο «μοχθηρά» καταδίωκαν την Κυβερνητική; Είναι
πράγματι δυνατό να είχαν δύναμη στην ΕΣΣΔ, στα μέσα της δεκαετίας του
’50, μεγαλύτερη από τους «στρατιωτικούς» (μεταξύ των οποίων ένας
υφυπουργός Αμυνας της ΕΣΣΔ) και από «μέλη της Ακαδημίας Επιστημών»
(αυτός ο κάπως περίεργος συνδυασμός λέξεων είναι απίθανο να δηλώνει κάτι
λιγότερο από αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ);
Ας
αρχίσουμε απ’ την πρώτη παρεξήγηση, αφού, αν καταλάβουμε την αιτία της,
όλη η ιστορία των «διώξεων της Κυβερνητικής» θα πάρει εντελώς
διαφορετική χροιά από εκείνη που όλοι έχουν τόσο συνηθίσει. Δηλαδή θα
πάψει να είναι σκέτη «μαυρίλα» και θα εντοπιστεί πίσω της το πραγματικό
πρόβλημα, πρόβλημα που αυτή η επιστήμη δεν έχει λύσει έως σήμερα.
Συνεπώς ας θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: είναι άραγε η Κυβερνητική και η Πληροφορική το ίδιο και το αυτό;
Να
πώς ερμηνεύει αυτό το ερώτημα ο ακαδημαϊκός Β. Μ. Γκλουσκόφ στο λήμμα
«Κυβερνητική», στην «Εγκυκλοπαίδεια της Κυβερνητικής»: «Ενόσω τα
εμφανιζόμενα εκείνη την περίοδο άρθρα και βιβλία περί Κυβερνητικής δεν
έδιναν απάντηση στα ζωτικά ερωτήματα που έθεσε η πρακτική, η πλειοψηφία
των ειδικών των Ψηφιακών Υπολογιστικών Μηχανών (ΨΥΜ) και
Αυτοματοποιημένων Συστημάτων Διεύθυνσης (ΑΣΔ), στο εξωτερικό, άρχισαν να
κρατούν σκεπτικιστική στάση ως προς την ίδια την επιστήμη της
Κυβερνητικής»2.
Γίνεται
λόγος για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Αποδεικνύεται ότι το
φταίξιμο των Σοβιετικών «διωκτών της Κυβερνητικής» συνίστατο μόνο στο
ότι ξεπέρασαν τους δυτικούς συναδέλφους τους περίπου για δύο χρόνια.
Ταυτόχρονα, αν στη Σοβιετική Ενωση η διαμάχη μεταξύ των αντιπάλων και
των υποστηρικτών της Κυβερνητικής ολοκληρωνόταν σε όφελος της
Κυβερνητικής, στη Δύση όλα ήταν αντίθετα: Νίκησαν όσοι αντιμετώπιζαν την
Κυβερνητική σκεπτικιστικά ή -πιο σωστά- την απέρριπταν πλήρως. Υπάρχει
ένα ενδιαφέρον στοιχείο πάνω σε αυτό. Στο τέλος της δεκαετίας του ’50
έγινε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί Διεθνής Ομοσπονδία Κυβερνητικής,
αλλά δε στέφτηκε με επιτυχία. Και δεν είναι αμελητέος λόγος αυτής της
αποτυχίας, το γεγονός ότι δε συμμετείχαν εκπρόσωποι των ΗΠΑ και της
Μεγάλης Βρετανίας.
Ας συνεχίσουμε να παραθέτουμε αποσπάσματα του Γκλουσκόφ. Στην επόμενη φράση γράφει:
«Σε
ό,τι αφορά τις νέες επιστημονικές μεθόδους και τα αποτελέσματα που
προέκυπταν σε σχέση με τους στόχους και τις μεθόδους του σχεδιασμού των
ΨΥΜ και ΑΣΔ, τις συνένωσαν σε νέα επιστήμη, που στις ΗΠΑ και την Αγγλία
ονομάστηκε “computer science” (επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστικών
Μηχανών), στη Γαλλία “informatic”»3.
Με
άλλα λόγια, στις ηγέτιδες δυτικές χώρες η Κυβερνητική απλά εξαφανίστηκε
και στη θέση της εμφανίστηκε μια εντελώς διαφορετική επιστήμη. Πολύ
εύγλωττη επιβεβαίωση του γεγονότος, ότι δεν υπήρχε τότε Κυβερνητική στη
Δύση, είναι καταρχήν το ότι για μια περίοδο ο ίδιος ο Γκλουσκόφ ήταν ο
κύριος σύμβουλος του Γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για την Κυβερνητική και
-ακόμη σημαντικότερο- σε αυτόν συγκεκριμένα πρότειναν να γράψει το λήμμα
«Κυβερνητική» για τη «Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια». Η «Μπριτάνικα» ήταν
ήδη εκείνο τον καιρό κοινή βρετανο-αμερικανική επιχείρηση. Σύμφωνα με
την παράδοση αυτού του εκδοτικού, τα λήμματα παραγγέλλονταν αποκλειστικά
σε ειδικούς με το μεγαλύτερο κύρος στο δεδομένο τομέα. Αλλά δεν αρκεί
μόνο αυτό. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι αυτά συνέβαιναν τα χρόνια του
«ψυχρού πολέμου», όταν ο αγώνας για τις προτεραιότητες ήταν αγώνας ζωής
και θανάτου. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τότε δεν υπήρχε στην
Αμερική κανενός είδους Κυβερνητική. Αν υπήρχε εκεί κάποιος, έστω και
ελάχιστα γνωστός ειδικός σε αυτή την επιστήμη, το λήμμα θα είχε
παραγγελθεί σε αυτόν ή στη χειρότερη των περιπτώσεων σε έναν
Δυτικοευρωπαίο.
Αλήθεια,
στο λήμμα του Γκλουσκόφ υπήρχε συνέχεια, από την οποία μπορούμε να
συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η Κυβερνητική «δεν έφυγε εντελώς» από τη
Δύση. Γράφει: «Τον όρο Κυβερνητική άρχισαν όλο και πιο συχνά να τον
χρησιμοποιούν με την πιο στενή του έννοια, εννοώντας με αυτόν τις
αναλογίες που υπάρχουν μεταξύ των μηχανών και των ζωντανών οργανισμών
και φιλοσοφικά ζητήματα που προκύπτουν από τις κοινωνικές επιπτώσεις της
αυτοματοποίησης. Μόλις στο τέλος της δεκαετίας του ’60 χαράχτηκαν οι
οδοί σύγκλισης των “κυβερνητιστών”4 και των “οπαδών της
υπολογιστικής”»5.
Είναι
οφθαλμοφανές ότι αυτές οι δύο προτάσεις δεν αντιστοιχούν πλήρως στην
πραγματικότητα. Εφόσον δεν υπήρχε στη Δύση καμία ιδιαίτερη επιστήμη
Κυβερνητικής, η οποία θα μπορούσε να μπει πλάι στις «computer science»
και «informatic», συνεπώς δεν υπήρχε τι να συγκλιθεί. Ο Βίνερ πια δεν
υπήρχε και γενικά τα τελευταία χρόνια απλώς σταμάτησαν να τον
ενδιαφέρουν αυτά τα ζητήματα, πράγμα που ήξερε καλά ο Γκλουσκόφ.6 Υπήρχε
βέβαια ο Ρος Ασμπι, στο βιβλίο («Εισαγωγή στην Κυβερνητική») του οποίου
παραπέμπει ο Β. Μ. Γκλουσκόφ στο άρθρο του, αλλά ακόμη και αυτός ήταν
πρώτα απ’ όλα ψυχίατρος και ύστερα μόνο κυβερνητιστής.
Εκείνη
την εποχή ήδη δούλευε πολύ παραγωγικά ο Στ. Μπιρ, αλλά δεν μπορούμε να
είμαστε σίγουροι ότι ο Γκλουσκόφ ήξερε για τις εργασίες του, αφού μέχρι
τώρα δεν κατορθώθηκε να βρεθούν στον Γκλουσκόφ παραπομπές σε εργασίες
του Μπιρ, αν και στην ίδια την «Εγκυκλοπαίδεια της Κυβερνητικής»,
συντάκτης της οποίας ήταν ο Βίκτωρ Μιχάιλοβιτς, υπάρχουν τέτοιες
παραπομπές.
Για
το γεγονός ότι ο Γκλουσκόφ δεν ήξερε τίποτα για το χιλιανό πείραμα του
Στάφορντ Μπιρ, σχεδόν δεν υπάρχει αμφιβολία. Αν το ήξερε, αναμφίβολα θα
έγραφε για τον Μπιρ, αφού το «Κυβερσίν» ήταν κάτι ανάλογο του Γενικού
Κρατικού Αυτοματοποιημένου Συστήματος Διεύθυνσης της Οικονομίας
(ΓΚΑΣΔΟ), αλλά σε πολύ πιο περιορισμένες διαστάσεις. Στην πράξη, η
δραστηριότητα του Μπιρ γενικά και του «Κυβερσίν» ειδικά ήταν εκείνο το
μοναδικό γεγονός «σύγκλισης των οπαδών των υπολογιστών και των
κυβερνητιστών» στη Δύση, για το οποίο έγραφε ο Γκλουσκόφ στο λήμμα του.
Οι Βίνερ και Ασμπι ήταν μάλλον «φιλόσοφοι της φύσης» της Κυβερνητικής,
ενώ τα Αυτοματοποιημένα Συστήματα Διεύθυνσης Τεχνολογικών Διεργασιών
(ΑΣΔΤΔ), που αναπτύσσονταν επιτυχώς εκείνο τον καιρό τόσο στη Δύση όσο
και σε εμάς, είχαν πολύ απομακρυσμένη σχέση με την Κυβερνητική, γεγονός
που εύγλωττα μαρτυρεί το παρατιθέμενο παραπάνω απόσπασμα του Γκλουσκόφ.
Σε
κάθε περίπτωση, όλα αυτά είναι λίγα για να γίνεται λόγος για «σύγκλιση»
των «κυβερνητιστών» και των «οπαδών της υπολογιστικής» στη Δύση.
Μπορούμε
να υποθέσουμε ότι αυτή η πρόταση δεν ήταν παρά «πολεμική πονηριά» του
Γκλουσκόφ. Γνωρίζοντας το μυστικό θαυμασμό σημαντικού τμήματος της τότε
σοβιετικής ηγεσίας και της επιστημονικής διανόησης προς τη Δύση,
παραπέμποντας στη δυτική πείρα ήθελε να ταρακουνήσει όλο αυτό το κοινό,
να ασχολείται πιο ενεργά με τα ζητήματα της Κυβερνητικής. Ο Γκλουσκόφ
είχε ως τότε επεξεργαστεί καλά την πρακτική παρόμοιων αθώων
προβοκατσιών. Ετσι το 1970 πρόβαλε την ιδέα του «προγραμματο-τεχνικού
συμπλέγματος», που προσανατολίζεται στο να μη φτιάχνονται μηχανήματα
διεύθυνσης για κάθε παραγωγική διεργασία χωριστά, αλλά να σχεδιάζονται
μηχανήματα και προγράμματα σε τάξεις παρόμοιων τεχνολογικών διεργασιών
με την ύστερη εξειδίκευσή τους για συγκεκριμένα αντικείμενα. Σ’ εμάς
δέχτηκαν εχθρικά αυτή την ιδέα. Δήθεν οι Αμερικάνοι δεν είχαν κάτι
παρόμοιο, οπότε κι εμείς δε θα φτιάχναμε. Τότε ο Γκλουσκόφ, ταξιδεύοντας
στη Φινλανδία, συναντήθηκε με εκπροσώπους μιας σουηδικής εταιρίας
υπολογιστών και τους ζήτησε να μεταφράσουν τον όρο «προγραμματο-τεχνικό
σύμπλεγμα» στα σουηδικά και να το χρησιμοποιήσουν σε κάποιο έγγραφό
τους. Ο Γκλουσκόφ πήρε μαζί του και έδειξε στη Μόσχα αντίγραφο αυτού του
εγγράφου. Μόλις είδαν ότι αυτή η ιδέα όχι μόνο υπήρχε στην Αμερική αλλά
ακόμη και στη Σουηδία, πήραν αμέσως την απόφαση ότι έπρεπε επειγόντως
να τους φτάσουν.7
Επομένως είναι βάσιμο να θεωρούμε ότι ξεδιαλύναμε τα δύο πρώτα ζητήματα και πήραμε απαντήσεις:
1.
Η Πληροφορική και η Κυβερνητική είναι διαφορετικές επιστήμες, γι’ αυτό
«οι διώξεις» μιας από αυτές ήταν αμφίβολο να είχαν αντίκτυπο στην
ανάπτυξη της άλλης.
2.
Αν στη Σοβιετική Ενωση στη διαμάχη μεταξύ των κυβερνητιστών και των
«διωκτών» τους (παραπέρα θα εξετάσουμε λεπτομερώς ποιοι ήταν πραγματικά
οι «διώκτες» και ποιοι οι «κυβερνητιστές») αναμφισβήτητα και «ολοσχερώς»
νίκησαν οι κυβερνητιστές, στη Δύση στα τέλη της δεκαετίας του ’50
εξαφανίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου όχι μόνο η επιστήμη Κυβερνητική, μα και
η λέξη «Κυβερνητική» έπαψε να χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των
επιστημών που σχετίζονται με τις υπολογιστικές μηχανές.
3.
