1 Φεβ 2014

Εγγυάται στο κεφάλαιο φτηνότερα εργατικά χέρια

Εγγυάται στο κεφάλαιο φτηνότερα εργατικά χέρια
Μια σύντομη ανασκόπηση του προγράμματος που εξήγγειλε ο Αντ. Σαμαράς από το υπουργείο Εργασίας την Τετάρτη

Το μέλλον της νεολαίας δεν είναι η ανακύκλωση στα προγράμματα επιδότησης της εργοδοσίας, όπως θέλουν η κυβέρνηση και η ΕΕ
Phasma
Ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας συγκαταλέγεται η υλοποίηση της πρωτοβουλίας «Εγγύηση για τη Νεολαία» (Youth Guarantee), που έχει διαφημιστεί ως ένα από τα μέτρα που στοχεύουν στην «καταπολέμηση» της ανεργίας των νέων. Ειδική αναφορά στο συγκεκριμένο πρόγραμμα έκανε και ο πρωθυπουργός, εξαγγέλλοντας την Τετάρτη, από το υπουργείο Εργασίας, μέτρα ανακύκλωσης και εκμετάλλευσης των ανέργων, κύρια των νέων.
Η ΕΕ πρόκειται να διαθέσει συνολικά 6 δισ. ευρώ για την υλοποίηση της πρωτοβουλίας τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ ο προϋπολογισμός του προγράμματος για την Ελλάδα ανέρχεται σε 340 εκατομμύρια ευρώ.
«Με την παρέμβαση αυτή θα προσφερθεί μια δυνατή ευκαιρία να εισέλθουν στην αγορά εργασίας περίπου 230.000 νέοι έως 24 ετών, όσοι δηλαδή είναι οι νέοι που αυτή τη στιγμή ούτε εργάζονται, αλλά ούτε συμμετέχουν σε κάποιο κύκλο εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Είτε με απευθείας προσφορά εργασίας, για να αποκτήσουν το πρώτο τους "ένσημο". Είτε με ουσιαστική, στοχευμένη και πιστοποιημένη ενίσχυση των προσόντων τους, με κατάρτιση, μαθητεία ή περαιτέρω εκπαίδευση, προκειμένου να πετύχουν την είσοδό τους στην απασχόληση το συντομότερο δυνατό», ανέφερε ο υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, σχετικά με την «Εγγύηση για τη Νεολαία» σε εκδήλωση που έγινε πρόσφατα με θέμα την ανεργία.
Η «Εγγύηση για τη Νεολαία» προβλέπει την προσφορά μιας θέσης εργασίας, μαθητείας ή πρακτικής άσκησης σε όλους τους νέους, εντός τεσσάρων μηνών από τη στιγμή που εγκαταλείπουν την επίσημη εκπαίδευση ή βρίσκονται άνεργοι. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μέρος της προσπάθειας της ΕΕ να διαχειριστεί το πρόβλημα της ανεργίας και να αξιοποιήσει τα εκατομμύρια των άνεργων νέων που υπάρχουν σήμερα στα κράτη - μέλη της ως πάμφθηνο και ευέλικτο εργατικό δυναμικό, σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων, στο πλαίσιο της «ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας».
Μετατρέπει έτσι τα εκατομμύρια των ανέργων σε καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας στην περίοδο της ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, ασκεί πίεση στους σημερινούς εργαζόμενους, παλιούς και νέους, να συρρικνώσουν κι άλλο τις διεκδικήσεις τους, με το φόβο της απόλυσης και της αντικατάστασής τους από τις στρατιές των ανέργων που μεγάλωσαν στη διάρκεια της κρίσης.
Μετράνε κέρδη και «ζημιές»
Συνολικά, σήμερα στην ΕΕ πάνω από 6 εκατομμύρια νέοι έως 25 ετών είναι άνεργοι. Πάνω από 7,5 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης, φαινόμενο στο οποίο η ΕΕ έχει δώσει την ονομασία «NEET».
Η ανησυχία της ΕΕ για την ανεργία αποτιμάται σε ...διαφυγόντα κέρδη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, οι «οικονομικές απώλειες» λόγω της αυξημένης ανεργίας των νέων φτάνουν ετησίως τα 153 δισεκατομμύρια ευρώ. Ασφαλώς οι «απώλειες» αυτές δεν υπολογίζονται με αναφορά την τσέπη των ανέργων, αλλά με κριτήριο τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων και τα χρήματα που δαπανά ή χάνει το αστικό κράτος.
Η ανεργία «κοστίζει» στις κυβερνήσεις λόγω των επιδομάτων που καταβάλλουν σε ένα - μικρό έστω - μέρος των ανέργων, λόγω των φόρων και των εισφορών που δεν εισπράττουν από αυτούς. Επιπλέον, στην ανεξέλεγκτη αύξηση της ανεργίας, ΕΕ και κυβερνήσεις βλέπουν έναν κίνδυνο για τη λεγόμενη «κοινωνική συνοχή». Ανησυχούν δηλαδή για το ενδεχόμενο η δυσαρέσκεια των νέων ανέργων να βρει αγωνιστική - ριζοσπαστική διέξοδο.
Πάνω απ' όλα, στα ποσοστά ανεργίας των νέων η ΕΕ βλέπει ένα αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό, το οποίο επιδιώκει να εντάξει στην αγορά εργασίας, με συρρικνωμένα δικαιώματα και ελαστικές σχέσεις, με στόχο να τροφοδοτούνται η ανταγωνιστικότητα και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ετσι, φροντίζουν να διαχειρίζονται και να ανακυκλώνουν την ανεργία, να τη μοιράζουν ανάμεσα στους ανέργους, να τη διακόπτουν με σύντομα διαστήματα κακοπληρωμένης δουλειάς, μέσα από τα διάφορα προγράμματα.
Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η πρωτοβουλία «Εγγύηση για τη Νεολαία», που θα λειτουργήσει κατά κάποιο τρόπο σαν μια «ομπρέλα», κάτω από την οποία θα συγκεντρώνονται προγράμματα «απόκτησης εργασιακής εμπειρίας», πρακτικής άσκησης και μαθητείας, κατάρτισης και επανακατάρτισης. Προγράμματα δηλαδή που εξασφαλίζουν φθηνό εργατικό δυναμικό για τις επιχειρήσεις και ανεργία σε ...δόσεις, με διαλείμματα κακοπληρωμένης δουλειάς, για τους νέους.
«Εγγυώνται» την εκμετάλλευση
Η «Εγγύηση για τη Νεολαία» αποτελεί παλιά και δοκιμασμένη συνταγή, καθώς σε μια σειρά χώρες ανάλογα σχήματα εφαρμόζονται εδώ και χρόνια, στο πλαίσιο των λεγόμενων «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης». Για παράδειγμα, οι σκανδιναβικές χώρες μετρούν ήδη αρκετά χρόνια υλοποίησης παρόμοιων μέτρων. Το πνεύμα που διέπει τις «ενεργητικές πολιτικές» είναι η αντικατάσταση της επιδότησης της ανεργίας από την επιδότηση της απασχόλησης. Δηλαδή, η περικοπή, ακόμα και κατάργηση των επιδομάτων και κάθε μέτρου προστασίας των ανέργων, σε όφελος της ενίσχυσης των εργοδοτών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Δανία, στην οποία ένας τύπος «Εγγύησης για τη Νεολαία» βρίσκεται σε ισχύ ήδη από το 1996. Στο πλαίσιό της, αποτελεί δικαίωμα αλλά και υποχρέωση των άνεργων νέων να συμμετέχουν σε τέτοιες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης». Για παράδειγμα, στους νέους ανέργους κάτω των 30 ετών που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας ή άλλα κοινωνικά επιδόματα, αναγνωρίζεται το «δικαίωμα» (!) να δεχθούν μια πρόταση για θέση εργασίας, μαθητείας ή συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης, μέσα σε διάστημα 3 μηνών από τη στιγμή που μένουν άνεργοι.
Παράλληλα όμως εκβιάζονται να αποδεχθούν την προσφορά που θα τους γίνει. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο άνεργος δεν ανταποκριθεί θετικά στην όποια πρόταση δεχθεί, προβλέπεται ποινή εξαίρεσης από τα επιδόματα διάρκειας 3 βδομάδων, ενώ η διάρκεια της στέρησης των επιδομάτων μπορεί να επιμηκυνθεί.
Παλιές και «νέες» συνταγές διαχείρισης της ανεργίας δεν πρόκειται να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Η ανεργία συνόδευε πάντα και θα συνεχίσει να συνοδεύει το καπιταλιστικό σύστημα, σε ανάπτυξη και κρίση. «Εγγύηση» για τη νεολαία δεν αποτελεί κανένα πρόγραμμα κακοπληρωμένης, προσωρινής δουλειάς, ψευτο-κατάρτισης ή μαθητείας. «Εγγύηση» για τους εργαζόμενους και άνεργους νέους είναι η οργάνωση για την ουσιαστική προστασία των ανέργων, η διεκδίκηση σύγχρονων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η πάλη για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, που γεννά την ανεργία και την εκμετάλλευση.

