29 Μαρ 2017

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

   ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Το παρόν κείμενο επιχειρεί μια σύντομη επισκόπηση των σημαντικότερων διεθνών οικονομικών εξελίξεων, της κατάστασης της εγχώριας οικονομίας και των στόχων της αστικής πολιτικής. Η μελέτη των πρόσφατων οικονομικών εξελίξεων και της κυβερνητικής πολιτικής είναι ιδιαίτερα πολύτιμη, αφού αποδεικνύει τον πραγματικό αντιλαϊκό χαρακτήρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Βοηθά να διαλυθούν οι αυταπάτες σχετικά με τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης στο έδαφος του καπιταλισμού. Υπογραμμίζει την ανάγκη να οργανώσει η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα την αντεπίθεσή τους, με γραμμή ρήξης και ανατροπής απέναντι στο κεφάλαιο και στην εξουσία του.

Οι οικονομικές εξελίξεις επίσης φωτίζουν τις τεράστιες αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Αντιθέσεις που οδηγούν όχι απλά σε αδυναμία του καπιταλισμού να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων, αλλά σε νομοτελειακή επιδείνωσή του, με σχετική ή και απόλυτη εξαθλίωση. Οι διαχρονικές υποσχέσεις του καπιταλισμού για ευημερία και ασφάλεια κυριολεκτικά θρυμματίζονται σε μια περίοδο που οι παραγωγικές δυνατότητες της ανθρωπότητας μπορούν κυριολεκτικά να εξαφανίσουν την πείνα, τη δυστυχία, μπορούν να ελαττώσουν τον ανθρώπινο μόχθο με μια γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, που είναι δυνατή και απαραίτητη, αλλά αδύνατη μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα σύνθετες. Η καπιταλιστική οικονομία τείνει να μπει σε φάση αναιμικής ανάκαμψης το 2017, μετά από μια 8χρονη βαθύτατη οικονομική κρίση, που έχει οδηγήσει σε μεγάλη απαξίωση της εργατικής δύναμης και σε δραστικό περιορισμό του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων. Η αστική πολιτική, και με τη σημερινή κυβερνητική εκδοχή της, προωθεί αποφασιστικά τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις σε μια σειρά τομείς, ενώ ταυτόχρονα υπόσχεται ενίσχυση νέων μορφών ενσωμάτωσης λαϊκών στρωμάτων και διαχείρισης της εξαθλίωσης μέσω δομών της «κοινωνικής οικονομίας». Αναπαράγει την ελπίδα λαϊκών στρωμάτων απ’ την προσδοκώμενη ανάπτυξη, ενώ δε διστάζει να επενδύσει τις υποσχέσεις της με «αριστερές», ακόμα και κομμουνιστικές ιδεολογικές και ιστορικές αναφορές. 
Είναι σαφές πως οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα συνδέονται άρρηκτα με τις γενικότερες εξελίξεις στην ΕΕ και στον υπόλοιπο κόσμο. Για το λόγο αυτό, μεθοδολογικά θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη επισκόπηση της κατάστασης της διεθνούς οικονομίας, ξεδιαλύνοντας ιδιαίτερα εκείνες τις πλευρές που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις οικονομικές και κατ’ επέκταση τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 

 

ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 Βρισκόμαστε σε μια περίοδο επιβράδυνσης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, που δεν έχει ακόμα επανέλθει στα επίπεδα ανάπτυξης που είχε προ της κρίσης του 2008. Μάλιστα, ο ρυθμός ανάπτυξης μειώνεται την τελευταία τριετία. Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών για το 2016 κάνουν λόγο για ένα ρυθμό ανάπτυξης του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος που κυμαίνεται κοντά στο 3% ετησίως (ΔΝΤ 3,1%, Παγκόσμια Τράπεζα 2,4%), ελαττωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (3,2% το 2015 και 3,4% το 2014). Ο ρυθμός ανάπτυξης του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος μειώνεται σταθερά.
Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης αφορούν γενικά όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στις ΗΠΑ, η επιβράδυνση της ανάπτυξης εκτιμάται ως ιδιαίτερα έντονη (πρόβλεψη του ΔΝΤ για 1,6% ρυθμό ανάπτυξης για το 2016), ενώ αντίθετα οι πρόσφατες εκτιμήσεις σε σχέση με τις προηγούμενες για την Ευρωζώνη, αν και ελαφρώς μεγαλύτερες σε σχέση με το 2016, είναι επίσης χαμηλές (εκτίμηση του ΔΝΤ για ρυθμό ανάπτυξης 1,7% το 2016). Η Ιαπωνία εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση ουσιαστικής στασιμότητας (0,5% για το 2016 προβλέπει το ΔΝΤ). Ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας είναι σημαντικά μεγαλύτερος, όμως μειωμένος σε σχέση με τους ρυθμούς ανάπτυξης προηγούμενων ετών. Θεωρείται ότι η επιβράδυνση άλλων καπιταλιστικών οικονομιών επηρεάζει και την Κίνα (το ΔΝΤ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 6,5% για το 2016).
Oik 1 
Αποτυπώνεται επιβράδυνση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ είναι και σχετικά χαμηλός ο ρυθμός αύξησης του διεθνούς εμπορίου την τελευταία διετία. Το 2016 ο ρυθμός αύξησης εκτιμάται πως θα περιοριστεί1 στο 2,3%, ενώ το 2015 κατέγραψε ρυθμό αύξησης 2,6%.
Οι προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης του 2017 είναι θετικότερες σε σχέση με φέτος. Ειδικότερα, το ΔΝΤ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο 3,4% για το 2017, ενώ για τις επιμέρους οικονομίες προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 1,8% για τις ΗΠΑ, 2,2% για την Ευρωζώνη, 0,6% για την Ιαπωνία. Προβλέπει επίσης μικρή υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας στο 6,3%, αλλά και αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών στο 4,6% από 4,3% για το 2016. Εκτιμάται ότι η Ρωσία θα καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 1,1% το 2017, έναντι συρρίκνωσης -0,8% που διαμορφώθηκε το 2016.
Γενικότερα, οι πρόσφατες προβλέψεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΕΕ) για τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία κινούνται μεταξύ στασιμότητας και αναιμικής αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης. Βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι κανένα ιμπεριαλιστικό κέντρο δεν προβλέπεται να λειτουργήσει στο άμεσο μέλλον ως ατμομηχανή για την αύξηση του ρυθμού καπιταλιστικής ανάπτυξης στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.

ΑΠΟΚΛΙΣΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟ ΚΡΙΣΗΣ ΕΠΙΠΕΔΑ

 Γενικά, το σύνολο των οικονομικών κέντρων εμφανίζεται να έχει ξεπεράσει τυπικά τη διεθνή συγχρονισμένη κρίση του 2008-2009 και να έχει περάσει σε φάση ανάπτυξης, αν και τόσο στο επίπεδο μεταβολής του ΑΕΠ όσο και στο επίπεδο άλλων σημαντικών δεικτών τα κέντρα εμφανίζουν σημαντικές ανισομετρίες.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το Ακαθάριστο Προϊόν (ΠΑΠ) έχει αυξηθεί κατά 16,7% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Πρωταθλήτρια είναι η Κίνα, που έχει αυξήσει το ΑΕΠ της κατά 76% την ίδια περίοδο, με την αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας να συνιστά πάνω απ’ το 1/3 της συνολικής αύξησης του ΠΑΠ. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης σημειώσει αύξηση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, ωστόσο αυτή είναι μικρότερη, της τάξης του 10%. Απ’ την άλλη, η Ευρωζώνη και η Ιαπωνία ουσιαστικά βρίσκονται πρακτικά στα επίπεδα προ κρίσης, καταγράφοντας ανεπαίσθητες αυξήσεις της τάξης του 1-2%, τόσο σε όρους $ όσο και σε όρους εγχώριου νομίσματος.
 Oik 2  
Oik 3
Εξετάζοντας τα επίπεδα βιομηχανικής παραγωγής, τα συμπεράσματα είναι ανάλογα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) στη βιομηχανία έχει αυξηθεί κατά 14% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, που επιμερίζεται με τελείως ανισόμετρο τρόπο από κέντρο σε κέντρο. Η αύξηση αφορά σχεδόν αποκλειστικά την Κίνα, που καταγράφει αύξηση 82%. ΗΠΑ και Ευρωζώνη βρίσκονται περίπου στα επίπεδα ΑΠΑ στη βιομηχανία που είχαν πριν την εκδήλωση της κρίσης (ανάλογα με το αν η ΑΠΑ μετρηθεί σε όρους δολαρίου ή σε όρους ευρώ). Αντίθετα, η Ιαπωνία έχει απολέσει (τουλάχιστον το 2014) τμήμα της ΑΠΑ στη βιομηχανία. Περιοριζόμενοι στη μεταποίηση, η παραγωγή υπολείπεται σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης σε Ιαπωνία, ΗΠΑ και Ευρώπη.
Oik 4 
Oik 5
Βασικό χαρακτηριστικό που διακατέχει την παγκόσμια οικονομία είναι το μεγάλο μέγεθος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου και η αδυναμία ελεγχόμενης απαξίωσής του με ικανοποιητικό τρόπο σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Από αυτήν την άποψη, χαρακτηριστική πλευρά είναι πως μεγάλοι αμερικανικοί όμιλοι διαθέτουν τεράστια αποθέματα μετρητών, τα οποία δεν επενδύουν παραγωγικά. Μόνο οι εταιρίες του δείκτη S&P500 (χωρίς τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους) έχουν περίπου 1,5 τρισ. δολάρια σε μετρητά.
Oik 6 
Συγχρόνως, διογκώνεται, σε παγκόσμια κλίμακα, το πρόβλημα του υψηλού χρέους, ιδιωτικού και κρατικού, και της αδυναμίας αποκλιμάκωσής του. Το κρατικό χρέος, στη φάση της κρίσης, αυξήθηκε περίπου κατά 40% στις αναπτυγμένες οικονομίες, παράλληλα με μια ελάχιστη μείωση του ιδιωτικού χρέους, που επικεντρώνεται κυρίως στο χρέος των νοικοκυριών.2
Ουσιαστικά, τα στοιχεία αντανακλούν μια διαδικασία μετατροπής του ιδιωτικού χρέους σε κρατικό, σε όλα τα κέντρα. Υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και τράπεζες «διασώθηκαν» απ’ τα καπιταλιστικά κράτη, διαδικασία που συνοδεύτηκε με μεγάλη αύξηση του κρατικού δανεισμού.
Η διαδικασία αυτή στην πραγματικότητα καθυστερεί χρονικά την απαξίωση τόσο του επενδυμένου όσο και του τοκοφόρου κεφαλαίου, στην οποία σπρώχνει αντικειμενικά η εκδήλωση της κρίσης. Η προστασία του τοκοφόρου κεφαλαίου είναι προφανής (τα δάνεια μετακυλίονται στο κράτος μέσα απ’ τις τράπεζες). Ωστόσο, η ίδια διαδικασία προστατεύει ως ένα βαθμό και το επενδυμένο κεφάλαιο, αφού ένας βασικός μηχανισμός τελικής καταγραφής της απαξίωσής του είναι η πίεση των δανειστών που οδηγεί σε χρεοκοπία, λύση της επιχείρησης και πώλησή της. Όμως η «κρατικοποίηση» κόκκινων χρεών εμποδίζει την εν λόγω διαδικασία.
Χαρακτηριστικά αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας μπορούμε να εντοπίσουμε στις ΗΠΑ. Όπως φαίνεται απ’ τον επόμενο πίνακα, η μείωση της παραγωγής σε μεταποίηση και βιομηχανία δεν έγινε με ουσιαστική απαξίωση ενός τμήματος του παραγωγικού δυναμικού, αλλά αντίθετα προέκυψε από μείωση της αξιοποίησής του. Το παράδειγμα της διάσωσης της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας απ’ την κυβέρνηση Ομπάμα είναι χαρακτηριστικό, όπως επίσης και η διάσωση του τραπεζικού τομέα στις ΗΠΑ αρχικά και σε ορισμένες χώρες της ΕΕ στη συνέχεια.
Η μεγάλη έκταση του υπερυσσωρευμένου κεφαλαίου με τη μορφή υπερβολικού χρέους έχει σημάνει συναγερμό στα αστικά επιτελεία. Μια σειρά από αναλύσεις και εκθέσεις, απ’ το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, αλλά και πολλές αναλύσεις μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και επενδυτικών οίκων, επιμένουν στο πρόβλημα του υψηλού κρατικού χρέους, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου.
Oik 7
Η προαναφερθείσα δυσκολία δεν είναι τυχαία. Στον καπιταλισμό, η ανάγκη καταστροφής ενός τμήματος του κεφαλαίου στη φάση της κρίσης είναι νομοτελειακή προϋπόθεση για την ανάκαμψη. Ωστόσο, το γεγονός πως το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο αποτελείται από ένα μεγάλο πλήθος ξεχωριστά, επιμέρους κεφάλαια, που βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ τους, καθώς και σε ξεχωριστά αστικά κράτη που τελικά εκφράζουν το γενικό συμφέρον των δικών τους «εγχώριων» κεφαλαίων, εμποδίζει την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης για την απαξίωση του κεφαλαίου. Η δυσκολία στο να προχωρήσει μια σημαντική απαξίωσή του ουσιαστικά καθυστερεί την έξοδο του καπιταλισμού στη φάση μιας δυναμικής ανάκαμψης.