Σε ό,τι αφορά την απάντηση στην τρίτη ερώτηση, είναι κατά το πλείστον
οφθαλμοφανής: Καμία «καθυστέρηση της ανάπτυξης της Κυβερνητικής στην
ΕΣΣΔ» δεν μπορούσε να υπάρξει, όχι μόνο για πολλές δεκαετίες, αλλά και
για έναν χρόνο, έστω επειδή στη Δύση αυτή η επιστήμη δεν αναπτυσσόταν
καθόλου και δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Σε ό,τι αφορά την ίδια την
ανάπτυξη της Κυβερνητικής στην ΕΣΣΔ, σε αυτό το ζήτημα θα σταθούμε
παρακάτω.
Τώρα
όμως θα επιστρέψουμε στο ξεκαθάρισμα του τέταρτου ζητήματος, δηλαδή
στις συνθήκες και τους συμμετέχοντες στην ίδια τη διαμάχη μεταξύ
«κυβερνητιστών» και «φιλοσόφων».
Αρχικά
για τους «φιλοσόφους». Συνήθως, όσοι λένε ότι οι φιλόσοφοι έβαλαν κατά
της Κυβερνητικής, στηρίζονται σε παραπομπή στο λήμμα «Κυβερνητική» του
«Φιλοσοφικού λεξικού» του 1954, στο οποίο αυτή ονομαζόταν
«ψευτοεπιστήμη». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το λήμμα γράφτηκε από
φιλοσόφους.
Από
«αξιόπιστες πηγές που προτίμησαν να μην κατονομαστούν» έμαθα ότι το
λήμμα αυτό γράφηκε από την Ε. Α. Σκάμπαρα, αναπληρώτρια του κύριου
κατασκευαστή της πρώτης σοβιετικής υπολογιστικής μηχανής Σ. Α.
Λέμπεντεφ. Με βάση την ίδια «πηγή», πρότεινε στον προϊστάμενό της να το
υπογράψει και το προώθησε. Ετσι φαίνεται να εμφανίστηκε αυτό το λήμμα.
Πάντως, σε ό,τι αφορά την Ε. Α. Σκάμπαρα, υποθέτω ότι δεν ήταν τόσο
συντάκτρια, όσο πρωτεργάτρια αυτού του λήμματος, υπό την έννοια ότι τη
βοήθησε να επιμεληθεί τις σκέψεις της κάποιος φιλόσοφος, αλλά αυτό είναι
μόνο υπόθεση και μάλλον δεν έχει σημασία ποιος το επιμελήθηκε. Εχει
σημασία ποιος το ξεκίνησε και το κατεύθυνε.
Με
δικό μου ρίσκο συμπεριέλαβα αυτή την εκδοχή στο άρθρο «Η Κυβερνητική
επιστρέφει», που είχε δημοσιευτεί κυρίως σε ορισμένες ιστοσελίδες. Ως
τώρα δεν υπήρξαν διαψεύσεις. Εννοείται ότι αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει
απόδειξη της εγκυρότητας αυτής της υπόθεσης, καθώς λίγοι από εκείνους
που μπορούν να διαψεύσουν αυτή την υπόθεση διάβασαν το άρθρο μου, αλλά
μου δόθηκε η ευκαιρία να την παραθέσω σε μια έγκυρη συνέλευση, στο
τέταρτο Διεθνές Φόρουμ, αφιερωμένο σε ζητήματα αθανασίας, που έλαβε χώρα
στις 12 Σεπτέμβρη 2006 στο Κίεβο. Σε αυτό έλαβε μέρος ο Ζ. Λ.
Ραμπίνοβιτς, ένας από τους δημιουργούς του πρώτου σοβιετικού υπολογιστή,
που ήξερε από κοντά τόσο τη Σκάμπαρα, όσο και το Λέμπεντεφ και που και
αυτός μίλαγε για «διώξεις της Κυβερνητικής» από τους φιλοσόφους (για
τους Σοβιετικούς κυβερνητιστές είναι «τελετουργία», όπου σταθούν κι όπου
βρεθούν να θυμούνται αυτές τις διώξεις). Αλλά όταν διηγήθηκα την
ιστορία με το ατυχές λήμμα, στηρίζοντάς τη με μια πολύ σοβαρή παραπομπή,
ο πατριάρχης της σοβιετικής Κυβερνητικής δεν μπόρεσε να αντιπαραθέσει
τίποτε.
Η
παραπομπή ήταν η εξής: «Σε ό,τι αφορά την ιστορία της ανάπτυξης της
Κυβερνητικής, είπε ο Γκλουσκόφ, πρέπει να τα λέμε όλα: Οχι μικρή
συνεισφορά στην κριτική της Κυβερνητικής είχαν οι ίδιοι οι ειδικοί στον
τομέα της αεροπορικής τεχνολογίας και των υπολογιστών. Γιατί συνέβη
αυτό; Εξαιτίας του ανεπαρκούς επιπέδου φιλοσοφικής προετοιμασίας και
φιλοσοφικής σκέψης! Οι άνθρωποι υποτιμούσαν ό,τι οι ίδιοι
δημιούργησαν»8.
Για
να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να πούμε ότι ο Βίκτωρ Μιχάιλοβιτς έκανε αυτή
την εξομολόγηση υπό συγκεκριμένη πίεση. Είχε γίνει συζήτηση σε
«στρογγυλό τραπέζι», στον απολογισμό της οποίας προέκυψε η δημοσίευση
στο περιοδικό. Ο Γκλουσκόφ, παρεμπιπτόντως, σαν να εξυπακούεται,
εξέφρασε τη συνήθη κατηγορία σε βάρος των φιλοσόφων, ότι αυτοί, δήθεν,
έκαναν λάθος σχετικά με την Κυβερνητική. Αλλά ένας από τους
συμμετέχοντες στο στρογγυλό τραπέζι, διευθυντής εκείνη την περίοδο του
Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της ΑΕ της Ουκρανικής ΣΣΔ, ο Π. Β. Κόπνιν, αντί
να συμφωνήσει και να μετανιώσει τελετουργικά, όπως έκαναν πάντα σε αυτές
τις περιπτώσεις οι Σοβιετικοί φιλόσοφοι, δήλωσε αναπάντεχα ότι στην
πραγματικότητα τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, ότι δεν ήταν διόλου οι
φιλόσοφοι εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην κίνηση κατά της Κυβερνητικής.
Και ως απάντηση σε αυτή την αντίρρηση ακούστηκε η παρατιθέμενη σκέψη του
Β. Μ. Γκλουσκόφ.
Αυτό
το άρθρο το βρήκα αφότου μου διηγήθηκαν την ιστορία με τη Σκάμπαρα.
Δυστυχώς ως τώρα δεν μπορώ καν να υποθέσω ποιους εννοούσε ο Γκλουσκόφ
υπό το «ειδικοί στον τομέα της αεροπορικής τεχνολογίας». Πάνω σ’ αυτό
μπορούμε ακόμη μόνο να εικάζουμε. Μια από τις εικασίες θα μπορούσε για
παράδειγμα να είναι η εξής: Η ανάπτυξη εκείνης της επιστήμης, που
αργότερα ονομάστηκε Κυβερνητική, άρχισε στη Σοβιετική Ενωση με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο όπως και στην Αμερική και την Αγγλία, όχι με την εμφάνιση
του συνονόματου βιβλίου του Βίνερ, αλλά από τις ανάγκες ανάπτυξης του
τεχνικού εξοπλισμού, ιδιαίτερα του πολεμικού. Ως γνωστόν ο Βίνερ
ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά τα ζητήματα κατά τη διάρκεια εργασιών για την
επίλυση των ζητημάτων διεύθυνσης των αντιαεροπορικών πυρών. Αλλά και στη
Σοβιετική Ενωση ασχολούνταν με αυτό το ζήτημα ακόμη από τα χρόνια του
πολέμου και εκεί είχαν ορισμένες επιτυχίες. Είναι πολύ πιθανό ότι τους
ειδικούς αυτούς, όπως ακριβώς και τους κατασκευαστές των ΗΥΜ, τους
εξόργισε ο ντόρος και η επιφανειακή φλυαρία των απομακρυσμένων από το
πραγματικό έργο αλλά γεμάτων ενθουσιασμό ερασιτεχνών, οι οποίοι, χωρίς
να σκεφτούν ούτε λεπτό, ζωγράφιζαν τις πιο ρόδινες εικόνες της ανάπτυξης
της επιστήμης, που γνώριζαν μόνο από την πλέον εκλαϊκευμένη απόδοση της
και που υπόσχονταν με τη βοήθειά της να κάνουν τα αδύνατα δυνατά.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή ακριβώς την περίσταση εννοούσε ο Ντ. Α.
Ποσπέλοφ, όταν έγραφε στο άρθρο του: «Δεν έπρεπε να εκθέτουμε ένα
ξεκίνημα, που το είχαν ήδη υποδεχτεί εχθρικά μέρος των φιλοσόφων και
-δυστυχώς- μαθηματικών και φυσικών, στους οποίους η Κυβερνητική φαινόταν
κατάλυμα των όχι και τόσο καλών ειδικών, που ασχολούνται με την
απόκτηση επιστημονικού κύρους στη βάση “επιφανειακών” αποτελεσμάτων…»9.
Πάντως,
το γεγονός ότι πρωτεργάτες της επίθεσης κατά της Κυβερνητικής δεν ήταν
οι φιλόσοφοι, επιβεβαιώνεται πολύ εύκολα και από άλλες πηγές. Για
σιγουριά θα αναφερθώ στο ίδιο άρθρο του Ντ. Α. Ποσπέλοφ, που τώρα
αναλύουμε.
Γράφει:
«Ταυτοφώνως με αυτό τον ορισμό (ότι η Κυβερνητική είναι μορφή του
σύγχρονου μηχανισμού, σημ. Β. Π.) γράφονται κείμενα περιλήψεων άρθρων
για την Κυβερνητική, που αυτά τα χρόνια δημοσιεύονται στο περιοδικό
περιλήψεων μονογραφιών “Μαθηματικά”»10. Ο Ντ. Α. Ποσπέλοφ συνοδεύει αυτή
την είδηση με το επόμενο σχόλιο: «…παρεμπιπτόντως, στις οδηγίες που
έπρεπε να ακολουθούν οι συγγραφείς των μονογραφιών, λεγόταν ευθέως ότι η
περίληψη πρέπει να εκθέτει το περιεχόμενο των εργασιών εντελώς
ουδέτερα, δεν πρέπει να υπάρχουν εκτιμήσεις, αλλά, κατά τα φαινόμενα, ο
Ντ. Γ. Ποπόφ, που συνέταξε αυτές τις μονογραφίες, θεωρούσε ότι η
ιδεολογία είναι πάνω από τις διακηρυγμένες από τη συντακτική επιτροπή
αρχές της “μη ανάμειξης”»11. Στην πραγματικότητα, το «η ιδεολογία πάνω
απ’ όλα» (στη δεδομένη περίπτωση η «ιδεολογία» της υπόθεσης ενοχής της
ιδεολογίας απέναντι στην Κυβερνητική) αποδείχτηκε χαρακτηριστική και για
τη θέση του ίδιου του Ντ. Α. Ποσπέλοφ. Ο τότε διευθυντής του
Ινστιτούτου Επιστημονικών Πληροφοριών Ντ. Γ. Ποπόφ έβαλε κατά της
Κυβερνητικής, όχι ως ιδεολόγος, αλλά ως πραγματικός ηγέτης της σχολής
της αυτόματης μετάφρασης, που ήταν αρκετά ανταγωνιστική ως προς τους
γλωσσολόγους - «κυβερνητιστές», πράγμα το οποίο ο Ντ. Α. Ποσπέλοφ
γνωρίζει πολύ καλά12.
Εχει
ενδιαφέρον να αναλύσουμε το άρθρο «Ποιον υπηρετεί η Κυβερνητική», που
δημοσιεύτηκε το 1953 στο περιοδικό «Ζητήματα φιλοσοφίας», ως προάγγελος
του πιο γνωστού λήμματος του «Φιλοσοφικού λεξικού» και απ’ ό,τι φαίνεται
αποτέλεσε βάση του. Εκείνο το μέρος του άρθρου που είναι αφιερωμένο
στην Κυβερνητική έχει την ακόλουθη δομή:
1. Μηχανές για την επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανία.
2.
Παράπονα (με παραπομπές σε αμερικάνους επιστήμονες) για το ότι στις ΗΠΑ
οι ΗΥΜ χρησιμοποιούνται κυρίως από την πολεμική υπηρεσία.
3.
Κριτική των αξιώσεων των κυβερνητιστών ότι η μηχανή αποτελεί ανάλογο
του ανθρώπινου εγκεφάλου και ότι η διαφορά μεταξύ του εγκεφάλου και των
ΗΥΜ είναι καθαρά ποσοτική, ότι ο «εγκέφαλος είναι μια γιγαντιαία
υπολογιστική μηχανή, που περιέχει 15 δισεκατομμύρια κύτταρα αντί για 23
χιλιάδες ραδιολάμπες που υπάρχουν στη μεγαλύτερη από τις έως τώρα
κατασκευασμένες υπολογιστικές μηχανές». Αυτό το μέρος ήταν το πλέον
ογκώδες και καταλάμβανε το μισό άρθρο. Το πιο ενδιαφέρον ήταν ότι η
κριτική δε γινόταν από φιλοσοφικές θέσεις, αλλά αποκλειστικά από τις
θέσεις της διδασκαλίας του Παβλόφ για το νευρικό σύστημα. Υπάρχουν στο
άρθρο 13 παραπομπές στον Παβλόφ, ενώ από φιλοσόφους αναφέρεται μόνο ο
Λάιμπνιτς, στον οποίο για κάποιο λόγο απέδιδαν την εφεύρεση του πρώτου
αριθμόμετρου και ο Λαμετρί, ως εκπρόσωπος του μηχανισμού. Μια φορά
αναφέρεται ο Μαρξ, αλλά άσχετα με το εξεταζόμενο ζήτημα.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι ο συγγραφέας του άρθρου δεν έχει υπογράψει με το
όνομά του, αλλά κρύφτηκε πίσω από το ψευδώνυμο «Υλιστής». Ο Ντ. Α.