Τζημερονόμικς ΙΙΙ-Φάε λάδι...

 Τζημερονόμικς ΙΙΙ-Φάε λάδι...

Ο κύριος Τζήμερος, πιθανώς διενεργώντας μέσω κοινωνικών δικτύων μια άτυπη καμπάνια ενόψει ευρωεκλογών, επανήλθε με νέο ράπισμα κατά της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας,  πετώντας, τρόπον τινί, λάδι στη φωτιά. Το εν λόγω λάδι είναι μάρκας "λ" ή "lambda", παράγεται στην Ελλάδα, και ο κύριος Τζήμερος γράφει σχετικά:

Λάδι, 150 ευρώ το λίτρο. Βρίσκεις extra παρθένο ελαιόλαδο στην αγορά με 4 ευρώ. Ας πούμε ότι το συγκεκριμένο είναι η πιο καλή ποιότητα της Ελλάδας και θα το αγόραζες ακριβότερα π.χ. 10 ευρώ το λίτρο. Σ΄ αυτά τα 10 ευρώ είναι ενσωματωμένη η αμοιβή των συντελεστών παραγωγής (και η μαρξιστική υπεραξία). Από τα 10 ευρώ μέχρι τα 150 η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ποιο στοιχείο την πήγε εκεί; Η ευρηματικότητα, η έμπνευση, το επιχειρηματικό ρίσκο, το design, η γνώση των αγορών, η διαφήμιση, η καινοτομία ενός ανθρώπου που είχε αυτή την ιδέα και την υλοποίησε. Πουλάει αέρα, θα πει ένας ακραιφνής μαρξιστής. Και λοιπόν; Από τη στιγμή που υπάρχει αγοραστής που, ακόμα κι από ματαιοδοξία, αλλά οικειοθελώς δίνει τα 150 ευρώ, η τιμή του προϊόντος είναι αυτή: 150 ευρώ. Άλλωστε και όταν γράφεις ένα βιβλίο (όπως το Κεφάλαιο), αέρα πουλάς, δηλαδή άυλη αξία, η οποία έχει την τιμή που κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει γι' αυτή. Τι καταλαβαίνουμε από το παράδειγμα, αγαπητά μαρξιστόπουλα; Ότι από την "εξίσωση" με την οποία ο Μαρξ (αλλά και προγενέστεροι "φιλόσοφοι") προσδιόρισε κατ' αρχήν την αξία ενός προϊόντος για να καταλήξει στην υπεραξία, λείπουν πάρα πολλοί, μα πάρα πολλοί συντελεστές.
Ο κύριος Τζήμερος μπορεί να θέλει να τραβήξει δημοσιότητα εν όψει ευρωεκλογών, αλλά σ' αυτή την κοινωνία ελεύθερου ανταγωνισμού (ειρωνική η περιγραφή) υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε μαζί του· γιατί θέλουμε κι εμείς κάτι: να τραβήξουμε δημοσιότητα πάνω στην μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας. Να προσελκύσουμε ανθρώπους στον μαρξισμό.

Η ιδεολογική στόχευση του κυρίου Τζήμερου δεν είναι ευκαταφρόνητη. Μέσω του λαδιού "λ", ο κύριος Τζήμερος προσπαθεί να προωθήσει ένα ιδεολόγημα που μάλλον δεν ανήκει στην κλασική αστική πολιτική οικονομία τόσο όσο στα μυθιστορήματα της Ayn Rand, δηλαδή την ιδέα του καπιταλιστή ως "δημιουργού", προμηθεϊκού δεσμώτη, επινοητή, ανατροπέα συσχετισμών, μάρτυρα και παρεξηγημένου ήρωα της κοινωνίας. Την ιδέα, για να γίνουμε λίγο πιο πεζοί, ότι ο καπιταλιστής και όχι ο εργάτης δημιουργεί αξία, ή έστω το μεγαλύτερο ποσοστό αξίας. Και αυτό, ισχυρίζεται αγέρωχος ο κύριος Τζήμερος, ακόμα και αν η "αξία" που δημιουργεί ο καπιταλιστής είναι αέρας κοπανιστός.

Ας πάρουμε όμως τον βασικό ισχυρισμό του κυρίου Τζήμερου, ο οποίος είναι πως από την εξίσωση με την οποία ο Μαρξ όρισε την αξία για να καταλήξει στην υπεραξία λείπουν πολλοί παράγοντες.

Κατ' αρχήν, είναι εντυπωσιακή η στροφή του κυρίου Τζήμερου απέναντι στην έννοια της υπεραξίας εντός λίγων ωρών, καθώς στο σημείωμά του για την πώληση Μήτρογλου ισχυριζόταν πως η υπεραξία είναι μια "ανύπαρκτη έννοια", αποτέλεσμα της "νεύρωσης" ενός "εξαθλιωμένου τεμπελχανά". Αίφνης, τώρα, η υπεραξία δεν είναι καθόλου ανύπαρκτη, ούτε αποκύημα της φαντασίας ενός τρελού, αλλά μια έννοια για την οποία ο Μαρξ δεν εξέτασε όλους τους παράγοντες.

Τι γράφουν άραγε οι Μαρξ και Ένγκελς για τις μορφές της υπεραξίας όχι στο βιομηχανικό αλλά στο εμπορικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο;
Αν και η ανάπτυξη του εμπορικού κεφαλαίου δεν εξηγείται με την απλή εξαπάτηση, μας λείπουν πολλοί ενδιάμεσοι κρίκοι που απαιτούνται για την ερμηνεία της. Το ίδιο ακόμα περισσότερο ισχύει για το τοκογλυφικό και το τοκοφόρο κεφάλαιο. (Ένγκελς, Σύνοψη του "Κεφαλαίου").
Και τι γράφει ο Μαρξ για το κεντρικό θέμα που θέτει ο κύριος Τζήμερος για να αποδείξει κενό στην μαρξιστική θεωρία, της εμφάνισης ενός προϊόντος που κοστίζει 15 φορές περισσότερο από όσο λογικά θα έπρεπε; 
θα βρείτε ότι οι διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς, οι παρεκκλίσεις τους από τις αξίες, οι κινήσεις τους προς τα πάνω και προς τα κάτω, αλληλοεξουδετερώνονται και εξισώνονται, έτσι που, αν παραβλέψουμε την επίδραση των μονοπωλίων και μερικές άλλες τροποποιήσεις, που είμαι τώρα υποχρεωμένος να τις προσπεράσω, όλα τα είδη εμπορευμάτων πωλούνται κατά μέσο όρο στις αντίστοιχες αξίες ή φυσικές τιμές τους (Μαρξ, Μισθός, τιμή και κέρδος, σελ. 43).
Λέει μήπως ο Μαρξ ότι μια συγκεκριμένη μάρκα λάδι --ή εμφιαλωμένο νερό αν προτιμάτε κάτι ακόμα πιο ακραίο-- δεν μπορεί να πουλιέται πανάκριβα, πολύ πάνω από την αξία της;  Όχι, είναι σαφές ότι δεν λέει κάτι τέτοιο. Λέει πως όλα τα "είδη εμπορευμάτων" πωλούνται "κατά μέσο όρο στις αντίστοιχες αξίες" τους. Και βέβαια, η ερώτηση τότε γίνεται: Αλλάζει κάτι στην μέση τιμή του νερού το γεγονός ότι το νερό "Kona Nigari" κάνει 400 δολάρια για 750 ml; Αλλάζει κάτι στη μέση τιμή του λαδιού το γεγονός ότι ο κύριος Κολιόπουλος, εμπνεόμενος από τον κύριο Ράμφο, πουλάει το λάδι του με 150 ευρώ; Όχι, είναι η απάντηση. Το είδος του κέρδους που αντλούν κάποια προϊόντα --το ότι μπορούν να πουληθούν πολύ πάνω από την αξία τους-- είναι εφικτό μόνο στη βάση ότι είναι εξαιρέσεις και απευθύνονται αποκλειστικά σε ανθρώπους που θέλουν ακριβώς να δείξουν ότι είναι οι ίδιοι εξαιρέσεις: ότι είναι δηλαδή εξαιρετικά πλούσιοι, και για το λόγο αυτό μπορούν να δαπανήσουν γελοία ποσά για αντικείμενα καθημερινής ανάγκης όπως το νερό ή το λάδι. Δεν επηρεάζουν στο παραμικρό όμως αυτές οι περιπτώσεις τους γενικούς νόμους της αγοράς -- ειδάλλως, το νερό και το λάδι θα ανέβαζαν γενικά τις τιμές τους επειδή κυκλοφορούν κάποιες αστείες μάρκες για τους πολύ πλούσιους. Και συνεπώς, είναι ασήμαντες ως περιπτώσεις από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας, γιατί δεν μπορεί να τύχουν μαζικής μίμησης ή αντιγραφής, καθώς η αγορά για τέτοιου είδους προϊόντα είναι εξαιρετικά περιορισμένη στην κορυφή των πάρα πολύ πλούσιων και όσων θέλουν να περαστούν για πάρα πολύ πλούσιοι. Αλλά είτε ο καπιταλιστής δημιουργεί υπεραξία, όπως θα ήθελε ο κύριος Τζήμερος, αλλά τότε θα έπρεπε όλα τα ελαιόλαδα να μπορούν να πουληθούν στην τιμή του "λ", είτε υπάρχει στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ένα περιθώριο νόμιμης αισχροκέρδειας ώστε να ικανοποιούνται τα εγώ των πολύ πλούσιων με το αζημίωτο: ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, αν κάτι δεν μπορεί να γενικευτεί και να παίξει συστημικό ρόλο στην οικονομία δεν είναι "υπεραξία", είναι απλώς αισχροκέρδεια, με τη συναίνεση βέβαια των "θυμάτων" της. (Ας μην παρεξηγηθούμε: δεν εκφράζει "ηθική" αλλά επιστημονική διάκριση η διάκριση της υπεραξίας από την αισχροκέρδεια: η αισχροκέρδεια αποφέρει κέρδος, αναμφισβήτητα, αλλά το κέρδος αυτό πηγάζει από χειρισμούς στη σφαίρα της κυκλοφορίας· η υπεραξία, αντίθετα, μπορεί να υλοποιείται στη σφαίρα της κυκλοφορίας (μέσα από την πώληση του εμπορεύματος για χρήμα), πηγάζει όμως αποκλειστικά από την εκμετάλλευση της εργασίας --όχι του καταναλωτή-- στη σφαίρα της παραγωγής).

