Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί η προσπάθεια για την παραχάραξη της ιστορίας βασικών στιγμών της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Η επίθεση περιλαμβάνει τα νέα βιβλία Ιστορίας σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, ταινίες και ντοκιμαντέρ αναφορικά με την «Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου», πληθώρα δημοσιεύσεων και συνεδρίων. Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας συνιστά η απαίτηση καθιέρωσης μιας κυρίαρχης ιστοριογραφίας που θα δυσφημεί την ταξική πάλη, τους αγώνες του εργατικού και του λαϊκού κινήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ολομέτωπη απόπειρα παραχάραξης της Ιστορίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο την αναγνώριση μιας «ακαδημαϊκής» επίσημης Ιστορίας, όσο και την εκλαΐκευσή της, ώστε να μπορεί ευκολότερα να διεισδύει στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Διόλου τυχαία ως επίκεντρο της επίθεσης επιλέγουν τη δεκαετία του 1940 και ειδικότερα τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο, την κορύφωση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Οι κονδυλοφόροι της αστικής τάξης εντοπίζουν την επίθεσή τους στην εποχή που πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες ριζοσπαστικοποιήθηκαν που βγήκαν από το περιθώριο της υποταγής τους στις αποφάσεις των εκμεταλλευτών τους για να περάσουν στο προσκήνιο της Ιστορίας. Τότε, όπως και σήμερα, επικεντρώνουν την επίθεσή τους στον αγώνα της εργατικής τάξης να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να κατακτήσει τη δική της εξουσία, στην προσέλκυση σε αυτόν τον αγώνα των λαϊκών στρωμάτων.
Στις μέρες μας, στην επιτυχία της νέας προσπάθειας συγγραφής της Ιστορίας στα μέτρα της εξουσίας του κεφαλαίου συντελεί η νίκη της αντεπανάστασης και η συνεπαγόμενη υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Παράλληλα, η βιολογική απουσία των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων και άρα η αδυναμία των νέων γενιών να γνωρίσουν την Ιστορία μέσα από τους ήρωες του εργατικού και του λαϊκού κινήματος διευκολύνει τους πλαστογράφους της Ιστορίας, όπως και οι ίδιοι ομολογούν1.
Η δημοσίευση του βιβλίου «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J.Wallace(1943)»2 πυροδότησε ένα καινούριο κύκλο αντιπαράθεσης σε σχέση με την ιστορική καταγραφή των αιτίων της ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στα στρατιωτικά όργανα της αστικής τάξης και του αγγλικού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού από τη μια πλευρά και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), με κύριο αιμοδότη του το ΚΚΕ, από την άλλη. Σε μια αντιπαράθεση μέσω συνεδρίων και του Τύπου παρατάσσονται από τη μια πλευρά οι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας, που η προσέγγισή της γι’ αυτή την περίοδο επικρατεί από τη δεκαετία του 1980 (βλ. Νικολακόπουλος, Φλάισερ, Κρεμμυδάς κ.ά.) και από την άλλη οι αυτοαποκαλούμενοι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» (βλ. Καλύβας, Μαραντζίδης, Μακρής-Στάικος κ.ά.), οι οποίοι να πλασάρουν την αντικομμουνιστική ιστοριογραφία των δεκαετιών του 1950 και του 1960, κάτω από καινούριο επιστημονικοφανές περιτύλιγμα.
ΤΟ «ΝΕΟ ΚΥΜΑ» ΚΑΙ Ο ΠΑΛΙΟΣ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
Οι αυτοαποκαλούμενοι εισηγητές του «νέου κύματος», αποτελώντας προκεχωρημένο φυλάκιο της αστικής ιστοριογραφίας, ισχυρίζονται ότι η καταγραφή της Ιστορίας του «Εμφυλίου Πολέμου» έγινε μεροληπτικά, αρχικά από τους νικητές του (την περίοδο 1949-1974) κι έπειτα από τους ηττημένους(1974-σήμερα)3. Φυσικά, ως επικράτηση της ιστοριογραφίας των ηττημένων παρουσιάζονται συνήθως οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις που κυριάρχησαν τη δεκαετία του 1980 και αναπαράγονται ως τις μέρες μας4. Με αυτή την έννοια, η καταγραφή της Ιστορίας του «Ελληνικού Εμφύλιου Πόλεμου» θεωρείται ως ένα παράδοξο φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο η κυρίαρχη ιδεολογία για την Ιστορία δεν είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή η Ιστορία των νικητών.
Ομως, η σοσιαλδημοκρατική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την εξιστόρηση του ταξικού εμφυλίου από τη σκοπιά των ηττημένων. Πρόκειται μονάχα για μια έκφραση της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, σε μια περίοδο που -κάτω και από την πίεση του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος- προάχθηκε μια διαφορετική πολιτική ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, η οποία δεν ήταν συμβατή με το χυδαίο αντικομμουνισμό των μετεμφυλιακών χρόνων5.
Ωστόσο σήμερα, ακόμα και αυτές οι ραφιναρισμένες θέσεις προάσπισης της αστικής εξουσίας παρουσιάζονται ως η ιστοριογραφία των ηττημένων, προκειμένου στη συνέχεια να χαρακτηριστούν ως «υποκειμενική ιστοριογραφία», η άρνηση της οποίας θ’ ανοίξει το δρόμο για την επαναφορά στην «επιστημονική αντικειμενικότητα» της υπεράσπισης της εξουσίας του κεφαλαίου ή -με άλλα λόγια- σε ακόμα πιο επιθετικές θέσεις εναντία στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Στηριζόμενοι σε αυτό το σκεπτικό, οι εισηγητές του «νέου κύματος» προκρίνουν τη δική τους ερμηνεία ως αποκατάσταση της αντικειμενικότητας στην καταγραφή της Ιστορίας6. Ομως, κάτω από την απαίτησή τους για αντικειμενικότητα και μη «πολιτικό χρωματισμό» της Ιστορίας7, αποκρύπτεται ότι η καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την ταξική πάλη, από την τοποθέτηση του ιστορικού υπέρ των συμφερόντων της αστικής ή της εργατικής τάξης. Ουδέτερη ιστοριογραφία δεν υπήρξε και ούτε πρόκειται να υπάρξει, διότι στην ταξικά διαφοροποιημένη οικονομία η ιδεολογική πάλη για την Ιστορία είναι έκφραση των αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων.