Ποσπέλοφ το εξηγεί με το ότι ο συγγραφέας του άρθρου «κατά τα φαινόμενα,
ένιωθε κάποιο φόβο». Αλλά αυτή η εξήγηση είναι εντελώς παράλογη. Αν
ήταν ένας από τους -όπως το έθεσε ο ίδιος ο Ντ. Α. Ποσπέλοφ- «αυλικούς
φιλοσόφους», ποιον άραγε φοβόταν; Είναι δυνατόν οι υποστηρικτές της
Κυβερνητικής να ήταν τότε πιο «τρομακτικοί» από την εξουσία;
Υπάρχει
η υπόθεση ότι ο λόγος που ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ψευδώνυμο ήταν
άλλος. Ηταν επειδή ο συγγραφέας (ή οι συγγραφείς) δεν ήθελαν να χαλάσουν
τις σχέσεις τους με τους συναδέλφους τους. Με άλλα λόγια ότι δεν ήταν
φιλόσοφος. Ακόμη και η πιο επιφανειακή συγκριτική ανάλυση του άρθρου
«Ποιον υπηρετεί η Κυβερνητική» από τα «Ζητήματα φιλοσοφίας» και του
λήμματος «Κυβερνητική» από το «Φιλοσοφικό λεξικό», δείχνει ότι τα
κείμενα αυτά είναι συγγενικά. Το λήμμα του λεξικού, στην πράξη, απλά
επαναλαμβάνει εν συντομία το άρθρο του περιοδικού. Αρα είναι πιθανό να
ανήκουν στον ίδιο συγγραφέα.
Τώρα,
σχετικά με την «αυλικότητα». Ο ίδιος ο Ντ. Α. Ποσπέλοφ γράφει ότι «τα
πρακτικά καθήκοντα δεν απαιτούσαν την παύση των εργασιών στον τομέα της
Κυβερνητικής, αλλά διεύρυνση και ενεργοποίηση αυτών των ερευνών. Το
καταλάβαιναν ακόμη και οι κομματικοί γραφειοκράτες από το Τμήμα Αμυνας
της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) και το Τμήμα Επιστήμης της ιδίας παντοδύναμης
υπηρεσίας»13. Βγαίνει ότι στην «αυλή», δηλαδή στην ΚΕ του ΚΚΣΕ, με βάση
τη φρασεολογία του Ποσπέλοφ, υπήρχαν τουλάχιστον δύο απόψεις πάνω σε
αυτό το ζήτημα και μάλιστα νίκησε η άποψη των υποστηρικτών της
Κυβερνητικής. Ο Α. Ι. Κιτόφ (που ήταν εκείνη την περίοδο πρωτεργάτης
στον τομέα της αξιοποίησης των υπολογιστών στον στρατιωτικό τομέα), ο
καθηγητής Α. Α. Λιαπουνόφ και ο διάσημος ακαδημαϊκός Σ. Λ. Σόμπολεφ
έγραψαν απάντηση στο άρθρο του «Υλιστή». Αυτή η απάντηση εγκρίθηκε από
την ΚΕ του κόμματος, αλλά στους συγγραφείς προτάθηκε να «εξασφαλίσουν
την υποστήριξη της επιστημονικής κοινότητας της χώρας, πάνω στην άποψή
τους για την Κυβερνητική»14.
Είχε
οργανωθεί σειρά εκδηλώσεων σε ινστιτούτα και πανεπιστήμια με στόχο την
προπαγάνδα της Κυβερνητικής. Εχει διατηρηθεί στενογράφημα της συζήτησης
μιας από τις εισηγήσεις, που είχαν παρουσιαστεί στις 24 Ιούνη του 1954
σε μεθοδολογικό σεμινάριο στο Ενεργειακό Ινστιτούτο15. Εκείνη την
περίοδο το Ενεργειακό Ινστιτούτο ήταν η ανώτατη οργάνωση στο έργο της
κατασκευής ΗΥΜ.
Είναι
πολύ χαρακτηριστικό ότι στο Λιαπουνόφ αντιπαρατέθηκαν ή αντιμετώπισαν
επιφυλακτικά την εισήγησή του ακριβώς οι ειδικοί αυτού του
πανεπιστημίου. Σε ό,τι αφορά τον προσκαλεσμένο από το Ινστιτούτο
Φιλοσοφίας, τον Ν. Φ. Οβτσίννικοφ, αποδείχτηκε σχεδόν μεγαλύτερος
υποστηρικτής της Κυβερνητικής και από τον ίδιο το Λιαπουνόφ.
Πρέπει
να πούμε ότι ο Λιαπουνόφ ήταν εκείνη την περίοδο πολύ προσεκτικός και
μίλαγε παίρνοντας πολύ συνετές επιφυλάξεις, όταν γινόταν λόγος για πολύ
ειδικά φιλοσοφικά ζητήματα, όπως για τη φύση της κοινωνίας και της
σκέψης. Αργότερα, όταν η νίκη των «κυβερνητιστών» θα γίνει οφθαλμοφανής,
οι υποστηρικτές της Κυβερνητικής θα «πάρουν φόρα». Θα εμφανιστούν
δηλώσεις σαν αυτή που έκανε ο ακαδημαϊκός Κολμογκόροφ, που δήλωσε ότι
«σε άλλους πλανήτες μπορεί να συναντήσουμε νοήμονα ζωή στη μορφή μούχλας
πασαλειμμένης σε πέτρα». Αυτή ήταν η αντίληψη για τη φύση της σκέψης,
ακόμη και των καλύτερων εκπροσώπων της Κυβερνητικής.
Εκαναν
λάθος στη διαμάχη και οι μεν και οι δε. Φαίνεται πως ο Γκλουσκόφ δίκαια
παρατήρησε ότι η αιτία ήταν το «ανεπαρκές επίπεδο φιλοσοφικής
προετοιμασίας και φιλοσοφικής σκέψης, η μη κατανόηση της φιλοσοφίας».
Αλλά αυτή την παρατήρηση δεν πρέπει να την απευθύνουμε μόνο στους
«οπαδούς της υπολογιστικής», μα στον ίδιο βαθμό και στους
«κυβερνητιστές» και κύρια στους τότε φιλοσόφους που δεν κατάφεραν να
εκφραστούν ως αυτοτελής δύναμη. Το μόνο που έκαναν ήταν να
πηγαινοέρχονται μεταξύ των δύο ανταγωνιζόμενων ομάδων τεχνολόγων, καμία
από τις οποίες δεν καταλάβαινε και κατ’ αρχήν δεν μπορούσε να καταλάβει
τίποτα από το αντικείμενο της διαμάχης, αφού η ουσία της διαμάχης δεν
ήταν διόλου τεχνική. Κανένας από τους συζητητές δεν αρνιόταν ότι οι
υπολογιστές πρέπει να αναπτύσσονται. Η συζήτηση ήταν πάνω στη φύση της
σκέψης, εάν είναι δυνατό να αναπαραχθεί ανθρώπινη συνείδηση με
μαθηματικά μέσα. Γι’ αυτό δεν ήταν καν αρκετό να είσαι καλός φιλόσοφος.
Γι’ αυτό έπρεπε κανείς να είναι και μαρξιστής. Να κατανοεί ότι τη δομή
της ανθρώπινης σκέψης δεν πρέπει να την αναζητάμε στον εγκέφαλο, αλλά
στη δομή των κοινωνικών σχέσεων. Αντίστοιχα, δεν πρέπει να προσομοιωθεί ο
εγκέφαλος ούτε το ανθρώπινο σώμα, αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις οι
σχετικές με την παραγωγή και την κατανομή, εκείνες οι κοινωνικές
σχέσεις, προϊόν των οποίων είναι ο άνθρωπος.
Μα
οι φιλόσοφοι θα αφυπνιστούν μόλις 10-15 χρόνια αργότερα, όταν «θα πέσει
το σούρουπο», όταν όχι μόνο θα έχουν νικήσει οι υποστηρικτές της
Κυβερνητικής, αλλά όταν στην ίδια την Κυβερνητική θα επικρατήσει εκείνη η
κατεύθυνση, που ο ακαδημαϊκός Ντοροντνίτσιν -σε αντίθεση με το
«Cybernetics active»- πρότεινε να ονομαστεί «Cybernetics talkative»,
δηλαδή «φλύαρη» Κυβερνητική και η οποία θα θάψει την Κυβερνητική ως
επιστήμη.
Με
αυτόν τον τρόπο η γεμάτη προκατάληψη αντίληψη, ότι η επίσημη σοβιετική
φιλοσοφία προκάλεσε μεγάλες απώλειες στην ανάπτυξη της σοβιετικής
Κυβερνητικής, δεν πατάει σε έστω και ελάχιστα σοβαρή υπαρκτή βάση.
Η
φιλοσοφία πράγματι έπαιξε μοιραίο ρόλο στην τύχη της σοβιετικής
Κυβερνητικής, αλλά διόλου η μαρξιστική-λενινιστική, όπως θεωρεί όλη,
δίχως εξαίρεση, η «μετά-σοβιετική» διανόηση, μα η στρουκτουραλιστική και
η θετικιστική. Ακριβέστερα ήταν μίγμα φιλοσοφίας, φιλολογίας και
μαθηματικών. Συν τοις άλλοις, οι μαθηματικοί ασχολούνταν με τη
φιλολογία, οι φιλόλογοι με τα μαθηματικά και όλοι μαζί μονάχα
επαναλάμβαναν τις παρά τη φιλοσοφία στρουκτουραλιστικές ιδέες, που είχαν
επεξεργαστεί άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν φιλοσοφική μόρφωση. Γι’ αυτό
δεν είχαν ιδέα πόσο σύνθετα είναι τα ζητήματα, τα οποία κρίνουν με
ανήκουστη ευκολία, τόσο χαρακτηριστική για τους ερασιτέχνες, στους
οποίους φαίνεται ότι εάν στη φιλοσοφία απουσιάζουν οι τύποι που συνήθως
αποδιώχνουν τους ερασιτέχνες από τη φυσική, τη χημεία και τα μαθηματικά,
εδώ μπορούν να λένε όσα τους κατέβουν στο κεφάλι και αυτό επίσης να
θεωρείται φιλοσοφία.
Μιλάμε
για μια ομάδα επιστημόνων που διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του
’50 γύρω από ένα γνωστό μοσχοβίτη μαθηματικό, τον καθηγητή Α. Α.
Λιαπουνόφ. Αργότερα σε αυτόν, μαζί με τους Σ. Α. Λέμπεντεφ και Β. Μ.
Γκλουσκόφ, θα απονεμηθεί το μετάλλιο της IFIP (Διεθνούς Ομοσπονδίας
Επεξεργασίας Πληροφοριών) «Πιονέρος της Κυβερνητικής». Εννοείται πως δεν
έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε ότι το κέρδισαν με την αξία τους. Ο
Λιαπουνόφ έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη της σοβιετικής
Κυβερνητικής, πρώτ’ απ’ όλα ως ανεπίσημος οργανωτής και εμπνευστής αυτής
της επιστήμης. Ομως αυτός ο ρόλος δεν αποδεικνυόταν πάντα θετικός.
Αναμφισβήτητο επίτευγμα του Α. Α. Λιαπουνόφ είναι ότι κατάφερε να κάνει
ένα τεράστιο αριθμό επιστημόνων, εκπροσώπων των πλέον διαφορετικών
κλάδων της επιστήμης, να ενδιαφερθούν για τα ζητήματα της Κυβερνητικής.
Δεν ήταν μακράν όλοι ταλαντούχοι ή έστω ευσυνείδητοι επιστήμονες, αλλά
δεν ήταν εκεί το κακό. Το πρόβλημα ήταν ότι όλη αυτή η μάζα ενθουσιωδών
οπαδών κινήθηκε εξαρχής προς λάθος κατεύθυνση. Σχεδόν ως κύριο στόχο της
Κυβερνητικής θεώρησαν το ζήτημα της αυτόματης μετάφρασης από μια γλώσσα
σε άλλη. Πιθανώς, ως άμεση αφορμή λειτούργησε το γεγονός ότι εκείνο τον
καιρό οι Αμερικανοί ασχολούνταν ακριβώς με αυτό (το 1954 στη Νέα Υόρκη
παρουσιάστηκε το πρώτο πρόγραμμα αυτόματης μετάφρασης, που αργότερα,
πραγματικά, αποδείχτηκε εντελώς ανεπιτυχές), αλλά η αιτία αναμφισβήτητα
βρισκόταν βαθύτερα. Αυτός ο προσανατολισμός στην ανάπτυξη της
Κυβερνητικής υπαγορευόταν από τη θετικιστική αντίληψη για τη φύση της
σκέψης. Από τη σκοπιά του θετικισμού, η σκέψη είναι άρρηκτα δεμένη με τη
γλώσσα. Η σκέψη γινόταν αντιληπτή ως κάτι σαν εσωτερικός λόγος και η
γλώσσα ως η μόνη επαρκής μορφή έκφρασης της σκέψης. Αντίστοιχα, φαινόταν
ότι αν καταφέρναμε να μάθουμε τις βαθύτατες νομοτέλειες της γλώσσας, θα
μαθαίναμε την ουσία της σκέψης.