Ο ΑΒΕΒΑΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών κάνουν λόγο για μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, επισημαίνονται μια σειρά από κινδύνους που μπορεί, κατά τους αναλυτές, να μεταστρέψουν την κατάσταση. Ένας απ’ τους κινδύνους που καταγράφεται απ’ το ΔΝΤ ως κύριος είναι η σταδιακή ανάδυση τάσεων προστατευτισμού σε ολόκληρο τον κόσμο και πιο ειδικά στις σχέσεις ΕΕ - Μ. Βρετανίας λόγω Brexit, κυρίως σ’ ένα ενδεχόμενο επικράτησης του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Είναι σαφής ο προπαγανδιστικός χαρακτήρας των θέσεων αυτών υπέρ της Κλίντον στην προεκλογική διαπάλη με τον Τραμπ στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η ανάδυση προστατευτικών τάσεων είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα. Αυτό που συσκοτίζει η αστική προπαγάνδα είναι η σχέση αιτίου - αιτιατού. Έτσι, οι τάσεις προστατευτισμού αναπτύσσονται ως απάντηση ενός τμήματος του κεφαλαίου στην καπιταλιστική κρίση και γενικότερα στην επιδείνωση των όρων ανταγωνιστικότητάς του, που την αποδίδει στο ελεύθερο εμπόριο. Ωστόσο, η εμφάνιση φαινόμενων προστατευτισμού θα επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, που ήδη κινείται με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία διατρέχεται απ’ την εξής αντίφαση: Η ενδογενής τάση για επέκταση, για εξαγωγή όχι μόνο εμπορευμάτων, αλλά και επενδυτικού κεφαλαίου (με τη μορφή άμεσων, αλλά και έμμεσων επενδύσεων) κάνει την κρίση παγκόσμια, αλλά τα διαφορετικά συμφέροντα εμποδίζουν την απαξίωση ενιαία και αυθόρμητα, μέσω της αγοράς.
Οι λεγόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι επίσης αναφέρονται ως ιδιαίτεροι κίνδυνοι, ειδικά για την ΕΕ. Πίσω απ’ τις γραμμές κρύβεται, και στις αστικές αναλύσεις, το αυξανόμενο ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου, αλλά σε κάθε περίπτωση, γεωπολιτικές αναταραχές που μπορεί να οδηγήσουν σε έξαρση των προσφυγικών ροών εμφανίζονται ως ιδιαίτερος κίνδυνος. Ταυτόχρονα, μια όξυνση των αντιθέσεων ΝΑΤΟ-BRICS μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της ΕΕ.
Οι οικονομικές αναδιατάξεις στην Κίνα εμφανίζονται επίσης ως πιθανό προβληματικό στοιχείο για την οικονομία, κυρίως της ΕΕ και των ΗΠΑ. Ειδικότερα, η στροφή της Κίνας προς μια πιο εσωστρεφή οικονομία περιορίζει τις επενδύσεις σε μηχανολογικά πάγια, που αποτέλεσαν την τελευταία περίοδο την αιχμή του δόρατος των γερμανικών εξαγωγών.
Τέλος, υπαρκτή είναι και η αβεβαιότητα λόγω μιας πιθανής αύξησης της τιμής του πετρελαίου ή λόγω αύξησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου, που θα επιδράσουν αρνητικά στους όρους ανταγωνιστικότητας και στις εξαγωγές των ευρωπαϊκών ομίλων.
Ωστόσο, κεντρικό σημείο του προβληματισμού είναι η σταθερότητα της Ευρωζώνης.

ΑΝΙΣΟΜΕΤΡΙΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΕ

 Η οικονομία των διαφορετικών κρατών-μελών της ΕΕ δεν εξελίσσεται ισόμετρα, αλλά, αντίθετα, εμφανίζονται διάφορες κατηγορίες κρατών-μελών αναφορικά με την οικονομική τους κατάσταση. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων εμφανίζεται απόκλιση συμφερόντων ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους, όχι μόνο στην «περιφέρεια», αλλά και στο «σκληρό πυρήνα» της ΕΕ. Γι’ αυτό και αναπτύσσονται, σε τμήματα του κεφαλαίου, αμφιβολίες σχετικά με τη δομή, την αρχιτεκτονική, αλλά και την ίδια την ένταξη στη ζώνη του Ευρώ ή ακόμα και στην ΕΕ.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν ωφέλησε στον ίδιο βαθμό τους μονοπωλιακούς ομίλους σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ειδικότερα, και επικεντρώνοντας στο σκληρό πυρήνα, τόσο κατά τη φάση που προηγήθηκε της εκδήλωσης της κρίσης όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι μονοπωλιακοί όμιλοι της Γερμανίας βελτίωσαν σημαντικά τη θέση τους σε σχέση με τους ομίλους στη Γαλλία και στην Ιταλία.
Έτσι, η Γερμανία φαίνεται να έχει ξεπεράσει πλήρως την κρίση και να βρίσκεται στη φάση της ανόδου. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης εκτιμάται πως θα κινηθεί στο 1,7% συνολικά για το 2016 και στο 1,4% το 2017. Το ΑΕΠ της Γερμανίας έχει ξεπεράσει κατά 6% το ΑΕΠ του 2008, η βιομηχανική παραγωγή είναι κατά 8,1% αυξημένη και οι εξαγωγές κατά 2,6%. Ακριβώς λόγω της ανάπτυξης, η Γερμανία μπορεί να βρεθεί πιο γρήγορα στην εκδήλωση νέας κρίσης, την οποία προμηνύουν η σημαντική αύξηση του χρέους, αλλά και οι τελευταίες εξελίξεις στις τράπεζες. Το κρατικό χρέος της Γερμανίας αποκλιμακώνεται και βρίσκεται στο 68% του ΑΕΠ για το 2016. Ο καθαρός σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου υπολογίζεται απ’ την Κομισιόν στο 2,7% του ΑΕΠ.
Η Γαλλία έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ΑΕΠ προ κρίσης, αλλά δεν έχει ακόμα ξεπεράσει πλήρως την κρίση, όταν συνυπολογίσει κανείς το επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής.
 Το ΑΕΠ της Γαλλίας έχει αυξηθεί κατά 3,2% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, όμως η βιομηχανική παραγωγή είναι κατά 4,6% ελαττωμένη και οι εξαγωγές κατά 5,5% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Το κρατικό χρέος της Γαλλίας παραμένει σταθερά σε πολύ υψηλά επίπεδα, στο 96,5% για το 2016, με πρόβλεψη ελαφράς αύξησης στο 97% του ΑΕΠ το 2017. Ο εταιρικός δανεισμός στη Γαλλία έχει αυξηθεί στο 124% του ΑΕΠ από 104% του ΑΕΠ που ήταν το 2008. Ο καθαρός σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου ανέρχεται στα 72 δισ. ευρώ για το 2016, δηλαδή 3,2% του ΑΕΠ.
Η Ιταλία απ’ την άλλη έχει τη χειρότερη κατάσταση απ’ τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ, βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας, η βιομηχανική παραγωγή της έχει συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Το ΑΕΠ της υπολείπεται των επιπέδων προ κρίσης κατά 7,3%, η βιομηχανική παραγωγή κατά 17% και οι εξαγωγές κατά 16%. Το κρατικό χρέος της Ιταλίας βρίσκεται στο 132,7% του ΑΕΠ χωρίς ενδείξεις μεσοπρόθεσμης αποκλιμάκωσης, ενώ ο δανεισμός των επιχειρήσεων παραμένει σταθερός στο 80% του ΑΕΠ απ’ την εκδήλωση της κρίσης. Ο καθαρός σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην Ιταλία υπολογίζεται απ’ την Κομισιόν ως αρνητικός, στα -13 δισ. για το 2016.
Αν εξετάσει κανείς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, θα διαπιστώσει αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στις οικονομικές εξελίξεις.

ΟΞΥΝΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ

 Η χαμηλή κερδοφορία του κεφαλαίου, η μεγάλη δυσκολία ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου και η διαπάλη για το ποιο επιμέρους κεφάλαιο πρέπει να καταστραφεί μέσα στην κρίση, διαπάλη που αφορά ομίλους και ξεχωριστά κράτη, έρχεται να συνδυαστεί με τη γενικότερη τάση του σύγχρονου κόσμου που βιώνει μια μεταφορά της οικονομικής ισχύος απ’ την περιοχή του Βόρειου Ατλαντικού στην περιοχή της ΝΑ Ασίας.
Oik 8
Σημειώνουμε πως οι τάσεις που αναφέραμε νωρίτερα για την εξέλιξη του ΑΕΠ Κίνας και ΗΠΑ δεν είναι συγκυριακές. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τα μερίδια στο ΠΑΠ των διάφορων κέντρων και την εξέλιξή τους στο χρόνο. Οι τάσεις αυτές αντανακλούν πιο μακροχρόνιες διαδικασίες (20ετίας), που σχετίζονται με τη μεγάλη μετανάστευση κεφαλαίου που έγινε προς την Κίνα τις προηγούμενες δεκαετίες, με την ανάπτυξη μεταφορών και επικοινωνιών σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και με δημογραφικούς παράγοντες (μέγεθος πληθυσμού).
 Oik 9
Η αλλαγή του συσχετισμού ισχύος είναι σημαντική, σε βάρος των ΗΠΑ και υπέρ της Κίνας. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αποτελούν την ισχυρότερη οικονομικά και πολύ περισσότερο στρατιωτικο-πολιτικά δύναμη του πλανήτη, όμως βλέπουν απειλητικά την οικονομική άνοδο της Κίνας και την πολιτικοστρατιωτική ισχύ της Ρωσίας με την οποία η Κίνα έχει στενές σχέσεις. Η τάση αυτή είναι συνέπεια της ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και αλλού, καθώς και της πλήρους καπιταλιστικοποίησης της Κίνας, τα ανοίγματα της οποίας είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Φυσικά η διαδικασία επιταχύνθηκε σημαντικά λόγω της κρίσης.
Η ΕΕ εμφανίζεται διχασμένη στη διαπάλη αυτή, καθώς τμήματα του κεφαλαίου της ΕΕ έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και προτεραιότητες αναφορικά με τις συμμαχίες που επιθυμούν να ακολουθήσουν. Έτσι, στην πρωτοβουλία των ΗΠΑ για τη Διατλαντική Συνθήκη Εμπορίου (ΤΤΙΡ), που στοχεύει στο να θωρακίσει την ευρωατλαντική οικονομική ζώνη ως μια ενότητα υπό αμερικανική ηγεσία, τμήματα του γαλλικού και του γερμανικού κεφαλαίου προβάλλουν σθεναρή αντίθεση, μέχρι του σημείου να θεωρείται ως νεκρή η Συνθήκη. Την ίδια στιγμή, η αντίθεση του Βελγίου φαίνεται να οδηγεί σε τέλμα τη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου CETA ανάμεσα στην ΕΕ και τον Καναδά.
Άλλη πλευρά της ίδιας διαπάλης ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ είναι η διαφοροποίηση σχετικά με την προσέγγιση της Ρωσίας. Τμήματα του κεφαλαίου, σε Γερμανία, Ιταλία και άλλες χώρες, βλέπουν θετικά μια βαθύτερη οικονομική σχέση με τη Ρωσία, αντιμετωπίζοντάς την ως πεδίο εξαγωγής κεφαλαίων και εισαγωγής ενεργειακών πόρων. Σ’ αυτήν την προσέγγιση αντιτίθενται σφοδρά οι ΗΠΑ. Οι διαφοροποιήσεις αυτές εκφράστηκαν ξεκάθαρα στο μέγεθος και στη διάρκεια των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία. Γενικότερα, οξύνεται ο οικονομικός πόλεμος της ΕΕ με τις ΗΠΑ. Πλευρές αυτού του πολέμου είναι το πρόστιμο στη γερμανική VW για τις εκπομπές ρύπων, το ζήτημα της αποφυγής της φορολογίας της Apple στην Ιρλανδία και το πρόστιμο στη γερμανική Deutsche Bank (DB) απ’ τις αμερικανικές αρχές.
Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ αφορούν την όξυνση της ανισομετρίας που αναφέραμε προηγουμένως, αλλά και τη διαπάλη για τον επιμερισμό των βαρών λόγω της εκδήλωσης της κρίσης. Το πρόβλημα αυτό σήμερα εμφανίζεται διογκωμένο ως υπέρογκος κρατικός, αλλά και ιδιωτικός δανεισμός σε ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, και η διαχείριση αυτού του δανεισμού είναι σημείο έντονης τριβής ανάμεσα σε Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία. Εξάλλου και η Γερμανία δεν είναι εξολοκλήρου υπεράνω του προβλήματος, αφού υπάρχει η προβληματική Deutsche Bank. Ωστόσο, η Γερμανία έχει την οικονομική δυνατότητα3 να διασώσει την Deutsche Bank αν χρειαστεί, παρόλο που η νομοθεσία της ΕΕ, που πέρασε με γερμανική ηγεσία, δεν το επιτρέπει. Η ίδια η εξέλιξη του καπιταλισμού ανοίγει την πιθανότητα ενός διλήμματος για τη γερμανική άρχουσα τάξη.
Μια σειρά από πολιτικές μεταβολές στην Ευρώπη μπορεί να πυροδοτήσουν ταχείες εξελίξεις. Μέσα σ’ αυτές ξεχωρίζει το επερχόμενο ιταλικό δημοψήφισμα, στο οποίο οι Ιταλοί τυπικά καλούνται να αποφανθούν για την προωθούμενη συνταγματική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Ρέντσι, που όμως έχει ουσιαστικά χαρακτήρα επικύρωσης της κυβερνητικής πολιτικής. Άλλη πλευρά σχετίζεται με την προώθηση του Brexit και τα πιθανά αποτελέσματά του. Τέλος,  το αποτέλεσμα των γερμανικών και των γαλλικών εκλογών που θα γίνουν μέσα στο 2017.
Οι προαναφερθείσες αντιθέσεις άλλωστε δεν αφορούν μόνο τις διακρατικές σχέσεις. Η έντονη διαπάλη Κλίντον - Τραμπ για τις αμερικανικές εκλογές στο πεδίο της οικονομίας μπορεί να μεταφραστεί ως διαπάλη αύξησης του προστατευτισμού απ’ τις ΗΠΑ και αλλαγής διεθνών οικονομικών συμφωνιών. Αντίστοιχα, η ενδογερμανική διαπάλη τμημάτων του γερμανικού κεφαλαίου, που τελικά εμφανίζεται ως αντίθεση Μέρκελ - Στεϊνμάγιερ για την εξέλιξη της ΕΕ, είναι χαρακτηριστική.
 Την ίδια στιγμή, τα ιμπεριαλιστικά κέντρα διαμορφώνουν και σφυρηλατούν νέες συμμαχίες. Χαρακτηριστική είναι η προώθηση της εμπορικής συμφωνίας στον Ειρηνικό TPP (Trans Pacific Partnership), μιας συμφωνίας που προωθήθηκε από τις ΗΠΑ στη λεκάνη του Ειρηνικού με κεντρικό στόχο την προώθηση του εμπορίου και την κατάργηση τελωνειακών δασμών στην περιοχή. Η συμφωνία υπογράφηκε από 12 χώρες4, αλλά δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ, αφού δεν έχει επικυρωθεί από καμία, ούτε καν απ’ το αμερικανικό κογκρέσο. 
Στον αντίποδα, η Κίνα παρουσίασε το 2014 την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (OBOR), δηλαδή τη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου, ενός δικτύου που θα ενώνει με προνομιακές οικονομικές συμφωνίες την Κίνα με την υπόλοιπη Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική. Ταυτόχρονα, η Κίνα πρωταγωνίστησε στη σύσταση της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας (NDB) των BRICS, καθώς και της Ασιατικής Επενδυτικής Τράπεζας Υποδομών (AIIB), με συμμετοχή της Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας και συνολικά 57 κρατών, εκτός των ΗΠΑ. Πρόκειται για δυο κινήσεις που αποτελούν «οικονομική απάντηση» στην ηγεμονία των ΗΠΑ στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα.5

