Στις
12/8/2015, η «Καθημερινή», σε ρεπορτάζ για την οικονομία της Ευρωζώνης,
έγραφε: «Με την Ελλάδα να πλησιάζει στη νέα συμφωνία οικονομικής
διάσωσης, αν μη τι άλλο η Ευρωζώνη φαντάζει περισσότερο ισχυρή. Η απειλή
που αντιμετωπίζει σχετίζεται λιγότερο με την έξοδο μιας χώρας της
περιφέρειας από το ευρώ και περισσότερο με το οικονομικό χάσμα μεταξύ
των χωρών του πυρήνα (...) Στην πραγματικότητα, όμως, η Ευρωζώνη
εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εντάσεις και πολλές οικονομίες της
αποκλίνουν μεταξύ τους, μόνο που αυτές βρίσκονται πιο κοντά στον πυρήνα
(...) τα μέλη της ακόμη δεν έχουν βρει έναν τρόπο ώστε να αντιμετωπίσουν
το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των οικονομιών τους, το
υπερβολικό χρέος ή πώς να απαλύνουν τα οικονομικά σοκ. Ισως η Ελλάδα να
φαντάζει πρόθυμη να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, η Γαλλία και η Ιταλία,
όμως, δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει (...).
Μέχρι το 2016, το
δημόσιο χρέος της Γαλλίας θα έχει φτάσει το 100% του ΑΕΠ, ενώ στη
Γερμανία συρρικνώνεται στο 68%. Οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρωζώνης έχουν
αποδείξει ότι μπορούν να αποφασίζουν τι είναι καλύτερο για τους πιο
αδύναμους εταίρους τους, όμως το επόμενο ερώτημα είναι αν μπορούν να
κάνουν το ίδιο και για τον εαυτό τους».
Επίσης, στις 14/8/2015, η
ίδια εφημερίδα για το ίδιο θέμα έγραφε: «Οι Ευρωπαίοι κεντρικοί
τραπεζίτες (...) προειδοποιούν ότι δυνητικά προβλήματα σε Ελλάδα και
Κίνα, οι επιπτώσεις από την αναμενόμενη αύξηση των αμερικανικών
επιτοκίων δανεισμού και η επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές θα
μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης
(...) Γενικότερα, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης εκτιμούν ότι η
αναταραχή στα κινεζικά χρηματιστήρια και η αύξηση των αμερικανικών
επιτοκίων δανεισμού μπορεί να έχουν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη
επίπτωση στην "εύθραυστη" οικονομία της Ευρωζώνης και να επιβραδύνουν
την ανάκαμψη. Μάλιστα, χαρακτηρίζουν ως "απογοητευτική" την αργή και
μέτριας έντασης ανάκαμψη, με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ΕΚΤ, Πέτερ
Πρατ, να επισημαίνει: "Δεν υπάρχει λόγος για εφησυχασμό (...) δεδομένου
ότι η συνολική ανάκαμψη της ανάπτυξης και του πληθωρισμού παραμένει
μέτρια". Ολοι οι παράγοντες αβεβαιότητας που προαναφέρθηκαν, αναγκάζουν
τους κεντρικούς τραπεζίτες να θεωρούν ότι είναι πιθανότερο η ανάκαμψη
της Ευρωζώνης να αποδειχτεί πιο αδύναμη από το προβλεπόμενο, παρά πιο
ισχυρή».
Στις ισχυρές οικονομίες το πρόβλημα
Τα παραπάνω αποσπάσματα από τα συγκεκριμένα ρεπορτάζ είναι ενδεικτικά της κατάστασης της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Αλλά,
ας δώσουμε ακόμη ορισμένα στοιχεία. Το γερμανικό ΑΕΠ είχε αύξηση στο β'
τρίμηνο του 2015 0,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ
εκτιμούσαν ότι θα έχει ανάπτυξη 0,5%, σύμφωνα με ανακοίνωση της
«Destatis» (Στατιστική Υπηρεσία Γερμανίας). Σύμφωνα με τη Στατιστική
Υπηρεσία, οι εξαγωγές ήταν ο βασικός μοχλός δραστηριότητας στο β'
τρίμηνο, καθώς το διεθνές εμπόριο ενισχύθηκε από την υποχώρηση του ευρώ.