Με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο προσανατολισμός της ανάπτυξης της
Κυβερνητικής στην ΕΣΣΔ άρχισε κάποια στιγμή να καθορίζεται από το Ρομάν
Γιάκομπσον, διάσημο ρώσο γλωσσολόγο, που εργάστηκε για μια ζωή στο
εξωτερικό, θεμελιωτή όχι μόνο της στρουκτουραλιστικής γλωσσικής
ανάλυσης, αλλά και της στρουκτουραλιστικής φιλοσοφίας γενικότερα. Ηταν ο
ίδιος, για τον οποίο «συνεχώς φλυαρούσε» ο σύντροφος Νέττε, όταν «έπινε
τσάι» με το Μαγιακόβσκι στο κουπέ πρώτης θέσης16. Πιθανώς ο Γιάκομπσον
να ήταν εξαιρετικός ειδικός στον τομέα της θεωρίας της ποιητικής τέχνης,
στη γλωσσολογία γενικότερα, αλλά στη φιλοσοφία ήξερε λιγότερα και απ’
ό,τι στην Κυβερνητική, πράγμα που δεν εμπόδισε καθόλου τους
συγκεντρωμένους γύρω από τον καθηγητή Λιαπουνόφ παθιασμένους
υποστηρικτές της Κυβερνητικής να τον εκτιμούν σχεδόν ως το σπουδαιότερο
ιδεολογικό εμπνευστή τους. Ακόμη ένας ιδεολογικός εμπνευστής των
υπερασπιστών της Κυβερνητικής στην ΕΣΣΔ αποδείχτηκε ένας άλλος διάσημος
φιλόλογος, επίσης υποστηρικτής του στρουκτουραλισμού, ο Βιατσεσλάβ
Βσεβολόντοβιτς Ιβανόφ17.
Πώς
και έγινε έτσι; Κατά το πλείστον τυχαία. Αλλά πίσω από κάθε τυχαίο
γεγονός κρύβεται η νομοτέλεια. Το τυχαίο έγκειται στο ότι οι
υποστηρικτές της Κυβερνητικής ενδιαφέρονταν ακριβώς για το ζήτημα της
αυτόματης μετάφρασης ή αντίστροφα ότι ανάμεσα σε αυτούς που
ενδιαφέρονταν εκείνο τον καιρό για την Κυβερνητική, στο προσκήνιο βγήκαν
συγκεκριμένα οι φιλόλογοι. Γι’ αυτό «φιλοσοφία της Κυβερνητικής» ήταν
εκείνο τον καιρό ο στρουκτουραλισμός. Πιθανώς στο ότι η καθαρά
ιδεαλιστική θεωρία του στρουκτουραλισμού αναγνωρίστηκε ως «δική μας»,
κάποιο ρόλο έπαιξε ένα είδος πατριωτισμού, μιας και ο θεμελιωτής της
ήταν Ρώσος φιλόλογος. Ομως οι υποστηρικτές της Κυβερνητικής μπορούσαν
κάλλιστα να αντικαταστήσουν τον στρουκτουραλισμό από το νεοθετικισμό, ο
οποίος ως τότε πρόλαβε να περάσει επιτυχώς από κούρα αποκατάστασης στο
καθαρτήριο «της κριτικής της αστικής φιλοσοφίας» και μετά από καθαρά
τυπικές διαδικασίες, δήθεν κριτικής «κατανόησης», ονομάστηκε «λογική και
μεθοδολογία της επιστήμης». Μπορούμε να απαριθμήσουμε πλήθος
διαφορετικών τυχαίων περιστατικών, που έπαιξαν ρόλο στο ότι οι
υποστηρικτές της Κυβερνητικής ακολούθησαν εκείνο τον καιρό «λάθος
δρόμο». Ομως η νομοτέλεια ήταν στο ότι έπαψαν να βλέπουν στο μαρξισμό
στέρεα φιλοσοφική βάση, ικανή να προσανατολίσει, να καθορίσει την
κατεύθυνση ανάπτυξης μιας νέας επιστήμης και γι’ αυτό ήταν ικανοί να
χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε φιλοσοφία, αρκεί να μη σχετιζόταν με το
μαρξισμό. Δεν το κάνανε από «κακία», αλλά λόγω παντελούς έλλειψης
φιλοσοφικής μόρφωσης.
Και
αυτό δεν ήταν τόσο φταίξιμο των επιστημόνων, όσο καθολική συμφορά της
τότε φιλοσοφίας και επιστήμης. Αν πράγματι η μαρξιστική φιλοσοφία δεν
ήταν τότε σε θέση να απαντήσει ικανοποιητικά στο ζήτημα που αναπάντεχα
βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ των υποστηρικτών και των
αντιπάλων της Κυβερνητικής, στο ζήτημα για τη φύση της σκέψης. Εννοείται
πως στο μαρξισμό υπήρχε απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αλλά λίγοι από
αυτούς που θεωρούσαν τον εαυτό τους μαρξιστή την ήξεραν. Στην επίσημη
σοβιετική φιλοσοφία κυριαρχούσε πάνω σε αυτό μια νέα
«επιστημονικό-πατριωτική» μόδα, η διδασκαλία του Παβλόφ για το δεύτερο
σύστημα σημάτων. Οι υποστηρικτές αυτής της διδασκαλίας αντιλαμβάνονταν
τη συνείδηση υλιστικά, μα καθόλου διαλεκτικά. Ως υλιστές έβλεπαν
ξεκάθαρα το αβάσιμο των ελπίδων των υποστηρικτών της νέας επιστήμης για
δημιουργία «σκεπτόμενης μηχανής», αλλά, καθώς ήταν εκπρόσωποι του
υλισμού των φυσικών επιστημών, μηχανιστικού από τη φύση του, δεν ήταν σε
θέση να δουν την κοινωνική εμπράγματη - δραστήρια ουσία της σκέψης.
Συνεπώς,
το να καταλάβουν ότι αν και δεν είναι δυνατή η λιγότερο ή περισσότερο
επιτυχής μαθηματική προσομοίωση των σκέψεων και συναισθημάτων ενός
ξεχωριστού ατόμου, τίποτε δεν εμπόδιζε τη δημιουργία αλγόριθμων και την
επιτυχή εφαρμογή τους στην κατασκευή μοντέλων και τη σχεδιοποίηση της
παραγωγής, όπως και στη διεύθυνση μηχανημάτων και συστημάτων μηχανημάτων
(καθώς και συστημάτων μηχανή-άνθρωπος) οποιασδήποτε πολυπλοκότητας, ως
και ενός συστήματος σαν το λαϊκό-οικονομικό σύμπλεγμα της ΕΣΣΔ. Φυσικά
και σε αυτό το έργο η ΗΥΜ δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τον άνθρωπο,
αλλά θα μπορούσε να γίνει γι’ αυτόν ισχυρή και κατά το πλείστον
αναντικατάστατη βοηθός.
Οι
τότε θερμοί υποστηρικτές και υπερασπιστές της Κυβερνητικής, από αυτούς
που ενώθηκαν γύρω από τον καθηγητή Λιαπουνόφ, μα δεν κούραζαν καν τον
εαυτό τους με ζητήματα για τα όρια της χρησιμοποίησης της Κυβερνητικής,
δεν ήξεραν και δεν ήθελαν να ξέρουν αυτή τη χρήση της. Ηταν απολύτως
πεισμένοι ότι η Κυβερνητική ήταν παντοδύναμη και ότι πολύ γρήγορα θα
έλυνε όλα και οποιαδήποτε ερωτήματα της επιστήμης, της κοινωνίας και της
σκέψης: θα αποδείκνυε όλα τα θεωρήματα, θα έλυνε όλα τα σκακιστικά
προβλήματα, θα σχεδίαζε ρομπότ που θα αντικαταστούσαν πλήρως τους
ανθρώπους κ.ο.κ.
Ηταν
μια συσπειρωμένη ομάδα επιστημόνων από πλέον διαφορετικούς κλάδους, της
οποίας ηγήθηκαν άνθρωποι που γνώριζαν ελάχιστα το αντικείμενο της
διαμάχης, αλλά ήταν πολύ δραστήριοι και είχαν αυτοπεποίθηση.
Επωφελήθηκαν πολύ επιδέξια από τις ελάχιστα πειστικές δηλώσεις ορισμένων
κατασκευαστών ΗΥΜ και φιλοσόφων που τους στήριξαν, ενάντια στις ιδέες
του Βίνερ, που αξίωναν πως αποτελούσαν φιλοσοφικές γενικεύσεις,
ανακήρυξαν αυτή τη -σε γενικές γραμμές- ρόδινη και αμέσως αναγνωρισμένη
ως εσφαλμένη (ήδη κατά την τύπωση του τιράζ της 4ης έκδοσης του
«Φιλοσοφικού Λεξικού», το 1955, το ατυχές λήμμα αποσύρθηκε), δήλωση
«δίωξη της Κυβερνητικής». Με αυτό το πρόσχημα οργάνωσαν αντεπίθεση σε
όλο το μέτωπο (τόσο το επιστημονικό, όσο και το ιδεολογικό και το
πολιτικό), με ισχύ πολλαπλάσια της «δίωξης». Παρεμπιπτόντως, αυτή η
κατάσταση ήταν χαρακτηριστική για τη σοβιετική επιστήμη εκείνου του
καιρού.
Η
πάλη μεταξύ των επιστημονικών σχολών σε πολλούς κλάδους ήταν σκληρή και
οι επιστήμονες συχνά τραβούσαν στα ξεκαθαρίσματά τους την κομματική και
κρατική ηγεσία.
Συνήθως,
όταν γίνεται λόγος για «διώξεις της Κυβερνητικής», θυμούνται επιτόπου
και τις «διώξεις της γενετικής» και πάλι παρουσιάζουν την υπόθεση σαν να
καταδίωκαν μοχθηροί ιδεολόγοι τους καλούς και έντιμους επιστήμονες.
Στην πραγματικότητα λάμβανε χώρα η πάλη των επιστημονικών σχολών και των
διαμορφωμένων σε αυτή τη βάση περι-επιστημονικών ομάδων, στην οποία όχι
μόνο οι «λισενκικοί» αλλά και οι «γενετιστές» δε χρησιμοποιούσαν μακράν
πάντα ακαδημαϊκά μέσα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Λισένκο αξιοποίησε
στο έπακρο το 1948 την εύνοια του Στάλιν. Για κάποιο λόγο όμως σήμερα
κανείς δε θέλει να θυμάται ότι την τελική νίκη επί των «λισενκικών»
γενετιστών έφερε η περίσταση ότι είχαν ενεργότατη συμμετοχή στην
καμπάνια καλαμποκιού του Χρουστσιόφ18. Μα και τον καιρό του Στάλιν οι
γενετιστές δεν ήταν πάντα υπό διωγμό. Για πολλά χρόνια είχαν
διευθυντικές θέσεις στη σοβιετική επιστήμη της βιολογίας. Και όχι μόνο
πριν το 1940, πριν τη σύλληψη του Ν. Ι. Βαβίλοφ, αλλά και στα χρόνια
1945-48, στα οποία έχουμε άνοδο της γενετικής και «αισθητή χειροτέρευση
της θέσης του Τ. Ντ. Λισένκο»19. Εναντίον του Λισένκο και υπέρ των
γενετιστών τοποθετήθηκε ο επικεφαλής του Τομέα Επιστήμης της ΚΕ του
ΠΚΚ(μπ), Γ. Α. Ζντάνοφ. Ακόμη και μετά την ξακουστή αυγουστιάτικη σύνοδο
της ΒΑΣΧΝΙΛ (Πανρωσικής Ακαδημίας Αγροτικών Επιστημών Ονόματος Β. Ι.
Λένιν) το 1948, στην οποία, με έγκριση του Στάλιν ο Λισένκο χαρακτήρισε
την ονομαζόμενη τυπική γενετική ως ψευτοεπιστήμη, η θέση των γενετιστών
δεν ήταν και τόσο απελπιστική, όπως προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι
σύγχρονοι δημοσιογράφοι και ο θρίαμβος του Λισένκο όχι τόσο στέρεος. Ηδη
το καλοκαίρι του 1952 ο Στάλιν έδωσε εντολή να δημιουργηθεί επιτροπή
προετοιμασίας πρότασης της ΚΕ για τη δημιουργία συλλογικού προεδρείου
της ΒΑΣΧΝΙΛ με ένταξη στη σύνθεσή του αντιπάλων του Λισένκο20. Ο Τροφίμ
Ντμίτριεβιτς κατάφερε να τρενάρει την υπόθεση και να απομακρύνει τον
κίνδυνο, αλλά το γεγονός λέει πολλά.
Πρώτ’
απ’ όλα δεν αφορούσε τη διαμάχη της ιδεολογίας με την επιστήμη, αλλά
ομάδων και ομαδούλων επιστημόνων, καθεμία εκ των οποίων υποστήριζε την
άποψή της, χρησιμοποιώντας τόσο την ιδεολογία όσο και την πολιτική. Η
σκληρότητα και το ασυμβίβαστο αυτής της πάλης καθοριζόταν από το ότι
αντικείμενό της δεν ήταν η επιστημονική αλήθεια, αλλά η επιδίωξη της
πρωτιάς της μίας ή της άλλης ομάδας, ανεξάρτητα από το αληθές των
αντιλήψεών τους. Η αλήθεια δεν μπορούσε εκ των προτέρων να βρεθεί σε
αυτές τις διαμάχες, γιατί κύριο αντικείμενό τους ήταν ζητήματα καθαρά
φιλοσοφικού χαρακτήρα, κοσμοθεωρίας (ποια η φύση των έμβιων, προέρχονται
από τα άβια ή συμβαίνει αιώνια μετάδοση αναλλοίωτου κληρονομικού υλικού
από το ένα άτομο στο άλλο, στους βιολόγους και το ζήτημα εάν μπορεί να
σκεφτεί το μηχάνημα, δηλαδή, κατ’ ουσία, το ζήτημα της φύσης της
ανθρώπινης σκέψης, στους κυβερνητιστές). Ολοι οι συζητητές απαρνούνταν
εξαρχής τη φιλοσοφία, βασιζόμενοι αποκλειστικά σε εμπειρικά δεδομένα και
τις δυνατότητες της λογικής σκέψης, πέφτοντας αυτόματα με τον τρόπο
αυτό στις αγκάλες του θετικισμού21. Και διόλου τυχαία, στον κύκλο του
Λιαπουνόφ, εκτός από τους μαθηματικούς και τους φιλόλογους, πρωτοπόρο
ρόλο άρχισαν να παίζουν και βιολόγοι-γενετιστές, με κύριο εκπρόσωπο το
διάσημο «Βίσωνα»22, το Ν. Β. Τιμοφέεφ-Ρεσόβσκι.