Σε ό,τι μάλιστα αφορά το λάδι "λ" --το παράδειγμα του κυρίου Τζήμερου-- έχουμε και κάποια αρκετά συγκεκριμένα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω. Στο ρεπορτάζ από την iefimerida το οποίο παραθέτει ο κύριος Τζήμερος, αναφέρεται ότι: "Το «λ» αναβαθμίζει εξίμισι φορές την προστιθέμενη εξαγώγιμη αξία του ελληνικού ελαιόλαδου στο εξωτερικό." Αυτός είναι ένας εντυπωσιακός ισχυρισμός, που είναι πιθανό ο κύριος Τζήμερος να παίρνει σοβαρά. Ωστόσο, άρθρο των Olive Oil Times του 2010 σημείωνε πως οι παγκόσμιες πωλήσεις του "λ" ήταν μόλις 800 λίτρα, τη στιγμή που η παραγωγή μόνο του Συνεταιρισμού Κριτσάς, από το οποίο έπαιρνε το λάδι του ως τότε ο κύριος Κολιόπουλος (για να προσθέσει ο ίδιος...την αξία του concept) ήταν 500.000 λίτρα το χρόνο (δείτε και εδώ). Σε σχέση με έναν και μόνο αγροτικό συνεταιρισμό της Κρήτης, με άλλα λόγια, ο συνολικός όγκος παραγωγής του "λ" ήταν 625 φορές μικρότερος. Το άρθρο των Olive Oil Times κάνει ουσιαστικά λόγο για αισχροκέρδεια, λέγοντας ότι οι παραγωγοί του λαδιού πληρωνόντουσαν 2.70 ευρώ για το μπουκάλι των 150 ευρώ, ή 52 φορές λιγότερο από την τιμή πώλησης. Σημειώνει όμως ταυτόχρονα ότι η τιμή του "λ" είναι σε πλήρη απομόνωση από τις τάσεις της αγοράς, όπου η τιμή του ελαιόλαδου έχει "χτυπήσει ιστορικό χαμηλό" -- κι έτσι, αποδεικνύει πλήρως την ασημαντότητα της εξαίρεσης για τη διαμόρφωση του κανόνα -- και άρα και τη διαφορά της κατ' εξαίρεση αισχροκέρδειας από την συστημική άντληση υπεραξίας. Από την πλευρά της, τώρα, η εταιρεία απάντησε ... χρησιμοποιώντας ακριβώς τους ισχυρισμούς περί "δημιουργικότητας" του καπιταλιστή που προωθεί ο κύριος Τζήμερος, του οποίου η "οικονομική θεωρία" είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί εν προκειμένω από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της Speiron του κυρίου Κολλιόπουλου:
Η Speiron δηλώνει ότι το άρθρο των Olive Oil Times της 3 Δεκέμβρη 2010 περιέχει ψευδείς, ανακριβείς και συκοφαντικές κατηγορίες για το μοναδικό της προϊόν, το ούλτρα πρίμιουμ έξτρα βέρτζιν λάδι ελιάς λ/lambda, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική φύση του προϊόντος.

Πιο συγκεκριμένα, το προαναφερθέν άρθρο συγκρίνει ψευδώς την τιμή ανά λίτρο του Συνεταιρισμού με την  τιμή της συσκευασίας δώρου του προϊόντος της Speiron, η οποία αποτελείται από το λάδι ελιάς, το οποίο πωλείται σε καλλιτεχνικού, μινιμαλιστικού ντιζάιν γυάλινο μπουκάλι το οποίο βρίσκεται σε πολυτελές και κομψό κουτί.

Είναι προφανές ότι το προϊόν ούλτρα πρίμιουμ έξτρα βέρτζιν λάδι ελιάς λ/lambda είναι ξεκάθαρα πολύ περισσότερο από απλό κρητικό ελαιόλαδο, καθώς αντανακλά την ιδέα της Speiron για την εξαιρετική δημιουργία, την σημασία στη λεπτομέρεια και την άριστη ποιότητα. Μια ιδέα που διαρκώς κερδίζει διεθνή αναγνώριση και θαυμασμό.
Αναμφισβήτητα, το θέμα είναι τόσο γραφικό όσο υπόσχεται η επίκληση της φιλοσοφίας του Στέλιου Ράμφου στα πλαίσια του λαδεμπορίου. Και πιθανώς μόνο ο κύριος Τζήμερος ξέρει γιατί θα έπρεπε να ενοχληθεί ο μαρξισμός επιστημονικά από το γεγονός ότι υπήρξαν, βάσει στοιχείων 2010, 800 άνθρωποι παγκόσμια που έδωσαν στον κύριο Κολλιόπουλο το αντίτιμο για το "λ". Το μόνο που ενοχλεί τον μαρξισμό είναι το πολιτικό ζήτημα της απίστευτης εκμετάλλευσης ενός τρομακτικού αριθμού ανθρώπων η οποία προαπαιτείται για αυτού του είδους τις σαχλαμαρίτσες 800 καταναλωτών (το πολύ) παγκόσμια με τις "κατά φαντασίαν αξίες χρήσης", όπως τις ονόμασε ο Μαρξ.

καλλιτερα...Ξηρο...ψωμι

Αν βρω τον Χριστόδουλο Ξηρό θα πάρω 4.000.000 €!!!!
Μείον:
-Φ.Π.Α. 23%
-Φόρος Εισοδήματος 42%
-Έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης 4%
-Φόρος μεγάλου πλούτου: 10% ίσον: 840.000 καθαρά.
-ΕΠΙΣΗΣ θα πρέπει να μαζέψω αποδείξεις από επιχειρήσεις ίσες με 25% του εισοδήματος μου, δηλαδή 1.000.000 ευρώ.
Κανοντας λοιπον ταμειο.... μπαινω και μεσα 160 χιλιαρικα.
Τωρα που το ξανασκεφτομαι...αστο καλυτερα, ποιος να καθεται να ψαχνει;

On the necessity of the ''INITIATIVE of Communist and Workers’ Parties''

 On the necessity of the ''INITIATIVE of Communist and Workers’ Parties''

Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την συνεδρίαση της 9μελούς Γραμματείας της ‘Πρωτοβουλίας Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων για τη μελέτη και επεξεργασία των ευρωπαϊκών ζητημάτων και το συντονισμό της δράσης τους’, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα. Αναφέρεται στην αναγκαιότητα και τη σημασία αυτής της ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ. Επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε αυτό το κείμενο στα αγγλικά επειδή είναι διεθνές θέμα και αφορά την κοινή στρατηγική των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
On the occasion of the meeting of the 9 member Secretariat of the ‘INITIATIVE of Communist and Workers’ Parties’ on January 27, we are writing on the necessary existence of Communist Parties and of the INITIATIVE in the context of the European Union. Let us begin this elaboration with the elementary Marxian thesis that there is one fundamental division within society. One can either be with the working class, or with the Capital. And there is only one position in relation to this non-negotiable either/or which entails struggle towards an indivisible, classless society. It is the communist position that answers the aforementioned dilemma without hesitation: with the working class. The necessary road to an indivisible society, without division into classes, without division into exploiters and exploited, goes through the leadership of the working class and the organisation around its vanguard party, through the dictatorship of the proletariat and the socialist construction. The role of the communist party differs in each concrete socio-historical period, but is always necessary and leads the way for the movement.