Αλλά οι επενδύσεις ήταν ασθενείς, περιορίζοντας την οικονομική
ανάπτυξη. Εχουμε, δε, κατ' επανάληψη επισημάνει ότι καπιταλιστική
ανάπτυξη μόνο με εξαγωγές, χωρίς επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ή
τουλάχιστον είναι επισφαλής. Για παράδειγμα, η επιβράδυνση της
οικονομίας της Κίνας έχει ανησυχήσει σφόδρα τους επιχειρηματικούς
ομίλους στη Γερμανία, γιατί η Κίνα, η δεύτερη σε δύναμη οικονομία του
πλανήτη, είναι σήμερα ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας
στην ασιατική ήπειρο. Η επιβράδυνση στην Κίνα σημαίνει χαμηλότερη ζήτηση
στα γερμανικά βιομηχανικά προϊόντα. Επίσης, η υποτίμηση του κινεζικού
γουάν κάνει τα κινεζικά εμπορεύματα ακόμα πιο ανταγωνιστικά στις
διεθνείς αγορές, γεγονός που δυσκολεύει τις εξαγωγές των γερμανικών.
Την
ίδια ώρα, το ΑΕΠ της Γαλλίας, της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της
Ευρωζώνης, παρέμεινε στάσιμο στο β' τρίμηνο του 2015 σε σχέση με το
πρώτο. Η ανάπτυξη των καταναλωτικών δαπανών επιβραδύνθηκε στο 0,1% στο
β' τρίμηνο, από το 0,9% στο α' τρίμηνο. Οι επενδύσεις υποχώρησαν 0,3%.
Και εδώ έχουμε τα ίδια φαινόμενα, δε γίνονται επενδύσεις.
Ακόμη,
«σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη
Παρασκευή η Eurostat, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο διάστημα Απρίλη -
Ιούνη διαμορφώθηκε στο 0,3%, έναντι 0,4% το προηγούμενο τρίμηνο και
επίσης 0,4% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι. Σε ορισμένες, μάλιστα, χώρες,
η εικόνα είναι αρκετά χειρότερη. Η γαλλική οικονομία, για παράδειγμα,
έμεινε στάσιμη στο συγκεκριμένο διάστημα, οι οικονομίες Ιταλίας,
Ολλανδίας και Αυστρίας ενισχύθηκαν οριακά - και πάντως διόλου
ικανοποιητικά - ενώ το ΑΕΠ της Φινλανδίας συρρικνώθηκε για τέταρτο
συνεχόμενο τρίμηνο, αποδεικνύοντας ότι η άλλοτε κραταιά οικονομικά χώρα
έχει εισέλθει για τα καλά στον αστερισμό της ύφεσης (...).
Ετσι,
το ΑΕΠ της Ευρωζώνης παραμένει χαμηλότερα από εκεί όπου βρισκόταν πριν
το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης το 2008, αποδεικνύοντας ότι οι ρίζες της
είναι πολύ βαθύτερες από ό,τι πίστευαν, ήλπιζαν ή προσπαθούσαν να μας
πείσουν κάποιοι» («Ημερησία», 18/8/2015).
Βαθιές οι ρίζες της κρίσης
Οι
ρίζες, λοιπόν, της κρίσης είναι πολύ βαθύτερες απ' ότι πίστευαν στην
αρχή της εκδήλωσής της. Το εκτιμούν και τα αστικά επιτελεία. Αυτός είναι
και ο βασικός παράγοντας της τεράστιας όξυνσης των ανταγωνισμών, τόσο
εντός Ευρωζώνης, όσο και διεθνώς, π.χ. ανάμεσα σε ΗΠΑ - Γερμανία, που
εκφράζεται ως αντιπαράθεση ΔΝΤ - Ευρωζώνης για τη διαχείριση π.χ. του
κρατικού χρέους της Ελλάδας. Αυτό εκδηλώθηκε με αφορμή την Ελλάδα και
συνεχίζεται, παρά την υπογραφή συμφωνίας για το τρίτο μνημόνιο.
