Ο Βοροσίλοφ κρατά το ξίφος που χάρισαν οι Αγγλοι στο λαό του Στάλινγκραντ
|
«Νομίζω πως η ιστορία μάς ευνοεί.
Εθεσε στη διάθεσή μας πολύ μεγάλες
δυνάμεις και πολύ μεγάλες δυνατότητες.
Ελπίζω ότι θα πάρουμε όλα τα μέτρα
ώστε στη σύσκεψη αυτή, στον απαιτούμενο
βαθμό, στα πλαίσια της συνεργασίας, να
χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη εκείνη και
την εξουσία, που μας εμπιστεύτηκαν οι
λαοί μας».
Ι. Β. Στάλιν1
Στο διάστημα από 28 Νοέμβρη έως 1 Δεκέμβρη του 1943 πραγματοποιήθηκε στην Τεχεράνη η πρώτη διάσκεψη των τριών κυριότερων κρατών της αντιχιτλερικής συμμαχίας με τη συμμετοχή του ηγέτη της ΕΣΣΔ Ι. Β. Στάλιν, του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Φρ. Ρούζβελτ, και του Βρετανού πρωθυπουργού, Ου. Τσόρτσιλ. Επρόκειτο για ένα σπουδαίο βήμα όσον αφορά στην εδραίωση της συνεργασίας των αντιφασιστικών δυνάμεων, που δε θα ήταν, βεβαίως, δυνατό να γίνει αν προηγουμένως τα σοβιετικά στρατεύματα, με τις μεγάλες τους νίκες μέσα στο 1943, δεν είχαν πετύχει μια ριζική στροφή στην πορεία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συντριβή των γερμανικών στρατευμάτων στο Στάλινγκραντ ήταν το κορυφαίο γεγονός, που αποτέλεσε και την απαρχή της κρίσης του φασιστικού συνασπισμού. Υστερα ακολούθησαν τα ισχυρότατα πλήγματα που κατάφερε ο Κόκκινος Στρατός, το καλοκαίρι του '43, στις βασικές δυνάμεις της Βέρμαχτ στις περιοχές του Οριόλ, του Κουρσκ καθώς και στην αριστερή όχθη του Δνείπερου στην Ουκρανία. Πλήγματα αποφασιστικής σημασίας, που συνέβαλαν στις επιτυχίες των αγγλοαμερικανικών στρατευμάτων στη Σικελία και στη χερσόνησο των Απεννίνων, οδηγώντας έτσι στην πτώση του καθεστώτος του Μουσολίνι και στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας.
Στιγμιότυπο από τη μάχη του Στάλινγκραντ
|
Σημαντικά γεγονότα, ως απόρροια της ουσιαστικής στροφής του πολέμου, ήταν επίσης η ενδυνάμωση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις κατεχόμενες από τον άξονα χώρες, η προσχώρηση νέων χωρών στην αντιχιτλερική συμμαχία αλλά και η ραγδαία ανάπτυξη ενός ισχυρότατου λαϊκού κινήματος σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και αλλού, που τασσόταν υπέρ μιας στενής στρατιωτικής συνεργασίας των χωρών αυτών με την ΕΣΣΔ.
Μετά απ' όλα αυτά οι εξελίξεις στο φασιστικό στρατόπεδο υπήρξαν ραγδαίες. Το οικοδόμημα της φασιστικής Νέας Τάξης παρουσίαζε εμφανείς ρωγμές. Η Ιαπωνία άρχισε να προβληματίζεται όσον αφορά στην πορεία των πραγμάτων και το δικό της ρόλο. Οι ηγετικοί κύκλοι των κυρίαρχων τάξεων της Φινλανδίας, της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας - αν και οι χώρες τους συνέχιζαν να πολεμούν στο πλευρό του Χίτλερ - άρχισαν να διερευνούν τη δυνατότητα προσχώρησης στο πλευρό των ΗΠΑ και της Αγγλίας, εκτιμώντας πως μια επικείμενη ήττα τους από τον προελαύνοντα σοβιετικό στρατό θα σήμαινε - εκτός των άλλων - και απώλεια της εξουσίας τους. Τέλος, οι ουδέτερες χώρες όλο και περισσότερο ψύχραιναν τις σχέσεις τους με τη Γερμανία. Η Σουηδία, για παράδειγμα, τον Αύγουστο του '43 απαγόρευσε τη διέλευση απ' το έδαφός της των γερμανικών πολεμικών μεταφορικών μέσων και αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια εισόδου στις αμαξοστοιχίες που μετέφεραν αδειούχους Γερμανούς στρατιώτες. Επίσης, η Πορτογαλία δέχτηκε να χρησιμοποιούν οι Αγγλοι τις πολεμικές της, ναυτικές και αεροπορικές, βάσεις στις Αζόρες και η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να ενισχύσει τις σχέσεις της με την Αγγλία και τις ΗΠΑ2.