Η «αντικειμενική Ιστορία» που πρεσβεύουν είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου, η κυρίαρχη ιδεολογία που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως καθολικά αντικειμενική για να επιβληθεί στην εργατική τάξη και τους άλλους εκμεταλλευόμενους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την επιστροφή τους στον πιο ωμό αντικομμουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου, μέσω της επιστράτευσης της προπαγάνδας περί των εγκλημάτων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά του λαού στη διάρκεια της Κατοχής8 και τις θεωρίες που παρουσιάζουν την παράνομη δράση του ΚΚΕ στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ως αποτέλεσμα της κατασκοπευτικής δράσης των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης9.
Ωστόσο, μια τέτοια απόπειρα συκοφάντησης της μαζικής λαϊκής επαναστατικής βίας και της απόκρυψης της βίας των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας αστικής τάξης απαιτεί και μια διαφορετική ιστορική μεθοδολογία. Προσανατολισμένοι σε αυτό το σκοπό, οι οπαδοί του «νέου κύματος» ισχυρίζονται ότι μέσα από τη μελέτη ενός αθροίσματος μεμονωμένων ιστορικών περιστατικών μπορούμε να διαμορφώσουμε γενική εκτίμηση για τον Εμφύλιο Πόλεμο. Υπό αυτό το πρίσμα προχωρούν στη μελέτη ορισμένων περιοχών ή ακόμα και χωριών, με απόλυτο σκοπό τη γενίκευση των συμπερασμάτων τους.
Παράλληλα, ενώ αρέσκονται στις κάθε είδους γενικεύσεις, εχθρεύονται την οποιαδήποτε προσπάθεια απόδοσης ενιαίας ταξικής ή πολιτικής ταυτότητας στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα10. Αποδεικνύουν με αυτό τον τρόπο την πίστη τους στην αστική μεθοδολογία που προάγει την πρόσληψη της Ιστορίας όχι ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, αλλά ως σύνθεσης των ατομικών συμφερόντων και αντιλήψεων.
Η στοιχειοθέτηση και ερμηνεία ακόμα και αυτών των αποκομμένων ιστορικών περιστατικών, παρά τις αντίθετες δηλώσεις περί αντικειμενικότητας, στηρίζεται σε μια σειρά έντονα αμφισβητήσιμων πηγών. Οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου, η αναφορά των μαρτυριών υπαρκτών ή ανύπαρκτων ανανηψάντων, οι εκθέσεις της χωροφυλακής κλπ. μετατρέπονται στα χέρια των ιστορικών του «νέου κύματος» σε αναμφισβήτητα ιστορικά τεκμήρια.
Επίσης, επιλέγουν μια ψυχολογική, πολιτιστική, ανθρωπολογική κλπ. ερμηνεία της Ιστορίας11, η οποία έρχεται να ολοκληρώσει την απομάκρυνση από το κεντρικό διακύβευμα της Ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι κριτήριο της εξέτασης των ιστορικών γεγονότων πρέπει να είναι το προσωπικό κίνητρο των εμπλεκόμενων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθούν να ακυρώσουν τη σημασία της ιμπεριαλιστικής κατοχής και της ταξικής πάλης και να αποδώσουν τις αντιστασιακές ενέργειες και την εμφύλια διαμάχη σε δευτερεύοντες παράγοντες (κτηματικές διαφορές, γεωγραφικές κατανομές, οικογενειακές κόντρες κλπ.). Παραθέτουμε ενδεικτικά ένα απόσπασμα από ένα κείμενο τέτοιου προσανατολισμού, το οποίο επικεντρώνεται στο νομό Μεσσηνίας:
«Οι δεξαμενές στρατολόγησης των δύο παρατάξεων καθορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό από τις γεωγραφικές παραμέτρους του ανταρτοπολέμου (ορεινά για τους αντάρτες, πεδινά για τους ταγματασφαλίτες) και λιγότερο από πολιτικο-ιδεολογικές παραμέτρους (με εξαίρεση την πόλη της Καλαμάτας). Στο βαθμό που οι γεωγραφικοί παράμετροι καθόριζαν τις ζώνες της στρατιωτικής κυριαρχίας της κάθε πλευράς, καθόριζαν συγχρόνως και σε σημαντικό βαθμό και τη λογική της βίας»12.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η ένταξη στα Τάγματα Ασφαλείας συνδέεται ευθύγραμμα με την κατοικία στις πεδινές περιοχές. Σε αυτή την περίπτωση, κάτω από την επίκληση της γεωγραφίας συσκοτίζονται οι λόγοι ανάπτυξης του ΕΑΜ, προκειμένου στη συνέχεια, πατώντας πάνω σε αυτό το γεωγραφικό διαχωρισμό, να ερμηνευτεί ο ταξικός εμφύλιος πόλεμος ή τουλάχιστον ορισμένες από τις αιτίες του. Φυσικά, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να καταπιαστεί με άλλα ζητήματα, όπως το αν ο γεωγραφικός καταμερισμός συνοδεύεται και από μια διαφορετική ταξική διαστρωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού ανάμεσα στις ορεινές και πεδινές περιοχές13, διότι από πριν διακηρυγμένος σκοπός των οπαδών του «νέου κύματος» είναι η προσπάθεια αποπροσανατολισμού από οποιαδήποτε ταξική ανάλυση.
Ακολουθώντας αυτή την τακτική, επιχειρούν να συγκαλύψουν ότι η μαζικοποίηση της ΕΑΜικής Αντίστασης αρχικά και του Δημοκρατικού Στρατού στη συνέχεια στηρίχτηκε στο αυξημένο κύρος της Σοβιετικής Ενωσης (λόγω των νικών του Κόκκινου Στρατού ενάντια στο ναζισμό), στη χρεοκοπία του αστικού πολιτικού συστήματος (που οι εκπρόσωποί του στη συντριπτική τους πλειοψηφία επέλεξαν να ακολουθήσουν τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή να συμμαχήσουν με τον κατακτητή γερμανικό ιμπεριαλισμό), στην ακούραστη δράση του ΚΚΕ για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, με την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των κομμουνιστών.