Πράγματι,
είναι γεγονός ότι οι προσδοκίες για οριστική έξοδο του κεφαλαίου από
την καπιταλιστική κρίση και ανάπτυξη, τέτοια που να μην αφήνει περιθώρια
επιστροφής στην κρίση, δεν υπάρχει. Δεν είναι μόνο φαινόμενο της
Ευρωζώνης, αλλά και των ΗΠΑ και των BRICS κ.λπ. «Η κρίση πέρασε, η
ανάκαμψη αργεί» είναι τίτλος πρόσφατου άρθρου των «International New
York Times» για την οικονομία των ΗΠΑ, το ΑΕΠ της Ιαπωνίας την περίοδο
Απρίλη - Ιούνη 2015 συρρικνώθηκε κατά 1,6%, «Οταν στενάζουν οι BRICS...»
ήταν επίσης πρόσφατο άρθρο της «Ημερησίας». Τα αναφέρουμε ενδεικτικά.
Αλλά σχετικά με την Ευρωζώνη, οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί
εκτιμούσαν ότι έχει σταθερή πορεία προς την ανάπτυξη, αν και με αρκετά
χαμηλούς ρυθμούς. Η αλληλοδιαπλοκή των καπιταλιστικών οικονομιών είναι
ένας παράγοντας που έχει σχέση με τα σημάδια αδυναμίας οριστικής εξόδου
από την καπιταλιστική οικονομική κρίση και για την οικονομία της
Ευρωζώνης. Επίσης, οι υποτιμήσεις των νομισμάτων ιδιαίτερα ισχυρών
οικονομιών (το ονομάζουν και νομισματικό πόλεμο) γίνονται για να
ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των κρατών που υποτιμούν, αλλά επιδρά
αρνητικά στις εξαγωγές, άρα δυσκολεύει και την ανάκαμψη των άλλων
οικονομιών (το παράδειγμα Γερμανίας - Κίνας με την υποτίμηση του γουάν
είναι ενδεικτικό).
Το παράδειγμα της στήριξης της ανάπτυξης στις
εξαγωγές και το «εύθραυστο» αυτής της υπόθεσης, όπως φαίνεται στο
παράδειγμα Γερμανίας - Κίνας, αυτό δείχνει. Κριτήριο είναι ότι δε
γίνονται επενδύσεις. Και δεν προχωρούν σε επενδύσεις, αφού η αύξηση της
παραγωγής δεν μπορεί να καταναλωθεί. Ετσι συνεχίζουν να υπάρχουν
λιμνάζοντα κεφάλαια χωρίς κερδοφόρα αξιοποίηση.
Το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ
κατ' επανάληψη προέτρεπαν και προτρέπουν την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα τη
Γερμανία, να εγκαταλείψει την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική στα
ελλείμματα, την πολιτική λιτότητας και να ενισχύσει την εσωτερική
ζήτηση. Αλλά για την κάθε καπιταλιστική οικονομία, άρα και αυτή της
Ευρωζώνης, αυτό το ζήτημα λειτουργεί αντιφατικά. Ως προς τη
δημοσιονομική χαλάρωση, η ΕΚΤ πήρε μέτρα με τα ασήμαντα επιτόκια και το
δανεισμό των τραπεζών με ομόλογα, τυπώνοντας χρήμα, αλλά αυτό δεν αρκεί.