Στάλιν, Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ στην Τεχεράνη
|
Για τις κυριότερες δυνάμεις του αντιχιτλερικού συνασπισμού ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη να συντονιστούν. Η γρήγορη λήξη του πολέμου - που φάνταζε κάτι περισσότερο από ρεαλιστική - αλλά και η ανάγκη προσδιορισμού και επεξεργασίας των αρχών συγκρότησης του μεταπολεμικού κόσμου δεν άφηναν περιθώρια για καθυστερήσεις και διαφορετικές συμπεριφορές.
Η προετοιμασία της διάσκεψης
Η ανάγκη συντονισμού των ηγετικών δυνάμεων του αντιχιτλερικού συνασπισμού είχε αποκτήσει επιτακτικό χαρακτήρα και για έναν επιπλέον λόγο: Το καλοκαίρι του '43 οι μεταξύ τους σχέσεις δοκίμασαν μια ισχυρή κρίση λόγω της παρελκυστικής τακτικής που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία απέναντι στην ΕΣΣΔ όσον αφορά στο ζήτημα του ανοίγματος του δεύτερου μετώπου στη Δυτική Ευρώπη. Ηταν τότε που η σοβιετική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα λέγοντας τα πράγματα ακριβώς με το όνομά τους. «Μου γράφετε - απαντούσε ο Στάλιν στους Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ3 - ότι αντιλαμβάνεσθε πλήρως την απογοήτευσίν μου. Οφείλω να σας δηλώσω ότι εις την περίπτωσιν αυτήν δεν πρόκειται απλώς περί απογοητεύσεως της Σοβιετικής Κυβερνήσεως, αλλά περί διατηρήσεως της εμπιστοσύνης της προς τους συμμάχους, η οποία υποβάλλεται εις βαρείας δοκιμασίας».
Το πρώτο μεγάλο βήμα για το ξεπέρασμα της κρίσης έγινε με τη διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των τριών μεγάλων δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα, στο διάστημα από 19 έως 30 Οκτώβρη του 1943. Η διάσκεψη αυτή, πέραν της ειδικής σημασίας που είχε, προετοίμασε ουσιαστικά τη διάσκεψη των τριών ηγετών στην Τεχεράνη.
Στη Μόσχα οι υπουργοί των Εξωτερικών μεταξύ άλλων συζήτησαν το θέμα του ανοίγματος του δεύτερου μετώπου και η αγγλοαμερικανική πλευρά δεσμεύτηκε - κρατώντας κάποιες επιφυλάξεις - ότι μέσα στο 1944 θα γινόταν εισβολή των στρατευμάτων της στη Γαλλία. Ακόμη επιτεύχθηκε συμφωνία για τον τρόπο που θα λύνονταν τα επείγοντα προβλήματα τα οποία συνδέονταν με τη διεξαγωγή του πολέμου, συζητήθηκε το θέμα της Ιταλίας και λήφθηκαν σημαντικές αποφάσεις, αποφασίστηκε να συγκροτηθεί κοινή επιτροπή για τη μελέτη και την προώθηση λύσεων όσον αφορά στο ζήτημα του τερματισμού του πολέμου και της συνθηκολόγησης εχθρικών κρατών. Τέλος, έγιναν βολιδοσκοπήσεις όσον αφορά στο μέλλον της Γερμανίας, εκφράστηκε η θέληση για την αποκατάσταση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας της Αυστρίας, αναγνωρίστηκε η ανάγκη ίδρυσης μιας διεθνούς οργάνωσης για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας στον πλανήτη και διακηρύχτηκε η απόφαση των τριών μεγάλων δυνάμεων να συνεχίσουν τον πόλεμο έως τη στιγμή της άνευ όρων συνθηκολόγησης των χωρών του φασιστικού άξονα4.