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΧΩΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 Η ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 Η γενική εικόνα είναι πως η ελληνική οικονομία τείνει να περάσει σε φάση αναιμικής ανάκαμψης το 2017.
Το 2015 η ελληνική οικονομία συνέχισε να βρίσκεται σε κρίση, ύφεση. Η τελευταία αναθεώρηση του ΑΕΠ6 τον Οκτώβρη του 2016 εκτίμησε το ΑΕΠ για το 2015 ως 1,3% ελαττωμένο (σε τρέχουσες τιμές) σε σχέση με το 2014, μείωση μεγαλύτερη σε σχέση με το 0,9% που είχε ανακοινωθεί το Μάρτη. Υπολογίζοντας το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές 2010, η μείωση ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας ανέρχεται σε 10,4%, ενώ σε σχέση με το 2008, η υποχώρηση του ΑΕΠ υπερβαίνει το 26%.
Μέχρι και το Β΄ τρίμηνο του 2016, για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η οικονομία βρισκόταν σε συρρίκνωση σε σχέση με το ΑΕΠ του προηγούμενου χρόνου. Ωστόσο, ο ρυθμός συρρίκνωσης εμφανίζεται ελαττωμένος σε σχέση με τα τρία προηγούμενα τρίμηνα.
Σχετικά με το σύνολο του έτους, οι περισσότερες εκτιμήσεις αναφέρουν πως το 2016 θα κλείσει με αρνητικό πρόσημο για την εγχώρια καπιταλιστική οικονομία. Μόνο το ΔΝΤ προβλέπει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία το 2016.
Oik 10 
Τον Αύγουστο του 2016, ο 12μηνος δείκτης βιομηχανικής παραγωγής εμφανίζει μικρή άνοδο σε ετήσια βάση της τάξης του 2%, αν και ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής για το μήνα Αύγουστο εμφανίζει συστολή σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Το γενικό συμπέρασμα είναι πως η βιομηχανική παραγωγή εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης και ελαφράς, αλλά ασταθούς ανάκαμψης.
Εξετάζοντας τη διάρθρωση του σχετικού δείκτη, η μερίδα του λέοντος των αυξήσεων αφορά κυρίως τα καταναλωτικά αγαθά και ιδιαίτερα τα μη διαρκή καταναλωτικά αγαθά, που έχουν σχεδόν βρεθεί στα επίπεδα του 2010.
Κεντρικό συμπέρασμα είναι πως η ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής δε γίνεται με άξονα την παραγωγή μέσων παραγωγής ή ακόμα και την παραγωγή διαρκών καταναλωτικών αγαθών, αλλά κυρίως με την ανάκαμψη της βιομηχανίας κυρίως τροφίμων και ποτών, που συνδέεται ιδιαίτερα με την ανάπτυξη και τις προσδοκίες ανάπτυξης στον κλάδο του τουρισμού.
Τα συμπεράσματα για την κατάσταση της βιομηχανίας είναι ελαφρά διαφορετικά, αν κοιτάξει κανείς το δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία, που σημείωσε μείωση τον Αύγουστο του 2016 κατά 5,6% σε σχέση με το 2015 και μεγάλη μείωση 12% σε 12μηνη βάση. Ένα τμήμα της μείωσης ασφαλώς οφείλεται στον αρνητικό πληθωρισμό του τελευταίου έτους. Ωστόσο, το ύψος του δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την απόκλιση απ’ το δείκτη όγκου.  Ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Για το πρώτο εξάμηνο του έτους, η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει ελαφρά μειωμένο πλεόνασμα απ’ τον τουρισμό για το 2016 σε σχέση με το 2015 κατά 7,9%, που αντανακλά κυρίως μείωση της ταξιδιωτικής δαπάνης ανά ταξίδι και ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των ταξιδιωτών. Το ταξιδιωτικό πλεόνασμα διαμορφώθηκε στα 3,36 δισ. ευρώ.
Η ίδια τάση, πολύ πιο ισχυρή, χαρακτήρισε το ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, διαμορφώθηκε στα 2,76 δισ. ευρώ έναντι 5,62 δισ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2015, μειώθηκε δηλαδή κατά 51%. Κάποιοι αναλυτές αποδίδουν τη μείωση αυτή στις επιπτώσεις των capital controls, αλλά και σε ένα κύμα μετεγκαταστάσεων ναυτιλιακών εταιριών. Ωστόσο, η κακή κατάσταση της παγκόσμιας ναυλαγοράς επέδρασε σίγουρα αρνητικά.
 Η πιστωτική επέκταση εξακολουθεί να είναι αρνητική και στο Β΄ τρίμηνο του 2016, αν και εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης. Το 2016 ελαττώθηκε ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τη βιομηχανία, από 2,4% το 2015 σε -0,3% το Α΄ 2016 τρίμηνο και 0,2% το Β΄ τρίμηνο 2016, σταθεροποιήθηκε ο ρυθμός επέκτασης προς τον τουρισμό, 0,6% το 2015, 0,9% το Α΄ τρίμηνο 2016, 0,4% το Β΄ 2016 και αυξήθηκε ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στις κατασκευές, 0,6% το 2015, 1% Α΄ 2016, 0,8% Β΄ 2016.
Το λιανικό εμπόριο εμφανίζει επίσης πτωτική τάση. O γενικός δείκτης κύκλου εργασιών τον Ιούλη του 2016 σημείωσε σημαντική αύξηση σε σχέση με τον Ιούλη του 2015 σχεδόν κατά 10%. Ωστόσο ο Ιούλης του 2015 ήταν ο μήνας των capital controls, που οδήγησαν σε σημαντική μείωση του δείκτη. Ο μεσοσταθμικός δείκτης 12μηνου διαμορφώθηκε στο 71,1 έναντι 73,8 το αντίστοιχο περσινό 12μηνο (μείωση 3,8%). Εξάλλου, και η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε (με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία) και το 1ο και το 2ο τρίμηνο του 2016 (0,3% και 0,2% q-o-q βάση).
Το ποσοστό ανεργίας ελαττώνεται με βραδείς ρυθμούς. Ειδικότερα, το Μάη διαμορφώθηκε στο 23,3%, όταν –με βάση τα στοιχεία που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ– το Μάη του 2015 ήταν στο 24%. Ωστόσο, η μείωση του απόλυτου αριθμού των ανέργων, την περίοδο αυτή, ήταν μόλις 30 χιλιάδες. Ο αριθμός των ανέργων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώθηκε στις 1.116 χιλιάδες έναντι 1.147 χιλιάδων το 2015. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, οι νέες θέσεις εργασίας είναι ως επί το πλείστον μερικής απασχόλησης και χαμηλής αμοιβής.

ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΕΤΟΣ

 Αναφορικά με τις αστικές προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017, οι εκτιμήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά, ανάλογα με την πηγή της πρόβλεψης, και κυμαίνονται από 2,8% της πιο πρόσφατης πρόβλεψης του ΔΝΤ μέχρι 0,7% στην έκθεση των 8 γερμανικών ινστιτούτων. Το σύνολο ωστόσο των προβλέψεων εκτιμά πως το 2017 η ελληνική οικονομία θα γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Oik 11 
Οι κυβερνητικές προβλέψεις κάνουν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% ετησίως, που θα προκύψει μέσα από αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8%, αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου 9,1% σε ετήσια βάση, αύξηση των εξαγωγών κατά 5,3% και μικρότερη αύξηση των εισαγωγών κατά 3,3%.
Ωστόσο, οι κυβερνητικές προβλέψεις για το 2017 είναι επισφαλείς στο φόντο της κατάστασης της οικονομίας. Η δυσκολία στις διεθνείς ναυλαγορές και γενικότερα στο διεθνές εμπόριο και η επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας κάνουν τους στόχους για μεγάλη αύξηση των εξαγωγών δύσκολα επιτεύξιμους, ενώ επιδρούν αρνητικά και στις επιδόσεις του τουρισμού. Παράλληλα, η κυβερνητική πρόβλεψη για μεγάλη αύξηση της τελικής κατανάλωσης προβληματίζει, καθώς ο προϋπολογισμός προβλέπει νέα μέτρα.
Oik 12  
Μπορούμε να εκτιμήσουμε πως είναι σχετικά υψηλή η πιθανότητα επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης το 2017, ωστόσο με ρυθμό ανάπτυξης σαφώς πιο περιορισμένο.
Συγχρόνως, μια σειρά από αναμενόμενους παράγοντες μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης το 2017.
Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή εκθέτει τη χώρα σε μεγάλους κινδύνους, που σχετίζονται από την ένταση της προσφυγικής κρίσης μέχρι και την πιο άμεση και εκτεταμένη εμπλοκή της σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Συγχρόνως, γεωπολιτικοί παράγοντες ενδέχεται να επιδράσουν άμεσα ή έμμεσα στις οικονομικές εξελίξεις,  π.χ. μέσα από πιθανές κυρώσεις του ΝΑΤΟ σε Ρωσία ή Κίνα. Τέτοιες εξελίξεις θα έχουν αρνητικές εξελίξεις και στην πορεία του τουρισμού, μέσα από διάφορα «κανάλια επίδρασης» (π.χ. πιθανές κυρώσεις ΝΑΤΟ - ΕΕ σε Ρωσία και επίδραση των αντίμετρων, επιδείνωση του επιπέδου ασφάλειας στη χώρα κλπ.).
Μια επιδείνωση της οικονομίας διεθνώς, που αποτελεί ένα ισχυρό ενδεχόμενο, θα έχει έντονες συνέπειες στην ΕΕ που αποτελεί βασικό οικονομικό εταίρο της ελληνικής οικονομίας.
Η όξυνση της αστάθειας στην Ευρωζώνη, στην οποία αναφερθήκαμε νωρίτερα, δυσκολεύει σημαντικά τις επενδύσεις στην Ελλάδα, τόσο λόγω αυξημένου συναλλαγματικού κινδύνου (πιθανότητα grexit) όσο και γιατί μια Ελλάδα εκτός ΕΕ δεν αποτελεί πρόσφορη αγορά επενδύσεων.
Τέλος, παρόλο που στη σχέση οικονομίας-πολιτικής το θεμελιακό στοιχείο είναι η οικονομία, η πολιτική δεν είναι παθητική. Κι από αυτήν την άποψη, σειρά πολιτικών παραγόντων μπορούν να επιδράσουν ανασταλτικά στη διαφαινόμενη τάση ανάκαμψης (όπως συνέβη και μεταξύ 2014-2015). 