The party is one, but it is also multiple. The communist parties form concrete universalities functioning under the principle of proletarian internationalism. The party leads the struggle of the conscious working class but it also turns to the other communist parties and creates lines of communication and coordination of activity. This practice is an authentic communist practice which acquires special importance in the context of the imperialist construction of the European Union. To show to the working peoples of Europe the way out of the European Union through working class government; this is the crucial role played by the ‘INITIATIVE of Communist and Workers’ Parties’. The ‘INITIATIVE’ coordinates the action of the communists parties which regard the EU as the capital’s choice, which ‘promotes measures in favour of the monopolies, the concentration and centralization of capital; it is strengthening its characteristics as an imperialist economic, political and military bloc opposed to the interests of the working class, the popular strata; it intensifies armaments, authoritarianism, state repression, limiting sovereign rights’[1].

The action of the parties-members of the INITIATIVE is united in the vision of a society without exploitation of man from man, without poverty, without social injustice, without imperialistic wars. The 29 communist and worker’s parties of Europe struggle towards this strategic goal, towards a different Europe, not only in form but in substance as well. They struggle for the dissolution of the imperialist construction that is the European Union; for the overthrow of the dictatorship of the bourgeoisie and the establishment of working class governments in the European states; for the socialist construction; for an indivisible society, a communist society.

But why is the INITIATIVE of Communist Parties a necessity in our current predicament? One can begin his answer to that question by looking at the reactionary nature of the European Union under capitalism. But this is not a new observation. As Lenin wrote ‘On the Slogan for a United States of Europe’[2] almost a century ago:

From the standpoint of the economic conditions of imperialism—i.e., the export of capital arid the division of the world by the “advanced” and “civilised” colonial powers—a United States of Europe, under capitalism, is either impossible or reactionary. [...]

A United States of Europe under capitalism is tantamount to an agreement on the partition of colonies. Under capitalism, however, no other basis and no other principle of division are possible except force. [...] A United States of Europe is possible as an agreement between the European capitalists ... but to what end? Only for the purpose of jointly suppressing socialism in Europe.

The current socio-economic conditions are barely different than the period when Lenin wrote these words. One cannot overlook the fact that the European Union is an inter-state, imperialist union of the monopolies. In the words of the Greek comrade Giorgos Marinos, ‘the EU has a specific economic base; it is supported by the cooperation and merging of the strength of the major business monopoly groups. Despite the contradictions that manifest themselves in its ranks their basic criterion is their own interests, and the control of the markets, and, consequently, they are against the peoples and their rights’[3].

As a result, the reactionary nature of the EU is manifested in a relentless manner during the current capitalist crisis. The devastating effects of the capitalist crisis are felt all over the globe and -especially in the context of the imperialist EU- the communist movement is obliged to acquire a unified revolutionary strategy so as to overthrow the outdated capitalist system, which is becoming continually more reactionary and dangerous. This obligation is intrinsically linked to the struggle against opportunism and Eurocommunism.

As is well known, the false ideology of Eurocommunism, along with the counter-revolution in the Soviet Union and the other socialist countries, has inflicted great harm on the communist movement in the last decades. In their programmatic declarations Eurocommunist and other opportunist currents refer to socialism in a perverted manner, since their political line negates the revolutionary path. The term socialism appears deprived of its essence: without the working class power, the dictatorship of the proletariat, without the socialization of the means of production and central planning.  

It is in this manner that the so called European Left Party ‘which is forming networks all over the world with the funds of the EU, is causing great damage to the communist movement; it is a vehicle that promotes the strategy of the EU in the labour movement, it is inextricably linked with social democracy and it must be dealt with in a strict ideological-political way. Its core consists of forces which celebrated the overthrow of socialism, forces which in the framework of anticommunism identify themselves with various bourgeois and other reactionary forces in the name of ‘anti-Stalinism’’[4].

Its reactionary character is evident by its ideological position towards the current capitalist crisis. Eurocommunist parties approach the capitalist crisis as a ‘crisis of neo-liberalism’, a ‘financial crisis’. ‘These approaches are limited to incriminating a form of capitalism’s management, exonerating the social-democratic, neo-Keynesian management, the capitalist system itself’[5]. These are opportunist positions that disorient the labour and people’s movement.

On the contrary it is the historical task of the Communist Party in this predicament to struggle towards the regroupment of the labour movement. The working class and its vanguard party have to be in the front of the formation of the People’s Alliance. The People’s Alliance expresses the interests of the working class, the semi-proletarians, the self employed and the poor farmers, the young people and the women of the poor popular strata in the struggle against the monopolies and capitalist ownership, against the assimilation of the country into the imperialist unions. The People’s Alliance is a social alliance and struggles in terms of the movement, following a line of rupture and overthrow. It adopts the socialization of the concentrated means of production, the central planning, and the workers’-social control. The formation of the People’s Alliance under the leadership of the working class is a necessity because the struggle for the disengagement from the EU is linked with the struggle against the power of the monopolies and the struggle of the working class and its allies, for working class- people’s power.

For all the above reasons, the existence of the Communist Party, the existence of a Party which applies in its praxis the principles of Marxism-Leninism is necessitated. It is necessitated primarily by the main contradiction on which the capitalist society is based. The existence of the Party is necessitated by the class struggle, by the historical task of the proletariat that depends on the concrete socio-historical condition. What is more, this necessity is universal, since the class struggle has its own laws which are founded on the -fundamental and universal- contradiction between capital and labour. For this reason the Communist Party in each country has the obligation to study the specific situation, the development of capitalism, the course of the sectors and the branches of economy, the changes in the superstructure, the class and social structure in order to chart a revolutionary strategy.

And the ‘INITIATIVE of Communist and Workers’ Parties’ is necessary in order to enhance the struggle against the imperialist EU and, simultaneously, through the struggle of workers, to promote the single alternative solution, of a Europe of peace, progress, and socialism. Europe’s working classes and the other exploited strata of European countries, need a powerful Communist Party; they need a Party founded on and guiding its actions according to the principles of Marxism-Leninism; a Party to be on the vanguard of the organisation of the struggle of the working class, to provide guidance and inspiration with the vision for the new socialist society. A Party that treats socialism not as a goal for the distant future, but as an issue of the daily activity as its timeliness is highlighted by the torments of the peoples. We will conclude this article with Lenin’s words from the aforementioned intervention regarding the United States of Europe:

The abolition of classes is impossible without a dictatorship of the oppressed class, of the proletariat. A free union of nations in socialism is impossible without a more or less prolonged and stubborn struggle of the socialist republics against the backward states.

The European peoples will only be liberated from the bonds of capitalist exploitation and the imperialist unions when the working classes together with their allies carry out the socialist revolution and move forwards to construct socialism-communism.










[1] Founding Declaration of the ‘INITIATIVE of Communist and Workers’ Parties to study and elaborate European issues and to coordinate their activity’
[2] Lenin Collected Works, Vol. 21, pp 339-343, Progress Publishers
[3] Speech of Giorgos Marinos Member of the PB of the CC of the KKE at the 15th International Meeting of Communist and Workers
[4] ibid
[5] ibid

Για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων

Για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων

Το βασικό λάθος που μπορεί να κάνει κανείς σε μια ανάλυση για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων είναι να θεωρεί πως άλλο πράγμα είναι η αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» και άλλο πράγμα η καθιέρωση και η αξιοποίησή της από αυτούς που την καθιέρωσαν και από όσους θα ήθελαν να την αξιοποιήσουν. Ομως, η αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» και η αξιολόγηση ως προωθούμενη πολιτική είναι απόλυτα συνυφασμένες. Αν η αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» ήταν μια καλή ιδέα και μπορούσε να λειτουργήσει τεχνοκρατικά για τη βελτίωση, για παράδειγμα, της διδασκαλίας και της έρευνας στην Ανώτατη Εκπαίδευση θα είχε εισαχθεί ως θεσμός προ πολλού!