Οι σημερινοί απολογητές της αστικής τάξης, καταφεύγοντας στα μυθεύματά τους, πηγαίνουν ακόμα πιο πίσω από τα μετεμφυλιακά γραπτά δεδηλωμένων αντικομμουνιστών. Αξίζει να αναφερθεί το τι υποστήριζε ο Ναπολέων Ζέρβας (επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους του ΕΔΕΣ και μετέπειτα ο υπουργός που εγκαινίασε το κολαστήριο της Μακρονήσου) για τη δράση και τον ηρωισμό των κομμουνιστών στα χρόνια της Κατοχής:
«Και οι επαναστάσεις δε γίνονται με την ακινησία. Συνομωτισμός δε θα πη να μένεις κουκουλωμένος μέσα στα παπλώματά σου. Ν’ αποφεύγης τον κίνδυνο. Ν’ αδρανής. Αν οι κουκουέδες επέτυχαν όσα επέτυχαν στα χρόνια της κατοχής, είναι επειδή σαν παλαβοί έφερναν γύρα όλη την Ελλάδα»14.
Βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν αρνούμαστε ότι μια σειρά από δευτερεύοντες παράγοντες μπορεί να επηρέασαν κάποιες από τις εκφάνσεις της δράσης της ΕΑΜικής αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Παρόλα αυτά δεν μπορούν να θεωρούνται καθοριστικοί.
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗΣ ΛΑΘΡΟΧΕΙΡΙΑΣ
Ας δούμε όμως ποια είναι η ιστορική ερμηνεία, στην οποία θέλουν να καταλήξουν αυτές οι μεθοδολογικές λαθροχειρίες. Οι υποστηρικτές του «νέου κύματος» θεωρούν ότι από το 1943 και έπειτα εμφανίζεται μια συγχώνευση αντιφασιστικού αγώνα και ψυχρού πολέμου15.
Το 1943 όντως αποτελεί χρονιά-καμπή στην έκβαση του πολέμου, μιας και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού σηματοδοτεί την επερχόμενη ήττα του φασισμού και οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στην αντιφασιστική συμμαχία. Η αντιφασιστική συμμαχία, συγκροτημένη από αντίθετους οικονομικοκοινωνικούς σχηματισμούς (καπιταλιστικά κράτη και Σοβιετική Ενωση) και από αντιστασιακές οργανώσεις που αντιπροσώπευαν αντίστοιχα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα (της αστικής ή της εργατικής τάξης), είχε αναγκαστικά ημερομηνία λήξης την ήττα του φασισμού16. Υπό αυτή την έννοια, το «νέο κύμα», έστω και μέσα από την παραπλανητική καταγραφή των ταξικών αντιθέσεων ως «ψυχρού πολέμου», σωστά αναφέρει ότι η αντιφασιστική συμμαχία δε θα μπορούσε να συγκαλύψει την ταξική πάλη. Ωστόσο η αντιπαράθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη σχετικά με τον προσανατολισμό του αντιφασιστικού αγώνα, είτε αυτή εκφράζεται στις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τα καπιταλιστικά κράτη είτε στο πλαίσιο των αντιφασιστικών μετώπων, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και πριν το 1943, δηλαδή πριν διαφανεί η ήττα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Ακόμα και η ανάδειξη αυτού του χρονικά περιορισμένου ορθού συμπεράσματος δεν αποσκοπεί στην ανάλυση της ταξικής πάλης από τους εκπροσώπους του «νέου κύματος», αλλά χρησιμοποιείται ως πάτημα για το χτύπημα της πολιτικής του ΚΚΕ στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Σ’ αυτήν επικεντρώνονται οι επικρίσεις του «νέου κύματος», μιας και θεωρούν ότι, παρά την επίκληση της εθνικής απελευθέρωσης, ο πολιτικός σκοπός του ΚΚΕ ήταν η κατάληψη της εξουσίας17.
Ως προέκταση αυτής της λογικής, το ΚΚΕ κατηγορείται ότι εστίαζε τη δράση του όχι απέναντι στον κατακτητή, αλλά στην εξουδετέρωση των πολιτικών του αντιπάλων18, ενώ είχε καταστρώσει και σχέδιο προκειμένου να προχωρήσει σε πραξικοπηματική κατάκτηση της εξουσίας19. Ετσι ο Στάθης Καλύβας υιοθετεί παλιότερο κείμενο του Γρηγόρη Φαράκου, για να μας πείσει για τους αθέμιτους στόχους του ΚΚΕ:
«Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τα αρχειακά τεκμήρια του KKE που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα. Σε ένα σημαντικό άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1996, ο Γρηγόρης Φαράκος, στηριζόμενος στα τεκμήρια αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “το σύνδρομο της κατάληψης της εξουσίας με σταλινικό τρόπο υπήρχε στην ηγεσία του KKE” και ότι η ηγεσία του κόμματος “δεν είχε, ουσιαστικά, απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη, δηλαδή, κατάληψη της εξουσίας”»20.
Ουσιαστικά, οι ιστοριογράφοι του «νέου κύματος» προσπαθούν με αυτό τον τρόπο να κατακρίνουν τη δράση του ΚΚΕ, χρησιμοποιώντας το ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών». Οι ρίζες του ιδεολογήματος μπορούν να βρεθούν στην προσπάθεια των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών να χτυπήσουν τη νεαρή σοβιετική εξουσία (1922) με το πρόσχημα της αντιδημοκρατικότητας του σοβιετικού πολιτικού συστήματος21. Στη συνέχεια, στα χρόνια που ακολούθησαν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σκυτάλη πήραν οι απολογητές του ιμπεριαλισμού22. Σύμφωνα με την παγκόσμια έκφραση του ιδεολογήματος, ο φασισμός και ο σοσιαλισμός ταυτίζονται ως ολοκληρωτικά καθεστώτα και εχθροί της αστικής δημοκρατίας, επειδή αρνούνται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Υπό αυτό το πρίσμα ο αστικός κοινοβουλευτισμός παρουσιάζεται ως το οχυρό της «ελευθερίας» απέναντι στον «ολοκληρωτισμό» και όχι ως θωράκιση της ταξικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης23. Παράλληλα, μέσω του διαχωρισμού της οικονομικής βάσης (δηλαδή του ποιος έχει στην ιδιοκτησία του τα μέσα παραγωγής) από τις πολιτικές μορφές με τις οποίες συγκροτείται η εξουσία της τάξης, ο φασισμός σταματά να θεωρείται πολιτική μορφή εξουσίας της αστικής τάξης και χρησιμοποιείται για τη δυσφήμιση του σοσιαλισμού. Με αυτό τον τρόπο οι χυδαίοι απολογητές του ιμπεριαλισμού πετυχαίνουν μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και αθωώνουν τον ιμπεριαλισμό για τα εγκλήματα του φασισμού, και τα χρεώνουν στο σοσιαλισμό μέσω της εξομοίωσης του με το φασισμό!