Οι
γενετιστές και οι κυβερνητιστές δε συνενώθηκαν στη βάση των διώξεων
εναντίον τους, αλλά επειδή βρέθηκαν μπροστά στην επίθεση του θετικισμού
στη σοβιετική επιστήμη.
Αιτία
αυτής της επίθεσης του θετικισμού ήταν η έκδηλη αδυναμία της σοβιετικής
φιλοσοφίας και το γεγονός ότι από καιρό σερνόταν στην ουρά των φυσικών
επιστημών. Οι φιλόσοφοι επαναλάμβαναν δυνατά τις μαρξιστικές λέξεις,
αλλά όλα συνηγορούν υπέρ του ότι δεν κατείχαν καλά τις μαρξιστικές
έννοιες.
Οι
ιδέες του στρουκτουραλισμού είχαν επιτυχία μεταξύ των επιστημόνων που
ενδιαφέρονταν για την Κυβερνητική, πρώτ’ απ’ όλα επειδή στα βασικά τους
χαρακτηριστικά συνέπιπταν απόλυτα με τις ιδέες του θετικισμού, από τον
οποίο ως τότε είχαν πέρα για πέρα μολυνθεί οι περισσότεροι σοβιετικοί
επιστήμονες. Η πρώτη των απόψεων αυτών ήταν ότι «κάθε επιστήμη είναι και
φιλοσοφία για τον εαυτό της». Αυτή η ιδέα βολεύει πολύ κάθε επιστήμονα
που βαριέται να ενημερωθεί γι’ αυτά που ήδη έχει επεξεργαστεί η
φιλοσοφία και που συνήθως ούτε καν υποπτεύεται ότι ακόμη και η αφ’
υψηλού στάση του ως προς τη φιλοσοφία είναι φιλοσοφία, αλλά κακή,
βρισκόμενη μακριά από τον άξονα ανάπτυξης της ανθρώπινης σκέψης.
Η
δεύτερη ιδέα βασιζόταν στη σιγουριά των εκπροσώπων του θετικισμού ότι η
σκέψη στην ουσία της συμπίπτει με την ομιλία (η σκέψη είναι εσωτερική
ομιλία). Από αυτή την άποψη φαίνεται φυσικό η φιλοσοφία να
αντικαθίσταται από τη φιλολογία, ακριβέστερα από ένα τμήμα της, όπως η
σημειωτική. Εννοείται πως η Κυβερνητική δε θα μπορούσε να γεννηθεί ούτε
από τη γλωσσολογία ούτε από τα μαθηματικά. Ομως η υπολογιστική
γλωσσολογία ταίριαζε στην εντέλεια να γίνει ιδεολογία της Κυβερνητικής
σε συνθήκες, όταν οι ίδιοι οι δημιουργοί των υπολογιστών σκέφτονταν
ελάχιστα τη σημασία που μπορούν να έχουν για την κοινωνία τα
δημιουργήματά τους.
Στη
Σοβιετική Ενωση, όπως ακριβώς και σε άλλες χώρες, άρχισαν να
ασχολούνται με τα ζητήματα αυτοματοποίησης της επεξεργασίας πληροφοριών
και αυτοματοποίησης της διεύθυνσης, πριν από την εμφάνιση του βιβλίου
του Βίνερ «Κυβερνητική» και όχι υπό την επίδραση του. Πρώτο, αυτόματες
υπολογιστικές μηχανές (μηχανικές) υπήρχαν για αρκετά μεγάλο χρονικό
διάστημα, ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’30, όταν υπό τη διεύθυνση του
Σ. Α. Λέμπεντεβ ξεκίνησε δουλειά πάνω σε μηχανή που χρησιμοποιούσε το
δυαδικό σύστημα αρίθμησης, αλλά διακόπηκε από τον πόλεμο. Δεύτερο, ο
πόλεμος έθεσε άμεσα το ζήτημα της δημιουργίας αποτελεσματικών συστημάτων
διεύθυνσης των αντιαεροπορικών πυρών. Οπως έχει ειπωθεί και πρωτύτερα, η
Κυβερνητική του Βίνερ προήλθε κατά το πλείστον από αυτόν ακριβώς τον
προβληματισμό. Εννοείται ότι και στη Σοβιετική Ενωση ασχολούνταν
εντατικά με αυτό το πρόβλημα και είχαν συγκεκριμένες επιτυχίες. Για
παράδειγμα, ακριβώς μέσω αυτής της προβληματικής ήρθε στην Κυβερνητική ο
Ι. Γ. Ακούσσκι, ένας από τους εξέχοντες σοβιετικούς κυβερνητιστές,
θεμελιωτής της μη πατροπαράδοτης αριθμητικής των κομπιούτερ.
Την
κύρια ώθηση για την εντατικοποίηση των εργασιών στον τομέα της
υπολογιστικής τεχνολογίας και του προγραμματισμού στην ΕΣΣΔ έδωσε η
εμφάνιση στις ΗΠΑ, το 1946, του πρώτου Ηλεκτρονικού Ψηφιακού
Ολοκληρωματικού Υπολογιστή (ΗΨΟΥ), που χρησιμοποιούσε το σχέδιο του Φον
Νεϊμάν.
Μετά
από αυτό, οι εργασίες πάνω στη δημιουργία ΗΥΜ στην ΕΣΣΔ πήραν γρήγορα
μεγάλο εύρος. Το 1948 δημιουργήθηκε Ινστιτούτο Μηχανικής Ακριβείας και
Υπολογιστών της ΑΕ της ΕΣΣΔ και Ειδικό Γραφείο του Υπουργείου Κατασκευής
Σσυσκευών και Μέσων Αυτοματοποίησης. Σε αυτά τα ιδρύματα, όπως και στο
εργαστήριο των ηλεκτρονικών συστημάτων του Ινστιτούτου Ενεργητικής
ονόματος Γ. Μ. Κρζιζάνσκι, στα ΕΕΙ (Επιστημονικο-Ερευνητικά Ινστιτούτα)
Ηλεκτρονικών Μαθηματικών Μηχανών, στα Εργαστήρια Υπολογιστών της ΑΕ της
Ουκρανικής ΣΣΔ, στο Ινστιτούτο Μαθηματικών Μηχανών του Ερεβάν, στο
Ινστιτούτο Διευθυντικών Υπολογιστικών Μηχανών της Πένζα και σε ορισμένα
άλλα ιδρύματα, διεξαγόταν δραστήρια δουλειά κατασκευής υπολογιστών,
επεξεργασίας θεωρίας υπολογιστικών μηχανών, επεξεργασίας τεχνολογίας
προγραμματισμού23.
Το
1949 οργανώθηκε έδρα ΥπολογιστικώνΜαθηματικών, της οποίας το 1952 έγινε
επικεφαλής ο Σ. Λ. Σόμπολεφ. Το ίδιο έτος ο Α. Α. Λιαπουνόφ άρχισε να
διδάσκει «Προγραμματισμό» στους φοιτητές αυτής της έδρας.
Παρεμπιπτόντως,
το εκδομένο το 1948 βιβλίο «Κυβερνητική», του Βίνερ, μεταφράστηκε
σχεδόν αμέσως και ήδη το 1949 οι Σοβιετικοί ειδικοί είχαν την ευκαιρία
να το διαβάσουν. Ο Γ. Α. Σρέιντερ, που γράφει γι’ αυτό24, παραπονιόταν
ότι η μετάφραση ήταν «τερατώδης», αλλά αυτό μάλλον δε θα πρέπει να μας
εκπλήσσει. Ο Βίνερ, στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης της
«Κυβερνητικής», αναφέρει ότι και στο πρωτότυπο υπήρχαν πολυάριθμα λάθη
στη δακτυλογράφηση, ακόμη και λάθη στο περιεχόμενο. Τι να πούμε τότε για
την υπηρεσιακή μετάφραση για ειδικούς; Πάνω σε αυτό, περί της τότε
πραγματικής κατάστασης στην ΕΣΣΔ σχετικά με την πρόσβαση σε ξένη
επιστημονική βιβλιογραφία, δίνει παραστατικά το επεισόδιο που αναφέρει ο
Βιατσεσλάβ Βσέβολντοβιτς Ιβανόφ. Θυμάται ότι τον Αύγουστο του 1957, σε
διεθνές συνέδριο στο Οσλο, ένας αμερικανός επιστήμονας του χάρισε το
μόλις εκδομένο βιβλίο του Χόμσκι «Συντακτικές δομές». Ομως, όταν έφτασε
στην Μόσχα, ο Ιβανόφ ανακάλυψε ότι αυτό το βιβλίο υπήρχε ήδη στη
Βιβλιοθήκη Λένιν και πάνω σε αυτό είχε ήδη γραφτεί και δημοσιευτεί
κριτική. Για την ακρίβεια είπε ότι εκείνο τον καιρό η Βιβλιοθήκη Λένιν
«εφοδιαζόταν έξοχα».
Επιστρέφοντας
στη «Κυβερνητική» του Βίνερ, πρέπει να πούμε ότι έκανε μάλλον αρνητική
εντύπωση στους ειδικούς στον τομέα των υπολογιστών. Σε αυτή είδαν κυρίως
ανεδαφικές φαντασίες και αποκομμένες από την πραγματικότητα της τότε
επιστήμης και τεχνολογίας φιλοσοφίες, αβάσιμες αξιώσεις για καθολικότητα
των μεθόδων των επιμέρους επιστημών.
Ομως
αναπάντεχα το βιβλίο αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον επιστημόνων που δεν
είχαν σχέση με τους υπολογιστές και εξαιτίας αυτού είχαν την τάση να
υπερβάλλουν τις δυνατότητές της. Αυτοί ακριβώς συσπειρώθηκαν γύρω από το
σεμινάριο του Λιαπουνόφ και έγιναν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της
Κυβερνητικής.
Ωστόσο
πρέπει να πούμε αμέσως ότι ούτε τον Λιαπουνόφ ούτε τους συμμετέχοντες
στο σεμινάριό του μπορούμε να θεωρούμε ως τους μόνους που ανέπτυσσαν την
Κυβερνητική στην ΕΣΣΔ.
Σε σχέση με αυτό θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή, για παράδειγμα, στη μορφή του Ανατόλιι Ιβάνοβιτς Κίτοφ.
Ο
ρόλος του Κίτοφ στην ιστορία της σοβιετικής Κυβερνητικής δεν είναι τόσο
λαμπερός όσο του Λιαπουνόφ, αλλά θεωρώ ότι ήταν πολύ πιο παραγωγικός,
απ’ ό,τι φαίνεται σήμερα. Οντας ο πλέον θερμός οπαδός της Κυβερνητικής,
ταυτόχρονα ενεργούσε πολύ πιο προσεκτικά και με περισσότερη περίσκεψη
από το Λιαπουνόφ. Από τη μια πλευρά έπαιξε τον πλέον ενεργό ρόλο στην
καμπάνια αποκατάστασης της Κυβερνητικής και της συντριβής των «διωκτών»
της (αυτός ακριβώς ξεκίνησε και έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου
«Βασικά χαρακτηριστικά της Κυβερνητικής», που συνυπέγραψαν και ο
Λιαπουνόφ και ο ακαδημαϊκός Σόμπολεφ το οποίο δημοσιεύτηκε στα «Ζητήματα
φιλοσοφίας», στο τέταρτο τεύχος του 1955, απ’ όπου ξεκίνησε η
θριαμβευτική πορεία της Κυβερνητικής στην ΕΣΣΔ). Ομως, σε αντίθεση με το
Λιαπουνόφ, δεν παρασύρθηκε από τους ρομαντικούς της Κυβερνητικής, που
είχαν πολύ απόμακρη αντίληψη περί των πραγματικών δυνατοτήτων των ΗΥΜ,
αλλά που διέθεταν απεριόριστη φαντασία.
Ο
Κίτοφ, όντας μηχανικός και έχοντας μπροστά του συγκεκριμένους στόχους
αυτοματοποίησης της διεύθυνσης στον τομέα της άμυνας, ψηλάφισε γρήγορα
την ορθή γραμμή ανάπτυξης της Κυβερνητικής. Κατάλαβε ότι η γραμμή αυτή
βρίσκεται πέρα από τα όρια της φιλολογίας και στην ουσία των
μαθηματικών, ότι πεδίο των ζητημάτων της Κυβερνητικής δεν αποτελεί η
νόηση ενός ατόμου, αλλά η δραστηριότητα της κοινωνίας συνολικά.