Είναι απλοϊκό να δεχτούμε πως όλοι οι προηγούμενοι και σε όλα τα επίπεδα, έξωθεν, άνωθεν και εκ των ένδον, δεν το σκέφτηκαν και δεν την αξιοποίησαν, αν δεχτούμε πως θα μπορούσε να λειτουργήσει βελτιωτικά. Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν αυτονόητο πως προωθείται τώρα για να υπηρετήσει άλλους σκοπούς και άλλες επιδιώξεις και όχι τη βελτίωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ειδικότερα, για τα ΑΕΙ, η οποιαδήποτε αξιολόγηση και με οποιαδήποτε κριτήρια, βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα που πρέπει να χαρακτηρίζει την Ανώτατη Εκπαίδευση, δηλαδή την ελεύθερη εξέλιξη της διδασκαλίας και της έρευνας που αναζητά το καινούριο, διότι τα υποτάσσει και τα καθηλώνει στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της τρέχουσας κατάστασης, με βάση τα οποία θα γίνει η αξιολόγηση αυτή.
Η εμπειρία που υπάρχει και η μεταφορά της στα Τμήματα

Η αξιολόγηση, που αναφέρεται φυσικά στο δημόσιο τομέα, προέκυψε άνωθεν ως μέρος της γενικότερης προωθούμενης πολιτικής του περιορισμού του δημόσιου τομέα (λιγότερο κράτος) και της λειτουργίας του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (περισσότερο «αποδοτικό» κράτος). Και ο περιορισμός και η αποδοτικότητα έχουν δύο βασικούς στόχους: Πρώτος στόχος είναι η παροχή ζωτικού χώρου στον ιδιωτικό τομέα, που, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, δεν μπορεί να προσβλέπει σε κέρδη από νέες επενδύσεις σε άλλους παραγωγικούς τομείς και ενδιαφέρεται για τους τομείς του Δημοσίου (Παιδεία, Υγεία κ.τ.λ.), που, ως εκ της φύσεώς τους, να καλύπτουν βασικές ανάγκες της κοινωνίας, μπορούν να του προσφέρουν εγγυημένα κέρδη. Δεύτερος στόχος, είναι ο περιορισμός των δαπανών του κράτους για κοινωνικές παροχές (Παιδεία, Υγεία κ.τ.λ.), ώστε να εξοικονομηθούν κονδύλια για την «ανάπτυξη», δηλαδή την επιδότηση των κερδών στον ιδιωτικό τομέα.
Για να επιτευχθεί, για παράδειγμα, ο περιορισμός και η αποδοτικότητα του τομέα καθαριότητας, δηλαδή η επιδίωξη να έχουμε το ίδιο τουλάχιστον επίπεδο υπηρεσιών με μικρότερη δαπάνη, αντικαταστάθηκαν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι καθαριότητας των πανεπιστημίων αρχικά με εργολαβικούς και τώρα από εταιρείες. Οπότε, με αυτόν τον τρόπο, και το κράτος δαπανά λιγότερα εξοικονομώντας κονδύλια για την «ανάπτυξη», δηλαδή την επιδότηση των κερδών στον ιδιωτικό τομέα, και ο ιδιωτικός τομέας έχει κέρδη από μια δραστηριότητα από την οποία μέχρι πρότινος δεν είχε. Το ίδιο επιχειρήθηκε και με τους διοικητικούς υπαλλήλους, που, με μοχλούς την αξιολόγηση και τη διαθεσιμότητα, προσπάθησαν να κάνουν απολύσεις υπαλλήλων του Δημοσίου με αυξημένα δικαιώματα (λιγότερο κράτος), για να τους αντικαταστήσουν με υπαλλήλους εταιρειών, με συνέπεια κέρδη για τον ιδιωτικό τομέα και μεγαλύτερη διείσδυσή του στη λειτουργία των πανεπιστημίων.
Η αξιολόγηση των Τμημάτων, που είναι σε εξέλιξη, σε συνδυασμό φυσικά με τη δραστική μείωση των πιστώσεων, τη μη ανανέωση του προσωπικού που αποχωρεί, τις αναδιαρθρώσεις και όλα τα άλλα που προωθούνται από τους πρόσφατους νόμους έχουν ακριβώς τους ίδιους στόχους: Τον περιορισμό του δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, τη λειτουργία της με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και επομένως τη σταδιακή ανατροπή του δημόσιου χαρακτήρα της. Η αξιολόγηση του προσωπικού σχετίζεται φυσικά με τις απολύσεις για να προκύψει πόσο «χρήσιμος» είναι ο καθένας και ποιοι είναι οι «καταλληλότεροι» για τους νέους στόχους που έχουν τεθεί, για να φανεί πόσοι και ποιοι περισσεύουν! Η δε αξιολόγηση των Τμημάτων σχετίζεται με τις αναδιαρθρώσεις, για να προκύψει ποια Τμήματα θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στη λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια για να διατηρηθούν και ποια δε θα μπορέσουν για να εξαλειφθούν ή να μετεξελιχθούν καταλλήλως. Ουσιαστικά, το βασικό κριτήριο με το οποίο θα αξιοποιηθούν οι αξιολογήσεις των Τμημάτων από την κυβέρνηση είναι η δυνατότητα λειτουργίας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και η ανταπόκριση και προσαρμογή των σπουδών, των πτυχίων, των προγραμμάτων σπουδών, της διδασκαλίας και του περιεχομένου των μαθημάτων στις ανάγκες της αγοράς, με άλλα λόγια, το βασικό κριτήριο θα είναι η προοπτική της ιδιωτικοποίησης.
Για την έννοια της αξιολόγησης και την αξιοποίησή της
Η αξιολόγηση, από τη σκοπιά αυτών που θέλουν να ανατρέψουν το δημόσιο χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι ομολογουμένως μια ιδιαίτερα επικοινωνιακή και θα έλεγα «ύπουλη» πολιτική για διάφορους λόγους.
Καταρχήν, η ίδια η αξιολόγηση έχει θετικό περιεχόμενο, γιατί ως έννοια εκφράζει την αναζήτηση του σημαντικού, του άξιου λόγου, και μπορεί κανείς να τη θεωρήσει ως «αυτή καθεαυτή» και να τη διαχωρίσει από τους σκοπούς για τους οποίους προωθείται. Αυτό είναι το βασικό λάθος που κάνουν και άνθρωποι καλών προθέσεων που, αν και είναι αντίθετοι με την ανατροπή του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, κάνοντας δεκτή την αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» αποδέχονται και την αξιοποίησή της για να μετατραπούν τα πανεπιστήμια σε οργανισμούς που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Κατά δεύτερον, ο επικοινωνιακός χαρακτήρας της αξιολόγησης ως προωθούμενης πολιτικής ενισχύεται από το γεγονός πως σε κάθε προς αξιολόγηση χώρο, υπάρχει αντικειμενικά μια διαβάθμιση ποιότητας, υπάρχει διαβαθμισμένα το καλύτερο έως το λιγότερο καλό και ακόμα ίσως και το χειρότερο, οπότε με την αξιολόγηση αναδεικνύεται η διαβάθμιση αυτή, που, σε συνδυασμό με μια επιχείρηση συρρίκνωσης ενός χώρου, δίνει τη δυνατότητα, για παράδειγμα, να απομακρυνθούν εργαζόμενοι ή να εξαλειφθούν ή να συρρικνωθούν ή να συγχωνευτούν μονάδες, Τμήματα εν προκειμένω ή Σχολές, με πρόσχημα την εξυγίανσή τους, αντί της αξιοποίησης όλων των υπαρχουσών δυνάμεων όλων των διαβαθμίσεων για το μέγιστο δυνατό όφελος. Πράγματι, αν ήθελε κανείς να επιτύχει το μέγιστο δυνατό όφελος σε ένα χώρο δεν θα έκανε «αξιολόγηση» κάτι που του δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί τους σκοπούς και τις προθέσεις του στο σκοτάδι, αλλά «έλεγχο λειτουργίας», με σκοπό να λειτουργήσει καλύτερα η αντίστοιχη μονάδα.