Η ελληνική εκδοχή του αστικού ιδεολογήματος θέλει να παρουσιάσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ως την άλλη όψη της κατάλυσης της αστικής δημοκρατίας από το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Ως απόδειξη χρησιμοποιείται η πτωματομετρία και η εξέταση του δικαίου της ΕΑΜικής Αντίστασης στη βάση των νεκρών που προέκυψαν από αυτή24. Φυσικά πρόκειται για ένα κάλπικο αστικό ανθρωπισμό, ο οποίος, την ίδια στιγμή που καταδικάζει το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να αντιστέκονται στην ταξική εκμετάλλευση και την ιμπεριαλιστική υποδούλωση με όλα τα μέσα, δεν αρθρώνει λέξη για τη βία του ιμπεριαλιστικού πολέμου και πολύ περισσότερο για την ταξική εκμετάλλευση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού από τον οποίο προκύπτει. Οι οπαδοί του «νέου κύματος» θα αποδώσουν ως τραγωδία τον εμφύλιο πόλεμο, εστιάζοντας στην ένοπλη αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ελληνες, ενώ την ίδια στιγμή θεωρούν σχεδόν αυτονόητη την ιμπεριαλιστική σφαγή στα πλαίσια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από αυτή τη σκοπιά οι οπαδοί του «νέου κύματος» πάνε ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με τη γενική εκδοχή του ιδεολογήματος των «δύο ολοκληρωτισμών». Με αυτό τον τρόπο φτάνουν να δικαιολογούν ακόμα και την οργάνωση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ως αποτέλεσμα της ανάγκης του δημοκρατικού πληθυσμού να προστατευτεί από τις επιθέσεις των ανταρτών25 ή να εξευμενίσει τους Γερμανούς ώστε να μην προχωρήσουν σε αντίποινα για τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ26. Η μετατόπιση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την κρατική της οντότητα στην αντιπαράθεση με το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό (όπως η αστική τάξη της Αγγλίας ή των ΗΠΑ), ούτε και να διαμορφώσει ένα ακμάζον αστικό αντάρτικο (όπως στην περίπτωση της Γαλλίας ή της Ιταλίας), το οποίο να μπορεί να παρουσιάζεται από τους ιστορικούς της ως το αντίπαλο δέος φασισμού και σοσιαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι η προάσπιση της αστικής τάξης να περνά αναγκαστικά από τη δικαιολόγηση τόσο των τμημάτων της που αποχώρησαν ακολουθώντας τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή παρέμειναν αναμένοντας τις εξελίξεις και ιδρύοντας σε κάποιες περιπτώσεις περιθωριακές ή πιο μαζικές αντιστασιακές (και αντικομμουνιστικές) οργανώσεις, όσο και του κομματιού που συνεργάστηκε με το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Ακολουθώντας αυτά τα μονοπάτια οι θιασώτες του «νέου κύματος», ενώ σπεύδουν να καταδικάσουν τα δήθεν μυστικά σχέδια του ΚΚΕ για την κατάκτηση της εξουσίας, δεν κάνουν καμιά αναφορά στα φανερά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Αποκρύπτουν το σχέδιο «Μάνα» που ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είχε καταστρώσει από το 1943 και προέβλεπε την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεών του στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών27. Δε μιλούν επίσης για τα σχέδια του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου που ευθυγραμμίζονταν με αυτά του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού και απαιτούσαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ως το απαραίτητο πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της αστικής εξουσίας28.
Φανερώνεται έτσι ότι γενικός σκοπός τους είναι η καταδίκη του δικαιώματος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να επιλέγουν τις μορφές πάλης τους και εν τέλει να οικοδομούν τη δική τους εξουσία και όχι η βίαιη επιβουλή της εξουσίας γενικά και αόριστα. Γι’ αυτό στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο προσπαθούν να αποκόψουν την κοινωνικοταξική πάλη του ΚΚΕ από την εθνικοαπελευθερωτική. Αξιοποιώντας τις αντιφάσεις στη στρατηγική του ΚΚΕ, το «νέο κύμα» το κατηγορεί γιατί έθεσε στην πράξη και με αποφασιστικότητα το ζήτημα της εξουσίας, γεγονός που θα έπρεπε να έχει γίνει, αλλά δυστυχώς δεν έγινε.
Οπως είναι φυσικό, η κατεύθυνση της ιστοριογραφίας του «νέου κύματος» δεν αποσκοπεί μονάχα στην εξέταση του παρελθόντος, αλλά στοχεύει στο παρόν. Παρόλη την προσπάθειά τους να δηλώσουν ότι «η συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη»29, είναι καθαρή η επιδίωξή τους να συκοφαντήσουν το σοσιαλισμό ως ενδεχόμενο του μέλλοντος και να χτυπήσουν και τη σημερινή στρατηγική του ΚΚΕ. Μόνο έτσι μπορούν να γίνουν αντιληπτά τα εγκώμιά τους για το Γρηγόρη Φαράκο30 ή το Λεωνίδα Κύρκο31 που αντιλήφθηκαν τη χρεοκοπία του κομμουνισμού και συνέβαλαν στο να γίνει η «Αριστερά» κομμάτι του αστικού πολιτικού σκηνικού, σε αντίθεση με το ΚΚΕ.
Ως απόδειξη της αντικειμενικότητάς τους οι απολογητές της αστικής τάξης εξυμνούν τον οπορτουνισμό. όσους όχι μόνο πρόδωσαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά και προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να λοξοδρομήσουν το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτοί χαίρουν της απεριόριστης εκτίμησης των εκπροσώπων του «νέου κύματος», όπως εξάλλου και όποιος άλλος στρέφεται απροκάλυπτα επιθετικά και συκοφαντικά ενάντια στο ΚΚΕ, όπως ο Θ. Πάγκαλος32. Στα γραπτά των εισηγητών του «νέου κύματος» κάθε αντικομμουνιστική απόπειρα θεωρείται αποκατάσταση της αντικειμενικότητας και η οποιαδήποτε κριτική της αποκαλείται προσκόλληση στα ταμπού και στο δογματισμό.
Αλήθεια, περισσό άγχος και πολύ μελάνι για μια υπόθεση που μυρίζει ναφθαλίνη!