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μετά από τις εκλογές του Σεπτέμβρη, γενικά προχώρησε με συνέπεια στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει από το 3ο Μνημόνιο, αξιοποιώντας και την πρώτη αξιολόγηση, η οποία ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούλη.
Συνέχισε, επί της ουσίας, την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με στόχο την εκπλήρωση δύο αλληλένδετων επιδιώξεων, προσπαθώντας να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας από την παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση:
• Την προώθηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και πειθαρχίας, δηλαδή την ισοσκέλιση κρατικών εσόδων και δαπανών σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων.
• Τη συνέχιση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων με στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Πρέπει να σημειώσουμε πως τα βήματα της κυβερνητικής πολιτικής υλοποιούν πλευρές και των δύο βασικών επιδιώξεων, άσχετα με τον κάθε φορά προπαγανδιστικό μανδύα. Έτσι, η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης αξιοποιήθηκε για την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, μέσα από την επιπλέον φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων, την ανατροπή στο Ασφαλιστικό και τη μείωση των συντάξεων.

 Ο ΚΕΤΡΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

 Κεντρικός άξονας της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λεγόμενη «δίκαιη ανάπτυξη»7. Πρόκειται για ένα πολιτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει συγκεκριμένους στόχους και πολιτικές κατευθύνσεις που υπηρετούν την άρχουσα τάξη των καπιταλιστών και την ίδια στιγμή αποτελεί ένα προπαγανδιστικό εργαλείο με το οποίο επιχειρεί να ρυμουλκήσει τις λαϊκές δυνάμεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται πως το δικό του νέο αναπτυξιακό μοντέλο δεν απαιτεί νέες θυσίες για τους εργαζόμενους. Στον προϋπολογισμό γράφει πως η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της και πως η μάχη της ανταγωνιστικότητας θα κερδηθεί αλλιώς.
Πρώτα και κύρια, η ίδια η παραπάνω διατύπωση αποκαλύπτει πως πρόκειται για αναγκαστική επιλογή, καθώς η δυνατότητα περαιτέρω συμπίεσης μισθών για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχει εξαντληθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά καλεί τις εργατικές λαϊκές δυνάμεις να αποδεχτούν πως δε θα έχουν –ή πως θα έχουν περιορισμένες– περαιτέρω απώλειες. Καλεί δηλαδή τους εργαζόμενους να αποδεχτούν τις τεράστιες απώλειες που είχαν μέχρι σήμερα. Αντίθετα απ’ τις προτάσεις υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ, ο λαός πρέπει να κρίνει κάθε νέα αστική αναπτυξιακή πολιτική με κριτήριο την ανάκτηση των μεγάλων απωλειών του και κυρίως την απαίτηση ικανοποίησης των αναγκών του, που θυσιάζονται συνεχώς στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους. Και με το κριτήριο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ απλά έρχεται να παγιώσει την αστική πολιτική και όχι να την βελτιώσει.
Ειδικότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι η δική του αναπτυξιακή πρόταση της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» εξασφαλίζει τη δίκαιη ανάπτυξη, αφού η κυβερνητική πολιτική αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό, προωθεί την εξωστρέφεια και την καινοτομία, τις μεγάλες «τεχνολογικές τομές στον παραγωγικό ιστό της χώρας». Πρόκειται για άξονες που αναφέρονται σε κάθε κυβερνητική αναπτυξιακή πρόταση την τελευταία 20ετία. Κάθε αστική πολιτική σε συνθήκες ανάκαμψης που στοχεύει στην αύξηση των κερδών του μονοπωλιακού κεφαλαίου υποβοηθά την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων.
Πίσω απ’ τη ρητορική για την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού κρύβεται η ατελείωτη αλυσίδα μέτρων που οδηγούν σε φθηνή εργατική δύναμη.
Πίσω απ’ τις διακηρύξεις για αποτελεσματικό κράτος κρύβεται η μεγαλύτερη φοροαφαίμαξη του λαού και οι περικοπές δαπανών κοινωνικής πολιτικής, προκειμένου να αυξηθεί η κρατική ενίσχυση των εγχώριων ομίλων και να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των δανειστών.
Η αξιοποίηση της καινοτομίας για την αύξηση της παραγωγικότητας δε χρησιμοποιείται στον καπιταλισμό για να βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων, αλλά για να αυξηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου. Στις ΗΠΑ, που αποτελούν διεθνές πρότυπο στον τομέα της καινοτομίας, μεταξύ του 1973 και του 2013 η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 73%, ενώ το κατώτατο ημερομίσθιο μόλις κατά 9%. Γενικά, η αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας προέρχεται απ’ την αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στο επίπεδο παραγωγικότητας και το μισθό.
Η επιμονή στην εξωστρέφεια αποτελεί έμμεση κυβερνητική ομολογία ότι η σκληρή λιτότητα θα μείνει πολλά χρόνια στην εγχώρια αγορά, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι σχετικά μικρή. Γι’ αυτό και η αύξηση των πωλήσεων πρέπει να αναζητηθεί στο εξωτερικό. Έτσι, ο προσανατολισμός της εγχώριας παραγωγής με γνώμονα το κέρδος μετατοπίζεται και απομακρύνεται ακόμα περισσότερο απ’ την κατεύθυνση κάλυψης εγχώριων βασικών αναγκών. Εξάλλου, η τόνωση των εξαγωγών εμφανίζεται ως «απάντηση» στην κρίση σχεδόν σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στην ουσία, η καταφυγή μεγάλου μέρους της καπιταλιστικής παραγωγής στις εξαγωγές ως απάντηση στην κρίση αντανακλά απ’ τη μια τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αστική διαχείριση διεθνώς και, απ’ την άλλη, την όξυνση των αντιθέσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων για μοίρασμα αγορών και γενικότερα οικονομικού εδάφους.
Γενικότερα, η πλούσια διεθνής και ελληνική πείρα επιβεβαίωσε ότι καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό. Καθώς σαπίζει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, θα γίνεται όλο και πιο βάρβαρος, όλο και πιο αντιδραστικός. Η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι δεμένη με την εξαθλίωση των εργαζόμενων, σχετική ή και απόλυτη.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Δημοσιονομική Πολιτική 
Η κυβέρνηση με συνέπεια εφαρμόζει τους στόχους που προβλέπονται στα Μνημόνια για τη δημοσιονομική εξυγίανση στο πλαίσιο των γενικότερων στρατηγικών επιλογών της Ευρωζώνης για την ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο της ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης και του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ και εξειδικεύεται για την Ελλάδα στο 3ο Μνημόνιο.
Η δημοσιονομική εξυγίανση αποτελεί άλλωστε και επιλογή της αστικής τάξης της χώρας. Η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων εγγυάται τη δυνατότητα του αστικού κράτους να χρηματοδοτεί την καπιταλιστική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ανάγκη για τη διασφάλιση της στρατηγικής επιλογής της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Συγχρόνως, στις παρούσες συνθήκες, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση του αστικού κράτους σε πηγές φθηνότερης χρηματοδότησης.
Προχώρησε στη συγκρότηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου που θα επιβλέπει την εκτέλεση του προϋπολογισμού και θα παρεμβαίνει σε περίπτωση αποκλίσεων από τους στόχους, ενώ θεσμοθέτησε τον αυτόματο δημοσιονομικό «κόφτη» για την αυτόματη διόρθωση των αποκλίσεων.
Με βάση τις αποφάσεις για τον «κόφτη», οι μισθοί και συντάξεις θα πληρώσουν το 60% του βάρους της διόρθωσης μιας δημοσιονομικής απόκλισης που θα ενεργοποιήσει τον «κόφτη».

Φορολογική Πολιτική 
Στη φορολογική πολιτική είχαμε παρεμβάσεις τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία. Στην άμεση φορολογία άλλαξαν οι συντελεστές φορολόγησης των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων. Οι νέες κλίμακες, σε συνδυασμό με τη μείωση του έμμεσου αφορολόγητου από τα 9.550 ευρώ στα 8.636 ευρώ για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, μέσω της επιστροφής φόρου από 2.100 ευρώ στα 1.900 ευρώ δηλαδή, οδηγούν σε μια επιβάρυνση στα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ, αντίθετα, μειώθηκε η φορολογική επιβάρυνση για τα εισοδήματα από 25.000 ευρώ έως 30.000 ευρώ. Τα 2.100 ευρώ έκπτωση φόρου διατηρούνται για μια οικογένεια με τρία ή περισσότερα τέκνα και μετά σταδιακά μειώνονται έως τα 1.900, ανάλογα με το μικρότερο αριθμό των τέκνων.
Στην κλίμακα εισοδήματος για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους εντάσσονται πλέον και τα εισοδήματα από αγροτικές εκμεταλλεύσεις, αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών. Μόνο που για τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν ισχύει κανένα είδος αφορολόγητου, με επιστροφή φόρου, το οποίο όμως ισχύει για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Πλέον στους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες περιλαμβάνονται αυτοί που τουλάχιστον το 50% του εισοδήματός τους προέρχεται από αγροτική εκμετάλλευση, από 30% που ήταν πριν, βγάζοντας έξω μερικές δεκάδες χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά.
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες καταργούνται οι δύο κλίμακες, 26% για εισοδήματα έως 50.000 ευρώ και 33% για τα μεγαλύτερα εισοδήματα, κι εντάσσονται στην κλίμακα των μισθωτών. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής οδηγεί σε μείωση της φορολογίας για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ, ενώ και γι’ αυτά τα εισοδήματα η προκαταβολή για το επόμενο έτος ανέρχεται στο 100%.
Οι όποιες μειώσεις της φορολόγησης των εισοδημάτων των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών εξανεμίζονται από τις δραστικές αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές που επιβλήθηκαν με το νέο ασφαλιστικό νόμο.
Τεράστιες είναι οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν απ’ τις αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς υπολογισμούς, οι αλλαγές στη φορολογία πρόκειται να οδηγήσουν σε νέα αύξηση των φορολογικών εσόδων, το ύψος των οποίων θα ξεπερνά τα 3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Οι διακηρύξεις της κυβέρνησης περί δίκαιης αναδιανομής των φορολογικών βαρών αναδεικνύονται ένα κενό πουκάμισο, μια και η όποια μικρή ελάφρυνση σε κάποιες κατηγορίες εξανεμίζεται από την αύξηση της έμμεσης φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.
Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών των νομικών προσώπων δεν αντιστρέφει τη σκανδαλώδη φορολογική μεταχείριση που απολαμβάνουν οι μονοπωλιακοί όμιλοι και θα στραφεί σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων. Η σκανδαλώδης φορολογική μεταχείριση αφήνει ανέπαφα τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα ασυλίας που απολαμβάνουν ορισμένοι κλάδοι του κεφαλαίου, όπως, π.χ., το εφοπλιστικό κεφάλαιο.