Μπορεί να δανείζει φτηνό χρήμα τους επιχειρηματικούς ομίλους για
επενδύσεις, αλλά η παραγωγή πρέπει να πουληθεί. Εδώ έρχονται και οι
προτροπές για αύξηση της ζήτησης. Μόνο που αυτό σημαίνει αύξηση μισθών,
αύξηση του εργατικού, του λαϊκού εισοδήματος. Το οποίο μειώθηκε στα
πλαίσια εφαρμογής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης σε όφελος του
κεφαλαίου, ως ένα μέτρο που αύξανε το ποσοστό κέρδους των καπιταλιστών
και αντιστάθμιζε τη χασούρα στην κρίση. Αυτό, αν αντιστραφεί, μειώνει το
ποσοστό κέρδους των καπιταλιστών. Και εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε
επίσης ότι η μεγάλη ανεργία δρα ανασταλτικά, αφού οι άνεργοι δεν μπορούν
να καταναλώσουν. Αξεπέραστη αντίφαση. Βεβαίως, η κρίση δεν ξεπερνιέται
εύκολα, αφού απαιτεί τεράστια καταστροφή κεφαλαίου για να ξαναρχίσουν οι
επενδύσεις, πράγμα που δεν έχει επιτευχθεί ως το βαθμό που θα
ξαναξεκινούσε επενδύσεις.
Η διέξοδος για τους εργαζόμενους
Ολα
αυτά, βεβαίως, αποτελούν πονοκέφαλο για τους καπιταλιστές, τα επιτελεία
τους, τις κυβερνήσεις τους, τους διακρατικούς τους οργανισμούς και
ενώσεις, όπως π.χ. η ΕΕ και η Ευρωζώνη στην παρούσα περίπτωση. Την
εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, τους απασχολεί μόνο από τη
σκοπιά των δεινών και των βασάνων που τους προκαλεί η πολιτική
διαχείρισής της, όποιο μείγμα και αν έχει, αφού μετακυλάει τις συνέπειές
της σ' αυτούς, για να σωθεί όσο γίνεται, από την καταστροφική δράση
της, το κεφάλαιο. Καταστρέφουν λαούς για να σωθεί το κεφάλαιο. Δεν
υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Ακόμη, η κατάσταση στην Ελλάδα θα συνεχίζει να είναι δύσκολη για το
κεφάλαιο, ακριβώς λόγω της αρνητικής κατάστασης της οικονομίας στην
Ευρωζώνη. Γιατί κάθε κράτος ενδιαφέρεται πρωτίστως για το «δικό του
κεφάλαιο», τα συμφέροντά του, την ενίσχυσή του ή τη λιγότερη χασούρα
του, σε σχέση με τους ανταγωνιστές του που υπάρχουν και μέσα στην
Ευρωζώνη. Η ανισομετρία κάνει ακόμη πιο δύσκολη την κατάσταση για το
κεφάλαιο στην Ελλάδα. Αυτή η πραγματικότητα που έχει τσακίσει τα
εργασιακά δικαιώματα σε όλα τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης (μισθοί 400
ευρώ δίνονται σε 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενους στη Γερμανία), κάνει ακόμη
πιο βαριά την «κόλαση» για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα. Το δείχνουν
οι πρώτες κυβερνητικές ενέργειες με το μνημόνιο (δραστική μείωση των ήδη
τσακισμένων συντάξεων από 486 σε 386 ευρώ).
Η εργατική τάξη, τα
άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα πρέπει να διεκδικήσουν κάλυψη των απωλειών της
περιόδου της κρίσης, κατάργηση όλων των αντεργατικών - αντιλαϊκών
νόμων, ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών τους, που απαιτεί λαϊκή
συμμαχία, συμπόρευση με το ΚΚΕ,σε ρότα σύγκρουσης και ρήξης με το
κεφάλαιο, την ΕΕ, ανατροπή της εξουσίας τους, για την εργατική - λαϊκή
εξουσία. Που θα κοινωνικοποιήσει τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και με
τον κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό έλεγχο θα θέσει την οικονομία
στην υπηρεσία ικανοποίησης των εργατικών - λαϊκών αναγκών, έχοντας
καταργήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία, άρα και το κέρδος, επομένως και
τις κρίσεις.