Ο ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΟΣ «ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ»
Απέναντι στην αστική ιστοριογραφία του «νέου κύματος» για την ΕΑΜική Αντίσταση και τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο προσπαθεί να αντιπαρατεθεί μια σειρά ιστορικών ρεφορμιστικής και οπορτουνιστικής κατεύθυνσης. Στην απαίτηση της «αξιολογικής ουδετερότητας» η οπορτουνιστική ιστοριογραφία αντιτάσσει την καταγραφή και ερμηνεία της Ιστορίας στους «ειδικούς» ιστορικούς επιστήμονες, οι οποίοι διατηρούν τις ιδεολογικές τους αναφορές33. Βέβαια υπάρχουν και αυτοί που συμφωνούν με πλευρές της μεθοδολογίας του «νέου κύματος»34. Ομως και στη μια και στην άλλη περίπτωση η παραδοχή της ιδεολογικά φορτισμένης γνώμης του ιστορικού αναφέρεται πολύ περισσότερο σε μια ατομική πολιτική ή ακόμα και συναισθηματική τοποθέτηση «εντός των τειχών» του αστικού πλουραλισμού, παρά σε μια απόπειρα κατανόησης της ιστορικής κίνησης μέσα από την πάλη των τάξεων και στην προάσπιση της εργατικής τάξης.
Οσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα, οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι χαρακτηρίζουν συνολικά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αντιφασιστικό και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι ούτε μπήκε ούτε και θα έπρεπε να μπει από την πλευρά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος το ζήτημα της εξουσίας35. Αγκωνάρι μιας τέτοιας τοποθέτησης είναι η κλασική ψευδαίσθηση που καλλιεργεί ο οπορτουνισμός περί της δυνατότητας μιας ειρηνικής διευθέτησης της ταξικής πάλης μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας36. Η προβολή αυτής της θέσης στο επίπεδο των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων οδηγεί την οπορτουνιστική ιστοριογραφία στην αντίληψη ότι η πιο αποτελεσματική άρνηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι η επιστροφή στην ιμπεριαλιστική ειρήνη και όχι η προσπάθεια ανατροπής του ιμπεριαλισμού που «γεννά τους πολέμους»37.
Γι’ αυτό, όταν οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι αναζητούν τις ρίζες του Β΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, τον εξετάζουν ως ένα γεγονός αποκομμένο, η πραγμάτωση του οποίου κρίνεται αποκλειστικά από τους πολιτικούς χειρισμούς των «μεγάλων δυνάμεων» και όχι από την ίδια τη φύση του καπιταλιστικού οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού: «Τόσο ο Τσάμπερλεν και ο Χάλιφαξ στη Βρετανία όσο και ο Νταλαντιέ και ο Μπονέ στη Γαλλία ήταν δηλωμένοι οπαδοί της πολιτικής “κατευνασμού” του Χίτλερ αλλά είχαν αντιληφθεί ότι μετά την Τσεχοσλοβακία δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια υποχωρήσεων. Οι διαβεβαιώσεις του Χίτλερ προς τον Βρετανό και τον Γάλλο πρεσβευτή στο Βερολίνο στις 25 Αυγούστου ότι η Γερμανία δεν απειλούσε την ακεραιότητα των χωρών τους δεν άλλαξε τη στάση τους. Αντίθετα, η υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Συνδρομής μεταξύ Πολωνίας και Βρετανίας καθιστούσε σαφές ότι τυχόν επίθεση στην Πολωνία θα προκαλούσε γενικότερο πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, Γαλλία και Βρετανία έλπιζαν ότι η σθεναρή στάση θα απέτρεπε τη Γερμανία να εξαπολύσει τον πόλεμο. Διαψεύστηκαν»38.
Μια τέτοια προσέγγιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αντικειμενικά καθιστά ανεπαρκή και αναποτελεσματική την κριτική απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου και τους ιδεολογικούς της εκπροσώπους, αφού αποσυνδέει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο από το χαρακτήρα της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού και δε θέτει το ζήτημα της ανατροπής του39. Στηριζόμενοι σε αυτό τον άξονα ανάλυσης, οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές ιστοριογράφοι δικαιολογούν κατ’ εξαίρεση την ένοπλη αντίσταση των λαών στη διάρκεια του αντιφασιστικού αγώνα, στο βαθμό που αυτή δεν ήταν πρωτογενής-επιθετική, αλλά συνιστούσε την αντίδραση στα εγκλήματα της Κατοχής αναφορικά με την Ελλάδα40 και στη φασιστική επιθετικότητα σε διεθνές επίπεδο. Οι συνέπειες αυτής της στάσης φαίνονται και στην προσέγγιση του εμφυλίου πολέμου. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι προασπίζονται το ΚΚΕ αναφορικά με τη διεξαγωγή του ταξικού εμφυλίου πολέμου, η δικαιολόγηση στηρίζεται στο όργιο της τρομοκρατίας του αγγλικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης41.
Επομένως, σύμφωνα με την αντίληψη των ρεφορμιστών και οπορτουνιστών ιστοριογράφων, δεν είναι αποδεκτή μια προσπάθεια δυσφήμισης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη βάση της πτωματομετρίας και της ψευδούς φιλανθρωπίας του «νέου κύματος». Ομως ταυτόχρονα, ως κριτήριο για την ορθότητα της μαζικής λαϊκής βίας και κατά προέκταση για το δίκαιο ή τον άδικο χαρακτήρα της ΕΑΜικής Αντίστασης και της δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας δεν ορίζεται το δικαίωμα της εργατικής τάξης και των άλλων εκμεταλλευόμενων να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο στον αγώνα για την κοινωνική-ταξική τους χειραφέτηση από τους ιμπεριαλιστές (καταχτητές και μη) και την ντόπια αστική τάξη, αλλά το δικαίωμά τους να αντισταθούν στην κατάλυση της κυριαρχίας του αστικού κράτους.