Ασφαλιστικό 
Η αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης, που προωθήθηκε για την τυπική ψήφισή της τον περασμένο Μάη, αποτελεί σίγουρα μνημείο αντιλαϊκότητας και ταυτόχρονα μια απ’ τις σημαντικότερες, μέχρι σήμερα, αποδείξεις του πραγματικού χαρακτήρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το κυβερνητικό σχέδιο αποδέχεται και μονιμοποιεί όλους τους προηγούμενους αντιασφαλιστικούς νόμους. Συγχρόνως, ο νέος νόμος προωθεί αποφασιστικά την ανταποδοτικότητα στην Κοινωνική Ασφάλιση και ουσιαστικά καταργεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της, αποδεικνύοντας τη σημασία της «κυβέρνησης της Αριστεράς» για να κάνει τη «βρόμικη δουλειά» που θα δυσκολευόταν να κάνει ένα άλλο αστικό κόμμα.
Με όχημα τη «βιωσιμότητα» του Ασφαλιστικού, το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο οδηγεί σε δραστική περικοπή των συντάξεων, μειώνοντας τη σημερινή κατώτερη σύνταξη στα 345 ευρώ απ’ τα σημερινά 486 ευρώ, δηλαδή μείωση της τάξης του 15% περίπου. Συγχρόνως, αλλάζοντας τους συντελεστές αναπλήρωσης, μειώνεται σημαντικά το σύνολο των συντάξεων.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση προχώρησε σε δραστική περικοπή των υφιστάμενων επικουρικών συντάξεων, ενώ με το νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων καθόρισε νέες, μειωμένες κύριες συντάξεις, αναστέλλοντας την εφαρμογή τους για μια διετία, με τη λεγόμενη προσωπική διαφορά.
Οι μειώσεις αυτές είναι ένας ακόμα γύρος μειώσεων και περικοπών των συντάξεων, αλλά όχι ο τελευταίος. Ήδη, ο προϋπολογισμός του 2017 προβλέπει νέα, σημαντική συστολή των κρατικών δαπανών για τις συντάξεις.
Παράλληλα, το νέο Ασφαλιστικό προβλέπει εκτόξευση των ασφαλιστικών εισφορών για ορισμένες κατηγορίες εργαζόμενων. Μέσα σ’ αυτές είναι οι εργαζόμενοι με Δελτία Παροχής Υπηρεσιών, «μπλοκάκια», όπως και οι ουσιαστικά αυτοαπασχολούμενοι. Το νέο Ασφαλιστικό συνδέει το ύψος του εισοδήματος με τις ασφαλιστικές εισφορές, οδηγώντας σε συνολικές επιβαρύνσεις (αν συνδυαστούν με τη φορολόγηση) που φτάνει το 50-60% του συνολικού εισοδήματος γι’ αυτές τις κατηγορίες.
Ειδική στόχευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η αξιοποίηση του Ασφαλιστικού ως εργαλείου προώθησης της επιτάχυνσης της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης. Πιο συγκεκριμένα, η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών γίνεται αδύνατη για μεγάλα στρώματα αυτοαπασχολούμενων που εξωθούνται στην προλεταριοποίηση. Με τον τρόπο αυτό, το μεγάλο κεφάλαιο απ’ τη μία βρίσκει έδαφος για νέες επενδύσεις, στα τμήματα της αγοράς που μέχρι πρότινος κάλυπταν οι αυτοαπασχολούμενοι, απ’ την άλλη αξιοποιεί τα προλεταριοποιημένα στρώματα ως εργατικό δυναμικό για τις επενδύσεις αυτές.
Η προώθηση της αντιασφαλιστικής μεταρρύθμισης αποδεικνύει την πλήρη ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η κυβέρνηση, που προεκλογικά υποσχόταν επαναφορά των συντάξεων, προχώρησε σε μια αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση ευρείας κλίμακας και βάθους, την οποία θα δυσκολευόταν να προωθήσει ένα άλλο κόμμα.

Για τη λεγόμενη πάταξη της φοροδιαφυγής 
Η υπόθεση της πάταξης της φοροδιαφυγής και η περιβόητη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» γι’ ακόμα μία φορά αναδεικνύεται ως το κυνήγι των μαγισσών, στοχεύοντας τη μικρή φοροδιαφυγή αυτοαπασχολούμενων και αφήνοντας άθικτο το πλαίσιο λειτουργίας, δράσης και κίνησης του κεφαλαίου, όπως αυτό καθορίζεται από τις συνθήκες της ΕΕ, αλλά και από τη διεθνοποίηση της οικονομίας, σε μια περίοδο μάλιστα που οξύνονται και στον τομέα της φορολογίας οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ιδιαίτερα ΗΠΑ-ΕΕ ( π.χ. για την Apple).
Ειδικότερα, η στροφή που γίνεται προς το λεγόμενο πλαστικό χρήμα έχει αυτόν το στόχο. Το πλαστικό χρήμα επιτρέπει την ακριβή καταγραφή των συναλλαγών που έχουν και οι αυτοαπασχολούμενοι και στοχεύει στη δραστική περικοπή των δυνατοτήτων φοροαποφυγής που διαθέτουν. Όμως, ως ένα βαθμό, η φοροδιαφυγή των αυτοαπασχολούμενων αποτέλεσε ιστορικά μέθοδο στην οποία κατέφευγαν προκειμένου να μπορούν να ανταγωνιστούν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που έχουν πολλές δυνατότητες νόμιμης φοροαποφυγής. Η πίεση για εξάλειψη της φοροδιαφυγής ουσιαστικά αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού σε βάρος τους. Επιπλέον, συνυπολογίζοντας τις τεράστιες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολούμενων και την πρόσδεσή τους στο εισόδημα, ουσιαστικά η κυβερνητική πολιτική σαρώνει ευρύτατα τμήματα των αυτοαπασχολούμενων. Επιταχύνει δραστικά, με διοικητικά μέτρα, τη διαδικασία συγκέντρωσης της παραγωγής και εμπορίας.
Πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιμείνουμε στον ταξικό χαρακτήρα της φορολογίας του αστικού κράτους, στο γεγονός πως πρόκειται για έναν ακόμα μηχανισμό αναδιανομής της παραγωγής υπέρ των ομίλων, πως τελικά η φορολογική πολιτική του αστικού κράτους είναι ταξικά άδικη.

Απελευθέρωση - Ιδιωτικοποιήσεις 
Η κυβέρνηση, παρά τις όποιες παλινωδίες και αντιφάσεις, συνεχίζει την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων και στους τομείς της απελευθέρωσης των αγορών και των ιδιωτικοποιήσεων.
Στον τομέα της ενέργειας προχώρησε στον πλήρη διαχωρισμό της ΔΕΗ από τον ΑΔΜΗΕ, ενώ με το πολυνομοσχέδιο του Σεπτέμβρη προώθησε το νομοθετικό πλαίσιο για τις δημοπρασίες των ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας (ΝΟΜΕ). Ο διαχωρισμός του ΑΔΜΗΕ ως κρατικού φορέα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας απ’ τη ΔΕΗ αποτελεί κοινοτική κατεύθυνση και απαίτηση των υπόλοιπων ιδιωτικών ομίλων στο συγκεκριμένο κλάδο, για να διασφαλιστούν σχετικά ισότιμοι όροι στον ανταγωνισμό.
Προχώρησε στην εισαγωγή ενός νέου πλαισίου στήριξης των επενδύσεων ΑΠΕ και συμπαραγωγής, το οποίο εντάσσεται και υλοποιεί το ευρωενωσιακό πλαίσιο απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και γενικότερα στοχεύει στην υλοποίηση των στόχων που έχουν τεθεί απ’ τη Στρατηγική ΕΕ 2020 (20% ΑΠΕ). Κεντρικό στοιχείο του είναι τα σταθερά ποσά ενίσχυσης των μονάδων αυτού του τύπου για συγκριμένο χρονικό διάστημα, ανεξάρτητα απ’ τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς, δηλαδή η παροχή διασφαλισμένων κερδών για τους ομίλους.
Επίσης ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την ευρωπαϊκή οδηγία για τον ενιαίο σιδηροδρομικό χώρο, διευκολύνοντας την πορεία ιδιωτικοποιήσεων των σιδηροδρόμων.
Δημιούργησε το νέο ταμείο με την επωνυμία «Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ», που περιλαμβάνει την Εταιρία Δημόσιων Συμμετοχών (ΕΔΗΣ) με δεκάδες κρατικές επιχειρήσεις, το ΤΑΙΠΕΔ, το ΤΧΣ, όπου ανήκουν οι τραπεζικές μετοχές, την Εταιρία Ακινήτων του Δημοσίου, στην οποία ανήκουν αδόμητες εκτάσεις-φιλέτα του κράτους. Το υπερταμείο, για τα επόμενα 99 χρόνια, θα «αξιοποιεί» με «τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας» τα περιουσιακά στοιχεία του, με στόχους την «υλοποίηση της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας» και την «απομείωση του χρέους».
Στόχος του ταμείου είναι η παραπέρα προώθηση της απελευθέρωσης και η πλήρης ευθυγράμμιση της λειτουργίας των κρατικών επιχειρήσεων με σκοπό τη μεγαλύτερη κερδοφορία, χωρίς να αποκλείει και μια άμεση ιδιωτικοποίησή τους.
Γι’ αυτό και η ομπρέλα των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων που προωθούνται μέσα απ’ το ταμείο ουσιαστικά προωθείται διαχρονικά, σ’ ολόκληρη την ΕΕ. Ο στρατηγικός χαρακτήρας των αλλαγών αυτών εξηγεί και την ανάγκη του κεφαλαίου να θωρακίσει τη διοίκηση του υπερταμείου, μέσα και απ’ τον καθοριστικό ρόλο της ΕΕ στην επιλογή των στελεχών της, ώστε να αποφύγει κυβερνητικούς ελιγμούς σε κρίσιμα ζητήματα.
Το νέο υπερταμείο αποτελεί κεντρικό άξονα της αστικής πολιτικής για την καπιταλιστική ανάκαμψη του επόμενου διαστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ προωθεί αυτήν την αστική στρατηγική της «απελευθέρωσης» τομέων της οικονομίας με διαφορετικούς τρόπους, που θυμίζουν τους ελιγμούς του ΠΑΣΟΚ παλιότερα. Χαρακτηριστική μέθοδος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διατήρηση της ιδιοκτησίας στο κράτος και η παραχώρηση της χρήσης κερδοφόρων τμημάτων τους στο μεγάλο κεφάλαιο. Σημειώνουμε πως η μέθοδος αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη μέθοδος απ’ τη σκοπιά της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αφού ο επενδυτής χρειάζεται να επενδύσει μικρότερα κεφάλαια.

Ανακεφαλαιοποίηση Τραπεζών 
Η παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση, η μεγάλη εκροή καταθέσεων που ξεκίνησε το 2009, ανακόπηκε ελαφρά το 2014 και κλιμακώθηκε το  πρώτο εξάμηνο του 2015, φτάνοντας συνολικά τα 105 δισ. ευρώ. Η επιβολή των capital controls και η αύξηση των κόκκινων δανείων επιδείνωσαν την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών και οδήγησαν στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Η κυβέρνηση επέλεξε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών να προέλθει από ιδιωτικά κεφάλαια και, εφόσον χρειαστεί, να συμμετέχει σ’ αυτήν και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με το μεγαλύτερο μέρος της συμμετοχής σε μετατρέψιμα ομόλογα (CoCos) και το υπόλοιπο σε κοινές ονομαστικές μετοχές.
Τελικά το ΤΧΣ εισέφερε για την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών 2.706 εκ. ευρώ για την ΕΤΕ και 2.720 εκ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς. Η Eurobank και η Alpha κάλυψαν τις κεφαλαιακές τους ανάγκες αποκλειστικά με ιδιωτικά κεφάλαια.
Στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου συμμετείχαν διάφορα funds, όπως του Paulson στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά και η EBRD, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Μετά από την ανακεφαλαιοποίηση περιορίστηκε η συμμετοχή του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, στην Eurobank στο 2,7% από 35% που ήταν πριν την αύξηση, στην Alpha Bank στο 11% από 66%, στην Πειραιώς στο 26% από 66,9% και στην ΕΤΕ στο 35% από 57,2%.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι μετά και από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση ουσιαστικά εξανεμίστηκαν τα 39 δισ. ευρώ των πρώτων ανακεφαλαιοποιήσεων, τα οποία όμως παραμένουν και επιβαρύνουν το κρατικό χρέος.
Η ανακεφαλαιοποίηση συμπεριέλαβε επίσης την Τράπεζα Αττικής, αλλά και τις συνεταιριστικές τράπεζες, χωρίς τη συμμετοχή του ΤΧΣ και με την προϋπόθεση εισόδου στρατηγικού επενδυτή.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια σειρά τροποποιήσεις του ιδρυτικού νόμου του ΤΧΣ, τροποποιήσεις που απορρέουν από το τρίτο Μνημόνιο, βάσει των οποίων διευρύνονται οι αρμοδιότητες του ΤΧΣ.

