Ουρά σε γραφείο εύρεσης εργασίας στη Γερμανία
|
Οι επόμενοι έξι μήνες, μέχρι την 22η Σεπτέμβρη, ημερομηνία των γενικών εκλογών, θα είναι ενδιαφέροντες εάν όχι κρίσιμοι. Μέχρι σήμερα τα διεθνή ΜΜΕ προβάλλουν υπέρ το δέον τον καλπασμό της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ στη διεκδίκηση μιας τρίτης συνεχόμενης θητείας που την παρουσιάζουν ως «νίκη της πολιτικής της λιτότητας». Βασικό επιχείρημα είναι ότι η κρίση δεν έχει «αγγίξει» τους Γερμανούς πολίτες και ακριβώς γι' αυτό το λόγο επικροτούν τους χειρισμούς της Γερμανίδας καγκελαρίου. Μέχρι στιγμής. Συνάμα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα υπάρξει αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης με τον κυβερνητικό εταίρο, το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP). Ωστόσο, λύση πρέπει να βρεθεί και το γερμανικό κεφάλαιο απεργάζεται σειρά σχεδίων.
Καταρχήν έχει γνώση της πραγματικότητας, σε αντίθεση με τα βασικά επιχειρήματα που προβάλλει ο γερμανικός και διεθνής αστικός Τύπος που είναι επιφανειακά εάν όχι σαθρά.
Η κρίση σοβεί και απλώς παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις. Παράλληλα, η σωρεία των στοιχείων και των εκθέσεων για την πορεία της γερμανικής οικονομίας του τελευταίου χρονικού διαστήματος καταδεικνύουν τη σαφή επιβράδυνσή της με τελευταία τα στοιχεία που παρουσίασε την προηγούμενη Δευτέρα το Εθνικό Γραφείο της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, όπου καταγράφεται η μερική συρρίκνωση του εμπορικού πλεονάσματος καθώς οι εισαγωγές αναπτύχθηκαν πιο γρήγορα από τις εξαγωγές. Μόνιμη επωδός ότι η βασική αιτία είναι η κρίση, δηλαδή η καπιταλιστική κρίση και η εκδήλωσή της στην Ευρωζώνη.
Πέραν τούτου, οι εκθέσεις και τα στατιστικά στοιχεία όσον αφορά στην κατάσταση των εργαζομένων και τη φτώχεια καταρρίπτουν με συντριπτικό τρόπο το επιχείρημα περί «θωράκισής» τους από την κρίση. Είναι γεγονός ότι έγκαιρα οι γερμανικές κυβερνήσεις, όχι φυσικά της Αγκελα Μέρκελ, αλλά αυτές των Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπό τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, προώθησαν τις αναδιαρθρώσεις με την «Ατζέντα 2010» και τις μεταρρυθμίσεις Hartz.
Νυν νεόπτωχοι
Η ...«θωράκιση» λοιπόν συνίσταται στα 7 εκατομμύρια των εργαζομένων με 400 ευρώ, στους «ενοικιαζόμενους εργαζόμενους», στην αύξηση του χρόνου εργασίας, συνοδευόμενη με μείωση των αποδοχών, στη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, σε δραστικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, σε αύξηση της ανισότητας και, φυσικά, της φτώχειας.
Ειδικά στα αστικά κέντρα. Στο Βερολίνο, στη Λιψία, στο Ανόβερο, στη Βρέμη, στο Ντόρτμουντ και στο Ντούιζμπουργκ ένας στους τέσσερις έως ένας στους πέντε κατοίκους ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Ενωσης Ινστιτούτων Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής. Κατά το διάστημα 2005 - 2011 το ποσοστό της φτώχειας έχει αυξηθεί από 17,5% σε 19,6%, ενώ στις 15 μεγαλύτερες πόλεις της χώρας το ποσοστό είναι σημαντικά υψηλότερο από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα.
Αποκαλυπτική ήταν και η «Εκθεση για τη φτώχεια και τον πλούτο στη Γερμανία», που δόθηκε στη δημοσιότητα τις προηγούμενες μέρες και με καθυστέρηση μηνών, αφορά δε στην περίοδο 2007 - 2012, η τέταρτη κατά σειρά από το 2001.
Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐσει την πραγματικότητα, η έκθεση διαπιστώνει ότι το 50% των φτωχότερων Γερμανών μοιράζεται το 1% της συνολικής κρατικής περιουσίας, ενώ το 10% των πλουσιότερων μοιράζεται τη μισή.
Οι μικροί μισθοί ενός τμήματος του εργατικού δυναμικού της χώρας, το οποίο δεν καλύπτεται από τον κατώτερο μισθό, και η κυριαρχία της μερικής απασχόλησης αποτελούν, σύμφωνα με τα σωματεία των εργαζομένων, την άλλη όψη του «γερμανικού θαύματος».