Η δικαίωση της αντίστασης στη βάση της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας οδηγεί τους οπορτουνιστές ιστοριογράφους και στο να περιορίζουν την κάθε αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ από τη μια μεριά και την ελληνική αστική τάξη από την άλλη στο δίπολο: «μαχητές της απελευθέρωσης» και «δοσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών». Ομως σύμφωνα με αυτή τη σχηματική αποτύπωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί η στάση του κομματιού της αστικής τάξης που ακολούθησε τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο ή του άλλου μέρους που έμεινε στην Ελλάδα δίχως να συνεργαστεί με τους καταχτητές, μιας και οι δύο αυτές πλευρές την επόμενη της απελευθέρωσης στράφηκαν επίσης ενάντια στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Οι οπορτουνιστές αναδεικνύουν ότι το ΚΚΕ δεν είχε επεξεργασμένη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας και θεωρούν ότι καλώς έκανε, αφού το κυριότερο καθήκον της στιγμής ήταν ο αντιφασιστικός αγώνας42 και στη συνέχεια η δημοκρατική ομαλότητα και η διενέργεια εκλογών. Ετσι, ακόμα και όταν υπερασπίζονται τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή και του ΚΚΕ, βασικός όρος είναι η παραμονή της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στα όρια της αστικής νομιμότητας και η αποσύνδεσή της από τον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Είναι χαρακτηριστική εξάλλου η «χρόνια εμμονή» του οπορτουνισμού για την καταδίκη της αποχής του ΚΚΕ από τις εκλογές του 1946, αφού θεωρούν ότι με την έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας -που συνιστούσε το πέρασμα στην ένοπλη πάλη- ξοδεύτηκε μια ευκαιρία μετάβασης σε ένα καθεστώς αστικής δημοκρατίας, στα όρια του οποίου θα κατοχυρωνόταν η ενσωμάτωση του ΚΚΕ στον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Με άλλα λόγια, η οπορτουνιστική ιστοριογραφία, εκμεταλλευόμενη το δεδομένο ότι πραγματικά δεν τέθηκε το Δεκέμβρη του 1944 το ζήτημα της εξουσίας, στο όνομα της ανάγκης αστικοδημοκρατικής εξομάλυνσης, αρνείται το ιστορικά χρήσιμο για την εργατική τάξη συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να είχε τεθεί43.
Αντίστροφα από τους υποστηρικτές του «νέου κύματος», οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές ιστοριογράφοι αποκόπτουν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του ΚΚΕ από την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας με στόχο το σοσιαλισμό. Γενικότερα απορρίπτουν την ταξική σύγκρουση και με την ένοπλη μορφή της ως κορύφωση της ταξικής πάλης.
ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ
Αποδεχόμενη την αστική δημοκρατία ως πεμπτουσία, η οπορτουνιστική και ρεφορμιστική ιστοριογραφία δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στο αστικό ιδεολόγημα των «δύο ολοκληρωτισμών». Καταρχήν, επειδή δεν αποδέχεται το φασισμό ως μορφή αστικής εξουσίας, αλλά θεωρεί ότι πρόκειται για ένα σύστημα εχθρικό προς την εργατική τάξη, επειδή αρνείται τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Επιπλέον, διότι η μόνη διαφορά που εντοπίζει ανάμεσα στο φασισμό και το σοσιαλισμό έγκειται στο ότι το κομμουνιστικό κίνημα είχε τουλάχιστον σε επίπεδο γνωσιοθεωρίας «πρόταγμα χειραφέτησης» και «αναφορά στην ελευθερία»44.
Με αυτό τον τρόπο όμως γυρνάμε στην ψευδή αντίθεση «ολοκληρωτισμού» - δημοκρατίας από άλλο δρόμο. Ετσι κι αλλιώς η οπορτουνιστική ιστοριογραφία, ακόμα και όταν αρνείται από γνωσιοθεωρητική άποψη την απόπειρα ταύτισης ανάμεσα στο φασισμό και το σοσιαλισμό, δεν αποτυπώνει αυτή την ανάλυσή της και στο επίπεδο της ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων.
Η καταδίκη της «μαύρης βίας» των φασιστών καταχτητών και της προσπάθειας αθώωσης των εγκλημάτων των συνεργατών τους, αρχικά στη διάρκεια της Κατοχής και ύστερα κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο45, προσκρούει στην εξομοίωση των αντιπαρατιθέμενων, που ανανεώνεται και στην οπορτουνιστική και ρεφορμιστική ιστοριογραφία μέσα από την αποδοχή της επί της ουσίας ταύτισης σοσιαλισμού και φασισμού.
Γενικότερα η οπορτουνιστική κριτική απέναντι στις αντιδραστικές προσεγγίσεις του «νέου κύματος» μοιραία εγκλωβίζεται πάντα στην άρνησή της να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και τη σοσιαλιστική. Απόρροια αυτού του αδιεξόδου συνιστά το γεγονός ότι ακόμα και τα ψήγματα της ορθής κριτικής απέναντι στην αστική ιστοριογραφία χρησιμοποιούνται τελικά για να συνηγορήσουν στην άρνηση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και των άλλων εκμεταλλευόμενων από την εξουσία του κεφαλαίου.
Οπότε, η οποιαδήποτε κριτική του «νέου κύματος» από την πλευρά της οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας (όπως και οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της διατυμπανίζουν)46 σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα, ειδικότερα σήμερα, σε περίοδο όξυνσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η εργατική τάξη και οι άλλοι εκμεταλλευόμενοι θα πρέπει να προσπεράσουν και το σκόπελο της οπορτουνιστικής θεώρησης της Ιστορίας, προκειμένου να αποκομίσουν τα απαραίτητα ιστορικά συμπεράσματα που θα συμβάλουν στον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Οι ιστοριογράφοι του αστικού φάσματος είναι τόσο παλιοί, όσο και η εκμεταλλεύτρια τάξη, την οποία με συνέπεια υπηρετούν. Ομως, όπως ήδη είδαμε, οι στόχοι τους έρχονται από το μέλλον. Η προσπάθεια διαστρέβλωσης της Ιστορίας και συκοφάντησης της ταξικής πάλης δεν αποσκοπεί κυρίως στην τάδε ή τη δείνα ερμηνεία ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά στην προσπάθεια -με βάση αυτή την ερμηνεία- να επιβληθεί μια πολιτική αντίληψη που ουσιαστικά βοηθάει στη διατήρηση της αστικής εξουσίας. Μπροστά στην όξυνση της ταξικής πάλης οι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» εκπληρώνουν αυτό το σκοπό, πρωτοστατώντας σε ένα χυδαίο αντικομμουνισμό που ταυτίζει την ανατροπή της αστικής εξουσίας με την άρνηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ενώ οι οπορτουνιστές ακολουθούν μια λιγότερο χυδαία (όχι όμως και λιγότερο επικίνδυνη για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης) αντίληψη περιορισμού των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και του φτωχών λαϊκών στρωμάτων στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ ξεκινά από την επιστημονική μαρξιστική θέση ότι η Ιστορία μπορεί να προσεγγιστεί μονάχα ως Ιστορία ταξικών αγώνων47, γεγονός που ξεκαθαρίζει την ταξική αφετηρία της ιστοριογραφίας και την πρακτική της κατάληξη. Κατά συνέπεια, τα ιστορικά συμπεράσματα δεν μπορούν να είναι τα ίδια για την αστική και την εργατική τάξη, επειδή ακριβώς πηγάζουν από αντίθετα ταξικά συμφέροντα. Εχοντας κατεκτημένη αυτή την κατευθυντήρια γραμμή, το ΚΚΕ διαμορφώνει τη θέση του απέναντι στα ιστορικά γεγονότα προηγούμενων περιόδων, με στόχο τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για τις επερχόμενες μάχες.