Διαχείριση Κόκκινων Δανείων 
Η κυβέρνηση προχώρησε στη σταδιακή απελευθέρωση των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία. Τροποποίησε προς το χειρότερο ακόμα και αυτές τις ανεπαρκείς προϋποθέσεις που καθόριζε ο νόμος Κατσέλη, ενώ η όποια προστασία διαρκεί μέχρι το 2018. Για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων προχώρησε στη δημιουργία δύο νέων μορφών εταιριών:
• Την Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΕΔΑΜΕΔ), η οποία μπορεί να διαχειρίζεται κόκκινα δάνεια με στόχο τη μετατροπή τους σε εξυπηρετούμενα.
• Την Εταιρεία Μεταβίβασης Απαιτήσεων από μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΕΜΑΜΕΔ), στην οποία μπορούν να πωλούνται κόκκινα δάνεια.
Υπεύθυνη για την αδειοδότηση και την εποπτεία αυτών των εταιριών είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Άδεια μπορούν να πάρουν και ανώνυμες εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος.
Σε αυτές τις εταιρίες μπορούν να μεταβιβάζονται για διαχείριση ή πώληση όλες οι κατηγορίες κόκκινων δανείων, ακόμα και αυτών που είναι με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Επίσης μπορούν να μεταβιβαστούν και εξυπηρετούμενα δάνεια. Τέλος, μπορούν να μεταβιβαστούν μόνο για διαχείριση ακόμα και αυτά τα δάνεια που προστατεύονται από τον τροποποιημένο νόμο Κατσέλη, χωρίς όμως να μπορούν να πουληθούν μέχρι την 31η Φλεβάρη 2018, οπότε και λήγει η όποια προστασία.
Είναι σαφές πως πρόκειται για επιτάχυνση μιας διαδικασίας ελεγχόμενης απαξίωσης υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου στον τομέα των κατασκευών. Τελικό αποτέλεσμα των κυβερνητικών μέτρων θα είναι η δραστική επιτάχυνση της συγκέντρωσης γης και κατοικίας στο μεγάλο κεφάλαιο.

Αναπτυξιακός Νόμος 
Με τον αναπτυξιακό νόμο που έφερε η κυβέρνηση, προχωρά στις αναγκαίες προσαρμογές για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος το οποίο θα διευκολύνει την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων με την αναγκαία και απαραίτητη κρατική στήριξη. Προσαρμογή που καθορίζουν τόσο η παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση όσο και οι δημοσιονομικές δυσχέρειες για την άμεση κρατική χρηματοδότηση.
Ο νέος αναπτυξιακός νόμος παίρνει υπόψη του και ενσωματώνει τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης για την ανάγκη ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας και τη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, δίνοντας βάρος στην εξωστρέφεια και την καινοτομία, χωρίς ν’ αποφεύγει και την εκδήλωση επιμέρους αντιθέσεων, όπως, για παράδειγμα, την κριτική των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Αναπτυξιακός νόμος που θα λειτουργήσει συμπληρωματικά προς το νέο ΕΣΠΑ, αλλά και στο πακέτο Γιούνκερ.
Με το νόμο αυτό, η κυβέρνηση, και εξαιτίας της χρηματοδοτικής στενότητας, δίνει βάρος στις φοροαπαλλαγές, χωρίς βέβαια να καταργεί τις επιχορηγήσεις. Στόχος της κυβέρνησης το 45% των ενισχύσεων να αφορά τις φοροαπαλλαγές, ενώ μέχρι τώρα το 95% των ενισχύσεων ήταν επιχορηγήσεις.
Για τη διευκόλυνση των επενδύσεων προχωράει στην κατάργηση της ίδιας συμμετοχής. Δημιουργεί οκτώ καθεστώτα ενίσχυσης.
Από τη μία μεριά προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει τη μεγάλη συγκέντρωση των ενισχύσεων σε λίγα επενδυτικά σχέδια, βάζοντας πλαφόν 5 εκ. € ανά επενδυτικό σχέδιο και 20 εκ. € ανά επιχειρηματικό όμιλο, από την άλλη ενισχύει τις συγχωνεύσεις ΜΜΕ, τις επιχειρηματικές συστάδες (clusters) και τα ολοκληρωμένα χωρικά σχέδια, επιδιώκοντας τη μεγέθυνση της κεφαλαιοποίησης. Σ’ αυτόν το νόμο μπορούν να ενταχτούν συνεταιρισμοί, οι οποίοι λειτουργούν πλέον ως ΑΕ, καθώς και οι ΚΟΙΝΣΕΠ.
Προχωράει στην απλοποίηση των διεκδικήσεων, αλλά και στην επιτάχυνση της αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων. Η λογική της εξωστρέφειας οδηγεί στο ν’ αναπτυχθούν αυτοί οι κλάδοι στους οποίους υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα για την ισχυροποίηση της ανταγωνιστικότητας και θωράκισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ενώ οι υπόλοιποι κλάδοι θα οδηγηθούν στη στασιμότητα είτε στη συρρίκνωση, επιβεβαιώνοντας την καταστροφή παραγωγικών δυνατοτήτων ακόμα και στις συνθήκες ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη όξυνση της ανισομετρίας ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας.
Η στήριξη της καινοτομίας οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη πρόσφυση της έρευνας στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, με επιπτώσεις στις προτεραιότητες, το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό της έρευνας, δηλαδή θα αναπτυχθούν εκείνοι οι τομείς της έρευνας που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και τα αποτελέσματά τους θα αξιοποιηθούν για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Άλλωστε ένα σημαντικό κομμάτι των νεοφυών επιχειρήσεων (start ups) αποτελούν παραρτήματα, κάνουν δηλαδή συμπληρωματική δουλειά (φασόν) για τις πολυεθνικές και βεβαίως δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν διέξοδο για την απασχόληση των νέων επιστημόνων.

ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

 Το πακέτο των εργασιακών 
Αναμφίβολα, το πακέτο των εργασιακών μέτρων είναι το «βαρύ πυροβολικό» του επόμενου διαστήματος. Για την προώθησή του θα αξιοποιηθεί η γνωστή «ανάγκη να κλείσει η αξιολόγηση». Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στη συγκρότηση μιας επιτροπής ειδικών για το θέμα των εργασιακών, το πόρισμα της οποίας δημοσιεύτηκε στα τέλη Σεπτέμβρη. Στη συνέχεια, το πόρισμα θα «σχολιαστεί» απ’ το Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Το πόρισμα εστιάζει στην ανάγκη περεταίρω μείωσης του μισθού των νεο-προσλαμβανόμενων και του κατώτατου μισθού, για αλλαγές στο πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, ενώ θέτει εν αμφιβόλω τις μισθολογικές ωριμάνσεις, αφού μιλά για ανάγκη συμφωνίας εργαζόμενων και εργοδοτών.
Απ’ την άλλη, οι «δανειστές» έχουν αποστείλει ένα έγγραφο 21 σελίδων με τις θέσεις τους για τα εργασιακά στην ελληνική κυβέρνηση. Μέσα στις θέσεις των δανειστών περιλαμβάνεται η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, σαρωτικές αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο που αφορούν τη προστασία των συνδικαλιστών, τις απεργίες, τη λειτουργία σωματείων, την απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, το lock out, αλλά και αλλαγές στον κατώτατο μισθό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προβάλλει τις αντιδραστικές απαιτήσεις του ΔΝΤ και στη συνέχεια εμφανίζει τα νέα μέτρα που αποδέχεται να προωθήσει ως το «μικρότερο κακό», ως αναγκαίο, επώδυνο συμβιβασμό.
Σημειώνεται πως, όπως άλλωστε είναι απολύτως αναμενόμενο, το πακέτο των εργασιακών έχει την ανοιχτή στήριξη του ΣΕΒ, που έχει ήδη τοποθετηθεί ανοιχτά υπέρ της ανάγκης αναθεώρησης της εργασιακής και συνδικαλιστικής νομοθεσίας.
Η αλλαγή της εργατικής και συνδικαλιστικής νομοθεσίας αποτελεί, παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις για τις «βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ», κλιμάκωση της επίθεσης στους εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, κυβέρνηση και άρχουσα τάξη έχουν βάλει στο στόχαστρο το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα και επιχειρούν με τις προωθούμενες αλλαγές στη συνδικαλιστική νομοθεσία (κήρυξη απεργίας, δικαιώματα συνδικαλιστών) να ξηλώσουν προηγούμενες κατακτήσεις των εργαζόμενων, δυσκολεύοντας σημαντικά τη δράση των ταξικών συνδικάτων. Συγχρόνως, η απελευθέρωση των απολύσεων και οι περαιτέρω μειώσεις στους μισθούς συνιστούν νέα αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων.

Προώθηση των αναδιαρθρώσεων 
Σημαντική πλευρά της κρατικής πολιτικής το επόμενο διάστημα είναι η προώθηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που προβάλλονται ως ουδέτερες, αλλά έχουν αντιλαϊκό περιεχόμενο.
Η προώθηση της πολιτικής της απελευθέρωσης, όπως προβλέπεται απ’ την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, σε μια σειρά κλάδους, είναι χαρακτηριστική πλευρά. Ξεχωρίζει η απελευθέρωση του επαγγέλματος των μηχανικών, που θα αποτελέσει πρόσθετο χτύπημα προς την προλεταριοποίηση εκτεταμένων στρωμάτων αυτοαπασχολούμενων. Ήδη στον κλάδο των κατασκευών προωθούνται αντιδραστικές αλλαγές με το νομοσχέδιο για τις ιδιωτικές και δημόσιες κατασκευές, που αποτελεί αποφασιστικό βήμα για την προώθηση της απελευθέρωσης. Άλλες αλλαγές που σχεδιάζονται, όπως η ηλεκτρονική ταυτότητα κτηρίων και η νέα νομοθεσία για τα ενεργειακά κτήρια, οδηγούν σε ταχεία απαξίωση της κτηριακής ιδιοκτησίας των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να αποτελέσει εύφορο πεδίο τοποθέτησης κεφαλαίων για τους ομίλους.
Γενικότερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προετοιμάζει το έδαφος με αλλαγές σε όλους τους τομείς, από την ενέργεια μέχρι την έρευνα, ώστε να διασφαλίσει ικανοποιητικούς όρους κερδοφορίας για τα μονοπώλια, στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2017

 Οι στοχεύσεις του προϋπολογισμού 
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού αναφέρει πως οι βασικοί άξονες πολιτικής που απαιτούνται για την υλοποίηση των αναπτυξιακών στόχων είναι:
α) Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων.
β) Η υλοποίηση «δομικών μεταρρυθμίσεων» με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, επιμένοντας όμως πως πρέπει να γίνει με τρόπους «πέραν της εσωτερικής υποτίμησης».
γ) Η αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων.
δ) Μια νέα συμφωνία για το χρέος,
ε) τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και
στ) την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Ουσιαστικά, το προσχέδιο είναι ένα ακόμα εργαλείο υλοποίησης των γενικών στόχων της αστικής πολιτικής.
Η διαχείριση των κόκκινων δανείων, με αφορμή την ανάγκη ισχυροποίησης των τραπεζών, ουσιαστικά μεταφράζεται σε προώθηση των πλειστηριασμών κατοικίας, αλλά και σε επιτάχυνση της αλλαγής ιδιοκτησίας σε επιχειρήσεις, είτε μέσα από αγοραπωλησίες πακέτων είτε μέσα από διάλυσή τους.
Οι περιβόητες δομικές μεταρρυθμίσεις έχουν ως μεγάλο χαμένο τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Πρώτα-πρώτα, η επιμονή στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας φανερώνει τον ξεκάθαρα αστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Συγχρόνως, μια σειρά μεταρρυθμίσεις που δεν επιδρούν άμεσα στο μισθό εργασίας και εμφανίζονται με ένα περισσότερο «ουδέτερο» πρόσημο στην πραγματικότητα έχουν άμεση αρνητική επίδραση στη ζωή ευρύτερων στρωμάτων εργαζόμενων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που θα γίνουν με πρόσχημα τον εκσυγχρονισμό της και θα οδηγήσουν σε νέα και γενικευμένη επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων.
Η σταθεροποίηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων μεταφράζεται σε επιμονή στην πολιτική υψηλών πλεονασμάτων, δηλαδή σε μια πολιτική παγίωσης των δημοσιονομικών δαπανών που αφορούσαν κοινωνικές υπηρεσίες, όπως έγινε τα τελευταία χρόνια.