Πέραν, όμως, όλων αυτών η Σοβιετική Ενωση φρόντισε, πριν από τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, να ξεκαθαρίσει τη θέση της, μπροστά στα μάτια των λαών της υφηλίου, όσον αφορά στις αρχές συγκρότησης του μεταπολεμικού κόσμου. Μιλώντας, στις 6 Νοέμβρη 1943, μπροστά στο Σοβιέτ και στα κομματικά όργανα της Μόσχας, με την ευκαιρία της 26ης επετείου της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο Ι. Β. Στάλιν υπογράμμισε ανάμεσα στα άλλα5: «Μαζί με τους συμμάχους μας έχουμε την υποχρέωση:
1) Να απελευθερώσουμε τους λαούς της Ευρώπης από τους φασίστες επιδρομείς και να τους βοηθήσουμε να αναδημιουργήσουν τα εθνικά τους κράτη, που διαμελίστηκαν από τους φασίστες υποδουλωτές: οι λαοί της Γαλλίας, του Βελγίου, της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Ελλάδας και άλλων κρατών, που βρίσκονται κάτω από το γερμανικό ζυγό, πρέπει να ξαναγίνουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι.
2) Να δώσουμε στους απελευθερωμένους λαούς της Ευρώπης το πλήρες δικαίωμα και την πλήρη ελευθερία να λύσουν μόνοι τους το ζήτημα για το σύστημα της διακυβέρνησής τους.
3) Να πάρουμε τα μέτρα που χρειάζονται ώστε όλοι οι φασίστες εγκληματίες, οι υπεύθυνοι για το σημερινό πόλεμο και τα βάσανα των λαών, σε οποιαδήποτε χώρα κι αν κρύβονται, να τιμωρηθούν αυστηρά και να πληρώσουν για όλα τα κακουργήματα που έκαναν.
4) Να αποκαταστήσουμε στην Ευρώπη μια τέτοια τάξη πραγμάτων που ν' αποκλείει πέρα για πέρα τη δυνατότητα μιας νέας επίθεσης από μέρους τη Γερμανίας.
5) Να αποκαταστήσουμε ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης μια μακρόχρονη οικονομική, πολιτική και εκπολιτιστική συνεργασία, βασισμένη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και βοήθεια, για να ανορθωθεί η οικονομία και ο πολιτισμός που κατέστρεψαν οι Γερμανοί».
Υπό αυτές, σε γενικές γραμμές, τις συνθήκες οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της αντιχιτλερικής συμμαχίας πήγαν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, αν και οι Βρετανοί επιχείρησαν, πριν φτάσουν στην ιρανική πρωτεύουσα, να διαμορφώσουν κοινή γραμμή με τους Αμερικανούς σε όλα τα ζητήματα, οργανώνοντας μια συνάντηση στο Κάιρο ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και στον Ρούζβελτ. Το εγχείρημα αυτό δεν είχε επιτυχία. Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις δύο αυτές ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες δεν άφησαν περιθώριο συμβιβασμού, δεδομένου ότι η Βρετανία δεν παραιτούνταν από την πρωτοκαθεδρία της στον καπιταλιστικό κόσμο και οι ΗΠΑ δεν εννοούσαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια να κυριαρχήσουν.
Ας δούμε όμως τις έγινε στην Τεχεράνη.
Η Διάσκεψη της Τεχεράνης
Η Διάσκεψη της Τεχεράνης, όπως προαναφέραμε, διάρκεσε τέσσερις μέρες. Το σύνολο δε των συνομιλιών των ηγετών των τριών χωρών, που πήραν μέρος είτε εν ολομελεία, είτε ανά δύο - μαζί και των υπουργών Εξωτερικών καθώς και των στρατιωτικών τους επιτελείων, που είχαν και ξεχωριστές συζητήσεις - έφτασε περίπου τις 35 ώρες. Απ' αυτές, οι δεκαοχτώ ώρες συζήτησης αφιερώθηκαν στο ζήτημα του ανοίγματος του δεύτερου μετώπου στη Δυτική Ευρώπη6. Τίποτα το παράξενο δεν υπάρχει σ' αυτό το γεγονός αν το δει κανείς στο πλαίσιο των ταξικών ανταγωνισμών, που αντικειμενικά εκφράζονταν στο εσωτερικό της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Οι Αγγλοαμερικανοί γνώριζαν πάρα πολύ καλά πως ο ταξικός τους αντίπαλος, ο σταθερός τους, δηλαδή, αντίπαλος ήταν η ΕΣΣΔ και ο πρόσκαιρος οικονομικοστρατιωτικός τους ανταγωνιστής οι δυνάμεις του φασιστικού άξονα. Επρεπε, λοιπόν, να κάνουν ό,τι ήταν δυνατό για να εξασθενίσουν κι εντέλει να νικήσουν προοπτικά και τους δύο. Γι' αυτό όχι μόνο δε βιάζονταν να βοηθήσουν την ΕΣΣΔ με το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, αλλά έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να είναι σε θέση στην κατάλληλη χρονική στιγμή να ανακόψουν την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στη Δυτική Ευρώπη.