Από αυτή την αξίωση εξοπλισμού της εργατικής τάξης, μέσα από τη μελέτη της ακριβοπληρωμένης πείρας των αγώνων της και των θυσιών της, πηγάζει για το ΚΚΕ η ανάγκη αποτίμησης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός48, αποτέλεσμα του χαρακτηριστικού γνωρίσματος του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού να οδηγεί σε μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής49. Ο φασισμός αποτέλεσε την πολιτική έκφραση του ιταλικού και του γερμανικού ιμπεριαλισμού, στην προσπάθειά τους να επιτύχουν ένα ευνοϊκότερο ξαναμοίρασμα των αγορών και όχι ένα ξεχωριστό από τον καπιταλισμό οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό50. Η καπιταλιστική (ταξική) ταυτότητα του φασισμού ήταν αυτή που έκανε δεδομένη την εχθρότητά του απέναντι στο εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα, όπως και την αντίσταση των κομμουνιστών απέναντί του.
Ωστόσο, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μια σειρά διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών σε σχέση με τον επίσης ιμπεριαλιστικό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταρχήν, υπήρχε η παρουσία της Σοβιετικής Ενωσης, από την πλευρά της οποίας ήταν πόλεμος υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας. Ενα ακόμα στοιχείο που διαφοροποιούσε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι στην ουσία του αλλά στον τρόπο εκδήλωσής του, ήταν η κατοχή μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών από τις δυνάμεις του Αξονα και ο ορισμός δοτών κυβερνήσεων. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τα κομμουνιστικά κόμματα να θέσουν στην ημερήσια διάταξη τόσο το ζήτημα της υπεράσπισης της Σοβιετικής Ενωσης, όσο και της εθνικής απελευθέρωσης.
Το ΚΚΕ, παρά τις τεράστιες θυσίες και την πρωτοπόρα δράση του σε όλη τη διάρκεια της αντίστασης, στάθηκε ανέτοιμο να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα την πάλη απέναντι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την ντόπια αστική τάξη, που αντικειμενικά υπόβοσκε και οξυνόταν και στην περίοδο της Κατοχής. Η πολιτική και στρατιωτική του στάση με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας και στη συνέχεια στις μέρες του Δεκέμβρη του 1944 και της συμφωνίας της Βάρκιζας, υποδηλώνει την ανετοιμότητα του ΚΚΕ να συνδέσει την πάλη του ενάντια στην ιμπεριαλιστική κατοχή με την πάλη για την κατάκτηση του σοσιαλισμού .
Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού που ακολούθησε «ξέπλυνε» το στίγμα που άφησαν η συνθήκη της Βάρκιζας και οι ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης της ταξικής πάλης. Η ένοπλη αντιπαράθεση με την αστική εξουσία και τον αγγλικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό αποτέλεσε την κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας, η οποία άφησε σπουδαίες παρακαταθήκες στην πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος τα επόμενα χρόνια. Είναι χρέος του σημερινού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος να διδάσκεται από την ηρωική πάλη και την αταλάντευτη στάση των μαχητών και των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι οποίοι εκ των πραγμάτων έθεσαν σε κίνδυνο την καπιταλιστική εξουσία στην Ελλάδα.
Πολύ περισσότερο, η σημερινή άντληση των θετικών και αρνητικών ιστορικών διδαγμάτων από τους κομμουνιστές γι’ αυτή την περίοδο οφείλει να είναι προσανατολισμένη στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης νικηφόρας επαναστατικής στρατηγικής για το σοσιαλισμό και όχι στην αποδοχή της αστικής εξουσίας. Μάλιστα, αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της κατεύθυνσης οφείλει είναι η ακούραστη και ανειρήνευτη αντιπαλότητα με όλες τις μορφές της ιδεολογικής τρομοκρατίας που εξαπολύει η αστική τάξη εναντίον της ταξικής αγωνιστικής ιστορίας της εργατιάς και του ΚΚΕ.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο οι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» όσο και οι οπορτουνιστές ιστοριογράφοι βρίσκονται εκ των πραγμάτων στην αντίπερα όχθη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ.
1. Στάθη Καλύβα - Νίκου Μαραντζίδη: «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 20 Μάρτη 2004.
2. Πέτρου Μακρή-Στάικου (επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη J.Wallace (1943)», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009.
3. Στάθη Καλύβα: «Εμφύλια βία και ιστορία», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 24 Γενάρη 2010.
4. Γ. Θ. Μαυροκορδάτου: «Η “Ρεβάνς” των ηττημένων» στο συλλογικό «Πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο», έκδοση της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» και της εκδοτικής «Ερμής», Αθήνα, 1999, σελ. 39.
5. David Close: «Η κληρονομιά» στο David Close: «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950 (μελέτες για την πόλωση)», εκδ. «Φιλίστωρ», Αθήνα, 1996, σελ. 283-290.
6. Νίκου Μαραντζίδη: «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 60 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ», περιοδικό «Εικονογραφημένη Ιστορία», εκδ. «Πάπυρος», Αθήνα, 2009, τ. 493, σελ.10.
7. Πέτρου Μακρή-Στάικου: «“Νέα Κύματα” και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 5 Δεκέμβρη 2009.
8. Στάθη Καλύβα: «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή» στο Μαρκ Μαζάουερ: «Μετά τον πόλεμο», εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 2003.
9. Νίκου Μαραντζίδη: «Οι κόκκινοι κατάσκοποι», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 6 Σεπτέμβρη 2009.
10. Στάθη Καλύβα: «Μια δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18 Οκτώβρη 2009.
11. Βλ. ενδεικτικά Bαν Μπουσχότεν: «Ρίκη, Ανάποδα χρόνια: Συλλογική μνήμη και ιστορία στη Ζιάκα Γρεβενών», εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα, 1997.