Ακόμη μεγαλύτερη επίθεση στα εργατικά δικαιώματα
Σύμφωνα με την έκθεση, οι καθαροί μισθοί μειώθηκαν κατά 6,1% στο διάστημα 2007 - 2010 για το 10% των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων. Στην αποκαλούμενη «ατμομηχανή» της Ευρώπης, μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας χαρακτηρίζεται από υποαπασχόληση και συνθήκες επισφάλειας καθώς είναι γενικευμένο το εργασιακό «μοντέλο» των «minijobs» («μίνι-τζομπ»), μία μορφή μερικής απασχόλησης που εφαρμόστηκε σταδιακά στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων Hartz IV που αφορούσαν στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, που δόθηκαν στη δημοσιότητα, τον περασμένο Οκτώβρη υπήρχαν περίπου 180.000 καινούριοι εργαζόμενοι με το καθεστώς της επινοικίασης. Ενα ακόμη μοντέλο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης που εξαπλώνεται στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια είναι η εργασία μετά από κλήση - τηλεφώνημα (Arbeit auf Abfuf). Πρόκειται για μια μορφή μερικής απασχόλησης με πλήρη ελαστικοποίηση της εργασίας. Ολο και περισσότερες επιχειρήσεις, εμπορικά καταστήματα φτιάχνουν μια δεξαμενή «εργαζομένων», τους οποίους χρησιμοποιούν κατά βούληση. Ο εργαζόμενος δεν ξέρει πότε και για πόση ώρα θα εργαστεί και δεν έχει κανένα εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα (Υγεία, Ασφάλιση). Οι μηνιαίες απολαβές κυμαίνονται συνήθως από 100 έως 300 ευρώ και η πλειονότητα αυτών έχει μηνιαίες απολαβές περίπου 150 ευρώ, τις οποίες συμπληρώνει το κράτος με κάποιο επίδομα ανεργίας. Συνεπώς, είναι ένας εργαζόμενος - άνεργος.
Οι διαπραγματεύσεις για τη νέα αναθεώρηση των μεταρρυθμίσεων Hartz, που έχουν εξαθλιώσει εκατομμύρια Γερμανούς, έχουν αρχίσει εδώ και καιρό ενώ η προετοιμασία της κοινής γνώμης ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης για το κράτος πρόνοιας εκ μέρους του υπουργείου Οικονομικών. Ειδικά για τις δαπάνες όσον αφορά στα επιδόματα, που τις χαρακτηρίζει «ανεπαρκείς, αναποτελεσματικές και αντιπαραγωγικές». Στο στόχαστρο μπαίνουν τα επιδόματα για το παιδί, για τις οικογενειακές εισφορές για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι συντάξεις χηρείας, το ταμείο χρηματοδότησης για την εύρεση κατοικίας και το εκπαιδευτικό κόστος κ.ά.
Νέες εφεδρείες για το κεφάλαιο
Οι δυσκολίες της αστικής διαχείρισης, η σταδιακή κατάρρευση του συγκυβερνώντος Φιλελεύθερου Κόμματος (FDP) δημιουργούν την ανάγκη νέας χειραγώγησης του λαού. Ετσι εμφανίστηκε ένας νέος πολιτικός σχηματισμός, η «Alternative fur Deutschland» (AfD - Εναλλακτική λύση για τη Γερμανία). Στόχος των ιδρυτών του είναι να συγκροτηθεί σε πολιτικό φορέα η λεγόμενη τάση των «ευρωσκεπτικιστών», πυρήνας των οποίων είναι ένα τμήμα της γερμανικής αστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, που εναντιώνονται στο κυρίαρχο μείγμα διαχείρισης της κρίσης, εστιάζοντας στο αν η Ευρωζώνη θα πρέπει να διατηρήσει τη σημερινή της μορφή ή όχι.
Η συγκρότηση του συγκεκριμένου κόμματος έρχεται ακόμα πιο φανερά να αναδείξει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της γερμανικής αστικής τάξης, που εξαιτίας της κρίσης γίνεται όλο και πιο επιθετική.
Η «εναλλακτική λύση» που ευαγγελίζεται δεν έχει καμιά σχέση με τα λαϊκά συμφέροντα, όπως δείχνει και η λίστα με τους ιδρυτές του. Ανάμεσά τους είναι ο Κόνραντ Ανταμ, εκδότης και πρώην δημοσιογράφος της αστικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung», ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ, πρώην υπουργός στο κρατίδιο της Εσσης, και ο Μπερντ Λούκε, καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, επί 33 χρόνια μέλος του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) της καγκελαρίου Μέρκελ, ο οποίος αποχώρησε τον Απρίλη του 2011. Βασικός υποστηρικτής και χρηματοδότης του κόμματος είναι ο πρώην πρόεδρος της Γερμανικής Ενωσης Βιομηχανιών, Χανς Ολαφ Χένκελ, ο οποίος, συν τοις άλλοις, χαρακτηρίζει τώρα «μεγαλύτερο λάθος της καριέρας» του την υποστήριξη που παρείχε στην καθιέρωση του ευρώ. Υποστηρικτές του νέου κόμματος είναι συντηρητικοί οικονομολόγοι, επιχειρηματίες και δημοσιογράφοι, που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με την ταμπέλα του «ευρωσκεπτικιστή». Μεταξύ αυτών οι καθηγητές Γιαχίμ Σταρμπάτι και Βίλχελμ Χάνκελ, που είχαν προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, ζητώντας να ακυρωθεί η «διμερής βοήθεια προς την Ελλάδα».