Τα βασικά μεγέθη του Κρατικού Προϋπολογισμού 
Στο προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2017 προβλέπεται ότι το σύνολο των εσόδων του θα ανέλθουν στα 52,4 δισ. ευρώ έναντι 52,5 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα φτάσουν το 2016. Τα έσοδα των άμεσων φόρων θα ανέλθουν στα 20,4 δισ., παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,4 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2016 (αύξηση περίπου 2%), ενώ τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους θα ανέλθουν στα 26,3 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,45 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2016 (αύξηση περίπου 6%). Επί της ουσίας η πιο άδικη και αντιλαϊκή πηγή φορολογίας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση εσόδων.
Οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού προβλέπεται να ανέλθουν στα 55,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2016 (2,3%). Το πρωτογενές πλεόνασμα8 της Γενικής Κυβέρνησης σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (3ο Μνημόνιο) προβλέπεται να ανέλθει στο 1,8% του ΑΕΠ έναντι στόχου 1,75% που προβλέπεται στη Σύμβαση, δηλαδή θα ανέλθει στα 3,3 δισ. ευρώ.
Ο προϋπολογισμός προβλέπει νέα μέτρα, που προβλέπεται να αποδώσουν περίπου 4 δισ. ευρώ. Το σύνολο των παρεμβάσεων που αφορούν τα εισοδήματα ανέρχεται στο 1,65 δισ. ευρώ. Το μέγεθος αυτής της παρέμβασης καταρρίπτει τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι για την κοινωνική της πολιτική θα διαθέσει 871,8 εκ. ευρώ. Αυτό που επί της ουσίας πραγματοποιεί η κυβέρνηση είναι αναδιανομή της φτώχειας σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, στο όνομα της προστασίας της ακραίας φτώχειας.
Συμπερασματικά, το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2017 καταγράφει την κλιμάκωση της επίθεσης στα λαϊκά στρώματα με μέτρα που έρχονται να προστεθούν στα υπάρχοντα αντιλαϊκά μέτρα των προηγούμενων μνημονίων.

Η πορεία του Δημόσιου Χρέους 
Το κρατικό χρέος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 330 δισ. ευρώ το 2017, που αντιστοιχούν στο 181% του ΑΕΠ. Το κρατικό χρέος προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 3,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2016, αν και θα μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 185,3%). Ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός προϋπολογίζεται ότι θα παραμείνει σταθερός, στα 26,9 δισ. ευρώ, και αναλύεται σε 14,9 δισ. που αφορούν την ανανέωση των έντοκων γραμμάτιων και τα 12 δισ. ευρώ repos που συνάπτει το Δημόσιο με κρατικούς φορείς, αξιοποιώντας τα ταμειακά διαθέσιμα, μια αξιοποίηση που ανέρχεται στο 75% των ταμειακών δανεισμών.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

 Για το επιχείρημα της ισότητας-ανακατονομή εισοδήματος 
Ένα σημείο που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή είναι η κυβερνητική προπαγάνδα περί «ισότητας» στη φορολογία και γενικότερα. Με το προσωπείο της «ισότητας» ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά προχωράει σε μια αφαίμαξη των μη εξαθλιωμένων ακόμα λαϊκών στρωμάτων, αφήνοντας στο απυρόβλητο τα κέρδη και τα κεφάλαια των μεγάλων επιχειρήσεων.
Έτσι, για παράδειγμα, ως διεύρυνση της φορολογικής βάσης και φορολόγηση με βάση τις δυνατότητες νοείται κάθε φορά η φορολόγηση όσων τμημάτων των εργατικών λαϊκών στρωμάτων έχουν μεγαλύτερο εισόδημα απ’ το κάθε φορά εισόδημα εξαθλίωσης. Μέσα σ’ αυτά εντάσσεται η δρακόντεια φορολόγηση αυτοαπασχολούμενων, που τους εξωθεί ουσιαστικά στην προλεταριοποίηση, η μεγάλη φορολόγηση μέσω ΕΝΦΙΑ επενδύσεων λαϊκών στρωμάτων σε ακίνητα, αφού η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας των ομίλων είναι περιορισμένη και η έμμεση φορολόγηση σε είδη που κατά την κυβέρνηση είναι «πολυτελείας».
Η συγκεκριμένη τακτική εφαρμόζεται από το ΣΥΡΙΖΑ απ’ τη φορολογία μέχρι την υγεία και την παιδεία και βρίσκει «ευήκοα ώτα» σε εργατικά λαϊκά στρώματα χωρίς μεγάλη κοινωνική πείρα και σε ορισμένα εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί έναν κοινωνικό αυτοματισμό, τον οποίο στη συνέχεια αξιοποιεί απ’ την ανάποδη η ΝΔ, επίσης ψευδεπίγραφα, με τη λογική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιτίθεται στην αριστεία. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται αποκάλυψη και των δύο λαθροχειριών. 
Για παράδειγμα, η ελάχιστη φορολόγηση των ΑΕ που συμβάλλουν λιγότερο από 5% στα κρατικά έσοδα, η προκλητική φορολογική ασυλία των εφοπλιστών, οι αναπτυξιακοί νόμοι με τις φοροελαφρύνσεις για τους μεγαλοβιομήχανους, η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων της ΕΕ που επιτρέπει μετακίνηση τεράστιων κεφαλαίων εκτός Ελλάδας, οι τριγωνικές πωλήσεις των ομίλων που επιτρέπουν να καταγράφεται ελάχιστο τμήμα των εσόδων τους στην Ελλάδα, αποκαλύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ ως  κόμμα του κεφαλαίου.

Η επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα 
Άλλη πλευρά που αναδεικνύει την αντίφαση του ιδεολογήματος της ανάπτυξης είναι η απαιτούμενη διάρκειά της για την επίτευξη των επιπέδων προ κρίσης. Ακόμα και αν «παρακάμψουμε» το προηγούμενο, ουσιαστικότερο επιχείρημα αναφορικά με τους κερδισμένους και τους χαμένους απ’ την καπιταλιστική ανάπτυξη και εξετάσουμε την επίδραση της ανάπτυξης στο σύνολο της κοινωνίας, πολύ απλά η υπόσχεση για επιστροφή «στα παλιά» δε βγαίνει.
Καθώς το ΑΕΠ έχει μειωθεί 26% απ’ την εκδήλωση της κρίσης, ακόμα και αν υποθέσει κανείς τους βέλτιστους οιωνούς αναφορικά με τις οικονομικές συνθήκες στον περίγυρο, η επίτευξη των επιπέδων ΑΕΠ προ κρίσης απαιτεί αύξηση του ΑΕΠ 35% απ’ τα σημερινά επίπεδα. Η επίτευξη αυτής της αύξησης απαιτεί τουλάχιστον 15 χρόνια με σταθερό ρυθμό ανάπτυξης 2% ετησίως ή πάνω από 10 χρόνια με σταθερό ρυθμό ανάπτυξης 3% ετησίως, χωρίς να εκδηλωθεί νέα κρίση στην ελληνική οικονομία. Πρόκειται, προφανώς, για ένα εξαιρετικά απίθανο σενάριο.

Για τη μείωση του χρέους 
Τέλος, σημαντική πλευρά της προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαπραγμάτευση για τη μείωση του κρατικού χρέους και η αναδιαπραγμάτευση των όρων αποπληρωμής του.
Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται μια εναλλακτική διαχείριση του χρέους για λογαριασμό της άρχουσας τάξης, και στο πλαίσιο αυτής της διαπραγμάτευσης συμπορεύεται με τη Γαλλία και την Ιταλία, που έχουν αντίστοιχο ζήτημα, στην πίεση που ασκούν, με τη στήριξη των ΗΠΑ, προς τη Γερμανία, για να αναλάβει η τελευταία μεγαλύτερα βάρη. Σημειώνουμε πως, σε τελευταία ανάλυση, και το ελληνικό χρέος δεν είναι μια τελείως ξεχωριστή περίπτωση, αλλά μια ακόμα πλευρά του γενικού προβλήματος του χρέους στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω.
Πρώτα και κύρια, σημειώνουμε τη γεωπολιτική διάσταση του θέματος. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει σύμμαχο σε αυτόν το στόχο τις ΗΠΑ, ο υπουργός Οικονομικών των οποίων, Τζακ Λιου, ανέφερε το καλοκαίρι σε συνέντευξή του στους «Financial Times»: «Θα ήλπιζα πως (σ.σ.: η αναταραχή στην Τουρκία) θα άλλαζε το κλίμα υπό το οποίο διεξάγονται οι συνομιλίες για την ελάφρυνση του χρέους και επειδή είναι ούτως ή άλλως το σωστό να γίνει, αλλά και επειδή, σε μια στιγμή που η Ελλάδα είναι σε θέση γεωπολιτικής σημασίας, είναι καλό να ενισχυθεί η δημοσιονομική δομή της».
Το ζήτημα της διευθέτησης του υπέρογκου και συνεχώς αυξανόμενου αμερικανικού χρέους (τόσο του κρατικού όσο και των επιχειρήσεων) βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης στις ΗΠΑ, ενώ είναι εμφανείς και οι διαφορετικές προτάσεις των δύο υποψηφίων για την προεδρία των ΗΠΑ.
Ωστόσο η όποια απομείωσή του δεν πρόκειται να λύσει τα λαϊκά προβλήματα, αλλά, αντίθετα, θα συνοδευτεί με νέα αντιλαϊκά μέτρα. Η διαπάλη για το ύψος του χρέους εκφράζει τα ειδικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η μείωση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων μπορεί να εξασφαλίσει μεγαλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης των εγχώριων ομίλων σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Δεν αφορά την ανακούφιση των λαϊκών αναγκών.
Αυτό άλλωστε είναι και το οικονομικό περιεχόμενο της πρότασης, που εμφανίζεται και απ’ τον Αλ. Τσίπρα ως φιλολαϊκή και ρηξικέλευθη, για να μη συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες του ΠΔΕ στο πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού. Η πρόταση αυτή στην ουσία αποτελεί, μαζί με την πρόταση αύξησης του πακέτου Γιούνκερ, το οικονομικό περιεχόμενο της πρότασης της συνόδου των χωρών του Νότου που έγινε στην Αθήνα τον περασμένο Σεπτέμβρη και δεν έχει φιλολαϊκό περιεχόμενο. Η επέκταση του ΠΔΕ θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα κέρδη για τραπεζικούς και κατασκευαστικούς ομίλους και όχι σε ανάκτηση των απωλειών των εργαζόμενων ή, πολύ περισσότερο, στην ικανοποίηση των αναγκών τους.