Επιπλέον και σημαντικότερο, η έννοια της αξιολόγησης ως προωθούμενης πολιτικής εισάγει φυσικά την ανάγκη ύπαρξης κριτηρίων αξιολόγησης. Τα κριτήρια όμως αυτά μπορεί να υπάρχουν σε δύο επίπεδα: Πρώτο, τα κριτήρια, τεχνοκρατικά κατά κύριο λόγο, για μια αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή», με βάση τα οποία συντάσσεται η έκθεση της αξιολόγησης και δεύτερο τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν κατά την αξιοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης, που παραμένουν στο παρασκήνιο και συνάδουν με τους σκοπούς για τους οποίους προωθήθηκε η πολιτική της αξιολόγησης.
Με άλλα λόγια, η εκάστοτε κυβέρνηση, η εξουσία, διατηρεί στο ακέραιο τη δυνατότητα να αξιοποιεί τις εκθέσεις αξιολόγησης όπως θέλει, όπως τη βολεύει, με βάση τα δικά της κριτήρια, με βάση την πολιτική που προωθεί! Το γεγονός πως εκθέσεις αξιολόγησης Τμημάτων, που έγιναν εδώ και μερικά χρόνια, δεν αξιοποιήθηκαν μέχρι τώρα από τα ίδια τα Τμήματα για τη βελτίωση της λειτουργίας τους, αποδεικνύει πως ο μόνος που μπορεί να αξιοποιήσει πρακτικά τις εκθέσεις αξιολόγησης είναι μόνον αυτός που τις θεσμοθέτησε, δηλαδή η κυβέρνηση, και φυσικά θα τις αξιοποιήσει για να προωθήσει τις δικές της επιδιώξεις.
Μερικά παραδείγματα από τις εκθέσεις αξιολόγησης που συντάσσονται
Οι εκθέσεις αξιολόγησης, που συντάσσονται ήδη, φυσικά και συντάσσονται με βάση τεχνοκρατικά κατά κύριο λόγο κριτήρια, ως εκθέσεις «αυτές καθαυτές», παίρνοντας φυσικά υπόψη και αντικειμενικά δεδομένα της κατάστασης που επικρατεί. Οι επιτροπές αξιολόγησης δεν ήταν δυνατόν, φυσικά, να χρησιμοποιήσουν εξαρχής τα πολιτικά κριτήρια που έχει υπόψη της η κυβέρνηση για να καταλήξουν στις εκθέσεις τους. Το γεγονός πως πολλές από αυτές τις εκθέσεις μπορούν να θεωρηθούν ως «ικανοποιητικές» έως «πολύ θετικές» για τα Τμήματα, δε σημαίνει πρακτικά απολύτως τίποτα. Δεν πρόκειται να γίνει κάποια δίκη στην οποία θα προσέλθουν οι εμπλεκόμενοι και οι κάθε λογής ενδιαφερόμενοι, για να παρθούν αποφάσεις για τα Τμήματα και στην οποία θα δικαιωθούν τα Τμήματα και οι Σχολές λόγω των «ικανοποιητικών» ή «θετικών» εκτιμήσεων που υπάρχουν στις αξιολογήσεις τους. Τις αποφάσεις θα τις πάρει η κυβέρνηση από μόνη της, αξιοποιώντας οποιοδήποτε στοιχείο των εκθέσεων αξιολογήσεων τη βολεύει με βάση τα δικά της κριτήρια.
Οποιαδήποτε «παρατήρηση» ακόμα και «ήσσονος σημασίας», οποιαδήποτε «κριτική», οποιοδήποτε «συζητήσιμο» σημείο, οποιαδήποτε «δυσχερώς εφαρμόσιμη» ή «ξένη προς την ελληνική πραγματικότητα» υπόδειξη που περιλαμβάνεται στην έκθεση, όλα αυτά και οτιδήποτε άλλο θα της ήταν χρήσιμο, η κυβέρνηση θα τα αξιοποιήσει πρακτικά για να προωθήσει τη δική της πολιτική που ξέρουμε ποια είναι: συρρίκνωση, αναδιαρθρώσεις, ανατροπή του δημόσιου πανεπιστημίου και λειτουργία των Σχολών και των Τμημάτων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή η πολιτική της ιδιωτικοποίησης. Η επίκληση των «θετικών», για να αναστρέψουμε το κλίμα που έχουν διαμορφώσει στην περίφημη «κοινή γνώμη» τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ούτε αυτή πρακτικά μπορεί να λειτουργήσει, γιατί το κλίμα αυτό δημιουργήθηκε τεχνηέντως και περιπτωσιολογικά με βάση επιμέρους αδυναμίες και προβλήματα, που πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν, για να προωθηθεί η πολιτική των κυβερνήσεων. Αν δουν πώς θα επιχειρηθεί από τα πανεπιστήμια η ανατροπή αυτού του κλίματος θα επανέλθουν με νέο βόρβορο «στοιχείων» σε βάρος των πανεπιστημίων, αξιοποιώντας και δυνάμεις εκ των ένδον, όπως φιλοκυβερνητικές, συνδικαλιστικές παρατάξεις στο ΑΠΘ που επιχείρησαν πρόσφατα να επαναφέρουν το θέμα της οικογενειοκρατίας.
Λόγω του τεχνοκρατικού τους χαρακτήρα και δεδομένου του περιορισμού των πιστώσεων, η έκθεση αξιολόγησης, για παράδειγμα μεγάλου Τμήματος του ΑΠΘ, προτείνει «οικονομική ανεξαρτησία» του Τμήματος, δηλαδή ουσιαστικά αναζήτηση κονδυλίων είτε από δίδακτρα είτε από τον ιδιωτικό τομέα με παροχή υπηρεσιών. Η πρόταση αυτή για οικονομική ανεξαρτησία είναι ουσιαστικά μια σαφής οδηγία της έκθεσης αξιολόγησης για λειτουργία του Τμήματος με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, που το Τμήμα είναι υποχρεωμένο να αποδεχτεί ως μοναδικό τρόπο για να επιβιώσει λόγω του περιορισμού των κονδυλίων που λαμβάνει από την πολιτεία και, επομένως, ενισχύεται μέσω της αξιολόγησης η πολιτική της κυβέρνησης για μετατροπή των πανεπιστημίων σε οργανισμούς που θα απολέσουν, σταδιακά έστω, το δημόσιο χαρακτήρα τους και θα λειτουργούν ως επιχειρήσεις.
Ενα δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την έκθεση αξιολόγησης ενός άλλου μεγάλου Τμήματος του ΑΠΘ. Η «υπόδειξη» της αξιολόγησης για «περισσότερες ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις» δεν είναι καθόλου «ήσσονος σημασίας»! Απεναντίας είναι καθοριστικής σημασίας για μια κυβέρνηση που θέλει να τεκμηριώσει, για παράδειγμα, μια συρρίκνωση του Τμήματος αυτού με το επιχείρημα πως δεν ανταποκρίνεται στο διακηρυγμένο στους νόμους - πλαίσιο στόχο της για άνοδο των Σχολών στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πολύ περισσότερο, μπορεί να αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης η παρατήρηση της έκθεσης αξιολόγησης του ίδιου Τμήματος του ΑΠΘ πως το Τμήμα «προσφέρει δήθεν υπέρμετρα μεγάλο αριθμό μαθημάτων επιλογής στα προγράμματα σπουδών» του. Βεβαίως, θα μπορούσε να πει κανείς πως, με βάση το κριτήριο της «πολύπλευρης μόρφωσης των φοιτητών και φοιτητριών», αυτή η παρατήρηση λειτουργεί υπέρ του Τμήματος, αλλά όπως έχω εξηγήσει παραπάνω άλλο είναι το κριτήριο, με βάση το οποίο θα αξιολογηθεί αυτή η παρατήρηση. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η «πολύπλευρη μόρφωση των φοιτητών και φοιτητριών» δεν ενδιαφέρει, αυτό που ενδιαφέρει είναι η λειτουργία του Τμήματος με λιγότερο προσωπικό και λιγότερα κονδύλια (μέγιστη αποδοτικότητα) και επομένως τα πολλά μαθήματα επιλογής είναι περιττά, εκτός φυσικά αν μπορέσει το Τμήμα να αποδείξει πως μπορεί να εξασφαλίσει από μόνο του το προσωπικό και τα κονδύλια που απαιτούνται για τη στήριξη των μαθημάτων αυτών. Αν όμως μπορέσει να το αποδείξει αυτό, τότε ή θα βρίσκεται σε διαδικασία μετατροπής ή θα έχει ήδη μετατραπεί σε επιχείρηση!
Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει πως η αξιολόγηση και οι εκθέσεις αξιολόγησης μπορούν να λειτουργήσουν και να αξιοποιηθούν μόνο προς μια κατεύθυνση, αυτή της προώθησης της κυβερνητικής πολιτικής, δηλαδή της ανατροπής του δημόσιου πανεπιστημίου και της λειτουργίας του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια! Να γιατί η αξιολόγηση θα βγει σε κακό για τη Δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση, τη δωρεάν μόρφωση και την ελεύθερη έρευνα και διδασκαλία!