Το
1956 εκδόθηκε το βιβλίο του «Ηλεκτρονικές ψηφιακές μηχανές», στο οποίο
γινόταν λόγος για τις δυνατότητες αξιοποίησης των ΗΥΜ στην οικονομία. Το
1959 ο Α. Ι. Κίτοφ παρουσίασε στην ΚΕ του ΚΚΣΕ εισήγηση για τη
σκοπιμότητα δημιουργίας ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης
για τις ένοπλες δυνάμεις και για τη λαϊκή οικονομία της χώρας, στη βάση
κοινού δικτύου υπολογιστικών κέντρων, που δημιουργούνται και
εξυπηρετούνται από το Υπουργείο Αμυνας.
Για
τη μελέτη της εισήγησης συστάθηκε επιτροπή με επικεφαλής τον Υπουργό
Αμυνας της ΕΣΣΔ, στρατάρχη Ροκοσόβσκι και ως αποτέλεσμα της δουλειάς
αυτής της επιτροπής, καθαίρεσαν το συγγραφέα της εισήγησης από τη θέση
του επικεφαλής του Κύριου Υπολογιστικού Κέντρου του Υπουργείου Αμυνας
και τον διέγραψαν από το κόμμα. Λέγεται ότι αιτία ήταν η περιεχόμενη
στην εισήγηση υπερβολικά οξεία κριτική προς το Υπουργείο Αμυνας για την
αδύναμη εισαγωγή των ΗΥΜ στο έργο της διεύθυνσης των Ενοπλων
Δυνάμεων25.Πάντως η υπόθεση αυτή είναι αρκετά σκοτεινή και χρειάζεται
περαιτέρω μελέτη. Παραμένει το γεγονός ότι την περίοδο των πιο σκληρών
«διώξεων της Κυβερνητικής», το 1953-1954, ο Κίτοφ, ο κύριος
προπαγανδιστής της νέας επιστήμης, όχι μόνο δε διωκόταν, αλλά το 1954
διορίστηκε επικεφαλής του δημιουργημένου από αυτόν Κύριου Υπολογιστικού
Κέντρου του Υπουργείου Αμυνας. Αντίθετα, το 1959, όταν οι υποστηρικτές
της Κυβερνητικής επικράτησαν πλήρως και αναντίρρητα, τον καθαίρεσαν από
τη διευθυντική θέση που κατείχε και τον διέγραψαν από το κόμμα. Τα
σχόλια βέβαια δεν είναι περιττά, αλλά δύσκολα γίνονται.
Πάντως,
ακόμη και μετά από αυτές τις μεγάλες ατυχίες, ο Κίτοφ δεν έπαψε να
μάχεται για την ιδέα του, για αξιοποίηση της Κυβερνητικής στον τομέα
διεύθυνσης των οικονομικών διεργασιών. Το 1961, στη συλλογή «Η
Κυβερνητική στην υπηρεσία του κομμουνισμού», που εκδόθηκε υπό τη σύνταξη
του Α. Ι. Μπεργκ, δημοσιεύει το άρθρο «Η Κυβερνητική και η διεύθυνση
της λαϊκής οικονομίας», στο οποίο συνεχίζει να υπερασπίζεται τις ιδέες
της δημιουργίας ενιαίου αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης της
οικονομίας.
Ενθερμος
υποστηρικτής αυτής της ιδέας του Κίτοφ ήταν ο Βίκτορ Μιχάιλοβιτς
Γκλουσκόφ. Τους έδενε για καιρό στενή φιλία, στενότατη συνεργασία και
αργότερα, ακόμη και συγγενικοί δεσμοί (μια από τις κόρες του Γκλουσκόφ
έγινε σύζυγος του γιου του Κίτοφ). Μπορούμε χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο να
υποθέσουμε ότι αυτή η συνεργασία και η φιλία είναι μια από της πηγές της
ιδέας του Γενικού Κρατικού Αυτοματοποιημένου Συστήματος Διεύθυνσης της
Οικονομίας (ΓΚΑΣΔΟ) ως της κύριας οδού ανάπτυξης της Κυβερνητικής.
Σήμερα
πλέον δε χωρά αμφιβολία ότι τα αυτοματοποιημένα συστήματα διεύθυνσης
της οικονομίας αποδείχτηκαν η μόνη κατεύθυνση προοπτικής για την
ανάπτυξη της Κυβερνητικής. Είναι κρίμα που μια από τις πιο στέρεες
αποδείξεις αυτής της θέσης ήταν η ουσιαστική εξαφάνιση της Κυβερνητικής
ως επιστήμης, αφότου οι εκπρόσωποί της απαρνήθηκαν την ιδέα της
δημιουργίας Αυτοματοποιημένου Συστήματος Διεύθυνσης της Οικονομίας.
Το
πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50 δεν υπήρχε ακόμη Κυβερνητική στην
ΕΣΣΔ. Υπήρχαν και αξιοποιούνταν πλήρως οι ΗΥΜ, μα λίγοι θυμούνταν την
Κυβερνητική. Οχι επειδή απαγορευόταν. Οπως ειπώθηκε παραπάνω, το
«Κυβερνητική» του Βίνερ είχε μεταφραστεί στα ρώσικα ήδη από το 1949,
δηλαδή την επομένη χρονιά μετά την έκδοσή του στις ΗΠΑ.
Απλά
οι ειδικοί στον τομέα των ΗΥΜ δεν έβλεπαν καμία σχέση μεταξύ της
Κυβερνητικής και της ανάπτυξης των υπολογιστών που -με την ευκαιρία να
πούμε- εκείνη την περίοδο αναπτύσσονταν ραγδαία.
Οπως
έχουμε ήδη πει, οι κατασκευαστές των υπολογιστών υποδέχτηκαν εχθρικά
την Κυβερνητική, καθώς έβλεπαν σε αυτή τις μάλλον βλαβερές φαντασίες των
ερασιτεχνών, παρά την πρακτική βοήθεια στη δουλειά τους. Και μπορούμε
κάλλιστα να τους καταλάβουμε, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι
παθιασμένοι υποστηρικτές της Κυβερνητικής ήταν κυρίως οι «καθαροί»
μαθηματικοί και φιλόλογοι.
Ποια
η σχέση των μαθηματικών με την ηλεκτρονική υπολογιστική τεχνολογία,
είναι πάνω-κάτω κατανοητό. Η τεχνολογία είναι υπολογιστική. Αλλά με
ποιον τρόπο ανάμεσα στους υποστηρικτές της Κυβερνητικής βρέθηκαν
φιλόλογοι και τι τους συνένωσε σε ενιαίο σύνολο με τους μαθηματικούς;
Η ενοποιητική υπόθεση ήταν η αυτόματη μετάφραση.
Η
ιστορία με την αυτόματη μετάφραση στη Σοβιετική Ενωση άρχισε με τη
δημοσίευση στο περιοδικό περιλήψεων μονογραφιών «Μαθηματικά» της είδησης
«Μετάφραση από τη μια γλώσσα στην άλλη με τη βοήθεια μηχανής:
Απολογισμός της πρώτης επιτυχούς δοκιμής»26. Ο συγγραφέας αυτής της
είδησης, συντάκτης του περιοδικού «Μαθηματικά» και διευθυντής του
Ινστιτούτου ΕπιστημονικώνΠληροφοριών, ο Ντ. Γ. Πανόφ, καταπιάστηκε
αμέσως με την οργάνωση ανάλογων εργασιών στην ΕΣΣΔ. Ενα χρόνο μετά είχαν
ήδη ληφθεί τα πρώτα αποτελέσματα. Η ομάδα, με επικεφαλής την Ι. Κ.
Μπέλσκαγια, κατάφερε να φτιάξει αλγόριθμο μετάφρασης από τα αγγλικά και
το καλοκαίρι του 1955 να διεξαγάγει τα πρώτα πειράματα σε μηχάνημα.
Παράλληλα, με αυτή τη δουλειά καταπιάστηκε ομάδα «κυβερνητιστών» με
επικεφαλής τον καθηγητή Λιαπουνόφ. Ομως ούτε η μία ούτε η άλλη ομάδα
κατάφεραν να συνεχίσουν το εγχείρημα αυτό με επιτυχία. Αλλά αν ο Πανόφ
πολύ σύντομα αναγνώρισε την ήττα του και έγινε ένας από τους πιο
επιφανείς κριτικούς της Κυβερνητικής27, οι φιλόλογοι και ο Λιαπουνόφ
επέμεναν, αν και τα αποτελέσματά τους δεν ήταν καλύτερα.
Να
τι γράφει γι’ αυτό ο καθηγητής Β. Α. Ουσπένσκι, ένας από τους
συμμετέχοντες στην ομάδα του Λιαπουνόφ, διδάκτωρ φυσικο-μαθηματικών
επιστημών: «Αν νοούμε την αυτόματη μετάφραση ως μη θεωρητικό στόχο, αλλά
πρακτικό και μαζικό (και ακριβώς έτσι, πρακτικά, έμπαινε το ζήτημα τη
δεκαετία του ’50), πρέπει να παραδεχτούμε πως στη χώρα μας δεν υπάρχει
αυτόματη μετάφραση»28.
Στο
ίδιο πνεύμα εκφράστηκε και ο Ι. Α. Μελτσιούκ, ο οποίος θεωρούνταν και
θεωρείται έως σήμερα μια από τις βασικές αυθεντίες του στρουκτουραλισμού
και εκείνο τον καιρό ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της
Κυβερνητικής και της αυτόματης μετάφρασης. Αργότερα παραδέχτηκε ότι οι
εργασίες πάνω στην αυτόματη συντακτική ανάλυση της ρωσικής γλώσσας ήταν
«απόλυτα αδιέξοδες»29.
Παρεμπιπτόντως,
το ονομαζόμενο Μεγάλο Σεμινάριο της Κυβερνητικής, με ιδρυτή και
επικεφαλής το Λιαπουνόφ, έσβησε σιγά-σιγά το 1963-1964 και έπαψε να
υπάρχει, έχοντας διασπαστεί σε μεγάλο αριθμό επιμέρους σεμιναρίων,
κανένα από τα οποία δεν ήταν καθαυτό σεμινάριο Κυβερνητικής30.
Το
πιο ενδιαφέρον είναι ότι και ο πατέρας της Κυβερνητικής Νόρμπερ Βίνερ
αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία τους σοβιετικούς υποστηρικτές της
Κυβερνητικής μεταξύ των δομικών γλωσσολόγων.
Φτάνοντας
στη Μόσχα, ο Βίνερ εκτίμησε με σκεπτικισμό τη δομική γλωσσολογία που
αναπτυσσόταν στην ΕΣΣΔ. Βεβαίωνε ότι η μαθηματική γλωσσολογία δεν έχει
μέλλον, αφού «το μικρό μέγεθος της επιλογής υπονομεύει τις δυνατότητες
της επιστημονικής έρευνας σε οποιεσδήποτε κοινωνικές επιστήμες,
συμπεριλαμβανομένης και της γλωσσολογίας»31.
Με
αυτόν τον τρόπο η ιδέα της αυτόματης μετάφρασης, οι υποστηρικτές της
οποίας έδρασαν σε εκείνη τη διάσημη διαμάχη υπό τη σημαία της
Κυβερνητικής, πέθανε αρκετά γρήγορα από μόνη της και κανένας δεν πρόσεξε
το άδοξο τέλος της. Δεν εκπλήσσει. Αφού οι ειδικοί σε αυτό τον τομέα
της επιστήμης, που απέκτησαν μετά τη νίκη τους στη διαμάχη με τους
αντιπάλους της Κυβερνητικής πολύ σοβαρά προνόμια με τη μορφή
επιστημονικών πόστων και σημαντικού προσωπικού στα πανεπιστήμια και τα
επιστημονικο-ερευνητικά ινστιτούτα, δε βιάζονταν καθόλου να ανακοινώσουν
όσα συνέβησαν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αυτοί -και πίσω τους όλη η
«προοδευτική διανόηση»- συνέχιζαν επί τη ευκαιρία να μαλώνουν τους
κακούς αντιπάλους της Κυβερνητικής, ιδιαίτερα τους φιλοσόφους, θέλοντας
έτσι να διαμορφώσουν στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι τα θαύματα που
υποσχέθηκαν δεν έγιναν, μόνο και μόνο επειδή κάποτε, παλιά, κάποιος δεν
επέτρεπε στην Κυβερνητική να αναπτυχθεί.
Εννοείται
ότι αυτό το τέχνασμα ήταν αποκλειστικά για τους εύπιστους, αλλά
αποδείχτηκε πως αυτοί δεν ήταν λίγοι. Πίστευαν πρόθυμα ότι οι κριτικές
επιθέσεις στην Κυβερνητική, μερικές δεκαετίες πριν, μπορούσαν με κάποιο
μαγικό τρόπο να επιδρούν στην ανάπτυξή της και μετά την ολοκληρωτική
νίκη των υποστηρικτών της απέναντι σε αυτούς που τους αντιπαλεύονταν.
Βέβαια,
για να μπορούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα να διατηρούν αυτή τη
βολική δικαιολογία, οι «κυβερνητιστές» αλλοίωναν επιμελώς την εικόνα της
διαμάχης, υπερέβαλαν κατά πολύ τη δύναμη και τις δυνατότητες των
αντιπάλων τους και αντίστοιχα την επικινδυνότητα της επίδρασής τους για
τον εαυτό τους και την Κυβερνητική που εκπροσωπούσαν.