12. Στάθη Καλύβα: «Η γεωγραφία της εμφύλιας βίας στην κατοχική Μεσσηνία» στο Γιάννη Καρακατσιάνη (Επιμέλεια): «Νότια Πελοπόννησος 1935-1950», εκδ. «Αλφειός», Αθήνα, 2009, σελ. 55.
13. Βλ. Ενδεικτικά Γ. Προγουλάκη - Ε. Μπουρνόβα: «Ο αγροτικός κόσμος 1830-1940» στο συλλογικό: «Εισαγωγή στη Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία (18ος - 20ός αιώνας», εκδ. «Γιώργος Δαρδάνος - Τυπωθήτω», Αθήνα, 2000, σελ. 45-104.
14. Ναπολέοντα Ζέρβα: «Απομνημονεύματα», εκδ. «Μέτρον», Αθήνα, 2000, σελ. 183.
15. Στάθη Καλύβα: «Η Ιστορία ως τυμβωρυχία», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Δεκέμβρη 2009.
16. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» στο συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των λαών - Επος και διδάγματα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 20-23.
17. Στάθη Καλύβα: Εισαγωγικό σημείωμα στο Πέτρου Μακρή-Στάικου (Επιμέλεια): «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα», εκδ. «Ωκεανίδα», Αθήνα, 2009, σελ. 34-35.
18. Πέτρου Μακρή-Στάικου: «“Νέα Κύματα” και παλιά μυθεύματα», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 5 Δεκέμβρη 2009.
19. Ο.π.
20. Στάθη Καλύβα: «Η επιλογή της βίαιης ρήξης», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 5 Δεκέμβρη 2004.
22. Ενας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ιδεολογήματος είναι και ο περιβόητος Μπρεζίνσκι. Βλενδεικτικά Carl Friedrich - Zbigniew Brzezinski: «Totalitarian Dictatorship and Autocracy», Praeger Editions, New York 1956 και Zbigniew Brzezinski: «The Permanent Purge: Politics in soviet totalitarianism», Harvard University Press, Cambridge Mass, 1955.
23. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδ. «ΣύγχρονηΕποχή», Αθήνα, 1975, σελ. 16.
24. Stathis Kalyvas: «The Logic of Violence in Civil War», Cambridge University Press, Cambridge, 2006.
25. Στάθη Καλύβα: «Μεθοδολογικές προϋποθέσεις της μελέτης του δοσιλογισμού» στο Ιάκωβου Μιχαηλίδη - Ηλία Νικολακόπουλου - Χάγκεν Φλάισερ: «”Εχθρός” εντός των τειχών: Οψεις του δοσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2006, σελ. 79-90.
26. Βλ. ενδεικτικά Στράτου Δορδανά: «Το αίμα των αθώων», εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, 2007, σελ 352-354.
27. Συλλογικό: «Η τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946-1949)», εκδ. «Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998, σελ. 31.
28. Γεώργιου Παπανδρέου: «Επιστολή προς το διευθυντή της Καθημερινής», εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2 Μάρτη 1948.
29. Στάθη Καλύβα: «Ο ακρωτηριασμός της λογικής», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 19 Φλεβάρη 2006.
30. Στάθη Καλύβα - Νίκου Μαραντζίδη: «Η Αριστερά, οι μαρτυρίες και τα πρόσωπα», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22 Μάρτη 2009.
31. Νίκου Μαραντζίδη: «Ο Νέστορας της Αριστεράς», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10 Γενάρη 2010.
32. Νίκου Μαραντζίδη: «Το ΚΚΕ, ο Θ. Πάγκαλος και τα ταμπού», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 7 Ιούνη 2009.
33. Βασίλη Κρεμμυδά: «Στα δίχτυα του Δικτύου», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 19 Νοέμβρη 2009.
34. Τασούλας Βερβενιώτη: «Μνήμες και αμνησίες των αρχείων και των μαρτυριών για τον ελληνικό εμφύλιο. Η Αθήνα και η επαρχία, η ηγεσία και τα μέλη» στο συλλογικό: «Μνήμες και λήθη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου», εκδ. «Επίκεντρο», Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 81-86.
35. Ηλία Νικολακόπουλου: «Το νέο κύμα και η τριλογία της σύγχυσης», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 7 Φλεβάρη 2009.
36. Χάγκεν Φλάισερ: «Προς τι η προβολή ενός μοιραίου ανθρώπου;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 28 Νοέμβρη 2009.
37. Β. Ι. Λένιν: «Προς τους εργάτες που είναι ενάντια στον πόλεμο και τους σοσιαλιστές που πέρασαν με το μέρος των κυβερνήσεών τους» «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, τ. 30, σελ. 300.
38. Πολυμέρη Βόγλη: «Ηταν πράγματι αναπόφευκτος ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Οκτώβρη 2009.
39. Β. Ι. Λένιν: «Ταξική συνεργασία με το κεφάλαιο ή ταξική πάλη ενάντια στο κεφάλαιο» «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, τ. 32.
40. Παναγιωτόπουλου: «Επανάσταση χωρίς αίμα, πολιτική χωρίς βία;», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 26S Ιούνη 2004.
41. Μιχάλη Λυμπεράτου: «Στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 2006, σελ. 514-516.
42. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η επιστροφή των Βουρβόνων», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 19-20 Δεκέμβρη 2009.
43. Σπύρου Ασδραχά: «Η “αναθεώρηση” του Εμφυλίου», εφημερίδα «Εποχή», 20 Δεκέμ-βρη 2009.
44. Νίκου Αλιβιζάτου - Ηλία Νικολακόπουλου - Κωνσταντίνου Τσουκαλά: «Συζήτηση για τα 60 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου», εφημερίδα «Αυγή» 27 Δεκέμβρη 2009.
45. Ηλία Νικολακόπουλου: «Η “κόκκινη βία” και ο εξαγνισμός των δοσιλόγων», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Μάη 2010.
46. Χάγκεν Φλάισερ: «Περί “κόκκινης” και “μαύρης” βίας στην Κατοχή και τον Εμφύλιο», εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 10 Γενάρη 2010.
47. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 25.
48. ΚΕ του ΚΚΕ: «Θέσεις για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» στο συλλογικό: «60 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των λαών - Επος και διδάγματα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 31.
49. Β. Ι. Λένιν: «Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 89.
50. Για τις επιδιώξεις του γερμανικού και του ιταλικού ιμπεριαλισμού ενδεικτική είναι η χιτλερική θεωρία του αναγκαίου για τη Γερμανία ζωτικού χώρου.