Προκόπης ΚΩΦΟΣ
Επιστημονικός Συνεργάτης στο Τμήμα Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

«BlackRock»: Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;;;

«BlackRock»: Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;;;
Η «BlackRock», η εταιρεία που έχει αναλάβει την αξιολόγηση των εγχώριων τραπεζών, δεν είναι ένας περαστικός...
Πρόκειται για μια αμερικανική εταιρεία που ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα, το 1988 στη Νέα Υόρκη, και μέσα σε 25 χρόνια εξελίχθηκε, μέσα από εξαγορές, συγχωνεύσεις και μεγάλες επενδύσεις - η σημαντικότερη εκ των οποίων ήταν η εξαγορά του επενδυτικού βραχίονα της «Barclays» το 2009 έναντι 13,5 δισ. δολαρίων - στη μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων στον κόσμο, φθάνοντας να διαχειρίζεται 4,1 τρισ. δολαρίων και είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στον πλανήτη.
Οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων διαχειρίζονται κεφάλαια ασφαλιστικών ταμείων, κρατικά κεφάλαια ή κεφάλαια μεμονωμένων επενδυτών με σχετικά μεγάλα μεγέθη. Οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων δεν δανείζουν άμεσα επιχειρήσεις και καταναλωτές, όπως κάνουν οι τράπεζες, αλλά τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε μεγάλα μετοχικά πακέτα, συνήθως αρκετά μεγάλα ώστε να συμμετέχουν στη διοίκηση των συγκεκριμένων εταιρειών.
***
Η «BlackRock» είναι ο μεγαλύτερος χρηματιστικός όμιλος επενδύσεων αυτού του τύπου, διαθέτοντας μεγάλα μετοχικά πακέτα σε χιλιάδες επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ η συμμετοχή της σε αμερικανικές επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή. Ο όμιλος διαθέτει μεγάλα μετοχικά πακέτα σε μονοπωλιακούς ομίλους σε διάφορους κλάδους, από τηλεπικοινωνίες και πληροφορική, μέχρι πετρέλαια και τράπεζες. Αναφέρουμε ως ενδεικτικά παραδείγματα ότι διαθέτει το 5,1% των μετοχών της «Apple», το 5,8% των μετοχών της «Google» και το 5,5% της «Microsoft», το 5,4% των μετοχών «Exxon Mobil», το 6,2% των μετοχών της «Chevron», το 6,8% των μετοχών της «Petrochina» και το 4,9% των μετοχών της «Shell» και στον τραπεζικό κλάδο το 6,4% των μετοχών της J. P. Morgan και το 5,4% των μετοχών της Wells Fargo. Μια ακαδημαϊκή έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε πως ο όμιλος «BlackRock» κατέχει πακέτα του 5% (που γενικά οδηγούν σε θέση στο ΔΣ μιας εταιρείας, ενώ συχνά παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον ενδομονοπωλιακό ανταγωνισμό) σε περίπου 1.803 ομίλους των ΗΠΑ, εισηγμένους στο χρηματιστήριο, σχεδόν σε τρεις φορές περισσότερους σε σχέση με τον δεύτερο επενδυτικό όμιλο στις ΗΠΑ, τον όμιλο «Fidelity».
***
Αυτά τα επενδυτικά πακέτα που διαθέτει ο όμιλος τα αξιοποιεί με μεγάλη μεθοδικότητα. Ενα δημοσίευμα των «New York Times», που αναφέρεται στην «BlackRock» ως «ο γίγαντας των μετόχων», κάνει λόγο για εμπλοκή της «BlackRock» σε 130 χιλιάδες ψηφοφορίες σε 15.000 συνελεύσεις μετόχων σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο το 2012. Διαθέτει εξειδικευμένα τμήματα στελεχών που συνεδριάζουν κάθε μέρα με περιεχόμενο των συνεδριάσεων την πολιτική ψήφων στις διάφορες γενικές συνελεύσεις σε ολόκληρο των κόσμο. Μάλιστα, η συγκεκριμένη εταιρεία έχει οικοδομήσει ένα υπερσύγχρονο σύστημα ανάλυσης οικονομικών πληροφοριών, το σύστημα «Aladin», με το οποίο παρακολουθεί περισσότερα από 30.000 επενδυτικά πακέτα σε ολόκληρο τον κόσμο, μελετώντας τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους και εκτιμώντας τον τρόπο με τον οποίο το ένα επηρεάζει το άλλο.
***
Αυτός ο επενδυτικός γίγαντας έχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με αμερικανικά μονοπώλια. Αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από τον ειδικό ρόλο που έπαιξε στη διαχείριση της κρίσης στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ το 2009. Ο όμιλος ανέλαβε να εξετάσει το πρόβλημα στο χρηματοπιστωτικό τομέα των ΗΠΑ και συμμετείχε σε ένα κρατικό πρόγραμμα συνολικού ύψους 110 δισ. δολαρίων με στόχο να περιορίσει τις συνέπειες. Πέραν αυτού, η ίδια η μετοχική του σύνθεση είναι αποκαλυπτική. Βασικοί μέτοχοί του είναι η αμερικανική τράπεζα PNC που εδρεύει στο Πίτσμπουργκ και διαθέτει το 21% των συνολικών μετοχών, το Νορβηγικό Ταμείο Συντάξεων (που διαχειρίζεται τα έσοδα των πετρελαίων) με 9,3% και διάφορες άλλες αμερικανικές εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, όπως οι «Fidellity» (4%), «Vanaguard» (3,5%), «Wellinghton Management» (5,8%), «State Street» (3,2%), που αποτελούν βασικούς χρηματιστικούς ομίλους των ΗΠΑ.
***
Αυτός ο επενδυτικός κολοσσός, με μεγάλα συμφέροντα τόσο σε τραπεζικούς ομίλους όσο και σε ενεργειακούς ομίλους, έχει αναλάβει να ελέγξει τον τραπεζικό τομέα της χώρας. Συγκεκριμένα, η «BlackRock» εκτελεί τα λεγόμενα τεστ κοπώσεως του τραπεζικού συστήματος με τα οποία γίνεται εκτίμηση της κατάστασης των τραπεζών, υπολογίζονται οι κεφαλαιακές τους ανάγκες, κατατάσσονται σε συστημικές και μη τράπεζες κλπ. Οι αποφάσεις της «BlackRock» έχουν κομβική σημασία για το μέλλον των τραπεζών. Θυμίζουμε τη σημασία του πρώτου γύρου των εκτιμήσεών της για το διαχωρισμό των τραπεζών σε 4 συστημικές (που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με κρατικά χρήματα) και στις υπόλοιπες που τελικά απορροφήθηκαν απ' τις τέσσερις συστημικές. Παραπέρα, οι εκτιμήσεις της επέδρασαν στην κατανομή των κρατικών κεφαλαίων σε κάθε μια από τις συστημικές τράπεζες, στα απαιτούμενα κεφάλαια που έπρεπε να καταβάλουν οι ιδιώτες μέτοχοι για να προχωρήσει η διαδικασία. Ουσιαστικά, οι εκτιμήσεις της επέδρασαν καταλυτικά στη γεωγραφία του εγχώριου τραπεζικού κλάδου.
***
Σήμερα ο ίδιος όμιλος έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει το δεύτερο γύρο των τεστ κοπώσεως. Ο γύρος αυτός γίνεται σε μια περίοδο που απ' τη μια συζητείται το μέλλον της Eurobank, με έναν ανταγωνισμό αμερικανικών και άλλων μονοπωλιακών ομίλων για το ποιος θα την εξαγοράσει, ενώ ταυτόχρονα οι εκτιμήσεις αυτού του δεύτερου γύρου μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στους όρους του παιχνιδιού για τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες και ειδικότερα σε μια νέα ανακεφαλαιοποίηση και στους όρους της, αλλά και στους όρους εξαγοράς των warrants (δικαιώματα προαίρεσης) από τους υφιστάμενους μετόχους των τραπεζών. Συγχρόνως, οι τραπεζικοί όμιλοι και οι μεγαλομέτοχοί τους είναι συνδεδεμένοι και με το μοίρασμα της πίτας των εγχώριων κοιτασμάτων πετρελαίου που βρίσκονται στην ΑΟΖ της Ελλάδας.
Η πρόσφατη τοποθέτηση του διοικητή της ΤτΕ κ. Προβόπουλου για ανάγκη επιπλέον επεξεργασίας των στοιχείων της «BlackRock» πριν τη μετουσίωσή τους σε κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, αλλά και οι δημοσιογραφικές πληροφορίες για απόρριψη της μελέτης της «BlackRock» από την τρόικα ως ήπιας, δεν μπορούν να συγκαλύψουν την πραγματικότητα ενός σκληρού παιχνιδιού για το νέο μοίρασμα του τραπεζικού τομέα ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους, ενός παιχνιδιού που μοναδικός χαμένος θα είναι ο λαός.
Οι εργαζόμενοι έχουν πλέον αρκετή πείρα για να αντιληφθούν ότι αυτές οι αντιθέσεις αφορούν τις ανάγκες και τα συμφέροντα των ομίλων. Οι τράπεζες υπηρετούν και θα υπηρετούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, είτε ο ιδιοκτήτης είναι ιδιώτης μέτοχος είτε είναι το Δημόσιο.