Στην
πραγματικότητα όλα ήταν κάπως διαφορετικά. Εάν ενάντια στην Κυβερνητική
στα «Ζητήματα φιλοσοφίας» δημοσιεύτηκε ένα πρακτικώς ανώνυμο άρθρο,
δηλαδή στην ουσία μια προσωπική άποψη, αν και την είχε υποστηρίξει το
περιοδικό, υπέρ της Κυβερνητικής εκφράζονταν γνωστοί εκείνο τον καιρό
επιστήμονες (μεταξύ των οποίων και ένας ακαδημαϊκός που εργαζόταν στο
ατομικό πρόγραμμα), το άρθρο συζητιόταν στα επιστημονικά-ερευνητικά
ινστιτούτα και τα πανεπιστήμια, στον Τύπο. Σύντομα η Κυβερνητική άρχισε,
μονοσήμαντα, να ταυτίζεται με επιστήμη και όλοι όσοι τολμούσαν να
εκφράσουν αμφιβολίες, χαρακτηρίζονταν αντιδραστικοί και αντίπαλοι της
επιστήμης. Σε ό,τι αφορά τους φιλοσόφους, τους «ντρόπιασαν» τόσο που για
πολύ καιρό φοβούνταν ακόμη και να παραδεχτούν ότι είναι φιλόσοφοι.
Είναι
πολύ χαρακτηριστική η συζήτηση πάνω στο άρθρο του Σόμπολεφ, του
Λιαπουνόφ και του Κίτοφ, στη συνεδρίαση της συντακτικής επιτροπής των
«Ζητημάτων φιλοσοφίας». Ολα όσα ζητούσαν οι φιλόσοφοι, που γνώριζαν από
φιλοσοφία και δεν έχασαν την επαγγελματική τους τιμή, για παράδειγμα ο
Μ. Μ. Ρόζενταλ, ήταν να βγουν τα καταφανώς παράλογα μέρη, για παράδειγμα
σαν αυτό που λεγόταν ότι η μηχανή διαφέρει από τον εγκέφαλο μόνο στον
αριθμό των στοιχείων.32
Την
ίδια ώρα, οι φιλόσοφοι που δε βαρύνονταν ιδιαίτερα από επαγγελματική
τιμή και ούτε -απ’ ότι φαίνεται- από συνείδηση, δεν τσιγκουνεύονταν
μεθόδους και μέσα για την «προώθηση» της Κυβερνητικής.
Για
παράδειγμα ο Ε. Γ. Κόλμαν, για να θέσει την Κυβερνητική σε «ταξική
βάση», υποστήριζε ότι «ο Βίνερ περνάει δύσκολους καιρούς, τα βιβλία του
δεν εκδίδονται, έχουν απαγορευτεί»33. Τάχα οι ιμπεριαλιστές τον
καταδίωκαν, επομένως εμείς έπρεπε επειγόντως να τον αναγνωρίσουμε ως
δικό μας. Εννοείται πως κανένας δεν απαγόρευε βιβλία του Βίνερ στην
Αμερική (εδώ ο καθηγητής απλά έλεγε ανοιχτά ψέματα), αν και ο Βίνερ είχε
κάποια προβλήματα, επειδή δεν έκρυβε την απέχθειά του προς το
καπιταλιστικό σύστημα. Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ο Κόλμαν, όπως φάνηκε
αργότερα, δεν είχε κάτι ενάντια στον καπιταλισμό, απόδειξη αυτού η
μετέπειτα μετανάστευσή του στη Σουηδία και μετά στις ΗΠΑ.
Με
άλλα λόγια, οι «κυβερνητιστές» οργάνωσαν ένα απίστευτο σκάνδαλο πάνω
στο ότι, δήθεν, τους εμπόδιζαν να ασχολούνται με μια επιστήμη με μεγάλη
προοπτική ότι οι «συντηρητικοί» έπνιγαν το καινούργιο, το προοδευτικό,
«ξεσήκωσαν» την ηγεσία της χώρας, έφτασαν ως τα υψηλότερα κλιμάκια (ο
αναπληρωτής Υπουργός Αμυνας της ΕΣΣΔ ακαδημαϊκός, ναύαρχος Α. Ι. Μπεργκ,
που κούραρε την Κυβερνητική ήταν καλοδεχούμενος από τον Κοσίγκιν). Αλλά
όταν οι αντίπαλοί τους συντρίφθηκαν και όταν τους δόθηκαν όλες οι
προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Κυβερνητικής, πολύ γρήγορα χάσανε κάθε
ενδιαφέρον προς αυτή και το μόνο που συνέχισαν ήταν να μαλώνουν
πότε-πότε τους πρώην αντιπάλους τους και να θυμούνται τη δική τους τόλμη
στην πάλη εναντίον τους.
Σε
ό,τι αφορά τη χρήση των υπολογιστών, πέρασε από την ΕΣΣΔ από το δρόμο
που τους καθόρισαν οι αντίπαλοι της «Κυβερνητικής», δηλαδή αξιοποιούνταν
κυρίως ως τεχνολογικός εξοπλισμός για τη διευκόλυνση των υπολογισμών.
Αν και γίνονταν επεξεργασίες μηχανημάτων για Αυτοματοποιημένα Συστήματα
Διεύθυνσης Τεχνολογικών Διεργασιών (ΑΣΔΤΔ), στις αρχές της δεκαετίας του
’60 δε γινόταν καν λόγος για κάτι παραπάνω ούτε καν για μηχανήματα
οικονομικού προφίλ, απλά δεν υπήρχαν, γεγονός για το οποίο μιλάει ευθέως
ένας μάρτυρας με κύρος, ο Β. Μ. Γκλουσκόφ.34 Και οι παθιασμένοι
υποστηρικτές της Κυβερνητικής δεν αντιδρούσαν καθόλου σε αυτό.
Με
αυτό τον τρόπο η Κυβερνητική, όπως διαμορφώθηκε στη Σοβιετική Ενωση,
πράγματι αποδείχτηκε ψευτοεπιστήμη, δεν αναγνωριζόταν από τους
«κυβερνητιστές» στη μορφή που θα μπορούσε να δώσει αποτελέσματα, ως βάση
της Αυτοματοποίησης της Διεύθυνσης των Οικονομικών διεργασιών, σε
τέτοιο βαθμό, που στην πολλάκις αναφερόμενη σε αυτό το άρθρο συλλογή
«Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία» δεν υπάρχει λέξη για
το ΓΚΑΣΔΟ.
Στη
Δύση δε, η Κυβερνητική εξαφανίστηκε πριν καν εμφανιστεί, μεταμορφωμένη
σε πληροφορική ή computer science. Εδώ που τα λέμε, ακόμη και ο «πατέρας
της Κυβερνητικής», ο Νόρμπερτ Βίνερ, από κάποιο καιρό κι ύστερα
εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τις ιδέες που ο ίδιος διατύπωσε
για τη δυνατότητα της χρήσης ΗΥΜ στη διεύθυνση των κοινωνικών
διεργασιών. Χωρίς να πούμε ότι προς το τέλος της ζωής του, απλά έπαψε να
ασχολείται με ζητήματα της Κυβερνητικής ως επιστήμης διεύθυνσης της
κοινωνίας.
Πλέον
αξιολύπητοι σε αυτή τη διαμάχη ήταν οι Σοβιετικοί φιλόσοφοι. Γι’ αυτούς
πολύ εύστοχα έγραψε ένας από τους γνωστούς κυβερνητιστές, ο Σρέιντερ:
«Το σύνολο των τότε άρθρων κατά της Κυβερνητικής φάνταζε τερατωδώς
ανόητο. Θα μπορούσε να γραφτεί κάτι πιο έξυπνο πάνω σε αυτό το θέμα.
Ωστόσο, οι επίσημοι φιλόσοφοι-μαρξιστές ήταν σε πολύ αξιολύπητη
κατάσταση. Είχαν το δικαίωμα να υποστηρίξουν τη φιλοσοφική αβασιμότητα
της μίας ή της άλλης επιστημονικής θεωρίας, μόνο με το να την
κατηγορήσουν για ιδεαλισμό. Αλλά η Κυβερνητική προέκυψε από την πλέον
υλιστική παράδοση. Αυτό αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από την ευκολία
με την οποία η Κυβερνητική αφομοιώθηκε από τη φιλοσοφία μας, καθώς η
Κυβερνητική βασίζεται σε εξαιρετικά υλιστική στην ουσία διδασκαλία. Ηταν
εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί σε αυτήν ιδεαλισμός»35.
Ο
συγγραφέας έχει απόλυτο δίκιο. Ηταν πολύ δύσκολο να βρεθεί ιδεαλισμός
στις αντιλήψεις των κυβερνητιστών, καθώς δεν ήταν διόλου φιλοσοφικός
ιδεαλισμός αυτός που αναπτύχθηκε μέσα από τις παραδόσεις της ανάπτυξης
της παγκόσμιας σκέψης, αυτό τον οποίο ο Λένιν ονόμαζε «έξυπνο
ιδεαλισμό». Ηταν ένας πρωτόγονος ιδεαλισμός, που αναπτύχθηκε άμεσα από
τον εμπειρικό, τον αδρό, το φυσικο-επιστημονικό υλισμό, που δεν
αναγνώριζε τη φιλοσοφία και γι’ αυτό ήταν αδύναμος στα ζητήματα της
σκέψης. Ηταν εκείνος ο ιδεαλισμός, για τον οποίο ο Ενγκελς έλεγε ότι ο
«αφηρημένος υλισμός ισούται με τον αφηρημένο σπιριτουαλισμό». Οι
ακόλουθοι αυτού του είδους του υλισμού έλεγαν ότι η κλίση του ανθρώπου
προς τη μουσική, τα μαθηματικά, την ποίηση, καθορίζεται από τα γονίδια
(φανταστείτε το για μια στιγμή, για παράδειγμα, το γονίδιο
προγραμματισμού του C++ ή το γονίδιο που ευθύνεται για την κλίση για
υπηρεσία στη φορολογική αστυνομία) ή ακολουθώντας τον καθηγητή
Κολμογκόροφ ρωτούσαν, γιατί να μη φανταστούμε ότι «σε άλλους πλανήτες
μπορούμε να συναντήσουμε νοήμονα ζωή στη μορφή μούχλας πασαλειμμένης σε
πέτρες».
Οι
κλασικοί του μαρξισμού μπορούσαν με λεπτό τρόπο να ξεχωρίζουν εκείνο το
ωφέλιμο που δίνει η επιστήμη, από την ιδεολογική επικάλυψη, που συχνά
γεννάει, προσπαθώντας να διαδώσει τις ειδικές μεθόδους της στην επίλυση
γενικών ζητημάτων. Φωτεινά δείγματα της διαλεκτικο-υλιστικής προσέγγισης
στην ανάλυση των επιτευγμάτων και των λαθών της τότε επιστήμης είναι η
«Διαλεκτική της φύσης» και το «Αντί-Ντύρινγκ» του Ενγκελς ή το «Υλισμός
και εμπειριοκριτισμός» του Λένιν. Δυστυχώς, την περίοδο που εξετάζουμε, η
παράδοση της κριτικής μελέτης των επιτευγμάτων της σύγχρονης επιστήμης
από τους φιλοσόφους-μαρξιστές είχε ως επί το πλείστον χαθεί. Ολα όσα
μπορούσαν οι Σοβιετικοί φιλόσοφοι να αντιπαραθέσουν στη φανερά
μεταφυσική, μηχανιστική προσέγγιση των κυβερνητιστών για τη φύση της
σκέψης και τη δυνατότητα προσομοίωσης και αναπαραγωγής της σε μηχάνημα,
ήταν η όχι λιγότερο μεταφυσική και αφελώς υλιστική προσέγγιση των
φυσιολόγων από τη σχολή του Ι. Π. Παβλόφ. Είναι πέρα για πέρα κατανοητό
ότι η διαμάχη ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα και όχι προς όφελος των
φιλοσόφων.
Παρόλα
αυτά η αντιπαράθεση μεταξύ φιλοσόφων και κυβερνητιστών δεν τελείωσε
διόλου το 1955 ή το 1956. Σταμάτησαν την αντιπαράθεση με τους
κυβερνητιστές μόνο εκείνοι οι φιλόσοφοι που δεν είχαν δική τους άποψη.
Ενάντια στις αβάσιμες αξιώσεις της Κυβερνητικής εξακολουθούσαν να
τοποθετούνται οι όχι χειρότεροι Σοβιετικοί φιλόσοφοι και κάθε άλλο παρά
δογματικοί, ο πιο συνεπής εκ των οποίων ήταν ο Εβαλντ Βασίλιεβιτς
Ιλιένκοφ. Οι ιδέες του, που αποτυπώθηκαν στα άρθρα «Μηχανή και άνθρωπος,
Κυβερνητική και φιλοσοφία»36 και το βιβλίο «Περί ειδώλων και
ιδανικών»37, είναι ακόμη επίκαιρες. Αλλά όχι λιγότερο επίκαιρες
παραμένουν και οι ιδέες της αυτοματοποίησης της συλλογής και της
επεξεργασίας οικονομικών πληροφοριών με στόχο την αυτοματοποίηση της
προσομοίωσης, της πρόγνωσης και του σχεδιασμού των οικονομικών
διεργασιών, όπως και της διεύθυνσής τους, που είχαν επεξεργαστεί εκείνοι
οι λίγοι εκπρόσωποι της Κυβερνητικής που δεν πρόδωσαν την επιστήμη τους
και συνέχισαν να την αναπτύσσουν, ακόμη και αφότου η μόδα της πέρασε
και αυτή πρακτικά εξολοθρεύτηκε. Πρώτ’ απ’ όλα γίνεται λόγος για τις
ιδέες για Γενικά Κρατικά Αυτοματοποιημένα Συστήματα Διεύθυνσης της
Οικονομίας του Β. Μ. Γκλουσκόφ38 και του Αγγλου επιστήμονα Στάφορντ
Μπιρ39.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στόχος
αυτού του άρθρου δεν ήταν μόνο να αναπαράγει την πραγματική εικόνα
αυτού που τις τελευταίες δεκαετίες θεωρούνταν δίωξη της Κυβερνητικής από
τους φιλοσόφους, αν και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Στόχος ήταν να
δειχτεί παραστατικά ότι ως αποτέλεσμα αυτής της παλιάς διαμάχης έχασαν
κατά πολύ -ακριβολογώντας, υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα- τόσο η
Κυβερνητική όσο και η Φιλοσοφία. Η Κυβερνητική απλά εξαφανίστηκε από
προσώπου γης40, ενώ η φιλοσοφία μολύνθηκε ολότελα από το θετικισμό,
δηλαδή, αντί να εκπληρώνει έντιμα τη λειτουργία της διαμόρφωσης και
ανάπτυξης της διαλεκτικής αντίληψης για τον κόσμο, άρχισε να ασχολείται
με τη διαμόρφωση των εννοιών και την ενοποίηση του εμπειρικού υλικού που
πρόσφερε η επιστήμη. Οπως ακριβώς το Μεσαίωνα η φιλοσοφία έγινε
«υπηρέτρια της θεολογίας», έτσι στα μέσα της δεκαετίας του ’50
μεταμορφώθηκε τελειωτικά σε «σφαίρα εξυπηρέτησης» της κυρίαρχης σήμερα
μορφής κοινωνικής συνείδησης, της επιστήμης.