Στην Τεχεράνη ο Τσόρτσιλ προσπάθησε να πάρει τη συγκατάθεση των συμμάχων - και κυρίως της ΕΣΣΔ - για πολεμικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια, στέλνοντας ουσιαστικά στις ελληνικές καλένδες το ζήτημα του δεύτερου μετώπου στη Δυτική Ευρώπη. «Η Σοβιετική Ενωσις - γράφει ο Κοραντής7 - ανεφαίνετο ως ο μέλλων μέγας νικητής του πολέμου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ποίας φιλοδοξίας θα τρέφει τότε; Εάν οι Αγγλοαμερικανοί επετύγχανον από τούδε να εξασφαλίσουν ισχυράν θέσιν εις τα Βαλκάνια θα ήσαν ικανοί να αντιτάξουν ένα φραγμό εις τας φιλοδοξίας ταύτας».
Τελικά, τα αντισοβιετικά σχέδια των ιμπεριαλιστών δεν πέρασαν. Ο Τσόρτσιλ δεν κατάφερε να πάρει έγκριση για τα πολεμικά του σχέδια στα Βαλκάνια. Ετσι, ΗΠΑ και Μ. Βρετανία υποχρεώθηκαν να έρθουν σε συμφωνία με την ΕΣΣΔ, που προέβλεπε ότι το Μάη του 1944 θα άνοιγαν το δεύτερο μέτωπο στη Γαλλία.
Στην Τεχεράνη συζητήθηκε - μεταξύ άλλων - αναλυτικά το γερμανικό ζήτημα, και με τη σθεναρή αντίσταση της ΕΣΣΔ δεν έγινε δυνατή η συμφωνία που επιδίωκαν οι Αμερικανοί για διαμελισμό της Γερμανίας (η τελική διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος παραπέμφθηκε στην ευρωπαϊκή συμβουλευτική επιτροπή). Ακόμη συζητήθηκε το Πολωνικό, όπου ο Τσόρτσιλ δεσμεύτηκε πως η εστία του μεταπολεμικού πολωνικού κράτους θα ήταν ανάμεσα στον ποταμό Οντερ και στη «γραμμή Κόρζον», με την ενσωμάτωση στην Πολωνία της Ανατολικής Πρωσίας και της επαρχίας Οπελν. Στη Διάσκεψη εγκρίθηκε δήλωση των τριών μεγάλων δυνάμεών υπέρ της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράν, καθώς και κοινή διακήρυξη υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης της αντιχιτλερικής συμμαχίας, ώστε να ανταποκριθεί και να εκπληρώσει την αποστολή της8.
Η Διάσκεψη της Τεχεράνης ήταν ένα σημαντικότατο από κάθε άποψη γεγονός. Ισχυροποίησε την αντιχιτλερική συμμαχία, έδωσε ισχυρή ώθηση στους αγώνες των λαών κατά του φασισμού, κατέδειξε την αύξηση της επιρροής και του διεθνούς κύρους της ΕΣΣΔ, ματαίωσε ορισμένα πολύ βασικά αντικομμουνιστικά σχέδια του αγγλικού ιμπεριαλισμού, όπως αυτό των πολεμικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια9. Δίκαια, επομένως, αποτελεί έναν από τους κορυφαίους σταθμούς στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
1. Εισαγωγική ομιλία στη Διάσκεψη της Τεχεράνης. Βλέπε: «Τεχεράνη-Γιάλτα-Πότσδαμ: Ντοκουμέντα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 46
2. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Β΄, σελ. 10-101
3. «Η αλληλογραφία Στάλιν-Τσόρτσιλ-Ρούζβελτ-Τρούμαν», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Α΄, σελ. 165 και τόμος β΄ σελ. 77
4. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Ι 1-Ι2, σελ. 408-409
5. Ι. Β. Στάλιν: «Ο Μεγάλος Πόλεμος Για Την Πατρίδα», εκδόσεις «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα 1946, σελ. 89
6. Α. Κοραντή: «Τεχεράνη-Γιάλτα-Πότσδαμ», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 116
7. Α. Κοραντή, στο ίδιο, σελ. 115-116
8 Βλέπε: «Τεχεράνη-Γιάλτα-Πότσδαμ: Ντοκουμέντα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 110-113
9 Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959, σελ. 318-324.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