Για το ζήτημα της Κοινωνικής Οικονομίας 
Τελευταία, η κυβέρνηση επανάφερε, με την ψήφιση σχετικού νόμου, τη γνωστή, απ’ την τελευταία κυβέρνηση Παπανδρέου, «κοινωνική οικονομία». Η κοινωνική οικονομία αφορά το φερόμενο ως «τρίτο τομέα» ανάμεσα στο κράτος και την αγορά που η αστική πολιτική υποστηρίζει ότι λειτουργούν με κριτήριο πέραν του κέρδους.
 Ο πρόσφατος νόμος ορίζει την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία ως «το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που στηρίζονται σε μια εναλλακτική μορφή οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον», ενώ κεντρικό σημείο του καινούργιου νόμου είναι ότι επεκτείνει τις σχετικές προβλέψεις του νόμου του 2011 σε νέα πεδία οικονομικής δραστηριότητας. Κεντρικό στοιχείο είναι οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, που αξιοποιούν το όποιο κέρδος για νέες επενδύσεις και για αύξηση των μισθών.
Η κοινωνική οικονομία προβάλλεται, και απ’ την κυβέρνηση, ως ένας μηχανισμός που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην παραγωγή με κριτήριο τον άνθρωπο. Εμφανίζεται ως ένας μηχανισμός που κινείται αντιπαραθετικά με τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας δήλωνε στη Βουλή πως για το ΣΥΡΙΖΑ «η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αντιστοιχεί στην κοσμοθεωρία μας, αντιστοιχεί στα οράματα που έχουμε για τη μετάβαση σε ένα άλλο μοντέλο, όχι μόνο παραγωγής και κατανάλωσης, αλλά και σε έναν άλλο τρόπο επιλογών ζωής».
Η κυβέρνηση εξαπατά συνειδητά τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα και την ίδια ώρα προωθεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και μέσα απ’ τις δομές της κοινωνικής οικονομίας.
Πρώτα-πρώτα, πρόκειται για δομές προώθησης νέων κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου και εξαγοράς εργαζόμενων, καθώς συνδέονται με επιχορηγήσεις και συμμετοχές σε διάφορα προγράμματα.
Συγκαλύπτει πως, όταν μια επιχείρηση της «κοινωνικής οικονομίας» εκτεθεί στον ανταγωνισμό με άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, είτε θα κλείσει είτε θα προχωρήσει σε απολύσεις, μειώσεις μισθών των εργαζόμενων, ώστε να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Αποκρύβει πως οι χαμηλές τιμές με τις οποίες παράγει μια τέτοια επιχείρηση οφείλονται στη δωρεάν εθελοντική εργασία των «συνεταίρων» και πως αυτές οι χαμηλές τιμές όχι απλά δεν αντιστρατεύονται τον καπιταλισμό, αλλά, αντίθετα, συντελούν, μέσα απ’ τη μείωση των δαπανών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας των υπόλοιπων επιχειρήσεων. Η επέκταση, τέλος, της κοινωνικής οικονομίας αξιοποιείται για να ελαφρώσει το κράτος από μια σειρά κοινωνικές δραστηριότητες, ώστε να εξοικονομήσει κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει τους ομίλους.
Ουσιαστικά, οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας δραστηριοποιούνται σε τομείς που δεν έχει συμφέρον το κεφάλαιο και αποστρέφεται το κράτος. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο παραπλάνησης των εργαζόμενων για να σταματήσουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και να στραφούν σε τέτοιου τύπου δομές ως λύση.
Ταυτόχρονα, η κοινωνική οικονομία ενισχύει τις αυταπάτες σχετικά με τη δυνατότητα ενός φιλολαϊκού καπιταλισμού, χωρίς αποκλεισμούς. Συσκοτίζει πως οι σχέσεις παραγωγής καθορίζονται σε επίπεδο κοινωνίας. Βασική αντίθεση στις σύγχρονες οικονομίες είναι η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα αποτελέσματά της απ’ την άλλη, η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Η αντίθεση αυτή δε λύνεται σε μια επιχείρηση, αφού αυτή βρίσκεται και παράγει μέσα στην καπιταλιστική οικονομία, με τους όρους της.
Στην πραγματικότητα, η οικονομία που έχει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο επίκεντρο είναι ρεαλιστική και απαραίτητη. Προϋποθέτει ωστόσο την κοινωνική ιδιοκτησία του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, προϋποθέτει δηλαδή την επαναστατική ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, την εργατική εξουσία, τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής και τον εργατικό έλεγχο. Οι προσπάθειες κάθε σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, που είναι οργανικά δεμένη με το λεγόμενο τρίτο τομέα ήδη απ’ την εποχή του Γκίντενς, επιχειρούν να αποκρύψουν τις πολιτικές προϋποθέσεις και το οικονομικό περιεχόμενο της μοναδικής εναλλακτικής κοινωνικής και οικονομικής κοσμοαντίληψης που έχει τον άνθρωπο ως επίκεντρο, του κομουνισμού-σοσιαλισμού, θα πέσουν στο κενό.

Η ΔΙΑΠΑΛΗ ΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 Κεντρικός άξονας της οικονομικής κριτικής της ΝΔ είναι ότι η κυβερνητική πολιτική ναρκοθετεί την πορεία προς την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Ασκεί κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ για πολιτική υπερφορολόγησης και αντιπροτείνει τη μείωση των κρατικών δαπανών. Εστιάζει ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν τη μεγάλη φορολόγηση των επιχειρήσεων, αλλά και τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και πράξεις των κυβερνητικών στελεχών που δυναμιτίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις, διαμορφώνοντας ένα αρνητικό περιβάλλον για την προσέλκυση επενδύσεων και τορπιλίζοντας την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Στην ουσία συμφωνεί με την κυβέρνηση για τους κεντρικούς στόχους που θέτει, στόχοι που υπηρετούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου προβάλλοντας ένα διαφορετικό μοντέλο, με το οποίο ισχυρίζεται πως θα τους επιτύχει. Εστιάζει στην ανάγκη περικοπής δαπανών σε αντιδιαστολή με το μοντέλο φορολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ επιμένει να χαρακτηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη της «Αριστεράς» ή ακόμα και ως κομμουνιστική δύναμη, προσπαθώντας να αναδείξει τις τάχα «αριστερές ιδεοληψίες» του ΣΥΡΙΖΑ που τον εμποδίζουν να προχωρήσει αποφασιστικά με τις μεταρρυθμίσεις. Συγχρόνως, η ΝΔ ασκεί κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ για ανεπαρκές πακέτο διαχείρισης της ακραίας φτώχειας.
Η κριτική της ΝΔ τροφοδοτεί ουσιαστικά το δίπολο με το ΣΥΡΙΖΑ, αφού διευκολύνει τον τελευταίο να εμφανίζεται ως το «μικρότερο κακό» σε σχέση με τη δήθεν σαρωτική εφαρμογή των μέτρων που θα έφερνε η ΝΔ. Η επιμονή της ΝΔ να χρησιμοποιεί μια, ορισμένες φορές, ακραία, αντικομμουνιστική ρητορική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει άλλωστε και στο να κηλιδώσει την έννοια του κομμουνισμού, ταυτίζοντας τον με το ΣΥΡΙΖΑ.  Η κριτική της ΝΔ αφορά το πώς καλύτερα μπορεί να διαχειριστεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ουσιαστικά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται για το ποιος μπορεί με τον καλύτερο τρόπο να διαμορφώσει τις συνθήκες για την επάνοδο της καπιταλιστικής οικονομίας στη φάση της ανάπτυξης. 

ΣΥΝΟΨΗ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ

 Η διεθνής καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης και η ενδεχόμενη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη θα είναι σχετικά επισφαλής.
Γενικότερα, το μέγεθος του υπερυσσωρευμένου κεφαλαίου και η μεγάλη δυσκολία ελεγχόμενης απαξίωσής του σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δυσκολεύει τη διαμόρφωση μιας δυναμικής πορείας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στις παρούσες συνθήκες, κανένα ιμπεριαλιστικό κέντρο δεν μπορεί να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής της διεθνούς οικονομίας.
Η όποια ανάκαμψη είναι εξαιρετικά ανισοβαρής. Συγχρόνως, η ανάκαμψη συνοδεύεται από σημαντική μετατόπιση της οικονομικής ισχύος απ’ την Ιαπωνία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ προς την Κίνα.
 Η τάση αλλαγής οικονομικού συσχετισμού ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών που περιλαμβάνουν την καπιταλιστικοποίηση κοινωνιών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά επιταχύνθηκε λόγω της κρίσης και των συνεπειών της. Οξύνεται η διαπάλη για τον έλεγχο και το μοίρασμα αγορών, ενεργειακών πηγών και οδών, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. στο εσωτερικό τους και στο εσωτερικό επιμέρους κρατών. Η όξυνσή της μπορεί να οδηγήσει σε περιφερειακές ή πιο γενικευμένες πολεμικές συγκρούσεις, στην ένταση των φυγόκεντρων τάσεων στην Ευρωζώνη, σε αλλαγές πολιτικής γραμμής ακόμα και στο σκληρό πυρήνα των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Πιθανές περιοχές πιο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου το αμέσως επόμενο διάστημα είναι η Μέση Ανατολή, η Θάλασσα της Νότιας Κίνας και η ευρύτερη περιοχή, ενώ πολιτικοί παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν σημαντικά είναι οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές, το δημοψήφισμα στην Ιταλία, το αποτέλεσμα του Brexit, αλλά και οι εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία.
Σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική οικονομία φαίνεται να βρίσκεται σε φάση μετάβασης απ’ την ύφεση στην αναιμική ανάπτυξη προς το τέλος του 2016 και κυρίως μέσα στο 2017. Ωστόσο, οι κυβερνητικές προβλέψεις για ταχεία ανάπτυξη της τάξης του 2,8% είναι υπερβολικές. Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή του ΑΕΠ στα επίπεδα προ κρίσης θέλει 10 έως 15 χρόνια με συνεχή ρυθμό ανάπτυξης 2-3%, χωρίς εκδήλωση νέας κρίσης, εξέλιξη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απίθανη.
Η κρατική πολιτική συνεχίζει στην πορεία κλιμάκωσης της επίθεσης στα εργατικά λαϊκά εισοδήματα, με κεντρικούς στόχους τη δημοσιονομική σταθεροποίηση και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην ανταγωνιστικότητα των ομίλων. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά δεν προβλέπει κανενός είδους ουσιαστική ανακούφιση και ανάκτηση των απωλειών, αλλά προετοιμάζει νέο γύρο αντιλαϊκής επίθεσης το επόμενο διάστημα.
Η διετία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απέδειξε για μια ακόμα φορά ότι η εναλλαγή πολιτικών δυνάμεων στην αστική διακυβέρνηση, με όποια προοδευτικά, ριζοσπαστικά συνθήματα και αν εμφανίζονται, θωρακίζει τελικά το στρατηγικό συμφέρον και την κυριαρχία της αστικής τάξης. Η πρόσφατη ελληνική πείρα συμπληρώνει την αντίστοιχη της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου.
Αναδεικνύεται επίσης η μεγάλη προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική τάξη ώστε να περάσουν τα νέα αντιλαϊκά μέτρα με κλίμα κοινωνικής ανοχής, που δε θα μπορούσε να διασφαλίσει η προηγούμενη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Στην ουσία δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική στροφή στην πολιτική του, ούτε αλλαγή στη στρατηγική του στόχευση. Όταν ήταν στην αντιπολίτευση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος και στη συσκότιση του πραγματικού αντίπαλου, δηλαδή της αστικής τάξης. Τώρα, ως κυβέρνηση, επιδιώκει να κατευνάσει την απογοήτευση απ’ τις φρούδες ελπίδες που ο ίδιος καλλιέργησε στα λαϊκά στρώματα, αναπαράγοντας νέες φρούδες ελπίδες με τον επίσης κάλπικο διαχωρισμό ανάμεσα στο κυβερνητικό και στο κομματικό «αριστερό» πρόγραμμα, στο κάλπικο δίλημμα του «μικρότερου κακού».
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να μεταβάλει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, ούτε να ακυρώσει τους νόμους κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Τόσο οι φίλοι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο Ομπάμα, ο Ολάντ, ο Ρέντσι, όσο και οι προβαλλόμενοι αντίπαλοί της, όπως ο Σόιμπλε, απαιτούν να επιταχυνθούν οι αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις για να ανακάμψει και να αυξηθεί η καπιταλιστική κερδοφορία.
Οι εξελίξεις υπογραμμίζουν επίσης την ανάγκη να προχωρήσει με πιο γρήγορα, αποφασιστικά βήματα η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η διεύρυνση των κοινωνικά πρωτοπόρων δυνάμεων, μιας λαϊκής συμμαχίας που θα βάλει στο στόχαστρο τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία του κεφαλαίου και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που την στηρίζουν, όπως την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε κλάδο, σε κάθε γειτονιά αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για την οργάνωση αυτής της αναγκαίας λαϊκής αντεπίθεσης με συνέχεια, διάρκεια και νικηφόρα προοπτική. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


 1. Σημειώνουμε πως ο ρυθμός ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου ήταν 7% την πενταετία 1995-2000 και 5% την πενταετία 2000-2005, με βάση τα στοιχεία του ΠΟΕ.
3. Το κρατικό χρέος της Γερμανίας είναι μόλις 69% του ΑΕΠ. Μια αύξησή του κατά 10% μεταφράζεται σε 300 δισ. ευρώ, που μάλλον υπερκαλύπτει τις όποιες ανάγκες της DB.
4. Αυστραλία, Μπρουνέι, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, ΗΠΑ, Βιετνάμ.
5. Αναλυτικά για τις αντιθέσεις, στο «Φανερές και αθέατες όψεις της αστικής διαπραγμάτευσης», ΚΟΜΕΠ 3/2015.
6. Σημειώνουμε πως οι συνεχείς αναθεωρήσεις του ΑΕΠ έχουν εν γένει και πολιτική σκοπιμότητα, καθώς η «πολιτική οικονομία» είναι ταξική απ’ τη φύση της. Έτσι, η αναθεώρηση προς τα κάτω του ΑΕΠ του 2015, που έλαβε χώρα τον Οκτώβρη του 2016, μπορεί να σκοπεύει στην εμφάνιση καλύτερων στατιστικών στοιχείων για το 2016 και το 2017.
7. «Το ανέκδοτο της δίκαιης ανάπτυξης», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 12 Ιούλη 2016.

8. Σημειώνουμε πως το Πρωτογενές Αποτέλεσμα του Προϋπολογισμού δεν υπολογίζει τις δαπάνες για τόκους και χρεολύσια, δηλαδή δαπάνες που αφορούν προηγούμενες χρονιές. Ο ελλειμματικός προϋπολογισμός του 2017 γίνεται πλεονασματικός (πρωτογενές πλεόνασμα), όταν δεν μετρηθούν τόκοι και χρεολύσια.

TOP READ