Αποκαλυπτική συνέντευξη του Μ. Αμπάς σε ισραηλινό μέσο

Αποκαλυπτική συνέντευξη του Μ. Αμπάς σε ισραηλινό μέσο
Στον αραβόφωνο Τύπο δημοσιεύτηκε πρόσφατα συνέντευξη που παραχώρησε ο Παλαιστίνιος Πρόεδρος Μ. Αμπάς και προοριζόταν για προβολή σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Μελετών Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ (INSS). Η ίδια συνέντευξη δημοσιεύτηκε βιντεοσκοπημένα1 στην ηλεκτρονική έκδοση της ισραηλινής εφημερίδας «Yedioth Ahronoth» στις 27/1/2014.
Στη συνέντευξη αυτή, μεταξύ των άλλων ο Μ. Αμπάς προτείνει την παρουσία του ΝΑΤΟ στην Παλαιστίνη πριν, μετά και καθ' όλη τη διάρκεια εφαρμογής μιας τριετούς μεταβατικής περιόδου για την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων. Ακολουθούν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις του Μ. Αμπάς.
-- Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ για την αποδοχή της πρότασής μας. Τι κάνετε πραγματικά από την πλευρά σας για να ηρεμήσει η κατάσταση, να καταστείλετε τη βία, την τρομοκρατία και τις πράξεις επιθετικότητας;
-- Ολες οι υπηρεσίες ασφαλείας κάνουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή να αποτρέπουν την εισροή όπλων ή τη χρησιμοποίησή τους, είτε στα Παλαιστινιακά Εδάφη είτε στο Ισραήλ. Αυτό είναι το κύριο μέλημα των υπηρεσιών ασφαλείας μας.
Αυτό - και το λέω, δεν είναι κρυφό - γίνεται σε πλήρη συνεργασία μεταξύ ημών και των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας και των υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στο πλαίσιο των περιορισμένων δυνατοτήτων μας και θα ήθελα να πω ότι τα όπλα, τα εκρηκτικά που κατάσχουμε, έρχονται λαθραία από τα σύνορά μας με το Ισραήλ.
-- Κατά τη γνώμη σας, σε τι πρέπει να καταλήξει ο γύρος των διαπραγματεύσεων που εξελίσσεται;
-- Πρώτον: Πρέπει να παγιοποιηθεί η αντίληψη περί δύο κρατών, δηλαδή του κράτους του Ισραήλ, στο οποίο ζει δίπλα με ασφάλεια και σταθερότητα το κράτος της Παλαιστίνης, στα σύνορα του 1967.
Δεύτερον, θεωρούμε ανάγκη αυτό το κράτος να έχει πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου η Ιερουσαλήμ θα είναι μια ανοιχτή πόλη για όλες τις θρησκείες μέσω συμφωνιών που θα επισυναφθούν μεταξύ των δύο χωρών. Επίσης, είναι ανάγκη όλα τα παλαιστινιακά σύνορα στο τέλος να επιτηρούνται παντού από τους Παλαιστινίους και όχι από τον ισραηλινό στρατό. Στη συνέχεια, θα πρέπει να συζητηθεί το θέμα των προσφύγων με βάση την αραβική ειρηνευτική πρωτοβουλία, η οποία προβλέπει μια δίκαιη και συμφωνημένη λύση με το Ισραήλ, σύμφωνα με το ψήφισμα 194 του ΟΗΕ.
Θεωρώ ότι εάν επιτευχθούν τα παραπάνω στοιχεία, τότε αυτά θα αποτελούσαν μια αποδεκτή, νόμιμη και μόνιμη λύση.
Εμείς διαβεβαιώνουμε ότι η παραπάνω λύση θα ισχύει για τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Αποτελεί μια ευκαιρία για σας, εμείς εκπροσωπούμε όλον τον παλαιστινιακό λαό. Από την πλευρά μας αυτή η συμφωνία, φυσικά, θα πρέπει να εγκριθεί από τον παλαιστινιακό λαό μέσω δημοψηφίσματος, αλλά αυτό είναι μια ευκαιρία για την ειρήνη, που είναι πιθανόν να μην επαναληφθεί.
Αυτή η λύση θα φέρει στο Ισραήλ την αναγνώριση 57 αραβικών και ισλαμικών κρατών, με σαφή αναγνώριση και ρητή διπλωματική σχέση όλων αυτών των κρατών με το Ισραήλ. Ελπίζω να συνειδητοποιήσει ο ισραηλινός λαός τι σημαίνει να ζει σε έναν «ωκεανό ειρήνης», που εκτείνεται από τη Μαυριτανία μέχρι την Ινδονησία, αντί να είναι σε ένα «νησί της ειρήνης», όπως και στην παρούσα περίπτωση.
-- Εν πάση περιπτώσει , κύριε Πρόεδρε, θα υπάρξει τότε μια μεταβατική περίοδος. Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με αυτήν;
-- Το λέω ειλικρινά, το να προτείνει κάποιος 10 έως 15 έτη ως μεταβατική περίοδο, σημαίνει ότι αυτός δεν θέλει να αποσυρθεί. Λέμε αυτό να γίνεται σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το Ισραήλ μπορεί να αποσυρθεί σταδιακά. Λέμε, επίσης, ότι δεν μας πειράζει να υπάρξει τρίτη πλευρά μετά την αποχώρηση του Ισραήλ ή κατά την αποχώρησή του και πέρα από την αποχώρηση. Αυτή η πλευρά θα συνεχίζει να καθησυχάζει τους Ισραηλινούς, επίσης, ότι τα πράγματα θα εξελίσσονται φυσιολογικά και νομίζω ότι το ΝΑΤΟ είναι η κατάλληλη πλευρά για μια τέτοια αποστολή.
-- Ας υποθέσουμε ότι φτάνουμε σε παρόμοια συμφωνία, ποια θα είναι η αντίδραση της «Χαμάς» σχετικά με αυτό και πώς θα κάνετε τη «Χαμάς» να συμμορφώνεται με τις υποσχέσεις που δώσατε;
-- Υπάρχει μια επίσημη γραπτή συμφωνία μεταξύ εμάς και της «Χαμάς» ότι συμφωνούν με τις διαπραγματεύσεις πάνω στα σύνορα του 1967 και στο δεύτερο σημείο της συμφωνίας αυτής συμφωνούμε σχετικά με τη διεξαγωγή μιας ειρηνικής λαϊκής αντίστασης. Επίσης, είναι σύμφωνη μαζί μας για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών και τη διενέργεια εκλογών. Η «Χαμάς» δεν αποτελεί πρόβλημα, αφήστε την σε μας. Οταν συμφωνούμε με το Ισραήλ, μιλάμε εξ ονόματος ολόκληρου του παλαιστινιακού λαού στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα και στη διασπορά.
-- Είναι αλήθεια ότι θα έχετε προετοιμάσει μια μήνυση εναντίον του Ισραήλ στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο;
-- Ελπίζω να μη φτάσουμε σε αυτό το σημείο, ελπίζω να λύσουμε όλα τα προβλήματά μας με ειρηνικά μέσα, γιατί δεν θέλω σε τελική ανάλυση να αυξήσω την πολυπλοκότητα των πραγμάτων ανάμεσα σε εμάς και το Ισραήλ και ανάμεσα σε εμάς και τον κόσμο. Εχω το δικαίωμα τώρα να απευθυνθώ όπου θέλω, αλλά έχω σταματήσει, γιατί θέλω να δοθεί μια ευκαιρία στην ειρήνη και σε αυτές τις προσπάθειες και έτσι ελπίζω να μη γίνει αυτό το βήμα, αλλά την ίδια στιγμή ελπίζω να τα καταφέρουμε, ώστε να μη φτάσουμε σε συγκρούσεις νομικές ή πολιτικές ή διπλωματικές στον κόσμο.
-- Πώς προσδιορίζετε τη σχέση σας με τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, γιατί δεν συναντιέστε;
-- Από την πλευρά μου - σημειώστε το αυτό - είμαι έτοιμος για τη συνάντηση ανά πάσα στιγμή.
-- Θα έρθετε να μιλήσετε στην ισραηλινή Κνεσέτ, θα τον καλέσετε να μιλήσει στο κοινοβούλιό σας;
-- Αυτό είναι ένα θέμα που μπορούμε να μελετήσουμε και δεν απορρίπτουμε, απλώς πρέπει να το εξετάσουμε, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο.
-- Αυτή τη στιγμή μπορείτε να στείλετε οποιοδήποτε μήνυμα ελπίδας και ασφάλειας στον ισραηλινό λαό;
-- Λέω στον ισραηλινό λαό πως είμαστε γείτονες και έχουμε πολεμήσει πολύ μεταξύ μας, μπήκαμε σε πολλούς πολέμους και ελπίζω στο Θεό ότι έχει τελειώσει αυτό, ότι αυτό το σημείο βρίσκεται πλέον πίσω μας, πιστεύουμε ότι οι πόλεμοι έχουν γίνει πίσω από την πλάτη μας, ότι η χρήση βίας έγινε πίσω από την πλάτη μας και θέλουμε πραγματικά την ειρήνη με το Ισραήλ. Εμείς πρόκειται να φέρουμε 57 αραβικά και ισλαμικά κράτη για να επισυνάψουν ειρήνη μαζί σας για να μπορεί ο λαός στο Ισραήλ να ζει με ασφάλεια και σταθερότητα στο κράτος του και οι Παλαιστίνιοι να ζουν επίσης σε ένα δικό τους ανεξάρτητο κράτος.
1. http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-4481648,00.html

TOP READ