Το νέο κόμμα προσπαθεί να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, επικαλούμενο δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι το 26% των Γερμανών θα υπερψήφιζε έναν πολιτικό φορέα που θα στήριζε την εγκατάλειψη του ευρώ από τη Γερμανία. Κεντρικό θέμα του προγράμματος της AfD είναι η εξασφάλιση της πολιτικής και νομικής δυνατότητας για αντικατάσταση του ευρώ από εθνικά νομίσματα ή μικρότερες νομισματικές ενώσεις, που παραπέμπει στα σχέδια για μια μικρότερη Ευρωζώνη, αποτελούμενη από τις χώρες του σημερινού «σκληρού πυρήνα» του ευρώ. Οι άλλοι δύο κεντρικοί στόχοι, όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα του κινήματος, είναι η επιστροφή στις προβλέψεις του Μάαστριχτ για μη παροχή εγγυήσεων στα χρέη άλλων κρατών - μελών, που σημαίνει κατάργηση του Μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, καθώς και η υποχρεωτική διενέργεια δημοψηφισμάτων για το νόμισμα, το κόστος των «πακέτων διάσωσης» και κάθε μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας σε κοινοτικό επίπεδο ενώ, τέλος, ζητάνε την «άμεση απαγόρευση αγοράς προβληματικών ομολόγων από την ΕΚΤ».
Μάχιμη και ετοιμοπόλεμη
Η επιθετικότητα του γερμανικού κεφαλαίου δεν περιορίζεται στα σύνορα της χώρας ή της ΕΕ. Μία ακόμη διάσταση της επέκτασης και της επιθετικότητάς του είναι η ολική επαναφορά της Γερμανίας και στο στρατιωτικό σκέλος των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.
Η συμμετοχή της στη ΝΑΤΟική δύναμη κατοχής στο Αφγανιστάν (ISAF) ήταν μόνο η αρχή ενώ οι παλινδρομήσεις της όσον αφορά στη Λιβύη ή τώρα στη Συρία είναι μία ακόμη καταγραφή των εσωτερικών αντιθέσεων του γερμανικού κεφαλαίου αλλά και των αντιθέσεων με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Οι παλινδρομήσεις ήρθαν εκ νέου στο προσκήνιο κατά την ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Μάλι. Στα τέλη του Φλεβάρη η Γερμανία ανακοίνωσε την αποστολή 330 στρατιωτών στο Μάλι, απόφαση που εγκρίθηκε από το γερμανικό Κοινοβούλιο αρχές του Μάρτη, ανατρέποντας την αρχική θέση περί μη στρατιωτικής εμπλοκής. Τι συνέβη; Και πάλι οι γραμμές που χωρίζουν τις «ενδοαστικές παρατάξεις» είναι ασαφείς αλλά ο στόχος απολύτως σαφής καθώς η Γερμανία εντατικοποιεί τις ενέργειές της και την προετοιμασία της για τη συμμετοχή της ή τη διάνοιξη νέων μετώπων, κυρίως πολεμικών, με στόχο την εξασφάλιση νέων πρώτων υλών.
Το μήνυμα αυτό καταγράφηκε με εξαιρετική σαφήνεια στο άρθρο «Αποστολή εξασφάλισης πρώτων υλών: Νέα σειρά μαθημάτων της Γερμανίας», στην οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt», μία εκ των χαρακτηριστικών «εκπροσώπων Τύπου» της γερμανικής ολιγαρχίας. «Τα προηγούμενα πολιτικά μέτρα για να εξασφαλιστούν οι πρώτες ύλες φθάνουν στα όριά τους», σημειώνει, προσθέτοντας εμφατικά ότι η εξάρτηση από τις πρώτες ύλες είναι η «αχίλλειος πτέρνα» της γερμανικής οικονομίας. «Η βιομηχανία ταλανίζεται από το φόβο ότι ο τομέας της υψηλής τεχνολογίας στη Γερμανία θα μπορούσε να αποκοπεί από τις πρώτες ύλες», αναφέρει το άρθρο. Για να το πετύχουν, ζητούν να χρησιμοποιηθούν στρατιωτικές δυνάμεις και το άρθρο αναφέρει τη συνέντευξη στο «Ρόιτερς», τη Δευτέρα 18/2, του επικεφαλής της Rohstoffallianz (Συμμαχίας για τις Πρώτες Υλες), Ντιρκ Πάσκερτ, που ζήτησε ευθαρσώς μια «στρατηγικά προσανατολισμένη εξωτερική πολιτική στον τομέα της οικονομίας και της ασφάλειας» και που καταλήγει καλώντας να διεξαχθούν πόλεμοι για τις πρώτες ύλες.