Το
πρόβλημα αυτό δεν έχει εξαφανιστεί και δεν αποτελεί ειδικό πρόβλημα της
φιλοσοφίας ή της Κυβερνητικής ούτε πρόβλημα του παρελθόντος. Το
πρόβλημα της αποκατάστασης της σωστής ανάπτυξης της φιλοσοφίας και της
Κυβερνητικής μπορεί στο άμεσο μέλλον να αποτελέσει πρακτικό κοινωνικό
πρόβλημα, από τη λύση του οποίου θα εξαρτηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της
κοινωνίας. Οσο προχωράμε, τόσο πιο φανερό γίνεται ότι το κυρίαρχο σήμερα
στον κόσμο σύστημα των εμπορο-χρηματικών σχέσεων που βασίζεται στην
ατομική ιδιοκτησία, από τη μια πλευρά και η αναρχία της αγοράς, από την
άλλη, εξαντλεί φανερά τις δυνατότητές του για διατήρηση της ισορροπίας
στα όρια της καθολικής κατάρρευσης. Συνεπώς δεν υπάρχει και δεν μπορεί
να υπάρξει καμία εναλλακτική πρόταση στο λογικό σχεδιασμό της παραγωγής
και της κατανάλωσης.
Αλλά
ένας τέτοιος σχεδιασμός δεν είναι δυνατός, τουλάχιστον χωρίς δύο
προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων είναι να μάθει κανείς να μη
σκέφτεται από τη σκοπιά του στιγμιαίου ατομικού συμφέροντος, αλλά από τη
σκοπιά του καθολικού και στην εξέλιξή του, πράγμα που δε γίνεται κατ’
αρχήν να μαθευτεί χωρίς τη στροφή προς τη φιλοσοφία. Η δεύτερη
προϋπόθεση του επιτυχούς προοπτικού σχεδιασμού έγκειται στην ικανότητα
συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων πληροφοριών για την παραγωγή
και την κατανάλωση και αντίστοιχα τη λήψη διοικητικών αποφάσεων σε
καθεστώς πραγματικού χρόνου, πράγμα αδύνατο χωρίς την αυτοματοποίηση της
συλλογής, της επεξεργασίας των πληροφοριών και της λήψης διοικητικών
αποφάσεων, δηλαδή χωρίς την Κυβερνητική. Εφόσον αυτό το καθήκον γίνεται
ενιαίο, πρέπει να ψάξουμε και για ενιαία λύση. Δηλαδή όχι απλά από τη
μια πλευρά να διδασκόμαστε να σκεφτόμαστε σωστά, διαλεκτικά και από την
άλλη να αποκαταστήσουμε και να αναγεννήσουμε την Κυβερνητική. Αυτή η
προσέγγιση δε θα δώσει τίποτα. Δε θα ενώνει, αλλά θα διαχωρίζει ξανά την
Κυβερνητική και τη φιλοσοφία.
Μπορούν
να συνενωθούν μόνο ως οργανικά στοιχεία μιας ενιαίας πράξης, της
πραγματικής πάλης ενάντια στις κοινωνικές συνθήκες που γεννούν διαρκείς
κρίσεις, που μεταμορφώνουν τον άνθρωπο σε άψυχο μηχάνημα και που
απορρίπτουν τη φιλοσοφία και την Κυβερνητική, στην πάλη για διαμόρφωση
των κοινωνικών συνθηκών, στις οποίες το όνειρο των φιλοσόφων και των
κυβερνητιστών να μεταφέρουν όλη τη ρουτινιάρικη, τη μηχανική, την
αποβλακωτική εργασία στους ώμους των μηχανών και με αυτό τον τρόπο να
απελευθερώσουν τον άνθρωπο για το θρίαμβο και την ολόπλευρη ανάπτυξη, θα
γινόταν πραγματικότητα, αν και κάποτε φάνταζε ουτοπία.
ΣHMEIΩΣEIΣ:
*
Μετάφραση από τη ρωσική δημοσίευση του άρθρου στο περιοδικό «Μαρξισμός
και Σύγχρονη Εποχή», No 1-2 (39-40), Κίεβο, 2007, σελ. 137-147.
** Ο Βλαντίμιρ Ντ. Πιχόροβιτς είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου.
1. «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ ,1998, σελ. 10.
2. «Εγκυκλοπαίδεια της Κυβερνητικής», Κίεβο, 1974, σελ. 440.
3. «Εγκυκλοπαίδεια της Κυβερνητικής», Κίεβο, 1974, σελ. 440.
4. Σ.τ.μ.: Με την έννοια του ενασχολούμενου με την επιστήμη της Κυβερνητικής.
5. «Εγκυκλοπαίδεια της Κυβερνητικής», Κίεβο, 1974, σελ. 440.
6. «Β. Μ. Γκλουσκόφ - Πιονέρος της Κυβερνητικής», Κίεβο, 2003, σελ. 210.
7. «Β. Μ. Γκλουσκόφ - Πιονέρος της Κυβερνητικής», Κίεβο, σελ. 313-314.
8. Αχιέζερ Ο., Γκλουσκόφ Β. Μ., Κόπνιν Π. Β.: «Φιλοσοφία και Φυσική», «Βιτσίζνα», Νο 3, 1963, σελ. 171-179.
9.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 22.
10.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 11.
11.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 11.
12.
Β. Γ. Ρόζεντσβέιγκ: «Ο αργυρός αιώνας της δομικής, εφαρμοσμένης και
μαθηματικής γλωσσολογίας στην ΕΣΣΔ», «Δοκίμια της ιστορίας της
πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 274-275.
13.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 12.
14.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 13.
15.
Α. Α. Λιαπουνόφ: «Περί της χρήσης μαθηματικών μηχανών για λογικούς
σκοπούς», «Δοκίμια πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ.
45-83.
16. Β. Μαγιακόβσκι: «Στο σύντροφο Νέττε, τον άνθρωπο ατμόπλοιο».
17.
Η θέση για το ότι οι φιλόλογοι-στρουκτουραλιστές άρχισαν να καθορίζουν
τον προσανατολισμό της ανάπτυξης της Κυβερνητικής στην ΕΣΣΔ μπορεί σε
κάποιον να φανεί φανταστική, γι’ αυτό θα παραθέσω ως απόδειξη έστω και
αυτό το επιχείρημα: στα πολλαπλά παρατιθέμενα σε αυτό το άρθρο «Δοκίμια
πληροφορικής στη Ρωσία» το όνομα του Ρ. Ο. Γιάκομπσον απαντάται 15
φορές, του Β. Β. Ιβανόφ πάνω από 50. Ο Β. Μ. Γκλουσκόφ βρέθηκε στη μέση,
αναφέρεται 23 φορές.
18. Ν. Π. Ντουμπίνιν: «Αιώνια κίνηση», Μόσχα, 1989, σελ. 338-339.
19. Ν. Π. Ντουμπίνιν: «Αιώνια κίνηση», Μόσχα, 1989, σελ. 259.
20. Γ. Α. Ζντάνοφ: «Ματιά στο παρελθόν», Ροστόβ, στο Ντον 2004, σελ. 260.
21.
Μια εξαιρετική φιλοσοφική ανάλυση της διαμάχης μεταξύ γενετιστών και
λισενκικών στη σοβιετική βιολογία περιλαμβάνεται στο άρθρο του Β. Α.
Μποσένκο «Σκέψεις πάνω στην αφορμή και την ουσία», «Μαρξισμός και
σύγχρονη εποχή», Νο1, 2000, σελ. 55-59.
22. Δείτε το διήγημα του Ντ. Γκράνιν «Βίσων».
23.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 15.
24.
Γ. Α. Σρέιντερ: «Α. Α. Λιαπουνόφ - ηγέτης της Κυβερνητικής ως
επιστημονικής κατεύθυνσης», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής στη
Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998. σελ. 200.
25. Β. Α. Κίτοφ, Ε. Ν. Φίλινοφ, Λ. Γ. Τσερνιάκ, Ανατόλιι Ιβάνοβιτς Κίτοφ: http://www.computer-museum.ru/galglory/kitov.htm.
26.
«Μετάφραση από τη μια γλώσσα στην άλλη με τη βοήθεια μηχανής:
Απολογισμός της πρώτης επιτυχούς δοκιμής», Περιοδικό περιλήψεων
μονογραφιών «Μαθηματικά», Νο10, 1954, σελ.75-76.
27.
Ντ. Α. Ποσπέλοφ: «Η διαμόρφωση της πληροφορικής στη Ρωσία», «Δοκίμια
της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 11.
28.
Β. Α. Ουσπένσκι: «Ο αργυρός αιώνας της δομικής, εφαρμοσμένης και
μαθηματικής γλωσσολογίας στην ΕΣΣΔ» και Β. Γ. Ρόζεντσβέιγκ: «Πώς άρχιζε
(σημειώσεις αυτόπτη μάρτυρα)», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής
στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 275.
29. Α. Τσεπόβσκι: «Το άλυτο πρόβλημα της γλωσσολογίας των υπολογιστών», «Κομπιουτέρρα». Νο30, 2 Αυγούστου 2002.
30.
Μ. Γ. Γκάαζε-Ραποπόρτ: «Περί της διαμόρφωση της πληροφορικής στην
ΕΣΣΔ», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ,
1998, σελ. 244-245.
31.
Βιατσεσλάβ Β. Ιβανόφ: «Από το παρελθόν της σημειωτικής, της δομικής
γλωσσολογίας και της ποιητικής», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής
στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 333-334.
32.
Συζήτηση του άρθρου των Σ. Λ. Σόμπολεφ, Α. Α. Λιαπουνόφ, Α. Ι. Κίτοφ
«Βασικά χαρακτηριστικά της Κυβερνητικής» στη συντακτική επιτροπή του
περιοδικού «Ζητήματα φιλοσοφίας», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής
στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 107.
33.
Συζήτηση του άρθρου των Σ. Λ. Σόμπολεφ, Α. Α. Λιαπουνόφ, Α. Ι. Κίτοφ
«Βασικά χαρακτηριστικά της Κυβερνητικής» στη συντακτική επιτροπή του
περιοδικού «Ζητήματα φιλοσοφίας», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής
στη Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 107.
34. «Β. Μ. Γκλουσκόφ - Πιονέρος της Κυβερνητικής», Κίεβο, 2003, σελ. 322.
35.
Γ. Α. Σρέιντερ: «Α. Α. Λιαπουνόφ - ηγέτης της Κυβερνητικής ως
επιστημονικής κατεύθυνσης», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής στη
Ρωσία», Νοβοσιμπίρσκ, 1998. σελ. 199.
36.
Α. Σ. Αρσένιεφ, Ε. Β. Ιλιένκοφ, Β. Β. Νταβίντοφ: «Μηχανή και άνθρωπος,
Κυβερνητική και φιλοσοφία», «Η Λενινιστική θεωρία της αντανάκλασης και η
σύγχρονη επιστήμη», Μόσχα, 1966, σελ. 263-284.
37. Ε. Β. Ιλιένκοφ: «Περί ειδώλων και ιδανικών», Κίεβο, 2006, σελ. 311.
38. Για τα ΓΚΑΣΔΟ δείτε π.χ. στο βιβλίο «Β. Μ. Γκλουσκόφ - Πιονέρος της Κυβερνητικής», Κίεβο, 2003, σελ. 321-332.
39. Στάφορντ Μπιρ: «Ο εγκέφαλος της εταιρίας», Τέταρτο μέρος, «Πορεία της ιστορίας», Μόσχα, 2006.
40.
Ακρως ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη είναι η σκέψη του καθηγητή,
ακαδημαϊκού της Ρωσικής Ακαδημίας Φυσικών Επιστημών (ΡΑΦΕ) Γ. Α.
Σρέιντερ, ενεργού συμμετέχοντα σε όλη την ιστορία με την Κυβερνητική.
Αυτή είναι: «Τώρα, στην ουσία, δεν υπάρχει Κυβερνητική ως κάτι ενιαίο,
αλλά στα πλαίσια της Κυβερνητικής υπάρχουν πολλά συγκεκριμένα
προγράμματα και δεν υπάρχει καμία ανάγκη επίτευξης συμφωνίας μεταξύ
τους… Μου φαίνεται ότι δεν υπήρχε ποτέ ενιαίο επιστημονικό πρόγραμμα
Κυβερνητικής», «Δοκίμια της ιστορίας της πληροφορικής στη Ρωσία»,
Νοβοσιμπίρσκ, 1998, σελ. 198.